Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 319/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης    319/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΚΑΛΟΥΣΑΣ : ………….., η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου, Γιώργου Σταματογιάννη και

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΚΑΘ’ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ : 1) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….» και το διακριτικό τίτλο «……….», εδρεύουσας στην Αθήνα, οδός …………., νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 2) της ανώνυμης εταιρείας Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο «……», που εδρεύει στη ……. Αττικής, ……. και εκπροσωπείται νόμιμα, ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στο …….. Ιρλανδίας (…………..), νόμιμα εκπροσωπούμενης, ειδικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», λόγω μεταβίβασης τιτλοποιούμενων απαιτήσεων της, που παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου, Ιωάννη Σταματάκου.

Η εκκαλούσα, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 15.8.2021 και με αριθμό εκθέσεως κατάθεσης ……../2.9.2021 ανακοπή και τους από 17.9.2021 και με αριθμό εκθέσεως κατάθεσης ……./17.9.2021 πρόσθετους λόγους αυτής, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ’αριθμ.2369/2021 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που τα απέρριψε.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  η ηττηθείσα ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 2.11.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./3.11.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……./3.11.2021 έφεση, που προσδιορίστηκε να συζητηθεί στην δικάσιμο 8.12.2022, κατά την οποία ματαιώθηκε.

Ήδη φέρεται για συζήτηση με την από 27.3.2023 και με αριθμό εκθέσεως κατάθεσης στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………/27.3.2023 κλήση, που προσδιορίστηκε στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσαν αντίστοιχα.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με την από 27.3.2023 και με αριθμό εκθέσεως κατάθεσης στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………../27.3.2023 κλήση, νόμιμα φέρεται για συζήτηση η κρινόμενη από 2.11.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/3.11.2021 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……./3.11.2021 έφεση,  της  ανακόπτουσας, καθ’ης η εκτέλεση και ήδη εκκαλούσας, …………, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ. 2369/2021 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, ερήμην της πρώτης καθ’ης η ανακοπή- εφεσίβλητης και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και απέρριψε την από 15.8.2021 και με αριθμό εκθέσεως κατάθεσης ………../2.9.2021 ανακοπή της, κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ και τους από 17.9.2021 και με αριθμό εκθέσεως κατάθεσης ………./17.9.2021 πρόσθετους λόγους αυτής, με τα οποία ζήτησε την ακύρωση των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, που επισπεύσθηκε σε βάρος της και συγκεκριμένα της από 25.6.2020 επιταγής προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ………/2015 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, της υπ’αριθμ……../14.7.2020 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης της περιγραφομένης, ευρισκομένης στον Δήμο Πειραιά, ακίνητης περιουσίας της, της δικαστικής επιμελήτριας ………., της πρώτης των καθ’ων η ανακοπή – εφεσιβλήτων, τότε διαχειρίστριας των απαιτήσεων της δικαιούχου της εκτελούμενης απαίτησης, ως άνω, αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού, καθώς επίσης της υπ’αριθμ…../26.7.2021 δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού, της συμβολαιογράφου Αθηνών, ……………, της επισπεύδουσας, δεύτερης των καθ’ων η ανακοπή – εφεσιβλήτων, ως νέας διαχειρίστριας των απαιτήσεων της, ως άνω, αλλοδαπής εταιρείας, ειδικής διαδόχου της «……….», λόγω σύμβασης μεταβίβασης τιτλοποιουμένων απαιτήσεων, προς ικανοποίηση της μεταβιβασθείσας απαίτησης αυτής εκ συμβάσεως επιχειρηματικού δανείου με ανοιχτό λογαριασμό, ασκήθηκε  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495 §§ 1 και 2, 511, 513 § 1 στοιχ. β΄, 516 § 1, 517 εδαφ.α΄, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή, ως άνω, ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, ερήμην  της πρώτης εφεσίβλητης, καθόσον, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ…..΄/5.4.2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………….., που προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ανωτέρω κλήσης μετά της κρινόμενης έφεσης, με την πράξη καταθέσεως και προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης,  επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα σ’αυτήν, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε κατά τη δικάσιμο τούτη, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Πρέπει, επομένως, να δικασθεί ερήμην, αλλά η διαδικασία να προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα [άρθρο 524 παρ.4 εδαφ.α΄ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 44 παρ. 1 του ν.3994/2011 και η συγκεκριμένη παράγραφος εξακολουθεί να ισχύει υπό τον Ν.4335/2015, που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από 1.1.2016 ένδικα μέσα, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ (όπως οι παράγραφοι αυτές αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν.4335/2015 – ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) και τις διατάξεις του άρθρου 591 παρ.1 α΄ ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν.4335/2015), που εφαρμόζονται στην διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, κατ’εφαρμογή του άρθρου 524 παρ.1 ΚΠολΔ (όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015)].

