ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 274/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και το Γραμματέα Σ.Τ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Α) Της εκκαλούσας: Της εταιρείας με την επωνυμία <<………..>>, που εδρεύει στην ……… Αττικής, οδός ………., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ ……. ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Σταμούλη (ΑΜ ΔΣΠ ………), που κατέθεσε την από 16-04-2024 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Του εφεσίβλητου: ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Κοντοσέα (ΑΜ ΔΣΠ ….. ΔΕ Γ.Κοντοσέας και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία ΔΣΠ …….), που κατέθεσε την από 17-04-2024 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Β) Του αντεκκαλούντος: …….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Κοντοσέα (ΑΜ ΔΣΠ … ΔΕ Γ.Κοντοσέας και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία ΔΣΠ ….), που κατέθεσε την από 17-04-2024 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Της αντεφεσίβλητης: Της εταιρείας με την επωνυμία <<……….>>, που εδρεύει στην …….. Αττικής, οδός ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Σταμούλη (ΑΜ ΔΣΠ ………), που κατέθεσε την από 16-04-2024 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Ο ενάγων – αντεκκαλών, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 11-12-2020 (με γεν.αριθ.κατάθ. ../2020 και ειδ.αριθ.καταθ. δικογρ. …/2020) αγωγή, με την οποία ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν.
Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’αριθ. 1491/2022 οριστική απόφαση, με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, διατάσσοντας τα σε αυτήν αναφερόμενα.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν α) η εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό εναγομένη, με την από 23-06-2023 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/26-06-2023 και αριθ.καταθ. ενδ. μέσου ../26-06-2023 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …/04-07-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. ../04-07-2023) έφεση και β) ο εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό ενάγων με την από 04-04-2024 ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου (με γεν.αριθ.καταθ. …/05-04-2024 και ειδ.αριθ.καταθ. …./05-04-2024) αντέφεση, οι οποίες προσδιορίστηκαν προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο.
Οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν στη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν αντιμωλία των διαδίκων.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω, αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: α) η από 23-06-2023 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …../26-06-2023 και αριθ.καταθ. ενδ. μέσου ……/26-06-2023 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …../04-07-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …./04-07-2023) έφεση και β) η από 04-04-2024 ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου (με γεν.αριθ.καταθ. …./05-04-2024 και ειδ.αριθ.καταθ. …./05-04-2024) αντέφεση, στρεφόμενες κατά της υπ’αριθ. 1491/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά τη διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, κατ’αντιμωλία των διαδίκων, οι οποίες (έφεση και αντέφεση) πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, λόγω της προδήλου μεταξύ τους συνάφειας, καθ’ όσον βάλλουν κατά της αυτής οριστικής αποφάσεως, υπάγονται στην αυτή διαδικασία και με την ένωση και συνεκδίκασή τους επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και αποτρέπεται το ενδεχόμενο εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων (άρθρα 246 και 524παρ.1 ΚΠολΔ, ΕφΑθ4299/2006 ΕλλΔνη 47 1508).
Η από 23-06-2023 έφεση κατά της υπ’αριθ. 1491/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρ. 82 ΚΙΝΔ σε συνδ. με άρθρ. 591, 614, 621, 622 ΚΠολΔ), κατ’αντιμωλία των διαδίκων και έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 26-06-2023, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική διετής προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 10.05.2022, ενώ για το παραδεκτό της, μολονότι ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής (Εφ.Πειρ.315/2023, Εφ.Πειρ. 2632/2023, www.efeteio-peir.gr). Επίσης η από 04-04-2024 αντέφεση κατά της ιδίας ως άνω οριστικής απόφασης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ.1 στοιχ.ζ ΚΠολΔ, με το από 04-04-2024 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου στις 05-04-2024, συντάχθηκε έκθεση κάτω από αυτό (με γεν.αριθ.καταθ. …./05-04-2024 και ειδ.αριθ.καταθ. …./05-04-2024) και κοινοποιήθηκε στην εκκαλούσα – εναγομένη και ήδη αντεφεσίβλητη εντός της προβλεπόμενης στην προαναφερθείσα διάταξη προθεσμίας, που ουδόλως αμφισβητήθηκε από την τελευταία. Με την αντέφεση αυτή ο αντεκκαλών πλήττει κεφάλαια της εκκαλουμένης απόφασης, που προσβάλλονται και με την έφεση της αντιδίκου του καθώς και κεφάλαια αναγκαία συνεχόμενα με τα εκκληθέντα, όπως θα αναφερθεί κατωτέρω αναλυτικά.
Επομένως οι ένδικες έφεση και αντέφεση, οι οποίες αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.
Ο ενάγων με την αγωγή του εξέθετε ότι με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που κατήρτισε με την εναγομένη, ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, εντός της χρονικής περιόδου από 10.1.2019 έως 27.02.2020, στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο <<BH>>, ολικής χωρητικότητας 13.615,17 κόρων και με αριθμό νηολογίου Πειραιά ……., πλοιοκτησίας της εναγομένης, αντί των προβλεπόμενων από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων μηνιαίου μισθού και επιδομάτων. Ότι έκτοτε παρείχε τις υπηρεσίες του στο ίδιο πλοίο, το οποίο ήταν ενταγμένο σε ακτοπλοϊκή γραμμή και εκτελούσε ανά δύο ημέρες τακτικά δρομολόγια με αφετηρία το λιμάνι του Πειραιά και προορισμό το Ηράκλειο της Κρήτης αλλά και δρομολόγια εξπρές, εργαζόμενος επί δεκατέσσερις (14) ώρες ημερησίως, ασκώντας τα καθήκοντα της ειδικότητάς του, έως την 27.02.2020, οπότε λύθηκε η τελευταία σύμβαση ναυτολόγησής του με κοινή συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου, στην πραγματικότητα όμως κατόπιν μονομερούς καταγγελίας της σύμβασής του από τον τελευταίο. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενος περαιτέρω ότι απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των αποδοχών του, που αντιστοιχούσαν στις ώρες της παρασχεθείσας υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες των χρονικών διαστημάτων των ναυτολογήσεών του και χωρίς να συνυπολογιστούν αυτές στο σύνολό τους για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2019 και 2020, τα οποία δικαιούται, αλλά και της πρόσθετης αμοιβής του για τα δρομολόγια εξπρές που εκτέλεσε το πλοίο κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα καθώς και της αποζημίωσης απόλυσης, ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλλει το συνολικό ποσό των 22.424,54 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 27.02.2020, άλλως από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστεί αυτή στη δικαστική του δαπάνη. Με την εκκαλουμένη απόφαση, η αγωγή αυτή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, ακολούθως δε με τις παραδοχές, μεταξύ άλλων, ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος στο πλοίο ανέρχονταν σε δώδεκα (12) ώρες κατά μέσο όρο καθώς και ότι στις 06.12.2019 χορηγήθηκε σε αυτόν από τον Πλοίαρχο, άδεια αναπαύσεως, διάρκειας ενός μηνός, μετά τη λήξη της οποίας στις 06.01.2020, η εναγομένη δεν προέβη στην άμεση επαναυτολόγησή του, παρά μόνο μεταγενέστερα στις 29.01.2020, με αποτέλεσμα λόγω της επελθούσης στην πραγματικότητα λύσης της σύμβασης εργασίας του, άνευ δικού του παραπτώματος, να δικαιούται της προβλεπόμενης στη διάταξη του άρθρου 76 ΚΙΝΔ αποζημίωσης, έγινε εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρεώθηκε η εναγομένη, με διάταξη που κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή για το ποσό των 7.000 ευρώ, να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 14.923,23 ευρώ, ως αμοιβή υπερωριών, αναλογία δώρου Πάσχα των ετών 2019 και 2020, αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019, πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές και αποζημίωση απόλυσης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της 27.02.2020 (ημερομηνία απόλυσής του) έως την εξόφληση, ενώ καταδίκασε την εναγομένη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία όρισε στο ποσό των 500 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται αμφότεροι οι διάδικοι, η μεν εναγομένη με την έφεσή της, ο δε ενάγων με την αντέφεσή του, που έχουν εισαχθεί στο παρόν Δικαστήριο προς κρίση, για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στο κάθε δικόγραφο λόγους, οι οποίοι στο σύνολό τους εκτιμώμενοι, ανάγονται σε σχέση με την έφεση της εναγομένης σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και σε κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ως προς τα κεφάλαια αυτής που αφορούν στο σύνολο των αγωγικών κονδυλίων και στην απόρριψη των προβληθεισών ενστάσεών της περί συμψηφισμού του τυχόν οφειλόμενου στον ενάγοντα ποσού για υπερωρίες με καταβληθέν σε αυτόν ποσό ως <<έκτακτες αμοιβές>> και περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγικής αξίωσης για την αποζημίωση απόλυσης, με την επισήμανση ότι με την αντέφεση του ενάγοντος παραδεκτά πλήττονται για τους ίδιους λόγους, αφενός μεν τα ήδη εκκληθέντα κονδύλια της διαφοράς αμοιβής υπερωριών, δώρων εορτών και αμοιβής δρομολογίων εξπρές καθώς και της αποζημίωσης απόλυσης, αφετέρου δε η κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου σχετικά με την επιδίκαση τόκου υπερημερίας κατά παραδοχή του αιτήματος της εναγομένης για την εξαίρεσή της από τον τόκο επιδικίας, δηλαδή κεφάλαιο της εκκαλουμένης αναγκαίως συνεχόμενο με εκκληθέν κεφάλαιο υπό την έννοια του άρθρου 523 παρ.1 ΚΠολΔ (βλ. σχετ. ΑΠ 732/2022 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 673/2020, δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου), ζητώντας την ουσιαστική παραδοχή τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υπόθεσης από το παρόν Δικαστήριο και την εν συνόλω απόρριψη η εκκαλούσα και παραδοχή της αγωγής ο αντεκκαλών αντίστοιχα, ενώ η εκκαλούσα υποβάλλει επιπρόσθετα με την έφεσή της και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’άρθρο 914 ΚΠολΔ, επειδή κατέβαλε στον αντίδικό της, το ανωτέρω χρηματικό ποσό που επιδικάσθηκε σε αυτόν προσωρινά με την εκκαλουμένη απόφαση.
