ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 267/2024
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη – Εισηγήτρια και Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη, και από την Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
(Α) Του καλούντος – εκκαλούντος – τέταρτου των εναγόμενων: ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Παπαναστασόπουλο (ΑΜ ……….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Της καθ’ ης η κλήση – εφεσίβλητης – ενάγουσας: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» και πρώην επωνυμία «…………..» που εδρεύει στη ……… και διατηρεί υποκατάστημα στην Αθήνα, …….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βάια Τατσίδου (ΑΜ ……. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
(Β) Της καλούσας – εκκαλούσας – ενάγουσας: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..» και πρώην επωνυμία «…………..» που εδρεύει στη ……….. και διατηρεί υποκατάστημα στην Αθήνα, …………. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βάια Τατσίδου (ΑΜ ………. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Των καθ’ ων η κλήση – εφεσίβλητων – πέμπτης και έβδομου των εναγόμενων: 1) …….., δικηγόρου (ΑΜ …….. Δικηγορικός Σύλλογος …….), κατοίκου ………… και 2) …………, από τους οποίους η πρώτη εμφανίσθηκε στο ακροατήριο με την πληρεξούσια δικηγόρο της Γεωργία …………… (ΑΜ …… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών) και ο δεύτερος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Βρακά (ΑΜ ……….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
(Γ) Της εκκαλούσας – δεύτερης των εναγόμενων: της αλλοδαπής μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στη ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Αλετρά (ΑΜ ……… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Της εφεσίβλητης – ενάγουσας: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» και πρώην επωνυμία «…………» που εδρεύει στη ……… και διατηρεί υποκατάστημα στην Αθήνα, ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βάια Τατσίδου (ΑΜ ………… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 24.01.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό ………../2019 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 2934/2020 μη οριστική απόφασή του διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης προκειμένου να προσκομισθούν έγκυρα πληρεξούσια έγγραφα από τις πληρεξούσιες δικηγόρους των πρώτης, δεύτερης, τρίτου, έβδομου, όγδοου και ένατης των εναγόμενων και να προσκομισθεί νομική γνωμοδότηση από το Ελληνικό Ινστιτούτο Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου σχετικά με το εφαρμοστέο βουλγαρικό δίκαιο, ενώ με την υπ’ αριθ. 827/2021 οριστική απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως προς την πέμπτη, την έκτη, τον έβδομο, τον όγδοο, την ένατη και την δέκατη των εναγόμενων και έκανε αυτή δεκτή ως προς την πρώτη, την δεύτερη, τον τρίτο και τον τέταρτο των εναγόμενων. Την απόφαση αυτή εκκαλούν: (Α) Ο εκκαλών – τέταρτος των εναγόμενων με την από 06.07.2021 έφεσή του που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../06.07.2021 και ειδικό …../06.07.2021 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../14.07.2021 και ειδικό ……/14.07.2021, για τη δικάσιμο της 16.02.2023, κατά την οποία συζητήθηκε και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 191/2023 μη οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου που ανέβαλε τη συζήτηση της έφεσης προκειμένου να συνεκδικασθεί με την από 05.07.2021 έφεση της εκκαλούσας – δεύτερης των εναγόμενων. Η υπόθεση επανήλθε προς συζήτηση με την από 14.06.2023 κλήση του εκκαλούντος – τέταρτου των εναγόμενων που κατατέθηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./15.06.2023 και ειδικό …/15.06.2023 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 21.09.2023, κατά την οποία η υπόθεση δεν εισήχθη προς συζήτηση συνεπεία λόγων ανωτέρας βίας, που αφορά στη συμμετοχή των δικαστικών υπαλλήλων σε απεργία της ΑΔΕΔΥ και της Ομοσπονδίας Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδας, (Β) Η εκκαλούσα – ενάγουσα με την από 06.07.2021 έφεσή της που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/07.07.2021 και ειδικό …/07.07.2021, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./14.07.2021 και ειδικό …../14.07.2021, για τη δικάσιμο της 16.02.2023, κατά την οποία συζητήθηκε και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 191/2023 μη οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου που ανέβαλε τη συζήτηση της έφεσης προκειμένου να συνεκδικασθεί με την από 05.07.2021 έφεση της εκκαλούσας – δεύτερης των εναγόμενων. Η υπόθεση επανήλθε προς συζήτηση με την από 08.06.2023 κλήση της εκκαλούσας – ενάγουσας που κατατέθηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/12.06.2023 και ειδικό …/12.06.2023 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 21.09.2023, κατά την οποία η υπόθεση δεν εισήχθη προς συζήτηση συνεπεία λόγων ανωτέρας βίας, που αφορά στη συμμετοχή των δικαστικών υπαλλήλων σε απεργία της ΑΔΕΔΥ και της Ομοσπονδίας Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδας, και (Γ) Η εκκαλούσα – δεύτερη των εναγόμενων με την από 05.07.2021 έφεσή της που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./08.07.2021 και ειδικό …/08.07.2021, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./14.07.2021 και ειδικό …/14.07.2021, για τη δικάσιμο της 16.02.2023 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο της 21.09.2023, κατά την οποία η υπόθεση δεν εισήχθη προς συζήτηση συνεπεία λόγων ανωτέρας βίας, που αφορά στη συμμετοχή των δικαστικών υπαλλήλων σε απεργία της ΑΔΕΔΥ και της Ομοσπονδίας Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδας. Ήδη, οι υποθέσεις μεταφέρθηκαν, οίκοθεν, προς συζήτηση, δυνάμει της υπ’ αριθ. 75/2023 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 260 παρ. 4 του ΚΠολΔ περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση των υποθέσεων, οι οποίες δεν εισήχθησαν προς συζήτηση συνεπεία λόγων ανωτέρας βίας, στη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων στο ακροατήριο και την εκφώνησή τους από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, πλην των πληρεξούσιων δικηγόρων των εφεσίβλητων – πέμπτης και έβδομου των εναγόμενων που αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 260 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 του Ν. 4842/2021 (ΦΕΚ Α’ 190/13.10.2021), με έναρξη ισχύος την 01.01.2022 κατ’ άρθρο 120 του Ν. 4842/2021, και εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις κατ’ άρθρο 116 παρ. 1β’ του Ν. 4842/2021, «Όταν οι υποθέσεις που είναι γραμμένες στο πινάκιο δεν εισάγονται προς συζήτηση συνεπεία λόγων ανωτέρας βίας, ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του διευθύνοντος το δικαστήριο, ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο σε σύντομη κατά το δυνατόν δικάσιμο. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Με πρωτοβουλία του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα». Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 246 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης, μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων (βλ. ΑΠ 876/1996 ΕλλΔνη 1996. 1562, ΕφΑθ 2527/2009 ΕλλΔνη 2011. 200). Στην προκείμενη περίπτωση, νομίμως επανεισάγονται, οίκοθεν, προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, δυνάμει του άρθρου 260 παρ. 4 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 75/2023 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, οι κάτωθι εφέσεις, οι οποίες δεν εισήχθησαν προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο της 21.09.2023, συνεπεία λόγων ανωτέρας βίας, που αφορά στη συμμετοχή των δικαστικών υπαλλήλων σε απεργία της ΑΔΕΔΥ και της Ομοσπονδίας Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδας, και συγκεκριμένα: (Α) η από 06.07.2021 έφεση του εκκαλούντος – τέταρτου των εναγόμενων που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../06.07.2021 και ειδικό …./06.07.2021 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./14.07.2021 και ειδικό …../14.07.2021, για τη δικάσιμο της 16.02.2023, κατά την οποία συζητήθηκε και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 191/2023 μη οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου που ανέβαλε τη συζήτηση της έφεσης προκειμένου να συνεκδικασθεί με την από 05.07.2021 έφεση της εκκαλούσας – δεύτερης των εναγόμενων, ενώ η υπόθεση επανήλθε προς συζήτηση με την από 14.06.2023 κλήση του εκκαλούντος – τέταρτου των εναγόμενων που κατατέθηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./15.06.2023 και ειδικό …/15.06.2023 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 21.09.2023, (Β) η από 06.07.2021 έφεση της εκκαλούσας – ενάγουσας που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/07.07.2021 και ειδικό …./07.07.2021, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/14.07.2021 και ειδικό …/14.07.2021, για τη δικάσιμο της 16.02.2023, κατά την οποία συζητήθηκε και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 191/2023 μη οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου που ανέβαλε τη συζήτηση της έφεσης προκειμένου να συνεκδικασθεί με την από 05.07.2021 έφεση της εκκαλούσας – δεύτερης των εναγόμενων, ενώ η υπόθεση επανήλθε προς συζήτηση με την από 08.06.2023 κλήση της εκκαλούσας – ενάγουσας που κατατέθηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./12.06.2023 και ειδικό …./12.06.2023 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 21.09.2023, και (Γ) η από 05.07.2021 έφεση της εκκαλούσας – δεύτερης των εναγόμενων που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./08.07.2021 και ειδικό …./08.07.2021, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./14.07.2021 και ειδικό ……/14.07.2021, για τη δικάσιμο της 16.02.2023 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο της 21.09.2023. Οι ανωτέρω εφέσεις υπό στοιχεία Α’, Β’ και Γ’, κατά της υπ’ αριθ. 827/2021 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αναγκαίως δε, κατ’ άρθρο 513 παρ. 2 του ΚΠολΔ, και κατά της συνεκκαλουμένης υπ’ αριθ. 2934/2020 μη οριστικής απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης προκειμένου να προσκομισθούν έγκυρα πληρεξούσια έγγραφα από τις πληρεξούσιες δικηγόρους των πρώτης, δεύτερης, τρίτου, έβδομου, όγδοου και ένατης των εναγόμενων και να προσκομισθεί νομική γνωμοδότηση από το Ελληνικό Ινστιτούτο Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου σχετικά με το εφαρμοστέο βουλγαρικό δίκαιο, πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και αναφέρονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, και, επιπρόσθετα, διότι με αυτό τον τρόπο διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων κατ’ άρθρο 246 του ΚΠολΔ.
Οι ένδικες υπό στοιχεία Α’, Β’ και Γ’ εφέσεις κατά της υπ’ αριθ. 827/2021 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία απορρίφθηκε η από 24.01.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό …./2019 αγωγή ως προς την πέμπτη, την έκτη, τον έβδομο, τον όγδοο, την ένατη και την δέκατη των εναγόμενων και έγινε αυτή δεκτή ως προς την πρώτη, την δεύτερη, τον τρίτο και τον τέταρτο των εναγόμενων και αναγνωρίσθηκε ότι υφίσταται παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης των εναγόμενων, λόγω της μεταβίβασης της επιχείρησης από την πρώτη στην δεύτερη, και υποχρεώθηκαν η δεύτερη, ο τρίτος και ο τέταρτος των εναγόμενων να καταβάλλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 634.708,43 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής και έως την εξόφληση και διατάχθηκε η προσωπική κράτηση του τρίτου και του τέταρτου των εναγόμενων, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ η κρινόμενη υπό στοιχείο Α’ από 06.07.2021 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 06.07.2021, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../06.07.2021 και ειδικό …/06.07.2021 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, η κρινόμενη υπό στοιχείο Β’ από 06.07.2021 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 07.07.2021, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …/07.07.2021 και ειδικό …/07.07.2021 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, και η κρινόμενη υπό στοιχείο Γ’ από 05.07.2021 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 08.07.2021, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./08.07.2021 και ειδικό …/08.07.2021 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι κατατέθηκαν εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 14.04.2021. Επομένως, πρέπει οι υπό στοιχεία Α’, Β’ και Γ’ εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό των εφέσεων έχουν κατατεθεί από τον εκκαλούντα – τέταρτο των εναγόμενων, από την εκκαλούσα – ενάγουσα και από την εκκαλούσα – δεύτερη των εναγόμενων τα παράβολα των 150,00 ευρώ, που προβλέπονται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.
