Αριθμός 548/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Γεώργιο Βερούση, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες από 10-8-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ….) και από 30-10-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …) εφέσεις του ενάγοντος και του εναγομένου αντίστοιχα της από 21-8-2014 (αριθ. εκθ. καταθ. ….) αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της με αριθμό 3098/2015 οριστικής απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου, το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την προαναφερόμενη αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664 έως 676 Κ.Πολ.Δ.), έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 11-8-2015 και στις 30-10-2015 αντίστοιχα καθόσον από τα έγγραφα που περιέχονται στη δικογραφία δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης. Επιπλέον κατατέθηκαν στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 11-8-2015 και στις 30-10-2015 αντίστοιχα, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος του Ν 3994/25-7-2011 (άρθρα 19 ως αντικ. από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν 3994/25-7-2011 και σύμφωνα με την παρ. 13 του άρθρου 72 του ίδιου νόμου υπάγονται οι εφέσεις που ασκούνται μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού), 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 περ. β΄ εδ. α, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1, 520 παρ. 2 (ως η παρ. 2 ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 72 παρ. 4 του Ν 3994/25-7-2011), 674 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), ενώ δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου που προβλέπεται στο άρθρο 495 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ. κατά την άσκηση της έφεσης, καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 εδαφ. ε΄ του Κ.Πολ.Δ. (ως η παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν 4055/2012 και έναρξη ισχύος 2-4-2012 σύμφωνα με το άρθρο 113 του Ν 4055/2012 και ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης), η υποχρέωση κατάθεσης του προβλεπόμενου στη διάταξη αυτή παραβόλου σε εκείνον που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης δεν ισχύει μεταξύ άλλων και για τις διαφορές των άρθρων 663 του ΚΠολΔ (εργατικές διαφορές). Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές οι εφέσεις και να εξεταστούν περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων τους με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ.).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669 και 672 Α.Κ. προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρι ορισμένο χρονικό σημείο ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 1 Α.Κ., παύει αυτοδικαίως όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης. Ο δε χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης έργου ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σ’ αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ. 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στη συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση, κρίση η οποία στη συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης ως σύμβασης έργου ή εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του Δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα (Ολ. Α.Π. 18/2006). Εξάλλου κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 εδ. α και 3 του ν. 2112/1920, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευθεί (ν. 4558/1920, άρθρο 11 α.