Ι] Με το άρθρο 1 § 1 του ΑΝ. 3276/1944 «Περί Συλλογικών Συμβάσεων εν τη Ναυτική Εργασία», που εκδόθηκε στο Κάιρο και αναδημοσιεύθηκε στην Ελλάδα με τη Συντακτική Πράξη 21/1945, που κυρώθηκε με το Ν. 32/1945, ο οποίος δεν τον κατάργησε ρητώς με αποτέλεσμα να εξακολουθεί, όπως συνάγεται έμμεσα, να ισχύει, ορίζεται ότι «Δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινομένων ελευθέρως υπό του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολιτικά επιδόματα…», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 5 § 1 εδαφ. α΄ του ίδιου νόμου «Συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφόσον ήθελον κυρωθή δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν άλλας υφισταμένας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν, ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων». Οι νομοθετικές αυτές διατάξεις αποτελούν το κανονιστικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη σύναψη των συλλογικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), επί των οποίων δεν εφαρμόζεται ο Ν. 1876/1990 «Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 27/8.3.1990), όπως προκύπτει από την όλη διατύπωση και το πνεύμα του, μολονότι ο ίδιος δεν περιέχει σχετική ρητή διάταξη, όπως συνέβαινε με τον προϊσχύσαντα Ν. 3239/1955 «Περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας (ΦΕΚ Α 125/18.5.1955), ο οποίος στο άρθρο 42 § 3 όριζε ρητά ότι οι διατάξεις του δεν εφαρμόζονται επί της ρυθμίσεως των όρων, των συνθηκών και της αμοιβής της εργασίας των πληρωμάτων των πλοίων της εμπορικής ναυτιλίας (ΑΠ 87/2000, Δνη 2000/967 = ΕΕΔ 2001/231). Επομένως, στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται ούτε οι διατάξεις των §§ 4 και 5 του άρθρου 9 του Ν. 1876/1990 για την επιβίωση των κανονιστικών όρων της συλλογικής σύμβασης που έληξε ή καταγγέλθηκε υπό τη μορφή αρχικώς της παράτασης της ισχύος τους για ένα διάστημα και ακολούθως, μετά την παρέλευσή του, της μετενέργειάς τους επί των ατομικών συμβάσεων εργασίας (ΑΠ 1107/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, με τη λήξη της χρονικής διάρκειας της ΣΣΝΕ παύει ευθύς αυτή να ισχύει και τις συνθήκες παροχής και τις αμοιβές της ναυτικής εργασίας ρυθμίζουν στο εξής οι όροι της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας για την υπόλοιπη συμφωνημένη διάρκειά της (Α. Καρδαράς, Συλλογικές Συμβάσεις στη ναυτική εργασία, σε ΔΕΕ 2008/444 επομ. [447]). Συναφώς, αν ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συναφθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξης της ισχύος της τελευταίας σχετικής ΣΣΝΕ το εργασιακό καθεστώς δεν διέπεται πλέον από τη λήξασα ΣΣΝΕ αλλά προσδιορίζεται αυτοτελώς από τους όρους της ατομικής σύμβασης. Το αντίθετο, βέβαια, θα συμβεί αν οι συμβαλλόμενοι στην ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συμφωνήσουν να καταστούν περιεχόμενο της σύμβασης αυτής οι όροι κάποιας ΣΣΝΕ ή και αυτής που έληξε. Τούτο είναι σύμφωνο με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, από την οποία συνάγεται ότι είναι δυνατόν να συμφωνηθεί εγκύρως λ.χ. το ύψος του μισθού με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 51/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 228/2014, ΔΕΕ 2014/864, ΑΠ 251/2012, ΑΠ 1494/2010, ΑΠ 637/2004, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 225/2002, ΔΕΕ 2003/331 = ΕΕΔ 2003/1166, ΑΠ 443/1999, Δνη 1999/1559 = ΔΕΝ 2000/151 = ΕΕΔ 2000/567 = ΕπιθΙΚΑ 2000/203, ΑΠ 332/1997, ΔΕΕ 1997/1104 = ΕΕργΔ 1998/696, ΤριμΕφΠειρ. 720/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 12/2011, ΕΝαυτΔ 2011/406 = ΕΕμπΔ 2012/365, ΤριμΕφΘεσ. 262/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γ. Λεβέντης, – Κ. Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σελ. 521, Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2013, σελ. 301). Αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συγκεκριμένης ΣΣΕ, τότε οι όροι αυτοί καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας σα να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητάς τους είναι η ατομική βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανομένου εργαζομένου (ΑΠ 256/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Στ. Βλαστός, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, αρ. 124, σελ. 263 – 264). Η παραπομπή μπορεί να γίνει και σε ΣΣΝΕ της οποίας η ισχύς έχει ήδη λήξει, καθόσον εν προκειμένω τα μέρη δεν ενδιαφέρει η δεσμευτική της δύναμη αλλά η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιείχε. Για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (ΑΠ 567/2004, ΕΕΔ 2005/589, ΕφΑθ. 6808/1994, ΔΕΝ 1995/665 = ΕπιθΑσφΔ 1995/392). Για να καταστεί, όμως, οποιοσδήποτε όρος ΣΣΝΕ και όρος της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και των ναυτικών ΣΣΝΕ, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει είτε η νεότερη, αν υπάρχει, ΣΣΝΕ, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερη για τους ναυτικούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε µε την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμοστεί η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ (ΑΠ 277/2009, ΕΕΔ 2010/1353, ΑΠ 860/2010, ΔΕΝ 2010/1061, Δ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2011, αρ. 1050α, σελ. 662) είτε, ελλείψει νεότερης, η τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ εωσότου συναφθεί νέα ΣΣΝΕ, η οποία για τον ίδιο λόγο θα καταλάβει και την ατομική σύμβαση. Αποτελεί δε, αυτονόητα, ζήτημα πραγματικό το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας των μερών και το δικαστήριο κρίνει περί αυτού με βάση τους όρους που αποτυπώθηκαν στο έγγραφο της ατομικής συμφωνίας και, σε περίπτωση άτυπης κατάρτισης της σύμβασης ναυτολόγησης, με βάση το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, όπως [και] το ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος (ΜονΕφΠειρ. 160/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του (ΜονΕφΠειρ. 740/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ασχέτως αν αυτές συντάχθηκαν σε συμμόρφωση προς τις επιταγές του Ν. 4254/2014 «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 85/7.4.2014), αφού μεταξύ των σκοπών του τελευταίου περιλαμβάνεται και η διευκόλυνση της απόδειξης ότι ο εργαζόμενος έλαβε πράγματι τις συμφωνηθείσες αποδοχές (ΑΠ 1385/2015, ΕφΠειρ 120/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ] Κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010, ΕφΑΔ 2010/1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58/729, ΑΠ 142/2003, Δνη 44/1305, ΑΠ 737/2001, Δνη 43/723, ΑΠ 1700/1998, ΕΝαυτΔ 1999/465, Εφ.ΠΠειρ. 120/2019, ο.π., ΕφΠειρ. 670/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895).
ΙΙΙ] Με τα άρθρα 11, 12 παρ. 1, 13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ. 1 της ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β’ 3170/12.8.2019) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2019», του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ορίζονται τα ακόλουθα: « …Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς. …Ειδικά για το προσωπικό γενικών υπηρεσιών εν γένει, πλην των Ραδιοτηλεγραφητών, η οκτάωρη εργασία κατανέμεται από της 06.00 ώρας μέχρι της 22.00 ώρας με μία ώρα διακοπή. … Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 της παρούσης, περιλαμβανόμενων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή η οποία υπολογίζεται ως εξής: Το ποσόν του μηνιαίου μισθού ενεργείας της παρ. 1 του άρθρου 1 (αφορά το βασικό μισθό) διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τας ώρας της ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρεις (173)… Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%… Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Σεπτεμβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων…. ». Εξάλλου, από τον περιλαμβανόμενο στην ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα αμοιβών κατά βαθμό και ειδικότητα και τις σχετικές διατάξεις περί των αποδοχών των ναυτικών προκύπτει ότι με τη ΣΣΝΕ του έτους 2019 οι αποδοχές του θαλαμηπόλου ορίζονταν ως ακολούθως: 1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας, 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών, 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, 599,40 ευρώ αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,98 ευρώ Χ 30), 433,95 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών = 1.469,82 ευρώ Χ 1/22 = 66,81 ευρώ Χ 5 ημέρες = 334,05 ευρώ + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,98 Χ 5) = 99,90 ευρώ]. Ακόμη, από τον περιλαμβανόμενο στην ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα υπερωριακής αμοιβής κατά βαθμό και ειδικότητα με βάση το ωρομίσθιο του άρθρου 13 παρ. 6 προκύπτει ότι, προκειμένου περί θαλαμηπόλου, η υπερωριακή αμοιβή ορίστηκε αντίστοιχα σε 8,70 ευρώ (με προσαύξηση 25%) για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και 10,44 ευρώ (με προσαύξηση 50%) για κάθε ώρα εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Επισημαίνεται, περαιτέρω, καθ’ όσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ήμερα της Κυριακής, ότι η ως άνω Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας προβλέπει στο άρθρο 6 ότι «Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος δια τας μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχομένη μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ. 1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας», δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής, αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (Εφ.Πειρ. 132/2023, Εφ.Πειρ. 481/2023, Εφ.Πειρ. 300/2023, www.efeteio-peir.gr). Περαιτέρω, τα γενικά καθήκοντα των θαλαμηπόλων στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία προβλέπονται από το ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α 158/4.10.1960), κατά τις διατάξεις των άρθρων 116 και 118 του οποίου οι θαλαμηπόλοι διακρίνονται ανάλογα με την εκτελούμενη από αυτούς ειδική υπηρεσία σε θαλαμηπόλους ενδιαιτημάτων, εστιατορίων και κυλικείων, τελούν υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του αρχιθαλαμηπόλου της θέσης στην οποία ανήκουν και τον βοηθούν στην εκτέλεση των καθηκόντων του, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 117, στα ειδικότερα καθήκοντά τους περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η επιμέλεια της απόλυτης καθαριότητας, της καλής συντήρησης και της ευπρέπειας των ανατιθεμένων σε αυτούς ενδιαιτημάτων των θέσεων, η καταβολή ιδιαίτερης μέριμνας προς εξυπηρέτηση των επιβατών και η εκτέλεση φυλακών αναλόγως των προσεγγίσεων του εκτελούμενου δρομολογίου. Ειδικότερα, στη διάταξη του άρθρου 118 του ιδίου ως άνω β.δ./τος, που επίσης αναφέρεται στα ειδικότερα καθήκοντα των θαλαμηπόλων ενδιαιτημάτων, εστιατορίων, και κυλικείων, προβλέπεται ότι: «1…2. Οι θαλαμηπόλοι εστιατορίων βοηθούμενοι υπό επικούρων και υπό την άμεσον εποπτείαν και διεύθυνσιν του Αρχιθαλαμηπόλου επιμελούνται του ευπρεπισμού των αιθουσών των επιβατών (φαγητού, υποδοχής, χορού, μουσικής, αναγνωστηρίου, καπνιστηρίου κ.λ.π.) και της κοινωνικής προετοιμασίας των τραπεζών διά το πρωϊνόν ρόφημα, πρόγευμα, γεύμα, πρόδειπνον και δείπνον και εξυπηρετούσι τους εν αυταίς επιβάτας μετά προθυμίας και συμφώνως προς τους κανόνας της καλής συμπεριφοράς και της ξενοδοχειακής εθιμοτυπίας. 3. Οι θαλαμηπόλοι κυλικείων βοηθούμενοι υπό επικούρων επιμελούνται του ευπρεπισμού του κυλικείου και εξυπηρετούσι τους επιβάτας, παρέχοντες αυτοίς κατά την παραγγελίαν των αφεψήματα, ποτά και είδη κυλικείου, εις την κεκανονισμένην ποσότητα και τιμήν, βάσει τιμολογίου μονίμως ανηρτημένου εις πινακίδα. 4. Οι θαλαμηπόλοι ενδιαιτημάτων βοηθούμενοι υπό επικούρων επιμελούνται του ευπρεπισμού των κοιτωνίσκων των επιβατών και τίθενται προθύμως, και ανελλιπώς εις την διάθεσίν των διά την αρτιωτέραν εξυπηρέτησίν των κατά την διάρκειαν του ταξειδίου εξασφαλίζουσι την ησυχίαν κατά την νυκτερινήν φυλακήν των, και επιμελούνται της παραλαβής και μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών από του καταστρώματος εις τας θέσεις και τανάπαλιν κατά την επιβίβασιν και αποβίβασίν των».