Η ενάγουσα στην από 24.01.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …/2019 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι κατά της πρώτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………………» που είχε την έδρα της αρχικά στα …………….. και στη συνέχεια στον …. Αττικής και είχε ως κύριο σκοπό την εμπορία αγροτικών προϊόντων, έχει απαίτηση ύψους 634.708,43 ευρώ προερχόμενη από πιστωθέντα τιμήματα διαδοχικών συμβάσεων πώλησης εμπορευμάτων που καταρτίσθηκαν μεταξύ της τελευταίας και της ενάγουσας κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2015 έως την 13.09.2018, ότι χάριν καταβολής των οφειλόμενων τιμημάτων, οι τρίτος, τέταρτος και πέμπτη των εναγόμενων, ενεργώντας υπό την ιδιότητά τους ως νόμιμοι εκπρόσωποι της πρώτης εναγόμενης, εξέδωσαν και παρέδωσαν στην ενάγουσα, κατά το χρονικό διάστημα από την 21.02.2017 έως την 05.01.2018, είκοσι μεταχρονολογημένες επιταγές, συνολικής αξίας 385.000,00 ευρώ, οι οποίες, όμως, δεν πληρώθηκαν κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή τους προς πληρωμή, κατά το χρονικό διάστημα από την 10.09.2017 έως την 20.04.2018, όπως βεβαιώθηκε σχετικώς στα σώματα των επιταγών, ότι ακολούθως εκδόθηκαν η υπ’ αριθ. …./2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας, με την οποία η πρώτη εναγόμενη επιτάχθηκε να της καταβάλει το ποσό των 330.472,91 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των κεφαλαίων, των τόκων και των εξόδων, για τις δεκαπέντε χρονικά πρώτες ακάλυπτες επιταγές, καθώς και η υπ’ αριθ. …./2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία η πρώτη εναγόμενη επιτάχθηκε να της καταβάλει το ποσό των 80.973,84 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των κεφαλαίων, των τόκων και των εξόδων, για τις υπόλοιπες πέντε ακάλυπτες επιταγές, ότι η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς και του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντίστοιχα, σε βάρος της πρώτης εναγόμενης και των νόμιμων εκπροσώπων αυτής, τρίτου, τέταρτου και πέμπτης των εναγόμενων, τις από 15.10.2018 και από 14.11.2018, αντίστοιχα, αγωγές περί αδικοπραξίας εξαιτίας της έκδοσης των ανωτέρω ακάλυπτων επιταγών, αξιώνοντας την καταβολή αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, καθώς την απαγγελία προσωπικής κράτησης, ότι επιπλέον η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σε βάρος της πρώτης εναγόμενης, την από 07.01.2019 αγωγή, αιτουμένη να της καταβληθεί το υπόλοιπο ποσό των πιστωθέντων τιμημάτων των καταρτισθέντων μεταξύ τους διαδοχικών συμβάσεων πώλησης, ύψους 249.708,43 ευρώ, ότι η πρώτη εναγόμενη είναι αμιγώς οικογενειακή επιχείρηση με μέλη του διοικητικού της συμβουλίου τους τρίτο, τέταρτο, πέμπτη και έκτη των εναγόμενων, και μετόχους αυτής τους τρίτο, τέταρτο, ένατη και δέκατη των εναγόμενων, οι οποίοι ανήκουν στην ίδια οικογένεια (………), η οποία κατέχει όλες τις μετοχές της πρώτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας και ασκεί την διαχείριση και την εκπροσώπηση αυτής, ότι την 27.06.2018, ενώ ήταν ήδη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή η ως άνω απαίτηση της ενάγουσας σε βάρος της πρώτης εναγόμενης, ο τρίτος, ο τέταρτος, η πέμπτη, η έκτη, η ένατη και η δέκατη των εναγόμενων, ενεργώντας υπό την ιδιότητά τους ως μέλη του διοικητικού συμβουλίου και ως μέτοχοι της πρώτης εναγόμενης, μεθόδευσαν και συνέστησαν την δεύτερη εναγόμενη, αλλοδαπή μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……….», με καταστατική έδρα στη ……., με μοναδικό εταίρο και νόμιμο εκπρόσωπο τον έβδομο των εναγόμενων, ο οποίος είτε διατηρεί συγγενικούς ή άλλους δεσμούς με μέλη της οικογένειας ……………, είτε είναι απλώς αχυράνθρωπος, πίσω από τον οποίο κρύβονται οι μέτοχοι της πρώτης των εναγόμενων, και με σκοπό την εμπορία βιομηχανικών ειδών, τροφίμων και αγροτικών προϊόντων, προς την οποία η πρώτη εναγόμενη μεταβίβασε, άτυπα και χαριστικά, κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο του έτους 2018 έως το φθινόπωρο του έτους 2018, το σύνολο, άλλως το σημαντικότερο μέρος, της επιχείρησής της και όλα τα υγιή και μη βεβαρημένα στοιχεία αυτής, ήτοι έπιπλα γραφείου, μηχανολογικό εξοπλισμό, άυλα αγαθά, όπως φήμη, πελατολόγιο κ.α., και απαιτήσεις σε βάρος τρίτων, συνολικής αξίας των μεταβιβαζόμενων στοιχείων 13.613.863,00 ευρώ, βάσει των στοιχείων του δημοσιευμένου ισολογισμού της πρώτης εναγόμενης για τη χρήση από την 01.01.2017 έως την 31.12.2017, και ειδικότερα λοιπές μακροχρόνιες απαιτήσεις αξίας 2.571.218,00 ευρώ, αποθέματα αξίας 2.723.580,00 ευρώ, πελάτες και λοιπές εμπορικές απαιτήσεις αξίας 5.416.395,00 ευρώ, λοιπές απαιτήσεις αξίας 877.640,00 ευρώ, ταμειακά διαθέσιμα και ισοδύναμα αξίας 123.030,00 ευρώ, καθώς και δάνεια ύψους 1.902.000,00 ευρώ που έλαβαν παρανόμως τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης εναγόμενης το έτος 2017, ότι την 23.07.2018, συστάθηκε υποκατάστημα της δεύτερης εναγόμενης στην Ελλάδα και ορίσθηκε ως εκπρόσωπος και διαχειριστής αυτού ο όγδοος των εναγόμενων, ο οποίος επίσης ανήκει στην οικογένεια ……………, που κατέχει όλες τις μετοχές της πρώτης εναγόμενης, ενώ η έδρα του υποκαταστήματος ορίσθηκε στα …………., στο ίδιο χώρο όπου είχε την έδρα της η πρώτη εναγόμενη έως την 13.02.2018, ότι το υποκατάστημα της δεύτερης εναγόμενης στην Ελλάδα, από το φθινόπωρο του έτους 2018, χρησιμοποιεί το σύνολο των εγκαταστάσεων της πρώτης εναγόμενης, που βρίσκονται στο ιδιόκτητο ακίνητο αυτής στο ………….., το ίδιο υπαλληλικό προσωπικό και τα ίδια στοιχεία επικοινωνίας (τηλέφωνο, fax, ιστοσελίδα κλπ.), συνεχίζοντας τις εργασίες της πρώτης εναγόμενης, η οποία περιήλθε σε αδράνεια από το φθινόπωρο του έτους 2018, αφού έχει το ίδιο ακριβώς αντικείμενο εμπορίας με αυτήν, ότι η μεταβίβαση της επιχείρησης της πρώτης εναγόμενης προς την δεύτερη εναγόμενη έγινε με πρόθεση, κατά τον ως άνω χρόνο της μεταβίβασης, βλάβης των πιστωτών της πρώτης εναγόμενης, μεταξύ των οποίων, και η ενάγουσα, καθόσον η υπόλοιπη περιουσία της πρώτης εναγόμενης δεν επαρκεί για την ικανοποίηση της απαίτησής της, αφού αυτή οφείλει τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο υψηλά χρηματικά ποσά σε Τράπεζες, στο Ελληνικό Δημόσιο και σε προμηθευτές της, ενώ η ακίνητη περιουσία της είναι βεβαρημένη με προσημειώσεις, υποθήκες και κατασχέσεις προς εξασφάλιση των απαιτήσεων των πιστωτών της, ότι οι προσπάθειες της ενάγουσας να κατάσχει χρηματικές απαιτήσεις της πρώτης εναγόμενης στα χέρια τρίτων, Τραπεζών και πελατών αυτής, απέβησαν άκαρπες, ενόψει των αρνητικών δηλώσεων των τρίτων, ενώ αναφορικά με τις χρηματικές απαιτήσεις της πρώτης εναγόμενης στα χέρια της δεύτερης εναγόμενης, κυρίως από μισθώματα, απέβησαν ομοίως άκαρπες, ενόψει της παράλειψης δήλωσης εκ μέρους της δεύτερης εναγόμενης, η οποία εξομοιώνεται με αρνητική δήλωση, ότι η δεύτερη εναγόμενη – αποκτώσα τελούσε εν γνώσει του γεγονότος ότι της μεταβιβάστηκε όλη η περιουσία της πρώτης εναγόμενης – μεταβιβάζουσας, ως σύνολο, άλλως το σημαντικότερο ποσοστό της, ότι οι τρίτος, τέταρτος, πέμπτη, έκτη, έβδομος, όγδοος, ένατη και δέκατη των εναγόμενων ιδρύοντας την δεύτερη εναγόμενη αλλοδαπή εταιρεία και μεταβιβάζοντας σε αυτήν την επιχείρηση της πρώτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας, καταχρώνται, αντίθετα με τα χρηστά ήθη, τους θεσμούς της νομικής προσωπικότητας τόσο της πρώτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας, όσο και της δεύτερης εναγόμενης αλλοδαπής εταιρείας, με σκοπό να καταστρατηγήσουν το νόμο, να αποφύγουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της πρώτης εναγόμενης, με πρόθεση βλάβης των πιστωτών αυτής, και να διασώσουν την προσωπική τους περιουσία, λαμβανομένου υπόψη αφενός ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης εναγόμενης απομείωσαν την περιουσία της, λαμβάνοντας τα ανωτέρω απαγορευμένα κατά νόμο δάνεια από αυτήν, αφετέρου ότι τους μήνες Ιούλιο και Σεπτέμβριο του έτους 2018, ο τρίτος των εναγόμενων μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στις θυγατέρες του …….. και . ……………, την κυριότητα πέντε ακινήτων ιδιοκτησίας του, προς βλάβη των πιστωτών του, ότι ακολούθως πρέπει να αρθεί η αυτοτέλεια των εναγόμενων νομικών προσώπων, ήτοι της πρώτης και της δεύτερης των εναγόμενων, ώστε τα φυσικά πρόσωπα αυτών, ήτοι οι τρίτος, τέταρτος, πέμπτη, έκτη, έβδομος, όγδοος, ένατη και δέκατη των εναγόμενων, να ευθύνονται και αυτά για τα χρέη της πρώτης εναγόμενης με την ατομική τους περιουσία. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι υφίσταται παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης των εναγόμενων, λόγω μεταβίβασης της επιχείρησης από την πρώτη στην δεύτερη των εναγόμενων, κατ’ άρθρο 479 του ΑΚ, και να υποχρεωθεί η δεύτερη των εναγόμενων να της καταβάλει το ποσό των 634.708,43 ευρώ, λόγω της υποχρεωτικής σωρευτικής αναδοχής χρέους, συνεπεία της μεταβίβασης σ’ αυτή της επιχείρησης της πρώτης των εναγόμενων, καθώς και να αρθεί η αυτοτέλεια των εναγόμενων νομικών προσώπων, ήτοι της πρώτης και της δεύτερης των εναγόμενων, ώστε τα εναγόμενα φυσικά πρόσωπα αυτών, ήτοι ο τρίτος, ο τέταρτος, η πέμπτη, η έκτη, ο έβδομος, ο όγδοος, η ένατη και η δέκατη των εναγόμενων, να ευθύνονται και αυτά για τα χρέη της πρώτης των εναγόμενων με την ατομική τους περιουσία, και να υποχρεωθούν οι τρίτος, τέταρτος, πέμπτη, έκτη, έβδομος, όγδοος, ένατη και δέκατη των εναγόμενων, εις ολόκληρον ο καθένας, να της καταβάλουν το ποσό των 634.708,43 ευρώ, βάσει της άρσης της αυτοτέλειας των εναγόμενων νομικών προσώπων, ήτοι της πρώτης και της δεύτερης των εναγόμενων, τα ανωτέρω δε ποσά νομιμοτόκως, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση ενός έτους σε βάρος των τρίτου, τέταρτου, πέμπτης, έκτης, έβδομου, όγδοου, ένατης και δέκατης των εναγόμενων ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, επικουρικώς ζήτησε να διαρρηχθούν στο σύνολό τους οι δικαιοπραξίες μεταβίβασης του συνόλου της επιχείρησης της πρώτης των εναγόμενων προς την δεύτερη των εναγόμενων, η οποία περιλαμβάνει πελάτες, εξοπλισμό, κτιριακές εγκαταστάσεις, γραφεία, μηχανήματα και λοιπά περιουσιακά στοιχεία που μνημονεύονται ή μη στο δικόγραφο, είτε έλαβαν χώρα με μία, είτε με περισσότερες μεταβιβαστικές πράξεις, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 2934/2020 μη οριστική απόφασή του, διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης προκειμένου να προσκομισθούν έγκυρα πληρεξούσια έγγραφα από τις πληρεξούσιες δικηγόρους των πρώτης, δεύτερης, τρίτου, έβδομου, όγδοου και ένατης των εναγόμενων και να προσκομισθεί νομική γνωμοδότηση από το Ελληνικό Ινστιτούτο Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου σχετικά με το εφαρμοστέο βουλγαρικό δίκαιο. Στη συνέχεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 827/2021 οριστική απόφασή του έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία κατ’ άρθρο 8 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012, διότι υπάρχει τόσο στενή συνάφεια μεταξύ των σωρευόμενων αγωγών, ώστε να ενδείκνυται να συνεκδικαστούν και να κριθούν συγχρόνως, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης ασυμβίβαστων αποφάσεων, λόγω της χωριστής εκδίκασής τους, αφού εν προκειμένω η εις ολόκληρον ευθύνη των εναγόμενων θεμελιώνεται τόσο στην ευθύνη της δεύτερης εναγόμενης αποκτώσας εταιρείας για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της πρώτης εναγόμενης μεταβιβάσασας εταιρείας, όσο και στην κάμψη της νομικής προσωπικότητας των εναγόμενων νομικών προσώπων, ώστε να ευθύνονται και τα εναγόμενα φυσικά πρόσωπα για τα χρέη των νομικών προσώπων με την ατομική τους περιουσία. Επίσης έκρινε ότι τυγχάνει εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο ως προς την κύρια βάση της αγωγής περί ευθύνης της δεύτερης εναγόμενης, λόγω της μεταβίβασης προς αυτήν της περιουσίας της πρώτης εναγόμενης, κατ’ άρθρα 2 παρ. 2 και 4 παρ. 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007, διότι επί εξωσυμβατικών ενοχών εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει από το σύνολο των ειδικών συνθηκών και εξευρίσκεται με τη στάθμιση των στοιχείων που θεμελιώνουν την ενοχική σχέση και την εκτίμηση των ειδικών περιστάσεων και συνθηκών, καθόσον το ελληνικό δίκαιο θεωρείται αρμόζον εξ όλων των ειδικών συνθηκών, και ειδικότερα της πραγματικής έδρας και επαγγελματικής εγκατάστασης της δεύτερης εναγόμενης, που βρίσκεται στα Λεχαινά Ηλείας, αλλά και του γεγονότος ότι αμφότερα τα εναγόμενα νομικά πρόσωπα καλύπτουν ελληνικά οικονομικά συμφέροντα, ενώ και ο τόπος σύναψης και ο τόπος εκτέλεσης της παραγωγικής της ευθύνης σύμβασης βρίσκεται στην Ελλάδα. Αναφορικά με το εφαρμοστέο βουλγαρικό δίκαιο ως προς την άρση της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας της δεύτερης εναγόμενης, και συνακόλουθα της ευθύνης του έβδομου και όγδοου των εναγόμενων, ως το δίκαιο της καταστατικής έδρας της δεύτερης εναγόμενης, κρίθηκε ότι, εφόσον δεν κατέστη εφικτή η γνώση του αλλοδαπού δικαίου σύμφωνα με το υπ’ αριθ. πρωτ. ……../21.09.2020 έγγραφο του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, πρέπει να εφαρμοσθεί το ελληνικό δίκαιο. Στη συνέχεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την αγωγή επαρκώς ορισμένη και νόμιμη ως προς τις κύριες και την επικουρική βάση της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 200, 281, 288, 345, 346, 479, 481 και 939 του ΑΚ και των άρθρων 176, 218, 907, 908, 1047 του ΚΠολΔ, και απέρριψε αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς την πέμπτη, την έκτη, τον έβδομο, τον όγδοο, την ένατη και την δέκατη των εναγόμενων, ενώ έκανε αυτή δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη ως προς την πρώτη, την δεύτερη, τον τρίτο και τον τέταρτο των εναγόμενων και αναγνώρισε ότι υφίσταται παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης των εναγόμενων, λόγω της μεταβίβασης της επιχείρησης από την πρώτη στην δεύτερη, και υποχρέωσε την δεύτερη, τον τρίτο και τον τέταρτο των εναγόμενων να καταβάλλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 634.708,43 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής και έως την εξόφληση και διέταξε την προσωπική κράτηση του τρίτου και του τέταρτου των εναγόμενων, διάρκειας δύο μηνών. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται: (Α) Ο ηττηθείς πρωτοδίκως εκκαλών – τέταρτος των εναγόμενων, με την από 06.07.2021 έφεσή του για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, με σκοπό να απορριφθεί η εναντίον του αγωγή, (Β) Η εκκαλούσα – ενάγουσα κατά το σκέλος κατά το οποίο ηττήθηκε πρωτοδίκως αναφορικά με την απόρριψη της αγωγής της ως ουσιαστικά αβάσιμης ως προς την πέμπτη και τον έβδομο των εναγόμενων, για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή της και ως προς την πέμπτη και τον έβδομο των εναγόμενων και (Γ) Η ηττηθείσα πρωτοδίκως εκκαλούσα – δεύτερη των εναγόμενων, με την από 05.07.2021 έφεσή της για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, με σκοπό να απορριφθεί η εναντίον της αγωγή.
Επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων που εμφανίζουν στοιχείο αλλοδαπότητας, ήτοι συνδέονται και με άλλες έννομες τάξεις πέραν αυτής του δικάζοντος δικαστηρίου, καλείται, καταρχήν, σε εφαρμογή ο εκτοπίζων τις περί διεθνούς δικαιοδοσίας εθνικές δικονομικές ρυθμίσεις Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (Κανονισμός «Βρυξέλλες I») και σε σχέση με τις ασκούμενες από τις 10.01.2015 αγωγές, ο Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις». Κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012, ένα πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί επίσης να εναχθεί, εφόσον υπάρχουν πολλοί εναγόμενοι, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας ενός εξ αυτών, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει τόσο στενή συνάφεια μεταξύ των αγωγών ώστε να ενδείκνυται να συνεκδικαστούν και να κριθούν συγχρόνως, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης ασυμβίβαστων αποφάσεων λόγω της χωριστής εκδίκασής τους. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 3 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012, είναι συναφείς, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, οι αγωγές που συνδέονται μεταξύ τους τόσο στενά ώστε να υπάρχει συμφέρον να εξετασθούν και να εκδικασθούν ταυτόχρονα, προκειμένου να αποφευχθεί η έκδοση ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων αν τυχόν οι υποθέσεις εκδικάζονταν χωριστά. Με τη διάταξη αυτή καθορίζεται η αόριστη έννοια της συνάφειας με κριτήριο το σκοπό της, θεσπίζοντας δεσμευτικό νομοθετικό ορισμό αυτής. Κατά την αυτόνομη ευρωπαϊκή ερμηνεία, για να υπάρχει συνάφεια μεταξύ αγωγών, αφενός πρέπει να υπάρχει στενός ουσιαστικός δεσμός μεταξύ των συνεκδικαζόμενων αξιώσεων, αφετέρου πρέπει η χωριστή εξέταση και εκδίκαση των αγωγών να ενέχει τον κίνδυνο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, χωρίς να συνεπάγεται απαραιτήτως τον κίνδυνο ύπαρξης αλληλοαναιρούμενων εννόμων συνεπειών (ΔΕΚ απόφαση της 13.07.2006, C-539/2003, Roche, σκέψη 22, Αρμ. 2007. 137, Ι. Δεληκωστόπουλος, Ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 1215/2012 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων, εκδ. 2022, σελ. 310-311). Δεν απαιτείται ταυτότητα νομικών βάσεων, αλλά αρκεί η ύπαρξη ίδιας πραγματικής και νομικής κατάστασης (ΔΕΕ απόφαση της 21.05.2015, C-352/2013, Cartel Damage Claims, σκέψη 21, ΔΕΕ 2015. 1109). Για τη διαπίστωση της συνάφειας που ερμηνεύεται με αυτόνομα κριτήρια, κατά τα προαναφερθέντα, και ευρύτερα από την αντίστοιχη έννοια του άρθρου 31 του ΚΠολΔ, αρκεί ότι το ίδιο βιοτικό συμβάν θα απασχολήσει ως κεντρικό ζήτημα αμφότερα τα δικαστήρια και ότι το αποτέλεσμα της πρώτης δίκης θα μπορεί να αξιολογηθεί στο πλαίσιο της δεύτερης, χωρίς να προσαπαιτείται εδώ η ταυτότητα των διαδίκων (Ν. Νίκας, Ζητήματα παρεκτάσεως, εκκρεμοδικίας και συνάφειας κατά τον Κανονισμό Βρυξέλλες Ι, σε ΕΠολΔ 2014. 465 επ.), αφού στην περίπτωση των συναφών αγωγών ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων μπορεί να εντοπίζεται ακόμα και στις αιτιολογίες τους ή στις πραγματικές τους διαπιστώσεις σχετικά με τα ίδια ή παρόμοια πραγματικά περιστατικά και τη νομική τους θεμελίωση (ΕφΠειρ 548/2020 ΝΟΜΟΣ, Φ. Τριανταφύλλου – Αλμπανίδου, Η δωσιδικία της συνάφειας κατά τον ΚΠολΔ και η συνάφεια κατά τον Κανονισμό 44/2001, εκδ. 2008, σελ. 130 – 131). Εξάλλου, αναφορικά με το εφαρμοστέο από τα ελληνικά δικαστήρια δίκαιο, κατά το άρθρο 25 του ΑΚ, οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο, στο οποίο έχουν υποβληθεί τα μέρη (ΑΠ 640/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1584/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 604/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 350/2018 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 299/2019 Δημοσίευση Ιστοσελίδα ΕφΠειρ), ενώ η υποβολή των μερών σε ορισμένο δίκαιο μπορεί να γίνει με ρητή ή σιωπηρή δήλωση της βούλησής τους. Ταυτόσημη και ομοειδής σε περιεχόμενο ρύθμιση με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 25 του ΑΚ προβλέπει και η Σύμβαση της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές που επικυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν. 1792/1988, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύει της διάταξης του άρθρου 25 του ΑΚ (ΑΠ 543/2008 ΝΟΜΟΣ), εφαρμόζεται δε από την 01.04.1991 για όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ που την υπέγραψαν ή προσχώρησαν σ’ αυτήν, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα. Στο πεδίο εφαρμογής της εμπίπτουν οι συμβάσεις που συνήφθησαν μεταξύ προσώπων – κατοίκων των κρατών μελών από την 01.04.1991 έως την 16.12.2009, δεδομένου ότι για τις συμβάσεις που συνάπτονται από την 17.12.2009 και εντεύθεν για το εφαρμοστέο δίκαιο ισχύει ο Κανονισμός (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 (Κανονισμός «Ρώμη I»). Με τις διατάξεις, όμως, αυτές ρυθμίζεται το εφαρμοστέο δίκαιο όταν πρόκειται για ενοχή από σύμβαση και όχι για εξωσυμβατική ενοχή, όπως είναι η απαίτηση του δανειστή κατ’ εκείνου που αποκτά περιουσία ή επιχείρηση που βαρύνεται με χρέη (άρθρο 479 του ΑΚ), και αυτό διότι από το συνδυασμό των περιεχόντων διατάξεις ιδιωτικού διεθνούς δικαίου ορισμών του ΑΚ, προκύπτει ότι επί εξωσυμβατικών ενοχών, εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει από το σύνολο των ειδικών συνθηκών και εξευρίσκεται με τη στάθμιση των στοιχείων που θεμελιώνουν την ενοχική σχέση και την εκτίμηση των περιστάσεων και συνθηκών (ΕφΠειρ 135/2008 ΕΝαυτΔ 2008. 225, ΕφΠειρ 42/1999 ΕΕμπΔ 1999. 555, ΕφΠειρ 990/1993 ΕΝαυτΔ 22. 165, Κρητικός σε Γεωργιάδη -Σταθόπουλο ΑΚ, άρθρο 479, αριθ. 44). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 υπό τον τίτλο «Γενικός κανόνας» του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές («Ρώμη II»), ο οποίος εφαρμόζεται σε ζημιογόνα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα από 11.01.2009 και εντεύθεν, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 31 υπό τον τίτλο «Χρονική εφαρμογή» που ορίζει ότι «Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα ζημιογόνα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα μετά την έναρξη της ισχύος του» και του άρθρου 32 υπό τον τίτλο « Ημερομηνία εφαρμογής» που ορίζει ότι «Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται από τις 11 Ιανουαρίου 2009, εκτός από το άρθρο 29, το οποίο εφαρμόζεται από τις 11 Ιουλίου 2008.», προβλέπεται ότι «1. Το εφαρμοστέο δίκαιο επί εξωσυμβατικής ενοχής η οποία απορρέει από αδικοπραξία είναι το δίκαιο της χώρας στην οποία επέρχεται η ζημία, ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός καθώς και της χώρας ή των χωρών στις οποίες το εν λόγω γεγονός παράγει έμμεσα αποτελέσματα, εκτός αν ορίζεται άλλως στον παρόντα κανονισμό. 2. Ωστόσο, αν ο φερόμενος ως υπαίτιος και ο ζημιωθείς έχουν, κατά τον χρόνο επέλευσης της ζημίας, τη συνήθη διαμονή τους στην ίδια χώρα, εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας αυτής. 3. Εάν, από το σύνολο των περιστάσεων, συνάγεται ότι η αδικοπραξία εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό με χώρα άλλη από εκείνη που ορίζεται στις παραγράφους 1 ή 2, εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας αυτής. Ο προδήλως στενότερος δεσμός με άλλη χώρα μπορεί να βασίζεται ιδίως σε προϋπάρχουσα σχέση μεταξύ των μερών, όπως σύμβαση, η οποία συνδέεται στενά με την εν λόγω αδικοπραξία». Μεταξύ των συνδετικών στοιχείων που συγκροτούν τις ειδικές συνθήκες περιλαμβάνονται o τόπος κατάρτισης και εκτέλεσης της σύμβασης, ο τόπος της επαγγελματικής δραστηριότητας των συμβληθέντων και προκειμένου νομικών προσώπων η πραγματική έδρα τους, έστω και αν είναι διάφορη της καταστατικής. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 479 του ΑΚ, στην οποία ορίζεται ότι «Αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει.…», καθιερώνεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών με την έννοια του άρθρου 477 του ιδίου Κώδικα και δημιουργείται έτσι παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, από αυτούς δε ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα και συγκεκριμένα μέχρι την αξία των μεταβιβαζόμενων κατά το χρόνο της μεταβίβασης (ΑΠ 1146/2014 ΝΟΜΟΣ). Για τη θεμελίωση της ευθύνης του αποκτώντος απαιτείται όπως η μεταβίβαση περιλαμβάνει ένα προς ένα όλα τα στοιχεία, που συνιστούν το ενεργητικό της μεταβιβαζόμενης περιουσίας, έστω και αν εξαιρέθηκαν από αυτήν αντικείμενα ασήμαντης αξίας. Επί μεταβίβασης μεμονωμένων αντικειμένων, πρέπει αυτά να αποτελούν όλο το ενεργητικό της περιουσίας ή το σημαντικότερο ποσοστό αυτής. Στρεφόμενος ο δανειστής κατά του αποκτώντος οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει α) τη σύμβαση μεταβίβασης περιουσίας ή επιχείρησης ή άλλο νόμιμο λόγο που θεμελιώνει τη μεταβίβαση, λ.χ. μονομερή δικαιοπραξία, διάταξη νόμου κλπ., β) την απαίτησή του εναντίον εκείνου που μεταβίβασε την επιχείρηση ή περιουσία του, γ) αν έχουν μεταβιβασθεί μεμονωμένα περιουσιακά στοιχεία ότι εξαντλούν την περιουσία ή το σημαντικότερο μέρος αυτής και δ) ότι το γεγονός τούτο το γνώριζε ο εναγόμενος, υπό τις εκτιθέμενες ειδικές συνθήκες, ή ήταν σε θέση να το γνωρίζει, κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών (ΑΠ 533/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 409/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 969/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1987/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 909/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 170/2023 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 56/2022 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘες 103/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 94/2020 ΝΟΜΟΣ). Δεν αποτελεί, όμως, αναγκαίο στοιχείο της αγωγής η αναφορά και της αξίας των περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάστηκαν, καθώς η μέχρι της αξίας αυτής ευθύνη εκείνου που τα απέκτησε, προβάλλεται μόνο κατ’ ένσταση (ΑΠ 409/2020 ΝοΒ 2020. 1244, ΑΠ 1407/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 318/2008 ΕλλΔνη 2009. 482, ΕφΠειρ 544/2022 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 699/2020 ΝΟΜΟΣ). Η μεταβίβαση της επιχείρησης είναι άτυπη, μη υποκείμενη σε κάποιο συστατικό ή αποδεικτικό τύπο, γίνεται δε με την παράδοση της επιχείρησης ως οικονομικής ενότητας στο νέο φορέα, που μπορεί να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Γίνεται, ωστόσο, δεκτό στη θεωρία και στη νομολογία ότι, σύμφωνα με τον σκοπό του άρθρου 479 του ΑΚ (δηλαδή την προστασία των δανειστών), η διάταξη εφαρμόζεται και αν ακόμη δεν καταρτίσθηκε καμία ενοχική σύμβαση ή εκείνη που καταρτίσθηκε, είναι άκυρη. Αρκεί ότι πράγματι επακολούθησε μεταβίβαση της επιχείρησης με την εκτέλεση των μεταβιβαστικών πράξεων, ήτοι αρκεί να έλαβε χώρα η εμπράγματη μεταβίβαση της περιουσίας ή της επιχείρησης και ειδικότερα, των κατ’ ιδίαν στοιχείων που απαρτίζουν την περιουσία, για τα οποία πρέπει να τηρηθεί ο τύπος που αρμόζει σε καθένα, δηλαδή παράδοση για τα κινητά, μεταγραφή για τα ακίνητα και εκχώρηση και αναγγελία για τις απαιτήσεις (ΕφΛαμ 23/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 798/2004 ΑχαΝομ 2005. 103, ΕφΑθ 5235/1990 ΕλλΔνη 1990. 1532). Επιπλέον, ο αποκτών πρέπει να τελούσε εν γνώσει του ότι του μεταβιβάστηκε όλη η περιουσία ως σύνολο ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει και όταν, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, γνώριζε ο αποκτών την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η περιουσία που του μεταβιβάστηκε αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο ποσοστό της (ΑΠ 1179/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1995/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 451/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 910/2010 ΕπισκΕμπΔ 2010. 1053). Στην περίπτωση δε κατά την οποία μεταβιβάσθηκε επιχείρηση ή άλλη περιουσιακή ομάδα ως τέτοια, η γνώση του αποκτώντος προκύπτει από αυτή την ίδια τη σύμβαση και, ώστε, δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίκληση και απόδειξη αυτής (ΑΠ 829/2003 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 699/2020 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, επιχείρηση (ως αντικείμενο δικαίου), αποτελεί σύνολο ποικίλων ανομοιογενών στοιχείων, πραγμάτων, δικαιωμάτων, άυλων αγαθών (εμπορική επωνυμία, σήμα, διακριτικά γνωρίσματα), πραγματικών καταστάσεων και σχέσεων προς την αγορά, στην οποία δραστηριοποιείται (πελατεία, φήμη, θέση καταστήματος, αναπτυξιακές προοπτικές και ελπίδες), το οποίο (σύνολο) τελεί υπό οικονομική οργάνωση και ενότητα που ανήκει σε ορισμένο φορέα. Έτσι η επιχείρηση συνιστά αναμφίβολα μία οικονομική ενότητα, που οργανώνεται στη βάση μιας συγκεκριμένης επιχειρηματικής ιδέας και δραστηριότητας, οι οποίες αποτελούν προϊόν της διανοίας του επιχειρηματία. Με την έννοια αυτή η επιχείρηση συνιστά αυτή καθαυτή άυλο αγαθό, που περιλαμβάνει το σύνολο των κατ’ ιδίαν εμπραγμάτων, ενοχικών ή άλλων επί άυλων αγαθών δικαιωμάτων, με τα οποία ο επιχειρηματίας εξουσιάζει καθένας από τα περιουσιακά στοιχεία από τα οποία απαρτίζεται η επιχείρηση, όπως ακίνητα, κινητά, επωνυμία σήμα, διακριτικά γνωρίσματα (ΟλΑΠ 7/2009 ΝΟΜΟΣ). Βασικό δε κριτήριο για τη διαπίστωση της ύπαρξης μεταβίβασης επιχείρησης είναι η διατήρηση της ταυτότητάς της. Έτσι, γίνεται δεκτό ότι υπάρχει μεταβίβαση επιχείρησης όταν ο διάδοχος εγκαθίσταται στον ίδιο χώρο και αναλαμβάνει να συνεχίζει την ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα της επιχείρησης νοούμενης ως ενιαίας οικονομικής μονάδας, διατηρούσας την ταυτότητά της με τον νέο επιχειρηματικό φορέα με τον ίδιο ή διαφορετικό τίτλο ή μορφή (ΑΠ 842/1983 ΕΕργΔ 43. 268, ΕφΑθ 1507/2023 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘες 295/2020 ΝΟΜΟΣ). Η ταυτότητα της επιχείρησης δεν μεταβάλλεται από το γεγονός ότι ο διάδοχος προσέθεσε στα μεταβιβαζόμενα στοιχεία και νέα, όπως νέα μηχανήματα, εγκαταστάσεις, προσέλαβε και νέο προσωπικό, τροποποίησε μερικώς το σκοπό, π.χ. επέκταση εργασιών, παραγωγή και νέων προϊόντων κλπ. (ΑΠ 1850/2006 ΝΟΜΟΣ). Η κρίση για τη διατήρηση ή μη της ταυτότητας της οικονομικής μονάδας και, επομένως, για το εάν συντρέχει ή όχι μεταβίβαση επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή τμημάτων τους, εξαρτάται από τη συνολική εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης. Στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εκτίμησης κρίσιμα είναι τα εξής στοιχεία: 1) Η μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων (κτίρια, μηχανήματα, εξοπλισμός κ.