ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αριθμός Απόφασης 286/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαριάννα Μπέη, Εφέτη, που ορίστηκε απ’ τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, και από την Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση :
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : ……….., με ΑΦΜ ….., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Κωνσταντίνου Θεοδώρου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΑΜ ΔΣΑ …).
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : ………. με ΑΦΜ ….., που παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας της δικηγόρου Κυριακής Μπαλτά του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά (ΑΜ ΔΣΠ ….), με δήλωση κατ’ άρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Ο εκκαλών ζητά να γίνει δεκτή η από 11-11-2023 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……../2023 έφεσή του κατά της 3739/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …………/2023, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δι-κηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν όπως παραπάνω αναφέρθηκε, ο μεν δικηγόρος του εκκαλούντος ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις του, η δε πληρεξούσια της εφεσίβλητης παραστάθηκε με δήλωση και κατέθεσε προτάσεις.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η ένδικη έφεση ασκήθηκε νομότυπα και παραδεκτά κατ’ άρ. 511, 513 παρ.1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ, με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρ. 495 παρ.1 ΚΠολΔ) και την καταβολή του σχετικού παραβόλου (…………..) κατ’ άρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, και εμπρόθεσμα (518 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού απ’ το φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης, που δημοσιεύθηκε στις 5-12-2022, και η έφεση κατατέθηκε στις 25-9-2023, όπως προκύπτει απ’ την οικεία πράξη κατάθεσης. Επομένως, φερόμενη νομίμως στο Δικαστήριο αυτό που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρ. 19 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στην συνέχεια ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια διαδικασία όπως και πρωτοδίκως (535 ΚΠολΔ).
Με την από 10-12-2020 με αρ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2020 αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εκκαλών ισχυρίζεται ότι δυνάμει της από 20-10-2016 σύμβασης χρησιδανείου που υπογράφηκε στη Σαλαμίνα μεταξύ του ιδίου ως χρήστη και της εν διαστάσει τότε συζύγου του εναγομένης ως χρησάμενης, της παραχώρησε χωρίς αντάλλαγμα τη χρήση της τέως συζυγικής τους οικίας-διαμερίσματος, ιδιοκτησίας του, όπως αυτή αναλυτικά περιγράφεται στο δικόγραφο, που βρίσκεται στη Σαλαμίνα, με αόριστη διάρκεια και με τους όρους, μεταξύ άλλων, να καλύπτει η εναγομένη τις λειτουργικές δαπάνες της οικίας, σε περίπτωση δε που η εναγομένη παραβίαζε τους όρους της σύμβασης, χειροτέρευε το πράγμα ή το παραχωρούσε σε τρίτο, θα δικαιούτο ο ενάγων να ζητήσει την απόδοσή του στον ίδιο. Ότι επειδή η εναγομένη παραβίασε τους όρους της σύμβασης και στο μεταξύ επήλθε και η αμετάκλητη λύση του γάμου τους, στις 14-10-2020 κατήγγειλε με εξώδικο που επέδωσε στην εναγομένη στις 22-10-2020, τη σύμβαση χρησιδανείου, τάσσοντάς της προθεσμία ενός μηνός για να του αποδώσει το διαμέρισμα, πράγμα που η τελευταία δεν έπραξε αλλά συνέχισε να το χρησιμοποιεί, με αποτέλεσμα ο ενάγων να στερείται της χρήσης αυτού. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά, και επικαλούμενος ότι η αγοραία αξία του πράγματος υπολογίζεται στο ποσό των εκατόν δέκα χιλιάδων (110.000,00) ευρώ, η δε αντικειμενική αξία στο ποσό των σαράντα πέντε χιλιάδων (45.000,00) ευρώ, προς θεμελίωση της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του αποδώσει το πράγμα και σε περίπτωση άρνησής της, να διαταχθεί η βίαιη αποβολή της και η νόμιμη εγκατάστασή του σ’ αυτό, καθώς και να του καταβάλει το ποσό των 450 ευρώ για κάθε μήνα που συνέχισε να το χρησιμοποιεί απ’ τη λήξη της σύμβασης χρησιδανείου, ως διαφυγόν κέρδος από μισθώματα που θα λάμβανε απ’ την εκμίσθωσή του κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, απ’ τις 23-11-2020 έως την πλήρη εξόφληση, επικουρικά κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, με το νόμιμο τόκο απ’ την πρώτη ημέρα του κάθε οφειλόμενου μήνα έως την εξόφληση, με την απειλή σε βάρος της εναγομένης χρηματικής ποινής 12.000 ευρώ και προσωπική κράτηση διάρκειας 12 μηνών για κάθε παραβίαση της απόφασης. Τέλος, ζήτησε να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική του δαπάνη και την αμοιβή του πληρεξουσίου του δικηγόρου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι ήταν καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο κατά τα άρθρα 1, 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ.2, 22, 29 παρ.1 ΚΠολΔ, απορρίπτοντας την ένσταση καθ’ ύλην αναρμοδιότητάς του που πρόβαλε η εναγομένη, με το σκεπτικό ότι κύριο αντικείμενο της (ενοχικής) αγωγής εκ της σύμβασης χρησιδανείου είναι η απόδοση της χρήσης του χρησιδανεισθέντος πράγματος, εν προκειμένω η απόδοση της χρήσης της περιγραφόμενης στο δικόγραφο οριζόντιας ιδιοκτησίας, η αντικειμενική αλλά και η αγοραία αξία της οποίας προσδιορίσθηκε από πλευράς ενάγοντος, δίχως ωστόσο να προκύπτει και κάτι διαφορετικό, εντός των ορίων της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Δικαστηρίου αυτού, δίκασε την αγωγή κατά την τακτική διαδικασία, και δεδομένου ότι είχε τηρηθεί η διαδικασία του άρθρου 237 ΚΠολΔ, ήτοι, η αγωγή είχε επιδοθεί εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας της διάταξης του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, είχαν κατατεθεί εμπρόθεσμα έγγραφες προτάσεις καθώς και τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα, που επικαλούνταν με αυτές οι διάδικοι, όπου συνυποβλήθηκαν και τα απαιτούμενα πληρεξούσια έγγραφα προς τους υπογράφοντες αυτές δικηγόρους καθώς και προσθήκη-αντίκρουση και, τέλος, προσκομίστηκε από πλευράς ενάγοντος και το από 14.04.2021 πρακτικό περάτωσης αρχικής υποχρεωτικής συνεδρίας (άρθρο 7 παρ. 4 του Ν. 4640/2019 του διαμεσολαβητή …………….., από το οποίο προέκυπτε ότι η πληρεξουσία δικηγόρος της εναγομένης παραστάθηκε κατά την εν λόγω διαδικασία (Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία Διαμεσολάβησης) και ότι αυτή (η διαδικασία) απέβη άκαρπη, απορριπτομένου του ισχυρισμού από πλευράς της εναγομένης περί μη τήρησής της, έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη κατά τις διατάξεις των άρθρων 298, 341 παρ. 1, 343 παρ.1, 361, 810, 815, 816, 817 ΑΚ, 218 παρ.1, 907, 908 παρ.1 ΚΠολΔ, πλην των αιτημάτων, α) να διαταχθεί, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της εναγομένης να αποδώσει στον ενάγοντα το ακίνητο του, η βίαιη αποβολή αυτής και η νόμιμη εγκατάστασή του ιδίου του ενάγοντος σε αυτό, το οποίο απορρίφθηκε ως μη νόμιμο, καθώς η απόφαση περί αποδόσεως του πράγματος στον κύριο εκτελείται κατά τη διάταξη του άρθρου 943 παρ.1 ΚΠολΔ, κατά την οποία αν υπάρχει υποχρέωση να παραδοθεί ή να αποδοθεί ακίνητο, ο δικαστικός επιμελητής, ο οποίος έχει τις εξουσίες του άρθρου 929 ΚΠολΔ, κατόπιν εντολής του πληρεξουσίου δικηγόρου του υπερ ου η εκτέλεση, αποβάλλει εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και εγκαθιστά εκείνον υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση, συντασσόμενης σχετικής έκθεσης, χωρίς να απαιτείται διαταγή του δικαστηρίου, β) απειλής κατά της εναγομένης χρηματικής ποινής δώδεκα χιλιάδων (12.000,00) ευρώ και προσωπικής κράτησης διάρκειας δώδεκα (12) μηνών για κάθε μελλοντική παράβαση της απόφασης που θα εκδοθεί, το οποίο απορρίφθηκε επίσης