IV] Από την διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ 2019, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί, τις ατομικές συμβάσεις εργασίας των οποίων αυτή διέπει, δικαιούνται επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 364/2012, αδημ.). Αντιθέτως, το κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 § 1 και 20 της ως άνω ΣΣΝΕ μηνιαίως καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων δώρων εορτών (ΜονΕφΠειρ. 676/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΜονΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262), για το λόγο ότι δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, αιτία της χορηγήσεώς του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 = ΔΕΝ 59/1300 = Δνη 2005/123, ΑΠ 226/2003, ΕΕΔ 2004/790 = ΔΕΝ 59/1138, ΤριμΕφΠειρ. 177/2012, ΠειρΝ 2012/354, ΤριμΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ. 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜονΕφΠειρ. 347/2016, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 671/2015, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204). Ακόμη, δεν συνυπολογίζονται τα εορταστικά επιδόματα (δώρα), καθόσον αυτά δεν περιλαμβάνονται στην έννοια των μηνιαίων αποδοχών, αφού κατά το άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΝΕ δεν καταβάλλονται τακτικά κάθε μήνα ως αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας που προσφέρεται, αλλά «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα» (Εφ.Πειρ. 569/2022, Εφ.Πειρ. 194/2022, Εφ.Πειρ. 423/2021, Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir.gr), ούτε η αμοιβή για εκτέλεση έξτρα εργασιών, εάν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα (Εφ.Πειρ. 237/2016, Εφ.Πειρ. 164/2014, Εφ.Πειρ. 434/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, π.ρ.β.λ. και Εφ.Πειρ. 569/2022, Εφ.Πειρ. 543/2022, www.efeteio-peir.gr).
V] Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 της ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προβλέπεται ότι, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται, από την αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΝ και από τους πλοιοκτήτες, η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης, καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ` εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου τέτοια δρομολόγια (Express) για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η κατά την παρ. 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. Όμως, σύμφωνα με τη παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ειδικά προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, του, κατά την προαναφερθείσα παρ. 2 προσδιορισμού. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή η μετάβαση στο λιμάνι ή τους λιμένας προορισμού και η επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7α). Εάν είναι μικρότερη των δώδεκα (12) ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7β). Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι, καθόσον αφορά την προβλεπόμενη απ` αυτές πρόσθετη αμοιβή, αυτή καταβάλλεται εφόσον σε κάθε δρομολόγιο το πλοίο δεν παραμείνει τουλάχιστον έξι (6) ώρες στο λιμάνι αφετηρίας πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο. Κατά τη σαφή δε έννοια της παρ. 1 του άρθρου αυτού, δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 170 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου», στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως “το κατά ημέρα και ώρα ιδιαίτερο ταξίδι προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής” (ΕΠ 71/2014 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ο δε λιμένας αφετηρίας ως “ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του”. Η υποχρέωση δε εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 των πιο πάνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει έξι (6) ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Δίδεται, όμως, η δυνατότητα, με τη διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν έξι (6) τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί έξι (6) ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του, προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του (Εφ.Πειρ.546/2016 ΕΝΔ 44.323). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο εκτελεί έως πέντε κυκλικά δρομολόγια εβδομαδιαίως, για τον προσδιορισμό της οφειλόμενης πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως έξι (6) ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή, εννοείται για τα δρομολόγια της εν λόγω εβδομάδας. Εν τούτοις, δεν καθίσταται απαράδεκτη ή νόμω αβάσιμη η αγωγή του εργαζομένου, με την οποία αυτός, έχοντας αξίωση λήψης πρόσθετης αμοιβής για πρόωρη αναχώρηση του πλοίου που εκτελεί έως πέντε κυκλικά δρομολόγια εβδομαδιαίως για περισσότερες της μίας εβδομάδας στα πλαίσια του χρόνου ναυτολόγησής του, υπολογίζει όλες τις ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου, καθόλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του, διότι εν τέλει και ο τρόπος αυτός υπολογισμού στο ίδιο αποτέλεσμα καταλήγει, εφόσον βάση προσδιορισμού της πρόσθετης αμοιβής, αποτελεί το πηλίκον της διαιρέσεως των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου με τον αριθμό 8. Είτε οι ώρες πρόωρης αναχώρησης ληφθούν σε εβδομαδιαία βάση και ακολούθως, αφού διαιρεθούν με τον αριθμό 8, γίνει άθροιση του πηλίκου των διαιρέσεων όλων των επιμέρους εβδομάδων απασχόλησης του εργαζομένου, είτε απευθείας όλες οι ώρες πρόωρης αναχώρησης διαιρεθούν με τον αριθμό 8, οδηγούν κατ’ αποτέλεσμα στον ίδιο αριθμό δρομολογίων. Εξάλλου, για την εφαρμογή της παραπάνω § 7, στο σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου συμπεριλαμβάνεται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το ναυτικό εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνυπολογίζονται, επομένως, ο μισθός ενέργειας, τα επιδόματα Κυριακών και βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, ο μέσος όρος της αμοιβής που καταβάλλεται τακτικά για επαναλαμβανόμενη υπερωριακή εργασία (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), το επίδομα αδείας (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΜονΕφΠειρ. 51/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και ο μέσος όρος των πρόσθετων αμοιβών που εισπράττει ο ναυτικός από τον εργοδότη του, αν αυτές του καταβάλλονται σταθερά και αδιαλείπτως κάθε μήνα (ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π.). Κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, στις μηνιαίες αποδοχές επί των οποίων υπολογίζεται η εν λόγω πρόσθετη αμοιβή, περιλαμβάνονται και τα εορταστικά επιδόματα (δώρα), έστω κι αν κατά το άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΝΕ καταβάλλονται «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα», εφόσον αυτά καταβάλλονται τακτικώς κάθε μήνα (όμοια ΕφΠειρ 328/2023 και ΕφΠειρ 433/2023, Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο 1977, σελ. 148).
VI] Εξάλλου, στις διατάξεις των άρθρων 68 – 81 του Ν. 3816/1958 «Περί Κυρώσεως Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου ΚΙΝΔ» (ΦΕΚ Α 32/28.2.1958) καταστρώνονται οι προβλεπόμενοι από αυτόν λόγοι λύσεως της σύμβασης ναυτικής εργασίας, εφαρμοζομένων παραλλήλως των ρυθμίσεων του κοινού δικαίου επί των μη ρυθμιζόμενων περιπτώσεων. Οι λόγοι αυτοί διαρθρώνονται σε δύο [2] κατηγορίες και, συγκεκριμένα, αφενός μεν σ’ εκείνους που επιφέρουν αυτόματα τη λύση της σύμβασης με τη συνδρομή ορισμένων γεγονότων (άρθρα 68, 70, 71) και, αφετέρου, σ’ εκείνους που ανάγονται στη βούληση των συμβαλλομένων (άρθρα 69 και 72 – 74), οι οποίοι λειτουργούν ύστερα από ενέργεια ενός μόνον από αυτούς (Ι. Ρόκας – Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 148, σελ. 80, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 1989, σελ. 155 επομ.). Πέραν, όμως, αυτών είναι δυνατή η λύση της σύμβασης ναυτολογήσεως με τη θέληση αμφοτέρων των συμβαλλομένων (Α. Κιάντου – Παμπούκη, οπ., Γ. Μικρούδης, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, σε ΕΕΔ 66/449 επομ. [454, υποσ. 49]), στα πλαίσια της συμβατικής ελευθερίας και της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης που σε νομοθετικό επίπεδο θεμελιώνονται στην διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ. Η λύση αυτή της σύμβασης ναυτικής εργασίας, με κοινή συναίνεση, δεν προβλέπεται στον ΚΙΝΔ, ο οποίος προνοεί μόνον για τη λύση της με τη θέληση του ενός συμβαλλομένου, προς την οποία και συνάπτει έννομες συνέπειες. Τέτοια συνέπεια προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 76, κατά την οποία ο απολυόμενος ναυτικός δικαιούται αποζημιώσεως, εκτός άλλων, στην περίπτωση κατά την οποία, χωρίς τούτο να δικαιολογείται εξαιτίας παραπτώματός του, ο πλοίαρχος καταγγέλλει τη σύμβαση της ναυτολογήσεώς του. Περίπτωση λύσεως της συμβάσεως με κοινή συναίνεση ανακύπτει και όταν, κατ’ εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ, ο ναυτικός λαμβάνει την προβλεπόμενη από αυτήν άδεια αναπαύσεως, οπότε η σύμβασή του λύεται με την αποδοχή εκ μέρους του πλοιάρχου σχετικής αιτήσεώς του, δηλαδή με τη σύμπτωση των δηλώσεων βουλήσεώς τους κατ’ άρθρα 185, 189 και 192 ΑΚ (πρβλ ΟλΑΠ 25/1998, Δνη 1998/798 = ΔΕΝ 2000/382 = ΕΕμπΔ 1998/610 = ΕΕΝ 1998/634 = ΕΕΔ 1999/86 = ΕΝαυτΔ 1998/263 = ΝοΒ 1999/231, ΟλΑΠ 32/1997, Δνη 1997/1528 = ΕΕΝ 1997/431 = ΕΝαυτΔ 1998/369 = ΝοΒ 1998/198). Πράγματι, όπως [και] από τις διατάξεις του άρθρου 15 της ως άνω ΣΣΝΕ προκύπτει, η άδεια του ναυτικού, σε αντίθεση προς ό,τι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, παρέχεται κατ’ αίτησή του μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν την χορήγησή της και σε περίπτωση μη χορήγησής της ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται νόμιμα (ΜονΕφΠειρ. 83/2014, ο.π., Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, άρθρο 60, σελ. 192). Στην ίδια αυτή περίπτωση της, με κοινή συναίνεση, λύσεως της σύμβασης ναυτολόγησης, δεν οφείλεται στον απολυόμενο λόγω λήψεως αδείας ναυτικό η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ. 111/2007, ΕΝαυτΔ 2007/406, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος Ι, 2004, άρθρο 75, σελ. 385), αφού για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής προϋποτίθεται μονομερής λύση της σύμβασης επερχόμενη με καταγγελία της εκ μέρους του πλοιάρχου (ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ο.π, ΕφΠειρ. 288/2011, ΠειρΝομ. 2012/173). Άλλως έχει το πράγμα και η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ εξακολουθεί οφειλομένη, όταν η λήψη της άδειας αναπαύσεως του ναυτικού εμφανίζεται ως προσχηματικός (τυπικός) λόγος της απολύσεώς του, ο οποίος υποκρύπτει σιωπηρή μονομερή καταγγελία της συμβάσεώς του. Στην περίπτωση αυτή, τον προσχηματικό χαρακτήρα του εμφανιζόμενου λόγου απολύσεως, οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο ναυτικός που ενάγει για τη λήψη της αποζημίωσής του, το δε γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τη μη επαναυτολόγησή του μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος διάρκειας της άδειάς του, παρά τις οχλήσεις του ναυτικού για την επαναπρόσληψή του (ΜονΕφΠειρ. 443/2015, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 741/2005, ΕΝαυτΔ 2005/444). Τέλος, σε περίπτωση απολύσεως ναυτικού που λαμβάνει χώρα σε λιμένα του εσωτερικού, συνεπεία καταγγελίας της συμβάσεώς του από τον πλοίαρχο, η αποζημίωσή του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 75 εδαφ. τελευταίο και 76 εδαφ. α ΚΙΝΔ, ισούται με τις πάσης φύσεως πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του και για τον υπολογισμό της λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης (μισθός ενέργειας), το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή του, η αποζημίωση αδείας, τα επιδόματα εορτών και κάθε άλλη παροχή καταβαλλομένη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του τακτικώς καθ’ έκαστο μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΜονΕφΠειρ. 351/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΕφΠειρ. 172/2008, ΕΝαυτΔ 36/100, ΕφΠειρ. 719/2006, ΕΝαυτΔ 34/355, βλ. και Δ. Καμβύση, ο.π., άρθρο 76, σελ. 265), το άθροισμα των οποίων διαιρείται δια δύο [2] (ΜονΕφΠειρ. 71/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 231/2013, ο.π.).