ν. 547/1937). “Είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικείμενη εις τον παρόντα νόμον, πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή διά τον υπάλληλον” (παρ. 1 εδ. α) και “Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ωρισμένην χρονικήν διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογήται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ’ ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου” (παρ. 3). Από τις διατάξεις αυτές, με τις οποίες επιδιώχθηκε η αντιμετώπιση των καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων με τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, προκύπτει ότι όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειας τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχειρήσεως αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αόριστου χρόνου συμβάσεων (άρθρα 1, 2, 3 ν. 2112/1920 ή 1, 3, 5 β.δ. 16/18-7-1920), ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της σύμβασης και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης (ΑΠ 8/2018)
Στην προκειμένη περίπτωση με την από 21-8-2014 (αριθ. εκθ. καταθ. ……..) αγωγή του ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε με τον εναγόμενο, προσλήφθηκε από τον τελευταίο στις 3-10-2005 για να παρέχει την εργασία του ως πωλητής στο κατάστημα χονδρικής πώλησης νωπών ιχθύων που διατηρούσε ο εναγόμενος στην ………. Ότι μετά την καταγγελία της παραπάνω σύμβασης στις 31-5-2006, συνέχισε να παρέχει την εργασία του στον εναγόμενο δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου κατά τους μήνες από Οκτώβριο έως και Μάιο του επομένου έτους και κατά τους όρους των συμβάσεων όφειλε να παρέχει την εργασία του επί πενθήμερο ανά εβδομάδα και για οκτώ ώρες ημερησίως έναντι του αναφερόμενου στο δικόγραφο μηνιαίου μισθού. Ότι κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα παρείχε την εργασία του πέραν του πενθημέρου και του νομίμου ωραρίου, κατά τα ειδικότερα αναγραφόμενα στην αγωγή και ο εναγόμενος δεν του κατέβαλε τις διαφορές των δεδουλευμένων μισθών καθώς και τα επιδόματα αδείας και εορτών καθώς επίσης ότι ο εναγόμενος κατήγγειλε την εργασιακή σχέση στις 28-5-2014 χωρίς την τήρηση του εγγράφου τύπου. Ζητούσε δε με την παραπάνω αγωγή του να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας της εργασιακή του σχέσης να υποχρεωθεί ο εναγόμενος με απόφαση προσωρινά εκτελεστή να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 62.758,80 ευρώ όπως κάθε ειδικότερο κονδύλιο αναγράφεται στο δικόγραφο της αγωγής με το νόμιμο τόκο από τον χρόνο που κατέστη απαιτητό, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να αποδέχεται τη εργασία του με απειλή χρηματικής ποινής για κάθε παράβαση της απόφασης που θα εκδοθεί και σε περίπτωση που κριθεί έγκυρη η καταγγελία της εργασιακής σχέσης να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλλει τα αναφερόμενα στην αγωγή επιδόματα αδείας καθώς και να καταδικαστεί (ο εναγόμενος) στη δικαστική του δαπάνη. Επικουρικά ζητούσε να του καταβληθούν τα παραπάνω ποσά σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατά το μέρος που εκκαλείται, αφού έκρινε την αγωγή εν μέρει νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 192, 361, 648, 651, 652, 653, 655 του ΑΚ, 1 παρ. 2 ν. 1082/1980, 176 του Κ.Πολ.