ως μη νόμιμο, καθώς η διάταξη του άρθρου 947 παρ.1 του ΚΠολΔ προϋποθέτει αίτημα παράλειψης της διατάραξης, όπως επί αρνητικής αγωγής ή αγωγής περί προστασίας της νομής, που δεν προσήκει στην ένδικη (ενοχική) αγωγή και γ) του επικουρικά σωρευόμενου αιτήματος περί υποχρέωσης της εναγομένης να καταβάλει το αιτούμενο ποσό των διαφυγόντων κερδών κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρο 904 ΑΚ), το οποίο κρίθηκε επίσης μη νόμιμο, διότι από την ίδια διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσης, και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, και, επομένως, εάν η αγωγή στηρίζεται ως προς τη σωρευόμενη ακόμα και επικουρικά βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται και η αγωγή από σύμβαση, όπως εν προκειμένω, είναι νομικά αβάσιμη ως προς την αγωγική βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό γιατί αφού, κατά τα εκτιθέμενα σε αυτή υπάρχει σύμβαση ο ενάγων μπορεί να ασκήσει τις αξιώσεις του από αυτή, όχι όμως να προσφύγει έστω και επικουρικά στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ακολούθως, απέρριψε την αγωγή, για την οποία είχε καταβληθεί από πλευράς ενάγοντος το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου (……………… e-παράβολο), στην ουσία της και καταδίκασε τον ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα της εναγομένης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ηττηθείς ενάγων με την ένδικη έφεσή του για λόγους που αφορούν σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ζητώντας να εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση και να γίνει συνολικά δεκτή η αγωγή του.
Από τις διατάξεις των άρθρων 810 και 816 ΑΚ προκύπτει ότι με την ενοχική, διαρκή και χαριστική σύμβαση του χρησιδανείου, η οποία μπορεί να καταρτισθεί και ατύπως, έστω και αν αφορά στην παραχώρηση της χρήσης ακινήτου (ΑΠ 273/2007, ΑΠ 1357/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ο χρήστης παραχωρεί τη χρήση του πράγματος χωρίς αντάλλαγμα στον χρησάμενο και ο τελευταίος έχει την υποχρέωση να αποδώσει το πράγμα στον χρήστη μετά τη λήξη της σύμβασης. Η λήξη της σύμβασης του χρησιδανείου καθορίζεται είτε με συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων, είτε από το σκοπό του χρησιδανείου, όπως αυτός συνομολογήθηκε. Εάν το χρησιδάνειο συμφωνήθηκε να είναι ορισμένου χρόνου, η σύμβαση λήγει με την πάροδο αυτού, εκτός αν υπάρχει αντίθετη συμφωνία και ο χρήστης δικαιούται να αναζητήσει το πράγμα οποτεδήποτε. Εάν η σύμβαση χρησιδανείου είναι αορίστου χρόνου, η σύμβαση λήγει αυτοδικαίως (άρθρο 816 ΑΚ) αφότου ο χρησάμενος έκανε χρήση του πράγματος ή όταν παρέλθει ο χρόνος κατά τον οποίο μπορούσε να κάνει χρήση. Εκτός των ανωτέρω περιπτώσεων, κατά τη διάταξη του άρθρου 817 ΑΚ, μπορεί ο χρήστης να αναζητήσει το πράγμα οποτεδήποτε, με άτυπη και απρόθεσμη καταγγελία, στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) αν ο χρησάμενος κάνει χρήση του πράγματος διαφορετική από τη συμφωνηθείσα, β) αν, εξ αιτίας της χρήσης που κάνει ο χρησάμενος, το πράγμα περιέρχεται σε κατάσταση χειρότερη από αυτή στην οποία βρισκόταν όταν παραδόθηκε στον χρησάμενο, γ) αν ο χρησάμενος παραχώρησε το πράγμα σε τρίτον χωρίς να έχει σχετικό δικαίωμα και ιδίως χωρίς τη συναίνεση ή έγκριση του χρήστη, δ) αν ο χρήστης χρειάζεται το πράγμα εξ αιτίας επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης. Στην τελευταία περίπτωση, απαιτείται να πρόκειται περί ανάγκης, της οποίας η ικανοποίηση δεν μπορεί να αναβληθεί, χωρίς ουσιώδη ζημία του χρήστη και την οποία δεν μπορούσε υπαιτίως ή ανυπαιτίως να προβλέψει ο χρήστης (ΕφΠατρ 657/2009 Νόμος, Ρόκας, στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, υπό τα άρθρα 816-819 αριθμ. 