ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 357/2024
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη – Εισηγήτρια και Χρυσή Φυντριλάκη – Εφέτη, και από την Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των εκκαλούντων – πρώτης και τρίτου των εναγόμενων: 1) της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………….» που εδρεύει στον Πειραιά Αττικής, ………. και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) …………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αντώνιο Τσενέ (ΑΜ ……… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Των εφεσίβλητων – ενάγουσας και δεύτερου των εναγόμενων: 1) της τελούσας σε εκκαθάριση εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………» που εδρεύει στον Πειραιά Αττικής, οδός ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) ………. από τους οποίους η πρώτη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Αναγνωστόπουλο (ΑΜ ……… Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς) και ο δεύτερος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Γιαννόπουλο (ΑΜ ………… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 10.09.2013 και με αριθμό κατάθεσης …./2013 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 3426/2015 οριστική απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή. Οι εκκαλούντες – πρώτη και τρίτος των εναγόμενων προσέβαλαν την απόφαση αυτή με την από 04.09.2017 έφεσή τους που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../07.09.2017 και ειδικό …../07.09.2017 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./14.07.2022 και ειδικό …/14.07.2022 για τη δικάσιμο της 21.09.2023, κατά την οποία η υπόθεση δεν εισήχθη προς συζήτηση συνεπεία λόγων ανωτέρας βίας, που αφορά στη συμμετοχή των δικαστικών υπαλλήλων σε απεργία της ΑΔΕΔΥ και της Ομοσπονδίας Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδας. Ήδη, η υπόθεση μεταφέρθηκε, οίκοθεν, προς συζήτηση, δυνάμει της υπ’ αριθ. 75/2023 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 260 παρ. 4 του ΚΠολΔ περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση των υποθέσεων, οι οποίες δεν εισήχθησαν προς συζήτηση συνεπεία λόγων ανωτέρας βίας, στη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων – πρώτης και τρίτου των εναγόμενων και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της πρώτης των εφεσίβλητων – ενάγουσας αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του δεύτερου των εφεσίβλητων – δεύτερου των εναγόμενων δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 260 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 του Ν. 4842/2021 (ΦΕΚ Α’ 190/13.10.2021), με έναρξη ισχύος την 01.01.2022 κατ’ άρθρο 120 του Ν. 4842/2021, και εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις κατ’ άρθρο 116 παρ. 1β’ του Ν. 4842/2021, «Όταν οι υποθέσεις που είναι γραμμένες στο πινάκιο δεν εισάγονται προς συζήτηση συνεπεία λόγων ανωτέρας βίας, ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του διευθύνοντος το δικαστήριο, ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο σε σύντομη κατά το δυνατόν δικάσιμο. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Με πρωτοβουλία του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα». Εξάλλου, από το συνδυασμό των άρθρων 69 και 517 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι η έφεση απευθύνεται κατά του νικητή αντιδίκου του εκκαλούντος, όχι δε και κατά του απλού ομοδίκου του, ως προς τον οποίο είναι απαράδεκτη για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, εφόσον η απόφαση δεν περιέλαβε διάταξη υπέρ αυτού που βλάπτει τον εκκαλούντα (ΟλΑΠ 15/1996 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 25/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5795/2008 ΕλλΔνη 2010. 823, ΜονΕφΠειρ 394/2020 ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, νομίμως επανεισάγεται, οίκοθεν, προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η από 04.09.2017 έφεση, η οποία δεν εισήχθη προς συζήτηση συνεπεία λόγων ανωτέρας βίας, που αφορά στη συμμετοχή των δικαστικών υπαλλήλων σε απεργία της ΑΔΕΔΥ και της Ομοσπονδίας Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδας, κατά τη δικάσιμο της 21.09.2023, δυνάμει του άρθρου 260 παρ. 4 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 75/2023 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς. Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3426/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία έγινε δεκτή η από 10.09.2013 και με αριθμό κατάθεσης ……./2013 αγωγή της πρώτης των εφεσίβλητων – ενάγουσας, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 04.09.2017 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 07.09.2017, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ……/07.09.2017 και ειδικό ……./07.09.2017 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 07.09.2015. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της ως προς την πρώτη των εφεσίβλητων – ενάγουσα, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες – πρώτη και τρίτο των εναγόμενων το παράβολο των 150,00 ευρώ, που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ. Όσον αφορά στον δεύτερο των εφεσίβλητων – δεύτερο των εναγόμενων, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος των εκκαλούντων – πρώτης και τρίτου των εναγόμενων, αφού ο δεύτερος των εφεσίβλητων – δεύτερος των εναγόμενων ήταν ομόδικος των εκκαλούντων – πρώτης και τρίτου των εναγόμενων, χωρίς, ωστόσο, η εκκαλούμενη απόφαση να περιέχει διάταξη επιβλαβή για τους εκκαλούντες και υπέρ αυτού. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του δεύτερου των εφεσίβλητων – δεύτερου των εναγόμενων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων – πρώτης και τρίτου των εναγόμενων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
