Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 245/2024

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Περίληψη

Σύμφωνα με το άρθρο 21 του ν. 1264/1982 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 95 του ν. 4808/2021): 1. Κατά τη διάρκεια της απεργίας η συνδικαλιστική οργάνωση, η οποία την κηρύσσει, έχει υποχρέωση να διαθέτει το αναγκαίο προσωπικό για την ασφάλεια των εγκαταστάσεων της επιχείρησης και την πρόληψη καταστροφών και ατυχημάτων (Προσωπικό Ασφαλείας). 2. Στις υπηρεσίες οργανισμούς, επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις της παρ. 2 του άρθρου 19, (ήτοι και σε επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας η λειτουργία των οποίων έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι επιχειρήσεις μεταφοράς προσώπων και αγαθών από την ξηρά, θάλασσα και τον αέρα), πέραν του προσωπικού ασφαλείας διατίθεται και προσωπικό για την αντιμετώπιση στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου κατά τη διάρκεια της απεργίας (Προσωπικό Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας). Οι στοιχειώδεις αυτές ανάγκες ορίζονται ως τουλάχιστον το ένα τρίτο (1/3) της συνήθως παρεχόμενης υπηρεσίας… 4. Το προσωπικό των παρ. 1 και 2 καθορίζεται με ειδική συμφωνία μεταξύ της πιο αντιπροσωπευτικής συνδικαλιστικής οργάνωσης της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης και του εργοδότη…7. Η συμφωνία καταρτίζεται με απευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών… 9. Αν η συμφωνία δεν καταρτισθεί έως την 25η Νοεμβρίου ή δεν κατατεθεί στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην παρ. 8, τα μέρη υποχρεούνται να προσφύγουν στη διαδικασία της μεσολάβησης. Η μεσολάβηση πρέπει να ολοκληρωθεί εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ανάληψη των καθηκόντων του μεσολαβητή. Εάν η μεσολάβηση δεν καταλήξει σε συμφωνία, κάθε ενδιαφερόμενη πλευρά έχει δικαίωμα να παραπέμψει το θέμα σε διαιτησία του άρθρου 16 του ν. 1 876/1990. Με τις διατάξεις δε του άρθρου 16, 16Α και 16Β του ν. 1876/1990, που αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο θεσπίσθηκαν δύο βαθμοί διαιτητικής διαδικασίας και ειδικότερα προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης αγωγής τόσο κατά της διαιτητικής απόφασης πρώτου βαθμού, στην περίπτωση που δεν ασκηθεί έφεση, όσο και κατά της απόφασης της δευτεροβάθμιας επιτροπής διαιτησίας. Στην πρώτη περίπτωση (όταν δηλαδή δεν ασκηθεί έφεση), η αγωγή ασκείται ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, ενώ εάν πρόκειται για διαιτητική απόφαση που έχει εκδοθεί μετά από έφεση από την πενταμελή επιτροπή διαιτησίας, η αγωγή ασκείται ενώπιον του Εφετείου και αμφότερες εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών. Στη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ.2 του άρθρου 16Β του ν. 1876/1990, ορίζεται ότι ‘’Στην περίπτωση αυτή το Εφετείο μπορεί να κρίνει και το κύρος της απόφασης διαιτησίας, που εκδόθηκε με τη διαδικασία του άρθρου 16’’, η οποία έχει την έννοια ότι, επί σχετικού αγωγικού αιτήματος, το Εφετείο μπορεί να κρίνει και το κύρος της απόφασης της διαιτησίας, που εκδόθηκε στον πρώτο βαθμό, στην περίπτωση κατά την οποία ήδη έκρινε ως άκυρη την απόφαση της πενταμελούς επιτροπής διαιτησίας. Η διαιτητική απόφαση δεν ελέγχεται για την ουσιαστική ορθότητά της ή για τη σκοπιμότητά της, αλλά ο έλεγχος αναφέρεται μόνο στις εξής περιπτώσεις: α) αν ρυθμίζει θέματα, τα οποία δεν μπορούν κατά το νόμο να είναι αντικείμενο συλλογικών διαπραγματεύσεων, β) αν δεν τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία και διαδικασία, που προβλέπει ο ν. 1876/1990 για την έκδοσή της, γ) αν οι όροι της παραβιάζουν συνταγματικές ρυθμίσεις ή διατάξεις του κοινού ουσιαστικού δικαίου αναγκαστικού χαρακτήρα με μονομερή (υπέρ των εργαζομένων) ή με αμφιμερή ενέργεια και δ) αν φέρει άλλα τυπικά ελαττώματα ή ελλείψεις. Περαιτέρω, ο δικαστικός έλεγχος της ύπαρξης της αιτιολογίας της διαιτητικής απόφασης, δεν μπορεί να φθάσει σε έλεγχο της ουσιαστικής κρίσης του διαιτητή.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ  245/2024

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τους Δικαστές Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Ευαγγελία Πανταζή και Ελένη Σκριβάνου -Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των  ΚΑΛΟΥΣΩΝ – ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΥΣΩΝ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία «…………» (………) που εδρεύει στη ……….. Πειραιά (………), με Α.Φ.Μ. …….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 2) της πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία «……………» (…………) που εδρεύει στη …….. Πειραιά (…………..), με Α.Φ.Μ. ………., όπως εκπροσωπείται νόμιμα και 3) της πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στη ……. Πειραιά (…………), με Α.Φ.Μ. ………, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Αγγελική Καίσαρη και Βασίλειο Σαξώνη.

            Της ΚΑΘ΄ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία  «…………» που εδρεύει στον Πειραιά (………..), με Α.Φ.Μ. …………, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Λεωνίδα Θεοδώρου και Δημήτριο Λαγούρο.

Α. ΟΙ ΚΑΛΟΥΣΕΣ – ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΥΣΕΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΕΣ, άσκησαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά της  εναγόμενης, την από 6-6-2023, με αριθμό έκθ. κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …./…../6-6-2023 αγωγή (εφεξής υπό στοιχείο α΄).

Β. Η ΚΑΘ΄ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΚΑΛΟΥΣΑ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗ – ΕΝΑΓΟΥΣΑ (εναγόμενη στην ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγή) άσκησε κατά των  εναγόμενων (εναγόντων στην υπό στοιχείο α΄ αγωγή), την από 2-1-2023, με αριθμό έκθ. κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …/…./6-6-2023 αγωγή (εφεξής υπό στοιχείο β΄).

Οι ανωτέρω αγωγές προσδιορίστηκαν αρχικά προς για τη δικάσιμο της 2-11-2023 κατά την οποία η συζήτησή τους ματαιώθηκε.

Ήδη, με τις α) από 3-11-2023 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……../3-11-2023 και β) από 2-11-2023 και με αρ. έκθ. κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………./3-11-2023 κλήσεις προς συζήτηση και πράξη ορισμού δικασίμου των εναγουσών στις ως άνω υπό στοιχείο α΄ και β΄ αγωγές, αντίστοιχα, επαναφέρονται αυτές προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο και γράφτηκαν στο πινάκιο με αρ. … και ….. αντίστοιχα.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή των ως άνω αγωγών από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις αγωγές και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με τις αναφερθείσες στην αρχή της παρούσας απόφασης κλήσεις, νόμιμα επαναφέρονται προς εκδίκαση: α) Η από 6-6-2023 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………/6-6-2023 αγωγή, που στρέφεται κατά του κύρους της με αριθμό 1/2023 απόφασης της Δευτεροβάθμιας Πενταμελούς Επιτροπής Διαιτησίας του ……………… ‘’Για τον Καθορισμό Προσωπικού Ασφαλείας και Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας στον ……….. (…………)’’ και, επικουρικά, κατά της με αριθμό 2/2023 απόφασης της Τριμελούς Επιτροπής Διαιτησίας του Ο.ΜΕ.Δ, που έκρινε σε πρώτο βαθμό για το ίδιο ως άνω ζήτημα, και β) η από 2-1-2023 και με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………./6-6-2023 αγωγή, που στρέφεται κατά του κύρους της ως άνω με αριθμό 1/2023 διαιτητικής απόφασης της δευτεροβάθμιας Πενταμελούς Επιτροπής Διαιτησίας του Ο.ΜΕ.Δ. Οι παραπάνω αγωγές, πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθώς στρέφονται κατά της ίδιας διαιτητικής απόφασης (άρθρα 31, 246 Κ.Πολ.Δ.).

Σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ.2 ν. 1264/1982, η απεργία των εργαζομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, η λειτουργία των οποίων έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου (μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι επιχειρήσεις μεταφοράς προσώπων και αγαθών από την ξηρά, θάλασσα και τον αέρα), επιτρέπεται μετά από την τήρηση της διαδικασίας των άρθρων 20 και 21 του ως άνω νόμου. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 21 του ίδιου νόμου (1264/1982), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 95 ν. 4808/2021, ‘’1. Κατά τη διάρκεια της απεργίας η συνδικαλιστική οργάνωση, η οποία την κηρύσσει, έχει υποχρέωση να διαθέτει το αναγκαίο προσωπικό για την ασφάλεια των εγκαταστάσεων της επιχείρησης και την πρόληψη καταστροφών και ατυχημάτων (Προσωπικό Ασφαλείας). 2. Στις υπηρεσίες οργανισμούς, επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις της παρ. 2 του άρθρου 19, πέραν του προσωπικού ασφαλείας διατίθεται και προσωπικό για την αντιμετώπιση στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου κατά τη διάρκεια της απεργίας (Προσωπικό Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας). Οι στοιχειώδεις αυτές ανάγκες ορίζονται ως τουλάχιστον το ένα τρίτο (1/3) της συνήθως παρεχόμενης υπηρεσίας. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού στον οποίο υπάγεται ο φορέας ή ο κλάδος δραστηριότητας, που εκδίδεται κατόπιν συμφωνίας των μερών ή έγγραφης εισήγησης οιουδήποτε κοινωνικού εταίρου ή φορέα έχει έννομο συμφέρον, ο οποίος τεκμηριώνει μικρότερη ανάγκη λειτουργίας, δύναται να περιορισθεί το ποσοστό των στοιχειωδών αναγκών της παρ. 2. 3. Η συνδικαλιστική οργάνωση που κήρυξε την απεργία γνωστοποιεί εγγράφως στον εργοδότη, με έγγραφο που επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή πριν από την έναρξη της απεργίας, τα ονόματα των εργαζομένων που θα παρέχουν τις υπηρεσίες τους ως Προσωπικό Ασφαλείας και, αν απαιτείται, ως Προσωπικό Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας. Με ευθύνη της συνδικαλιστικής οργάνωσης, το διατιθέμενο προσωπικό των παρ. 1 και 2 παρέχει τις υπηρεσίες του υπό τις οδηγίες του εργοδότη, προς εκπλήρωση των σκοπών για τους οποίους διατίθεται. 4. Το προσωπικό των παρ. 1 και 2 καθορίζεται με ειδική συμφωνία μεταξύ της πιο αντιπροσωπευτικής συνδικαλιστικής οργάνωσης της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης και του εργοδότη. Πλέον αντιπροσωπευτική είναι η συνδικαλιστική οργάνωση που έχει ως μέλη τους εργαζόμενους που προέρχονται από όλους τους κλάδους της επιχείρησης. Αν στην επιχείρηση υπάρχουν περισσότερες συνδικαλιστικές οργανώσεις, αντιπροσωπευτικότερη είναι εκείνη που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο αριθμό μελών που ψήφισαν κατά τις τελευταίες εκλογές για την ανάδειξη διοίκησης, ανεξάρτητα από τις ειδικότητες των εργαζομένων που είναι μέλη της. Οι λοιπές συνδικαλιστικές οργανώσεις δικαιούνται να παρέμβουν στις διαπραγματεύσεις και τις λοιπές διαδικασίες. 5. Η συμφωνία της παρ. 4 αναφέρει τουλάχιστον: α) τα συμβαλλόμενα μέρη, β) την εκμετάλλευση ή επιχείρηση ή τις εκμεταλλεύσεις ή επιχειρήσεις στις οποίες θα εφαρμόζεται, γ) τις υπηρεσίες και τμήματα της εκμετάλλευσης ή επιχείρησης ή των εκμεταλλεύσεων ή επιχειρήσεων που θα λειτουργούν κατά τη διάρκεια της απεργίας, αναλόγως με τη διάρκειά της και τις επιπτώσεις στο δημόσιο συμφέρον και την οικονομία συγκεκριμένης ή ευρύτερης περιοχής ή όλης της χώρας, δ) τον αριθμό των εργαζομένων ανά ειδικότητα που απαιτείται για τη στελέχωση των υπηρεσιών και τμημάτων της εκμετάλλευσης ή επιχείρησης ή των εκμεταλλεύσεων ή επιχειρήσεων με προσωπικό των παρ. 1 και 2, όπου απαιτείται, ε) διαδικαστικά θέματα ορισμού των εργαζομένων των παρ. 1 και 2 και στ) τη διάρκεια αυτής, η οποία μπορεί να είναι ορισμένη, αλλά τουλάχιστον ενός (1) έτους, ή αόριστη. 6. Στις επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις της παρ. 2 του άρθρου 19, πέραν του προσωπικού της παρ. 2, με την ίδια συμφωνία είναι δυνατό να καθορίζονται οι συγκεκριμένες ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, τις οποίες πρέπει να καλύπτει ο εργοδότης σε περίπτωση απεργίας και οι συνέπειες για την παραβίαση της συμφωνίας. Κριτήρια για τα θέματα αυτά αποτελούν το είδος και η κοινωνική κρισιμότητα των υπηρεσιών και αγαθών, που παρέχει η επιχείρηση και η ανάγκη διασφάλισης της άσκησης του δικαιώματος της απεργίας, πάντοτε εντός του πλαισίου που καθορίζει η παρ. 2 και ιδίως το τελευταίο εδάφιο αυτής. 7. Η συμφωνία καταρτίζεται με απευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών. Έως την 5η Νοεμβρίου κάθε ημερολογιακού έτους, ένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη καλεί το άλλο μέρος σε διαπραγμάτευση με εξώδικη κλήση, στην οποία περιέχεται υποχρεωτικά η πρόταση για καθορισμό του προσωπικού των παρ. 1 και 2. Η κλήση επιδίδεται προς το άλλο μέρος με δικαστικό επιμελητή και κατά τον ίδιο τρόπο κοινοποιείται στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων. 8. Η συμφωνία καταρτίζεται το αργότερο έως την 25η Νοεμβρίου κάθε ημερολογιακού έτους και κατατίθεται στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, εντός πέντε (5) ημερών από την υπογραφή της. Η συμφωνία είναι έγκυρη, ακόμη κι αν ο διάλογος ξεκινήσει σε ημερομηνία διαφορετική της προβλεπόμενης στην παρ. 7, εφόσον καταρτιστεί με απευθείας διαπραγματεύσεις μέχρι την 25η Νοεμβρίου και κατατεθεί στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, εντός πέντε (5) ημερών από την υπογραφή της. Η συμφωνία αυτή ισχύει ολόκληρο το ημερολογιακό έτος που ακολουθεί και, σε περίπτωση μη καταγγελίας ή τροποποίησής της, ισχύει και για τα επόμενα ημερολογιακά έτη. 9. Αν η συμφωνία δεν καταρτισθεί έως την 25η Νοεμβρίου ή δεν κατατεθεί στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην παρ. 8, τα μέρη υποχρεούνται να προσφύγουν στη διαδικασία της μεσολάβησης. Η μεσολάβηση πρέπει να ολοκληρωθεί εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ανάληψη των καθηκόντων του μεσολαβητή. Εάν η μεσολάβηση δεν καταλήξει σε συμφωνία, κάθε ενδιαφερόμενη πλευρά έχει δικαίωμα να παραπέμψει το θέμα σε διαιτησία του άρθρου 16 του ν. 1876/1990 (Α` 27). Διαιτητής επιλέγεται με κοινή συμφωνία των μερών από τον ειδικό κατάλογο διαιτητών και σε περίπτωση μη συμφωνίας με κλήρωση σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 16 του ν. 1876/1990. 10. Δεν επιτρέπεται η κήρυξη απεργίας χωρίς να έχει προηγουμένως καθοριστεί το Προσωπικό Ασφαλείας και, όπου απαιτείται, το Προσωπικό Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο παρόν, ή χωρίς να τεθεί πραγματικώς στη διάθεση του εργοδότη το προσωπικό αυτό, υποκείμενο στο διευθυντικό του δικαίωμα, με ευθύνη της συνδικαλιστικής οργάνωσης που κηρύσσει την απεργία. 11. Τα ζητήματα των παρ. 1, 2, 3 και 4 μπορούν να ρυθμίζονται και με συλλογικές συμβάσεις εργασίας για όλες τις επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως του δημόσιου ή μη χαρακτήρα τους και του χαρακτηρισμού τους ή μη ως κοινής ωφέλειας’’. Ακόμη, στην παράγραφο 1 του άρθρου 16Α του ν. 1876/ 1990 ‘’ Έφεση κατά απόφασης διαιτησίας (Δεύτερος Βαθµός)’’, προβλέπεται ότι: ‘’Κατά της απόφασης του διαιτητή ή της Τριµελούς Επιτροπής Διαιτησίας οποιοδήποτε από τα µέρη µπορεί να ασκήσει έφεση, που κατατίθεται στη γραμματεία του Ο.ΜΕ.Δ. Η προθεσµία της έφεσης είναι δέκα (10) ημέρες από την κοινοποίηση της απόφασης. Η προθεσµία και η άσκηση της έφεσης αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης. Το ανασταλτικό αποτέλεσµα διαρκεί έως ότου εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας της έφεσης’’. Στις δε παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 16Β του ως άνω νόµου ‘’Δικαστικός έλεγχος των διαιτητικών αποφάσεων’’, ορίζεται ότι: ‘’Ι. Σε περίπτωση που δεν ασκηθεί έφεση, σύµφωνα µε τη διαδικασία του άρθρου 16Α, κατά απόφασης διαιτησίας που εκδόθηκε µε τη διαδικασία του άρθρου 16, τα µέρη, εντός προθεσµίας δέκα (10) ηµερών από την πάροδο της προθεσµίας εφέσεως του άρθρου 16Α, µπορούν να ασκήσουν αγωγή περί του κύρους αυτής, ενώπιον του Μονοµελούς Πρωτοδικείου κατά το άρθρο 16 στοιχείο 5 του Κώδικα Πολιτικής Δικονοµίας. Η αγωγή αυτή εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 663 επ. του ίδιου Κώδικα (ήδη 614 περ.3, 621-622 Κ.Πολ.Δ.). Η σχετική αγωγή εγείρεται από συµµετέχοντα στη συλλογική διαφορά µέρη, η δε εκδοθησοµένη απόφαση ισχύει για όλα τα δεσµευόµενα από τη διαιτητική απόφαση µέρη. Η δικάσιµος ορίζεται εντός σαράντα πέντε (45) ηµερών από την κατάθεση της αγωγής ανεξάρτητα από τον αριθµό των υποθέσεων της δικασίµου. Η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκείται εντός δεκαπέντε (15) ηµερών από την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης. Η δικάσιµος της έφεσης ορίζεται εντός τριάντα (30) ηµερών από την άσκησή της. Η προθεσµία κλήτευσης είναι δεκαπέντε (15) ηµέρες πριν από τη συζήτηση. 2. Σε περίπτωση που ασκηθεί έφεση ενώπιον της Πενταµελούς Επιτροπής Διαιτησίας, κατά απόφασης διαιτησίας η οποία εκδόθηκε σύµφωνα µε τη διαδικασία του άρθρου 16, τα µέρη µπορούν να ασκήσουν αγωγή περί του κύρους αυτής, εντός προθεσµίας δέκα (10) ηµερών από την κοινοποίηση της απόφασης της Πενταµελούς Επιτροπής Διαιτησίας, ενώπιον του Εφετείου. Η αγωγή αυτή εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 663 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονοµίας (ήδη 614 περ.3, 621-622 Κ.Πολ.Δ.). Η σχετική αγωγή εγείρεται από συµµετέχοντα στη συλλογική διαφορά µέρη, η δε εκδοθησοµένη απόφαση ισχύει για όλα τα δεσµευόµενα από την τελική διαιτητική απόφαση µέρη. Η δικάσιµος ορίζεται εντός σαράντα πέντε (45) ηµερών από την κατάθεση της αγωγής, ανεξάρτητα τον αριθµό των υποθέσεων της δικασίµου. Στην περίπτωση αυτή το Εφετείο µπορεί να κρίνει και το κύρος της απόφασης διαιτησίας που εκδόθηκε µε τη διαδικασία του άρθρου 16’’. Εξάλλου, με τις παρ. 5 και 6 του άρθρου 16 του ίδιου νόμου (1876/1990) γίνεται ρητά αναφορά στο ζήτημα της αιτιολογίας των διαιτητικών αποφάσεων και στα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνει υπόψη το διαιτητικό όργανο κατά την έκδοση της απόφασής του. Ειδικότερα, στην μεν παρ.5 ορίζεται ότι: ‘’Ο διαιτητής και η επιτροπή διαιτησίας έχουν τα ίδια δικαιώματα με τον μεσολαβητή. Μελετούν όλα τα στοιχεία και πορίσματα, που συγκεντρώθηκαν στο στάδιο της μεσολάβησης και τα πρόσθετα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά τη διαδικασία της διαιτησίας και κυρίως τα οικονομικά και χρηματοοικονομικά στοιχεία, την εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας και την οικονομική κατάσταση των ασθενέστερων επιχειρήσεων της παραγωγικής δραστηριότητας, στην οποία αναφέρεται η συλλογική διαφορά, την πρόοδο στη μείωση του κενού ανταγωνιστικότητας και στη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας κατά τη διάρκεια του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας’’, στη δε παρ.6 ορίζεται ότι: ‘’ Η διαιτητική απόφαση πρέπει να περιέχει πλήρη και τεκμηριωμένη αιτιολογία σχετικά με τους όρους που τίθενται σε αυτή και οι οποίοι δεν μπορούν να έρχονται σε αντίθεση ή να τροποποιούν προβλέψεις της κείμενης νομοθεσίας. Στη διαιτητική απόφαση διατυπώνονται ρητώς όλοι οι κανονιστικοί όροι. Κανονιστικοί όροι άλλων εν ισχύι συλλογικών ρυθμίσεων εξακολουθούν να ισχύουν με τη διαιτητική απόφαση. Η πληρότητα της αιτιολογίας ελέγχεται δικαστικά, σύμφωνα με το άρθρο 16Β του παρόντος’’. Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού (16Β) θεσπίσθηκαν δύο βαθμοί διαιτητικής διαδικασίας και ειδικότερα προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης αγωγής τόσο κατά της διαιτητικής απόφασης πρώτου βαθμού, στην περίπτωση που δεν ασκηθεί έφεση, όσο και κατά της απόφασης της δευτεροβάθμιας επιτροπής διαιτησίας. Στην πρώτη περίπτωση (όταν δηλαδή δεν ασκηθεί έφεση), η αγωγή ασκείται ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, ενώ εάν πρόκειται για διαιτητική απόφαση που έχει εκδοθεί μετά από έφεση από την Πενταμελή Επιτροπή Διαιτησίας, η αγωγή ασκείται ενώπιον του Εφετείου και αμφότερες εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών. Στη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ.2 του άρθρου 16Β του ν. 1876/1990, ορίζεται ότι ‘’Στην περίπτωση αυτή το Εφετείο μπορεί να κρίνει και το κύρος της απόφασης διαιτησίας, που εκδόθηκε με τη διαδικασία του άρθρου 16’’, η οποία έχει την έννοια ότι, επί σχετικού αγωγικού αιτήματος, το Εφετείο μπορεί να κρίνει και το κύρος της απόφασης της διαιτησίας, που εκδόθηκε στον πρώτο βαθμό, στην περίπτωση κατά την οποία ήδη έκρινε ως άκυρη την απόφαση της πενταμελούς επιτροπής διαιτησίας. Ο παραπάνω δικαστικός έλεγχος μπορεί να έχει τη μορφή είτε παρεμπίπτοντος ελέγχου, στο πλαίσιο, δηλαδή, μίας ατομικής εργασιακής διαφοράς, είτε του απευθείας ελέγχου με την άσκηση θετικής ή αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής, από εκείνον που έχει έννομο συμφέρον. Η διαιτητική απόφαση δεν ελέγχεται για την ουσιαστική ορθότητά της ή για τη σκοπιμότητά της, αλλά ο έλεγχος αναφέρεται μόνο στις εξής περιπτώσεις: α) αν ρυθμίζει θέματα, τα οποία δεν μπορούν κατά το νόμο να είναι αντικείμενο συλλογικών διαπραγματεύσεων, β) αν δεν τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία και διαδικασία, που προβλέπει ο ν. 1876/1990 για την έκδοσή της, γ) αν οι όροι της παραβιάζουν συνταγματικές ρυθμίσεις ή διατάξεις του κοινού ουσιαστικού δικαίου αναγκαστικού χαρακτήρα με μονομερή (υπέρ των εργαζομένων) ή με αμφιμερή ενέργεια και δ) αν φέρει άλλα τυπικά ελαττώματα ή ελλείψεις (Α.Π. 850/2020, Α.Π. 692/2015, ΑΠ 464/2012 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα δηλ. με τα παραπάνω, η διαιτητική απόφαση δεν ελέγχεται δικαστικώς ως προς την ουσιαστική ορθότητά της ή για τη σκοπιμότητά της. Πρέπει δε να είναι πλήρως αιτιολογημένη και  να παρατίθενται όλα τα στοιχεία που έλαβε υπόψη ο διαιτητής ή η διαιτητική επιτροπή και τα οποία δικαιολογούν την ουσιαστική κρίση. Ο έλεγχος της ύπαρξης της αιτιολογίας της διαιτητικής απόφασης, ωστόσο, δεν μπορεί να φθάσει σε έλεγχο της ουσιαστικής κρίσης του διαιτητή (Α.Π. 850/2020 ο.π.)

Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγουσες στην υπό στοιχείο α΄ αγωγή (πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές ενώσεις), κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, βάλλουν κατά του κύρους της υπ΄αρ.1/2023 διαιτητικής απόφασης της δευτεροβάθµιας Πενταµελούς Επιτροπής Διαιτησίας του Ο.ΜΕ.Δ., η οποία απέρριψε την έφεση που άσκησε η εναγόμενη εταιρεία (………….) κατά της υπ΄αρ.2/2023 διαιτητικής απόφασης της Τριµελούς Επιτροπής Διαιτησίας του Ο.ΜΕ.Δ., που έκρινε σχετικά με τον Καθορισµό Προσωπικού Ασφαλείας (Π.Α.) και Προσωπικού Ελάχιστης Εγγυηµένης Υπηρεσίας (Π.Ε.Ε.Υ.), σε περίπτωση απεργίας, στον Οργανισµό Λιµένος Πειραιώς Α.Ε., όπως ειδικότερα ορίζεται σε αυτήν. Ειδικότερα, ζητούν την αναγνώριση της ακυρότητας της ανωτέρω υπ΄αρ.1/2023 διαιτητικής απόφασης, υποστηρίζοντας ότι στη διαδικασία καθορισµού Προσωπικού Ασφαλείας και Ελάχιστης Εγγυηµένης Υπηρεσίας, η διαιτητική αρµοδιότητα του Ο.ΜΕ.Δ. εξαντλείται σε έναν βαθµό, με τον ισχυρισμό ότι, το άρθρο 95 του ν. 4808/2021 (το οποίο τροποποίησε το άρθρο 21 του ν. 1264/1982) παραπέµπει αποκλειστικά στο άρθρο 16 του ν. 1876/1990 (και όχι στα άρθρα 16Α και 16Β αυτού) και εποµένως η διαδικασία ολοκληρώνεται µε την έκδοση της διαιτητικής απόφασης του άρθρου 16 ν. 1876/1990, η οποία στη συνέχεια µπορεί να προσβληθεί µόνο δικαστικά και όχι με έφεση ενώπιον της δευτεροβάθµιας Πενταµελούς Επιτροπής Διαιτησίας. Επικουρικά δε, σε περίπτωση που κριθεί έγκυρη η παραπάνω απόφαση, βάλλουν κατά του κύρους της υπ΄αρ. 2/2023 διαιτητικής απόφασης της Τριµελούς Επιτροπής Διαιτησίας του Ο.ΜΕ.Δ. επειδή: α) εφάρµοσε την επιταγή του άρθρου 95 ν. 4808/2021 (το οποίο τροποποίησε το άρθρο 21 του ν. 1264/1982), για τον υποχρεωτικό καθορισµό του Προσωπικού Ελάχιστης Εγγυηµένης Υπηρεσίας στο 1/3 της συνήθως παρεχόµενης υπηρεσίας, η οποία είναι αντισυνταγµατική και αντίθετη µε τις Διεθνείς Συµβάσεις, β) συνυπολόγισε, κατά τον καθορισµό των στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, τις υπηρεσίες που παρέχονται για την φορτοεκφόρτωση από πλοίο σε πλοίο εµπορικών φορτίων που απευθύνονται σε χώρες του εξωτερικού (transit), οι οποίες, όµως, δεν αφορούν στο ελληνικό κοινωνικό σύνολο και γ) στερούταν πλήρους αιτιολογίας και ζητούν την ακύρωσή της, άλλως τη μεταρρύθμισή της, όπως ειδικότερα αναφέρουν στην αγωγή τους.