3). Επιπλέον, όσον αφορά στο χρησιδάνειο αορίστου χρόνου, κατ` ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 323, 505 επόμ., 608 παρ. 2, 669 παρ. 2 εδ. α` και 767 παρ. 1 ΑΚ, ο χρήστης δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση οποτεδήποτε με τακτική καταγγελία, τάσσοντας στον χρησάμενο και εύλογη προθεσμία για την απόδοση του πράγματος (ΕφΛαρ 20/2003, ΝοΒ 2003/1054, Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, ειδικό μέρος, τόμος Ι, § 40 αριθ. 27-32, Ρόκα, όπου ανωτέρω, αριθ. 2). Σε κάθε περίπτωση, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 810, 816, 817 και 288 ΑΚ προκύπτει ότι το δικαίωμα του χρήστη για αναζήτηση του πράγματος πρέπει να ασκείται όπως επιβάλλεται από την καλή πίστη και επομένως δεν μπορεί να ασκηθεί ακαίρως και κατά τρόπο προσκρούοντα στην αρχή της καλής πίστης (ΑΠ 1913/2008, Δνη 2010/782, ΑΠ 130/1994, Δ/νη 36. 1142). Το άκαιρο και η αντίθεση στην καλή πίστη είναι έννοιες μεταβλητές στον χρόνο, ανάλογα με τις περιστάσεις που τίθενται στην κρίση του αρμόδιου Δικαστηρίου. Είναι δηλαδή δυνατόν η αναζήτηση του χρησιδανείου να είναι άκαιρη και να αντίκειται στη συναλλακτική καλή πίστη σε κάποιο χρονικό σημείο, αλλά κατόπιν να μεταβάλλονται οι συνθήκες με τέτοιο τρόπο, ώστε να εκλείψει το στοιχείο του άκαιρου και η προς την καλή πίστη αντίθεση της αναζήτησης. Μετά την κατά τα ανωτέρω λήξη ή λύση της σύμβασης χρησιδανείου, εάν ο χρήστης είναι κύριος του πράγματος, μπορεί να το αναζητήσει είτε με την ενοχική αγωγή από το χρησιδάνειο, είτε με διεκδικητική αγωγή στηριζόμενη στο δικαίωμα της κυριότητας. Επιπλέον, ο χρήστης εξακολουθεί να είναι νομέας του πράγματος και κατά τη διάρκεια της παραχώρησης της χρήσης, ασκώντας τη νομή διά του χρησαμένου, ο οποίος είναι απλός κάτοχος. Ο χρήστης έχει το δικαίωμα να ασκήσει την αγωγή περί αποβολής από τη νομή κατ’ άρθρα 984 και 987 ΑΚ, όχι απλώς όταν ο χρησάμενος αρνηθεί να αποδώσει το πράγμα σε εκπλήρωση της σχετικής ενοχικής υποχρέωσης του, αλλά εάν ο χρησάμενος μεταβάλει διάνοια και θελήσει να αντιποιηθεί τη νομή για τον εαυτό του και εκδηλώσει τη μεταβολή αυτή στον χρήστη, ο οποίος θεωρείται ότι αποβλήθηκε από τη νομή αφότου έμαθε το γεγονός αυτό (ΑΠ 94/2016, ΕφΔωδ 166/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Από την επανεκτίμηση όλων των εγγράφων, που νόμιμα και εμπρόθεσμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία εκτιμώνται από το Δικαστήριο είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω, χωρίς, όμως, κάποιο από αυτά να παραληφθεί κατά την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι αναφερόμενες στις προτάσεις των διαδίκων δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 365/ 2019, ΑΠ 179/1991, Η.Τ.Ν.Π.-ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 6/1991, Δίκη 1993. 288, ΕφΠατρ 372/ 2021, Η.Τ.Ν.Π.-ΝΟΜΟΣ) και δίχως η ρητή αναφορά ορισμένων εξ αυτών να προσδίδει αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα συνεκτιμώνται ανεξαιρέτως για το σχηματισμό δικανικής κρίσης (ΑΠ 1628/2003, ΕλλΔνη 2004.723), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και από τα όσα οι διάδικοι εκθέτουν στις έγγραφες προτάσεις τους, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, γεννηθείς το 1946, είναι κύριος δυνάμει του με αριθμό …/21.06.2004 συμβολαίου πώλησης οριζόντιων ιδιοκτησιών της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …………, η καταχώρηση του οποίου έχει ζητηθεί από το Κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας, των κάτωθι περιγραφόμενων αυτοτελών και ανεξάρτητων οριζόντιων ιδιοκτησιών και δη (α) του υπό στοιχεία ΓΙΩΤΑ ΔΥΟ (Ι2) διαμερίσματος του ισογείου που φαίνεται με τα στοιχεία αυτά στο από 08.04.2002 σχεδιάγραμμα κάτοψης ισογείου και στον από Απριλίου 2002 πίνακα σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας του αρχιτέκτονα μηχανικού ………….., τα οποία (κάτοψη και πίνακας) έχουν προσαρτηθεί στην υπ’ αριθ. …………/2002 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας της ως άνω συμβολαιογράφου, επιφάνειας 84,76 τ.