Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 280/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

2ο ΤΜΗΜΑ

Αριθμός Απόφασης  280 /2024

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και Βασίλειο Τζελέπη, Εφέτη- Εισηγητή, που ορίστηκαν από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ………… στις, για να δικάσει τις ακόλουθες υποθέσεις :

Α. ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Αικατερίνη Σταμένη (ΓΙΑΝΝΑΤΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ).

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Ιωάννη Φωκά και 2) …………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Κωνσταντίνο Αϊβαλιώτη, με δήλωση κατ’ άρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Β. ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Ιωάννη Φωκά

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια του δικηγόρο Αικατερίνη Σταμένη (ΓΙΑΝΝΑΤΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ).

Ο υπό στοιχ. Α εκκαλών ζητεί να γίνει δεκτή η από 2.11.2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2022 έφεσή του κατά της 3077/2022 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που κατατέθηκε στο παρόν Δικαστήριο με ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2022. Η εν λόγω έφεση προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.     Η υπό στοιχ. Β εκκαλούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 16.11.2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……../2022 έφεσή της  κατά της 3077/2022 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που κατατέθηκε στο παρόν Δικαστήριο με ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2022, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, όπου οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν νόμιμα με την σειρά τους από το σχετικό πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν ως άνω και κατέθεσαν προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ο υπό στοιχ. Α εκκαλών και υπό στοιχ. Β εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 11.4.2019 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2019 αγωγή (τακτική διαδικασία) κατά των εναγομένων και ήδη υπό στοιχ. Α εφεσιβλήτων και υπό στοιχ. Β της πρώτης των εναγομένων  -εκκαλούσας.  Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά το μεν με την υπ’ αρ. 152/2020 μη  οριστική απόφαση ανέστειλε τη  συζήτηση της αγωγής έως ότου περαιωθεί τελεσίδικα η ανοιγείσα με την με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως  ………./20.3.2021 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών, το δε με την 3077/2022 οριστική απόφαση, αφού δίκασε την αγωγή αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία την έκανε εν μέρει δεκτή. Κατά της απόφασης αυτής ασκούν ενώπιον του δικαστηρίου που την εξέδωσε : α) ο ενάγων ως εν μέρει ηττηθείς και εν μέρει νικητής διάδικος την από 2.11.2022  με ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……../2022  έφεσή του, που κατατέθηκε στο παρόν Δικαστήριο με ΓΑΚ/ ΕΑΚ/ ………./2022  και β) η πρώτη από τις εναγόμενες  εν μέρει νικήτρια αι εν μέρει ηττηθείσα διάδικος, την από 16.11.2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……../2022 έφεσή της, που κατατέθηκε στο παρόν Δικαστήριο με ΓΑΚ/ ΕΑΚ/………/2022. Οι ένδικες εφέσεις στρεφόμενες κατά της ιδίας απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε επί της ανωτέρω αγωγής, πρέπει σύμφωνα με το αρ. 246 ΚΠολΔ να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας αλλά και διότι με τον τρόπο αυτό επιταχύνεται και διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και κυρίως αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων.

Οι ένδικες εφέσεις που βάλλουν κατά της 3077/2022  απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ασκήθηκαν νομότυπα  και παραδεκτά κατ’ άρ. 511, 513 παρ.1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ,  με την κατάθεση δικογράφων στην γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρ. 495 παρ.1 ΚΠολΔ) και την καταβολή των σχετικών παραβόλων (495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (518 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού η εκκαλουμένη επιδόθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος προς τις εδώ εφεσίβλητες την 18.10.2022, όπως τούτο προκύπτει από τις προσαγόμενες με επίκληση υπ’ αριθ. ……./18.10.2022 και ………/18.10.2022 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών διορισμένων στο Πρωτοδικείο Γιαννιτσών και Αθηνών . …. και ……. αντιστοίχως, οι δε εφέσεις κατατέθηκαν, η μεν υπό στοιχ. Α έφεση στις 7.11.2022, η δε υπό στοιχ. Β έφεση στις 16.11.2022, όπως προκύπτει απ’ τις οικείες πράξεις κατάθεσης. Επομένως, φερόμενες νομίμως στο Δικαστήριο αυτό που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή τους (αρθρ. 19 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν στην συνέχεια ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων τους (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια διαδικασία όπως και πρωτοδίκως.

