Αριθμός 264/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 2ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Χρήστο Θεοφίλη.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «…………», η οποία εδρεύει στο …….. Αττικής (οδός ……….) (ΑΦΜ ………. ΓΕΜΗ ……..) και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικού διαδόχου εταιρείας «………», λόγω συγχωνευσης με απορρόφηση, που έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4601/2019, 2) ………….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Γεώργιο Βουκελατο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 20.11.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2017) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 3134/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 8.7.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ……./2020-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………./2020) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 21η.10.2021, μετά δε από διαδοχικές αναβολές οι 5η.5.2022, η 16η.3.2023 και η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσιβλήτων, ο οποιος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η με αριθμό κατάθεσης στην γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς …………/2020 έφεση κατά της υπ΄αριθμόν 3134/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα καθώς η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύτηκε στις 9-7-2018 και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά στις 8-7-2020 (άρθρα 495, 511, 513, 516 παρ 1, 517 εδαφ α, 518 παρ 1 και 147 ΚΠολΔ) δίχως να προηγηθεί επίδοση της εκκαλουμένης. Συνεπώς, πρέπει να γινει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής κατά την αυτή διαδικασία δοθέντος ότι έχει καταβληθεί και το προβλεπόμενο από την διάταξη του άρθρου 495 παρ 3 ΚΠολΔ παράβολο άσκησης έφεσης (βλ. με κωδικό ………../2020 παράβολο).
Με την αγωγή επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση o ενάγων, ο οποίος είναι ιδιοκτήτης και κάτοχος της αναφερόμενης σ΄αυτήν ιστοσελίδας (site) την οποία χρησιμοποιεί, εκμεταλλεύεται και διαχειρίζεται ως εφημερίδα για ειδήσεις από την πόλη της Χαλκίδας και την Εύβοια, αλλά και για ειδήσεις γενικότερου ενδιαφέροντος, ιστορούσε ότι η πρώτη εναγόμενη η οποία είναι ιδιοκτήτρια και εκδότρια της πανελλήνιας ημερήσιας εφημερίδας «…………..» και ο δεύτερος εναγόμενος ο οποίος είναι ο διευθυντής αυτής δημοσίευσαν στην διαδικτυακή έκδοση της εφημερίδας ένα ιδιαίτερα δυσφημιστικό για το πρόσωπό του δημοσίευμα με τίτλο «Σύλληψη διαχειριστή ιστολογίου για εξαπάτηση 278 επαγγελματιών στην Εύβοια» στο οποίο δεν αναφερόταν το όνομα του, αναγραφόταν, ωστόσο, το ιστολόγιο το οποίο διαχειριζόταν έτσι ώστε να καθίσταται γνωστό στο κοινό της Χαλκίδας και της Εύβοιας βάσει των αναφερομένων σ΄αυτό (ιστολόγιο) στοιχείων ότι το δημοσίευμα αναφερόταν στον ίδιο (ενάγοντα). Η κατηγορία αυτή προήλθε από δύο ψευδείς εγκλήσεις ανταγωνιστριών του ενάγοντος συνεπεία των οποίων σχηματίστηκαν δύο ποινικές δικογραφίες στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Χαλκίδας και διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση για α) κακουργηματική απάτη από κοινού κατ΄εξακολούθηση και κατ΄επάγγελμα με συνολικό όφελος και αντιστοιχη ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρω και για β) απάτη σε βαθμό πλημμελήματος από κοινού και κατ΄εξακολούθηση η πρώτη και για εξύβριση και απόπειρα εκβίασης η δεύτερη. Μετά την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης απορρίφθηκαν οι ανωτέρω εγκλήσεις ελλείψει επαρκών ενδείξεων τέλεσης των διερευνώμενων εγκλημάτων, ενώ ως προς τα πλημμελήματα της εξύβρισης και της απόπειρας εκβίασης για τα οποία παραπέμφθηκε ο ενάγων ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας το Δικαστήριο έπαυσε υφ΄ορον την ποινική δίωξη κατ΄άρθρο 8 του ν 4411/2016 ως προς την πράξη της εξύβρισης και ως προς την πράξη της απόπειρας εκβίασης κήρυξε τον ενάγοντα αθώο. Με το δημοσίευμα αυτό έγιναν γνωστές πανελληνίως οι ψευδείς κατηγορίες σε βάρος του δίχως καμία επιφύλαξη του συντάκτη του δημοσιεύματος ως προς την βασιμότητα αυτών μολονότι η υπόθεση δεν είχε καν παραπεμφθεί στον αρμόδιο εισαγγελέα και ως εκ τούτου καταστρατηγήθηκε το τεκμήριο αθωότητας του ενάγοντος, και τέθηκε σε δημόσια ανυποληψία ο ενάγων και προσεβλήθη βάναυσα η προσωπική και επαγγελματική τιμή και υπόληψη αυτού και η προσωπικότητα του γενικότερα. Ζήτησε δε, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη, ν΄αναγνωριστεί ότι οι τελευταίοι υποχρεούνται να του καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας βάσει των διατάξεων του μοναδικού άρθρου του ν. 1178/1981 «περί αστικής ευθύνης του τύπου» σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 57,914, 920,932 και 361-363 ΠΚ αλλά και βάσει των διατάξεων των άρθρων 2 περ β,7 παρ 1, 2ζ του ν 2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων» καθώς δημοσιοποιήθηκαν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα σχετικά με ποινική δίωξη σε βάρος του, το ποσό των 90.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Επί της αγωγής αυτής εξεδόθη η εκκαλουμένη με την οποία το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή κατά την βάση που θεμελιώνεται στις διατάξεις περί αστικής ευθύνης του τύπου ως απαράδεκτη για το λόγο ότι δεν προηγήθηκε της αγωγής εξώδικη πρόσκληση προς τους εναγόμενους από μέρους του ενάγοντος για αποκατάσταση της προσβολής που υπέστη με την καταχώριση σχετικού κειμένου κατ΄εφαρμογή της διάταξης της παραγράφου 5 του άρθρου μόνου του ν 1178/1981, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 37 παρ 2 του ν 4356/2015, ενώ αφέθηκε αδίκαστη η έτερη βάση της αγωγής περί προσβολής των προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος.