μ., όγκου ιδιόκτητου 262,75 κ.μ., με αναλογία στον όγκο κοινοχρήστων 143,34 κ.μ., ήτοι συνολικό όγκο 406,09 κ.μ, αναλογία στις δαπάνες κοινοχρήστων (Α) κατηγορίας, ήτοι λειτουργίας και συντήρησης του ανελκυστήρα 66/000, (Β) κατηγορίας, ήτοι επισκευής και συντήρησης των κοινοχρήστων χώρων και των όψεων 161/000 και (Γ) κατηγορίας, ήτοι συντήρησης και λειτουργίας κεντρικής θέρμανσης εκτός της δαπάνης του καυσίμου, το οποίο κατανέμεται σύμφωνα με την ένδειξη του πίνακα αυτονομίας των διηρημένων ιδιοκτησιών, 219/000 και ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 128/000 εξ αδιαιρέτου που αντιστοιχεί σε 74,11 τ.μ. εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου, που αποτελείται από σαλοτραπεζαρία, δύο (2) κοιτώνες, μαγειρείο, λουτρό, οφφίς και βεράντες κατά τη βόρεια και την ανατολική πλευρά αυτού και συνορεύει βόρεια με την οδό ……… και με ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, νότια με ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, με χώρο κλιμακοστασίου και με το (Ι3) διαμέρισμα ανατολικά με ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου και δυτικά με το (13) διαμέρισμα και με ακάλυπτο χώρο οικοπέδου και (β) της υπό στοιχεία ΥΨΙΛΟΝ ΤΡΙΑ (Υ3) αποθήκης, η οποία έχει επιφάνεια 6,25 τ.μ., όγκο ιδιόκτητο 16,25 κ.μ., αναλογία στον όγκο κοινοχρήστων 2,24 κ.μ., ήτοι συνολικό όγκο 18,49 κ.μ., αναλογία στις δαπάνες κοινοχρήστων (Α) κατηγορίας 26/000, (Β) κατηγορίας 2/000 και ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 2/000 εξ αδιαιρέτου που αντιστοιχεί σε 1,15 τ.μ. εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου και συνορεύει βόρεια με γη, νότια με την (Υ4) αποθήκη, ανατολικά με τον (Σ2) χώρο στάθμευσης αυτοκινήτου και δυτικά με τον (Σ3) χώρο στάθμευσης αυτοκινήτου, ενώ επίσης στο εν λόγω διαμέρισμα ανήκει από κοινού με τις οριζόντιες ιδιοκτησίες (Ι1) και (Ι3) και αναλογικά η αποκλειστική χρήση του δώματος της υπό στοιχεία (Ι3) οριζόντιας ιδιοκτησίας ως και η αποκλειστική χρήση του κοινόχρηστου ΣΙΓΜΑ ΤΡΙΑ (Σ3) χώρου στάθμευσης αυτοκινήτου στο υπόγειο, επιφάνειας 15 τ.μ. Οι άνω οριζόντιες ιδιοκτησίες και βοηθητικοί χώροι ευρίσκονται επί ενός οικοπέδου άρτιου και οικοδομήσιμου κείμενου εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλης του Δήμου Σαλαμίνας στη θέση «……» και επί των οδών ………….., που είναι ενταγμένο στο ………… οικοδομικό τετράγωνο, επιφάνειας 578,99 τ.μ., εμφαινόμενο με τα περιμετρικά αλφαβητικά γράμματα (Α-ΒΓ-Δ-Α) στο από Απριλίου 2002 τοπογραφικό διάγραμμα του ως άνω αρχιτέκτονα μηχανικού, το οποίο έχει προσαρτηθεί στην υπ’ αριθ. ………./2002 πράξη της ως άνω συμβολαιογράφου, συνορευόμενο βόρεια επί προσώπου (Β-Γ) μήκους 21,27 μ. με την οδό ………, πλάτους 7 μ., νότια επί προσώπου (Δ-Α) μήκους 19,50 μ. με την οδό …., πλάτους 10 μ., ανατολικά επί πλευράς (Α-Β) μήκους 28,58 μ., με ιδιοκτησία ……… και δυτικά επί προσώπου πλευράς (Γ-Δ) μήκους 28,32 μ. με την οδό ……., πλάτους 9 μ. Περαιτέρω, ο ενάγων και η εναγομένη υπήρξαν σύζυγοι απ’ το 1975 μέχρι τη λύση του γάμου τους με την 3808/10-8-2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που κατέστη αμετάκλητη στις 16-10-2019, και την πνευματική λύση αυτού στις 21-10-2019 με την έκδοση του διαζευκτηρίου της Μητρόπολης Μεγάρων και Σαλαμίνας. Απ’ τον γάμο τους απέκτησαν τέσσερα (4) παιδιά, τα οποία είναι ενήλικα, η ανωτέρω δε οριζόντια ιδιοκτησία (Ι-2) αποτελούσε την οικογενειακή τους στέγη. Τον Δεκέμβριο του 2015 διασπάστηκε οριστικά η έγγαμη συμβίωσή τους και ο μεν ενάγων αποχώρησε απ’ την οικογενειακή στέγη και εγκαταστάθηκε σε άλλη μισθωμένη οικία στην Σαλαμίνα, όπου και διαμένει έκτοτε, η δε εναγομένη παρέμεινε στην οικογενειακή στέγη. Ενόσω οι διάδικοι τελούσαν σε διάσταση και η εναγομένη συνέχισε να διαμένει στην άλλοτε