Με την από 11.4.2019 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2019 αγωγή του προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά, ο ενάγων και ήδη υπό στοιχ. Α εκκαλών  και υπό στοιχ. Β εφεσίβλητος  ισχυρίζεται ότι  με την πρώτη εναγόμενη τέλεσαν νόμιμο πολιτικό γάμο στις 22-6-2017 και εγκαταστάθηκαν έκτοτε στην οικία του στον Πειραιά. Ότι από τις αρχές του Ιουνίου 2018 και καθ’ ο χρονικό διάστημα η πρώτη εναγομένη ήταν έγκυος διαταράχθηκαν οι συζυγικές σχέσεις τους και ότι στις 18-10-2018 αυτή εγκατέλειψε τη συζυγική οικία και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην πατρική οικία στα …, ενώ στις 27-12-2018 γέννησε το τέκνο τους. Ότι η πρώτη εναγόμενη αφενός μεν προσέβαλε παράνομα την τιμή και την προσωπικότητά του αφετέρου δε τέλεσε αδικοπραξία σε βάρος του, διότι 1. παρεμπόδισε το δικαίωμα επικοινωνίας του με το τέκνο τους, παραβιάζοντας τις από 7-2-2019 και 21-3-2019 προσωρινές διαταγές, 2. προχώρησε σε παράνομη καταγραφή της βιντεοκλήσης αυτού με το τέκνο τους, παραβιάζοντας το τηλεφωνικό απόρρητο και την ελευθερία επικοινωνίας του με το τέκνο του, 3. προσέβαλε το δικαίωμά του επί της ιδίας εικόνας δια της παράνομης βιντεοσκόπησης (βιντεοεπιτήρησης) και δια της παράνομης λήψης
φωτογραφιών κατά το χρόνο επικοινωνίας του με το τέκνο του και 4. παραβίασε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα δια της παράνομης επεξεργασίας και κοινοποίησης της προηγούμενης ποινικής απόφασης που είχε εκδοθεί στο πλαίσιο της αντιδικίας του με την πρώην σύζυγό του-δεύτερη εναγόμενη καθώς και δεδομένων που αφορούσαν την υγεία του στα από 23-1-2019 σημειώματά της επί των με αριθμ. κατάθ. ……../2019 και ………../2019 αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων. Επιπλέον ισχυρίζεται ότι η πρώτη εναγόμενη έβλαψε την τιμή και την υπόληψή του, ισχυριζόμενη ψευδώς ότι αφενός μεν είναι βίαιος και άγριος χαρακτήρας που την εξυβρίζει και χειροδικεί σε βάρος αυτής και του τέκνου τους αφετέρου δε ότι, κατά τη διάρκεια του γάμου τους, διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις. Ότι τα ψευδή αυτά γεγονότα ανέφερε τόσο στις από 24-12-2018, από 4-2-2019 και από 15-2-2019 εξώδικες δηλώσεις της όσο και σε άλλα δικαστικά έγγραφα, κοινοποιούμενα σε τρίτα πρόσωπα, ήτοι α) στο από 22-1-2019 σημείωμά της που κατέθεσε ενώπιον του Προέδρου Υπηρεσίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τη συζήτηση του αιτήματός του για χορήγηση προσωρινής διαταγής, το οποίο (αίτημα) περιεχόταν και στην από 16-1-2019 με αρ. κατ. ………/2019 αίτησή του ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος της, β) στην από 6-2-2019 και με αριθμ. κατάθ. ………../2019 αίτησή της ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος του για την ανάθεση της επιμέλειας του τέκνου τους αποκλειστικά σε εκείνη και την επιδίκαση ατομικής διατροφής και διατροφής του τέκνου και γ) στην από 6-2-2019 και με αριθμ. κατάθ. ………./2019 αγωγή της εναντίον του με αιτήματα τη λύση του γάμου τους, την ανάθεση της επιμέλειας του τέκνου τους σε εκείνη και την επιδίκαση διατροφής ατομικής και του τέκνου. Στρεφόμενος δε σε βάρος της δεύτερης εναγόμενης, πρώην συζύγου του, ισχυρίζεται (ο ενάγων) ότι και αυτή προσέβαλε την τιμή και την προσωπικότητά του, τελώντας σε βάρος του συκοφαντική δυσφήμηση και ψευδορκία δια της υπ’ αριθμ. ………../21-3-2019 ένορκης βεβαίωσης, στην οποία τον κατηγορούσε ψευδώς ότι τέλεσε σε βάρος της τις πράξεις της ενδοοικογενειακής βίας και απειλής, εν γνώσει της αναλήθειας των γεγονότων αυτών. Επιπλέον, ότι  γνωστοποίησε παρανόμως ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα ποινικής φύσεως που αφορούν την προηγούμενη αντιδικία μεταξύ τους στην πρώτη εναγόμενη και συμμετείχε στην περαιτέρω παράνομη επεξεργασία που υπέστη από την πρώτη εναγόμενη. Για τους λόγους αυτούς ζητεί: Α. να υποχρεωθούν οι εναγόμενες στην παράλειψη της προσβολής της προσωπικότητάς του στο μέλλον, Β. να απαγγελθεί χρηματική ποινή κατά των εναγομένων για κάθε παραβίαση του διατακτικού της εκδοθησομένης απόφασης ποσού 1.000 ευρώ και προσωπική κράτηση ενός έτους, Γ. να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να του καταβάλουν το ποσό των 50.000 ευρώ η πρώτη και των 20.000 ευρώ η δεύτερη, νομιμοτόκως, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τις τελεσθείσες σε βάρος του αδικοπραξίες και παράνομες και υπαίτιες προσβολές της προσωπικότητάς του με την επισήμανση ότι ακολούθως ο ενάγων προέβη σε νομότυπη τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, Δ. να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και Ε. να καταδικαστούν οι εναγόμενες στη δικαστική του δαπάνη.  Εν συνεχεία το πρωτόδικο δικαστήριο  έκρινε την αγωγή νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 9 παρ.3 της Διεθνούς Σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού (που κυρώθηκε με το ν. 2101/1992), 8 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, 19 παρ.2 και 3 και 21 παρ.1 και 3 του Συντάγματος, 3,5, 22 ν. 2472/1997, 1520 ΑΚ 169Α (πρώην 232Α), 224, 361, 363 και 370Α ΠΚ, 57, 59, 299, 914, 932 ΑΚ, 176, 191 παρ.2, 947 Κ. Πολ.Δ και αφού απέρριψε την αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγόμενη, δέχθηκε αυτήν ως προς την πρώτη από αυτές και αναγνώρισε την υποχρέωση της τελευταίας να καταβάλει στον ενάγοντα χρηματική ικανοποίηση ποσού 1.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως και την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με την υπό στοιχ. Α έφεσή του ο  ενάγων και με την υπό στοιχ. Β έφεσή της η πρώτη εναγόμενη της αγωγής, για τους λόγους που αναφέρονται στα εφετήρια δικόγραφα και που ανάγονται, μεταξύ άλλων,  σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία εφαρμογή του νόμου και ζητούν ο μεν υπό στοιχ. Α εκκαλών να εξαφανισθεί  η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολό της η δε υπό στοιχ. Β εκκαλούσας  να  εξαφανισθεί  η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή. Τέλος, αμφότεροι οι εκκαλούντες ζητούν να καταδικασθούν οι αντίδικοί τους στη δικαστική τους δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Κατά το άρθρο 321 ΚΠολΔ δεδικασμένο, το οποίο κατ` άρθρο 332 ΚΠολΔ λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης εμποδίζοντας το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι, δημιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες και κατ’ άρθρο 322 παρ. 1 ΚΠολΔ εκτείνεται στο ουσιαστικό και δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε με την απόφαση οριστικά για μια έννομη σχέση που έχει προσβληθεί με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Κατά το άρθρο 324 ΚΠολΔ το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ιδίων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία, καλύπτει δε όχι μόνον το δικαίωμα που κρίθηκε (την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε), αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση (υπό την έννοια των πραγματικών περιστατικών που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσεως), καθώς και τη νομική αιτία (το νομικό χαρακτηρισμό) που το δικαστήριο έδωσε στα πραγματικά περιστατικά υπάγοντάς τα στην οικεία διάταξη νόμου, την οποία εφάρμοσε, δηλαδή καλύπτει ως ενιαίο όλο ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό, όπως διατυπώνεται στην απόφαση. Ειδικότερα το δεδικασμένο καλύπτει: α) το δικαίωμα που κρίθηκε, β) τη νομική αιτία, δηλαδή το νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά και γ) την ιστορική αιτία που αποτελείται από τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο και ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης. Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτουν από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι από αυτό της κριθείσας αγωγής, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενό της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε απ’ αυτό. Εξάλλου κατά το άρθρο 331 ΚΠολΔ το δεδικασμένο εκτείνεται και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθ` ύλη αρμόδιο να αποφασίσει για τα παρεμπίπτοντα ζητήματα, ενώ ως παρεμπίπτον (προδικαστικό) ζήτημα νοείται άλλη έννομη σχέση ή δικαίωμα ή συνέπεια του ουσιαστικού δικαίου από το οποίο εξαρτάται η κρίση επί του κυρίου ζητήματος της δίκης, δηλαδή το δεδικασμένο επεκτείνεται σε εκείνο το προδικαστικό ζήτημα, το οποίο η απόφαση έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση στηρίζει τη διαγνωσθείσα ή απαγγελθείσα απ` αυτήν έννομη συνέπεια. Έτσι το δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της δίκης που διεξάγεται μεταξύ των ιδίων προσώπων είναι διαφορετικό από τη δίκη που προηγήθηκε, έχει όμως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη, όπως συμβαίνει, όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα μ` αυτό που κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση. Αν υπάρχει δεδικασμένο, εφόσον δεν επήλθε μεταβολή του νομικού καθεστώτος που διέπει μια έννομη σχέση ή των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν προϋπόθεση της σχέσης αυτής, αποκλείεται η αμφισβήτηση σε μεταγενέστερη δίκη της έννομης σχέσης που αποτελεί τη βάση της αξίωσης. Δεδικασμένο αποτελεί κάθε τελεσίδικη απόφαση και ανατρέπεται μόνον με την επιτυχή άσκηση των έκτακτων ενδίκων μέσων της αναίρεσης ή της αναψηλάφησης κατά της απόφασης που αποτελεί δεδικασμένο. Το δεδικασμένο δεσμεύει τόσο τους διαδίκους (και τα άλλα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 325-329 ΚΠολΔ), όσο και τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία δεν μπορούν να επανακρίνουν ό,τι έχει ήδη κριθεί (άρθρα 324, 332 ΚΠολ) (βλ. ΕφΑθ 2825/2007, ΕΦΑΔ 2008, σ.697, με εκεί αναφορές σε θεωρία και νομολογία). Έτσι δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση παράγεται και όταν το αντικείμενο της διεξαγόμενης δίκης είναι διαφορετικό από εκείνο της προηγούμενης, έχει όμως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη, τούτο δε συμβαίνει όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα με το ήδη κριθέν στην προηγούμενη απόφαση, υπό την προϋπόθεση ότι το δικαστήριο που δίκασε είχε καθ’ ύλην αρμοδιότητα να αποφασίσει για το παρεμπίπτον ζήτημα (ΕφΛαρ 441/2006, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2006, σ.519). Με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχείο Α έφεσης ο εκκαλών διατείνεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων περί δεδικασμένου η εκκαλουμένη εδέχθη την ύπαρξη αυτού μολονότι στην υπό κρίση περίπτωση δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής αυτού. Ειδικότερα η εκκαλούμενη εδέχθη ότι επί της με αρ. κατ. …../20-3-2019 αγωγής του ενάγοντος σε βάρος της πρώτης εναγόμενης και του πατρός της με αντικείμενο την προστασία από προσβολή της προσωπικότητας εξεδόθη η με αρ. 9/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών και κατόπιν έφεσης του ενάγοντος η