Η αγωγή αυτή ως προς το κύριο αίτημά της, παραδεκτά φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρ. 16Β παρ. 2 ν. 1870/1990, 22 Κ.Πολ.Δ.), δικάζοντος κατά τη διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 614 περ.3, 621-622 Κ.Πολ.Δ.), σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη και έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, κατ΄ άρθρο 16Β παρ. 2 ν. 1870/1990, ήτοι εντός 10 ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης της Πενταμελούς Επιτροπής Διαιτησίας, που έλαβε χώρα στις 26-5-2023, δεδομένου ότι η αγωγή ασκήθηκε στις 6-6-2023, η δε τελευταία ημέρα της προθεσμίας (5-6-2023) ήταν αργία (Αγ. Πνεύματος) και ως εκ τούτου εξαιρετέα (άρθρο 144 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.).

Ωστόσο, ως προς το αίτημά της αυτό είναι μη νόμιμη, διότι, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, κατά το άρθρο 21 παρ.9 του ν. 1264/1982 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 95 του ν. 4808/2021) ‘’…Εάν η μεσολάβηση δεν καταλήξει σε συμφωνία, κάθε ενδιαφερόμενη πλευρά έχει δικαίωμα να παραπέμψει το θέμα σε διαιτησία του άρθρου 16 του ν. 1876/1990…’’. Επίσης, τόσο στο άρθρο 16Α όσο και στο άρθρο 16Β του ως άνω νόμου (1876/1990) γίνεται μνεία του άρθρου 16 του ίδιου νόμου, και συγκεκριμένα στην παρ. 2 του άρθρου 16Β γίνεται αναφορά της διαδικασίας του άρθρου 16 (στην οποία παραπέμπει το άρθρο 21 του ν. 1264/1982). Συγκεκριμένα, στην παρ.2 του άρθρου 16Β αναφέρεται, όπως προεκτέθηκε, ‘’σε περίπτωση που ασκηθεί έφεση ενώπιον της Πενταμελούς Επιτροπής Διαιτησίας, κατά απόφασης διαιτησίας η οποία εκδόθηκε σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 16, τα μέρη μπορούν να ασκήσουν αγωγή περί του κύρους αυτής, εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης της Πενταμελούς Επιτροπής Διαιτησίας, ενώπιον του Εφετείου’’, διατύπωση από την οποία σαφώς συνάγεται ότι εφαρμόζονται στη διαδικασία αυτή του άρθρου 16 και τα άρθρα 16Α και 16Β, τα οποία αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο της διαιτητικής διαδικασίας, που περιλαμβάνει δύο βαθμούς διαιτησίας (βλ. και ΑΠ 850/2020, ο.π.). Αυτό, πέραν του ότι προκύπτει από τις ίδιες τις διατάξεις του ισχύοντος νόμου, αλλά και τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση αυτού, ενισχύεται και από το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, όπως αναλύεται ορθά και στην υπ΄αρ. 1/2023 απόφαση της δευτεροβάθμιας Πενταμελούς Επιτροπής Διαιτησίας, ενώπιον της οποίας οι ενάγοντες στην ένδικη υπό στοιχείο α΄ αγωγή είχαν προβάλλει επίσης τον ισχυρισμό τους (ένσταση) περί μη ύπαρξης δεύτερου βαθμού διαιτησίας στην ένδικη περίπτωση, ο οποίος απορρίφθηκε. Επιπροσθέτως, όπως ορθά επισημαίνεται στην ως άνω προσβαλλόμενη (υπ΄αρ.1/2023) απόφαση, η διαιτητική απόφαση της πρωτοβάθμιας επιτροπής υπόκειται σε έφεση κατ’ άρθρο 16Α του ν.1876/1990, διότι, εφόσον έχει συσταθεί δεύτερος βαθμός διαιτησίας, αν ήθελε ο νομοθέτης να αποκλείσει τον δεύτερο βαθμό διαιτητικής δικαιοδοσίας στην ένδικη περίπτωση, ήτοι κατά τη διαιτητική διαδικασία για τα ζητήματα του Π.Α. και Π.Ε.Ε.Υ, θα το είχε αναφέρει ρητά, παρά τα όσα αβάσιμα περί του αντιθέτου υποστηρίζουν οι ενάγουσες. Ειδικότερα, κατά τα αναφερόμενα και στην αιτιολογία της εν λόγω απόφασης, από τις διατάξεις των παρ. 4 και 11 του άρθρου 21 του ν. 1264/1982, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 95 παρ. 1 του ν. 4808/2021, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των παρ. 4 και 9 του ίδιου άρθρου 21, όπως αυτό είχε προηγουμένως αντικατασταθεί με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 2224/1994, καθώς και της παρ. 2 του άρθρου 2 και της παρ. 8 του άρθρου 16 του ν. 1876/1990 (όπως το άρθρο 16 του νόμου αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο τέταρτο παρ. 3 του ν. 4303/2014) και ακολούθως η παρ. 5 του ίδιου άρθρου συμπληρώθηκε με το άρθρο 15 παρ. 4 του ν. 4549/2018 και οι παρ.1 και 2 αυτού αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 57 του ν. 4635/2019, συνάγεται ότι τα μέρη είναι ελεύθερα να καθορίσουν το πρoσωπικό της παρ. 1 και 2 του ανωτέρω άρθρου 21 [ήτοι το προσωπικό ασφαλείας και το προσωπικό ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας, είτε με συλλογική σύμβαση εργασίας (Σ.Σ.Ε.) είτε με ειδική συμφωνία (εφόσoν το ζήτημα αυτό δεν έχει ήδη ρυθμιστεί με Σ.Σ.Ε.), η οποία κατά την αιτιολογική έκθεση του ν. 2224/1994 είναι συλλογική σύμβαση. Επομένως, εφόσον το ίδιο ζήτημα μπορεί να ρυθμιστεί τόσο με Σ.Σ.Ε. όσο με ειδική συμφωνία των μερών, δεν συντρέχει κανένας λόγος διαφοροποίησης ως προς τη δυνατότητα άσκησης έφεσης κατά της διαιτητικής απόφασης της πρωτοβάθμιας επιτροπής, αναλόγως εάν με τη διαιτητική απόφαση ρυθμίζονται και άλλα ζητήματα (πέραν του προσωπικού των παρ. 1 και 2 του ανωτέρω άρθρου 21 του ν. 1264/1982), παρά τον αβάσιμο επίσης περί του αντιθέτου ισχυρισμό των εναγουσών. Περαιτέρω, όπως επίσης αναλύεται στην προσβαλλόμενη διαιτητική απόφαση, κατά τη βούληση του νομοθέτη, υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς του ν. 2224/1994, οι αποφάσεις της πρωτοβάθμιας επιτροπής, για το ζήτημα του καθορισμού προσωπικού ασφαλείας και προσωπικού για την αντιμετώπιση στoιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου σε περίπτωση απεργίας, υπόκειντο σε έφεση ενώπιον της αρμόδιας δευτεροβάθμιας επιτροπής. Ήδη, μετά την κατάργηση του άρθρου 15 του ν. 1264/1982 με το άρθρο 101 περ. α΄του ν. 4808/2021, στο τρίτο εδάφιο της παρ. 9 του άρθρου 21 του ν. 1264/1982, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 95 παρ. 1 του ν. 4808/2021, κατά τα προεκτεθέντα, ορίζεται ότι: ‘’Σε περίπτωση διαφωνίας ως προς το προσωπικό ασφαλείας και το προσωπικό ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας προβλέπεται δυνατότητα παραπομπής σε διαιτησία του άρθρου 16 του ν. 1876/1990 ’’. Από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4303/2014, με το άρθρο τέταρτο παρ. 4, του οποίου προστέθηκαν τα άρθρα 16Α (δεύτερος βαθμός διαιτησίας) και 16Β (δικαστικός έλεγχος των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων διαιτητικών αποφάσεων), προκύπτει ότι, κατά τη βούληση του νομοθέτη, η κατ’ άρθρο 16Α έφεση κατά της πρωτοβάθμιας διαιτητικής απόφασης και ακολούθως ο κατ’ άρθρο 16Β δικαστικός έλεγχος των διαιτητικών αποφάσεων είναι αναγκαίο συμπλήρωμα του συστήματος διαιτησίας του ν. 1876/1990. Εξάλλου, ούτε από την αιτιολογική έκθεση ούτε από το πλέγμα των διατάξεων του ν. 4808/2021 προκύπτει ότι ο νομοθέτης ήθελε να αποκλείσει τη δυνατότητα άσκησης έφεσης, κατ’ άρθρο 16Α, κατά της διαιτητικής απόφασης της Τριμελούς Επιτροπής Διαιτησίας. Αντιθέτως, ο νομοθέτης με τη γραμματική διατύπωση της επίμαχης διάταξης, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 95 παρ. 1 του ν. 4808/2021, θέλησε αφενός να παραπέμψει, ως προς το κρίσιμο εν προκειμένω ζήτημα, ειδικώς στη διαιτησία του ν. 1876/1990 (δηλαδή στην ήδη με την ανωτέρω διάταξη του ν. 4303/2014 καταστρωμένη σε δύο βαθμούς ενιαίας διαδικασία διαιτησίας, όπως για κάθε συλλογική διαφορά) και όχι σε μορφές διαιτησίας που ρυθμίζονται από άλλα νομοθετήματα (όπως του Κ.Πολ.Δ, άρθρα 867 επ.) και αφετέρου να ρυθμίσει το εν λόγω θέμα επί διαφωνίας των μερών ενόψει της κατάργησης με το άρθρο 101 του ίδιου νόμου των επιτροπών του άρθρου 15 του ν. 1264/1982 και ενόψει της νέας ρύθμισης του άρθρου 21 του ν. 1264/1982 (βλ. περ. στ’ της παρ. 5 και τρίτο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 21, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 95 παρ. 1 του ν. 4808/2021).