Η ενάγουσα στην από 10.09.2013 και με αριθμό κατάθεσης ……/2013 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι δυνάμει του υπ’ αριθ. ……./2000 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……. θυγατέρας …………., που καταχωρήθηκε νομίμως στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αύξοντα αριθμό ……/08.02.2000 και δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθ. ……/09.02.2000 ΦΕΚ Τεύχος ΑΕ & ΕΠΕ, η πρώτη των εναγόμενων, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………….» που εδρεύει στον Πειραιά Αττικής και η αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «……………..» που εδρεύει στη …… Λιβερίας, συνέστησαν την ενάγουσα, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……………..» με έδρα τον Πειραιά Αττικής και με σκοπό, μεταξύ άλλων, την πρακτόρευση παντός είδους, τύπου και φύσης πλοίων είτε υπό Ελληνική, είτε υπό ξένη σημαία που καταπλέουν στον Πειραιά ή σε οποιοδήποτε άλλο Ελληνικό ή αλλοδαπό λιμένα, ότι οι ως άνω εταίροι της ενάγουσας εταιρείας συμμετείχαν στο εταιρικό της κεφάλαιο κατά ποσοστό 50% ο καθένας, κατέχοντας 300 εταιρικά μερίδια ο καθένας, σε σύνολο 600 εταιρικών μεριδίων, αξίας 18.000,00 ευρώ, ενώ η διάρκεια της εταιρείας ορίσθηκε αρχικά δεκαετής και δυνάμει της υπ’ αριθ. ……/2010 πράξης της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, παρατάθηκε για μια ακόμη δεκαετία με λήξη το έτος 2021, ότι διαχειρίστρια και νόμιμη εκπρόσωπος της ενάγουσας εταιρείας από τον Ιούνιο του έτους 2002 ορίσθηκε η ………….., η οποία διατήρησε την ανωτέρω ιδιότητα της μέχρι και την 19.12.2012, οπότε και απεβίωσε, ότι η ανωτέρω αποβιώσασα, κατέλειπε κατά το χρόνο του θανάτου της ως πλησιέστερους συγγενείς της τον δεύτερο των εναγόμενων, με τον οποίο είχε συνάψει το υπ’ αριθ. ……../2010 σύμφωνο συμβίωσης του συμβολαιογράφου Αθηνών …………., και τον τρίτο των εναγόμενων, πρώτο εξάδελφό της, καθώς και τους πρώτους εξαδέλφους της, ………… και ………….., οι οποίοι, όμως, κληθέντες στη δεύτερη τάξη της εξ αδιαθέτου διαδοχής, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου στην περιουσία της ανωτέρω αποβιώσασας, αποποιήθηκαν την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομιά, την 10.04.2013 και την 15.04.2013 αντίστοιχα, ότι αμφότεροι ο δεύτερος και ο τρίτος των εναγόμενων αποδέχτηκαν την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομιά της αποβιώσασας, με το ευεργέτημα της απογραφής, πλην όμως μόνο ο δεύτερος των εναγόμενων ολοκλήρωσε εμπροθέσμως την απογραφή της κληρονομικής περιουσίας, και ως εκ τούτου τυγχάνει εξ αδιαθέτου κληρονόμος της αποβιώσασας με το ευεργέτημα της απογραφής, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου, ενώ ο τρίτος των εναγόμενων, εξ αδιαθέτου κληρονόμος της αποβιώσασας κατά ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου, μετά την αποποίηση των ανωτέρω λοιπών εξ αδιαθέτων κληρονόμων της αποβιώσασας, δεν προέβη εμπροθέσμως στην απογραφή της κληρονομικής περιουσίας, με συνέπεια να εκπέσει του ευεργετήματος αυτού, ότι η ανωτέρω αποβιώσασα, εκτός από διαχειρίστρια και νόμιμη εκπρόσωπος της ενάγουσας εταιρείας, ήταν επίσης διαχειρίστρια της πρώτης των εναγόμενων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, μέχρι και το θάνατό της την 19.12.2012, ότι τον Απρίλιο του έτους 2012, κατόπιν απόφασης της αποβιώσασας υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας της ενάγουσας εταιρείας, ανατέθηκε στη διεθνή ελεγκτική εταιρεία «………..» ο έλεγχος των οικονομικών στοιχείων και των λογιστικών βιβλίων της ενάγουσας, ο οποίος κατέδειξε την ύπαρξη ελλείμματος στο ταμείο της εταιρείας, το οποίο δεν δικαιολογείτο από την επιχειρηματική της δραστηριότητα, με αποτέλεσμα να ανατεθεί στην ως άνω ελεγκτική εταιρεία η τήρηση των λογιστικών της βιβλίων από την 01.08.2012, ότι ειδικότερα ο διενεργηθείς έλεγχος από την ανωτέρω ελεγκτική εταιρεία διαπίστωσε ότι την 31.07.2012 υφίστατο χρεωστικό υπόλοιπο υπέρ της ενάγουσας εταιρείας και σε βάρος της πρώτης των εναγόμενων εταιρείας, ανερχόμενο στο ποσό των 1.635.755,58 ευρώ, ενώ την 20.12.2012, ήτοι την επομένη της ημερομηνίας θανάτου της ως άνω διαχειρίστριας της ενάγουσας εταιρείας, το υφιστάμενο χρεωστικό υπόλοιπο ανήλθε στο ποσό των 1.402.855,58 ευρώ, ότι το εν λόγω χρεωστικό υπόλοιπο προέκυψε από μη σύννομες ενέργειες της αποβιώσασας, υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας αμφοτέρων των διαδίκων εταιρειών, οι οποίες συνίσταντο στην εκ μέρους της χορήγηση εντολών προς