οικογενειακή στέγη, στις 20-10-2016 υπέγραψαν στη Σαλαμίνα το από 20-10-2016 ιδιωτικό συμφωνητικό – σύμβαση χρησιδανείου, με το οποίο ο ενάγων της παραχώρησε άνευ ανταλλάγματος τη χρήση του υπό στοιχείο Ι2 διαμερίσματος του ισογείου, αποτελούμενου από τρία (3) κύρια δωμάτια και βοηθητικούς χώρους, που ευρίσκεται επί της κείμενης στην οδό …, αριθμός ….., πολυκατοικία και αποτελούσε, όπως ειπώθηκε, την άλλοτε οικογενειακή τους στέγη, για να το χρησιμοποιεί ως μόνιμη κατοικία της. Η διάρκεια της σύμβασης ορίστηκε αόριστη και συμφωνήθηκε ρητά ότι η εναγομένη θα καλύπτει με δικά της έξοδα τη συντήρηση του διαμερίσματος, έλαβε δε την εντολή από τον ενάγοντα να συνδέσει την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος στο όνομά της. Επιπλέον, στη σύμβαση περιλήφθηκε ο όρος ότι ο χρήστης δικαιούται να απαιτήσει το πράγμα όποτε θελήσει, ειδικώς σε περίπτωση που διαπιστώσει ότι η χρησάμενη έχει παραβεί τους όρους της παρούσας σύμβασης, καταστήσει αυτό χείρον ή παραχωρήσει αυτό χωρίς δικαίωμα σε τρίτο πρόσωπο. Κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης χρησιδανείου, ο μεν ενάγων, ο οποίος διήγε το 70ο έτος της ηλικίας του, ήταν συνταξιούχος του ΝΑΤ (ήδη απ’ το 2008) και διέμενε σε μισθωμένη οικία, η δε εναγομένη, γεννηθείσα το 1953, διήγε το 63ο έτος της ηλικίας της, δεν διέθετε κινητή ή ακίνητη περιουσία, δεν εργαζόταν ούτε είχε εργαστεί ποτέ ούτε διέθετε κάποια επαγγελματική κατάρτιση και εμπειρία, αφού κατά τη διάρκεια του γάμου είχε απασχοληθεί αποκλειστικά με την ανατροφή των τέκνων της, ούτε είχε εισόδημα ή πόρους από άλλη πηγή. Επίσης, η υγεία αμφοτέρων ήταν τότε ιδιαίτερα επιβαρυμένη, αφού ο μεν ενάγων είχε νοσήσει το έτος 2013 από καρκίνο του προστάτη, υποβληθείς σε χειρουργική επέμβαση και χημειοθεραπείες, η δε εναγομένη είχε νοσήσει το 2011 από καρκίνο του στήθους, συνεπεία του οποίου υποβλήθηκε σε ριζική μαστεκτομή και στη συνέχεια σε χημειοθεραπείες και ορμονοθεραπεία, στην οποία θα υποβάλλεται εφόρου ζωής, ενώ έπασχε και από υπερτροφία και δυσλειτουργία αριστερής κοιλίας της καρδιάς, σακχαρώδη διαβήτη και από εκφυλιστικές αλλοιώσεις οστικών δομών με στένωση του Α5-Α6 και Α6-Α7 μεσοσπονδυλίου διαστήματος, για την αντιμετώπιση των οποίων υποβάλλεται ακόμη σε τακτική θεραπεία. Υπό τις συνθήκες αυτές και με βάση τη συμφωνία των διαδίκων, η εναγομένη συνέχισε να διαμένει στο παραχωρηθέν απ’ τον ενάγοντα διαμέρισμα, χωρίς να ενοχληθεί απ’ τον τελευταίο. Οι σχέσεις της, όμως, με τον ενάγοντα χαρακτηρίζονταν από εντάσεις και προστριβές, κυρίως οικονομικής φύσης, για τις οποίες υπήρχε και δικαστική διαμάχη. Ειδικότερα, τον Νοέμβριο του 2016 η εναγομένη άσκησε αγωγή διατροφής σε βάρος του ενάγοντος για το χρονικό διάστημα απ’ τον Δεκέμβριο του έτους 2016 έως το μήνα Νοέμβριο του έτους 2018, εκδοθείσας αρχικά της 2778/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και μετά από έφεση της 1/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, με την οποία ο τελευταίος υποχρεώθηκε τελεσίδικα να της καταβάλει ως μηνιαία σε χρήμα διατροφή, το χρηματικό ποσό των τετρακοσίων εβδομήντα (470,00) ευρώ για το παραπάνω χρονικό διάστημα. Για το επόμενο χρονικό διάστημα, η εναγομένη άσκησε νέα αγωγή διατροφής εναντίον του ενάγοντος τον Μάρτιο του 2019, επί της οποίας εκδόθηκε η 2020/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ο ενάγων υποχρεώθηκε να της καταβάλει ως μηνιαία σε χρήμα διατροφή της το ποσό των διακοσίων είκοσι πέντε (225,00) ευρώ αρχής γενομένης από τις 17-05-2019. Για τον σχηματισμό της δικανικής τους κρίσης και τον υπολογισμό της οφειλόμενης στην εναγομένη διατροφής απ’ τον ενάγοντα, τα παραπάνω Δικαστήρια συνεκτίμησαν το γεγονός ότι στην εναγομένη είχε παραχωρηθεί απ’ τον ενάγοντα η χρήση της επίμαχης οριζόντιας ιδιοκτησίας. Κι ενώ έτσι είχε διαμορφωθεί η κατάσταση, και αφού είχαν εκδοθεί οι παραπάνω δικαστικές αποφάσεις για τη διατροφή της εναγομένης, στις 22-10-2020 ο ενάγων της επέδωσε την από 14-10-2020 εξώδικη δήλωση, όπως προκύπτει από την με αριθμό ………/22.10.