Ήδη κατά της απόφασης αυτής βάλλει ο ενάγων – εκκαλών παραπονούμενος για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την παραδοχή της αγωγής του.
Με τον πρώτο κατά λογική αναγκαιότητα λόγο έφεσης ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως προς την βάση περί αστικής ευθύνης του τύπου (άρθρο μόνον του ν 1178/1981) ως απαράδεκτη για το λόγο ότι δεν είχε προηγηθεί εξώδικη πρόσκληση για αποκατάσταση της προσβολής που υπέστη από το επιδικο δημοσίευμα καθώς η σχετική διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου μόνου του ν.1178/1981 που προβλέπει την προϋπόθεση αυτή δεν τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση καθώς είναι δυνατή η αναδημοσίευση του σχετικού κειμένου σε πλήθος ιστοσελίδων τις οποίες αδυνατεί να εντοπίσει ο παθών με συνέπεια να καθίσταται αλυσιτελές το μέτρο αυτό. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ειδικότερα, οι διατάξεις του νόμου περί αστικής ευθύνης του τύπου (άρθρο μόνον του ν 1178/1981) εφαρμόζονται αναλογικά και επί προσβολών της προσωπικότητας οι οποίες συντελούνται στο διαδίκτυο μέσω ηλεκτρονικών ιστοσελίδων που λειτουργούν ως διεθνές μέσο διακίνησης πληροφοριών, δεδομένου ότι για τις προσβολές αυτές δεν υπάρχει ιδιαίτερο νομικό πλαίσιο και η αντιμετώπισή τους δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με αναλογική εφαρμογή της ήδη υπάρχουσας νομοθεσίας για τις προσβολές της προσωπικότητας μέσω του εντυπου (εφημερίδες, περιοδικά) ή ηλεκτρονικού (τηλεόραση, ραδιόφωνο) τύπου, αφού και η ραγδαία ανταπτυσσόμενη διαδικτυακή πληροφόρηση που προσφέρεται από το διαδίκτυο σε πολυμεσική μορφή καθιστά το χρήστη του διαδικτύου εκτός των άλλων και αποδέκτη πληροφοριών και κάνει το διαδίκτυο να προσομοιάζει με μια νέας μορφής παγκόσμια τηλεόραση (ΑΠ 1017/2022, ΝΟΜΟΣ). Ως εκ τούτου εφαρμοστέα τυγχάνει και η διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου μόνου του ν.1178/1981 που προβλέπει ότι ο αδικηθείς πριν ασκήσει αγωγή για την προσβολή που υπέστη, υποχρεούται να καλέσει με έγγραφη εξώδικη πρόσκληση τον ιδιοκτήτη του εντύπου ή όταν αυτός είναι άγνωστος τον εκδότη ή τον διευθυντή σύνταξής του, να αποκαταστήσει την προσβολή με την καταχώριση σε αυτό κειμένου που του υποδεικνύει καθώς δεν υφίσταται απαγορευτικός λόγος γι΄ αυτό. Εξάλλου, το γεγονός ότι είναι δυνατόν σε οποιονδήποτε τρίτο να προβεί σε αναδημοσίευση των προσβλητικών ισχυρισμών και σε άλλες ιστοσελίδες δεν ακυρώνει το διορθωτικό αποτέλεσμα της καταχώρισης αποκαταστατικού της προσβολής κειμένου στην ιστοσελίδα που δημοσιεύθηκαν το πρώτον οι προσβλητικοί ισχυρισμοί. Επομένως, εφόσον στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων δεν κάλεσε εξωδίκως τους εναγομένους να αποκαταστήσουν την προσβολή κατά τον ανωτέρω τρόπο η αγωγή τυγχάνει απαράδεκτη. Συνεπώς, απορρίπτοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την αγωγή για τον λόγο αυτό ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με σχετικό λόγο της έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Με επόμενο λόγο έφεσης ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι και αν ακόμη υποτεθεί ότι η προδικασία της εξώδικης πρόσκλησης που προβλέπεται στην διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου μόνου του ν 1178/1981 τυγχάνει εφαρμογής και επί προσβολών οι οποίες συντελούνται στο διαδίκτυο μέσω ηλεκτρονικών ιστοσελίδων, η εξώδικη αυτή διαδικασία απαιτείται μόνο στην περίπτωση δημοσιεύματος που θίγει την τιμή και την υπόληψη του ατόμου και όχι σε κάθε προσβολή της προσωπικότητας όπως πχ της εικόνας του προσώπου και επομένως δεν απαιτούνταν η προδικασία αυτή στην προκειμένη περίπτωση. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος καθόσον τόσο ο τίτλος του δημοσιεύματος «Σύλληψη διαχειριστή ιστολογίου για εξαπάτηση 278 επαγγελματιών στην Εύβοια» όσο και το κείμενο του δημοσιεύματος, θίγουν την προσωπική και επαγγελματική τιμή και υπόληψη του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος ταυτίζεται με το πρόσωπό του, ενώ δεν εκτίθεται στην αγωγή ότι οι εναγόμενοι ανήρτησαν στην διαδικτυακή έκδοση της εφημερίδας τους και την φωτογραφία αυτού ή προσέβαλαν την προσωπικότητα του ενάγοντος με άλλο τρόπο ώστε να θεωρηθεί ότι ως προς την έκφανση αυτή της προσωπικότητάς του δεν απαιτείται η τήρηση της ως άνω εξώδικης διαδικασίας, η οποία κατ΄ακολουθίαν, δεν δύναται να τύχει εξαιρέσεως εφαρμογής της στην προκειμένη περίπτωση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη για τον λόγο αυτό ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και όλα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με σχετικό λόγο της εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Με τον τελευταίο λόγο της έφεσης ενάγων διαμαρτύρεται για το λόγο ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη δίκασε την αγωγή κατά