VII] Εξάλλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331 = Δ 2006/1151 = ΝοΒ 2006/1716, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 = ΕΕΝ 1997/389 = ΝοΒ 1998/17, ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501 = ΕΕΝ 1991/320 = ΝοΒ 1991/389, ΟλΑΠ 2101/1984, ΝοΒ 1985/648, ΟλΑΠ 88/1980, ΝοΒ 1980/1437, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει εύλογα δημιουργηθεί στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΕΕΝ 2003/168 = ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001, ΝοΒ 49/1814 = Δνη 2001/382 = ΕπισκΕμπΔ 2002/392). Η ανωτέρω διάταξη, όμως, έχει εφαρμογή στην περίπτωση άσκησης δικαιώματος από το δικαιούχο, όταν δηλαδή αυτός επιδιώκει την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει στο δικαίωμά του και όχι όταν ο αντίδικός του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 764/2001, ΔΕΕ 2001/1013, ΑΠ 950/1989, Δνη 1991/77, ΑΠ 84/1984, ΝοΒ 1985/239, ΜονΕφΔυτΣτερΕλ 34/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, ΕφΑθ. 8263/2007, ΔΕΕ 2008/1115, ΕφΔωδ. 122/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 871/2002, ΠειρΝομ. 2002/472, ΕφΠειρ. 470/1992, ΕΝαυτΔ 1993/256) ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα του αγωγικού δικαιώματος, αποκρούοντας δηλαδή την εφαρμογή του ως μη αναγνωριζόμενου από το νόμο (ΑΠ 1119/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1255/1980, ΝοΒ 29/554, ΕφΔωδ. 171/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ. 221/2000, DIGESTA 2003/36, ΕφΠειρ. 13/1995, Δνη 1996/423 = ΔΕΕ 1995/403), καθόσον, ειδικότερα, εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βουλήσεως του υποχρέου, οπότε ελέγχεται βεβαίως ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της ασκήσεώς του, εάν, όμως, είναι ανυπόστατο ή αντίκειται στο νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος περί καταχρήσεως (ΑΠ 1417/1984, ΝοΒ 1985/1002, ΕφΘεσ. 727/2000, Αρμ. 2000/806). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕφΑθ. 966/2010, Δνη 2012/188), η δε διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 894/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, όπως και πιο πάνω υπό στοιχ. V της παρούσας σημειώθηκε, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, όπως άκυρη είναι και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ο.π, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ τούτου, επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημοσίας τάξεως άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, ΕφΠειρ. 901/2002, ο.π.).
Από την επανεκτίμηση της υπ’αριθ. …./24.02.2022 ένορκης βεβαίωσης του ………., ενώπιον της συμβολαιογράφου Αγρινίου ………, που λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης, όπως προκύπτει από την υπ’αριθ……../21.02.2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά . …., της υπ’αριθ. …./08.02.2021 ένορκης βεβαίωσης του . …., ενώπιον του Δικηγόρου Πειραιά, ………., που λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος, μετά από προηγούμενη, νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης, όπως προκύπτει από την υπ’αριθ……./28.01.2021 έκθεση επίδοσης της ιδίας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας, οι οποίες (ένορκες βεβαιώσεις) σταθμίζονται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας των μαρτυρούντων, χωρίς το γεγονός ότι αυτοί τυγχάνουν αντίδικοι της εναγομένης επειδή έχουν ασκήσει εναντίον της άλλη, δική τους, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (ΕφΑθ. 3879/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 698/2003, ΑχΝομ. 2004/266), της υπ’αριθ. ……/21.05.2021 ένορκης βεβαίωσης του . …., ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά …….., που λήφθηκε με επιμέλεια της εναγομένης, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος, όπως προκύπτει από την υπ’αριθ. …./18.05.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά …….. και της υπ’αριθ. …../20.12.2021 ένορκης βεβαίωσης του ……., ενώπιον της συμβολαιογράφου Κρωπίας …………, που επίσης λήφθηκε με επιμέλεια της εναγομένης, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος, όπως προκύπτει από την υπ’αριθ. ………./06.12.2021 έκθεση επίδοσης του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, τα οποία συνδυάζει με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου <<BH>>, ολικής χωρητικότητας 13.615,17 κόρων και με αριθμό νηολογίου Πειραιά 10579 και του ενάγοντος, Ελληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του με αριθμό ΑΑ 29324 ναυτικού φυλλαδίου, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου στο ανωτέρω πλοίο και παρείχε τις υπηρεσίες του 1) από 10.01.2019 έως 09.07.2019, που αποναυτολογήθηκε στον Πειραιά λαμβάνοντας άδεια ανάπαυσης διάρκειας ενός μηνός, 2) από 11.08.2019 έως 06.12.2019, που αποναυτολογήθηκε στον Πειραιά λαμβάνοντας άδεια ανάπαυσης διάρκειας ενός μηνός και 3) από 29.01.2020 έως 27.02.2020, οπότε η σύμβασή του λύθηκε με αμοιβαία συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου. Για τις παραπάνω συμβάσεις ναυτικής εργασίας και συγκεκριμένα για τις από 10.01.2019 και 30.01.2020 αυτών τηρήθηκε έγγραφος τύπος και από τις συγκεκριμένες γραπτές συμφωνίες, αντίγραφα των οποίων προσκόμισε η εναγομένη, προκύπτει ότι ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος συνομολογήθηκε κλειστός, ανερχόμενος στο συνολικό (μικτό) χρηματικό ποσό των 2.776,28 ευρώ και 2.831,80 ευρώ αντίστοιχα. Για το πρώτο από τα επίδικα χρονικά διαστήματα (ήτοι από 10.01.2019 έως 09.07.2019), οι όροι εργασίας του ενάγοντος και ιδίως το ύψος των καταβαλλόμενων σε αυτόν αποδοχών διέπονταν από την ΣΣΝΕ των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, η οποία κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β’ 3170/12.8.2019) του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και με την οποία ορίστηκε ότι η ισχύς της αρχίζει αναδρομικά από την 01.01.2019 και λήγει την 31.12.2019. Και τούτο διότι κατά την υπογραφή της ΣΣΝΕ στις 08.07.2019, η ανωτέρω σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, που ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής του ναυτολογούμενου παρέπεμπε στην ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, δεν είχε λυθεί αλλά λύθηκε την επομένη ημέρα, ήτοι στις 09.07.2019. Με βάση τα ανωτέρω και για το επόμενο διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος (ήτοι από 11.08.2019 έως 06.12.2019) ίσχυσε η ΣΣΝΕ του έτους 2019. Για το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος (ήτοι από 29.01.2020 έως 27.02.2020), ελλείψει νεότερης ΣΣΝΕ (δεδομένου ότι η ισχύς της ΣΣΝΕ 2019 έληξε την 31.12.2019), τους όρους παροχής και αμοιβής της εργασίας του ενάγοντος ρύθμιζε αποκλειστικά η συναφθείσα από 30.01.2020 ατομική σύμβαση εργασίας του. Οι όροι της σύμβασης αυτής όμως, ταυτίζονταν με τους όρους της ήδη λήξασας ΣΣΝΕ του έτους 2019, που ίσχυε προηγουμένως έχοντας καταστεί συμβατικό περιεχόμενο της ως άνω ατομικής συμφωνίας. Τούτο προκύπτει προεχόντως από το γεγονός ότι συνομολογήθηκε κλειστός μισθός, η περί του οποίου συμφωνία δεν θα είχε νόημα χωρίς ετεροκαθοριζόμενο ελάχιστο όριο αποδοχών, όπως εν προκειμένω εκείνο που καθορίστηκε συλλογικά με τη λήξασα ΣΣΝΕ και επιβεβαιώνεται από το κείμενο της ανωτέρω σύμβασης εργασίας, στην οποία ρητώς προβλέπεται ότι << Ο βασικός μισθός ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το Πλοίο. Όλες οι αποδοχές του Ναυτικού υπόκεινται σε κρατήσεις και εισφορές. Διευκρινίζεται και ρητά συνομολογείται από τα μέρη, ότι στον εν λόγω κλειστό μηνιαίο μισθό συμπεριλαμβάνονται βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα αδείας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρείας καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας>>. Επιπλέον από τις σχετικές εγγραφές στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος προκύπτει ότι και με τις δύο (2) ατομικές του συμβάσεις συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων να του καταβάλλεται ο μισθός που προβλέπεται στη ΣΣΝΕ, αφού στο οικείο σημείο κάτω από την ένδειξη <<Μισθός>> αναγράφεται ΣΣ, δηλαδή Συλλογική Σύμβαση. Τούτο συνάγεται και από τις αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του ενάγοντος που εξέδωσε η εναγομένη κατά τους μήνες Σεπτέμβριο, Οκτώβριο και Νοέμβριο του έτους 2019 (ήτοι μετά την υπογραφή της ΣΣΝΕ 2019) καθώς και από αυτές των μηνών Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 2020, από τις οποίες προκύπτει ότι το ύψος του καταβαλλόμενου μισθού ενέργειας του πρώτου, όπως και των επιδομάτων Κυριακών και βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας αλλά και του απλού ωρομισθίου για την αμοιβή της υπερωριακής του απασχόλησης, ανέρχονταν στα χρηματικά ποσά που προέβλεπε αντιστοίχως η ανωτέρω ΣΣΝΕ, που εξακολούθησε να εφαρμόζεται και μετά τη λήξη της (την 31.12.2019) και να αναπτύσσει δεσμευτική ενέργεια για τα μέρη με γενεσιουργό αίτιο τη σύμπτωση της ιδιωτικής τους βούλησης, κατά τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω υπό στοιχ. Ι] νομική σκέψη, ενώ για το χρονικό διάστημα από 01.01.2019 έως 31.08.2019 (το οποίο καταλάμβανε αναδρομικά η ΣΣΝΕ 2019 κατά το άρθρο 39 αυτής), η εναγομένη κατάβαλε στον ενάγοντα