Δ. στη συνέχεια έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη, υποχρεώνοντας τον εναγόμενο να καταβάλλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 28.646,30 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τον χρόνο που κάθε ειδικότερο κονδύλιο κατέστη απαιτητό, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 10.000 ευρώ και επέβαλε σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντα τα οποία όρισε στο ποσό των 950 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτή παραπονούνται με τις κρινόμενες εφέσεις τόσο ο ενάγων – εκκαλών όσο και ο εναγόμενος εκκαλών για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης οι οποίοι ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης ώστε, όσον αφορά την έφεση που άσκησε ο ενάγων, να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή και όσον αφορά την έφεση που άσκησε ο εναγόμενος να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολο της και να καταδικαστεί έκαστος των εφεσιβλήτων εκάστης έφεσης στη δικαστική δαπάνη των εκκαλούντων.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, τις προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα με αριθμούς ……… και ……. ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, τις προσκομιζόμενες με επίκληση από τον εναγόμενο με αριθμούς ……. ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά οι δύο πρώτες και του συμβoλαιογράφoυ Λέρου …… η τρίτη, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εργασίας που καταρτίζονταν μεταξύ των διαδίκων κατ΄έτος από το έτος 2005 ο ενάγων παρείχε την εργασία του στην επιχείρηση του εναγομένου που βρίσκονταν στην ……. και είχε ως αντικείμενο την πώληση των αλιευμάτων. Συγκεκριμένα, ο εναγόμενος ήταν ιδιοκτήτης αλιευτικού πλοίου και διαθέτει τα αλιεύματα που συλλέγει στην προαναφερόμενο κατάστημά το οποίο λειτουργούσε κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Οκτώβριο έως τον μήνα Μάιο εκάστου έτους, δηλαδή μόνο κατά την διάρκεια της αλιευτικής περιόδου. Συνεπώς, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, οι συμβάσεις εργασίας που συνήπταν οι διάδικοι, ήταν συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου. Περαιτέρω, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι ο ενάγων κατά την διάρκεια της εργασιακής του σχέσης, εργάζονταν έξι ημέρες εβδομαδιαίως ήτοι από Δευτέρα έως Σάββατο και από τις ώρες 01:00 έως 09:00 ενώ από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδεικνύεται ο ισχυρισμός του εναγομένου περί σύμβασης μερικής απασχόλησης. Επίσης αποδεικνύεται ότι κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2012 έως τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2013, ο ενάγων λάμβανε τις συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές του με εβδομαδιαίες τμηματικές καταβολές σε μετρητά, κυμαινόμενων από το ποσό των 200 ευρώ μέχρι το ποσό των 300 ευρώ, χωρίς να εκδίδονται αποδείξεις καταβολής των παραπάνω ποσών ενώ από το έτος 2014, οι παραπάνω καταβολές γίνονταν με σχετικές εβδομαδιαίες καταθέσεις σε τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος. Ειδικότερα: α) για την απασχόλησή του ενάγοντος κατά τους μήνες Φεβρουάριο 2012, Μάρτιο 2012, Απρίλιο 2012, Μάιο 2012, Οκτώβριο 2012, Νοέμβριο 2012 και Δεκέμβριο 2012, ο τελευταίος έπρεπε να λάβει για μηνιαίες δεδουλευμένες αποδοχές το συνολικό ποσό των 7.280 ευρώ (1.040 € Χ 7 μήνες), ωστόσο έναντι του ποσού αυτού έλαβε το ποσό των 5.230,94 ευρώ (βλ. το προσκομιζόμενο από τον ίδιο εκκαθαριστικό σημείωμα του οικονομικού έτους 2013 (χρήση 1-1-2012 έως 31-12-2012) σύμφωνα με το οποίο το δηλωθέν από τον ίδιο ετήσιο εισόδημά του ανέρχεται σε 6.270,94 ευρώ, από το οποίο αφαιρουμένου του ποσού των 1.040 ευρώ που αντιστοιχεί στις αποδοχές μηνός Ιανουαρίου 2012, εναπομείναντος οφειλόμενου υπολοίπου 2.049,06 ευρώ, β) κατά τους μήνες Ιανουάριο 2013, Φεβρουάριο 2013, Μάρτιο 2013, Απρίλιο 2013, Μάιο 2013, Οκτώβριο 2013, Νοέμβριο 2013 και Δεκέμβριο 2013, ο ενάγων έπρεπε να λάβει για μηνιαίες δεδουλευμένες αποδοχές το συνολικό ποσό των 8.320 ευρώ (1.040 € Χ 8 μήνες), το οποίο του έχει καταβληθεί ολοσχερώς, αφού όπως δηλώνει στο προσκομιζόμενο με επίκληση από τον ίδιο εκκαθαριστικό σημείωμα του οικονομικού έτους 2014 (χρήση 1-1-2013 έως 31-12-2013) το ετήσιο εισόδημά του ανήλθε σε 8.371,37 ευρώ και γ) κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2014 έως 28-5-2014, ο ενάγων έπρεπε να .