με αρ. 1197/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης απερρίφθη τελεσίδικα ως μη νόμιμο το αίτημα του ενάγοντος για προσβολή της προσωπικότητάς του ως πατέρα λόγω στέρησης του δικαιώματος επικοινωνίας του με το τέκνο του μέσω διαδικτύου εξ αιτίας της παραβίασης της από 7-2-2019 προσωρινής διαταγής στις 8-2-2019, 9-2-2019, 10-2-2019, 23-2-2019, 25-2-2019, 26-2-2019, 27-2- 2019, 28-2-2019, 1-3-2019, 4-3-2019, 5-3-2019, 6-3-2019, 8-3-2019, 9-3- 2019, 10-3-2019, 11-3-2019, 12-3-2019, 13-3-2019, 14-3-2019, 15-3-2019, 16-3-2019, 17-3-2019, 18-3-2019, 19-3-2019, καθόσον τα επικαλούμενα από αυτόν πραγματικά περιστατικά, και αν ακόμη ήθελε υποτεθούν αληθή, δεν θεμελίωναν το πραγματικό της εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 57 και 59 ΑΚ, καθόσον δεν ήρετο το δικαίωμα επικοινωνίας πατέρα-τέκνου, αφού και ο ίδιος ο ενάγων συνομολογούσε στην αγωγή του ότι η άρνηση της πρώτης εναγόμενης συνίστατο κυρίως στη μορφή της επικοινωνίας (διαδικτυακή) και όχι στην τηλεφωνική (επικοινωνία), ήτοι η διαφορά μεταξύ των διαδίκων προέκυψε από το διαφορετικό τρόπο ερμηνείας της προσωρινής διαταγής, που ωστόσο δεν άγει σε προσβολή του πυρήνα του δικαιώματος του ενάγοντος για επικοινωνία με το τέκνο του, θεωρώντας ότι η άνω τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο μεταξύ των ίδιων διαδίκων που εκτείνεται στα προαναφερόμενα κριθέντα ουσιαστικά ζητήματα και εμποδίζει τη μεταγενέστερη άσκηση αγωγής μεταξύ των ίδιων διαδίκων για το ίδιο αντικείμενο με την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Ακολούθως από την επισκόπηση του δικογράφου της υπό κρίση αγωγής προκύπτει ότι ο ενάγων στο πλαίσιο της διατεινόμενης προσβολής της προσωπικότητας του έχει διαλάβει σχετικό κεφάλαιο που τιτλοφορείται ως η παρεμπόδιση του δικαιώματος επικοινωνίας μου με το τέκνο μας από την πρώτη εναγόμενη – παραβίαση των από 7.2.2019 και 21.3.2019 προσωρινών διαταγών, όπου στη συνέχεια εκθέτει περιστατικά και ημερομηνίες που έλαβαν χώρα περιστατικά παρεμπόδισης της επικοινωνίας. Από τη σύγκριση των πραγματικών περιστατικών που επιστηρίζουν το δεδικασμένο που παράγει η 1197/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και τα αντίστοιχα που συγκροτούν την ιστορική βάση της υπό κρίση αγωγής προκύπτει ότι υφίσταται δεδικασμένο που παρεμποδίζει την εξέταση του συγκεκριμένου κεφαλαίου της αγωγής καθώς έχει ήδη κριθεί στο πλαίσιο της προγενέστερης πρώτης αγωγής του ενάγοντος με την επισήμανση ότι το περιεχόμενο της από 21.3.2019  προσωρινής διαταγής δεν αποτελεί μια διαφορετική περίπτωση αφού επικυρώνει και βελτιώνει την επικοινωνία του ενάγοντος με το τέκνο του στη βάση της πρώτης προσωρινής διαταγής. Να σημειωθεί ότι ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι κάθε περίπτωση παραβίασης της προσωρινής διαταγής σε που έλαβαν χώρα σε διαφορετικές διαδοχικές ημεροχρονολογίες αποτελούν μεμονωμένες ιδιαίτερες περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν στη δεσμευτική δύναμη του δεδικασμένου της άνω απόφασης δεν ερείδεται στο νόμο καθώς αποτελεί μια εξακολουθητική συμπεριφορά όμοιων πραγματικών περιστατικών που εμπίπτει στο πλαίσιο  της πρώτης προσωρινής διαταγής, όπου η αρνητική κρίση της ίδιας απόφασης περί της της μη προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος αποτελεί το αναγκαίο προδικαστικό πρόκριμα που ακολουθεί κάθε μεμονωμένη μελλοντική συμπεριφορά παραβίασης της προσωρινής διαταγής σύμφωνα και με τα όσα αναφέρονται στην άνω μείζονα σκέψη. Κατά συνέπεια πρέπει  να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος  ο πρώτος λόγος της υπό στοιχείο Α έφεσης.