τις αναδρομικές παροχές της οικείας ΣΣ, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη απόδειξη πληρωμής. Επομένως η εκκαλουμένη που θεώρησε ότι την εργασιακή σχέση του ενάγοντος καθ’όλο το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του, ρύθμιζε η ΣΣΝΕ του έτους 2019 και με την παραδοχή αυτή επιδίκασε στον ενάγοντα χρηματικά ποσά για διαφορές αποδοχών υπερωριακής εργασίας, τις οποίες συνυπολόγισε και για τον καθορισμό των επιδομάτων δώρων εορτών και πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές, ορθώς κατ’αποτέλεσμα έκρινε. Για το λόγο αυτό, αφού αντικατασταθούν οι σχετικές αιτιολογίες της εκκαλουμένης (άρθρ. 534 ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα – εναγομένη, αποδίδει σφάλμα στην προσβαλλόμενη απόφαση, επικαλούμενη ότι τα σχετικά αγωγικά κονδύλια τα οποία υπολογίστηκαν με βάση την ΣΣΝΕ έτους 2019 έπρεπε να απορριφθούν, καθόσον η εργασιακή σχέση του ενάγοντος, καθ’όλο το χρονικό διάστημα της ναυτολογησής του ρυθμίζονταν αποκλειστικά από τις ατομικές συμβάσεις εργασίας που είχε καταρτίσει με την εναγομένη και στις οποίες περιλαμβάνονταν συμφωνία για κλειστό μηνιαίο μισθό, ενώ λόγω έλλειψης αναδρομικής ισχύος αλλά και μετενέργειας της ΣΣΝΕ 2019, αυτή δεν θα μπορούσε να ισχύσει κατά τα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του ενάγοντος, που προηγούνταν και έπονταν αντίστοιχα της κατάρτισης της εν λόγω ΣΣΝΕ. Περαιτέρω, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος, το ως άνω πλοίο της εναγομένης ήταν ναυτολογημένο σε ακτοπλοϊκή γραμμή και με αφετηρία το λιμάνι του Πειραιά εκτελούσε διήμερα δρομολόγια με προορισμό το Ηράκλειο της Κρήτης. Ειδικότερα, ανά δύο ημέρες αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 21.00 προς Ηράκλειο, όπου έφτανε στις 06.00 της επομένης. Στη συνέχεια αναχωρούσε από το Ηράκλειο στις 21.00 της ίδιας ημέρας και επέστρεφε στον Πειραιά στις 06.00 της επομένης. Επιπλέον τις πιο κάτω ημερομηνίες εκτελέστηκαν πρόσθετα (εμβόλιμα) δρομολόγια ως εξής: Στις 04.07.2019, 13.08.2019 και 22.08.2019, μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά στις 06.00, εκτελέσθηκε πρόσθετο δρομολόγιο ως εξής: Πειραιάς (αν.10.00) – Ηράκλειο (αφ.18.45). Στις 18.08.2019, 25.08.2019, 29.08.2019 και 01.09.2019 μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά στις 06.00, εκτελέσθηκε πρόσθετο δρομολόγιο ως εξής: Πειραιάς (αν. 9.00) – Ηράκλειο (αφ. 17.45). Στις 20.08.2019 και 27.08.2019 μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι του Ηρακλείου, στις 06.00, εκτελέσθηκε πρόσθετο δρομολόγιο ως εξής: Ηράκλειο (αν.10.00) – Πειραιάς (αφ. 18.45). Στο ως άνω πλοίο απασχολούνταν στην υπηρεσία ενδιαίτησης προσωπικό που, όπως δεν αμφισβητείται, αριθμούσε κατά τη θερινή περίοδο (1 Απριλίου έως 30 Οκτωβρίου) 26-27 θαλαμηπόλους και 16-17 επίκουρους και κατά την χειμερινή περίοδο (1 Νοεμβρίου έως 31 Μαρτίου) 13 θαλαμηπόλους και 10 επίκουρους καθώς και έναν Αρχιθαλαμηπόλο και έναν Προϊστάμενο Αρχιθαλαμηπόλο. Ο ενάγων, κατά το διάστημα της ναυτολόγησής του, απασχολούνταν καθημερινά με ανατιθέμενα σε αυτόν καθήκοντα, συναφή με την ειδικότητά του. Ειδικότερα απασχολούνταν στη ρεσεψιόν του πλοίου, όπου εξυπηρετούσε τους επιβάτες κατά την επιβίβαση και αποβίβασή τους (εάν είχε βραδινή βάρδια αναλάμβανε την εργασία του περί τις 20.30 ενώ εάν είχε πρωινή βάρδια προσέρχονταν περί τις 05.30), αλλά και κατά τη διάρκεια του ταξιδίου, εξυπηρετούσε το τηλεφωνικό κέντρο του πλοίου, παρέδιδε τα κλειδιά για τις αγορασμένες καμπίνες, παρείχε πληροφορίες στους επιβάτες που προσέρχονταν στο χώρο της ρεσεψιόν, εξυπηρετούσε τα αιτήματά τους, φρόντιζε για την τήρηση των μέτρων ασφαλείας στο ξενοδοχειακό τμήμα του πλοίου επιτηρώντας τους χώρους και μεριμνούσε για την εκτέλεση εκτάκτων εργασιών καθαρισμού, όποτε παρίστατο ανάγκη. Επίσης εργαζόταν στο εστιατόριο <<a’ la carte>> του πλοίου, το οποίο λειτουργούσε έως τις 23.00, προετοιμάζοντας το χώρο για την υποδοχή των επιβατών, μεριμνώντας για το στρώσιμο των τραπεζιών και τον εφοδιασμό του χώρου με μπουκάλια νερό, αναψυκτικά, κρασιά και αναλώσιμα είδη (χαρτοπετσέτες, οδοντογλυφίδες κλπ) ενώ μετά την αποχώρηση των επιβατών και την καθαριότητα του χώρου από τους σερβιτόρους, ασχολούνταν με το στρώσιμο των τραπεζιών για επόμενο γεύμα. Στα καθήκοντά του περιλαμβάνονταν και η απασχόλησή του στα μπαρ του πλοίου (άλλοτε σε εξωτερικό μπαρ και άλλοτε στο πρυμναίο, αναλόγως του ωραρίου εργασίας του και των καθηκόντων που του ανέθετε ο προϊστάμενός του) σερβίροντας τους πελάτες καφέ, αναψυκτικά και πρόχειρα γεύματα, ενώ μετά το πέρας λειτουργίας των χώρων αυτών φρόντιζε για την καθαριότητά τους. Επιπλέον απασχολούνταν ως <<διαμεριστής>> στις καμπίνες των επιβατών και κάθε ημέρα, σύμφωνα με το πρόγραμμα που εκπονούσε ο προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος, αναλάμβανε περίπου 25 έως 28 καμπίνες, δίκλινες και τετράκλινες, τις οποίες, με τη βοήθεια ενός επίκουρου θαλαμηπόλου, καθάριζε και ευπρέπιζε, μεριμνώντας για την αλλαγή των κλινοσκεπασμάτων, οι εργασίες δε αυτές ελάμβαναν χώρα στους λιμένες αφετηρίας και προορισμού του πλοίου (Πειραιά και Ηράκλειο αντίστοιχα). Η διάρκεια της καθημερινής απασχόλησης του ενάγοντος δεν ήταν εκ των προτέρων ακριβώς καθορισμένη, διότι τελούσε σε συνάρτηση με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεόμενων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου και την εξυπηρέτηση της συγκεκριμένης ακτοπλοϊκής γραμμής. Αποδείχθηκε όμως ότι για την εκτέλεση των καθηκόντων του και εντός των πλαισίων της καλύτερης λειτουργίας των υπηρεσιών του πλοίου, ο ενάγων εργαζόταν, κατ’εντολή του προϊσταμένου αρχιθαλαμηπόλου, πέραν του νομίμου ωραρίου του, γεγονός άλλωστε που συνομολογεί και η εναγομένη, η οποία με τη μισθοδοσία κάθε μήνα, του κατέβαλε χρηματικά ποσά για <<αμοιβή υπερωριών>> και για απασχόληση <<Σάββατα και αργίες>>, όπως προκύπτει και από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας. Εγείρεται όμως αμφισβήτηση ως προς την επικαλούμενη από τον ενάγοντα ημερήσια διάρκεια της απασχόλησής του και ως προς το ύψος της αξιούμενης για την αιτία αυτή, απαίτησης, εκ μέρους της εναγομένης, η οποία υποστηρίζει ότι οι ώρες της υπερωριακής του απασχόλησης ήταν λιγότερες από τις επικαλούμενες και από αυτές που δέχθηκε η εκκαλουμένη και ότι έχουν εξοφληθεί πλήρως με την καταβολή των ποσών που έλαβε ο ενάγων για την αιτία αυτή. Με βάση όσα προεκτέθηκαν και ιδίως α) τις συνθήκες και περιστάσεις που επικρατούσαν στο εν λόγω πλοίο, το οποίο είναι ένα από τα μεγαλύτερα ακτοπλοϊκά πλοία στην Ελλάδα και ήταν δρομολογημένο στην ανωτέρω γραμμή, β) τη σταθερή καταβολή κάθε μήνα του ένδικου χρονικού διαστήματος, χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, τόσο τις καθημερινές και Κυριακές όσο και τα Σάββατα και τις αργίες και γ) τη φύση και το αντικείμενο απασχόλησης του ενάγοντος, κρίνεται ότι ο ενάγων για την εκτέλεση των ανωτέρω καθηκόντων του, απασχολούνταν καθημερινά επί 12 ώρες, δηλαδή εργαζόταν υπερωριακώς κατά τέσσερις (4) ώρες τις καθημερινές και Κυριακές και κατά δώδεκα (12) ώρες τα Σάββατα και τις αργίες. Ο αγωγικός ισχυρισμός περί απασχόλησής του επί δεκατέσσερις (14) ώρες ημερησίως, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της αντέφεσης, δεν κρίνεται πειστικός για το πέραν των ως άνω ωρών καθημερινής απασχόλησης σκέλος του. Ομοίως και ο ισχυρισμός της εναγομένης που επαναφέρεται με τον τρίτο λόγο της έφεσής της, ότι ο ενάγων δεν εργαζόταν σε όλα τα πόστα που αναφέρει στην αγωγή του (καθόσον τα καθήκοντα των θαλαμηπόλων επιμερίζονταν μεταξύ περισσοτέρων ατόμων) και ότι δεν απασχολούνταν υπερωριακά, πολλώ δε μάλλον τις συγκεκριμένες ώρες που επικαλείται ή αυτές που του επιδίκασε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κρίνεται, ενόψει όσων προαναφέρθηκαν, ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον οι προπεριγραφείσες εργασίες του ενάγοντος, οι οποίες αποτελούσαν τα καθημερινά του καθήκοντα, δεν είναι κατά την κοινή πείρα και λογική εφικτό να εκτελούνται εντός του νομίμου οκταώρου. Το γεγονός, εξάλλου, ότι το εν λόγω πλοίο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308 = ΠειρΝομ. 