ΙΙ. Η ανακόπτουσα, καθ’ης η εκτέλεση, με την από 15.8.2021 ανακοπή της, κατ’άρθρο 933 ΚΠολΔ και τους από 17.9.2021 πρόσθετους λόγους αυτής, ζήτησε για τους αναφερόμενους λόγους, αφενός την ακύρωση της από 25.6.2020 επιταγής προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’αριθμ…………/2003 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, βάσει της οποίας επιτάχθηκε από την πρώτη των καθ’ων, «………..», με την ιδιότητα της τότε διαχειρίστριας της νέας δικαιούχου της εκτελούμενης απαίτησης αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού «…………», λόγω σύμβασης μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων της πρώτης από δάνεια και πιστώσεις, να της καταβάλει για κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, το συνολικό ποσό των 129.273,52 ευρώ, εκ της αναφερόμενης σύμβασης επιχειρηματικού δανείου με ανοιχτό λογαριασμό, που είχε συνάψει η ανακόπτουσα με την απώτερη δικαιοπάροχο της, νομιμότοκα από την καταγγελία της και αφετέρου, την ακύρωση της υπ’αριθμ……../14.7.2020 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης της περιγραφομένης, ευρισκομένης στον Δήμο Πειραιά, ακίνητης περιουσίας της, της δικαστικής επιμελήτριας ………, επιπλέον δε την ακύρωση της υπ’αριθμ………./26.7.2021 δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού, κατόπιν ματαίωσης του αρχικά ορισθέντος, της συμβολαιογράφου Αθηνών, ………, από την επισπεύδουσα, δεύτερη των καθ’ων η ανακοπή-εφεσιβλήτων «……………..», ως νέα διαχειρίστρια των απαιτήσεων της ανωτέρω αλλοδαπής εταιρείας, δικαιούχου της απαίτησης, ως ειδικής διαδόχου της «……….», λόγω σύμβασης μεταβίβασης των τιτλοποιουμένων απαιτήσεων της από δάνεια και πιστώσεις, που κατέστη καθολική διάδοχος της τραπεζικής εταιρείας «…………………….», στην οποία είχε μεταβιβαστεί η εκτελούμενη απαίτηση από την αρχική πιστώτρια «……………..»., καθώς και πάσα συναφή πράξη εκτέλεσης.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι η ανακοπή ασκήθηκε εκπρόθεσμα, μετά την πάροδο της προβλεπόμενης, κατ’άρθρο 934 παρ.1 περ.α΄ ΚΠολΔ, προθεσμίας των 45 ημερών από την επιβολή της κατάσχεσης  και απαραδέκτως προσβάλλεται η ως άνω δήλωση συνέχισης του πλειστηριασμού με την κρινόμενη ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ και όχι με την ανακοπή του άρθρου 973 παρ.6 ΚΠολΔ, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, που εν προκειμένω δεν σωρεύεται παραδεκτά, ακολούθως, απέρριψε την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους, ως απαράδεκτα.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεση της η ηττηθείσα ανακόπτουσα για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της εφέσεως της, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, την αναδίκαση της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων της από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή τους.

ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 934 του ΚΠολΔ: «1. Ανακοπή σύμφωνα με το άρθρο 933 είναι παραδεκτή: α) Αν αφορά ελαττώματα από τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης κατά τα άρθρα 955 και 995 ή την απαίτηση ή σε περίπτωση κατάσχεσης στα χέρια τρίτου μέχρι και την επίδοση του κατασχετήριου εγγράφου στον καθ’ ου, μέσα σε σαράντα πέντε (45) ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης. Σε περίπτωση άμεσης εκτέλεσης, η ανακοπή κατά της επιταγής προς εκτέλεση ασκείται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την επίδοση της επιταγής, β) Αν αφορά την εγκυρότητα της τελευταίας πράξης της εκτέλεσης, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες, αφότου η πράξη αυτή ενεργηθεί και αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού, αν πρόκειται για κινητά, και εξήντα (60) ημέρες, αφότου μεταγράφει η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, αν πρόκειται για ακίνητα. 2. Αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, τελευταία πράξη εκτέλεσης είναι η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης». Με το άρθρο 934 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 του ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 37/23.7.2015, με έναρξη ισχύος την 1.1.2016, σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 ν. 4335/2015), καθιερώνεται στις δίκες περί την εκτέλεση το σύστημα της κατά στάδια προβολής των λόγων ανακοπής. Κάθε πράξη εκτέλεσης προσβάλλεται με ανακοπή εντός ορισμένης προθεσμίας, που ορίζεται στις διατάξεις του άρθρου 934 ΚΠοΔ, η δε παρέλευση της προθεσμίας έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται απρόσβλητη η συγκεκριμένη πράξη εκτέλεσης, δεδομένου ότι η ανακοπή συνιστά το μοναδικό ένδικο βοήθημα. Το άρθρο 934 παρ.1 αρ. α ΚΠολΔ, προβλέπει μία ενιαία προθεσμία για όλους τους λόγους ανακοπής, που υπάγονταν προηγουμένως στο (παλαιό) άρθρο 934 παρ.1 αρ. α και β ΚΠολΔ και, συνεπώς, όλους τους λόγους ανακοπής που βάλλουν κατά των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας έως και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό τους ως πράξεων της προδικασίας ή της κύριας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως και τους λόγους που αφορούν στην εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, αν και δεν περιλαμβάνονται στην γραμματική διατύπωση του άρθρου και στην απαίτηση. Εξάλλου, η προσήκουσα κάθε φορά προθεσμία που πρέπει να τηρήσει ο εκάστοτε ανακόπτων κρίνεται και υπό τη νέα μορφή του άρθρου 934 ΚΠολΔ, όχι από το αίτημα της ανακοπής του, δηλαδή από την πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης που προσβάλλει αυτός, αλλά από τους λόγους που προτείνει με την ανακοπή του, δηλαδή από τα ιστορούμενα σε αυτήν ελαττώματα, τα οποία πρέπει να αναφέρονται ευθέως και αμέσως στο κύρος της προσβαλλόμενης με την ανακοπή πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης. Έτσι, εάν το ελάττωμα ενυπάρχει σε προηγούμενη πράξη, πλην όμως ζητείται η ακύρωση επόμενης, το εμπρόθεσμο κρίνεται με βάση την πράξη, στην οποία υπάρχει το ελάττωμα και όχι με βάση εκείνη, της οποίας ζητείται η ακύρωση (ΕφΑιγ 80/2020 δημ.«Νόμος»). Αν κάποια πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης δεν προσβληθεί μέσα στην προσήκουσα, κατά τα παραπάνω, προθεσμία, επέρχεται έκπτωση από το δικαίωμα προσβολής της, γεγονός που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, που κρίνει τη σχετική ανακοπή, με αποτέλεσμα η πράξη να θεωρείται έγκυρη και ισχυρή και το ελάττωμα της να μην μπορεί να προβληθεί μεταγενέστερα, ούτε να μπορεί να συμπαρασύρει σε ακυρότητα τις επόμενες πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης (ΑΠ 686/2018, ΑΠ 640/2017, ΕφΛαρ 110/2020, ΕφΑιγ 80/2020 δημ.«Νόμος»). Έτσι, εντός της προθεσμίας του άρθρου 934 παρ. 1 α΄ εδ. α ΚΠολΔ, ασκείται η ανακοπή με λόγους που αφορούν όλες τις προηγούμενες πράξεις του πλειστηριασμού, ακόμα κι αυτές που ανάγονται στο διάστημα μεταξύ της κατάσχεσης και του πλειστηριασμού. Σημειωτέον, ότι εντός της προθεσμίας του άρθρου 934 ΚΠολΔ, θα πρέπει να γίνει η κατάθεση του δικογράφου της ανακοπής στη γραμματεία του Δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, καθώς και η επίδοση του στον καθ`ου (ΟλΑΠ 6/2005 ΝΟΜΟΣ). Οι δε προθεσμίες του άρθρου 934 παρ.1 ΚΠολΔ είναι δικονομικές, διεπόμενες από τις διατάξεις των άρθρων 144 επ. του ίδιου Κώδικα και εξεταζόμενες αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Αφετηρία της προθεσμίας των σαράντα πέντε (45) ημερών του άρθρου 934 παρ.1 περ. α ΚΠολΔ, θα πρέπει και πάλι, μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο ν.4335/2015, να γίνει δεκτό ότι αποτελεί η επίδοση της κατασχετήριας έκθεσης στον καθ’ ου, για λόγους περιφρούρησης του δικαιώματος άμυνας του τελευταίου (ΑΠ 1232/2012, ΑΠ 658/2007, ΕφΑιγ 80/2020 δημ. «ΝΟΜΟΣ»).