την βάση που στηρίζεται στην διατάξεις του νόμου περί αστικής ευθύνης του τύπου (άρθρο μόνον του ν 1178/1981) και άφησε αδίκαστη την έτερη σωρευόμενη βάση της αγωγής που στηρίζεται στις διατάξεις περί προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (ν 2472 /1997). Ο λόγος αυτός πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ΄ουσίαν καθόσον στην εκκαλουμένη δεν περιλαμβάνονται κρίσεις για την συγκεκριμένη βάση της αγωγής, όπως προαναφέρθηκε. Περαιτέρω, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο προκειμένου να ερευνηθεί η αγωγή και ως προς σωρευόμενη αυτή βάση κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών καθώς η αγωγή είχε κατατεθεί και επιδοθεί (22-11-2017) προ της καταργήσεως με την διάταξη του άρθρου 84 του ν 4624/2019 της διατάξεως του άρθρου 23 του ν 2472/1997 στην οποία οριζόταν ότι οι απαιτήσεις από παραβάσεις του νόμου περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων εκδικάζονταν κατά την τότε ισχύουσα διαδικασία των εργατικών διαφορών των άρθρων 664 -676 ΚΠολΔ και ήδη διαδικασία περιουσιακών διαφορών (άρθρο 614 παρ 3 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι κατά την διαδικασία περιουσιακών διαφορών εκδικάζεται η αγωγή και ως προς την βάση που στηρίζεται στις διατάξεις του νόμου περί αστικής ευθύνης του τύπου (άρθρο μόνον του ν 1178/1981) και επομένως, δεν συντρέχει περίπτωση χωρισμού των δύο βάσεων της αγωγής. Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη ερειδόμενη στις παρακάτω αναφερόμενες διατάξεις καθώς και κείνες των άρθρων 57, 59,914, 299 και 932 του ΑΚ, 71ΚΠΔ, 340, 346 ΑΚ 70 , 176 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ΄ουσίαν μη απαιτουμένου δικαστικού ενσήμου ενόψει του αναγνωριστικού αιτήματος της αγωγής (άρθρο 42 παρ 1 του ν 4640/2019).
Α. Κατά το άρθρο 1 του ν. 2472/1997 «προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την οδηγία 95/46 ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης.10.1995, ο οποίος ίσχυε κατά το χρόνο που έλαβε χώρα το επίδικο συμβάν, αντικείμενο του νόμου αυτού είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στο άρθρο 2 του ως άνω νόμου ορίζεται ότι για τους σκοπούς του νόμου τούτου νοούνται ως: α) «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κάθε είδους πληροφορίες που αναφέρονται στο υποκείμενο των δεδομένων», β)ευαίσθητα δεδομένα, τα δεδομένα που αφορούν στη φυλετική ή εθνική προέλευση, στα πολιτικά φρονήματα, στις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, στη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, στην υγεία, στην κοινωνική πρόνοια και στην ερωτική ζωή, στα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, καθώς και στη συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων, γ)υποκείμενο των δεδομένων το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, δ) «επεξεργασία κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση, η αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή», ε) (όπως ήδη αντικαταστάθηκε το εδάφιο αυτό με την παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 3471/2006) «αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα («αρχείο») κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια», στ)…, ζ) «υπεύθυνος επεξεργασίας οποιοσδήποτε καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η) …, θ) …, ι) «αποδέκτης το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν είναι τρίτος ή όχι»…. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ανωτέρω νόμου, οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν στο αρχείο. Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 ε` του ίδιου νόμου, «Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: … ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι, στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών». Τέτοια περίπτωση συνδρομής υπέρτερου εννόμου συμφέροντος συνιστά, ιδίως, η περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία, που ζητούνται είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου. Το παραπάνω επιχείρημα αντλείται από το άρθρο 7 παρ. 2 γ` του ν. 2472/1997 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 2915/2001), που αφορά την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, αλλά εφαρμόζεται κατά μείζονα λόγο και στην επεξεργασία απλών προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με το οποίο, «Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: … γ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου». Προϋπόθεση για τη νόμιμη εφαρμογή της παραπάνω διάταξης είναι ότι τα δεδομένα, των οποίων ζητείται η χορήγηση ή για τα οποία πρόκειται η χρήση, πρέπει να είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου (αρχή της αναγκαιότητας), και δη ενόψει της συγκεκριμένης δίκης που εκκρεμεί. Η αναγκαιότητα δε υφίσταται όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα. Τα δεδομένα, επίσης, δεν πρέπει να είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως απαραίτητα για την υπεράσπιση του δικαιώματος (αρχή της αναλογικότητας). Στο άρθρο 22 παρ. 4 του ίδιου ν. 2472/1997 προβλέπονται ποινικές κυρώσεις, για όποιον χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή ανακοινώνει ή καθιστά προσιτά τέτοια δεδομένα σε μη δικαιούμενα πρόσωπα. Στην παρ. 1 του άρθρου 23 αυτού με τίτλο «αστική ευθύνη» ορίζεται, ότι «φυσικό ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση, αν δε προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον». Από τις ανωτέρω διατάξεις, συνάγεται ότι, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του ως άνω άρθρου 23 του ν. 2472/1997 και του ταυτάριθμου άρθρου της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ, από τις οποίες, σε συνδυασμό με τις αναλόγως εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299 και 932 του ΑΚ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση που φυσικό ή νομικό πρόσωπο, κατά παράβαση των διατάξεων του ως άνω νόμου, προκαλεί ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων, η ευθύνη του πρώτου για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει: α) συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) που παραβιάζει τις διατάξεις του ν. 2472/1977 ή (και) των κατ` εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια αφ’ ενός των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφ’ ετέρου της πιθανότητας να επέλθει ηθική βλάβη. Η ύπαρξη υπαιτιότητας τεκμαίρεται και, ως εκ τούτου, το πρόσωπο, που παραβιάζει τις εν λόγω διατάξεις, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του, έναντι του υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων, που υπέστη ηθική βλάβη, από την παραβίαση, έχει το βάρος να αποδείξει ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματός του πραγματικά γεγονότα, σύμφωνα και με την περί τούτου ρητή διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 της ως άνω Οδηγίας (βλ. ΑΠ 171/2019, ΑΠ 1740/2013, ΑΠ 637/2013) (ΑΠ 1264/2020, ΤΝΠ Νόμος). Στη, δε, § 2 ορίζεται ότι η κατά το άρθρο 932 ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για παράβαση του νόμου τούτου ορίζεται κατ’ ελάχιστο στο ποσό των 2.000.000 δραχμών (ήδη 5.869,40 ευρώ), εκτός αν ζητήθηκε από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό ή η παράβαση οφείλεται σε αμέλεια (ΑΠ 476/2009). Ο καθορισμός βέβαια με τη διάταξη αυτή ελάχιστου ποσού χρηματικής ικανοποίησης σκοπό έχει να διασφαλίσει την προστασία των πολιτών από ιδιαίτερα έντονες προσβολές της τιμής και της υπόληψής τους και εντάσσεται στα μέτρα που λαμβάνει η Πολιτεία, υλοποιώντας την επιβαλλόμενη από το άρθρο 2 § 1 του Συντάγματος υποχρέωσή της για σεβασμό και προστασία της αξίας του ανθρώπου. Όμως, η ρύθμιση αυτή αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 25 § 1 εδ. δ` του Συντάγματος και την θεσμοθετούμενη με αυτήν αρχή της αναλογικότητας, καθόσον η καθιέρωση για τον καθορισμό του ελάχιστου ορίου χρηματικής ικανοποίησης στο, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ιδιαίτερα σημαντικό ποσό των 2.000.000 δραχμών, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, δεν είναι εν στενή έννοια αναλογική, διότι η βλάβη που προκαλείται με την υποχρέωση καταβολής αυτού του χρηματικού ποσού είναι, στις περιπτώσεις ελαφρών εξ απόψεως είδους και βαρύτητας προσβολών, στις οποίες (περιπτώσεις) και αντιστοιχεί το εν λόγω κατώτατο όριο χρηματικής ικανοποίησης, δυσανάλογα επαχθέστερη από την επιδιωκόμενη ωφέλεια του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, η τιμή και η υπόληψη του οποίου προσβλήθηκε. Συνεπώς, η εν λόγω διάταξη ως αντισυνταγματική είναι ανίσχυρη και δεν πρέπει να εφαρμόζεται από το δικαστήριο της ουσίας, με την έννοια του προσδιορισμού στο καθοριζόμενο από αυτήν ποσό χρηματικής ικανοποίησης, όχι κρίνοντας αυτήν ως εύλογη, αλλά θεωρώντας ότι δεσμεύεται από την ανωτέρω διάταξη, μολονότι το είδος και η βαρύτητα της προσβολής δε δικαιολογούν τον καθορισμό του εν λόγω ποσού (βλ. Ολ.ΑΠ 6/2011) (ΑΠ 252/2018, ΤΝΠ Νόμος).