Ακολούθως στο εξεταζόμενο κεφάλαιο του δεδικασμένου που παράγεται από την 1197/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης η εκκαλούσα της υπό στοιχείο Β έφεσης με τον πρώτο λόγο αυτής, κατ’ εκτίμηση αυτού, εξ απόψεως εννόμου συμφέροντος, διατείνεται ότι κατά το μέρος που έγινε δεκτή σε βάρος της η αγωγή του αντιδίκου της και αναγνώρισε την υποχρέωση αυτής να καταβάλει στον τελευταίο το χρηματικό ποσό των 1.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως ενώ την καταδίκασε και στη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος δεν έλαβε υπόψη την προβληθείσα με τις  προτάσεις της ένσταση δεδικασμένου που παρήχθη με την άνω απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης έτσι ώστε να απορριφθεί και το κεφάλαιο της αγωγής που έγινε δεκτό κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα. Πλην όμως ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος δεδομένου ότι από την  επισκόπηση του δικογράφου της υπό κρίση αγωγής σε συνδυασμό με την ελάσσονα πρόταση της 1197/2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης που επιστηρίζει το δεδικασμένο που παράγει η ίδια απόφαση προκύπτει ότι το μέρος της αγωγής που έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη αφορά την ιδιαίτερη έκφανση του δικαιώματος της εικόνας του ως στοιχείο της προσωπικότητάς του που προσεβλήθη με την παράνομη φωτογράφηση του κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή,  το οποίο ως πραγματικό περιστατικό και ως κεφάλαιο της ιστορικής βάσης της πρώτης αγωγής δεν περιελήφθη στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της άνω απόφασης και ως εκ τούτου δεν επικαλύπτεται από την ισχύ του δεδικααμένου που παράγει η τελευταία απόφαση.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 250 του ΚΠολΔ, αν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή που επηρεάζει τη διάγνωση της διαφοράς, το Δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης, εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία. Η εφαρμογή της ρύθμισης αυτής, η οποία ομοίως είναι δυνητική για το Δικαστήριο, προϋποθέτει την ύπαρξη εκκρεμούς ποινικής αγωγής, η οποία να επηρεάζει κατ’ οποιονδήποτε τρόπο τη διάγνωση της ένδικης αστικής διαφοράς, χωρίς να απαιτείται και σχέση εξάρτησης από προδικαστικό ζήτημα, υπό την έννοια ότι τα συγκροτούντα την υπόσταση της τελεσθείσας πράξης πραγματικά περιστατικά, ασκούν ουσιώδη επιρροή αναφορικά με τα θεμελιωτικά της αστικής δικαιολογητικής σχέσης περιστατικά. Ως εκκρεμής νοείται η ποινική αγωγή, εφόσον έχει ασκηθεί ποινική δίωξη δια της εκ μέρους του Εισαγγελέα Πρωτοδικών είτε παραγγελίας κύριας ανάκρισης ή προανάκρισης είτε της εισαγωγής της υπόθεσης με απευθείας κλήση του κατηγορούμενου στο ακροατήριο, χωρίς να αρκεί η υποβολή έγκλησης ή μήνυσης, ούτε η διενέργεια, κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας, προκαταρκτικής εξέτασης ως προς τη διάπραξη του εγκλήματος (ΑΠ 537/2012 ΝοΒ 2012 σελ. 2359, ΕφΛαμ 56/2013 δημ. Nόμος, ΕφΛαρ 351/2012 Δικογραφία 2012.714, ΕφΘεσ 457/2011 Αρμ 2011.1022). Με το 2ο λόγο της υπό στοιχείο Β έφεσης, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατά κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, δεν έκανε δεκτό το αίτημά της περί αναστολής της δίκης κατ` άρθρο 250 ΚΠολΔ, μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας που εκκίνησε με την υποβληθείσα από τον αντίδικο της έγκληση σε βάρος της και σε βάρος της πρώην συζύγου του …………….  Ως προς τον λόγο αυτό της έφεσης, λεκτέα τα ακόλουθα: Λόγους έφεσης, κατά την έννοια του άρθρου 520 ΚΠολΔ, που απαιτεί με ποινή ακυρότητας την ύπαρξη αυτών στο δικόγραφο της έφεσης, μπορούν να αποτελέσουν παράπονα κατά της εκκαλουμένης απόφασης, τα οποία αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του Δικαστή. Τα τελευταία μπορεί να είναι παραβιάσεις δικονομικών κανόνων, εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικού νόμου, εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ή εγκατάλειψη αίτησης αδίκαστης (ΕφΠατρ 17/2020 δημ. Νόμος). Ως εκ τούτου, η απόρριψη του αιτήματος για αναστολή της δίκης κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ ή για αναβολή της συζήτησης κατά το άρθρο 250 του ιδίου Κώδικα, δεν αποτελεί σφάλμα δεκτικό έφεσης, διότι τόσο η αναστολή της δίκης για προκριματικά ζητήματα (249 ΚΠολΔ), όσο και η αναβολή της συζήτησης (250 ΚΠολΔ), απόκεινται στην κρίση του Δικαστηρίου (ΕΦΠατρ 17/2020 ο.π.,  ΕφΛαρ 292/2015 Δικογραφία 2016.75, ΕφΛαρ 457/2011 Αρμ. 2011.1022), ούτε θεμελιώνει λόγο έφεσης η απόρριψη των σχετικών αιτημάτων από το Δικαστήριο, αφού το τελευταίο, έχοντας, σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα, διακριτική ευχέρεια να δεχθεί ή να απορρίψει το αίτημα αναστολής της δίκης ή αναβολής της συζήτησης, δεν υποπίπτει στο σφάλμα της παράλειψης να αποφανθεί, ούτε πρόκειται για σφάλμα του διαδίκου που μπορεί να επανορθωθεί, πολύ δε περισσότερο, αφού το διατακτικό της απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου δεν θεμελιώνεται στην παραδοχή ή απόρριψη του αιτήματος αυτού (ΕφΠατρ 17/2020, ΕφΠατρ 144/2018, ΕφΔωδ 204/2017 δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 292/2015 Δικογραφία 2016.75). Κατ` ακολουθία των ανωτέρω, ο πέμπτος λόγος της υπό στοιχρίο β έφεσης, τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος.