Περαιτέρω, εφόσον η ως άνω αγωγή απορρίφθηκε, κατά τα ανωτέρω, ως προς το κύριο αίτημά της περί αναγνώρισης της ακυρότητας της διαιτητικής απόφασης της δευτεροβάθμιας Πενταμελούς Επιτροπής Διαιτησίας, τυγχάνει ακολούθως απορριπτέα ως απαράδεκτη και ως προς το επικουρικό αίτημά της, στο βαθμό δηλαδή που βάλλει κατά της υπ΄αρ. 2/2023 διαιτητικής απόφασης της πρωτοβάθμιας Τριµελούς Επιτροπής Διαιτησίας του Ο.ΜΕ.Δ., διότι, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, επί σχετικού αγωγικού αιτήματος, το Εφετείο μπορεί να κρίνει και το κύρος της απόφασης της διαιτησίας, που εκδόθηκε στον πρώτο βαθμό, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ήδη έκρινε ως άκυρη την απόφαση της Πενταμελούς Επιτροπής Διαιτησίας, γεγονός, όμως, που δεν συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση. Δεδομένου δε ότι, εφόσον δεν κρίθηκε άκυρη η προσβαλλόμενη με την ένδικη ως άνω αγωγή, απόφαση της δευτεροβάθμιας Επιτροπής Διαιτησίας, δεν δύναται το παρόν Δικαστήριο να υπεισέλθει στην εξέταση του κύρους της απόφασης της πρωτοβάθμιας Επιτροπής Διαιτησίας. Συνεπώς, δεν συντρέχει λόγος αναστολής της παρούσας δίκης λόγω εκκρεμοδικίας, κατά τον ισχυρισμό της εναγόμενης στην α΄ αγωγή, έως την τελεσίδικη περάτωση της δίκης που έχει ανοιχθεί (όπως αναφέρεται στις αγωγές αλλά και τις προτάσεις των διαδίκων, προκύπτει δε και από τα προαποδεικτικώς προσκομιζόμενα έγγραφα), με την άσκηση από τις ενάγουσες στην υπό στοιχείο α΄ αγωγή, ενώπιον του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία εργατικών διαφορών), της από 3-4-2023 αγωγής τους (Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ. ……………./2023), με την οποία ζητούν να αναγνωρισθεί η ακυρότητά της ως άνω υπ΄αρ. 2/2023 διαιτητικής απόφασης της Τριµελούς Επιτροπής Διαιτησίας του Ο.ΜΕ.Δ., για τους ίδιους λόγους για τους οποίους ζητούν την ακύρωσή της και με την κρινόμενη αγωγή, όπως αυτοί αναφέρθηκαν παραπάνω.

Η ενάγουσα στην υπό στοιχείο β΄ αγωγή (………….), κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, στρέφεται κατά του κύρους της προαναφερθείσας υπ΄αρ. 1/2023 απόφασης της δευτεροβάθµιας Πενταµελούς Επιτροπής Διαιτησίας του Ο.ΜΕ.Δ., η οποία απέρριψε την έφεση που άσκησε κατά της υπ΄αρ. 2/2023 απόφασης της Τριµελούς Επιτροπής Διαιτησίας του Ο.ΜΕ.Δ., που έκρινε σχετικά με τον Καθορισµό Προσωπικού Ασφαλείας και Ελάχιστης Εγγυηµένης Υπηρεσίας σε περίπτωση απεργίας στον …………, όπως αναλυτικά ορίζεται σε αυτήν. Ειδικότερα, ζητεί την αναγνώριση της ακυρότητας της ως άνω υπ΄αρ. 1/2023 διαιτητικής απόφασης, άλλως τη μεταρρύθμισή της σύμφωνα με την υπ΄αρ. ………../14-11-2021 αρχική πρότασή της, όπως αυτή βελτιώθηκε, διότι, η εν λόγω προσβαλλόμενη απόφαση, απορρίπτοντας την έφεσή της κατά της υπ΄αρ. 2/2023 πρωτοβάθμιας διαιτητικής απόφασης, με εσφαλμένες και αντιφατικές παραδοχές, προσδιόρισε ανεπαρκές α) Προσωπικό Ασφαλείας και β) Προσωπικό Ελάχιστης Εγγυηµένης Υπηρεσίας, όπως περαιτέρω αναλύεται στην αγωγή.

Η αγωγή αυτή επίσης παραδεκτά φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρ. 16Β παρ. 2 ν. 1870/1990, 22 Κ.Πολ.Δ.), δικάζοντος κατά τη διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, (άρθρα 614 περ.3, 621-622 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη και έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, κατ΄ άρθρο 16Β παρ. 2 ν. 1870/1990, ήτοι εντός 10 ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης της Πενταμελούς Επιτροπής Διαιτησίας, που έλαβε χώρα στις 26-5-2023, δεδομένου ότι η αγωγή ασκήθηκε στις 6-6-2023, η δε τελευταία ημέρα της προθεσμίας (5-6-2023) ήταν αργία ( Αγ. Πνεύματος) και ως εκ τούτου εξαιρετέα (άρθρο 144 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.). Είναι δε ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, όσον αφορά στις αιτιάσεις της, που πλήττουν την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά αυτού, καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, προκύπτουν τα ακόλουθα: Τα διάδικα μέρη, ήτοι οι προαναφερθείσες πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις (ενάγουσες στην πρώτη αγωγή και εναγόμενες στη δεύτερη) και η ανώνυμη εταιρεία ‘…………….’’ (ενάγουσα στη δεύτερη αγωγή και εναγόμενη στην πρώτη), μετά τη αποτυχία να καταλήξουν σε συμφωνία με απευθείας διαπραγματεύσεις καθώς και ακολούθως με την προσφυγή στη διαμεσολάβηση, σχετικά με τον καθορισμό Προσωπικού Ασφαλείας και Προσωπικού Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας σε περίπτωση απεργίας των εργαζομένων στον ως άνω ….., το θέμα παραπέμφθηκε σε διαιτησία, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη. Εκδόθηκε δε αρχικά η προαναφερθείσα υπ΄αρ. 2/2023 διαιτητική απόφαση της Τριµελούς Επιτροπής Διαιτησίας του Ο.ΜΕ.Δ., η οποία όρισε όσα αναφέρονται σε αυτήν. Κατά της ως άνω απόφασης ασκήθηκε έφεση από την …………, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ΄αρ. 1/2023 διαιτητική απόφαση της δευτεροβάθµιας Πενταµελούς Επιτροπής Διαιτησίας του Ο.ΜΕ.Δ., που απέρριψε την έφεση αυτή.

Με τον πρώτο λόγο της ως άνω β΄ αγωγής, η ενάγουσα (………….), βάλλει κατά του κύρους, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, της τελευταίας αυτής διαιτητικής απόφασης της δευτεροβάθμιας Επιτροπής Διαιτησίας,  διότι με εσφαλμένες, ελλιπείς και αντιφατικές παραδοχές προσδιόρισε ανεπαρκές Προσωπικό Ασφαλείας, και συγκεκριμένα, υιοθετώντας ουσιαστικά την υπ΄αρ. ………….-Δ/20-9-2022 πρόταση της μεσολαβήτριας, όρισε ως Π.Α. 52 εργαζόμενους, ήτοι 17 εργαζόμενους ανά βάρδια (52/3), όπως ειδικότερα αναφέρονται στον σχετικό συνημμένο στην απόφαση, πίνακα, απορρίπτοντας την πρότασή της, με την οποία ζητούσε να οριστούν 91 εργαζόμενοι ως Π.Α., όπως επίσης ειδικότερα αναφέρονται ανά τμήματα, ήτοι 30 ανά βάρδια (91/3), κατά τα αναλυτικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν. Πιο συγκεκριμένα, η ενάγουσα  υποστηρίζει ότι, η δευτεροβάθμια Επιτροπή Διαιτησίας δεν έλαβε υπόψη της τους ισχυρισμούς της ότι, στην εταιρεία απασχολούνται 978 εργαζόμενοι διαφόρων ειδικοτήτων, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων απασχολούνται σε κυλιόμενες βάρδιες, οι δε εγκαταστάσεις της εκτείνονται σε ακτογραμμή στην περιοχή του Πειραιά 24 χιλιομέτρων και εντός περιοχής άνω των 5.000.000 τ.μ., καθώς και ότι, το προσωπικό ασφαλείας κατά τη διάρκεια της απεργίας δεν εργάζεται αλλά τίθεται στη διάθεση του εργοδότη για την πρόληψη ή διαχείριση ατυχημάτων στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης.