Β. Περαιτέρω, στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ τυποποιείται το τεκμήριο αθωότητας, ως βασική κατεύθυνση της ποινικής δίκης. Αντίστοιχου περιεχομένου διατάξεις περιλαμβάνουν, επίσης, τόσο το άρθρο 14 παρ. 2 του Διεθνούς Συμφώνου του ΟΗΕ για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, το οποίο ψηφίστηκε τον Δεκέμβριο 1966, όσο και το άρθρο 11 παρ. 1 της από 10-12-1948 Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κείμενα τα οποία αποτελούν σήμερα υπερεθνικές διατάξεις, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 Συντάγματος. Πλέον, το τεκμήριο αθωότητας έχει λάβει εξέχουσα θέση στο ποινικό δικονομικό δίκαιο της χώρας μας. Παρά ταύτα, μόλις πρόσφατα, πρώτα με το ν. 4596/2019 και έπειτα με την τροποποίηση του ν. 4620/2019, διατυπώθηκε ρητά στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και στο άρθρο 71 αυτού ρητά ορίζεται ότι «οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με τον νόμο». Η φύση του τεκμηρίου αθωότητας είναι σύνθετη: αποτελεί όχι μόνο γενική αρχή και δικονομική εγγύηση αλλά και δικαίωμα του κατηγορουμένου, ανάλογα με την πτυχή του που κάθε φορά έχει ανάγκη προστασίας. Ως δικαίωμα, αποτελεί ιδιαίτερο δικαίωμα (στοιχείο) της προσωπικότητας του κατηγορουμένου συνιστάμενο στην προστασία του από την πρόωρη απόδοση της ενοχής. Άρα, όποτε προσβάλλεται το τεκμήριο, συμπροσβάλλεται παράλληλα και η προσωπικότητα του κατηγορουμένου, αφού η αθωότητα αυτού προτού καταδικαστεί αμετάκλητα συνιστά συστατικό της τιμής και της υπόληψής του. Ωστόσο, αμφισβητούμενο είναι αν το τεκμήριο αθωότητας δεσμεύει, όχι μόνο τις ενέργειες της δικαστικής εξουσίας και των λοιπών φορέων κρατικών λειτουργιών, αλλά και τους ιδιώτες. Κατά την ορθότερη άποψη, και αν ακόμη δεν γίνει δεκτό ότι το τεκμήριο αθωότητας ως ατομικό δικαίωμα τριτενεργεί (άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.), αποδέκτες του τεκμηρίου αθωότητας είναι οπωσδήποτε και οι ιδιώτες, αφού το τεκμήριο αθωότητας συνιστά απόρροια του γενικότερου δικαιώματος της προσωπικότητας το οποίο οφείλουν να σέβονται όλοι κατά τα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 Συντ., 57 επ. ΑΚ. Επομένως, η παραβίαση του τεκμηρίου από ιδιώτη, όπως όταν λ.χ. γίνεται επίκληση και αποδεικτική χρήση μίας καταδίκης του προσβαλλόμενου προτού αυτός καταδικαστεί αμετάκλητα, δεν θεμελιώνει ιδιαίτερη και αυτοτελή αξίωση προστασίας με ιδρυτικό κανόνα ευθύνης το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, διότι δεν υπάρχει ειδική διάταξη αστικού περιεχομένου που να την αναγάγει σε τέτοια αυτοτελή αιτία αποζημίωσης, όπως λ.χ. συμβαίνει με τη διάταξη του άρθρου 23 ν. 2472/1997 για την παραβίαση των προσωπικών δεδομένων. Στην περίπτωση της παράβασης του τεκμηρίου αθωότητα ιδρυτικός κανόνας της ευθύνης είναι μόνον οι διατάξεις των άρθρων 57 και 59 ΑΚ (ΑΠ 1264/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι και επικαλούνται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων ο οποίος είναι δημοσιογράφος, το έτος 2012 ήταν διαχειριστής ιστολογίου (blog) στο διαδίκτυο με ηλεκτρονική διεύθυνση …………. στο οποίο είχε δώσει την ονομασία «……………….». Το ιστολόγιο αυτό διαχειριζόταν ως εφημερίδα στην οποία δημοσίευε ειδήσεις από την πόλη της Χαλκίδας και την Εύβοια γενικότερα, αλλά και ειδήσεις γενικότερου ενδιαφέροντος, ενώ από το έτος 2009 προέβαινε στην έκδοση έντυπου επαγγελματικού οδηγού Εύβοιας με τον διακριτικό τίτλο «authentic» στον οποίο καταχωρούνταν οι επαγγελματίες του Ν. Εύβοιας. Την έκδοση του επαγγελματικού οδηγού διέκοψε το έτος 2012 λόγω εκπλήρωσης των στρατιωτικών υποχρεώσεων του και από τον Αύγουστο του έτους 2013 προέβη σε τηλεφωνικές επικοινωνίες με τους επαγγελματίες του Ν.Εύβοιας για την επανέκδοση αυτού. Ήδη είναι ιδιοκτήτης, κάτοχος και διαχειριστής της ιστοσελίδας (site) στο διαδίκτυο με διεύθυνση …………….. την οποία χρησιμοποιεί, εκμεταλλεύεται και διαχειρίζεται ως εφημερίδα. Η πρώτη εναγόμενη εταιρεία είναι ιδιοκτήτρια και εκδότρια της πρωϊνής εφημερίδας «………….» η οποία εκδίδεται και διαδικτυακά στην διεύθυνση …………… ενώ ο δεύτερος εναγόμενος ο οποίος είναι δημοσιογράφος με τριακονταετή πείρα είναι ο διευθυντής της εφημερίδας αυτής από το έτος 2006. Στις 26-11-2012 οι εναγόμενοι ανήρτησαν στην διαδικτυακή έκδοση της εφημερίδας τους το παρακάτω δημοσίευμα με τίτλο «Σύλληψη διαχειριστή ιστολογίου για εξαπάτηση 278 επαγγελματιών στην Εύβοια» : Για απάτες σε βάρος 278 επαγγελματιών της Εύβοιας, κατηγορούνται από την Ασφάλεια Χαλκίδας ένας 27 χρονος διαχειριστής τοπικού ιστολογίου (μπλόγκ) στο διαδίκτυο (……………..) και ένας 24χρονος συνεργός του. Σύμφωνα με την αστυνομία, οι κατηγορούμενοι προσποιούμενοι υπαλλήλους τοπικής διαφημιστικής εταιρείας , εξαπατούσαν επαγγελματίες της Εύβοιας, αποσπώντας τους διάφορα χρηματικά ποσά. Συγκεκριμένα, ο 27χρονος ο οποίος συνελήφθη μεσημβρινές ώρες προχθές 24 Νοεμβρίου από αστυνομικούς του Αστυνομικού Τμήματος Ερέτριας αρχικά εξαπατούσε τα θύματά του μέσω τηλεφωνικής επικοινωνίας λέγοντάς τους ότι θα πρέπει να καταβάλουν χρηματικό ποσό ώστε να παραμείνουν πελάτες της διαφημιστικής εταιρείας. Στη συνέχεια, προκειμένου να καλύψει τα ίχνη του, χρησιμοποιούσε για την παραλαβή των χρηματικών ποσών τον 24χρονο συνεργό του, τον οποίο είχε προηγουμένως φροντίσει να εφοδιάσει με αθεώρητες αποδείξεις παροχής υπηρεσιών με ελλιπή στοιχεία. Η οικονομική ζημιά που προξένησαν οι δράστες από τις παραπάνω υποθέσεις – που έχουν εξιχνιαστεί μέχρι τώρα- το τελευταίο τρίμηνο, ανέρχεται στο ποσό των 47.260 