Κατά το άρθρο 1 του ν. 2472/1997 «προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την οδηγία 95/46 ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης.10.1995, ο οποίος εφαρμόζεται στη προκειμένη περίπτωση και όχι ο ν. 4624/2019 που εκδόθηκε στη συνέχεια και ισχύει από 29-8-2019 (ΦΕΚ 137/29-8-2019), αντικείμενο του νόμου αυτού είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στο άρθρο 2 του ως άνω νόμου ορίζεται ότι για τους σκοπούς του νόμου τούτου νοούνται ως: α) «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κάθε είδους πληροφορίες που αναφέρονται στο υποκείμενο των δεδομένων», β).., γ).., δ) «επεξεργασία κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση, η αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή», ε) (όπως ήδη αντικαταστάθηκε το εδάφιο αυτό με την παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 3471/2006) «αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα («αρχείο») κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια», στ)…, ζ) «υπεύθυνος επεξεργασίας οποιοσδήποτε καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η) …, θ) …, ι) «αποδέκτης το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν είναι τρίτος ή όχι»…. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ανωτέρω νόμου, οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν στο αρχείο. Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 ε` του ίδιου νόμου, «Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: … ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι, στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών». Τέτοια περίπτωση συνδρομής υπέρτερου εννόμου συμφέροντος συνιστά, ιδίως, η περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία, που ζητούνται είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου. Το παραπάνω επιχείρημα αντλείται από το άρθρο 7 παρ. 2 γ` του ν. 2472/1997 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 2915/2001), που αφορά την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, αλλά εφαρμόζεται κατά μείζονα λόγο και στην επεξεργασία απλών προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με το οποίο, «Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: … γ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου». Προϋπόθεση για τη νόμιμη εφαρμογή της παραπάνω διάταξης είναι ότι τα δεδομένα, των οποίων ζητείται η χορήγηση ή για τα οποία πρόκειται η χρήση, πρέπει να είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου (αρχή της αναγκαιότητας), και δη ενόψει της συγκεκριμένης δίκης που εκκρεμεί. Η αναγκαιότητα δε υφίσταται όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα. Τα δεδομένα, επίσης, δεν πρέπει να είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως απαραίτητα για την υπεράσπιση του δικαιώματος (αρχή της αναλογικότητας). Στο άρθρο 22 παρ. 4 του ίδιου ν. 2472/1997 προβλέπονται ποινικές κυρώσεις, για όποιον χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή ανακοινώνει ή καθιστά προσιτά τέτοια δεδομένα σε μη δικαιούμενα πρόσωπα. Στην παρ. 1 του άρθρου 23 αυτού με τίτλο «αστική ευθύνη» ορίζεται, ότι «φυσικό ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση, αν δε προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον». Από τις ανωτέρω διατάξεις, συνάγεται ότι, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του ως άνω άρθρου 23 του ν. 2472/1997 και του ταυτάριθμου άρθρου της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ, από τις οποίες, σε συνδυασμό με τις αναλόγως εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299 και 932 του ΑΚ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση που φυσικό ή νομικό πρόσωπο, κατά παράβαση των διατάξεων του ως άνω νόμου, προκαλεί ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων, η ευθύνη του πρώτου για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει: α) συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) που παραβιάζει τις διατάξεις του ν. 2472/1977 ή (και) των κατ` εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια αφ’ ενός των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφ’ ετέρου της