τις Τράπεζες, όπου τηρούνταν οι εταιρικοί λογαριασμοί της ενάγουσας, περί εκταμίευσης διαφόρων, κατά περίπτωση, χρηματικών ποσών προς την πρώτη των εναγόμενων, χωρίς να υφίσταται νόμιμη αιτία, αφού δεν υπήρχαν συναλλακτικές υποχρεώσεις της ενάγουσας προς την πρώτη των εναγόμενων, ούτε συνοδεύονταν από νόμιμα παραστατικά, ότι ακολούθως η αποβιώσασα, προκειμένου να αποφύγει τόσο τις δυσάρεστες συνέπειες που θα προκαλούνταν από την διερεύνηση των εκνόμων ενεργειών της ενώπιον της ποινικής Δικαιοσύνης, όσο και την δημοσιότητα, την οποία θα λάμβανε η υπόθεση στο χώρο της ναυτιλίας στον Πειραιά και η οποία θα εξέθετε αμφότερες τις διαδίκους εταιρείες, αλλά κυρίως την ίδια ως διαχειρίστρια αυτών, συνέταξε στον Πειραιά την από 26.11.2012 επιστολή της προς την ενάγουσα εταιρεία, με την οποία, ενεργώντας υπό την ιδιότητά της ως νόμιμη εκπρόσωπος και διαχειρίστρια της πρώτης των εναγόμενων εταιρείας, και με σκοπό τη δημιουργία νέας αυτοτελούς και ανεξάρτητης ενοχής, αφενός αναγνώρισε εγγράφως την ανωτέρω οφειλή της πρώτης των εναγόμενων προς την ενάγουσα, ανερχομένη τότε στο ποσό των 1.610.755,58 ευρώ, αφετέρου αναδέχθηκε σωρευτικά το χρέος της πρώτης των εναγόμενων προς την ενάγουσα, αναλαμβάνοντας και η ίδια ατομικά την υποχρέωση να το εξοφλήσει, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, ότι προκειμένου να εξασφαλισθεί η ανωτέρω απαίτηση της ενάγουσας, η αποβιώσασα εξέδωσε αυθημερόν στον Πειραιά, ενεργώντας υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστρια και νόμιμη εκπρόσωπος της πρώτης των εναγόμενων, την υπ’ αριθ. ………… επιταγή, συρόμενη από τον υπ’ αριθ. ………. τραπεζικό λογαριασμό της τελευταίας στην Τράπεζα CITIBANK, ποσού 1.610.755,58 ευρώ, σε διαταγή της ενάγουσας, την οποία και της παρέδωσε, με λευκή ημερομηνία έκδοσης, η οποία, όμως, ουδέποτε εμφανίσθηκε προς πληρωμή, ότι οι εναγόμενοι, αν και οχλήθηκαν από την ενάγουσα με την από 31.07.2013 εξώδικη δήλωση – όχληση, που επιδόθηκε σ’ αυτούς την 02.08.2013, να της καταβάλουν το οφειλόμενο ως άνω ποσό, υπό τις ανωτέρω ιδιότητές τους, αρνήθηκαν αδικαιολόγητα και εξακολουθούν να το οφείλουν. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 1.402.508,70 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία επίδοσης της από 31.07.2013 εξώδικης όχλησης, ήτοι την 02.08.2013, άλλως από της επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 3426/2015 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 345, 346, 477, 481, 482, 483, 873, 1884, 1885, 1901, 1902, 1904 και 1905 του ΑΚ και 176, 907 και 908 του ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος για την εις ολόκληρον καταδίκη κάθε εναγόμενου, που κρίθηκε μη νόμιμο πέραν του αντιστοιχούντος προς την κληρονομική μερίδα του δεύτερου και του τρίτου των εναγόμενων ποσοστού, στη συνέχεια έκανε δεκτή την αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τους εναγόμενους να καταβάλουν στην ενάγουσα, η μεν πρώτη των εναγόμενων εις ολόκληρον με τους λοιπούς, το ποσό των 1.402.508,70 ευρώ, οι δε δεύτερος και τρίτος των εναγόμενων εις ολόκληρον με την πρώτη των εναγόμενων, το ποσό των 1.402.508,70 ευρώ, έκαστος κατά το λόγο της κληρονομικής του μερίδας, με το νόμιμο τόκο από την 02.08.2013 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή κατά το ποσό των 700.000,00 ευρώ και καταδίκασε τους εναγόμενους στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες – πρώτη και τρίτος των εναγόμενων με την από 04.09.2017 έφεσή τους, για τους περιεχόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της προκειμένου να απορριφθεί η εναντίον τους αγωγή στο σύνολό της.
Κατά το άρθρο 873 του ΑΚ, η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης, που δεν αναφέρει την αιτία του χρέους, λογίζεται σε περίπτωση αμφιβολίας ότι έγινε με τέτοιο σκοπό. Η δημιουργική ενέργεια της αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους συνίσταται στη θεμελίωση αυτοτελούς υποχρέωσης, ανεξάρτητης από την αιτία της (νέο θεμέλιο αξίωσης), όπου το θεμελιωτικό της αξίωσης πραγματικό εξαντλείται στην έγγραφη υπόσχεση παροχής. Από την ανωτέρω διάταξη σαφώς συνάγεται ότι η αναφερόμενη σ’ αυτή αυτοτελής και ετεροβαρής ενοχή από έγγραφη αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους γεννιέται στην περίπτωση που τα μέρη είχαν πρόθεση να δημιουργήσουν ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, πράγμα που θέλει εξακριβωθεί από αυτή την ίδια τη δήλωση και τις περιστάσεις, γι’ αυτό και δεν βλάπτει απλή αναφορά της αιτίας. Αν δηλαδή στην έγγραφη υπόσχεση ή στην αναγνωριστική δήλωση μνημονεύεται η αιτία του χρέους, δεν αποκλείεται να πρόκειται για ενοχή αναιτιώδη, εφόσον τα μέρη ήθελαν να αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του. Διότι η διάταξη του εδ. β’ του άνω άρθρου εισάγει απλώς ερμηνευτικό κανόνα, προσδίδοντας στη δήλωση αυτή ορισμένη έννοια μόνο ενόσω δεν προκύπτει το αντίθετο (σε περίπτωση αμφιβολίας) (ΟλΑΠ 2088/1986 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 654/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 114/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 748/2011 ΝΟΜΟΣ). Για το ορισμένο της αγωγής από σύμβαση αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους, ο ενάγων δανειστής οφείλει να επικαλεσθεί την κατάρτιση έγγραφης σύμβασης με περιεχόμενο την αναγνώριση ή υπόσχεση χρέους, από το οποίο (περιεχόμενο) να προκύπτει ότι τα μέρη ήθελαν να δημιουργήσουν ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία. Ο εναγόμενος από αφηρημένη αναγνώριση χρέους για ανύπαρκτη αιτία προστατεύεται από τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις των άρθρων 904 επ. του ΑΚ, δικαιούμενος να αντιτάξει κατ’ ένσταση το ανύπαρκτο της αιτίας και να ελευθερωθεί έτσι, ως έχοντας αναγνωρίσει χρέος χωρίς νόμιμο λόγο (ΑΠ 843/2012 Αρμ 2013. 