λπ.), 2) η μεταβίβαση ή μη άυλων αγαθών (διπλώματα ευρεσιτεχνίας, σήματα, διακριτικοί τίτλοι κλπ.) και η αξία τους, 3) η απασχόληση (πρόσληψη) ή μη σημαντικού μέρους του εργατικού δυναμικού της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης από το νέο επιχειρηματία, 4) η μεταβίβαση ή μη της πελατείας, 5) ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση και 6) η διάρκεια της ενδεχόμενης διακοπής των δραστηριοτήτων αυτών (ΑΠ 1369/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 997/2018 ΝΟΜΟΣ). Η σημασία αυτών, ως καθοριστικών στοιχείων προσδιοριστικών της ταυτότητας της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης ή τμήματος αυτής, δεν είναι εκ των προτέρων καθορισμένη. Η βαρύτητα που θα αποδοθεί στο καθένα από τα κριτήρια αυτά, στο πλαίσιο της συνολικής εκτίμησης και αξιολόγησης, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το είδος της επιχείρησης και εκμετάλλευσης και από τη μορφή των εφαρμοζόμενων μεθόδων παραγωγής ή υπηρεσιών. Η κατά τα άνω συνδρομή όλων ή ορισμένων εκ των ως άνω καθοριστικών κριτηρίων δεν αποκλείει, όμως, στο πλαίσιο της συνολικής εκτίμησης και αξιολόγησης, τη λήψη υπόψη και άλλων στοιχείων, όπως είναι η διατήρηση της αυτής οργανωτικής δομής της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης από το νέο εργοδότη ή η άσκηση της αυτής ή παραπλήσιας επιχειρηματικής δραστηριότητας στη συγκεκριμένη μονάδα από πρόσωπα στενά συνδεόμενα με τον προηγούμενο εργοδότη που ασκούν πλέον εργοδοτικά καθήκοντα ή η γειτνίαση των νέων εγκαταστάσεων της επιχείρησης με τις προηγούμενες εγκαταστάσεις της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης, καθότι ναι μεν τα στοιχεία αυτά δεν συνιστούν καθοριστικά στοιχεία, συνιστούν όμως επί πλέον ενδείξεις της διατήρησης της ταυτότητας της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης ή εκμετάλλευσης (ΑΠ 444/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1507/2023 ΝΟΜΟΣ). Οι ως άνω ρυθμίσεις ισχύουν και όταν ολόκληρη η περιουσία ή η επιχείρηση του οφειλέτη μεταβιβάζεται σε άλλον, όχι με μία, αλλά με περισσότερες μεταβιβαστικές πράξεις και μάλιστα είτε συγχρόνως είτε διαδοχικά, με την προϋπόθεση, όμως, στην τελευταία περίπτωση, ότι οι πράξεις αποτελούν μεταξύ τους ενότητα ή, με άλλη διατύπωση, βρίσκονται σε στενή χρονική και οικονομική σχέση, όπως και όταν δεν μεταβιβάζεται στον αποκτώντα η επιχείρηση ως προς όλα τα επί μέρους στοιχεία της, αλλά ως προς ορισμένα, τα οποία, όμως, συνθέτουν τον πυρήνα που είναι αναγκαίος, ώστε να είναι δυνατή η εξακολούθηση της λειτουργίας της. Οι διατάξεις, όμως, αυτές δεν εφαρμόζονται, όταν το σύνολο περιουσίας ή επιχείρησης μεταβιβάζεται τμηματικά σε περισσότερα διαφορετικά πρόσωπα, εκτός αν εκείνοι, που αποκτούν, γνωρίζουν αυτό, ότι, δηλαδή, οι πλείονες συμβάσεις έγιναν με το σκοπό της μεταβίβασης της περιουσίας, οπότε η ευθύνη καθενός από αυτούς περιορίζεται ανάλογα με το τμήμα της περιουσίας που απέκτησε (ΜονΕφΑθ 1066/2023 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ως χρέη της περιουσίας που μεταβιβάστηκε νοούνται οποιασδήποτε φύσης είτε από σύμβαση, είτε από αδικοπραξία (εκτός των προσωποπαγών), αρκεί ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος να υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης, ενώ, δεν απαιτείται για τη δημιουργία ευθύνης του αποκτώντος, να γνώριζε αυτός την ύπαρξη των χρεών κατά τη μεταβίβαση, ούτε να είχαν, μέχρι τότε, αναγνωριστεί, δικαστικώς, σε δίκη μεταξύ του μεταβιβάζοντος οφειλέτη και του δανειστή (ΑΠ 1530/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 533/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 409/2020 ΝΟΜΟΣ). Με την έννοια αυτή εμπίπτουν στη ρύθμιση του άρθρου 479 του ΑΚ και τα χρέη που τελούσαν, κατά το χρόνο της μεταβιβαστικής σύμβασης, υπό προθεσμία ή αίρεση, καθώς και εκείνα που προέρχονται από αλλοίωση ή επέκταση της αρχικής ενοχής, εφόσον αυτή υπήρχε, ήδη, κατά το χρόνο της μεταβίβασης (ΑΠ 708/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1987/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 909/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 829/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1154/1998 ΕλλΔνη 1998. 1572 και 1623, ΕφΠειρ 545/2015 ΝΟΜΟΣ). Με τις ως άνω διατάξεις επεκτείνεται απλώς ο ενοχικός δεσμός και στο πρόσωπο του αποκτώντος την περιουσία, ο οποίος καθίσταται πρόσθετος οφειλέτης του ίδιου χρέους, που περιέρχεται σε αυτόν στην κατάσταση που βρισκόταν κατά το χρόνο της μεταβίβασης, μεταξύ δε των ως άνω συνοφειλετών δημιουργείται δικονομικός δεσμός απλής ομοδικίας (ΕφΑθ 3438/2022 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 207/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 424/2008 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 6812/2005 ΔΕΕ 2006. 71, ΜονΕφΠειρ 187/2023 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 34 του ΑΚ, ικανότητα δικαίου είναι η ικανότητα του φυσικού προσώπου να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις. Όμως και ενώσεις προσώπων για την επιδίωξη ορισμένου σκοπού, καθώς επίσης και σύνολα περιουσίας για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, μπορούν, κατά τη διάταξη του άρθρου 61 του ΑΚ, να αποκτήσουν προσωπικότητα, αν τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο νόμος, δηλαδή να αποκτήσουν ικανότητα δικαίου, η οποία, πάντως, δεν εκτείνεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 62 του ίδιου Κώδικα, σε έννομες σχέσεις που προϋποθέτουν ιδιότητες φυσικού προσώπου. Επομένως, νομική προσωπικότητα είναι η ικανότητα δικαίου, που απονέμεται από το νόμο σε οργανισμούς, που επιδιώκουν ορισμένο σκοπό, οι οποίοι ανάγονται έτσι σε αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δηλαδή σε νομικά πρόσωπα με χωριστή περιουσία απ’ αυτή των μελών τους, που τους προσδίδει αυθύπαρκτη στο χώρο και συνεχή στο χρόνο οντότητα. Η νομική προσωπικότητα είναι δημιούργημα του δικαίου, με την οποία εξυπηρετούνται οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως, προπάντων, είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ` αυτή (ΟλΑΠ 2/2013 ΝΟΜΟΣ, AΠ 149/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ). Η περιουσιακή αυτοτέλεια των νομικών προσώπων είναι το βασικότερο στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους, που εκφράζεται και με τη διάταξη του άρθρου 70 του ΑΚ, σύμφωνα με την οποία οι δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο. Απόρροια της ιδιαίτερης ικανότητας δικαίου των νομικών προσώπων είναι ακριβώς και η ιδιαίτερη ικανότητα ευθύνης τους, δηλαδή αποκλειστικής και χωριστής από την ευθύνη των μελών τους, που σημαίνει ότι υπέγγυα στους δανειστές του νομικού προσώπου είναι μόνον η δική του περιουσία και όχι και η περιουσία των μελών του, ενώ και αντιστρόφως η περιουσία του δεν είναι υπέγγυα στους ατομικούς δανειστές των μελών του. Ωστόσο, ο απόλυτος αυτός διαχωρισμός δικαιολογείται όταν εξυπηρετεί τους σκοπούς της χωριστής νομικής προσωπικότητας, διαφορετικά δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο και κάμπτεται, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη του νόμου, όπως π.χ. είναι η διάταξη του άρθρου 83 παρ. 2 του κ.ν. 2190/1920, είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρα 281, 288 και 200 του ΑΚ, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξης του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του. Ειδικότερα η εταιρεία ως σύνολο έννομων σχέσεων και καταστάσεων, που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου με τη μορφή αυτοτελούς ενότητας, οφείλει να υπηρετεί κοινωνικό κυρίως σκοπό στο πλαίσιο και των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1 και 12 παρ. 1, 3. Η χρησιμοποίηση έτσι της εταιρείας για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη συνιστά απαγορευμένη από το νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας. Η καταχρηστική συμπεριφορά, που εκδηλώνεται ως κατάχρηση θεσμού, δεν ρυθμίζεται ειδικά στο νόμο. Πρέπει όμως να υπαχθεί και αυτή στη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ και οι συνέπειές της να αντιμετωπισθούν σε αναλογία με τις συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος. Κατά την έννοια αυτή δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανώνυμης εταιρείας ή των μεριδίων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης σε ένα μόνον πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρείας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά (ΟλΑΠ 5/1996 ΝΟΜΟΣ), αφού αναγνωρίζεται από το δίκαιο η μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρεία (ανώνυμη, ναυτική ή Ε.Π.Ε., βλ. άρθρα 1 παρ. 3 του κ.ν. 2190/1920, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 3604/2007, 41 παρ. 2 του Ν. 959/1979, 43α του Ν. 3190/1955, που προστέθηκε με το άρθρο 2 του π.δ. 279/1993), η οποία και διατηρεί την οικονομική αυτοτέλεια του νομικού προσώπου της έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της. Δεν συνιστά επίσης καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας από έναν οι περισσότερους επιχειρηματίες με σκοπό η εταιρεία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, αφού το σκοπό ακριβώς αυτό προορίσθηκε να εξυπηρετεί η κεφαλαιουχική εταιρεία. Συνεπώς, δεν λειτουργούν αθέμιτα οι διάφοροι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους προαναφερόμενους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρείας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γι’ αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρεία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Περαιτέρω, δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά κατά την ανωτέρω έννοια ούτε η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρείας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της ή η συστηματική απ’ αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρείας, ούτε η εμφάνιση αυτών ως ουσιαστικών φορέων της ασκούμενης από την εταιρεία επιχείρησης, αφού η εταιρεία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή από μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο, ενώ αλληλένδετη με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου είναι η εμφάνιση των προσώπων αυτών ως ουσιαστικών φορέων της επιχειρηματικής εταιρικής δράσης. Σε όλες, λοιπόν, τις περιπτώσεις αυτές, που δεν διαπιστώνεται κατάχρηση κατά τη λειτουργία του εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια της εταιρείας ως νομικού προσώπου. Εντούτοις, η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων της υποχωρεί όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητάς της χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή όταν οι πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της, που σκόπιμα παραλλάσσονται, ή αντιστρόφως όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή κατάχρησης του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει το νόμο (λ.χ. να παρακάμψει απαγόρευση που τον δεσμεύει ως φυσικό πρόσωπο), ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του), ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών, είτε ατομικών υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ’ υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών δυνατοτήτων του, κριτήρια δε ενδεικτικά μιας τέτοιας κατάχρησης είναι, προπάντων, η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού, εξαιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδότησης ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του, στην ουσία, επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθέμιτα και στην περίπτωση της σύγχυσης των περιουσιών, χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή αντιστρόφως επωφελείται η εταιρεία σε βάρος των ατομικών του δανειστών. Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρεία, όταν η εταιρεία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της κατάχρησης προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας ή κατ’ άλλη έκφραση η διείσδυση στο υπόστρωμά της, και η επέκταση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή, αντιστρόφως, η επέκταση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, ιδιαίτερα όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρεία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ’ αυτούς παραλλαγμένης κατάστασης. Σε κάθε, πάντως, περίπτωση η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια, η νομική προσωπικότητα της εταιρείας, αλλά παραμερίζεται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλειά της, με την έννοια ότι η εταιρεία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρο (άρθρο 481 του ΑΚ) για τις ζημιογόνες συνέπειες (άρθρο 926 του ΑΚ) της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση, είτε από την εταιρεία προς το βασικό μέτοχο ή εταίρο, είτε με αντίστροφη κατεύθυνση (ΟλΑΠ 2/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 406/2021 ΤΝΠ ΔΣΑ, AΠ 537/2016 ΤΝΠ ΔΣΑ, Κ. Ρήγα, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, σελ. 160-166, Λ. Γεωργακόπουλο, Εγχειρίδιο Εμπορικού Δικαίου, Τόμος 1, Τεύχος 2, Εταιρίες και συνδεδεμένες επιχειρήσεις, σελ. 305, Κιάντου – Παμπούκη, Η προστασία των δανειστών στις ναυτιλιακές εταιρίες με παραμέριση της νομικής προσωπικότητας. Αρμ. 1993. 877 επ., Θ. Λιακόπουλο, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στη νομολογία, σελ. 80). Ενόψει των ανωτέρω, για την άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου – κεφαλαιουχικής εταιρείας δεν αρκεί απλώς η μονομετοχική ιδιότητα, ούτε η ιδιότητα του φυσικού προσώπου (που είναι ο μοναδικός μέτοχος ή ο κάτοχος του μεγαλύτερου μέρους των μετοχών) ως διαχειριστή, αλλά ούτε και το γεγονός ότι από τη συμμετοχή του φυσικού αυτού προσώπου στην εταιρεία εξαρτάται η ύπαρξη ή η εξακολούθηση αυτής, αλλά απαιτείται η συνδρομή συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία καταδεικνύουν βούληση καταστρατήγησης των διατάξεων που αφορούν στα νομικά πρόσωπα, και τα οποία πρέπει να παρατίθενται στο δικόγραφο της αγωγής, με την οποία επιχειρείται η θεμελίωση ευθύνης φυσικού προσώπου (μοναδικού μετόχου κατά τύπο κεφαλαιουχικής εταιρείας), υπό την προϋπόθεση της άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, ώστε να είναι αυτό ορισμένο κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ (ΕφΠειρ 279/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 473/2011 ΔΕΕ 2012. 661, ΕφΠειρ 567/2008 ΔΕΕ 2010.792, ΜονΕφΔωδ 101/2020 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, στο μέτρο που το νομικό πρόσωπο, του οποίου καλείται να αρθεί η αυτοτέλεια, έχει την έδρα του στην αλλοδαπή, εγείρεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου ως προς τα ζητήματα της άρσης της αυτοτέλειας, ήτοι τίθεται το ερώτημα εντοπισμού της έννομης τάξης, οι κανόνες της οποίας θα καθορίσουν το επιτρεπτό ή μη της άρσης αυτής και τις προϋποθέσεις για μια τέτοια άρση, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, καθόσον δε αφορά στο ζήτημα αυτό, γίνεται δεκτό ότι το εφαρμοστέο δίκαιο υποδεικνύεται κατ’ αρχάς από το δίκαιο της έδρας του νομικού προσώπου (άρθρο 10 του ΑΚ) (ΕφΠειρ 586/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 606/2001 ΕΝΔ 30. 108, Θ. Λιακόπουλο, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στη νομολογία, σελ. 81-82). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 10 του ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο η έδρα του νομικού προσώπου προσδιορίζει το δίκαιο που διέπει την ικανότητά του, το ίδιο αυτό δίκαιο ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, τις προϋποθέσεις σύστασης του νομικού προσώπου, την έναρξη και την έκταση της ικανότητας δικαίου, τη λύση του, την επωνυμία, την διαχείριση, την αντιπροσωπευτική εξουσία, και την ευθύνη των οργάνων του. Ως συνδετικό στοιχείο στον κανόνα του άρθρου 10 του ΑΚ νοείται η πραγματική έδρα διοίκησης του νομικού προσώπου και όχι η καταστατική. Η έδρα του, επομένως, βρίσκεται στον τόπο στον οποίο είναι εγκατεστημένα τα όργανα, που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου και από τον οποίο εκπορεύονται οι εντολές τους, καθώς και εκείνος στον οποίο συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υπόστασης του νομικού προσώπου, όπου δηλαδή ασκείται πραγματικά η διοίκησή του, λαμβάνονται οι βασικές για την λειτουργία του αποφάσεις και διαμορφώνεται η επιχειρηματική του πολιτική (ΟλΑΠ 461/1978 ΝοΒ 1979. 211, ΑΠ (ΠΟΙΝ) 1699/2016 ΝΟΜΟΣ, AΠ 201/2014 ΕΕμπΔ 2014. 627, ΕφΠειρ 701/2013 ΕΝαυτΔ 2013. 100. ΜονΕφΠειρ 149/2015 ΔΕΕ 2015. 1025, Α. Αθανασίου, σημείωμα κάτω από την ΕφΑθ 3865/1998 ΔΕΕ 1999. 729). Κατά την έννοια αυτή η νομική προσωπικότητα μιας εταιρίας αναγνωρίζεται από την ελληνική έννομη τάξη όταν η διοίκησή της λειτουργεί εντός των τοπικών ορίων της καταστατικής της έδρας (Ε. Σωμαράκης, Η μέθοδος αναγνώρισης νομικών καταστάσεων στο Ιδιωτικό Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο, αρ. 661, σελ. 326). Εάν, αντιθέτως, μια εταιρία δεν συστήθηκε σύμφωνα με το δίκαιο του τόπου της πραγματικής της έδρας ή μετά τη σύστασή της οι βασικές για τη λειτουργία της αποφάσεις λαμβάνονται πλέον σε άλλη επικράτεια, υπάγεται στο εξής στις ρυθμίσεις του εταιρικού δικαίου που ισχύουν στο κράτος της νέας εγκατάστασής της, το οποίο και προσδιορίζει έκτοτε αν η εταιρία, μπορεί να λειτουργήσει στην Ελλάδα, με τη νομική μορφή που απέκτησε με την έγκυρη κατά το δίκαιο του τόπου της καταστατικής της έδρας σύστασή της, δηλαδή αν η νομική της προσωπικότητα αναγνωρίζεται και αν εξακολουθεί υφιστάμενη. Κατά συνέπεια, η εξ υπαρχής λειτουργία της διοίκησης της εταιρίας σε τόπο διαφορετικό από εκείνον της έδρας που αναφέρεται στο καταστατικό της ή η μεταγενέστερη μεταφορά της πραγματικής έδρας της σε άλλο κράτος, στο δικαιϊκό σύστημα του οποίου ισχύει και εφαρμόζεται η θεωρία της πραγματικής έδρας, συνεπάγεται την απώλεια της ικανότητας δικαίου της αλλοδαπής εταιρίας και, σε κάθε περίπτωση, την απώλεια του εταιρικού τύπου που έχει επιλεγεί από τους ιδρυτές της στο κράτος ίδρυσης, με αποτέλεσμα η διαφοροποίηση της πραγματικής από την καταστατική έδρα να αποτελεί λόγο λύσης της εταιρίας κατά το δίκαιο του κράτους υποδοχής, το οποίο, είτε δεν της αναγνωρίζει νομική προσωπικότητα, αν δεν λυθεί και επανασυσταθεί κατά τους όρους της δικής του εμπορικής (εταιρικής) νομοθεσίας, είτε αν έχουν τηρηθεί οι όροι σύστασης, μόνο του δικαίου της καταστατικής έδρας, αλλά η εταιρία έχει λειτουργήσει εμφανιζόμενη στις εμπορικές συναλλαγές της με τους τρίτους ως εταιρικό μόρφωμα (ΑΠ 794/2008 ΤΝΠ ΔΣΑ), την αντιμετωπίζει ως εν τοις πράγμασι (de facto) εταιρία (ΕφΠειρ 355/2019 ΤΝΠ ΔΣΑ. I. Παπαδημόπουλος, Το τέλος της θεωρίας της έδρας και η επικράτηση της θεωρίας της ίδρυσης στο κοινοτικό δίκαιο, ΔΕΕ 2003. 393 επ., Β. Τουντόπουλος, Ελευθερία εγκατάστασης νομικών προσώπων στο κοινοτικό δίκαιο, ΔΕΕ 1999, 1118 επ.). Αντίθετη λύση προκύπτει στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου έχει κριθεί ότι η άρνηση κράτους μέλους να αναγνωρίσει την ικανότητα δικαίου εταιρείας συσταθείσας σύμφωνα με το δίκαιο ενός άλλου κράτους μέλους, όπου αυτή έχει την καταστατική της έδρα για το λόγο ότι, ιδίως, η εταιρία μετέφερε την πραγματική της έδρα στο έδαφος του, ύστερα από την απόκτηση του συνόλου των εταιρικών μεριδίων από υπηκόους του που κατοικούν στο κράτος αυτό, με συνέπεια η εταιρεία να μην μπορεί, στο κράτος μέλος εγκατάστασης, να καθίσταται διάδικος σε εθνική διαδικασία για να προβάλλει δικαιώματα που αντλεί από σύμβαση, εκτός αν συσταθεί εκ νέου σύμφωνα με το δίκαιο του εν λόγω κράτους, αποτελεί περιορισμό της ελευθερίας εγκατάστασης ασύμβατο, κατ’ αρχήν, προς τα άρθρα 43 ΕΚ (ήδη 49 ΣΛΕΕ) και 48 ΕΚ (ήδη 54 ΣΛΕΕ). Εντούτοις, δεν αποκλείεται επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, όπως η προστασία των συμφερόντων των πιστωτών, των εταίρων της μειοψηφίας, των μισθωτών ή και της εφορίας, να μπορούν, υπό ορισμένες συνθήκες και υπό ορισμένους όρους, να δικαιολογήσουν τους περιορισμούς της ελευθερίας εγκατάστασης. Τέτοιοι σκοποί, όμως, δεν μπορούν να δικαιολογούν την άρνηση αναγνώρισης της ικανότητας δικαίου, και ως εκ τούτου της ικανότητας διαδίκου, καθώς τέτοιο μέτρο ισοδυναμεί με άρνηση της ελευθερίας εγκατάστασης που απολαμβάνουν οι εταιρίες βάσει των άρθρων 43 ΕΚ (ήδη 49 ΣΑΕΕ) και 48 ΕΚ (ήδη 54 ΣΛΕΕ). Συνεπώς, αντιβαίνει προς τα εν λόγω άρθρα, όταν μια εταιρεία συσταθείσα σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου έχει την καταστατική της έδρα, ασκεί την ελευθερία εγκατάστασης σε άλλο κράτος μέλος, αφού τα ανωτέρω άρθρα επιβάλλουν στο κράτος αυτό να αναγνωρίζει την ικανότητα δικαίου, και ως εκ τούτου την ικανότητα διαδίκου που η εν λόγω εταιρεία έχει, βάσει του δικαίου του κράτους στο οποίο αυτή έχει συσταθεί (ΔΕΚ C-208/2000 ΕΕμπΔ 2003. 194, ΔΕΚ C- 212/1997 ΔΕΕ 1999. 610 επ., Χ. Παμπούκης, Οι υπεράκτιες εταιρίες στο ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, ΔΕΕ 2001. 970). Συνεπώς, σε περίπτωση εταιρειών συσταθέντων σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εντός του εδάφους του οποίου έχουν την καταστατική τους έδρα, το εφαρμοστέο για την άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου δίκαιο, θα κριθεί σύμφωνα με την καταστατική έδρα, κατ’ εξαίρεση του γενικού κανόνα της πραγματικής έδρας (ΕφΠειρ 44/2017 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, οι διατάξεις των άρθρων 939 έως 945 του ΑΚ, που προβλέπουν την προστασία των δανειστών σε περίπτωση που ο οφειλέτης τους προβαίνει σε απαλλοτρίωση των περιουσιακών του στοιχείων με σκοπό τη βλάβη τους, προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις για τη διάρρηξη της απαλλοτριώσεως είναι: α) απαλλοτρίωση από τον οφειλέτη, β) σκοπός βλάβης των δανειστών, η οποία προκαλείται με την ελάττωση, λόγω της απαλλοτρίωσης της περιουσίας του οφειλέτη, με αποτέλεσμα η περιουσία που απομένει να μην επαρκεί για την ικανοποίηση των αξιώσεων των δανειστών και γ) γνώση του τρίτου, προς τον οποίο γίνεται η απαλλοτρίωση, ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει με σκοπό τη βλάβη των δανειστών. Η καταδολίευση δανειστών, που ρυθμίζεται ειδικώς από τα άρθρα 939 επ. του ΑΚ, δεν αποτελεί και αδικοπραξία υπό την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, διότι είναι μεν παράνομη συμπεριφορά, αφού απαγορεύεται, ως συνέπειά της, όμως, τάσσεται με το νόμο όχι η αποζημίωση, αλλά η διάρρηξη της απαλλοτριωτικής πράξης. Ακόμη και όταν η καταδολιευτική απαλλοτρίωση πληροί την αντικειμενική υπόσταση του κατά το άρθρο 397 του ΠΚ εγκλήματος, δεν έχει ως συνέπεια την αποζημίωση, αλλά τη διάρρηξη (ΑΠ 1396/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1531/2013 ΝΟΜΟΣ). Εντούτοις, ο περιορισμός αυτός δεν ισχύει και είναι δυνατή η εφαρμογή των περί αδικοπραξιών διατάξεων, όταν συντρέξουν στοιχεία περισσότερα ή βαρύτερα από εκείνα που απαιτούνται για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 939 επ. του ΑΚ. Αυτό συμβαίνει, πλην άλλων περιπτώσεων, και όταν συντρέξουν οι όροι του άρθρου 386 του ΠΚ ή όταν υπάρχει συμπαιγνία μεταξύ του οφειλέτη και του τρίτου. Πρέπει να σημειωθεί ότι η συμπαιγνία αποτελεί περιστατικό το οποίο βρίσκεται πέρα από το «δόλο του οφειλέτη» και τη «γνώση του τρίτου», που αποτελούν κατά τα άρθρα 939 και 941 του ΑΚ προϋποθέσεις της διάρρηξης, εμφανίζει δε την συμπεριφορά αυτών ιδιαίτερα αξιόμεμπτη, αφού ο τρίτος όχι μόνον γνωρίζει και αποδέχεται ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του, αλλά αμφότεροι, με βάση σχέδιο το οποίο έχουν καταστρώσει, επιδιώκουν αυτό, συνεργαζόμενοι και ενεργώντας με διάφορα τεχνάσματα. Με την έννοια αυτή παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, που δημιουργεί υποχρέωση προς αποζημίωση κατά το άρθρο 914 του ΑΚ, υπάρχει και στην περίπτωση της καταδολίευσης των δανειστών (ΟλΑΠ 12/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 601/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 184/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1383/2019 ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, με δεδομένο ότι η σχετική αγωγή στηρίζεται και στη διάταξη του άρθρου 939 του ΑΚ πρέπει να συντρέχουν και τα λοιπά στοιχεία αυτής, και ειδικότερα στο δικόγραφο αυτής να περιγράφεται: i) η απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη γεγενημένη κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης και ληξιπρόθεσμη κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής, ii) το απαλλοτριωθέν περιουσιακό στοιχείο με προσδιορισμό της αξίας αυτού κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, (ii) ότι η υπολειπομένη εμφανής, μετά την απαλλοτρίωση, περιουσία του οφειλέτη κατά το χρόνο, ομοίως, άσκησης της αγωγής δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή ενάγοντα (ΟλΑΠ 15/2012 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 6/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 869/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1341/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 661/2015 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 106, 159 παρ. 3 και 160 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η παράβαση διάταξης, που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης, συνεπάγεται την ακυρότητά της, την οποία πάντοτε απαγγέλει το δικαστήριο, μόνο στην περίπτωση, κατά την οποία αυτό, χωρίς να διατάξει αποδείξεις, αλλά ακολουθώντας τους κανόνες της ελεύθερης απόδειξης, κρίνει ότι η παράβαση προκάλεσε βλάβη, στον προτείνοντα διάδικο, που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά με την κήρυξη της ακυρότητας. Θεωρείται, πάντως, ότι δεν υπάρχει δικονομική βλάβη στην περίπτωση, κατά την οποία παραβιάστηκαν διατάξεις, που ρυθμίζουν την διαδικασία, όταν από την σημειωθείσα παράβαση δεν επηρεάζεται, ούτε ήταν δυνατό να επηρεαστεί η δυνατότητα και η προϋπόθεση της άμυνας του διαδίκου ή της άσκησης του ενδίκου μέσου κατά της απόφασης που εκδόθηκε. Επίσης, δεν υπάρχει δικονομική βλάβη από τη μη επίδοση ή μη προσήκουσα επίδοση τού δικογράφου στο διάδικο, όταν αυτός παρέστη στη συζήτηση. Εξάλλου, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι δεν προκλήθηκε στο διάδικο, που πρότεινε τη βλάβη από την παράβαση των δικονομικών διατάξεων, που ρυθμίζουν τη διαδικασία, και ιδίως τον τύπο διαδικαστικής πράξης, τη μη επίδοση ή τη μη προσήκουσα επίδοση του δικογράφου στο διάδικο, δεν ελέγχεται αναιρετικώς, ως αναγόμενη, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ σε εκτίμηση πραγμάτων (ΟλΑΠ 12/2000 ΝοΒ 2000. 1250. ΑΠ 1293/2018 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1219/2007 ΧρΙΔ 2008. 243, AΠ 1685/2005 ΝοΒ 2006. 411, ΑΠ 1286/2002 ΕλλΔνη 2003. 124, ΕφΑθ 3438/2022 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει του ότι η ιστορούμενη στην ένδικη αγωγή διαφορά εμφανίζει στοιχεία αλλοδαπότητας ως προς τα υποκείμενα, λόγω της έδρας στη ………. της δεύτερης των εναγόμενων, αλλοδαπής μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……………», θεμελιώνεται διεθνής δικαιοδοσία των Ελληνικών δικαστηρίων σύμφωνα με τα άρθρα 8 παρ. 1 και 30 παρ. 3 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 που καθιερώνουν τη συνάφεια ως βάση διεθνούς δικαιοδοσίας, κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη, καθόσον αφενός υφίσταται στενός ουσιαστικός δεσμός μεταξύ των συνεκδικαζόμενων αξιώσεων, αφετέρου η χωριστή εξέταση και εκδίκαση αυτών ενέχει τον κίνδυνο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, εξαιτίας της εις ολόκληρον ευθύνης των εναγόμενων, η οποία θεμελιώνεται τόσο στην επικαλούμενη ευθύνη κατ’ άρθρο 479 του ΑΚ της δεύτερης των εναγόμενων – αποκτώσας εταιρείας για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της πρώτης των εναγόμενων – μεταβιβάσασας εταιρείας, όσο και στην επικαλούμενη κάμψη της νομικής προσωπικότητας της δεύτερης των εναγόμενων αλλοδαπής εταιρίας, ώστε να ευθύνονται για τα χρέη αυτής με την ατομική τους περιουσία και τα συνεναγόμενα φυσικά πρόσωπα, αναγκαίοι ομόδικοι αυτής, κατ’ άρθρο 76 παρ. 1 περ. α’ του ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 812/2013 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 566/2019 και ΜονΕφΠειρ 137/2019 ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς), ήτοι ο έβδομος των εναγόμενων, ως μοναδικός εταίρος και νόμιμος εκπρόσωπος της αλλοδαπής εταιρείας, και ο όγδοος των εναγόμενων ως εκπρόσωπος και διαχειριστής του υποκαταστήματος της αλλοδαπής εταιρείας στην Ελλάδα. Αναφορικά με το ζήτημα του εφαρμοστέου δικαίου ως προς την κύρια βάση της αγωγής περί ευθύνης της δεύτερης των εναγόμενων, λόγω της μεταβίβασης προς αυτήν της περιουσίας της πρώτης των εναγόμενων, είναι το ελληνικό, σύμφωνα με τα άρθρα 2 παρ. 2 και 4 παρ. 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007, τα οποία καλούνται σε εφαρμογή, κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη, καθόσον επί εξωσυμβατικών ενοχών εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει από το σύνολο των ειδικών συνθηκών και εξευρίσκεται με τη στάθμιση των στοιχείων που θεμελιώνουν την ενοχική σχέση και την εκτίμηση των ειδικών περιστάσεων και συνθηκών, και εν προκειμένω το ελληνικό δίκαιο θεωρείται αρμόζον λαμβανομένων υπόψη όλων των ειδικών συνθηκών, και ειδικότερα της επαγγελματικής εγκατάστασης στα . …… του υποκαταστήματος της δεύτερης των εναγόμενων – αποκτώσας εταιρείας, του τόπου σύναψης και του τόπου εκτέλεσης στην Ελλάδα της παραγωγικής της ευθύνης σύμβασης μεταβίβασης επιχείρησης, καθώς του γεγονότος ότι μέσω της δεύτερης των εναγόμενων – αποκτώσας εταιρείας, όπως και της πρώτης των εναγόμενων – μεταβιβάσασας εταιρείας, ικανοποιούνται ελληνικά οικονομικά συμφέροντα. Όσον αφορά στο εφαρμοστέο βουλγαρικό δίκαιο ως προς την κύρια βάση της αγωγής περί άρσης της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας της δεύτερης των εναγόμενων, ώστε να ευθύνονται για τα χρέη αυτής ο έβδομος και ο όγδοος των εναγόμενων, ως το δίκαιο της καταστατικής έδρας της αλλοδαπής εταιρείας, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη, εφόσον δεν κατέστη εφικτή η γνώση του αλλοδαπού δικαίου σύμφωνα με το υπ’ αριθ. πρωτ. …../21.09.2020 έγγραφο του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, θα πρέπει, κατά την άποψη που κρίνεται ως ορθότερη, να εφαρμοσθεί το ελληνικό δίκαιο, με σκοπό την αποφυγή αρνησιδικίας (βλ. ΕφΠειρ 275/2012 ΕΝΔ 2012. 208, ΕφΠειρ 1598/1989 ΠειρΝομ 1989. 469, ΕφΙωαν 183/1985 ΕλλΔνη 1986. 165, αντίθετη ΕφΠειρ 1292/1990 ΕΝΔ 1991. 