Η αιτιολογία με την οποία η δευτεροβάθμια Επιτροπή Διαιτησίας, απέρριψε με την προσβαλλόμενη (υπ΄αρ. 1/2023) απόφασή της, τον σχετικό λόγο της έφεσης της …………….. – ήδη ενάγουσας στη β΄ αγωγή, κατά της υπ΄αρ.2/2023 απόφασης της πρωτοβάθμιας Τριμελούς Επιτροπής Διαιτησίας, κρίνοντας επαρκές το προσωπικό ασφαλείας που είχε ορισθεί από την τελευταία, είναι η εξής: ‘’Κατά την οµόφωνη κρίση της παρούσας Επιτροπής, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι η εκκαλούσα είχε µεν αµφισβητήσει στον πρώτο βαθµό διαιτησίας τον συνολικό αριθµό και τον αριθµό ανά τµήµα του προσωπικού ασφαλείας που είχε προταθεί από τη µεσολαβήτρια, όµως δεν είχε προβάλει ενώπιον της πρωτοβάθµιας επιτροπής ούτε προβάλλει µε την υπό κρίση έφεση (όπως αναπτύχθηκε µε το επ’ αυτής υπόµνηµά της) ειδικούς και συγκεκριµένους ισχυρισµούς όσον αφορά τον αναγκαίο αριθµό και τη σύνθεση (αναγκαίες ειδικότητες) του προσωπικού ασφαλείας ούτε προσκοµίζει αποδεικτικά στοιχεία προς απόδειξη του ισχυρισµού της ότι απαιτείται µεγαλύτερος αριθµός εργαζοµένων, (στα 6 τµήµατα που αναφέρονται στην έφεση και στην προσβαλλόµενη απόφαση) ως προσωπικό ασφαλείας (δηλαδή επιπλέον του καθορισθέντος µε την εκκαλούµενη απόφαση). Ειδικότερα, µε την προσβαλλόµενη απόφαση καθορίζεται ως προσωπικό ασφαλείας το σύνολο των συνήθως απασχολούµενων (σε 3 βάρδιες) φυλάκων (28 εργαζόµενοι, αριθµός που δεν αµφισβητείται από την εκκαλούσα ούτε άλλωστε από τις εφεσίβλητες ενώσεις), οι οποίοι (όπως επιβεβαιώνεται από την εργατική πλευρά) απασχολούνται στα κεντρικά γραφεία της επιχειρήσεως και όχι στις εγκαταστάσεις της (λόγω ελλιπούς προσωπικού της ειδικότητας αυτής). Επίσης η πρωτοβάθµια επιτροπή όρισε ως προσωπικό ασφαλείας 3 εργαζόµενους µε άλλες ειδικότητες στο ίδιο τµήµα Ασφαλείας Λιµένος και Προστασίας Περιβάλλοντος και συγκεκριµένα έναν τεχνικό ασφαλείας, έναν τεχνικό πυρασφάλειας, έναν υπεύθυνο ασφαλείας λιµένος (αριθµός που αποτελεί τους συνήθως απασχολούµενους µε τις ειδικότητες αυτές). Σηµειωτέον ότι το καθορισθέν µε την προσβαλλόµενη απόφαση Π.Α. και Π.Ε.Ε.Υ. για το εν λόγω τµήµα (31 + 2 = 33) συµπίπτει µε το προτεινόµενο -συνολικώς αλλά µε εν µέρει διαφορετική κατανοµή- (βλ. το … Μ-Δ/12.4.2023 υπόµνηµα) από τις εφεσίβλητες ……. ……. και (……….. (19 + 14 = 33). Περαιτέρω, µε την προσβαλλόµενη απόφαση έχουν καθορισθεί ως προσωπικό ασφαλείας και εργαζόµενοι µε ειδικότητες ηλεκτρολόγου (3 από το τµήµα Έργων, 3 από το τµήµα Εξοπλισµού Λιµένος και 3 από το τµήµα Επισκευής Πλοίων) και µηχανικού (3 από το Τµήµα Επισκευής Πλοίων), καθώς και µε ειδικότητα µηχανογραφήσεως (1 υπάλληλος από το τµήµα Δικτύων και µηχανοργάνωσης) και προσορµήσεως (1 λιµενεργάτης από το τµήµα Εργασιακής Λειτουργίας). Εξάλλου, στο άρθρο 2 (µε τίτλο ‘’Προσωπικό Ασφαλείας’’) της εκκαλούµενης αποφάσεως ορίζονται τα εξής: ‘’Κατά τη διάρκεια απεργιακής κινητοποίησης, στο προσωπικό για την ασφάλεια των εγκαταστάσεων της επιχείρησης και την πρόληψη καταστροφών και ατυχηµάτων ανατίθενται καθήκοντα συνδεόµενα άµεσα και αποκλειστικά µε την ασφάλεια των εγκαταστάσεων, των µηχανηµάτων και του µηχανολογικού εξοπλισµού της επιχείρησης, καθώς και την πρόληψη καταστροφών και ατυχηµάτων στο χώρο του Λιµένα. Το Προσωπικό Ασφαλείας υποχρεούται να εκτελεί τα καθήκοντά του, όπως αυτά καθορίζονται από την διοίκηση της εταιρείας και σύµφωνα µε τις εντολές και οδηγίες των προϊσταµένων του. Το Προσωπικό Ασφαλείας ανά τµήµα που η συνδικαλιστική οργάνωση οφείλει να διαθέτει κατά τη διάρκεια των απεργιακών κινητοποιήσεων παρουσιάζεται στον Πίνακα Ι που επισυνάπτεται της παρούσης’’. Με την έφεση προβάλλεται (βλ. σκέψη 5) ο ισχυρισµός ότι στο τµήµα Ασφαλείας Λιµένος και προστασίας περιβάλλοντος απαιτούνται ως προσωπικό ασφαλείας 48 εργαζόµενοι, δηλαδή αριθµός µεγαλύτερος από τον συνολικό αριθµό των υπηρετούντων στο τμήμα Ασφαλείας Λιμένος το έτος 2022 (47 εργαζόμενοι, σύμφωνα με τα προσκομισθέντα από την εκκαλούσα με το υπ’ αριθμ. πρωτ. …. Μ-Δ/16.3.2023 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ενώπιον της δευτεροβάθμιας επιτροπής στοιχεία). Ενόψει όμως των εκτεθέντων ανωτέρω (βλ. σκέψη 4), είναι αποκρουστέα η άποψη της εκκαλούσας ότι καθήκοντα φυλάξεως των εγκαταστάσεών της σε περίπτωση απεργίας μπορεί να εκτελούν εργαζόμενοι με άλλες ειδικότητες (λ.χ. λιμενεργάτες). Και τούτο, διότι ο εργοδότης, ασκώντας το διευθυντικό δικαίωμά του, δεν μπορεί να αναθέτει κατά τη διάρκεια απεργίας ιδιαίτερα καθήκοντα φυλάξεως και επιτηρήσεως των κτιριακών εγκαταστάσεων σε εργαζόμενους άλλης ειδικότητας, στη συνήθη απασχόληση των οποίων δεν ανήκει η φύλαξη των εγκαταστάσεων της επιχειρήσεως και οι οποίοι δεν έχουν την κατάλληλη εκπαίδευση και εντεύθεν τα αναγκαία προς τούτο επαγγελματικά προσόντα ούτε εμπίπτει στον κύκλο των καθηκόντων τους η γενική εποπτεία για την ασφάλεια των εγκαταστάσεων, στις οποίες παρέχουν την εργασία τους. περαιτέρω, η εκκαλούσα με την έφεση επικαλείται (πέραν της ήδη ληφθείσας υπόψη πρωτοβαθμίως απασχολήσεως των φυλάκων σε 3 κυλιόμενες βάρδιες) ως μοναδικό λόγο για αυξημένο (συνολικώς και ανά τμήμα) προσωπικό ασφαλείας το εύρος των εγκαταστάσεών της (πλειάδα κτιρίων που εκτείνονται σε ακτογραμμή 24 χλμ. και εντός περιοχής άνω των 5.000.000 τ.μ.), χωρίς όμως να προσδιορίζει τον αριθμό και το είδος των εγκαταστάσεων. Eξάλλου, στην έφεση δεν πρoσδιoρίζoνται οι ειδικότητες από τα συγκεκριμένα τμήματα της επιχειρήσεως, στα οποία απαιτείται περισσότερο, όπως ισχυρίζεται, προσωπικό ασφαλείας. Με το υπόμνημά της (…. Μ-Δ/12/4/2023) η εκκαλούσα επικαλείται αορίστως ότι πέραν του φυλακτικού προσωπικού απαιτούνται ηλεκτρολόγοι, συντηρητές, μηχανικοί και άλλες ειδικότητες αναγκαίες για την αντιμετώπιση επικίνδυνων περιστατικών. Όμως δεν προσδιορίζει ποιες είναι οι τυχόν άλλες αναγκαίες ειδικότητες ούτε προσδιορίζει ποιο είναι το εξειδικευμένο αντικείμενο της απασχολήσεως των εργαζοµένων ως προς τις τρεις ως άνω αναγκαίες (όπως ισχυρίζεται) ειδικότητες που επικαλείται (ηλεκτρολόγου, µηχανικού και συντηρητού) και µάλιστα ανά τµήµα ούτε προσκοµίζει στοιχεία σχετικά µε το αντικείµενο της απασχολήσεως των εργαζοµένων στις ειδικότητες αυτές, µε τα οποία να αποδεικνύεται ότι το αντικείµενο της συνήθους απασχολήσεώς τους συνδέεται µε τους συγκεκριµένους σκοπούς που κατά νόµον έχει το προσωπικό ασφαλείας’’.