285). Η ανωτέρω σύμβαση (αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους) διαφέρει από τη σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος που έχει από ορισμένη αιτία, η οποία δεν προβλέπεται ρητά από τον ΑΚ, ισχύει όμως διεπόμενη από το άρθρο 361 αυτού, το οποίο παρέχει ελευθερία σύναψης ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων δεσμευτικά για τους συμβαλλόμενους, αρκεί το περιεχόμενό τους να μην προσκρούει σε απαγορευτικό νόμο ή στα χρηστά ήθη. Η σύμβαση αυτή (αιτιώδης αναγνώριση χρέους) καταρτίζεται, σε αντίθεση με την αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, καταρχήν άτυπα και ιδρύει νέα ενοχική σχέση, που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρέωσης προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία, όταν αυτό θέλησαν οι συμβαλλόμενοι και δεν απέβλεψαν μόνο στην παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους ή στην επιβεβαίωση μιας υπάρχουσας έννομης σχέσης που διασφαλίζουν έτσι από ενδεχόμενα ελαττώματα, με συνέπεια αυτός που αναγνωρίζει την από ορισμένη αιτία οφειλή του να μη μπορεί πλέον να προτείνει τις ενστάσεις που είχε από την κύρια αιτία (ΑΠ 1424/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 678/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 21/2012, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 7105/2002 ΝΟΜΟΣ), αλλά να ζητήσει την ακύρωση της όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 140, 147, 150 του ΑΚ (ΜονΕφΑθ 5907/2013 ΕλλΔνη 2014. 162). Γενική κατευθυντήρια γραμμή προς λύση του ζητήματος αν πρόκειται για νέα αυτοτελή ενοχή ή παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους μπορεί να χρησιμεύσει ο κανόνας ότι κύρια σύμβαση αναγνώρισης υπάρχει όταν αντικείμενο αυτής είναι κάποια έννομη σχέση και ειδικότερα όταν, αναφορικά προς υπάρχουσα οφειλή, αναλαμβάνεται κάποια υποχρέωση, ενώ δεν υπάρχει σύμβαση αναγνώρισης όταν ομολογούνται απλώς ορισμένα γεγονότα, οπότε υπάρχει μόνο αποδεικτικό μέσο. Στην πρώτη περίπτωση, αυτός που αναγνωρίζει την από ορισμένη αιτία οφειλή του δεν μπορεί πλέον να προτείνει τις ενστάσεις που είχε από την κύρια αιτία (ΑΠ 847/2023 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 51/2020 ΝΟΜΟΣ). Γενικότερα αποτελεί αντικείμενο ερμηνείας της συγκεκριμένης σύμβασης, αν η επερχόμενη με αυτή αιτιώδης αναγνώριση υπάρχοντος χρέους αντικαθιστά ή όχι την αρχική σχέση ή απλώς την αλλοιώνει και αν, στην περίπτωση αυτή, ενέχει πλήρη ή μερική παραίτηση από ενστάσεις που αφορούν την αρχική σχέση, η οποία πρέπει κατ’ αρχήν να είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 437 του ΑΚ (ΟλΑΠ 5/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 169/2024 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 847/2023 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1259/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 51/2020 ΝΟΜΟΣ). Για την πληρότητα της αγωγής από αιτιώδη αναγνώριση χρέους, όσον αφορά την αιτία από την οποία προέρχεται το αναγνωριζόμενο χρέος, αρκεί παράθεση στο δικόγραφο αυτής όσων πραγματικών στοιχείων είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της αναγνωριζόμενης ενοχής, ώστε να μη γεννιέται αμφιβολία γι’ αυτήν (ΑΠ 759/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 387/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 408/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 294/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1086/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1424/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 65/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1279/2012 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 123/2020 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΘεσ 247/2022 ΝΟΜΟΣ) Εάν δε σκοπός της αιτιώδους αναγνώρισης χρέους είναι, μεταξύ άλλων, και ο καθορισμός του ύψους της οφειλής, δεν επιτρέπεται η επάνοδος των μερών στο ύψος της οφειλής, αφού το ύψος εκείνο, που αναγνωρίσθηκε με την αιτιώδη αναγνώριση, είναι το εφεξής οφειλόμενο (ΑΠ 424/2013 ιστοσελίδα areiospagos.gr, ΑΠ 232/2009 ΧρΙΔ 2010. 258). Για το ορισμένο της αγωγής από σύμβαση αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους, ο ενάγων δανειστής οφείλει να επικαλεσθεί την κατάρτιση έγγραφης σύμβασης με περιεχόμενο την αναγνώριση ή υπόσχεση χρέους, από το οποίο (περιεχόμενο) να προκύπτει ότι τα μέρη ήθελαν να δημιουργήσουν ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία (ΕφΑθ 3168/2023 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 128/2020 ιστοσελίδα efeteio-peir.gr). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 477 του ΑΚ προκύπτει ότι σωρευτική αναδοχή χρέους είναι η σύμβαση, που συνάπτεται μεταξύ του δανειστή και ενός τρίτου, με την οποία ο τρίτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκπληρώσει ξένο χρέος, χωρίς όμως να απαλλάσσεται ο αρχικός οφειλέτης. Έτσι, παράγεται μία πρόσθετη ενοχή αυτού που υποσχέθηκε να εκπληρώσει το ξένο χρέος, παράλληλη με την ενοχή του αρχικού οφειλέτη. Η σύμβαση αυτή, που μπορεί να καταρτιστεί ακόμη και σιωπηρά, είναι ετεροβαρής και δεν έχει χαρακτήρα αναγνώρισης χρέους από τον αναδεχόμενο, αλλά ανάληψής του, εφόσον τούτο πραγματικά υπάρχει, ενώ μπορεί να αφορά και μελλοντικό χρέος. Ως τέτοιο νοείται, τόσο εκείνο το χρέος, που ο νομικός λόγος παραγωγής του υπάρχει κατά την κατάρτιση της σύμβασης αναδοχής, αλλά δεν έχει γεννηθεί ακόμη (περιορισμένη μελλοντική απαίτηση), όσο και εκείνο, το οποίο ούτε ο λόγος παραγωγής, ούτε η απαίτηση υπάρχουν κατά την κατάρτιση της σύμβασης, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι και στις δύο περιπτώσεις το μελλοντικό χρέος είναι οριστό, μπορεί δηλαδή να προσδιοριστεί κατά το χρόνο που γεννάται η σχετική αξίωση έναντι του οφειλέτη. Η ευθύνη του αναδοχέα έχει το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια φύση με την ευθύνη του παλαιού οφειλέτη. Έτσι, μεταξύ των δύο αυτών προσώπων δημιουργείται, έναντι του δανειστή, παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 του ΑΚ) και ο δανειστής έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την εκπλήρωση της παροχής μία μόνο φορά, κατ’ επιλογή του, είτε από τον τρίτο που αναδέχθηκε το χρέος του οφειλέτη, με βάση τη σύμβαση αναδοχής, είτε από τον οφειλέτη, με βάση τη μεταξύ δανειστή και οφειλέτη έννομη σχέση (ΑΠ 1177/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1099/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 230/2014 ΧρΙΔ 2014. 500, ΑΠ 880/2012 ΝοΒ 2013. 373, ΑΠ 306/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑνατΚρ 10/2024 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3190/1955 σαφώς προκύπτει ότι η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης αποκτά, μετά την ολοκλήρωση των διατυπώσεων δημοσιότητας για τη σύσταση της, νομική προσωπικότητα, συνέπεια της οποίας είναι η περιουσιακή της αυτοτέλεια. Η εταιρική περιουσία είναι υπέγγυα απέναντι στους εταιρικούς δανειστές για τα χρέη και τις εταιρικές υποχρεώσεις της, που αναλαμβάνει στα πλαίσια της επιχειρηματικής της δράσης. Η ευθύνη της είναι απεριόριστη, δηλαδή η εταιρεία ευθύνεται με όλη της την περιουσία. Οι εταίροι έχουν τη βασική υποχρέωση απέναντι στην εταιρεία για την καταβολή της εισφοράς τους, προκειμένου να σχηματιστεί το εταιρικό κεφάλαιο. Αν οι εταίροι εκπληρώσουν την υποχρέωση τους αυτή, παύουν να έχουν ευθύνη απέναντι στην εταιρεία. Κατά συνέπεια, ο εταίρος δεν φέρει καμία ευθύνη για τις εταιρικές υποχρεώσεις. Ο κανόνας του ανεύθυνου των εταίρων δεν μπορεί να τροποποιηθεί ούτε με αντίθετη συμφωνία τους, καθόσον η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του παραπάνω νόμου είναι δημόσιας τάξης και έτσι κάθε τέτοια συμφωνία θα ήταν ανίσχυρη (ΕφΑθ 480/2009 ΔΕΕ 2009. 1353, ΕφΠατρ 81/2004 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 95/2001 ΝΟΜΟΣ). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 70, 71, 748 του ΑΚ και 26 του Ν. 3190/1955, προκύπτει ότι ο εκπρόσωπος νομικού προσώπου, όπως είναι και ο διαχειριστής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, ανεξάρτητα από το γεγονός αν είναι εταίρος ή όχι της τελευταίας, δεν έχει προσωπική ευθύνη έναντι τρίτων για τα χρέη της εταιρείας (ΕφΑθ 3236/2012 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, υποχρεώσεις που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ως εκπρόσωπος του νομικού προσώπου, μέσα στα όρια και πλαίσια της διαχειριστικής εξουσίας του, υποχρεώνουν μόνο το νομικό πρόσωπο το οποίο εκπροσωπεί. Το αυτό ισχύει και επί της μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 43α παρ. 5 του Ν. 3190/1955, που προστέθηκε με το άρθρο 2 του Π.Δ. 279/1993 “Προσαρμογή του Ν. 3190/1955 προς τις διατάξεις της Δωδεκάτης Οδηγίας 89/667/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21.12.1989”, κατά την οποία στη μονοπρόσωπη εταιρία περιορισμένης ευθύνης εφαρμόζονται οι λοιπές διατάξεις του παρόντος νόμου, μεταξύ των οποίων και οι ανωτέρω αναφερόμενες (ΑΠ 566/2010 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 266/2015 ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, κατά τη διάταξη του άρθρου 43α παρ. 4 του Ν. 3190/1955, οι συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ του μοναδικού εταίρου και της εταιρίας την οποία εκπροσωπεί, εγγράφονται σε πρακτικά ή καταρτίζονται γραπτώς. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζεται στις τρέχουσες πράξεις που συνάπτονται υπό κανονικές συνθήκες. Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ότι η σύναψη συμβάσεων μεταξύ του μοναδικού εταίρου και διαχειριστή και της μονοπρόσωπης εταιρίας την οποία εκπροσωπεί, δεν εξαρτάται από τις προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 235 του ΑΚ, που ορίζει αφενός ότι ο αντιπρόσωπος δεν μπορεί να επιχειρήσει στο όνομα του αντιπροσωπευομένου δικαιοπραξία με τον εαυτό του ατομικά ή με την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου άλλου, εκτός αν ο αντιπροσωπευόμενος είχε επιτρέψει τη δικαιοπραξία ή αυτή συνίσταται αποκλειστικά στην εκπλήρωση υποχρέωσης, αφετέρου ότι η αυτοσύμβαση που δεν έχει περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου είναι άκυρη. Συνεπώς, η απαγόρευση των αυτοσυμβάσεων δεν εφαρμόζεται στις δικαιοπραξίες του μοναδικού εταίρου με την μονοπρόσωπη εταιρία, αλλά πρέπει, απλώς, αυτές οι δικαιοπραξίες να εγγράφονται στα πρακτικά ή να καταρτίζονται γραπτώς (βλ. Ν. Ρόκα, Εμπορικές Εταιρείες, εκδ. 1996. σελ. 383, 385-386, Λ. Σκαλίδη, Η Μονοπρόσωπη Ε.Π.Ε., ΕΤραπΔ 1993. 358-359, Θ. Λιακόπουλου, Δικαιοπραξίες διαχειριστή – εταίρου Μονοπρόσωπης Ε.Π.Ε. με τον εαυτό του, ΕΕμπΔ 1975. 198 επ.). Στην προκειμένη περίπτωση, οι εκκαλούντες – πρώτη και τρίτος των εναγόμενων με τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο της έφεσής τους επαναφέρουν τον πρωτοδίκως υποβληθέντα ισχυρισμό τους, εξεταζόμενο, άλλωστε, και αυτεπαγγέλτως, περί αοριστίας της κρινόμενης αγωγής ως προς αμφότερες τις βάσεις της περί αφηρημένης αναγνώρισης χρέους και περί σωρευτικής αναδοχής χρέους. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται απορριπτέος, καθόσον αναφέρονται στην κρινόμενη αγωγή όλα τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά για τη γέννηση της αξίωσης της ενάγουσας κατά της πρώτης των εναγόμενων από αιτιώδη αναγνώριση χρέους κατ’ άρθρο 361 του ΑΚ, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, και ειδικότερα αφενός γίνεται αναφορά στην έγγραφη από 26.11.2012 επιστολή προς την ενάγουσα εταιρεία, με την οποία, η αποβιώσασα …………., ενεργώντας υπό την ιδιότητά της ως νόμιμη εκπρόσωπος και διαχειρίστρια της πρώτης των εναγόμενων εταιρείας, αναγνώρισε σαφώς και κατηγορηματικώς την ύπαρξη οφειλής της πρώτης των εναγόμενων προς την ενάγουσα, ανερχόμενης στο ποσό των 1.610.755,58 ευρώ, και δίνεται έτσι η δυνατότητα στην ενάγουσα να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξίωσής της που πηγάζει από την αναγνώριση χρέους, αφετέρου γίνεται αναφορά, έστω και γενικόλογη, στην αιτία από την οποία προέρχεται το αναγνωριζόμενο χρέος κατά τα πραγματικά στοιχεία αυτής, τα οποία είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της αναγνωριζόμενης ενοχής, ώστε να μη γεννιέται αμφιβολία γι’ αυτήν, δηλαδή εκτίθενται πραγματικά περιστατικά που πληρούν τη νομική έννοια της αιτιώδους αναγνώρισης χρέους, αφού, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, συνάγεται ότι τα μέρη είχαν πρόθεση να δημιουργήσουν νέα αυτοτελή ενοχή, ανεξάρτητη από την αιτία και δεν απέβλεψαν μόνο στην παροχή αποδεικτικού μέσου για την είσπραξη του χρέους. Επιπλέον αναφέρεται στην κρινόμενη αγωγή ότι η αποβιώσασα ……………. αναδέχθηκε σωρευτικά το ανωτέρω χρέος της πρώτης των εναγόμενων προς την ενάγουσα, αναλαμβάνοντας και η ίδια ατομικά την υποχρέωση να το εξοφλήσει, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, και ως εκ τούτου περιέχονται στο δικόγραφο όλα τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά για τη γέννηση της αξίωσης της ενάγουσας κατά του δεύτερου και του τρίτου των εναγόμενων, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων της αποβιώσασας, από τη σύμβαση της σωρευτικής αναδοχής χρέους κατ’ άρθρο 477 του ΑΚ, χωρίς να απαιτείται για το ορισμένο της αγωγής η αναφορά στο δικόγραφο των μερικότερων πράξεων που συνιστούν την φερόμενη ως αδικοπρακτική συμπεριφορά της αποβιώσασας, προκειμένου να είναι έγκυρη η επικαλούμενη εκ μέρους της ενάγουσας κατάρτιση σύμβασης αναδοχής χρέους μεταξύ αυτής και της αποβιώσασας, όπως εσφαλμένως διατείνονται οι εκκαλούντες – πρώτη και τρίτος των εναγόμενων. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ορισμένη την αγωγή ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένου ως αβάσιμου του αντίθετου ισχυρισμού των εκκαλούντων – πρώτης και τρίτου των εναγόμενων που περιέχεται στον πρώτο και στον δεύτερο λόγο της έφεσής τους. Ομοίως κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος ο ισχυρισμός των εκκαλούντων – πρώτης και τρίτου των εναγόμενων που περιέχεται στον τρίτο λόγο της έφεσής τους, με τον οποίο υποστηρίζουν ότι η αγωγή είναι νόμω αβάσιμη ως προς τον τρίτο των εναγόμενων, εξ αδιαθέτου κληρονόμο της αποβιώσασας διαχειρίστριας της πρώτης των εναγόμενων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, διότι η αποβιώσασα ως διαχειρίστρια της εταιρείας, ανεξάρτητα από το γεγονός αν ήταν εταίρος ή όχι της τελευταίας, δεν είχε προσωπική ευθύνη έναντι τρίτων για τα χρέη της εταιρείας. Ειδικότερα, ο εν λόγω ισχυρισμός των εκκαλούντων – πρώτης και τρίτου των εναγόμενων στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, δοθέντος ότι η υπό κρίση αγωγή θεμελιώνεται στην ευθύνη του δεύτερου και του τρίτου των εναγόμενων ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων της αποβιώσασας, δυνάμει της καταρτισθείσας μεταξύ αυτής και της ενάγουσας σύμβασης σωρευτικής αναδοχής χρέους κατ’ άρθρο 477 του ΑΚ, με την οποία η αποβιώσασα αναδέχθηκε σωρευτικά το ανωτέρω χρέος της πρώτης των εναγόμενων προς την ενάγουσα, και συνεπώς προκύπτει ανενδοίαστα ότι η ενάγουσα στήριξε την αγωγή της ως προς τον δεύτερο και τον τρίτο των εναγόμενων στις διατάξεις περί σωρευτικής αναδοχής χρέους σε συνδυασμό με τις διατάξεις περί κληρονομικής διαδοχής. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε νόμιμη την αγωγή ως προς τον τρίτο των εναγόμενων, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένου ως αβάσιμου του αντίθετου ισχυρισμού των εκκαλούντων – πρώτης και τρίτου των εναγόμενων που περιέχεται στον τρίτο λόγο της έφεσής τους. Τέλος, οι εκκαλούντες – πρώτη και τρίτος των εναγόμενων με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους υποστηρίζουν ότι εφόσον η αποβιώσασα ………….. ήταν η μοναδική διαχειρίστρια της ενάγουσας εταιρείας και ταυτόχρονα συμβλήθηκε στην από 26.11.2012 σύμβαση αναγνώρισης χρέους, ενεργώντας υπό την ιδιότητά της ως νόμιμη εκπρόσωπος και διαχειρίστρια της πρώτης των εναγόμενων εταιρείας, αλλά και στην από 26.11.2012 σύμβαση αναδοχής χρέους, ενεργώντας ατομικά, οι ανωτέρω συμβάσεις αποτελούν αυτοσυμβάσεις, οι οποίες πάσχουν ακυρότητας, καθόσον δεν έχουν περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 235 του ΑΚ. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος, αφού, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, η απαγόρευση των αυτοσυμβάσεων κατ’ άρθρο 235 του ΑΚ δεν εφαρμόζεται στις δικαιοπραξίες του μοναδικού εταίρου με την μονοπρόσωπη εταιρία, αλλά πρέπει, απλώς, αυτές οι δικαιοπραξίες να εγγράφονται στα πρακτικά ή να καταρτίζονται γραπτώς, στην προκειμένη δε περίπτωση η σύναψη της από 26.11.2012 έγγραφης σύμβασης αναγνώρισης χρέους μεταξύ της ενάγουσας εταιρείας εκπροσωπούμενης από την αποβιώσασα ……………, υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστρια αυτής, και της πρώτης των εναγόμενων μονοπρόσωπης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, εκπροσωπούμενης από την αποβιώσασα ως μοναδική διαχειρίστρια αυτής, καθώς και της από 26.11.2012 έγγραφης σύμβασης αναδοχής χρέους μεταξύ της ενάγουσας εταιρείας εκπροσωπούμενης από την αποβιώσασα ……………., υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστρια αυτής, και της ιδίας ενεργούσας ατομικά, δεν εξαρτάται από τις προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 235 του ΑΚ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ομοίως, απορρίπτοντας ως μη νόμιμο τον ανωτέρω ισχυρισμό των εκκαλούντων – πρώτης και τρίτου των εναγόμενων, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένου ως αβάσιμου του πρώτου λόγου της υπό κρίση έφεσης.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 250 του ΚΠολΔ, αν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή που επηρεάζει τη διάγνωση της διαφοράς, το δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία. Από την ανωτέρω διάταξη σαφώς προκύπτει ότι η αναβολή της συζήτησης για τον λόγο αυτό απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, η παράλειψη δε του δικαστηρίου να απαντήσει σε σχετικό αίτημα και η παραδοχή ή απόρριψη σχετικού αιτήματος δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 855/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 444/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 583/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1003/2012 ΝΟΜΟΣ). Με τη διάταξη αυτή, χωρίς να θεσμοθετείται υποχρέωση, παρέχεται η δυνατότητα στο Δικαστήριο και στην κατ’ έφεση δίκη να αναβάλει με απόφασή του τη συζήτηση της υπόθεσης, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση διαδίκου, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική δίκη η οποία επηρεάζει, κατά οποιοδήποτε τρόπο, τη διάγνωση της αστικής διαφοράς (ΕφΑιγ 152/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 401/2016 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, οι εκκαλούντες – πρώτη και τρίτος των εναγόμενων με τον τέταρτο λόγο της έφεσής τους παραπονούνται για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με την απόρριψη ως ουσιαστικά αβάσιμης της υποβληθείσας από αυτούς ένστασης πλαστότητας της από 26.11.2012 επιστολής της αποβιώσασας ……………. προς την ενάγουσα εταιρεία, με την οποία, ενεργώντας υπό την ιδιότητά της ως νόμιμη εκπρόσωπος και διαχειρίστρια της πρώτης των εναγόμενων εταιρείας, αναγνώρισε εγγράφως την οφειλή της πρώτης των εναγόμενων προς την ενάγουσα, και ταυτόχρονα ενεργώντας ατομικά αναδέχθηκε σωρευτικά το χρέος της πρώτης των εναγόμενων προς την ενάγουσα. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι επαρκώς ορισμένος, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω εξειδίκευση των επιμέρους σφαλμάτων της εκκαλουμένης, αφού το Δικαστήριο τούτο στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης είναι υποχρεωμένο να κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της εκκαλούμενης απόφασης, μετά από καθολική εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης και όχι μόνο με βάση τα μερικότερα παράπονα των εκκαλούντων που συνδέονται με αυτή, ενώ επανεκτιμά εξ υπαρχής την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της εκκαλουμένης απόφασης (βλ. ΑΠ 1284/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 374/2019 στην ιστοσελίδα areiospagos.gr). Περαιτέρω, από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα προκύπτει ότι η πρώτη και ο τρίτος των εναγόμενων έχουν υποβάλει ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών την προσκομιζόμενη από 08.10.2014 υπό ………. έγκλησή τους κατά του δεύτερου των εναγόμενων και του ………….., ατομικά και υπό την ιδιότητά τους ως συνδιαχειριστών της ενάγουσας εταιρείας, και ακολούθως ασκήθηκε σε βάρος των τελευταίων ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση από κοινού, κατ’ εξακολούθηση, με σκοπό βλάβης άλλου για περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, που φέρεται τελεσθείσα στον Πειραιά σε αδιευκρίνιστο χρονικό διάστημα, πάντως από την 26.11.2012 έως την 27.12.2012, και συγκεκριμένα ότι κατήρτισαν εξ υπαρχής (α) την από 26.11.2012 επιστολή της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………….» προς την εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………………..», η οποία έφερε την εν λευκώ υπογραφή της …………….., συμπληρώνοντας με περιεχόμενο που δεν το γνώριζε η υπογράφουσα και παρά τη θέλησή της, και με την οποία αναγνώριζε οφειλή ποσού 1.610.755,58 ευρώ της πρώτης εταιρείας προς την δεύτερη εταιρεία και ταυτόχρονα αναδεχόταν σωρευτικά το χρέος της πρώτης εταιρείας προς την δεύτερη εταιρεία, θέλοντας να παραπλανήσουν με τη χρήση του εν λόγω πλαστού εγγράφου κάθε καλόπιστο τρίτο και ιδίως τους εγκαλούντες ότι ήταν γνήσιο και η οφειλή ήταν υπαρκτή, (β) την υπ’ αριθ. ……….. επιταγή της Τράπεζας CITIBANK, που έφερε την υπογραφή της ……….., συμπληρώνοντας ιδιοχείρως και εν αγνοία της υπογράφουσας στη θέση του ποσού αριθμητικώς 1.610.755,58 ευρώ, στη θέση του τόπου έκδοσης τον Πειραιά, στη θέση πληρώστε με την επιταγή μου σε διαταγή την εταιρεία «………..» και χρέωση του υπ’ αριθ. …………. τραπεζικού λογαριασμό της εταιρείας «………………», θέλοντας να παραπλανήσουν με τη χρήση της εν λόγω επιταγής κάθε καλόπιστο τρίτο και ιδίως τους εγκαλούντες ότι ήταν γνήσια και ότι η εταιρεία ήταν υπόχρεη στην πληρωμή της. Μετά την περάτωση της κύριας ανάκρισης, οι κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν να δικαστούν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, δυνάμει του προσκομιζόμενου υπ’ αριθ. 476/2021 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, κατά του οποίου ασκήθηκε έφεση, η οποία απορρίφθηκε δυνάμει του υπ’ αριθ. 29/2022 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, και η υπόθεση έχει προσδιορισθεί προς εκδίκαση κατά τη δικάσιμο της 01.10.2024 (βλ. το προσκομιζόμενο από 28.05.2024 έγγραφο της Εισαγγελίας Εφετών Πειραιώς). Κατόπιν τούτων, καθίσταται προφανές ότι η εκκρεμής αυτή ποινική δίκη επηρεάζει ουσιωδώς τη διάγνωση της ένδικης διαφοράς, αφού η υποβληθείσα πρωτοδίκως ένσταση πλαστότητας της από 26.11.2012 επιστολής της αποβιώσασας …………….. που επαναφέρθηκε με τον τέταρτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά (στο ίδιο βιοτικό συμβάν), στα οποία θεμελιώνεται και το καταγγελόμενο με την έγκληση αδίκημα, και δη αυτό της πλαστογραφίας με χρήση από κοινού, κατ’ εξακολούθηση, με σκοπό βλάβης άλλου για περιουσιακό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ. Συνεπώς, κρίνεται αναγκαίο προς πληρέστερη διάγνωση και για την ορθή εκτίμηση της ένδικης διαφοράς στο σύνολό της, να αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της ανωτέρω ποινικής διαδικασίας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 250 του ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, κατά παραδοχή και ως βάσιμου του υποβληθέντος αιτήματος των εκκαλούντων – πρώτης και τρίτου των εναγόμενων.
Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται μεταξύ των εκκαλούντων – πρώτης και τρίτου των εναγόμενων και της πρώτης των εφεσίβλητων – ενάγουσας, διότι η παρούσα απόφαση είναι μη οριστική ως προς αυτούς (βλ. ΕφΑθ 458/2019 ΝΟΜΟΣ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 04.09.2017 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3426/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.
Απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη ως προς τον δεύτερο των εφεσίβλητων – δεύτερο των εναγόμενων.
Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων – πρώτης και τρίτου των εναγόμενων τα δικαστικά έξοδα του δεύτερου των εφεσίβλητων – δεύτερου των εναγόμενων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600,00) ευρώ.
Δέχεται τυπικά την έφεση ως προς την πρώτη των εφεσίβλητων – ενάγουσα.
Διατάσσει την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία επί της από 08.10.2014 υπό …………. έγκλησης των εκκαλούντων – πρώτης και τρίτου των εναγόμενων κατά του δεύτερου των εναγόμενων και του ………….
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 14.06.2024 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 16.07.2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