λάβει για μηνιαίες δεδουλευμένες αποδοχές το συνολικό ποσό των 5.200 ευρώ (1.040 € Χ 5 μήνες), το οποίο του έχει καταβληθεί ολοσχερώς αφού όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενές από. τον εναγόμενο αποδείξεις κατάθεσης σε τραπεζικό λογαριασμό του ιδίου από 11-2-2014 έως 28-5-2014 του έχει καταβληθεί το συνολικό ποσό των 3.450 ευρώ, πλέον των ασφαλιστικών εισφορών, συνολικού ύψους 1.828,72 ευρώ, που καταβλήθηκαν στο ΙΚΑ Επομένως, για διαφορές δεδουλευμένων μηνιαίων αποδοχών στον ενάγοντα οφείλεται μόνο το ποσό των 2.049,06 ευρώ, που αφορά τους μήνες Φεβρουάριο 2012, Μάρτιο 2012, Απρίλιο 2012, Μάιο 2012, Οκτώβριο 2012, Νοέμβριο 2012 και Δεκέμβριο 2012 . Επιπλέον, αποδεικνύεται ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 έως 28-5-2014, ο ενάγων ουδέποτε κατά τη διάρκεια των επιμέρους εποχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας του, έλαβε επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και συνεπώς δικαιούται να λάβει τα κάτωθι ποσά και συγκεκριμένα : α) για επίδομα εορτής Πάσχα 2009, με βάση υπολογισμού τις τακτικές αποδοχές του κατά την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα του οικείου έτους, το ποσό των 516,66 ευρώ, β) για αναλογία επιδόματος εορτής Χριστουγέννων έτους 2009, το ποσό των 530,72 ευρώ, γ) για επίδομα εορτής Πάσχα 2010, το ποσό των 516,66 ευρώ, δ) για αναλογία επιδόματος εορτής Χριστουγέννων έτους 2010, το ποσό των 534,85 ευρώ, ε) για επίδομα εορτής Πάσχα 2011, το ποσό των 516,66 ευρώ, στ) για αναλογία επιδόματος εορτής Χριστουγέννων έτους 2011, το ποσό των 560,73 ευρώ, ζ) για επίδομα εορτής Πάσχα 2012, το ποσό των 541,66 ευρώ, η) για αναλογία επιδόματος εορτής Χριστουγέννων έτους 2012, το ποσό των 560,73 ευρώ, θ) για επίδομα εορτής Πάσχα 2013, το ποσό των 541,66 ευρώ, ι) για αναλογία επιδόματος εορτής Χριστουγέννων έτους 2013 το ποσό των 560,73 ευρώ, ια) για επίδομα εορτής Πάσχα 2014, το ποσό των 541,66 ευρώ, ια) για αναλογία επιδόματος εορτής Χριστουγέννων έτους 2014, το ποσό των 127,40 ευρώ, και συνολικά για τις παραπάνω αιτίες, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 6.050,12 ευρώ, το οποίο ουδέποτε του καταβλήθηκε. Ακόμη αποδεικνύεται ότι ουδέποτε χορηγήθηκε στον ενάγοντα άδεια αναψυχής, για το λόγο ότι η επιχείρηση του -εναγομένου διέκοπτε την εργασία της επί τέσσερις μήνες, από Ιούνιο μέχρι και Σεπτέμβριο κάθε έτους, χωρίς όμως συγχρόνως να αποδεικνύεται ότι ο ενάγων ζητούσε να λάβει άδεια αναψυχής, κατά τη διάρκεια των συμβάσεων εργασίας του. Επομένως ο τελευταίος δικαιούται για τα έτη 2009, 2010,2011,2012,2013 και 2014τις αναλογούσες αποδοχές αδείας από κάθε σύμβαση εργασίας του αφού πριν από το έτος 2009 είχε συμπληρώσει απασχόληση τουλάχιστον 12 μηνών επί δύο συναπτά ημερολογιακά έτη στην επιχείρηση του εναγόμενου, με ένα τουλάχιστον τμήμα συνεχούς απασχόλησης διάρκειας έξι μηνών, καθώς και το αντίστοιχο επίδομα αδείας των παραπάνω ετών, το οποίο ομοίως ποτέ δεν του καταβλήθηκε. Έτσι οφείλονται σε αυτόν: α) για το έτος 2009, το ποσό των 634,88 ευρώ για αποδοχές αδείας και το ποσό των 496 ευρώ για επίδομα αδείας, β) για το έτος 2010, το ποσό των 634,88 ευρώ για αποδοχές αδείας και το ποσό των 496 ευρώ για επίδομα αδείας, γ) για το έτος 2011, το ποσό των 665,60 ευρώ και το ποσό των 520 ευρώ για επίδομα αδείας, δ) για το έτος 2012 το ποσό των 665,60 ευρώ για αποδοχές αδείας και το ποσό των 520 ευρώ για επίδομα αδείας, ε) για το έτος 2013, το