Προσέτι, με το άρθρο 973 παρ. 6 ΚΠολΔ, θεσπίζεται νέα ειδική ανακοπή για την προσβολή των δηλώσεων συνέχισης πλειστηριασμού ή υποκατάστασης, οι οποίες δεν μπορούν πλέον να προσβληθούν με ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ εντός των δύο σταδίων προσβολής των πράξεων εκτέλεσης, κατ` άρθρο 934 ΚΠολΔ. Η εν λόγω ειδική ανακοπή υπόκειται σε διαφορετικές ρυθμίσεις από εκείνες του άρθρου 933 ΚΠολΔ, ασκείται ενώπιον του Δικαστηρίου του άρθρου 933 ΚΠολΔ, εντός προθεσμίας 30 ημερών από την ημέρα της ανάρτησης της δήλωσης στην ιστοσελίδα του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e – ΕΦΚΑ) και εκδικάζεται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (686 επ. ΚΠολΔ). Ασκείται από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, στρέφεται κατά του δηλώσαντος τη συνέχιση και οι λόγοι της μπορεί να αφορούν την απαίτηση του κατά του οφειλέτη ή το κύρος του τίτλου του ή την προδικασία της εκτέλεσης που τήρησε (την επιταγή προς εκτέλεση, που επέδωσε) ή πλημμέλειες της δήλωσης του και των πράξεων που την ακολούθησαν (επιδόσεων, ανάρτησης κλπ) ή και την υποκατάσταση ενώ δε συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της. Κατά της απόφασης που εκδίδεται μέσα σε ένα μήνα από τη συζήτηση της ανακοπής δεν επιτρέπεται η άσκηση ένδικων μέσων. Η τελευταία αυτή ειδική ανακοπή κατά των δηλώσεων συνέχισης πλειστηριασμού και υποκατάστασης άλλου δανειστή εισήχθη το πρώτον με το ν. 4335/2015. Και αυτό γιατί μέχρι τις τροποποιήσεις του νόμου αυτού η σχετική ανακοπή κατά των δηλώσεων αυτών ασκούνταν στην προθεσμία του άρθρου 934 περ. β’ ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προ του ν. 4335/2015, ήτοι μέχρι τον πλειστηριασμό, πρώτη δε πράξη εκτελέσεως θεωρούνταν ανάλογα η δήλωση συνέχισης ή υποκατάστασης (ΑΠ 610/2002). Ωστόσο, μετά την αναμόρφωση του άρθρου 934 με το ν. 4335/2015 και τη συγχώνευση των περιπτώσεων α΄ και β΄ του προϊσχύσαντος άρθρου 934, στην περίπτωση α΄ του νέου άρθρου 934, με προθεσμία άσκησης της ανακοπής ενιαία 45 ημερών από την ημέρα της κατάσχεσης και διατήρηση της ανακοπής κατά του πλειστηριασμού, ως περίπτωση β΄ (τέως γ΄), η εν λόγω ανακοπή κατά των δηλώσεων συνέχισης πλειστηριασμού και υποκατάστασης δεν μπορεί να υπαχθεί σε καμία από τις προβλεπόμενες πλέον περιπτώσεις του άρθρου 934, έτσι ώστε να επιλεγεί από το νομοθέτη να εισαχθεί γι’ αυτές μία ιδιαίτερη ανακοπή, που ρυθμίστηκε αυτοτελώς στο νέο άρθρο 973 παρ. 6 (Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης. ΕΜ, 2018. ΙΙΑ, σελ. 427). Επομένως, εάν ασκηθεί ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ κατά της αναγγελίας ή της δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού, αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη (Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, έκδ.2021, άρθρο 973, αρ.15, σελ.481 επ.).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ένδικη από 15.8.2021 ανακοπή κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 2.9.2021 και επιδόθηκε στην μεν πρώτη των καθ’ ων στις 15.9.2021 (υπ’αριθμ……./15.9.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………..), στην δε δεύτερη τούτων στις 13.9.2021 (υπ’αριθμ………/13.9.2021 έκθεση επίδοσης του ίδιου δικαστικού επιμελητή), ήτοι ασκήθηκε μετά την πάροδο της προβλεπόμενης στο άρθρο 934 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ προθεσμίας των σαράντα πέντε (45) ημερών από την ημέρα επιβολής της κατάσχεσης της ευρισκομένης στον Δήμο Πειραιά, ακίνητης περιουσίας της ανακόπτουσας, με την σύνταξη της υπ’αριθμ……/14.7.2020 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, της δικαστικής επιμελήτριας ………….. και επίδοσης της αυθημερόν στην καθ’ης η εκτέλεση-ανακόπτουσα (δίχως να υπολογίζεται το χρονικό διάστημα από 1ης έως 31ης Αυγούστου, κατ` άρθρο 147 παρ. 2 ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον τα ιστορούμενα με τους λόγους της ανακοπής και τους προσθέτους λόγους ελαττώματα, αφορούν την προσβαλλομένη επιταγή προς εκτέλεση, την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου και την απαίτηση, προς ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση και δεν τηρήθηκε από την ανακόπτουσα η προσήκουσα, κατ’άρθρο 934 παρ.1 περ. α ΚΠολΔ, προθεσμία, η ανακοπή παρίσταται εκπρόθεσμη και συνεπώς, κρίνεται απορριπτέα ως απαράδεκτη, ομού με τους από 17.9.2021 πρόσθετους αυτής λόγους, λόγω του παρακολουθηματικού τους χαρακτήρα.