2009/197, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), απορριπτομένου συνεπώς ως αβάσιμου του περί του αντιθέτου ειδικότερου ισχυρισμού της εναγομένης, που επαναφέρεται στα πλαίσια του τρίτου λόγου της έφεσής της. Επίσης το γεγονός ότι ο ενάγων ουδέποτε αξιοποίησε τη διαδικασία υποβολής παραπόνων ναυτικού, που εφαρμόζει η εναγομένη σε συμμόρφωση προς το άρθρο 33 του ΚΥΑ 3522.2/08/2013 (ΦΕΚ Β 1671/15-7-2023), όπως αυτή διατείνεται στο πλαίσιο του τρίτου λόγου της έφεσής της, δεν άγει άνευ άλλου τινός στο συμπέρασμα ότι ο ενάγων δεν διατηρούσε παράπονα από το ωράριο ή τις εν γένει συνθήκες εργασίας του σε βάρος της, δεδομένου ότι κατά την κοινή πείρα και λογική ο εργαζόμενος αποφεύγει τέτοιες διαδικασίες φοβούμενος το ενδεχόμενο ρήξης των σχέσεών του με τον εργοδότη του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες κατά μέσο όρο, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει οι σχετικοί λόγοι (τρίτος της έφεσης και πρώτος της αντέφεσης) των ενδίκων έφεσης και αντέφεσης, που βάλλουν κατά της παραδοχής αυτής, να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Η εναγομένη με το δεύτερο λόγο της έφεσής της παραπονείται ότι η εκκαλουμένη, κατ’εσφαλμένη κρίση, απέρριψε τον πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό της ότι κατά τις ημερομηνίες 13.02.2019, 14.02.2019, 23.02.2019, 24.02.2019, 29.03.2019, 27.04.2019, 28.04.2019, 13.09.2019 και 24.09.2019 (9 ημέρες), που τα δρομολόγια του ένδικου πλοίου έμειναν ανεκτέλεστα, ο ενάγων δεν εργάστηκε υπερωριακά. Προς επίρρωση του ισχυρισμού της, επικαλείται μία κατάσταση δρομολογίων που συνέταξε η ίδια, στην οποία αναφέρονται πληροφορίες για την εκτέλεση δρομολογίων τόσο από το ένδικο πλοίο όσο και από το πλοίο ΚΙΙ, που είναι δρομολογημένο στην ίδια γραμμή, χωρίς ωστόσο να διακρίνει ποια από τα ανεκτέλεστα δρομολόγια αφορούν το ένδικο πλοίο και ποια το άλλο. Παραδεκτά όμως κατ’άρθρο 529 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ, καθόσον δεν προέκυψε πρόθεση στροψοδικίας ή βαριά αμέλεια, η εναγομένη προσκομίζει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αντίγραφο από το ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου, από τις εγγραφές του οποίου προκύπτει ότι κατά τις ανωτέρω ημερομηνίες πράγματι δεν εκτελέστηκαν τα δρομολόγια, γεγονός που κατά λογική παραδοχή άγει στη κρίση ότι τις εν λόγω ημέρες ο ενάγων δεν απασχολήθηκε υπερωριακά, ήτοι πέραν του νομίμου οκταώρου. Οι ανωτέρω ημερομηνίες αφορούν 7 καθημερινές και Κυριακές (13.02.2019, 14.02.2019, 24.02.2019, 29.03.2019, 28.04.2019, 13.09.2019 και 24.09.2019) και 2 Σάββατα (23.02.2019 και 27.04.2019). Συνεπώς εντοπίζεται σφάλμα στην εκκαλουμένη στο σημείο κατά το οποίο έγινε δεκτό ότι ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά επί δωδεκάωρο και κατά τις ανωτέρω ημερομηνίες, κατά παραδοχή ως βάσιμου του δεύτερου λόγου της έφεσης. Κατά τα λοιπά η εναγομένη με τον ερευνώμενο (τρίτο) λόγο της έφεσής της, που ήδη απορρίφθηκε, παραπονείται μόνο για τον αριθμό των ωρών που πρωτοδίκως κρίθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν υπερωριακώς. Αντίθετα οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ειδικώς και δεν πλήττουν με την έφεση και την αντέφεση που άσκησαν, τα κεφάλαια του γενόμενου αριθμητικού υπολογισμού και της εξαγωγής των οικείων τελικών κονδυλίων. Συνεπώς με βάση τις παραδοχές της εκκαλουμένης ως προς τον αριθμό των ωρών της εργασίας του ενάγοντος, διορθούμενες μόνο ως προς το σημείο που προαναφέρθηκε, ο τελευταίος δικαιούται για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης: Α) Για 43 Σάββατα και 9 αργίες επί 12 ώρες ημερησίως επί ωρομίσθιο 10,44 ευρώ (52 ημ. χ 12ώρες χ 10,44 ευρώ) το ποσό των 6.514,56 ευρώ και Β) Για 268 καθημερινές και Κυριακές χ 4 ώρες ημερησίως χ 8,70 ευρώ ωρομίσθιο (268 ημέρες χ 4 ώρες/ημ χ 8,70 ευρώ ) το ποσό των 9.326,40 ευρώ. Έναντι των ποσών αυτών έλαβε το ποσό των 6.826,33 ευρώ (1.611,55 + 5.214,78), όπως προκύπτει από τις αποδείξεις μισθοδοσίας και ο ίδιος συνομολογεί αποδεχόμενος τον υπολογισμό της εκκαλουμένης ως προς το σημείο αυτό και επομένως δικαιούται να λάβει από την εναγομένη για την αιτία αυτή, το ποσό των [6.516,56 + 9.326,40 (= 15.840,96) – 6.826,33 =] 9.014,63 ευρώ. Περαιτέρω οι διάδικοι παραπονούνται, η εναγομένη με τον πέμπτο λόγο της έφεσης και ο ενάγων με τον δεύτερο λόγο της αντέφεσης, για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όσον αφορά το ποσό που συνυπολογίσθηκε για τον προσδιορισμό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος, με σκοπό τον καθορισμό των οφειλόμενων σε αυτόν επιδομάτων εορτών των ετών 2019 και 2020, ως μέσος όρος της μηνιαίας αμοιβής του για την παροχή υπερωριακής εργασίας κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του στο πλοίο της εναγομένης εντός των ιδίων ετών. Ειδικότερα, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη υπολόγισε εσφαλμένα το ανωτέρω ποσό επί τη βάσει της επίσης εσφαλμένης παραδοχής ότι αυτός απασχολήθηκε υπερωριακά κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του, λιγότερες ώρες από όσες πράγματι εργάσθηκε καθ’υπέρβαση του προβλεπόμενου στην εφαρμοστέα ΣΣΝΕ ωραρίου, αφού έγινε δεκτό ότι η διάρκεια της ημερήσιας εργασίας του ανερχόταν κατά μέσο όρο σε δώδεκα (12) και όχι σε δεκατέσσερις (14) ώρες, όπως επικαλούνταν με την αγωγή του, ενώ η εναγομένη ισχυρίζεται ότι τέτοιο ποσό δεν θα έπρεπε να συνυπολογισθεί στις μηνιαίες αποδοχές του, διότι δεν το δικαιούται, εφόσον ουδέποτε παρείχε υπερωριακή εργασία κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση συνυπολόγισε στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, με βάση τις οποίες προσδιόρισε τα ποσά που δέχθηκε ότι του οφείλονται ως δώρα εορτών των ετών 2019 και 2020, το μέσο όρο της μηνιαίας αμοιβής του ενάγοντος (με την παραδοχή ότι αυτός απασχολούνταν υπερωριακά επί δώδεκα ώρες ημερησίως), το αντίτιμο τροφής και το επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην υπό στοιχ. IV νομική σκέψη της παρούσας. Επομένως ο πέμπτος λόγος της έφεσης και ο δεύτερος λόγος της αντέφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται από τους διαδίκους τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Με βάση τις παραδοχές αυτές, διορθούμενες μόνο ως τον προς τον αριθμό των ανωτέρω αναφερόμενων ημερών που έγινε δεκτό ότι ο ενάγων δεν εργάστηκε (επειδή τα δρομολόγια δεν εκτελέστηκαν), ο ενάγων δικαιούται: 1) αναλογία δώρου Πάσχα 2019, για την περίοδο από 10.01.2019 έως 30.04.2019, δεδομένου ότι εργάστηκε 104 ημέρες, άρα δικαιούται να λάβει ποσό ίσο με το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού του για κάθε 8 ημέρες εργασίας, επομένως δικαιούται [μισθό ενεργείας 1.204,77 ευρώ + επίδομα Κυριακών 265,05 ευρώ + αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας 19,98 ευρώ την ημέρα ή 599,40 ευρώ το μήνα + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 ευρώ + επίδομα άδειας μετά τροφοδοσίας 433,95 ευρώ (μισθός ενεργείας + επίδομα Κυριακών δια 22 επί 5 ημέρες + αντίτιμο τροφής 5 ημερών αδείας) + κατά μέσο όρο μηνιαία υπερωριακή αμοιβή (6.765,12 + 9.570 = 16.335,12 ευρώ δια 328 ημέρες, ίσον 49,80 ευρώ χ 30 ημέρες=) 4.033,81 ευρώ χ 1/2 χ 1/15 χ (104 ημέρες αναφοράς /8 =) 13.00 οκταήμερα = 1.747,98 ευρώ, χωρίς να συνυπολογίζονται στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος ο μέσος όρος ανά μήνα των έκτακτων αμοιβών. Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε το ποσό των 975,18 ευρώ, το οποίο δεν αμφισβητεί και επομένως δικαιούται για την αιτία αυτή υπόλοιπο ποσού (1.747,98 – 975,18) 772,80 ευρώ 2) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019, για το διάστημα της υπηρεσίας του από 01.05.2019 έως 09.07.2019 και από 11.08.2019 έως 06.12.2019, ήτοι για περίοδο 186 ημερών, δικαιούται να λάβει [4.033,81 ευρώ μηνιαίο μισθό χ 2/25 χ (186 ημέρες αναφοράς /19=) 9,79 δεκαεννεαήμερα=] 3.159,33 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε το ποσό των 1.672,17 ευρώ, το οποίο δεν αμφισβητεί και επομένως δικαιούται για την αιτία αυτή υπόλοιπο ποσού (3.159,33 – 1.672,17=) 1.487,16 ευρώ. Γ) Για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2020 και συγκεκριμένα για το διάστημα της υπηρεσίας του από 29.01.2020 έως 27.02.2020, ήτοι για περίοδο 30 ημερών, δικαιούται να λάβει (4.033,81 μηνιαίο μισθό χ 1/2 χ 1/15 χ (30 ημέρες αναφοράς /8=) 3,75 οκταήμερα = 504,22 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε το ποσό των 266,66 ευρώ, το οποίο δεν αμφισβητεί και επομένως δικαιούται για την αιτία αυτή υπόλοιπο ποσού (504,22 – 266,66=) 237,56 ευρώ. Επισημαίνεται ότι κατά τα λοιπά ο μαθηματικός υπολογισμός των ποσών των επιδομάτων εορτών, που έγινε δεκτό ότι δικαιούται ο ενάγων να λάβει καθώς και οι παραδοχές του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί των ποσών που καταβλήθηκαν σε αυτόν από την εναγομένη για τις παραπάνω αιτίες, δεν πλήττονται ειδικά από τους διαδίκους με την έφεση και την αντέφεση που άσκησαν, ούτε από τον ενάγοντα η κρίση της εκκαλουμένης περί μη συνυπολογισμού στις συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του για τον καθορισμό των επιδομάτων εορτών, του μέσου όρου που εισέπραξε ως <<έκτακτες αμοιβές>>. Περαιτέρω, με την εκκαλουμένη απόφαση έγινε δεκτό ότι κατά το ένδικο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του ενάγοντος, το πλοίο <<BH>> εκτέλεσε εξπρές δρομολόγια. Ειδικότερα, αυτό πραγματοποιούσε εβδομαδιαίως μέχρι και 5 κυκλικά δρομολόγια, τα οποία διαρκούσαν πάνω από 12 ώρες έκαστο. Επιπλέον κατά τις κάτωθι ημερομηνίες αναχώρησε από το λιμάνι αφετηρίας του, τον Πειραιά, πριν από τη συμπλήρωση 6ωρης παραμονής σε αυτό, πραγματοποιώντας συνολικά 25,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης και συγκεκριμένα: την 04.07.2019 αφίχθηκε στο λιμάνι του Πειραιά στις 06.00 και αναχώρησε στις 10.00, ήτοι σημείωσε 2 ώρες πρόωρης αναχώρησης, την 13.08.2019 αφίχθηκε στις 06.00 και αναχώρησε στις 10.00, ήτοι σημείωσε 2 ώρες πρόωρης αναχώρησης, την 18.08.2019 αφίχθηκε στις 06.00 και αναχώρησε στις 09.00, ήτοι σημείωσε 3 ώρες πρόωρης αναχώρησης, την 20.08.2019 αφίχθηκε στις 18.45 και αναχώρησε στις 21.00, ήτοι σημείωσε 3,75 ώρες πρόωρης αναχώρησης, την 22.08.2019 αφίχθηκε στις 06.00 και αναχώρησε στις 10.00, ήτοι σημείωσε 2 ώρες πρόωρης αναχώρησης, την 25.08.2019 αφίχθηκε στις 06.00 και αναχώρησε στις 09.00, ήτοι σημείωσε 3 ώρες πρόωρης αναχώρησης, την 27.08.2019 αφίχθηκε στις 18.45 και αναχώρησε στις 21.00, ήτοι σημείωσε 3,75 ώρες πρόωρης αναχώρησης, την 29.08.2019 αφίχθηκε στις 06.00 και αναχώρησε στις 09.00, ήτοι σημείωσε 3 ώρες πρόωρης αναχώρησης και την 01.09.2019 αφίχθηκε στις 06.00 και αναχώρησε στις 09.00, ήτοι σημείωσε 3 ώρες πρόωρης αναχώρησης, ήτοι συνολικά σημείωσε 25,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης. Για τον προσδιορισμό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ναυτικού που λαμβάνονται ως βάση της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής, υπολογίζεται ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του και το επίδομα αδείας (ΤρΕφΠειρ. 