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς …………, με την οποία κατήγγειλε την σύμβαση χρησιδανείου, επικαλούμενος αφενός μεν την αμετάκλητη λύση του γάμου τους που είχε επέλθει, όπως ειπώθηκε, τον Οκτώβριο του 2019, αφετέρου δε ότι το παραχωρηθέν ακίνητο είναι το μοναδικό του ακίνητο, ότι αναγκάστηκε απ’ το 2016 να μισθώνει ξένο ακίνητο για την κατοικία του, υποβαλλόμενος σε δαπάνες και ότι τα μόνα μηνιαία εισοδήματά του είναι η σύνταξή του, στην οποία συνυπολόγιζε και τις λοιπές ανελαστικές του ανάγκες και υποχρεώσεις του και προς την εναγομένη για καταβολή διατροφής, λαμβανομένης υπόψη και της τότε ηλικίας του (74 ετών). Με το εξώδικό του δε αυτό ο ενάγων έτασσε στην εναγομένη προθεσμία ενός (1) μηνός από την επίδοσή του, για να του αποδώσει το παραχωρηθέν ακίνητό του. Η εναγομένη δεν απέδωσε στον ενάγοντα το ακίνητο αλλά συνέχισε και συνεχίζει να διαμένει σ’ αυτό, εξαιτίας δε τούτου ο ενάγων άσκησε την υπό κρίση αγωγή σε βάρος της. Απ’ όσα εκθέτει στην εξώδικη καταγγελία της σύμβασης χρησιδανείου ο ενάγων, προκύπτει με σαφήνεια ότι ουδόλως επικαλείται παραβίαση απ’ την εναγομένη των όρων του από 20-10-2016 συμφωνητικού και της υποχρέωσής της να καλύπτει με δικά της έξοδα τη συντήρηση του διαμερίσματος, όπως είχαν ρητά ορίσει στον 3ο όρο του συμφωνητικού, παρότι αποδείχθηκε ότι υπήρχαν ανεξόφλητοι λογαριασμοί απ’ την εναγομένη κατά την περίοδο 2017-2020, πλην, όμως, οφείλονταν στην οικονομική δυσπραγία της τελευταίας και την μη καταβολή σ’ αυτή της οφειλόμενης διατροφής απ’ τον ενάγοντα. Οι λόγοι που επικαλέστηκε ο ενάγων για να καταγγείλει τη σύμβαση χρησιδανείου ήταν η αμετάκλητη λύση του γάμου του με την εναγομένη και τα ανεπαρκή εισοδήματά του σε συνδυασμό με τις στεγαστικές του ανάγκες και την ηλικία του. Όσον αφορά στην επελθούσα αμετάκλητη λύση του γάμου, αποδείχθηκε ότι δεν ασκεί καμία επιρροή στη διάρκεια της καταρτισθείσας σύμβασης χρησιδανείου, η οποία ρητά συμφωνήθηκε απ’ τους διαδίκους μόνιμη υπέρ της εναγομένης, χωρίς να συνδέεται με οποιονδήποτε τρόπο με την τύχη του γάμου. Πέραν των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης χρησιδανείου, ο ενάγων διένυε το 74ο έτος της ηλικίας του, ήταν συνταξιούχος του ΝΑΤ με μηνιαίες αποδοχές 1.250 ευρώ το φορολογικό έτος 2019, διέμενε σε μισθωμένη οικία (ήδη απ’ το 2016), για την οποία κατέβαλε μίσθωμα 220 ευρώ, βαρυνόμενος με τις λειτουργικές δαπάνες αυτής, απ’ τον Σεπτέμβριο δε του 2019 βαρυνόταν με την καταβολή μηνιαίου ποσού 402 ευρώ μετά την έκδοση της 105/2019 απόφασης του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας, που έκανε δεκτή την αίτηση υπαγωγής του στις διατάξεις του Ν. 3869/2010 και τη διάσωση της δυνητικής κύριας κατοικίας του. Επίσης, είχαν εκδοθεί σε βάρος του, όπως ελέχθη, η 1/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά και η 2020/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που καθόριζαν την οφειλόμενη από μέρους του διατροφή στην εναγομένη από 1-12-2016, συνυπολογισθείσας της παραχωρηθείσας από μέρους του οικίας, την οποία, όμως, δεν της κατέβαλε στο σύνολό της, με αποτέλεσμα η εναγομένη να του επιβάλει λίγες ημέρες μετά, στις 3-11-2020, κατάσχεση εις χείρας των …………….. για το συνολικό ποσό των 5.553 ευρώ με βάση το υπ’ αρ. ……../2020 α’ απόγραφο εκτελεστό της 1/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, επιδίδοντάς του αντίγραφο του κατασχετηρίου στις 6-11-2020. Επιπλέον, από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι συνέτρεξε στο πρόσωπο του ενάγοντα επείγουσα περίπτωση και απρόβλεπτη και ανεπίδεκτη αναβολής ανάγκη να καταγγείλει τη σύμβαση χρησιδανείου που είχε συνάψει εφ’ όρου ζωής με την