Η ανωτέρω αιτιολογία της υπ΄αρ.1/2023 Δ.Α. (Πεντ.), ως προς τον καθορισμό του Προσωπικού Ασφαλείας σε περίπτωση απεργίας στον ………., είναι πλήρης, τεκμηριωμένη και χωρίς  λογικά κενά και αντιφάσεις, παρά τον αβάσιμο περί του αντιθέτου ισχυρισμό της ενάγουσας ………, αφού, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του σκεπτικού αυτής και τα λεπτομερώς εκτιθέμενα ανωτέρω, λήφθηκαν υπόψη όλα τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, τα υπομνήματα των διαδίκων, ο αριθμός των συνολικά εργαζόμενων στην …………… καθώς και ανά Τμήμα, και κυρίως στο Τμήμα Ασφαλείας Λιμένος το έτος 2022 (47), οι οποίοι είναι λιγότεροι από τον αριθμό που ζητεί η ενάγουσα να οριστούν ως προσωπικό ασφαλείας (48). Ορθά δε, με αναλυτική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως ανωτέρω αυτή εκτέθηκε, η ως άνω διαιτητική απόφαση, εξηγεί γιατί δεν μπορεί, κατά τη διάρκεια της απεργίας, να ανατίθενται από τον εργοδότη, όπως εσφαλμένα ζητεί η ενάγουσα, ιδιαίτερα καθήκοντα φύλαξης των εγκαταστάσεων της επιχείρησης σε εργαζόμενους άλλης ειδικότητας, που δεν έχουν τα απαιτούμενα προς τούτο προσόντα και την κατάλληλη εξειδίκευση, ώστε να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες που θα προκύψουν σε περίπτωση ατυχήματος ή καταστροφής ή άλλης έκτακτης κατάστασης, ούτε εμπίπτει κάτι τέτοιο στα συνήθη εργασιακά τους καθήκοντα. Περαιτέρω, από τα ανωτέρω επίσης αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, για τον σχηματισμό της κρίσης της σχετικά με το Π.Α., λήφθηκαν υπόψη οι σκοποί του νόµου σε συνδυασμό με το είδος της επιχείρησης της τότε εκκαλούσας – νυν ενάγουσας ………, καθώς και της φύσης της δραστηριότητάς της. Επομένως, ο εξεταζόμενος πρώτος λόγος της αγωγής, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Οι περιεχόμενες στον ίδιο λόγο λοιπές αιτιάσεις περί εσφαλμένων παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης, δια των οποίων επιχειρείται ο έλεγχος της ουσιαστικής κρίσης του διαιτητικού οργάνου (ότι δηλ. κακώς η διαιτητική απόφαση εστίασε τόσο στον ποιοτικό όσο και στον ποσοτικό προσδιορισμό του προσωπικού ασφαλείας, ενώ προέχει ο ποσοτικός, ο δε ποιοτικός που δεν είναι αναγκαίος, εναπόκειται στην εκπαίδευση που θα παραγάγει  ο εργοδότης, σχετικά με τους σκοπούς για τους οποίους διατίθεται το προσωπικό ασφαλείας, καθώς επίσης ότι, εσφαλμένα έκρινε ότι δεν προσδιορίζεται το εύρος των εγκαταστάσεων της …………., διότι αυτές, όπως υποστηρίζει, εκτός του ότι είναι παγκοίνως γνωστές (συνομολογήθηκαν από τα αντίδικα σωματεία κ.λπ.), είναι μη νόμιμες, διότι, όπως προαναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, η διαιτητική απόφαση δεν ελέγχεται για την ουσιαστική ορθότητά της. Σε κάθε περίπτωση οι ως άνω ισχυρισμοί είναι και αβάσιμοι, διότι ο ποιοτικός προσδιορισμός του προσωπικού ασφαλείας είναι βέβαια σημαντικός παράλληλα με τον ποσοτικό, όπως ορθά αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς επίσης, για να συνομολογείται κάποιο πραγματικό περιστατικό, πρέπει καταρχήν να αναφέρεται.

Με τον δεύτερο λόγο της ως άνω β΄ αγωγής, η ενάγουσα (…………), βάλλει κατά του κύρους, όπως προαναφέρθηκε, της ίδιας (υπ΄αρ. 1/2023) διαιτητικής απόφασης της Πενταμελούς Επιτροπής Διαιτησίας του Ο.ΜΕ.Δ., διότι με εσφαλμένες, ελλιπείς και αντιφατικές παραδοχές προσδιόρισε ανεπαρκές Προσωπικό Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας, και ειδικότερα στον τοµέα λειτουργίας γερανογεφυρών (προσδιόρισε) µία (1) οµάδα εργασίας για τη λειτουργία γερανογεφυρών ανά βάρδια για στάσεις εργασίας ή για απεργίες που διαρκούν έως τέσσερα (4) συνεχόµενα εικοσιτετράωρα και δύο (2) οµάδες εργασίας για τη λειτουργία γερανογεφυρών στην πρωινή βάρδια, µία (1) στην απογευµατινή και µία (1) στη βραδινή βάρδια για απεργίες που διαρκούν περισσότερο από τέσσερα συνεχόµενα εικοσιτετράωρα, ενώ θα έπρεπε να δεχθεί την πρότασή της όπως βελτιώθηκε, να λειτουργούν δηλαδή τέσσερις (4) γερανογέφυρες την ημέρα κατά τη διάρκεια της απεργίας, εκ των οποίων δύο (2) την πρωινή και ανά μία την απογευματινή και νυχτερινή βάρδια αντίστοιχα.

Η προσβαλλόμενη δευτεροβάθμια διαιτητική απόφαση οδηγήθηκε στην ως άνω κρίση της, απορρίπτοντας την έφεση της ενάγουσας …………, κατά της πρωτοβάθμιας διαιτητικής απόφασης, εκτιμώντας τους ισχυρισμούς όλων των μερών, και καταλήγοντας ότι ο μέσος όρος ομάδων εργασίας στη λειτουργία των γερανογεφυρών, από τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους αντικρουόμενα στοιχεία, είναι μεταξύ 3-4 ανά βάρδια επί τρεις βάρδιες ημερησίως, χωρίς να μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς, και όχι 4,4 ανά βάρδια ημερησίως, που υποστηρίζει η εργοδοτική πλευρά. Κι αυτό διότι, ο υπολογισμός αυτός εκ μέρους της εργοδοτικής πλευράς δεν είναι ορθός, καθώς η τελευταία, αφενός μεν δεν λαμβάνει υπόψη το σύνολο των ημερών του μήνα (30 ή 31), αλλά μόνο τις ημέρες λειτουργίας των γερανογεφυρών, αφετέρου δε, λαμβάνει υπόψη το σύνολο του αριθμού των γερανογεφυρών (μηχανημάτων)  που λειτούργησαν σε κάθε βάρδια και όχι των ομάδων εργασίας που υποστηρίζουν τη λειτουργία κάθε γερανογέφυρας, καθόσον, όπως αναφέρθηκε από την εργατική πλευρά και δεν αποκρούστηκε από την εργοδοτική, οι οµάδες εργασίας για τη λειτουργία των γερανογεφυρών σε µία βάρδια µπορεί να εργάζονται σε περισσότερες από µία από τις οχτώ (8) γερανογέφυρες. Ωστόσο, για τον καθορισµό της ελάχιστης εγγυηµένης υπηρεσίας, κρίσιµος είναι ο αριθµός των εργαζοµένων που συνήθως απασχολούνται και όχι ο αριθµός των µηχανηµάτων που λειτουργούν. Συνεπώς, ο µ.ό. 4,4 που εξάγει η εργοδοτική πλευρά, δεν είναι ασφαλές στοιχείο για τον καθορισµό του προσωπικού ελάχιστης εγγυηµένης υπηρεσίας. Ακόμη, στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρονται αναλυτικά τα εξής: ‘’Κατά την οµόφωνη κρίση της παρούσας Επιτροπής, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι το λιµενεργατικό προσωπικό της ……….., κατά τη συνήθη λειτουργία της επιχειρήσεως, απασχολείται σε όλους τους επιχειρησιακούς τοµείς, δηλαδή όχι µόνο στον Σταθµό Εµπορευµατοκιβωτίων (Σ.ΕΜΠΟ.). Εποµένως, οι 30 λιµενεργάτες που µε την εκκαλούµενη απόφαση καθορίζονται ως Π.Ε.Ε.Υ. (ήτοι το 1/3 και πλέον των 86 συνήθως απασχολουµένων σε κυλιόµενες βάρδιες) δεν θα απασχολούνται µόνο στις γερανογέφυρες αλλά θα ασκούν καθήκοντα και σε άλλους τοµείς λειτουργίας της επιχειρήσεως (οι οποίοι επίσης, κατά την εκκαλούµενη απόφαση, είναι αναγκαίοι για την εξυπηρέτηση στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου σε κάθε απεργιακή κινητοποίηση), π.χ. στην Κρουαζιέρα. Περαιτέρω, η οµάδα εργασίας για τη λειτουργία γερανογέφυρας (υπό κανονική λειτουργία της επιχειρήσεως) περιλαµβάνει, µεταξύ άλλων, 5 λιµενεργάτες, 1 χειριστή γερανογέφυρας και 2 οδηγούς νταλίκας. Οι 8 οδηγοί οχηµάτων (εν γένει) που έχουν ορισθεί µε την προσβαλλόµενη απόφαση ως Π.Ε.Ε.Υ. στο Τµήµα Εργασιακής Λειτουργίας (ήτοι το1/3 των 26 συνήθως απασχολουµένων) δεν θα απασχολούνται µόνο στις γερανογέφυρες, για τη λειτουργία των οποίων απαιτείται συγκεκριµένη ειδικότητα οδηγών. Εξάλλου, ο αριθµός των 8 χειριστών γερανογέφυρας, που επίσης έχουν ορισθεί ως Π.Ε.Ε.Υ. στο ίδιο Τµήµα Εργασιακής Λειτουργίας της επιχειρήσεως, καλύπτει επαρκέστατα τη λειτουργία των γερανογεφυρών και επί απρόβλεπτων και αιφνίδιων γεγονότων (όπως λ.χ. ασθένεια, ατύχηµα) κατά την διάρκεια απεργίας. Με τα δεδοµένα αυτά, τα προβαλλόµενα µε το …. Μ-Δ/12.4.2023 υπόµνηµα της εκκαλούσας περί αντιφατικών ρυθµίσεων της προσβαλλόµενης αποφάσεως, όσον αφορά τη λειτουργία γερανογεφυρών κατά τη διάρκεια απεργίας, είναι απορριπτέα, διότι στηρίζονται αφενός στην εσφαλµένη εκδοχή, ότι µε την προσβαλλόµενη απόφαση ορίσθηκε ότι οι περιλαµβανόµενοι στο Π.Ε.Ε.Υ. 30 λιµενεργάτες και 8 οδηγοί οχηµάτων σε περίπτωση απεργίας θα απασχολούνται µόνο στις γερανογέφυρες και αφετέρου στην αποκρουστέα από την παρούσα Επιτροπή άποψη, ότι οι 8 χειριστές γερανογέφυρας αποτελούν υπεράριθµο Π.Ε.Ε.Υ. ενόψει της ορισθείσας µε την εκκαλούµενη απόφαση λειτουργίας 3 ή 4 (ανάλογα µε τη διάρκεια της απεργίας) γερανογεφυρών ηµερησίως’’. Κατά την κρίση επίσης της δευτεροβάθμιας Επιτροπής, το οριζόμενο από το νόμο 1/3 της συνήθως παρεχόµενης υπηρεσίας στον τοµέα λειτουργίας των γερανογεφυρών, καλύπτεται επαρκώς µε τον καθορισµό ως Π.Ε.Ε.Υ. 3 οµάδων εργασίας (1 ανά βάρδια) σε περίπτωση µικρής διάρκειας απεργίας (έως 4 συνεχόµενα 24ωρα) και 4 οµάδες εργασίας (2 στην πρωινή βάρδια και από 1 στην απογευµατινή και βραδινή βάρδια) σε περίπτωση µεγαλύτερης διάρκειας απεργίας (άνω των 4 συνεχόµενων 24ωρων), λαµβάνοντας υπόψη το είδος και την κοινωνική κρισιµότητα των υπηρεσιών που παρέχει ο εν λόγω επιχειρησιακός τοµέας της ……….. και το νόµιµο κριτήριο της διάρκειας της απεργίας που συνδέεται αρρήκτως µε το δηµόσιο συµφέρον (την κάλυψη δηλαδή των στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου). Ειδικότερα, σημειώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι: ‘’…Το ως άνω Π.Ε.Ε.Υ. είναι επαρκές για την αντιµετώπιση των στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου και υπό την υποστηριζόµενη από την εκκαλούσα (µε την έφεση και το επ’ αυτής υπόµνηµά της), που πάντως δεν γίνεται δεκτή από την παρούσα Επιτροπή, άποψη ότι κρίσιµος για τον καθορισµό Π.Ε.Ε.Υ. στον τοµέα λειτουργίας των γερανογεφυρών είναι ο αριθµός των µηχανηµάτων που κατά µέσο όρο λειτουργούσαν τον κρίσιµο χρόνο (έτος 2022) σε καθηµερινή βάση [δηλαδή είτε 4,4 ανά βάρδια χ 3 βάρδιες = 13,2 ηµερησίως είτε (κατόπιν υπολογισµού µε βάση το σύνολο των ηµερών κάθε µήνα) 3,7 ανά βάρδια χ 3 βάρδιες = 11,1 ηµερησίως] επί συνολικού αριθµού 8 γερανογεφυρών στο Σ.ΕΜΠΟ. της ………. και όχι, όπως έγινε δεκτό πρωτοβαθµίως, ο αριθµός των οµάδων εργασίας που συνήθως απασχολούνται στο σύνολο των γερανογεφυρών κάθε βάρδιας, κατ’ απόρριψη πάντως από την παρούσα Επιτροπή της θέσεώς της, ότι δεν ασκεί επιρροή η διάρκεια της απεργίας στον καθορισµό Π.Ε.Ε.Υ. για τη λειτουργία των γερανογεφυρών. Εξάλλου, κατά την οµόφωνη κρίση της παρούσας Επιτροπής, δεν αναιρείται το διευθυντικό δικαίωµα της ………. µε την επίµαχη ρύθµιση της πρωτοβάθµιας διαιτητικής αποφάσεως, καθόσον µε την προσβαλλόµενη απόφαση δεν καθορίζονται ο αριθµός και οι συγκεκριµένες ειδικότητες εργαζοµένων, που θα απαρτίζουν την οµάδα εργασίας για τη λειτουργία γερανογέφυρας κατά τη διάρκεια απεργίας, ούτε οι συνθήκες παροχής της εργασίας τους. Αντιθέτως, ορίζεται (άρθρο 3) ότι η εν λόγω οµάδα θα έχει την ίδια σύνθεση µε αυτήν που έχει κατά τη συνήθη λειτουργία της ………….., όπως δηλαδή αυτή καθορίζεται από την εργοδότρια εταιρεία υπό κανονική λειτουργία της επιχειρήσεως, καθώς και ότι θα ενεργεί σύµφωνα µε τις εντολές και οδηγίες των προϊσταµένων της. Κατά συνέπεια, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος εφέσεως είναι απορριπτέοι’’.