114, ενώ για τις εναλλακτικές θεωρητικές θέσεις βλ. Χ. Απαλλαγάκη – Σ. Σταματόπουλου, Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν 4842 & 4855/2021, άρθρο 337, τομ. Ι, σελ. 1238). Περαιτέρω, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 479 και 481 του ΑΚ, ως προς την κύρια βάση της περί ευθύνης της δεύτερης των εναγόμενων, λόγω της μεταβίβασης προς αυτήν της επιχείρησης της πρώτης των εναγόμενων, εφόσον εκτίθενται σ’ αυτήν τα απαιτούμενα πραγματικά περιστατικά, κατ’ άρθρο 479 του ΑΚ, σύμφωνα και με όσα διαλαμβάνονται στη μείζονα σκέψη, και ειδικότερα: α) η ύπαρξη συμφωνίας περί μεταβίβασης του συνόλου, άλλως του σημαντικότερου μέρους, της επιχείρησης της πρώτης των εναγόμενων στη δεύτερη των εναγόμενων, β) οι κατά της πρώτης των εναγόμενων – μεταβιβάσασας εταιρείας απαιτήσεις της ενάγουσας, που είχαν γεννηθεί και ήταν ληξιπρόθεσμες και απαιτητές πριν τη σύμβαση μεταβίβασης και γ) ότι η μεταβίβαση εξαντλεί την περιουσία της πρώτης των εναγόμενων – μεταβιβάσασας εταιρείας, το γεγονός δε αυτό γνώριζε η δεύτερη των εναγόμενων – αποκτώσα εταιρεία, αφού συστάθηκε από τον έβδομο των εναγόμενων, ο οποίος διατηρεί δεσμούς με μέλη της οικογένειας ……………, που κατέχει όλες τις μετοχές της πρώτης των εναγόμενων, επιπλέον δε ορίσθηκε ως εκπρόσωπος και διαχειριστής του υποκαταστήματος της δεύτερης των εναγόμενων στην Ελλάδα ο όγδοος των εναγόμενων, ο οποίος επίσης ανήκει στην οικογένεια ……………. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον δεύτερο λόγο της υπό στοιχείο Α’ από 06.07.2021 έφεσης καθώς και με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου και τον τρίτο λόγο της υπό στοιχείο Γ’ από 05.07.2021 έφεσης, αφενός δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της κύριας βάσης της αγωγής περί ευθύνης λόγω μεταβίβασης επιχείρησης η αναφορά και της αξίας των περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάστηκαν, στην προκειμένη δε περίπτωση εκτίθεται στο δικόγραφο ότι η πρώτη των εναγόμενων μεταβίβασε στη δεύτερη των εναγόμενων, άτυπα και χαριστικά, κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο του έτους 2018 έως το φθινόπωρο του έτους 2018, το σύνολο, άλλως το σημαντικότερο μέρος, της επιχείρησής της και όλα τα υγιή και μη βεβαρημένα στοιχεία αυτής, ήτοι έπιπλα γραφείου, μηχανολογικό εξοπλισμό, άυλα αγαθά, όπως φήμη, πελατολόγιο κ.α., και απαιτήσεις σε βάρος τρίτων, συνολικής αξίας των μεταβιβαζόμενων στοιχείων 13.613.863,00 ευρώ, βάσει των στοιχείων του δημοσιευμένου ισολογισμού της πρώτης εναγόμενης για τη χρήση από την 01.01.2017 έως την 31.12.2017, αφετέρου δεν απαιτείται να γίνεται μνεία του συμβολαιογραφικού εγγράφου μεταβίβασης της επιχείρησης ή άλλης έγκυρης σύμβασης μεταβίβασης της επιχείρησης, δεδομένου ότι η μεταβίβαση της επιχείρησης είναι άτυπη, μη υποκείμενη σε κάποιο συστατικό ή αποδεικτικό τύπο, γίνεται δε με την παράδοση της επιχείρησης ως οικονομικής ενότητας στο νέο φορέα. Επιπλέον, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχείο Α’ από 06.07.2021 έφεσης, δεν απαιτείται να προσδιορίζονται στην αγωγή τα πρόσωπα των νόμιμων εκπροσώπων της πρώτης των εναγόμενων εταιρείας, οι οποίοι εξέδωσαν τις εκτιθέμενες σ’ αυτήν ακάλυπτες επιταγές, χάριν καταβολής των οφειλόμενων τιμημάτων των διαδοχικών συμβάσεων πώλησης εμπορευμάτων που καταρτίσθηκαν μεταξύ της πρώτης των εναγόμενων και της ενάγουσας, αλλά αρκεί για το ορισμένο της κύριας βάσης της αγωγής περί ευθύνης λόγω μεταβίβασης επιχείρησης να μνημονεύεται ότι η ενάγουσα διατηρεί απαίτηση σε βάρος της πρώτης των εναγόμενων, ύψους 634.708,43 ευρώ, προερχόμενη από πιστωθέντα τιμήματα των καταρτισθέντων μεταξύ τους διαδοχικών συμβάσεων πώλησης. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν αξίωσε λιγότερα στοιχεία από αυτά που ορίζονται από το νόμο για να στηρίξουν το αίτημα της κύριας βάσης της αγωγής περί ευθύνης λόγω μεταβίβασης επιχείρησης, ούτε αρκέστηκε σε λιγότερα πραγματικά περιστατικά από αυτά που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του εν λόγω αιτήματος, θεωρώντας ορθώς ότι η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη ως προς την κύρια βάση της περί ευθύνης λόγω μεταβίβασης επιχείρησης, και συνεπώς πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο της υπό στοιχείο Α’ από 06.07.2021 έφεσης, καθώς και με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου και τον τρίτο λόγο της υπό στοιχείο Γ’ από 05.07.2021 έφεσης. Όσον αφορά στην κύρια βάση της αγωγής που επιχειρείται να θεμελιωθεί στην κάμψη της νομικής προσωπικότητας της πρώτης των εναγόμενων ανώνυμης εταιρείας καθώς και της δεύτερης των εναγόμενων αλλοδαπής εταιρείας, ώστε να ευθύνονται για τα χρέη αυτών και τα συνεναγόμενα φυσικά πρόσωπα, κρίνεται αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθόσον δεν προσδιορίζονται στο δικόγραφο συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία καταδεικνύουν βούληση καταστρατήγησης των διατάξεων που αφορούν στα νομικά πρόσωπα. Αντιθέτως γίνεται επίκληση στο δικόγραφο μόνο της ιδιότητας του τρίτου, του τέταρτου, της πέμπτης, της έκτης, της ένατης και της δέκατης των εναγόμενων, ως μελών του διοικητικού συμβουλίου και ως μετόχων της πρώτης των εναγόμενων ανώνυμης εταιρείας, καθώς και της ιδιότητας του έβδομου των εναγόμενων, ως μοναδικού εταίρου και νόμιμου εκπρόσωπου της δεύτερης των εναγόμενων αλλοδαπής εταιρείας, και του όγδοου των εναγόμενων ως εκπρόσωπου και διαχειριστή του υποκαταστήματος της τελευταίας στην Ελλάδα, χωρίς, όμως, να παρατίθενται άλλα πραγματικά περιστατικά, ικανά να οδηγήσουν κατά νόμο σε άρση της αυτοτέλειας των νομικών προσώπων των ανωτέρω εταιρειών. Ειδικότερα, με βάση τα προεκτεθέντα στη νομική σκέψη, προκειμένου να είναι ορισμένη η κύρια βάση της αγωγής περί άρσης της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας της πρώτης και της δεύτερης των εναγόμενων θα έπρεπε να μνημονεύονται σ’ αυτή συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία να καταδεικνύουν είτε την ανεπαρκή χρηματοδότηση των εναγόμενων εταιρειών, των οποίων τα κεφάλαια ήταν σημαντικά υποδεέστερα των συμβατικών υποχρεώσεων που αυτές ανέλαβαν, με συγκεκριμένη αναφορά σε έλλειψη εσόδων οποιασδήποτε μορφής, διαφορετικών από τα ίδια κεφάλαια των εναγόμενων φυσικών προσώπων που μετέχουν στις εναγόμενες εταιρείες, είτε τη σύγχυση της ατομικής περιουσίας των εναγόμενων φυσικών προσώπων και της εταιρικής περιουσίας των εναγόμενων εταιρειών, ιδίως με την παράθεση των περιουσιακών στοιχείων εκείνων και των φυσικών προσώπων, καθώς και του συγκεκριμένου τρόπου συγχύσεως αυτών, είτε την εικονικότητα των ως άνω νομικών προσώπων. Αντιθέτως, γίνεται αόριστη αναφορά στην αγωγή αφενός σε δάνεια ύψους 1.902.000,00 ευρώ που έλαβαν παρανόμως τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης των εναγόμενων το έτος 2017, χωρίς, όμως, να προσδιορίζονται συγκεκριμένα πρόσωπα – μέλη του διοικητικού συμβουλίου που έλαβαν τα απαγορευμένα κατά τη διάταξη του άρθρου 23Α του Ν. 2190/1920 δάνεια, αφετέρου σε καταδολιευτικές μεταβιβάσεις, λόγω γονικής παροχής, πέντε ακινήτων ιδιοκτησίας του τρίτου των εναγόμενων προς τις θυγατέρες του …. και …… ……………, τους μήνες Ιούλιο και Σεπτέμβριο του έτους 2018, με σκοπό την βλάβη των πιστωτών του, χωρίς, όμως, να εκτίθεται εάν τα εν λόγω ακίνητα της ατομικής περιουσίας του τρίτου των εναγόμενων ήταν υπέγγυα για τα χρέη της πρώτης των εναγόμενων ανώνυμης εταιρείας, της οποίας ήταν μέτοχος και στης οποίας το διοικητικό συμβούλιο μετείχε. Επιπλέον εκτίθεται στην αγωγή ότι η πρώτη των εναγόμενων είναι αμιγώς οικογενειακή επιχείρηση με μέλη του διοικητικού της συμβουλίου τους τρίτο, τέταρτο, πέμπτη και έκτη των εναγόμενων, και μετόχους αυτής τους τρίτο, τέταρτο, ένατη και δέκατη των εναγόμενων, οι οποίοι ανήκουν στην ίδια οικογένεια (……………), η οποία κατέχει όλες τις μετοχές της πρώτης των εναγόμενων ανώνυμης εταιρείας, μέσω της οποίας ασκεί την επιχειρηματική της δραστηριότητα και την χρησιμοποιεί ως μηχανισμό απορρόφησης των δυσμενών συνεπειών από αυτή την επιχειρηματική της δραστηριότητα. Πλην όμως το γεγονός αυτό και γενικότερα η ταύτιση των συμφερόντων των εναγόμενων φυσικών προσώπων, ως μετόχων και εταίρων ή ως νόμιμων εκπροσώπων των εναγόμενων εταιρειών, αποτελούν στοιχεία, που είτε αυτοτελώς εκτιμηθούν, είτε σε συνάρτηση μεταξύ τους, δεν υποδηλώνουν από μόνα τους, κατά τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, καταχρηστική από μέρους των φυσικών προσώπων συμπεριφορά προς καταστρατήγηση του εταιρικού θεσμού, ούτε αποδεικνύουν σύγχυση των περιουσιών των νομικών προσώπων με τις ατομικές περιουσίες των φυσικών προσώπων, ιδίως ενόψει του γεγονότος ότι δεν γίνεται επίκληση στην αγωγή της παροχής εκ μέρους των φυσικών προσώπων εμπράγματων ή προσωπικών εγγυήσεων υπέρ των εταιρειών. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι στην ένδικη αγωγή δεν εκτίθενται ούτε άλλα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν νόμιμη περίπτωση κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας και να δικαιολογήσουν την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, ώστε να συντρέξει νόμιμη περίπτωση εις ολόκληρον ευθύνης των εναγόμενων φυσικών προσώπων για τα συμβατικά χρέη των εναγόμενων νομικών προσώπων, όπως λ.χ. ότι το εναγόμενο φυσικό πρόσωπο είναι ο μοναδικός μέτοχος ή εταίρος της εναγόμενης εταιρείας και ότι ενήργησε με σκοπό καταστρατήγησης του νόμου λ.χ. για να παρακάμψει απαγόρευση που τον δέσμευε ως φυσικό πρόσωπο (βλ. ΕφΠειρ 473/2011 ΔΕΕ 2012. 661), ή για να προκαλέσει δολίως ζημία στην ενάγουσα (βλ. ΕφΠειρ 225/2010 ΔΕΕ 2011. 85, ΜονΕφΔωδ 101/2020 ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη ως προς την κύρια βάση της περί άρσης της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας της πρώτης και της δεύτερης των εναγόμενων, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, και οι σχετικοί ισχυρισμοί που διαλαμβάνονται στον τρίτο λόγο της υπό στοιχείο Α’ από 06.07.2021 έφεσης, καθώς και στο τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου της υπό στοιχείο Γ’ από 05.07.2021 έφεσης πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι, ενώ πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι όλοι οι λόγοι της υπό στοιχείο Β’ από 06.07.2021 έφεσης, με την οποία η εκκαλούσα – ενάγουσα παραπονείται για την ουσιαστική απόρριψη της κύριας βάσης της αγωγής της περί άρσης της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας της πρώτης και της δεύτερης των εναγόμενων, ως προς την πέμπτη και τον έβδομο των εναγόμενων. Στη συνέχεια πρέπει, αφού απορριφθεί κατ’ ουσίαν η υπό στοιχείο Β’ από 06.07.2021 έφεση και γίνουν δεκτές κατ’ ουσίαν οι υπό στοιχεία Α’ και Γ’ εφέσεις κατά το ως άνω μέρος τους, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το αντίστοιχο κεφάλαιό της και αφού το Δικαστήριο κρατήσει την υπόθεση και την δικάσει στην ουσία της (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), να απορρίψει την κύρια βάση της αγωγής περί άρσης της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας της πρώτης και της δεύτερης των εναγόμενων, και συνακόλουθα ως προς τα συνεναγόμενα φυσικά πρόσωπα που φέρονται ως υπεύθυνα για τα χρέη των νομικών προσώπων, ήτοι τον τρίτο, τον τέταρτο, την πέμπτη, την έκτη, τον έβδομο, τον όγδοο, την ένατη και την δέκατη των εναγόμενων, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Τέλος, αναφορικά με την επικουρική βάση της αγωγής περί διάρρηξης των δικαιοπραξιών μεταβίβασης της επιχείρησης της πρώτης των εναγόμενων προς την δεύτερη των εναγόμενων, τυγχάνει αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθόσον δεν προσδιορίζονται στο δικόγραφο με σαφήνεια και πληρότητα οι φερόμενες ως καταδολιευτικές δικαιοπραξίες, των οποίων ζητείται η διάρρηξη. Αντιθέτως, γίνεται αόριστη αναφορά στην αγωγή σε διάρρηξη των δικαιοπραξιών «απαλλοτρίωσης – μεταβίβασης του συνόλου της επιχείρησης της πρώτης των εναγόμενων προς την δεύτερη των εναγόμενων, είτε αυτές έλαβαν χώρα με μία, είτε με περισσότερες μεταβιβαστικές πράξεις, και οι οποίες περιλαμβάνουν το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων της πρώτης των εναγόμενων, ήτοι πελάτες, εξοπλισμό, κτιριακές εγκαταστάσεις, γραφεία, μηχανήματα και λοιπά περιουσιακά στοιχεία που μνημονεύονται ή μη στο δικόγραφο». Σύμφωνα δε με όσα προεκτέθηκαν στη νομική σκέψη, αντικείμενο της αγωγής κατ’ άρθρο 939 του ΑΚ είναι η διάρρηξη της απαλλοτρίωσης των περιουσιακών στοιχείων, τα οποία απαλλοτριώθηκαν από τον οφειλέτη προς βλάβη του δανειστή του, σε συμπαιγνία μεταβιβάζοντος – αποκτώντος, με σκοπό τη ματαίωση της ικανοποίησης του δανειστή, και συνεπώς η απαλλοτρίωση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων, από τα οποία θα μπορούσε να ικανοποιηθεί η απαίτηση του δανειστή, με προσδιορισμό της αξίας τους κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, θα πρέπει να μνημονεύεται στην αγωγή. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη ως προς την επικουρική βάση της περί διάρρηξης των καταδολιευτικών δικαιοπραξιών μεταβίβασης της επιχείρησης της πρώτης των εναγόμενων προς την δεύτερη των εναγόμενων, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 939 του ΑΚ, και οι σχετικοί ισχυρισμοί της εκκαλούσας που διαλαμβάνονται στο δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της υπό στοιχείο Γ’ από 05.07.2021 έφεσης πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι. Στη συνέχεια πρέπει, γενομένης δεκτής της υπό στοιχείο Γ’ από 05.07.2021 έφεσης κατά το μέρος της αυτό, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το αντίστοιχο κεφάλαιό της και αφού το Δικαστήριο κρατήσει την υπόθεση και την δικάσει στην ουσία της (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), να απορρίψει την επικουρική βάση της αγωγής περί διάρρηξης των δικαιοπραξιών μεταβίβασης της επιχείρησης της πρώτης των εναγόμενων προς την δεύτερη των εναγόμενων ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Τέλος, αναφορικά με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχείο Γ’ από 05.07.2021 έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα – δεύτερη των εναγόμενων επαναφέρει τον υποβληθέντα και πρωτοδίκως ισχυρισμό της περί ακυρότητας, άλλως ανυπόστατου της επίδοσης σ’ αυτήν της ένδικης αγωγής, η οποία έλαβε χώρα την 27.02.2019, στην έδρα του υποκαταστήματός της στην Ελλάδα και παραλήφθηκε από υπάλληλο της εταιρείας φύλαξης «…………..» που δεν δύναται, κατά τους ισχυρισμούς της, να θεωρηθεί υπάλληλος αυτής, αφενός διότι δεν επιδόθηκε στην καταστατική έδρα της στη …….., αλλά στο υποκατάστημά της στην Ελλάδα, αφετέρου διότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης η ίδια δεν εκπροσωπούνταν πλέον από τον έβδομο των εναγόμενων, αλλά από τον …………., πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού, σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομική σκέψη, από την επικαλούμενη άκυρη, άλλως ανυπόστατη, επίδοση του δικογράφου στη δεύτερη των εναγόμενων αυτή δεν υπέστη καμία δικονομική βλάβη, καθόσον παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και ως εκ τούτου θεωρείται ότι δεν υπέστη δικονομική βλάβη, ακόμη και στην περίπτωση που παραβιάστηκαν οι διατάξεις που ρυθμίζουν την επίδοση της αγωγής, αφού από την εν λόγω παράβαση δεν επηρεάσθηκε, ούτε ήταν δυνατό να επηρεασθεί η δυνατότητα και η προϋπόθεση της άμυνας της δεύτερης των εναγόμενων.