53/2013, δημ. ΝΟΜΟΣ). Ενόψει όσων έχουν ήδη αναφερθεί περί της διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης και μετά την απόρριψη ως αβάσιμων των λόγων της έφεσης (τρίτος) και της αντέφεσης (πρώτος) που πλήττουν την κρίση της εκκαλουμένης περί δωδεκάωρης ημερήσιας εργασίας του, παρέλκει η έρευνα του έκτου λόγου της έφεσης κατά το επικουρικό σκέλος αυτού και του τρίτου λόγου της αντέφεσης κατά το πρώτο σκέλος αυτού, με το οποίο οι διάδικοι παραπονούνται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά το ποσό που συνυπολογίσθηκε για τον προσδιορισμό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος, με σκοπό τον καθορισμό της οφειλόμενης σε αυτόν πρόσθετης ειδικής αμοιβής για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές, ως μέσος όρος της αμοιβής του για την παροχή υπερωριακής εργασίας. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του συνυπολόγισε στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, με βάση τις οποίες προσδιόρισε τα ποσά που δέχθηκε ότι του οφείλονται ως πρόσθετη ειδική αμοιβή του για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές κατά το έτος 2019, το επίδομα αδείας μετά του αντιτίμου τροφοδοσίας, ορθά το νόμο ερμήνευσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην υπό στοιχ. V) νομική σκέψη της παρούσας και συνεπώς όσα αντίθετα υποστηρίζονται από την εναγομένη με τον έκτο λόγο της έφεσής κατά το σχετικό επικουρικό σκέλος αυτού, τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα. Ωσαύτως απορριπτέο, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν κατά την εξέταση και απόρριψη του πρώτου λόγου της έφεσης, τυγχάνει και το πρώτο σκέλος του έκτου λόγου της έφεσης της εναγομένης, με το οποίο παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήρια κρίνοντας εσφαλμένα, επιδίκασε κονδύλια για αμοιβή δρομολογίων εξπρές καθόσον ο ενάγων δεν δικαιούται κανένα ποσό πλέον του συμφωνηθέντος μηνιαίου κλειστού μισθού του. Συνακόλουθα, ο έκτος λόγος της έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος. Σφάλμα όμως εντοπίζεται στο αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης, μόνο στο σημείο κατά το οποίο δεν συνυπολόγισε για τον προσδιορισμό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος, με σκοπό τον καθορισμό της οφειλόμενης σε αυτόν πρόσθετης ειδικής αμοιβής για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές, τη μηνιαία αναλογία δώρων εορτών, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην υπό στοιχ. V) νομική σκέψη της παρούσας, κατά παραδοχή ως βάσιμου του δεύτερου σκέλους του τρίτου λόγου της αντέφεσης. Συνεπώς με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, ο ενάγων έπρεπε να λάβει για την εκτέλεση από το πλοίο (25,5/8=) 3,19 δρομολογίων εξπρές το ποσό των [4.033,81 μηνιαίος μισθός + (4.033,81 χ 1,5 /12 =) 504,23 ευρώ αναλογία δώρων εορτών =) 4.538,04 χ 1/30 χ 3,19=) 482,55 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε 348,78 ευρώ, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη και δεν αμφισβητεί ο ίδιος και επομένως δικαιούται να λάβει ακόμη από την ανωτέρω αιτία το ποσό των (482,55 – 348,78=) 133,77 ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι o ενάγων στις 06.12.2019 έλαβε άδεια αναπαύσεως διαρκείας ενός (1) μηνός, δηλαδή μέχρι την 06.01.2020, όπως αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο. Ωστόσο κατά τη λήξη της άδειας αυτής, όταν ζήτησε να επαναπροσληφθεί, η εναγομένη αρνήθηκε τη ναυτολόγησή του, η οποία τελικά πραγματοποιήθηκε αργότερα στις 29.01.2020. Αιτία της καθυστερημένης επαναπρόσληψής του αποτέλεσε το γεγονός ότι δεν υπήρχε κενή θέση για να καταλάβει, αφού για να ναυτολογηθεί εκείνος έπρεπε να λάβει άδεια έτερο μέλος του πληρώματος της αυτής ειδικότητας. Με τον τρόπο όμως αυτό, ο ενάγων, χωρίς να βαρύνεται με οποιοδήποτε παράπτωμα, παρέμεινε στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα άνεργος. Σημειωτέον ότι η εναγομένη δεν του χορήγησε νέα άδεια, ίσης προς το διάστημα αυτό διάρκειας και έτσι εκδήλωσε τη βούλησή της να μην τον ναυτολογήσει στις 06.01.2020, ακολουθώντας την πλέον συμφέρουσα οικονομικώς για την ίδια οδό, αφού αν του χορηγούσε νέα άδεια, ο ενάγων θα διατηρούσε δικαίωμα λήψης πλήρων των αποδοχών του για το χρονικό διάστημα αυτής. Επομένως ο τελευταίος έχει δικαίωμα λήψης της προβλεπόμενης στο άρθρο 76 ΚΙΝΔ αποζημίωσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επομένως, που κατέληξε στο ίδιο αποδεικτικό πόρισμα, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, απορριπτόμενου ως αβάσιμου του έβδομου λόγου της έφεσης κατά το πρώτο σκέλος του με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Επίσης απορριπτέο τυγχάνει και το δεύτερο σκέλος του ανωτέρω (έβδομου) λόγου της έφεσης, με το οποίο η εναγομένη παραπονείται ότι η εκκαλουμένη απέρριψε σιωπηλά την πρωτοδίκως προβληθείσα ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, με την οποία ισχυρίζεται ότι ο ενάγων καθ’όλο το διάστημα της πολύχρονης συνεργασίας τους, επανερχόταν από τις άδειές του στον αμέσως απαραίτητο χρόνο στο ίδιο ένδικο πλοίο και ότι ενόψει της άσκησης της αγωγής του, εκμεταλλεύτηκε την καθυστέρηση των 23 ημερών από τη λήξη της άδειάς του για να δικαιολογήσει ανύπαρκτες απαιτήσεις αποζημίωσης σε βάρος της. Τα ανωτέρω αναφερόμενα από την εναγομένη περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν είναι ικανά να στοιχειοθετήσουν την ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ εφόσον και υπό την εκδοχή ότι ο ενάγων ρητά διαβεβαίωνε την εναγομένη ότι δεν διατηρεί αξιώσεις σε βάρος της, αυτός, δεν μπορεί να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νόμιμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του, εξάλλου δε η περιγραφόμενη στάση του ενάγοντος συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ικανή να δημιουργήσει στην εναγομένη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκήσει τη συγκεκριμένη αξίωσή του. Ακολούθως η εκκαλουμένη υπολόγισε το ποσό της αποζημίωσης που δικαιούται ο ενάγων, με βάση το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του κατά τον τελευταίο πριν από την απόλυσή του μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης (δηλαδή τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του πλέον του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του), υπολόγισε το ημερομίσθιο της αποζημίωσης ίσο με το 1/25 του συνόλου των τακτικών αποδοχών του και επιδίκασε σε αυτόν το ποσό των [(4.033,81 χ 1/25 =) 161,35 ευρώ χ 15 ημέρες =) 2.420,25 ευρώ. Το πόρισμα αυτό πλήττουν και οι δύο διάδικοι. Ειδικότερα ο ενάγων με τον τέταρτο λόγο της αντέφεσης κατά το πρώτο σκέλος αυτού, επικαλείται εσφαλμένο υπολογισμό των ωρών της υπερωριακής του απασχόλησης που οδήγησε σε εσφαλμένο υπολογισμό των τακτικών αποδοχών του και κατ’επέκταση σε εσφαλμένο προσδιορισμό της αποζημίωσης απόλυσης, ενώ η εναγομένη με το τέταρτο (επικουρικό) σκέλος του ιδίου (έβδομου) λόγου ισχυρίζεται ότι για την εξαγωγή του συνόλου των παγίων αποδοχών του ενάγοντος δεν έπρεπε να συνυπολογισθούν το αντίτιμο τροφής, το επίδομα αδείας και η υπερωριακή αμοιβή. Ενόψει όσων έχουν ήδη αναφερθεί περί της διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης και μετά την απόρριψη ως αβάσιμων των ήδη εξετασθέντων σχετικών λόγων της έφεσης και της αντέφεσης παρέλκει η έρευνα των ανωτέρω λόγων της έφεσης και της αντέφεσης (κατά τα ειδικότερα σκέλη) με τους οποίους πλήττεται το σημείο αυτό της εκκαλουμένης. Ωσαύτως απορριπτέες είναι και οι αιτιάσεις της εναγομένης ως προς τον συνυπολογισμό στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος, του αντιτίμου τροφής και του επιδόματος αδείας, καθώς σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχ. VI] νομική σκέψη της παρούσας, συνιστούν πάγιες και σταθερές αποδοχές του εργαζόμενου. Σφάλμα όμως εντοπίζεται στο αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης, αφενός στο σημείο κατά το οποίο υπολόγισε τις ημερήσιες αποδοχές του ενάγοντος ως το 1/25 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, ενώ έπρεπε να υπολογίσει αυτές ως το 1/30 κατά παραδοχή ως βάσιμου του τρίτου σκέλους του έβδομου λόγου της έφεσης, αφετέρου στο σημείο κατά το οποίο δεν συνυπολόγισε για τον προσδιορισμό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος, με σκοπό τον καθορισμό της οφειλόμενης σε αυτόν αποζημίωσης απόλυσης, τη μηνιαία αναλογία δώρων εορτών, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην υπό στοιχ. V) νομική σκέψη της παρούσας κατά παραδοχή ως βάσιμου του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου της αντέφεσης. Συνεπώς με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, ο ενάγων δικαιούται να λάβει για αποζημίωση απόλυσης το ποσό των [4.033,81 (τακτικές μηνιαίες αποδοχές κατά τον τελευταίο πριν από την απόλυσή του μήνα + 504,23 ευρώ (αναλογία δώρων εορτών) = 4.538,04 ευρώ χ 1/30 =) 151,27 ευρώ ημερήσια αποζημίωση χ 15 ημέρες=)] 2.269,05 ευρώ. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τον με αριθμό 1 συμπληρωματικό όρο καθεμιάς από τις από 10.01.2019 και 30.01.2020 προσκομιζόμενες συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος που καταρτίστηκαν εγγράφως, με αυτόν ρητά συμφωνήθηκε ότι «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Όμως, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην υπό στοιχ.IΙ της παρούσας, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον δι’ αυτού δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …») δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητώς ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος (ΕφΠειρ. 465/2009, ο.π.). Άλλωστε, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι τα ποσά που ο ενάγων έλαβε ως «έκτακτες αμοιβές» του, αποτελούσαν ποσοστό επί των εισπράξεων των κυλικείων του πλοίου, διανεμόμενο μόνο μεταξύ των μελών του προσωπικού ενδιαιτήσεως και όχι σε ολόκληρο το πλήρωμα, μολονότι, όπως δεν αμφισβητείται αλλά και αποδεικνύεται, η επίμαχη συμφωνία «συμψηφισμού» περιλαμβανόταν στις συμβάσεις όλων των απασχολούμενων σ’ αυτό ναυτικών ανεξαρτήτως ειδικότητας. Ούτε προσδιορίστηκε κατά τρόπο συγκεκριμένο και αναμφίβολο ότι τα ποσά που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό επί των ως άνω εισπράξεων θα υπόκεινται (αυτά και όχι οποιαδήποτε άλλα) σε συμψηφισμό με ενδεχόμενες νόμιμες αξιώσεις του ενάγοντος πέραν των συμβατικώς προβλεπομένων. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι τα ποσά των επίμαχων «πρόσθετων αμοιβών» δεν προκύπτει ότι καταβλήθηκαν από την εναγόμενη αλλά από τρίτον και συγκεκριμένα από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία <<……………..>>, στην οποία είχε παραχωρηθεί η εκμετάλλευση των κυλικείων του πλοίου και η οποία εισέπραττε το τίμημα της πώλησης από αυτά, αγαθών στους επιβάτες και κατέβαλλε ποσοστό από τις εισπράξεις αυτές στα μέλη του πληρώματος ενδιαίτησης ως αντάλλαγμα για την αρωγή τους στην προώθηση των πωλήσεών της επί του πλοίου, με αποτέλεσμα να μην είναι σύννομη η πρότασή τους σε συμψηφισμό, βασική προϋπόθεση του οποίου αποτελεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 440 ΑΚ, η αμοιβαιότητα των απαιτήσεων, υπό την έννοια ότι ο οφειλέτης της κύριας απαίτησης, κατά της οποίας προτείνεται ο συμψηφισμός, είναι και δανειστής της ανταπαίτησης που προβάλλεται σε συμψηφισμό και, αντίστοιχα, ο δανειστής της κύριας απαίτησης είναι συγχρόνως και οφειλέτης της ανταπαιτήσεως (ΑΠ 1703/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 955/1995, ΝοΒ 1997/1112, Ι. Καρακατσάνης, Ο συμψηφισμός με μονομερή δικαιοπραξία, 1980, § 7, σελ. 106, Ι. Καράκωστας, Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία – Νομολογία – Σχόλια, τόμος 3, Γενικό Ενοχικό, 2006, άρθρο 440, ΙΙ, αρ. 1489, σελ. 794), κατά τρόπον ώστε ο οφειλέτης να δύναται να συμψηφίσει μόνο δικές του ανταπαιτήσεις και όχι ξένες. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που έκρινε ως ουσιαστικά αβάσιμη την ένσταση συμψηφισμού της εναγομένης και απέρριψε αυτήν, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων κα επομένως ο σχετικός τέταρτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Το άρθρο 346 του Α.Κ., που όριζε ότι “ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος”, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4055/2012, που ισχύει, κατά το άρθρο 113 του νόμου αυτού, από 02-04-2012, κατά το οποίο: “Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβασθεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ` εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ` εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο”. Σύμφωνα με τη νέα αυτή ρύθμιση αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας, προκειμένου να περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής, αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβασθεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, γι` αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Η εξαίρεση που προβλέπεται επιτρέπει στο δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί, επειδή πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη) ή επειδή προβάλλει ένσταση συμψηφισμού (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4055/2012). Έτσι, ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοση της αγωγής είναι πλέον ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία γι` αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ` αυτήν, όταν το δικαστήριο κατ` εξαίρεση επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας. Με βάση αυτά, σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, κατά τη σαφή πρόθεση του νομοθέτη, ο τόκος υπερημερίας πρέπει να επιδικάζεται κατ` εξαίρεση μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, δεδομένου ότι μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας είναι το εύλογο ή όχι της αντιδικίας (ΑΠ 163/2022 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 79/2024 διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς www.efeteio-peir.gr). Με τον τελευταίο (5ο λόγο) της αντέφεσης, ο ενάγων παραπονείται ότι η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε εσφαλμένα το αποδεικτικό υλικό και έκανε δεκτό, χωρίς ειδικότερη αιτιολογία, τον ισχυρισμό της εναγομένης περί εύλογης αντιδικίας, επιδικάζοντας μόνο τόκους υπερημερίας και όχι επιδικίας. Ο λόγος αυτός όμως κρίνεται απορριπτέος διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ευλόγως αντιδίκησε η εναγομένη, η οποία αμφισβήτησε τόσο την ύπαρξη όσο και το ύψος των επίδικων κονδυλίων, ενώ πρόβαλλε και ένσταση συμψηφισμού. Η συγκεκριμένη υπόθεση πράγματι εμπίπτει σε αυτές τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί και επομένως κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε τις προαναφερόμενες διατάξεις και εκτίμησε τις αποδείξεις ως προς το κεφάλαιο αυτό, και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός πέμπτος λόγος της αντέφεσης.
Κατ’ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την ένδικη αγωγή και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 14.923,23 ευρώ, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές οι ένδικες έφεση και αντέφεση ως και ουσιαστικά βάσιμες κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη πληγέν και μη ανατραπέν μέρος της για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτέλεσής της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των δεκατριών χιλιάδων εννιακοσίων δεκατεσσάρων ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών (9,014,64 ευρώ + 772,80 ευρώ + 1.487,16 ευρώ + 237,56 ευρώ + 133,77 ευρώ + 2.269,05 ευρώ = 13.914,97 ευρώ) ως διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης, διαφορές επιδομάτων δώρων εορτών, πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές και αποζημίωση απόλυσης, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της 27.02.2020 μέχρις εξοφλήσεως. Κατόπιν αυτών παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του υποβληθέντος με το δικόγραφο της έφεσης αιτήματος της εκκαλούσας – εναγομένης για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα, του χρηματικού ποσού των επτά χιλιάδων (7.000) ευρώ, ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, το οποίο θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει το καταβληθέν. Τέλος τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ.1, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων α) την από 23-06-2023 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …./26-06-2023 και αριθ.καταθ. ενδ. μέσου …./26-06-2023 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./04-07-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …/04-07-2023) έφεση και β) την από 04-04-2024 ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου (με γεν.αριθ.καταθ. …/05-04-2024 και ειδ.αριθ.καταθ. …/05-04-2024) αντέφεση, κατά της υπ’αριθ. 1491/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ουσίαν την έφεση.
Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ουσίαν την αντέφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.
Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ουσίαν.
Δέχεται αυτήν εν μέρει.
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δεκατριών χιλιάδων εννιακοσίων δεκατεσσάρων ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών (13.914,97) με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της 27.02.2020 μέχρις εξοφλήσεως.
Απορρίπτει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.
Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 17 Ιουνίου 2024.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