Περαιτέρω, απαραδέκτως προσβάλλεται με την υπό κρίση ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, η υπ’αριθμ……./26.7.2021 δήλωση συνέχισης του πλειστηριασμού, της συμβολαιογράφου Αθηνών, ………., της επισπεύδουσας, δεύτερης των καθ’ων η ανακοπή – εφεσιβλήτων, ως νέας διαχειρίστριας της εκτελούμενης απαιτήσεως της δικαιούχου αυτής αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού «……………..» και όχι με την προσήκουσα ειδική ανακοπή του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ, κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Μήτε μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέτοια, εφόσον δεν περιλαμβάνονται στους λόγους της ανακοπής πλημμέλειες της ως άνω δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού και των πράξεων που την ακολούθησαν (επιδόσεων, ανάρτησης κλπ.), ούτε πρόκειται για διαφορετική απαίτηση της δηλώσασας επί την βάση άλλου εκτελεστού τίτλου, αλλά για την ίδια εκτελούμενη απαίτηση της ως άνω δικαιούχου αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού, η εκτέλεση της οποίας επισπεύδεται από την νέα διαχειρίστρια των απαιτήσεων της, δεύτερη των καθ’ων η ανακοπή – εφεσιβλήτων, που έχει τη δικονομική εξουσία να ενεργεί κάθε αναγκαία για την είσπραξη αυτής διαδικαστική πράξη και ενέργεια με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου και συνεπώς, νομιμοποιείται να διενεργήσει την επισπευδομένη αναγκαστική εκτέλεση στο δικό της όνομα για την ικανοποίηση της χρηματικής αξίωσης της ανωτέρω δικαιούχου αυτής, ούτως ώστε οι προβαλλόμενοι λόγοι, που αφορούν την ύπαρξη της απαίτησης και την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου και βάλουν ευθέως και αμέσως κατά του κύρους των προσβαλλομένων πράξεων εκτέλεσης, ήτοι της επιταγής προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου του απογράφου του εκτελεστού τίτλου και της επιβληθείσας κατάσχεσης και όχι κατά του κύρους της προσβαλλομένης δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού, εμπίπτουν στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1 περ.α΄ εδ. α ΚΠολΔ, η οποία έχει παρέλθει και όχι σε εκείνη του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ και ως εκ τούτων, προβάλλονται εκπρόθεσμα και δεν δύναται να εξεταστούν.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως  και απέρριψε την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους, ως απαράδεκτα, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και καλώς εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, απορριπτέος τυγχάνει ο πρώτος λόγος της έφεσης και οι διαλαμβανόμενοι στο τέλος του δικογράφου της ισχυρισμοί, που αποδίδουν στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

IV. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, παρελκομένης της έρευνας των λοιπών λόγων έφεσης, πρέπει να απορριφθεί, κατ’ουσίαν, η έφεση της ανακόπτουσας – εκκαλούσας, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα για την άσκηση της απορριφθείσης έφεσης παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.ε΄ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της δεύτερης εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, στην ηττηθείσα εκκαλούσα, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της πρώτης εφεσιβλήτου και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, την ένδικη έφεση.

Δέχεται την έφεση τυπικά.

Απορρίπτει αυτήν κατ’ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος κατά την άσκηση της έφεσης παραβόλου.

Επιβάλλει στην εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα της δεύτερης εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους την 1η  Ιουλίου 2024.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