ποσό των 665,60 ευρώ για αποδοχές αδείας και το ποσό των 520 ευρώ για επίδομα αδείας και κατά το επικουρικό αίτημα της αγωγής στ) για το έτος 2014 το ποσό των 665,60 ευρώ για αποδοχές αδείας και το ποσό των 520 ευρώ για επίδομα αδείας. Συνεπώς συνολικά για την παραπάνω αιτία, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 7.004,16 ευρώ. Επίσης, για την απασχόλησή του επί οκτώ ώρες ημερησίως, καθ’ όλες τις ημέρες του Σαββάτου, κατά το χρονικό διάστημα από 1-5-2011 έως 28-5-2014, ο ενάγων έπρεπε να λάβει το ποσό των 5.786,56 ευρώ. Ακόμη για την απασχόλησή του κατά πέντε ώρες, κατά τις νυκτερινές ώρες, ήτοι από ώρα 01.00 έως 06.00, ο ενάγων δικαιούται προσαύξηση 25% επί του νομίμου ωρομισθίου του, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προσωπικές περιστάσεις του, όπως οικογενειακή κατάσταση και προϋπηρεσία και συγκεκριμένα: α) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2009 έως 30-5-2009, δικαιούται το ποσό των 825,60 ευρώ, β) για το χρονικό διάστημα από 1-10-2009 έως 31-5-2010 και από 1-10-2010 έως 31-5-2011, δικαιούται το ποσό των 2.818,40ευρώ, γ) για το χρονικό διάστημα από 1-10-2011 έως 31-5-2012, δικαιούται το ποσό των 1.442,10 ευρώ και δ) για το χρονικό διάστημα από 1-10-2012 έως 31-5-2013 και από 1-10-2013 έως 28-5-2014, δικαιούται το ποσό των 2.670,30 ευρώ. Έτσι συνολικά για την παραπάνω αιτία, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 7.756,40 ευρώ. Επίσης, από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα δεν αποδεικνύεται ότι οι παραπάνω αξιώσεις του ενάγοντος ασκούνται καταχρηστικά, καθόσον μόνο το γεγονός ότι ουδέποτε διατύπωσε διαμαρτυρία για τη μη καταβολή του συνόλου των δεδουλευμένων αποδοχών του (συνόλου μηνιαίων μισθών, επιδομάτων εορτών, αποδοχών και επιδόματος αδείας, αμοιβή για την εργασία του κατά τα Σάββατα και προσαύξηση νυκτερινής εργασίας), δεν αποδείχθηκε ότι συνιστά αναμφίβολα προϊόν ελεύθερης βούλησης του περί μη διεκδίκησης αυτών στο μέλλον, λαμβανομένου υπόψη του ευλόγου συμφέροντός του να μην διαταραχθεί η εργασιακή του σχέση. Κατά ακολουθία των ανωτέρω αποδειχθέντων, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του, έκανε εν μέρει δεκτές την ανωτέρω αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, υποχρεώνοντας αφενός τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα εκκαλούντα τα προαναφερόμενα ποσά με το νόμιμο τόκο από τον χρόνο που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό είναι δε αβάσιμοι και απορριπτέοι οι λόγοι των εφέσεων καθώς και οι εφέσεις στο σύνολό τους ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Συνεπώς πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες εφέσεις ως κατ΄ουσιαν αβάσιμες και να καταδικαστούν οι εκκαλούντες, λόγω της ήττας τους στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου αντίστοιχα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 183, 176 του Κ.Πολ.Δ. και 22 παρ.2 ν. 3696/1957) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις από 10-8-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …….) και από 30-10-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ……) εφέσεις του ενάγοντος και του εναγομένου αντίστοιχα της από 21-8-2014 (αριθ. εκθ. καταθ. ……..) αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της με αριθμό 3098/2015 οριστικής απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου,
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν τις εφέσεις.
Επιβάλλει σε βάρος εκάστου των εκκαλούντων τη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ για καθένα.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 10 Σεπτεμβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