εναγομένη, προκειμένου να χρησιμοποιήσει ο ίδιος το παραχωρηθέν ακίνητό του λόγω έκτακτης και απρόοπτης μεταβολής της οικονομικής του κατάστασης προς το χειρότερο, την οποία ο ίδιος δεν μπορούσε να προβλέψει. Αντίθετα, από τις περιγραφείσες περιστάσεις και συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η καταγγελία της σύμβασης χρησιδανείου από μέρους του ενάγοντος, συνάγεται ότι αυτή οφείλεται στις διαταραγμένες διαπροσωπικές σχέσεις των διαδίκων και στην επιθυμία του ενάγοντος να κατοικήσει ο ίδιος στο ακίνητό του, προκειμένου να μειώσει τις δαπάνες του, όπως εκθέτει στην καταγγελία του, χωρίς όμως, να συντρέχει σοβαρός λόγος, ασκήθηκε δε άκαιρα και είναι άκρως επιζήμια για την εναγομένη, η οποία θα έπρεπε να αποδώσει την οικία στην οποία διέμενε αδιαλείπτως απ’ την αρχή της έγγαμης συμβίωσης με τον ενάγοντα και μετά τη διάσπαση αυτής και να αναζητήσει νέα, επιβαρυνόμενη με τη σχετική δαπάνη, πράγμα που λαμβανομένης υπόψη της ηλικίας της, της οικονομικής της κατάστασης και των πολύ σοβαρών προβλημάτων υγείας της, προσκρούσει στην αρχή της καλής πίστης (288 ΑΚ). Ως εκ τούτου, η γενόμενη καταγγελία της σύμβασης χρησιδανείου εκ μέρους του ενάγοντα δεν παράγει έννομα αποτελέσματα, δεκτού γενομένου ως ουσιαστικά βάσιμου του παραδεκτού και νόμιμου, στηριζόμενου στις διατάξεις που αναφέρονται ανωτέρω στη μείζονα πρόταση, σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης, που προτάθηκε με τις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση και απέρριψε την αγωγή, κρίνοντας την καταγγελία άκαιρη και αντιβαίνουσα στην καλή πίστη, ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου ως αβάσιμου του πρώτου λόγου έφεσης.
Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με επάλληλη αιτιολογία (11ο φύλλο, σελ. 21, στ. 20-21 της εκκαλουμένης απόφασης) απέρριψε την αγωγή του ενάγοντος, κάνοντας δεκτή κατ’ ουσία την προβληθείσα απ’ την εναγομένη ένσταση καταχρηστικής άσκησης αυτής κατ’ άρ. 281 ΑΚ. Με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του ο εκκαλών βάλλει κατά της επάλληλης αυτής αιτιολογίας της εκκαλουμένης απόφασης, πλην, όμως, η έρευνα αυτού του λόγου έφεσης παρέλκει, καθώς η κύρια αιτιολογία απόρριψης της αγωγής και δη ο άκαιρος και αντιβαίνων στην καλή πίστη χαρακτήρας της καταγγελίας της σύμβασης χρησιδανείου, όπως ερευνήθηκε και κρίθηκε στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης, στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, λαμβανομένου υπόψη ότι στην περίπτωση που το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε περισσότερες, επάλληλες αιτιολογίες, που στηρίζουν περισσότερες βάσεις της αγωγής και με την έφεση πλήττονται μεν όλες, πλην όμως η προσβολή μίας απ’ αυτές δεν τελεσφορήσει, οι λόγοι έφεσης που προσβάλλουν τις υπόλοιπες είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς και τούτο διότι η προσβολή τους δεν επιδρά κατά νόμο στο διατακτικό της εκκαλούμενης απόφασης (ΑΠ 1517/2009, ΑΠ 1786/2007, ΑΠ 1307/2006, ΑΠ 1670/2005 ΑΠ 1257/2005 ΑΠ 1041/2003 ΑΠ 164/1994, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Κατόπιν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος λόγος, η έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Τέλος, πρέπει ο εκκαλών να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας λόγω της ήττας του (άρθρα 183, 176, 191 § 2ΚΠολΔ) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (495 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση κατά το τυπικό μέρος.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση κατ’ ουσία.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης με αρ. …………… στο δημόσιο ταμείο.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 18.6.2024 Σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους με παρούσα τη γραμματέα.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