ευρώ. Η υπόθεση αποκαλύφθηκε μετά από καταγγελία της υπεύθυνης της διαφημιστικής εταιρείας η οποία υπέβαλε μήνυση σε βάρος του 27χρονου για απόπειρα εκβίασης, εξύβριση και απειλή με αποτέλεσμα να συλληφθεί στο πλαίσιο του αυτοφώρου. Από την έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο αυτοκίνητο του συλληφθέντα βρέθηκαν και κατασχέθηκαν πλήθος αθεώρητων αποδείξεων ενώ στην κατοχή του βρέθηκε και κατασχέθηκε ένα κινητό τηλέφωνο που χρησιμοποιούσε για τις επαφές με τα θύματά του. Ο συλληφθείς οδηγήθηκε χθές το πρωϊ στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Χαλκίδας». Απλή ανάγνωση του δημοσιεύματος αυτού προκαλεί την βεβαιότητα ότι ο 27χρονος διαχειριστής του ιστολογίου …………. εξαπάτησε με την βοήθεια 24χρονου συνεργού του 278 επαγγελματίες της Εύβοιας αποκομίζοντας το τελευταίο τρίμηνο 47.260 ευρώ και για τις πράξεις του αυτές κρατούνταν στην Ασφάλεια Χαλκίδας. Περαιτέρω, καθίσταται γνωστό ότι το δημοσίευμα αυτό αφορούσε στο πρόσωπο του ενάγοντος καθόσον ήταν γνωστός στην Εύβοια ο διαχειριστής του ανωτέρω ιστολογίου τα προσωπικά στοιχεία του οποίου, άλλωστε, ευχερώς θα μπορούσε οιοσδήποτε να πληροφορηθεί καθώς ήταν αναρτημένα σε ιστοσελίδά του ανωτέρω ιστότοπου. Στη σύλληψη του ενάγοντος είχαν προβεί τα αρμόδια αστυνομικά όργανα για το λόγο ότι η …………….. και η …………………….. στις 3-11-2012 κατέθεσαν σε βάρος του δύο εγκλήσεις, αντίστοιχα, στις οποίες ανέφεραν ότι η πρώτη εξ αυτών ήταν εκδότρια και ιδιοκτήτρια επαγγελματικού οδηγού για την Εύβοια ενώ η δεύτερη συνεργάτιδα της πρώτης και ότι ο ενάγων ή συνεργάτης αυτού εμφανίζονταν σε πελάτες των εγκαλουσών ως δήθεν απεσταλμένος από την ανωτέρω ιδιοκτήτρια του επαγγελματικού οδηγού και αποσπούσαν 50 ευρώ από τον καθένα, ενώ όσοι δεν πείθονταν απειλούνταν με αγωγές και μηνύσεις για παλαιότερες οφειλές καθώς και ότι οι εξαπατηθέντες ανέρχονταν σε 278. Η ……………. κατέθεσε, επίσης, ότι ο ενάγων την εξύβρισε και την απείλησε ότι θα κατέθετε μήνυση σε βάρος της αν δεν του γνωστοποιούσε που βρισκόταν ο πατέρας της. Βάσει των καταθέσεων αυτών σχηματίστηκε στην Εισαγγελία Χαλκίδας η με στοιχεία …….. ποινική δικογραφία σε βάρος του ενάγοντος και διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση για α) κακουργηματική απάτη από κοινού, κατ΄εξακολούθηση και κατ΄επάγγελμα σε βάρος 278 επαγγελματιών το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία εκ τη οποίας υπερέβαινε το ποσό των 30.000 ευρώ (άρθρα 1,13 περ στ,14, 26παρ 1 εδαφ α,27,94 παρ 1, 98, 386 απρ 1 και 3 περ α, 45 ΠΚ) και β) για πλημμεληματική απάτη από κοινού και κατ΄εξακολούθηση (άρθρα 1,13, περ στ, 14,26 παρ 1 εδαφ α, 27,94 παρ1 ,98,386 παρ 1 εδαφ α και 45 ΠΚ), καθώς και η με στοιχεία ΗΦ 12/66 ποινική δικογραφία για τα αδικήματα της εξύβρισης και της απόπειρας εκβίασης (άρθρα 361 παρ 1 και 385 παρ 1 περ γ΄ΠΚ). Μετά την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης που διήρκεσε τρία και πλέον χρόνια και την λήψη 146 ένορκων καταθέσεων εξεδόθη η υπ΄αριθμόν …../8-2-2016 Διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Χαλκίδας (κατά της οποίας δεν ασκήθηκε προσφυγή) με την οποία απορρίφθηκαν αμφότερες οι εγκλήσεις ως αβάσιμες κατ΄ουσίαν με την αιτιολογία ότι δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις τέλεσης από μέρους του ενάγοντος του κακουργήματος της απάτης από κοινού και κατ΄εξακολούθηση από δράστες που διαπράττουν απάτες κατ ΄επάγγελμα το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία εκ των οποίων υπερέβαινε το ποσό των 30.000 ευρώ, ενώ ως προς το πλημμέλημα της απάτης η δικογραφία είχε ήδη τεθεί στο αρχείο κατ΄αρθρο 43 παρ 3 ΚΠΔ δυνάμει της υπ΄αριθμόν ……………../13-1-2016 αναφοράς του Εισαγελέα Πλημμελειοδικών Χαλκίδας εγκριθείσας της αρχειοθέτησης από τον Εισαγγελέα Εφετών Εύβοιας με την υπ΄αριθμόν πρωτ . …../ 20-1-2016 σύμφωνη γνώμη αυτού. Ως προς τα αδικήματα της εξύβρισης και της απόπειρας εκβίασης η υπόθεση παραπέμφθηκε για να δικαστεί ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδας το οποίο με την υπ΄αριθμόν 3917/21-10-2016 απόφαση έπαυσε υφ΄ορον την ποινική δίωξη κατ΄αρθρο 8 του ν 4411/2016 ως προς την πράξη της εξύβρισης, ενώ ως προς την πράξη της απόπειρας εκβίασης κήρυξε τον ενάγοντα αθώο. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι οι εναγόμενοι δημοσιοποίησαν από αμέλεια ευαίσθητα δεδομένα του ενάγοντος χωρίς τη συναίνεση αυτού και χωρίς να έχει επιτραπεί η δημοσιοποίηση αυτή από εισαγγελική αρχή κατ΄άρθρο 2 περ β του ν 2472/1997, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 79 του ν 4139/2013, με επακόλουθο την προσβολή της προσωπικότητας αυτού. Η δημοσιοποίηση αυτή, η οποία αποτελεί επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα υπό την ειδικότερη μορφή της διάδοσης και απαγορεύεται (άρθρο 22 παρ 4 του ν2472/1997) δεν ήταν αναγκαία για την πληροφόρηση του κοινού, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι καθώς θα μπορούσαν να περιοριστούν στην περιγραφή του συμβάντος χωρίς αναγραφή της διεύθυνσης του ιστολογίου ώστε να μην καταστεί εφικτό στους κατοίκους της Εύβοιας, οι οποίοι γνώριζαν τον διαχειριστή του συγκεκριμένου ιστολογίου ν΄αναγνωρίσουν στο πρόσωπό του ενάγοντος τον δράστη και στους λοιπούς επισκέπτες της συγκεκριμένης ιστοσελίδας να ταυτοποιήσουν βάσει των αναφερομένων στο ιστολόγιο στοιχείων τον διαχειριστή αυτού. Πέραν της παραπάνω παράβασης οι εναγόμενοι παραβίασαν από αμέλεια και το τεκμήριο της αθωότητας σύμφωνα με το οποίο οι κατηγορούμενοι και οι ύποπτοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρις αποδείξεως κατά το νόμο της ενοχής τους. Συγκεκριμένα στο κείμενο του δημοσιέυματος δεν χρησιμοποίησαν φράσεις όπως «φέρεται ότι διέπραξε» ή «θεωρείται ύποπτος τέλεσης» ώστε να διαχωρίσουν την θέση τους και να καθίσταται σαφές ότι διευρευνάται ακόμη η υπόθεση αλλά εμφάνισαν τον ενάγοντα ένοχο απάτης σε βάρος 278 επαγγελματιών εκ της οποίας αποκόμισε το ποσό των 47.260 ευρώ καθώς ανέφεραν «…. ο 27χρονος …. αρχικά εξαπατούσε τα θύματά του …. Στη συνέχεια προκειμένου να καλύψει τα ίχνη του …. Χρησιμοποιούσε ….» μολονότι δεν είχε εισέτι αποδειχθεί η ενοχή του καθώς η υπόθεση βρισκόταν στο στάδιο της αστυνομικής προανάκρισης, ήτοι σε αρχικό στάδιο της ποινικής διαδικασίας. Παραβιάζοντας δε, το τεκμήριο αθωότητας του ενάγοντος προσέβαλαν την προσωπικότητα αυτού αφού επι της συγκεκριμένης παραβιάσεως ιδρυτικός κανόνας της ευθύνης του υπαιτίου είναι οι διατάξεις περί προσβολής της προσωπικότητας κατά τα αναφερόμενα στη υπό στοιχείο Β μείζονα σκέψη. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι το δημοσίευμα προερχόταν από το ……….. (……….) που αποτελεί επίσημη κρατική πηγή ειδήσεων το οποίο στηρίχθηκε στην ανακοίνωση της Αστυνομικής Διεύθυνσης Χαλκίδας και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε ν΄αμφισβητήσει την αξιοπιστία του. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον δεν αμφισβητήθηκε από μέρους του ενάγοντος το γεγονός της σύλληψης του για την συγκεκριμένη αιτία αλλά εκφράστηκε διαμαρτυρία του για την μέσω της αναφοράς της διευθύνσεως του ιστολογίου δημοσιοποίηση χωρίς την συναίνεσή του των στοιχείων της ταυτότητας του ως δράστη των αναφερομένων στο δημοσίευμα εγκλημάτων προτού ακόμη παραπεμφθεί η υπόθεση στον αρμόδιο Εισαγγελέα με επακόλουθο αφενός μεν την δημοσιοποίηση ευαίσθητων δεδομένων αυτού, αφετέρου δε την παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας αυτού. Εξάλλου και αν ακόμη το ………. ανέφερε στο τηλεγράφημα που απέστειλε στην πρώτη εναγόμενη το όνομα του ιστολογίου «………….» και περιέγραφε το συμβάν όπως ακριβώς δημοσιεύθηκε διαδικτυακά, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, το γεγονός αυτό δεν απαλλάσσει τους εναγόμενους από την ευθύνη τους για την δημοσιοποίηση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος, ούτε για την παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας αυτού, πέραν του ότι εκ του προσκομισθέντος με ημερομηνία 26-11-2012 δελτίου τύπου της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Περιφερείας Στερεάς Ελλάδος προκύπτει ότι στην ανακοίνωση της Αστυνομικής Διεύθυνσης δεν περιέχεται η διεύθυνση του ιστολογίου που διαχειριζοταν κατά το χρόνο εκείνο ο ενάγων. ΄Αλλωστε, ευθύνη υφίσταται σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 23 του ν 2472/1997 ακόμη και όταν αυτός που παραβαίνει το νόμο όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη στον άλλο, όπως δηλαδή επί δημοσιοποίησης των στοιχείων της ταυτότητας του φερόμενου ως δράστη η οποία μετά βεβαιότητας προκαλεί βλάβη στην προσωπική και επαγγελματική τιμή και υπόληψη αυτού. Απορριπτέος, επίσης, κρίνεται και ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι ο ενάγων είναι δημόσιο πρόσωπο και ως εκ τούτου λόγω του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος του κοινού για ενημέρωση ήταν αναγκαία η δημοσιοποίηση των στοιχείων του κατ΄αρθρο 7 παρ 2 περ ζ του ν 2472/1997 καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ήταν δημόσιο πρόσωπο ενώ η ιδιότητα του διαχειριστή ιστολογίου από μόνη της δεν τον καθιστά δημόσιο πρόσωπο. Τέλος, απορριπτέα, κρίνεται και η ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος που προέβαλαν οι εναγόμενοι συνιστάμενη στο γεγονός ότι ο ενάγων άσκησε την αγωγή χωρίς προηγουμένως να αιτηθεί την αποκατάσταση του ονόματός του με την δημοσίευση σχετικού κειμένου και μάλιστα τρείς ημέρες προ της συμπληρώσεως της πενταετούς παραγραφής καθόσον ούτε η δημοσιοποίηση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων διορθώνεται εν όλω ή εν μέρει με δημοσίευση κειμένου, ούτε η παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας θεραπεύεται με σχετική δημοσίευση μετά την έκβαση της δίκης, ούτε η άσκηση της αγωγής λίγο πριν την συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής από μόνη της αποδυναμώνει το δικαίωμα του παθόντος.