Από την επανεκτίμηση των υπ’ αριθ. …./24.06.2019 και ……/24.06.2019 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον του Προξενικού Γραφείου της Πρεσβείας της Ελλάδας στη Βουλγαρία των μαρτύρων …………… και …….., αντίστοιχα, που λήφθηκαν με επιμέλεια της δεύτερης των εναγόμενων, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας (βλ. την υπ’ αριθ. ………./19.06.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης ………), και της υπ’ αριθ. …./24.06.2019 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ………..του μάρτυρα ……….., που λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας προς αντίκρουση των ισχυρισμών που περιέχονταν στις από 07.06.2019 προτάσεις της πρώτης, της δεύτερης, του τρίτου, της πέμπτης, του έβδομου, του όγδοου και της ένατης των εναγόμενων, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των τελευταίων (βλ. την υπ’ αριθ. …./19.06.2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πατρών ……………… στην πληρεξούσια δικηγόρο και αντίκλητο της πρώτης, του τρίτου, της πέμπτης και της ένατης των εναγόμενων και την υπ’ αριθ. …./19.06.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ………… στην πληρεξούσια δικηγόρο και αντίκλητο της δεύτερης, του έβδομου και του όγδοου των εναγόμενων), και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι προσκομιζόμενες φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 αρ. 3, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 του ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 1637/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 451/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 354/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1286/2003 ΕλλΔνη 2005. 406) και οι οποίες θεωρούνται ιδιωτικά έγγραφα (βλ. ΕφΑθ 991/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 642/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6061/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4847/2020 ΝΟΜΟΣ), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (βλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004. 723), σε συνδυασμό και με τα νέα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 του ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………» και πρώην επωνυμία «……………», η οποία δραστηριοποιείται στην παραγωγή και εμπορία ειδών συσκευασίας από χαρτί για βιομηχανική χρήση, είχε μακρόχρονη επαγγελματική συνεργασία, στα πλαίσια της οποίας πωλούσε χαρτοκιβώτια συσκευασίας με πίστωση του τιμήματος, με την πρώτη των εναγόμενων ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………….», η οποία είχε ως κύριο σκοπό την τυποποίηση, συσκευασία, συντήρηση, εμπορία και εξαγωγή αγροτικών και άλλων ομοειδών προϊόντων που προέρχονται από αγορές του εσωτερικού και εισαγωγές από το εξωτερικό, και η οποία είχε την έδρα της αρχικά στα ……… και στη συνέχεια μετέφερε την έδρα της στον ….. Αττικής, επί της οδού ……. (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. πρωτ. …/13.02.2018 ανακοίνωση καταχώρησης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο που εξέδωσε το Επιμελητήριο Ηλείας). Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι η πρώτη των εναγόμενων διατηρούσε ιδιόκτητες εγκαταστάσεις στην αρχική έδρα της στα ………, συνολικής επιφάνειας 46.874,75 τ.μ., όπου στεγαζόταν η μονάδα τυποποίησης, διαλογής, συσκευασίας και αποθήκευσης των οπωροκηπευτικών προϊόντων, στον προαύλιο χώρο υπήρχε πρατήριο υγρών καυσίμων, γεφυροπλάστιγγα και χώρος στάθμευσης, ενώ στο κτηριακό συγκρότημα, έκτασης 16 στρεμμάτων περίπου, στεγάζονταν γραφεία, συσκευαστήριο, ψυκτικοί θάλαμοι και αποθηκευτικοί χώροι. Επίσης διατηρούσε υποκατάστημα στα . ….., το οποίο εκτεινόταν σε ιδιόκτητη έκταση 14.490 τμ περίπου. Η πρώτη των εναγόμενων αποτελεί εταιρεία συμφερόντων της οικογένειας ……………, αφού μετέχουν στο μετοχικό της κεφάλαιο ο τρίτος των εναγόμενων ……. με ποσοστό 40,12%, ο τέταρτος των εναγόμενων ………… με ποσοστό 43,71%, η ένατη των εναγόμενων . ……………, σύζυγος του τρίτου εξ αυτών, με ποσοστό 9,88%, και η δέκατη των εναγόμενων . ……………, μητέρα του τέταρτου εξ αυτών, με ποσοστό 6,29%. Δυνάμει του από 28.08.2017 πρακτικού του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης των εναγόμενων ανώνυμης εταιρείας, το οποίο καταχωρήθηκε στο ΓΕ.ΜΗ. με αριθμό ……, το διοικητικό συμβούλιο που εκλέχθηκε με την από 24.08.2017 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας συγκροτήθηκε σε σώμα, αποτελούμενο από τον τρίτο των εναγόμενων ως πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο, από τον τέταρτο των εναγόμενων ως αντιπρόεδρο, από την πέμπτη των εναγόμενων ……………, θυγατέρα του τρίτου εξ αυτών, ως μέλος, και από την έκτη των εναγόμενων ………, σύζυγο του τέταρτου εξ αυτών, ως μέλος, ενώ το δικαίωμα νόμιμης εκπροσώπησης της εταιρείας ανατέθηκε στον τρίτο και στον τέταρτο των εναγόμενων (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. πρωτ. ………/17.11.2017 ανακοίνωση καταχώρησης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο που εξέδωσε το Επιμελητήριο Ηλείας). Δυνάμει του από 17.12.2017 πρακτικού του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης των εναγόμενων, το οποίο καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. με αριθμό ……….., μετά την παραίτηση του τρίτου των εναγόμενων από τη θέση του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου, το διοικητικό συμβούλιο ανασυγκροτήθηκε σε σώμα, αποτελούμενο από τον τέταρτο των εναγόμενων ως πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο, από την πέμπτη των εναγόμενων ως μέλος και από την έκτη των εναγόμενων ως αντιπρόεδρο, ενώ το δικαίωμα νόμιμης εκπροσώπησης της εταιρείας ανατέθηκε στον τέταρτο και στην πέμπτη των εναγόμενων (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. πρωτ. …./12.01.2018 ανακοίνωση καταχώρησης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο που εξέδωσε το Επιμελητήριο Ηλείας). Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η επαγγελματική συνεργασία μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης των εναγόμενων εξελίχθηκε ομαλά μέχρι το έτος 2015, οπότε η πρώτη των εναγόμενων άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα ρευστότητας, με αποτέλεσμα να οφείλει στην ενάγουσα το έτος 2018 το συνολικό ποσό των 634.708,43 ευρώ, προερχόμενο από πιστωθέντα τιμήματα των διαδοχικών συμβάσεων πώλησης εμπορευμάτων που καταρτίσθηκαν μεταξύ τους, κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2015 έως την 13.09.2018. Χάριν καταβολής των οφειλόμενων ως άνω τιμημάτων, οι τρίτος, τέταρτος και πέμπτη των εναγόμενων, ενεργώντας υπό την ιδιότητά τους ως νόμιμοι εκπρόσωποι της πρώτης των εναγόμενων, κατά τα προαναφερθέντα, εξέδωσαν και παρέδωσαν στην ενάγουσα, κατά το χρονικό διάστημα από την 21.02.2017 έως την 05.01.2018, είκοσι μεταχρονολογημένες επιταγές, συνολικής αξίας 385.000,00 ευρώ, οι οποίες, όμως, δεν πληρώθηκαν, λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων, κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή τους προς πληρωμή το χρονικό διάστημα από την 18.09.2017 έως την 20.04.2018, όπως βεβαιώθηκε σχετικώς στα σώματα των επιταγών. Ακολούθως εκδόθηκαν κατόπιν αιτήσεων της ενάγουσας, η υπ’ αριθ. …../2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας, με την οποία η πρώτη των εναγόμενων επιτάχθηκε να της καταβάλει το ποσό των 310.000,00 ευρώ ως κεφάλαιο, πλέον τόκων και εξόδων, για τις δεκαπέντε χρονικά πρώτες ακάλυπτες επιταγές, καθώς και η υπ’ αριθ. ……/2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία η πρώτη των εναγόμενων επιτάχθηκε να της καταβάλει το ποσό των 75.000,00 ευρώ ως κεφάλαιο, πλέον τόκων και εξόδων, για τις υπόλοιπες πέντε ακάλυπτες επιταγές. Επιπλέον, η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς και του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντίστοιχα, σε βάρος της πρώτης των εναγόμενων και των νόμιμων εκπροσώπων αυτής, τρίτου, τέταρτου και πέμπτης των εναγόμενων, τις από 15.10.2018 και από 14.11.2018, αντίστοιχα, αγωγές περί αδικοπραξίας εξαιτίας της έκδοσης των ανωτέρω ακάλυπτων επιταγών, αξιώνοντας την καταβολή αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, καθώς την απαγγελία προσωπικής κράτησης, οι οποίες έγιναν εν μέρει δεκτές με τις προσκομιζόμενες αποφάσεις υπ’ αριθ. 1755/2020 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και υπ’ αριθ. 3214/2019 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Κατά της υπ’ αριθ. 1755/2020 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ασκήθηκαν εφέσεις από τους ηττηθέντες διαδίκους, οι οποίες απορρίφθηκαν με την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. 374/2022 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, ενώ κατά της υπ’ αριθ. 3214/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ασκήθηκαν εφέσεις από τους ηττηθέντες διαδίκους, οι οποίες έγιναν δεκτές με την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. 108/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς και εξαφανίσθηκε η πρωτόδικη απόφαση μόνο κατά το κεφάλαιό της περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος του τρίτου, του τέταρτου και της πέμπτης των εναγόμενων και περί επιβολής των δικαστικών εξόδων σε βάρος του τέταρτου των εναγόμενων. Επίσης η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σε βάρος της πρώτης των εναγόμενων, την από 07.01.2019 αγωγή, αιτουμένη να της καταβληθεί το υπόλοιπο ποσό των πιστωθέντων τιμημάτων των ανωτέρω διαδοχικών συμβάσεων πώλησης, ύψους 249.708,43 ευρώ, η οποία έγινε δεκτή με την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. 4248/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που κατέστη τελεσίδικη, μετά την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας άσκησης έφεσης. Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι σε βάρος της πρώτης των εναγόμενων είχαν συσσωρευτεί πολυάριθμες απαιτήσεις, συνολικού ποσού 21.747.272,72 ευρώ, την 31.12.2017, και συγκεκριμένα προς τους εργαζόμενους αυτής ύψους 77.468,08 ευρώ, προς την Τράπεζα ALPHA BANK ύψους 9.978.052,85 ευρώ, προς την Τράπεζα ΠΕΙΡΑΙΩΣ ύψους 2.376.078,83 ευρώ, προς την ΕΘΝΙΚΗ Τράπεζα ύψους 834.140,91 ευρώ, προς τους προμηθευτές της ύψους 2.956.861,73 ευρώ, προς τους ασφαλιστικούς οργανισμούς (ΙΚΑ) ύψους 108.494,68 ευρώ, προς την ΔΕΗ ύψους 215.927 ευρώ και από ακάλυπτες επιταγές ύψους 3.440.547,86 ευρώ. Ακολούθως οι εργαζόμενοι της πρώτης των εναγόμενων άσκησαν την από 09.03.2018 αίτησή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία επικαλούμενοι ότι η πρώτη των εναγόμενων έχει εξασφαλίσει την έγγραφη σύμφωνη γνώμη της κύριας πιστώτριάς της Τράπεζας ALPHA BANK και ότι βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με τους λοιπούς πιστωτές της προς το σκοπό σύναψης συμφωνίας εξυγίανσης κατ’ άρθρο 104 επ. του Πτωχευτικού Κώδικα και την κατάθεση αίτησης επικύρωσής της, ζήτησαν τη λήψη προληπτικών μέτρων κατ’ άρθρο 106α του Πτωχευτικού Κώδικα. Η αίτηση αυτή έγινε εν μέρει δεκτή με την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. 1371/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, και απαγορεύθηκε προσωρινά μέχρι την κατάθεση αίτησης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης κατ’ άρθρο 104 του Πτωχευτικού Κώδικα, η λήψη ή συνέχιση σε βάρος της πρώτης των εναγόμενων μέτρων ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης καθώς και η λήψη ή συνέχιση ασφαλιστικών μέτρων. Εντούτοις, ουδέποτε κατατέθηκε από την πρώτη των εναγόμενων αίτηση επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης, ενώ κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο του έτους 2018 έως και το Νοέμβριο του έτους 2018, ήτοι από την κατάθεση της ανωτέρω αίτησης έως την παρέλευση τετράμηνου από την έκδοση της ως άνω απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, η ενάγουσα δεν μπορούσε να προβεί σε οποιαδήποτε δικαστική ενέργεια κατά της πρώτης των εναγόμενων, λόγω της χορηγηθείσας αναστολής των μέτρων ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης, κατ’ άρθρο 106α του Πτωχευτικού Κώδικα. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα, και συγκεκριμένα την 10.07.2018, ο τρίτος και ο τέταρτος των εναγόμενων που κατείχαν το μεγαλύτερο ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου της πρώτης των εναγόμενων, κατά τα προαναφερθέντα, και ουσιαστικά διοικούσαν αυτή, αποφάσισαν να προβούν στην ίδρυση της δεύτερης των εναγόμενων αλλοδαπής μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………….», η οποία εδρεύει στη ……. και έχει ταυτόσημο εμπορικό αντικείμενο με την πρώτη των εναγόμενων, αφού στον εταιρικό της σκοπό περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η εισαγωγή και εξαγωγή, η χονδρική και λιανική εμπορία γεωργικών ειδών και τροφίμων, προκειμένου να διοχετεύσουν μέσω αυτής την επιχειρηματική δραστηριότητα της οικογένειας ……………, δοθέντος ότι η εταιρεία των συμφερόντων τους, πρώτη των εναγόμενων, αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα και είχε έλλειψη ρευστότητας, εξαιτίας των προαναφερόμενων υψηλών χρεών της. Ως μοναδικός εταίρος και νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης των εναγόμενων ορίσθηκε αρχικά ο έβδομος των εναγόμενων, ο οποίος διατηρούσε στενές σχέσεις με την οικογένεια …………… και είχε απασχοληθεί στο παρελθόν στην πρώτη των εναγόμενων, ενώ το κύριο επάγγελμά του είναι πολιτικός μηχανικός και δεν διαθέτει εμπειρία στον χώρο της εμπορίας αγροτικών προϊόντων, γεγονότα που ενισχύουν την κρίση του Δικαστηρίου ότι ο έβδομος των εναγόμενων μετείχε τυπικά μόνο στην δεύτερη των εναγόμενων αλλοδαπή εταιρεία. Στη συνέχεια, δυνάμει της προσκομιζόμενης από 23.07.2018 σύμβασης πώλησης μεριδίων εταιρείας που καταχωρίσθηκε στο εμπορικό μητρώο της Βουλγαρίας την 31.10.2018 (βλ. το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. πρωτ. ……./31.10.2018 πιστοποιητικό του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Βουλγαρίας Υπηρεσία Καταχωρήσεων), ο έβδομος των εναγόμενων μεταβίβασε ποσοστό 70% του μετοχικού κεφαλαίου της δεύτερης των εναγόμενων στον ……… και ποσοστό 30% του μετοχικού κεφαλαίου της δεύτερης των εναγόμενων στον ………, ο οποίος ορίσθηκε διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας. Όπως δε προκύπτει από το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. πρωτ. ……/25.03.2019 πιστοποιητικό του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Βουλγαρίας Υπηρεσία Καταχωρήσεων, μοναδικός εταίρος και διαχειριστής της δεύτερης των εναγόμενων, από την 25.03.2019, είναι ο …….., ο οποίος διατηρούσε προσωπική σχέση με την . ……………, θυγατέρα του τρίτου των εναγόμενων και αδελφή της πέμπτης των εναγόμενων, όπως ο ίδιος εκθέτει στην προσκομιζόμενη από 31.07.2020 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που άσκησε σε βάρος του τρίτου των εναγόμενων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Εξάλλου αποδείχθηκε ότι αμέσως μετά την ίδρυσή της, η δεύτερη των εναγόμενων προέβη στη σύσταση υποκαταστήματος στην Ελλάδα, ………………, στον ίδιο χώρο όπου διατηρούσε την έδρα της μέχρι την 13.02.2018, αλλά και τις ιδιόκτητες εγκαταστάσεις της η πρώτη των εναγόμενων. Ως ειδικός πληρεξούσιος, αντιπρόσωπος και αντίκλητος στην Ελλάδα του νόμιμου εκπροσώπου της δεύτερης των εναγόμενων, ορίσθηκε αρχικά ο όγδοος των εναγόμενων …………… (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. πρωτ. …./03.08.2017 ανακοίνωση καταχώρησης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο που εξέδωσε το Επιμελητήριο Ηλείας), ο οποίος επίσης διατηρούσε στενές σχέσεις με την οικογένεια ……………, αφού με την έκτη των εναγόμενων συμμετείχαν ως εταίροι σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………….» (βλ. το προσκομιζόμενο ΦΕΚ Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ υπ’ αριθ. φύλλου 14899/30.12.2009), ενώ στη συνέχεια ορίσθηκε ως διαχειριστής του υποκαταστήματος στην Ελλάδα της δεύτερης των εναγόμενων ο . ….. (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. πρωτ. …../20.03.2019 ανακοίνωση καταχώρησης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο που εξέδωσε το Επιμελητήριο Ηλείας). Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι δυνάμει του προσκομιζόμενου από 23.07.2018 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης, η πρώτη των εναγόμενων φέρεται να εκμισθώνει, για χρονικό διάστημα είκοσι ετών, στην δεύτερη των εναγόμενων το σύνολο των ακινήτων της στην …, και συγκεκριμένα (α) τις ανωτέρω εγκαταστάσεις της στα ….., στο ……………, όπου είχε την αρχική έδρα της, συμπεριλαμβανομένης της αποθήκης με το βιομηχανικό εξοπλισμό και τα γραφεία, καθώς και της μεταλλικής εγκατάστασης που προορίζεται για βενζινάδικο και συνεργείο, (β) τις ανωτέρω εγκαταστάσεις της στα ……., όπου εδραζόταν το υποκατάστημά της και (γ) ακίνητο στο ……., επιφάνειας 56.233,70 τ.