Και αυτή η αιτιολογία της υπ΄αρ.1/2023 διαιτητικής απόφασης της δευτεροβάθμιας Επιτροπής, ως προς τον καθορισμό του Προσωπικού Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας σε περίπτωση απεργίας στον …………, είναι πλήρης, εμπεριστατωμένη και χωρίς αντιφάσεις και αοριστίες, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα ………. Λήφθηκαν δε υπόψη κατά την έκδοσή της, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του σκεπτικού της, όλα τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης και οι ισχυρισμοί των διαδίκων. Περαιτέρω, αναλύεται με λογικά και πειστικά επιχειρήματα στην αιτιολογία της ως άνω απόφασης, γιατί λήφθηκε υπόψη ο αριθμός των εργαζομένων στις γερανογέφυρες και όχι ο αριθμός των λειτουργούντων μηχανημάτων, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, κάποιοι εργαζόμενοι εργάζονται σε περισσότερες από μία γερανογέφυρες. Έτσι, το 1/3 της συνήθους παρεχόμενης υπηρεσίας, στο οποίο κατά τα οριζόμενα από το νόμο, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, πρέπει να ανέρχεται το Π.Ε.Ε.Υ., θα ανευρεθεί, όπως ορθά κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, με βάση τον συνήθη αριθμό του προσωπικού που εργάζεται καθημερινά και όχι με βάση τον αριθμό των μηχανημάτων, όπως εσφαλμένα υποστηρίζει η ενάγουσα. Εξάλλου, η διαφοροποίηση της πρότασης της ενάγουσας, σε σχέση με την προσβαλλόμενη απόφαση, αφορά μόνο στις πρώτες τέσσερεις ημέρες της απεργίας, για τις οποίες ορίζεται με την ως άνω απόφαση ως Π.Ε.Ε.Υ., η λειτουργία μίας ομάδας εργασίας λιγότερης ημερησίως στον τομέα λειτουργίας των γερανογεφυρών (στην πρωινή βάρδια) από τα προτεινόμενα από την ενάγουσα ……………. Για τις συνεχιζόμενες πέραν των τεσσάρων (4) ημερών, απεργίες, τα οριζόμενα στην εν λόγω απόφαση σχετικά με το Π.Ε.Ε.Υ. ως προς τη λειτουργία των γερανογεφυρών, συμπίπτουν με την πρόταση της ενάγουσας, όπως παραπάνω εκτέθηκε. Αντίθετα δε με τα υποστηριζόμενα από την ενάγουσα, η απόφαση της δευτεροβάθμιας Επιτροπής Διαιτησίας, αιτιολογεί επαρκώς την κρίση της περί της διαφοροποίησης αυτής στη λειτουργία των ομάδων εργασίας στις γερανογέφυρες ανάλογα με τις ημέρες της απεργίας, καθώς η διάρκεια της απεργίας αποτελεί, όπως σημειώνεται στην απόφαση, νόμιμο κριτήριο για τον καθορισμό του Π.Ε.Ε.Υ. Αυτό, άλλωστε, σαφώς συνάγεται από τα αναφερόμενα στην παρ. 5 εδ.γ του άρθρου 21 ν. 1264/1982 (βλ. μείζονα σκέψη), που συνδέει άμεσα τον καθορισμό του Π.Ε.Ε.Υ, ανάλογα με τη διάρκειά της απεργίας και τις επιπτώσεις στο δημόσιο συμφέρον (την κάλυψη δηλ. των στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου) και την οικονομία συγκεκριμένης ή ευρύτερης περιοχής ή όλης της χώρας, κριτήρια που έλαβε υπόψη της η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως επίσης και το οριζόμενο από τον νόμο 1/3 της συνήθως παρεχόμενης υπηρεσίας. Στάθμισε δε, όπως επιπλέον προκύπτει από την αιτιολογία της, κατά τον καθορισμό του Π.Α. και του Π.Ε.Ε.Υ., τόσο το είδος και την κοινωνική κρισιμότητα των υπηρεσιών και αγαθών, που παρέχει η επιχείρηση της ενάγουσας, όσο και την ανάγκη διασφάλισης της άσκησης του δικαιώματος της απεργίας των εργαζομένων σε αυτήν (βλ. σχετικά και παρ.6 εδ. τελευταίο του άρθρου 21 ν.1264/1982), ώστε να επέλθει συγκερασμός των αντικρουόμενων αυτών συμφερόντων, βάσει των  κριτηρίων που θέτει ο νόμος.

Με βάση τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη υπ΄αρ. 1/2023 διαιτητική απόφαση της δευτεροβάθμιας Πενταμελούς Επιτροπής, με σαφή και τεκμηριωμένη αιτιολογία, που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 16 παρ. 5 και 6 του ν. 1876/1990 (υπό την έννοια ότι η Επιτροπή Διαιτησίας πρέπει να παραθέτει όλα τα στοιχεία που έλαβε και όφειλε να λάβει υπόψη και τα οποία δικαιολογούν την ουσιαστική κρίση, στοιχεία τα οποία παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τα ανωτέρω), απέρριψε τους σχετικούς λόγους της έφεσης της νυν ενάγουσας κατά της υπ΄αρ. 2/2023 διαιτητικής απόφασης της πρωτοβάθμιας Τριμελούς Επιτροπής. Συνεπώς και ο δεύτερος λόγος της ένδικης υπό στοιχείο β΄ αγωγής είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εφόσον λοιπόν η αγωγή αυτή, σύμφωνα με τα παραπάνω, είναι απορριπτέα και ως προς τους δύο λόγους της, που βάλλουν κατά του κύρους της εν λόγω διαιτητικής απόφασης, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Κατ΄ ακολουθίαν όσων προεκτέθηκαν, πρέπει να απορριφθούν, για τους προαναφερθέντες λόγους,  τόσο η υπό στοιχείο α΄ αγωγή (ως προς την κύρια και ως προς την επικουρική της βάση), όσο και η υπό στοιχείο β΄ αγωγή, ενώ τα δικαστικά έξοδα θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων των δύο αγωγών, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων: α) την από 6-6-2023 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …../6-6-2023 αγωγή και β) την από 2-1-2023 και με αριθμό έκθ. κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …../6-6-2023 αγωγή.

Απορρίπτει τις ως άνω αγωγές.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα συνολικά μεταξύ των διαδίκων και για τις δύο αγωγές.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 16η Μαΐου 2024 και δηµοσιεύθηκε στις 30 Μαΐου 2024, σε έκτακτη δηµόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

H ΠΡΟΕΔΡΟΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