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι εξαιτίας του ανωτέρω δημοσιεύματος ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη καθώς πληροφορήθηκαν οι επισκέπτες του συγκεκριμένου ιστολογίου την ποινική εμπλοκή αυτού, την έκταση και την σοβαρότητα αυτής αλλά και τον βαθμό βασιμότητας των σε βάρος του κατηγοριών διότι εμφανίστηκε ως δράστης απάτης σε βάρος 278 επαγγελματιών με διαμορφωμένη υποδομή για την διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ήτοι άτομο μειωμένης ηθικής υπόστασης και επικίνδυνος για την κοινωνία αφού κατόρθωσε να εξαπατήσει ένα τόσο μεγάλο αριθμό επαγγελματιών. Ως εκ τούτου τρώθηκε η προσωπική και η επαγγελματική τιμή και υπόληψη αυτού και προσεβλήθη η προσωπικότητα του γενικότερα βιώνοντας άγχος, θλίψη, στεναχώρια και ανυποληψία χωρίς να έχει διαπράξει τις πράξεις που αποδόθηκαν σ΄αυτόν όπως αποφάνθηκαν, στην συνέχεια, οι αρμόδιες δικαστικές αρχές. Για την αποκατάσταση δε αυτής πρέπει να επιδικασθεί σε βάρος των εναγομένων χρηματική ικανοποίηση η οποία λαμβανομένου υπόψη του είδους της προσβολής που δέχτηκε ο ενάγων και του μέσου με το οποίο επιτεύχθηκε (διαδικτυακή και μόνον έκδοση της εφημερίδας), της έκτασης και των συνέπειων της προσβολής στην προσωπική και επαγγελματική ζωή αυτού, των περιστάσεων υπό τις οποίες έλαβε χώρα, του βαθμού υπαιτιότητας των εναγομένων (αμέλεια) και της περιουσιακής και κοινωνικής κατάστασης των διαδίκων μερών, πρέπει να οριστεί βάσει της αρχής της αναλογικότητας, η οποία, επιβάλλεται να τηρείται κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (ΟλΑΠ 9/2015), στο ποσό των 10.000 ευρώ. Το ποσό αυτό αναγνωρίζεται ότι υποχρεούνται να καταβάλουν οι εναγόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας και συγκεριμένα τόσο η πρώτη εναγόμενη η οποία περιέλαβε στην διαδικτυακή της έκδοση το ανωτέρω δημοσίευμα όσο και ο δεύτερος εναγόμενος ο οποίος ως διευθυντής της εφημερίδας συναίνεσε και επιδοκίμασε την δημοσίευση του σχετικού κειμένου. Τέλος, αποδείχθηκε ότι η εταιρεία με την επωνυμία «………..» με αριθμό ΓΕΜΗ ………… η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δηλώνοντας ότι είναι καθολική διάδοχος της εναγόμενης («……………», προήλθε από την συγχώνευση της εταιρείας «…………….» με αριθμό ΓΕΜΗ ………. με έτερες εταιρείες μεταξύ των οποίων και η εταιρεία «………….» με αριθμό ΓΕΜΗ ………. (βλ υπ΄αριθμόν πρωτ. ……../30-12-2022 ανακοίνωση του ΓΕ.ΜΗ. Πειραιώς). Η εταιρεία «………..» προήλθε από την διάσπαση της εταιρείας «………….» σε τρείς νέες εταιρείες (βλ υπ΄αριθμόν ………./17-10-2022 ανακοίνωση του ΓΕΜΗ Πειραιά) και η εταιρεία «……….» αποτελεί καθολική διάδοχο της εταιρείας με την επωνυμία «…….» η οποία ήταν καθολική διάδοχος της εταιρείας με την επωνυμία «………..», η οποία ήταν ιδιοκτήτρια και εκδότρια της εφημερίδας «………….» κατά το χρόνο που ασκήθηκε η αγωγή και η οποία είχε καταχωρισθεί στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο την 21-1-2020 με κωδικό καταχώρισης ……….. Κατόπιν αυτών πρέπει για την ενότητα του τίτλου να εξαφανισθεί στο σύνολό της η εκκαλουμένη, ν΄απορριφθεί η αγωγή ως απαράδεκτη ως προς την βάση που ερείδεται στις διατάξεις περί αστικής ευθύνης του τύπου (άρθρο μόνον του ν 1178/1981) και να γίνει εν μέρει δεκτή ως προς την βάση που ερείδεται στις διατάξεις περί προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (ν 2472 /1997). Περαιτέρω, πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν στον ενάγοντα αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένα το ανωτέρω ποσό με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εφεσιβλήτων λόγω της μερικής ήττας αυτών (άρθρα 183,176 , 191 παρ 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει, λόγω της παραδοχής της εφέσεως, να διαταχθεί και η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στον εκκαλούντα (άρθρο 495 παρ 4 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία
ΔΕΧΕΤΑΙ έφεση
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό 3134/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία περιουσιακών διαφορών)
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ αυτή .
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς την αγωγή που θεμελιώνεται στις διατάξεις περί προσωπικών δεδομένων
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας στον ενάγοντα το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εφεσίβλητους σε μέρος των δικαστικών εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας του εκκαλούντος το οποίο καθορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου άσκησης έφεσης στον εκκαλούντα.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 6 Ιουνίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