μ., αντί συνολικού ετήσιου μισθώματος 180.000,00 ευρώ, καταβλητέου σε μηνιαίες δόσεις έως την 25η ημέρα του προηγούμενου ημερολογιακού μήνα, σε τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε η πρώτη των εναγόμενων στην Τράπεζα ΠΕΙΡΑΙΩΣ Βουλγαρίας. Επιπλέον, δυνάμει του προσκομιζόμενου από 06.08.2018 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης, η δεύτερη των εναγόμενων φέρεται να υπεκμισθώνει, για χρονικό διάστημα τριών ετών, στην πρώτη των εναγόμενων, αντί μηνιαίου μισθώματος 3.000,00 ευρώ, καταβλητέου εντός των πέντε πρώτων ημερολογιακών ημερών κάθε μισθωτικού μήνα, σε τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε η δεύτερη των εναγόμενων, ένα αυτοτελή επαγγελματικό χώρο – γραφείο κείμενο στον α’ όροφο του κτιρίου με τον εξοπλισμό του, ήτοι οχτώ γραφεία, δώδεκα καρέκλες γραφείου, ραφιέρες, δύο εκτυπωτές και τρεις μονάδες Η/Υ, ένα αυτοτελή χώρο εντός του εσωτερικού χώρου του συσκευαστηρίου με τρεις γραμμές διαλογής, επεξεργασίας και συσκευασίας αγροτικών προϊόντων, ένα προαύλιο χώρο με δύο ειδικές ράμπες φόρτωσης – εκφόρτωσης και παραλαβής αγροτικών προϊόντων και δύο ειδικούς ψυκτικούς θαλάμους, ένα χώρο στάθμευσης οχημάτων και χώρο εισόδου βιομηχανικού κτιρίου, που βρίσκονται εντός του ως άνω βιομηχανοστασίου στα …………., στο …….., το οποίο είχε ήδη μισθώσει η δεύτερη των εναγόμενων από την πρώτη των εναγόμενων και στο οποίο εδραζόταν το υποκατάστημά της στην Ελλάδα. Εντούτοις, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι καταβλήθηκαν τα συμφωνηθέντα ως άνω μισθώματα, καθόσον δεν προσκομίσθηκαν ούτε αντίγραφα των αναφερόμενων στα ανωτέρω μισθωτήρια τραπεζικών λογαριασμών, στους οποίους είχε συμφωνηθεί να κατατίθενται μηνιαίως τα μισθώματα, ούτε αποδείξεις καταβολής των εν λόγω μισθωμάτων. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται και από το γεγονός ότι μετά την επίδοση στην δεύτερη των εναγόμενων από την ενάγουσα ως κατάσχουσα του προσκομιζόμενου από 04.02.2019 κατασχετηρίου εις χείρας τρίτου, το οποίο αφορούσε, μεταξύ άλλων, και τις απαιτήσεις από μισθώματα της πρώτης των εναγόμενων σε βάρος της δεύτερης των εναγόμενων, η τελευταία δεν προέβη, ως τρίτη, στη δήλωση του άρθρου 985 του ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα η σχετική παράλειψή της να εξομοιώνεται με αρνητική δήλωση κατ’ άρθρο 985 παρ. 3 του ΚΠολΔ (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. ……/2019 βεβαίωση του Ειρηνοδικείου Μυρτουντίων). Η δεύτερη των εναγόμενων προέβαλε τον ισχυρισμό ότι τα οφειλόμενα μισθώματα δεν καταβλήθηκαν στην πρώτη των εναγόμενων, διότι συμψηφίσθηκαν με ανταπαίτηση που η ίδια διατηρούσε σε βάρος της, ύψους 400.000,00 ευρώ, προερχόμενη από τιμήματα διαδοχικών συμβάσεων πώλησης σταφυλιών που καταρτίσθηκαν μεταξύ τους, το χρονικό διάστημα από την 30.08.2018 μέχρι την 13.09.2018, προσκομίζοντας και τα σχετικά τιμολόγια. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται αβάσιμος, καθόσον αντιβαίνει και στα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής μία νεοσύστατη εταιρεία, όπως η δεύτερη των εναγόμενων, αμέσως μετά την ίδρυσή της, να προβαίνει σε πωλήσεις τόσο μεγάλων ποσοτήτων εμπορευμάτων, αντί τιμημάτων ανερχόμενων στο υψηλό ποσό των 400.000,00 ευρώ, προς μια αφερέγγυα εταιρεία, την πρώτη των εναγόμενων, η οποία βαρύνεται με τεράστια χρέη, κατά τα προαναφερθέντα, και η οποία ουσιαστικά έχει περιέλθει σε αδράνεια, μετά την εκμίσθωση των βιομηχανικών της εγκαταστάσεων και του εξοπλισμού της στην δεύτερη των εναγόμενων, καθόσον ουδόλως αποδείχθηκε ότι αυτή συνέχισε με οποιονδήποτε τρόπο την εμπορική της δραστηριότητα μετά το έτος 2018. Κατόπιν τούτων αποδείχθηκε ότι η δεύτερη των εναγόμενων έκανε χρήση, χωρίς κανένα απολύτως αντάλλαγμα, των ανωτέρω ακινήτων και εγκαταστάσεων, τα οποία εξυπηρετούσαν τη λειτουργία της βιομηχανικής επιχείρησης της πρώτης των εναγόμενων, μέχρι τη σύναψη του από 23.07.2018 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης, και τα οποία δεν ήταν δυνατό να μεταβιβασθούν σε τρίτους, καθόσον ήταν βεβαρυμμένα με προσημειώσεις υποθήκης αρκετών εκατομμυρίων ευρώ, και συγκεκριμένα ποσού 2.500.000,00 ευρώ, ποσού 120.000.000 δρχ. και ποσού 900.000,00 υπέρ της Εμπορικής Τράπεζας, καθώς και ποσού 4.000.000,00 και ποσού 1.700.000,00 υπέρ της ΑΛΦΑ Τράπεζας (βλ. την προσκομιζόμενη από 30.10.2018 έρευνα ακίνητης περιουσίας της πρώτης των εναγόμενων). Αποδείχθηκε επίσης ότι η δεύτερη των εναγόμενων χρησιμοποιούσε τους ίδιους τηλεφωνικούς αριθμούς, την ίδια ιστοσελίδα (χρωματικά, σχηματικά, λεκτικά) και τις ίδιες φωτογραφίες που χρησιμοποιούσε η πρώτη των εναγόμενων, ενώ διαφημιζόταν ως εταιρεία με παρουσία 40 ετών στην ελληνική αγορά. Επιπλέον χρησιμοποιούσε το ίδιο προσωπικό με την πρώτη των εναγόμενων, προσλαμβάνοντας κατά καιρούς και επιπλέον εποχιακό προσωπικό, ενώ μέλη της οικογένειας …………… εξακολουθούσαν να εργάζονται και στην δεύτερη των εναγόμενων, και συγκεκριμένα η . ……………, θυγατέρα του τρίτου των εναγόμενων, ως διευθύντρια διοίκησης και ως δικηγόρος, καθώς και η πέμπτη των εναγόμενων. Είναι πρόδηλο, επομένως, ότι ολόκληρος ο μηχανολογικός και μη εξοπλισμός, τα κινητά πράγματα, το προσωπικό, αλλά και τα άυλα στοιχεία, ήτοι πελατεία, εμπορική πίστη, εμπορική φήμη, τεχνογνωσία, θέση καταστήματος, αναπτυξιακές προοπτικές και ελπίδες, που συνέθεταν την επιχείρηση της πρώτης των εναγόμενων και τελούσαν υπό οικονομική οργάνωση και ενότητα, μεταβιβάσθηκαν ατύπως στην δεύτερη των εναγόμενων. Αναφορικά με την μεταβίβαση της κυριότητας των κινητών πραγμάτων (μηχανημάτων, μεταφορικών μέσων, εμπορευμάτων κλπ.) της πρώτης των εναγόμενων προς την δεύτερη των εναγόμενων, με την παράδοση της νομής τους σ’ αυτήν, πρέπει να επισημανθεί ότι η δεύτερη των εναγόμενων αρνήθηκε την απόδοσή τους στην ενάγουσα μετά την επίδοση σ’ αυτήν των προσκομιζόμενων από 04.02.2019 και από 11.12.2019 κατασχετηρίων εις χείρας τρίτου. Ακολούθως, μετά την εγκατάσταση της δεύτερης των εναγόμενων στο ίδιο ακριβώς ακίνητο, όπου προηγουμένως λειτουργούσε η βιομηχανική επιχείρηση της πρώτης των εναγόμενων, ήταν αδύνατο σε οποιονδήποτε τρίτο να αντιληφθεί ότι επρόκειτο για διαφορετική επιχείρηση από αυτήν που λειτουργούσε η πρώτη των εναγόμενων, αφού η επιχείρηση της δεύτερης των εναγόμενων διατήρησε αναλλοίωτα, από την πρώτη ημέρα της λειτουργίας της, τα ίδια ακριβώς εσωτερικά και εξωτερικά χαρακτηριστικά, κατά τα προαναφερθέντα. Αναφορικά δε με τις οφειλές προς τρίτους προμηθευτές, που είχαν γεννηθεί από την εμπορική δράση της πρώτης των εναγόμενων, αποδείχθηκε ότι η δεύτερη των εναγόμενων ανέλαβε την εξόφληση μέρους αυτών, προκειμένου να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη συνεργασία με τους εν λόγω προμηθευτές, και συνακόλουθα να δύναται να αναπτύξει την επιχειρηματική της δραστηριότητα στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, διατηρώντας το πελατολόγιο της πρώτης των εναγόμενων (βλ. τα προσκομιζόμενα από 08.12.2018, 08.12.2018, 10.12.2018, 05.09.2018 και 27.08.2018 ιδιωτικά συμφωνητικά αναδοχών των οφειλών της πρώτης των εναγόμενων που καταρτίσθηκαν μεταξύ αυτής, των προμηθευτών της και της δεύτερης των εναγόμενων). Κατόπιν των αποδειχθέντων ως άνω πραγματικών περιστατικών, και εφόσον έγινε δεκτό στη νομική σκέψη που προηγήθηκε ότι βασικό κριτήριο για την διαπίστωση της ύπαρξης μεταβίβασης επιχείρησης είναι η διατήρηση της ταυτότητας μεταξύ της μεταβιβάζουσας και της αποκτώσας εταιρείας, προέκυψε ότι η δεύτερη των εναγόμενων απέκτησε την επιχείρηση της πρώτης των εναγόμενων, υπό την έννοια της εμπορικής συνέχειάς της, καταβάλλοντας, μάλιστα, μέρος των οφειλών προς τρίτους προμηθευτές, που είχαν γεννηθεί από την εμπορική δράση της πρώτης των εναγόμενων, ανεξάρτητα από το γεγονός εάν τηρήθηκε ή μη ο έγγραφος τύπος της σύμβασης μεταβίβασης, δοθέντος ότι η σύμβαση αυτή μπορεί να είναι και άτυπη. Αποδείχθηκε επίσης ότι η δεύτερη των εναγόμενων συνεχίζει την ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα με την πρώτη των εναγόμενων, ενώ έτι περαιτέρω είναι νομικώς αδιάφορο, όπως εκτέθηκε στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, εάν η δεύτερη των εναγόμενων ως νέος επιχειρηματικός φορέας έχει την ίδια ή διαφορετική εμπορική επωνυμία ή διακριτικό σήμα προϊόντων ή νομική μορφή, όπως αβάσιμα επιχειρηματολογεί η δεύτερη των εναγόμενων, η οποία διατείνεται ότι η μεταβιβάζουσα και η αποκτώσα εταιρεία δεν έχουν καμία εμπορική σύνδεση. Περαιτέρω, λόγω των στενών σχέσεων που διατηρούσε ο έβδομος των εναγόμενων με την οικογένεια ……………, προκύπτει ανενδοίαστα ότι αυτός, ως μοναδικός εταίρος και νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης των εναγόμενων, γνώριζε τις ανωτέρω υπέρογκες οφειλές της πρώτης των εναγόμενων, που υφίσταντο κατά το χρόνο μεταβίβασης της επιχείρησής της προς την δεύτερη των εναγόμενων. Συνεπώς αποδείχθηκε ότι η δεύτερη των εναγόμενων υπήρξε πράγματι «εμπορική διάδοχος» της πρώτης των εναγόμενων, ο δε ισχυρισμός της δεύτερης των εναγόμενων περί ανεξάρτητης επαγγελματικής δραστηριότητας, περί ανάπτυξης αυτής με τη σύναψη επιτυχημένων συνεργασιών με μεγάλους πελάτες και περί επέκτασης σε άλλες χώρες με την ίδρυση υποκαταστημάτων, δεν αρκεί για την αναίρεση των ανωτέρω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, λαμβανομένου, μάλιστα, υπόψη ότι η δεύτερη των εναγόμενων, χωρίς υφιστάμενες οφειλές, μπορούσε να επεκταθεί και να αναπτύξει επιτυχημένη επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ η πρώτη των εναγόμενων αδυνατούσε να συνεχίσει τις εμπορικές της συναλλαγές, λόγω των υπέρογκων χρεών της. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι μετά την ίδρυση της δεύτερης των εναγόμενων, η πρώτη των εναγόμενων περιήλθε σε αδράνεια, μη δυνάμενη να ικανοποιήσει πλέον, έστω και εν μέρει, τους δανειστές της, ενώ δεν προσκομίσθηκε κανένα αποδεικτικό μέσο από το οποίο να προκύπτει είτε ότι αυτή συνέχισε την εμπορική της δραστηριότητα, είτε ότι επεδίωξε την είσπραξη των απαιτήσεων, τις οποίες διατηρούσε σε βάρος τρίτων και οι οποίες ανέρχονταν, το έτος 2017, σε 2.571.218,00 ευρώ για μακροχρόνιες απαιτήσεις, σε 5.416.395,00 ευρώ για πελάτες και λοιπές εμπορικές απαιτήσεις και σε 877.640,00 ευρώ για λοιπές απαιτήσεις (βλ. τις προσκομιζόμενες ετήσιες οικονομικές καταστάσεις χρήσης 2017 της πρώτης των εναγόμενων). Κατόπιν τούτων αποδείχθηκε ότι η δεύτερη των εναγόμενων δημιουργήθηκε με μοναδικό και κύριο στόχο τη συνέχιση των εργασιών της πρώτης των εναγόμενων, έχουσα ταυτόσημο εμπορικό σκοπό και δράση, λαμβάνοντας, μάλιστα, τον εξοπλισμό, τα κινητά πράγματα, το προσωπικό, αλλά και τα άυλα στοιχεία της τελευταίας, και αναπτύσσοντας την εμπορική της δραστηριότητα μετά τη σύναψη του από 23.07.2018 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης, ενώ έκτοτε η πρώτη των εναγόμενων δεν ανέπτυξε καμία εμπορική δραστηριότητα, τεθείσα σε αδράνεια. Επομένως, εφόσον αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα μεταβίβαση της επιχείρησης της πρώτης των εναγόμενων στην δεύτερη των εναγόμενων, η τελευταία ευθύνεται εις ολόκληρον με την πρώτη των εναγόμενων για τα γεγενημένα χρέη αυτής έως την ημέρα της μεταβίβασης, στα οποία περιλαμβάνεται και η επίδικη απαίτηση της ενάγουσας ύψους 634.708,43 ευρώ, η οποία είχε καταστεί ληξιπρόθεσμη κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, και μάλιστα στηριζόμενη, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, σε εκτελεστούς τίτλους, ήτοι στην ανωτέρω υπ’ αριθ. …../2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας και στην ανωτέρω υπ’ αριθ. 531/2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως ως προς την κύρια βάση της αγωγής και κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 479 του εφαρμοστέου ελληνικού ΑΚ και της εξ αυτής δημιουργούμενης σωρευτικής παθητικής αναδοχής χρέους, αναγνώρισε την ευθύνη της δεύτερης των εναγόμενων, λόγω της μεταβίβασης σ’ αυτήν της επιχείρησης της πρώτης των εναγόμενων, και υποχρέωσε αυτή στην καταβολή του ποσού των 634.708,43 ευρώ, δεν εκτίμησε εσφαλμένα τις αποδείξεις, και ως εκ τούτου ο τρίτος λόγος της υπό στοιχείο Γ’ από 05.07.2021 έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι δεν έχει συντελεστεί μεταβίβαση επιχείρησης από την πρώτη στην δεύτερη των εναγόμενων τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος.
Συνοψίζοντας όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσίαν η από 06.07.2021 υπό στοιχείο Β’ έφεση και να γίνουν δεκτές κατ’ ουσίαν η υπό στοιχείο Α’ από 06.07.2021 έφεση και η υπό στοιχείο Γ’ από 05.07.2021 έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 827/2021 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στο σύνολό της, για το ενιαίο του τίτλου εκτέλεσης, αναγκαίως δε και κατά τη συναρτώμενη με την όλη έκβαση της δίκης διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων, αφού η δικαστική δαπάνη καθορίζεται εξ υπαρχής ενιαία για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της εξαφάνισης της απόφασης, και συνεπώς παρέλκει η έρευνα του πέμπτου λόγου της υπό στοιχείο Α’ από 06.07.2021 έφεσης και του τέταρτου λόγου της υπό στοιχείο Γ’ από 05.07.2021 έφεσης, με τους οποίους ο εκκαλών και η εκκαλούσα, αντίστοιχα, παραπονούνται για το ύψος της επιδικασθείσας πρωτοδίκως σε βάρος τους δικαστικής δαπάνης, να διακρατηθεί και να δικαστεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και να απορριφθεί η από 24.01.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό …/2019 αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας κατά την κύρια βάση της περί άρσης της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας της πρώτης και της δεύτερης των εναγόμενων, και συνακόλουθα ως προς τα συνεναγόμενα φυσικά πρόσωπα, ήτοι τον τρίτο, τον τέταρτο, την πέμπτη, την έκτη, τον έβδομο, τον όγδοο, την ένατη και την δέκατη των εναγόμενων, να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας κατά την επικουρική βάση της περί διάρρηξης των δικαιοπραξιών μεταβίβασης της επιχείρησης της πρώτης των εναγόμενων προς την δεύτερη των εναγόμενων, και να γίνει αυτή δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη κατά την κύρια βάση της περί ευθύνης λόγω μεταβίβασης επιχείρησης ως προς την πρώτη και την δεύτερη των εναγόμενων και να αναγνωρισθεί ότι υφίσταται παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης των εναγόμενων, λόγω της μεταβίβασης της επιχείρησης από την πρώτη στην δεύτερη των εναγόμενων, και να υποχρεωθεί η δεύτερη των εναγόμενων να καταβάλλει στην ενάγουσα το ποσό των 634.708,43 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής και έως την εξόφληση, δεδομένου ότι στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για την εκκαλούσα της υπό στοιχείο Β’ έφεσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ, καθόσον έχουν ασκήσει και ο εκκαλών – τέταρτος των εναγόμενων και η εκκαλούσα – δεύτερη των εναγόμενων τις υπό στοιχείο Α’ και Γ’, αντίστοιχα, εφέσεις. Αναφορικά με τα παράβολα που ο εκκαλών της υπό στοιχείο Α’ έφεσης και η εκκαλούσα της υπό στοιχείο Γ’ έφεσης προκατέβαλαν κατά την κατάθεσή τους για το παραδεκτό των εφέσεων, πρέπει να διαταχθεί η απόδοσή τους, λόγω της νίκης τους, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε’ του ΚΠολΔ, ενώ αναφορικά με το παράβολο που η εκκαλούσα της υπό στοιχείο Β’ έφεσης προκατέβαλε κατά την κατάθεσή της, πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο, λόγω της ήττας της, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε’ του ΚΠολΔ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων που εφαρμόστηκαν, αλλά και διότι εκτιμωμένων των περιστάσεων υπήρχε εύλογη αμφιβολία ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ, όπως το πρώτο άρθρο τροποποιήθηκε με το άρθρο 116 παρ. 1β’ του Ν. 4842/2021 και διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4871/2021 ΦΕΚ Α’ 246/10.12.2021 και εφαρμόζεται και σε εκκρεμείς υποθέσεις ως ειδικότερο του άρθρου 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις από 06.07.2021, από 06.07.2021 και από 05.07.2021, αντίστοιχα, υπό στοιχεία Α’, Β’ και Γ’ εφέσεις, κατά της υπ’ αριθ. 827/2021 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 06.07.2021 υπό στοιχείο Β’ έφεση.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου με αριθμό ………../2021 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ, που καταβλήθηκε από την εκκαλούσα κατά την άσκηση της υπό στοιχείο Β’ από 06.07.2021 έφεσής της.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν, τις από 06.07.2021 και από 05.07.2021, αντίστοιχα, υπό στοιχεία Α’ και Γ’ εφέσεις.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 827/2021 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί και δικάζει την από 24.01.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …../2019 αγωγή.
Απορρίπτει ότι στο σκεπτικό κρίθηκε ως απορριπτέο.
Απορρίπτει την αγωγή ως προς τον τρίτο, τον τέταρτο, την πέμπτη, την έκτη, τον έβδομο, τον όγδοο, την ένατη και την δέκατη των εναγόμενων.
Δέχεται την αγωγή ως προς την πρώτη και την δεύτερη των εναγόμενων, κατά την κύρια βάση της περί ευθύνης λόγω μεταβίβασης επιχείρησης.
Αναγνωρίζει ότι υφίσταται παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης των εναγόμενων, λόγω της μεταβίβασης της επιχείρησης από την πρώτη στην δεύτερη των εναγόμενων.
Υποχρεώνει την δεύτερη των εναγόμενων να καταβάλλει στην ενάγουσα το ποσό των εξακοσίων τριάντα τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων οκτώ ευρώ και σαράντα τριών λεπτών (634.708,43 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής και έως την εξόφληση.
Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα της υπό στοιχείο Α’ από 06.07.2021 έφεσης του παραβόλου υπέρ Δημοσίου με αριθμό ………./2021 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ.
Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα της υπό στοιχείο Γ’ από 05.07.2021 έφεσης του παραβόλου υπέρ Δημοσίου με αριθμό ………/2021 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 18.04.2024 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 07.06.2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