πιθανότητας να επέλθει ηθική βλάβη. Η ύπαρξη υπαιτιότητας τεκμαίρεται και, ως εκ τούτου, το πρόσωπο, που παραβιάζει τις εν λόγω διατάξεις, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του, έναντι του υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων, που υπέστη ηθική βλάβη, από την παραβίαση, έχει το βάρος να αποδείξει ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματός του πραγματικά γεγονότα, σύμφωνα και με την περί τούτου ρητή διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 της ως άνω Οδηγίας (βλ. ΑΠ 171/2019, ΑΠ 1740/2013, ΑΠ 637/2013) (ΑΠ 1264/2020, ΤΝΠ Νόμος). Στη, δε, § 2 ορίζεται ότι η κατά το άρθρο 932 ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για παράβαση του νόμου τούτου ορίζεται κατ’ ελάχιστο στο ποσό των 2.000.000 δραχμών (ήδη 5.869,40 ευρώ), εκτός αν ζητήθηκε από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό ή η παράβαση οφείλεται σε αμέλεια (ΑΠ 476/2009). Ο καθορισμός βέβαια με τη διάταξη αυτή ελάχιστου ποσού χρηματικής ικανοποίησης σκοπό έχει να διασφαλίσει την προστασία των πολιτών από ιδιαίτερα έντονες προσβολές της τιμής και της υπόληψής τους και εντάσσεται στα μέτρα που λαμβάνει η Πολιτεία, υλοποιώντας την επιβαλλόμενη από το άρθρο 2 § 1 του Συντάγματος υποχρέωσή της για σεβασμό και προστασία της αξίας του ανθρώπου. Όμως, η ρύθμιση αυτή αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 25 § 1 εδ. δ` του Συντάγματος και την θεσμοθετούμενη με αυτήν αρχή της αναλογικότητας, καθόσον η καθιέρωση για τον καθορισμό του ελάχιστου ορίου χρηματικής ικανοποίησης στο, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ιδιαίτερα σημαντικό ποσό των 2.000.000 δραχμών, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, δεν είναι εν στενή έννοια αναλογική, διότι η βλάβη που προκαλείται με την υποχρέωση καταβολής αυτού του χρηματικού ποσού είναι, στις περιπτώσεις ελαφρών εξ απόψεως είδους και βαρύτητας προσβολών, στις οποίες (περιπτώσεις) και αντιστοιχεί το εν λόγω κατώτατο όριο χρηματικής ικανοποίησης, δυσανάλογα επαχθέστερη από την επιδιωκόμενη ωφέλεια του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, η τιμή και η υπόληψη του οποίου προσβλήθηκε. Συνεπώς, η εν λόγω διάταξη ως αντισυνταγματική είναι ανίσχυρη και δεν πρέπει να εφαρμόζεται από το δικαστήριο της ουσίας, με την έννοια του προσδιορισμού στο καθοριζόμενο από αυτήν ποσό χρηματικής ικανοποίησης, όχι κρίνοντας αυτήν ως εύλογη, αλλά θεωρώντας ότι δεσμεύεται από την ανωτέρω διάταξη, μολονότι το είδος και η βαρύτητα της προσβολής δε δικαιολογούν τον καθορισμό του εν λόγω ποσού (βλ. Ολ.ΑΠ 6/2011) (ΑΠ 252/2018, ΤΝΠ Νόμος).

Επιπλέον, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει, όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς, κατά την έννοια των άρθρων 361-363 ΠΚ (ΑΠ 292/2020, AΠ 1116/2019, AΠ 1394/2017, ΑΠ 726/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά τις διατάξεις αυτές, εξύβριση διαπράττει όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και, αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός, κατά τις παραπάνω διατάξεις, νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης. Αντιθέτως, δεν συνιστά γεγονός η έκφραση γνώμης ή συγκεκριμένης αξιολογικής κρίσης ή άλλοι χαρακτηρισμοί, εκτός αν τα παραπάνω σχετίζονται και συνδέονται άμεσα με γεγονός που συνιστά το κρίσιμο του αδικήματος στοιχείο, έτσι ώστε ουσιαστικά να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική βαρύτητά του, πράγμα που δεν συμβαίνει, όταν εκφράζονται ή εκδηλώνονται ανεξάρτητα και άσχετα με τον τρόπο αυτό. Aπλές, όμως, κρίσεις, γνώμες και χαρακτηρισμοί, που ενέχουν αμφισβήτηση, κατά την κοινή αντίληψη της κοινωνικής ή ηθικής αξίας του παθόντος ή εκδήλωση καταφρόνησης ή ονειδισμού αυτού (χωρίς να συνδέονται με συγκεκριμένο γεγονός), είναι δυνατό να θεμελιώσουν το έγκλημα της εξύβρισης και όχι το έγκλημα της δυσφήμησης (ΑΠ 1069/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο από αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός, είναι πρόσφορο και κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση ή αποδοχή του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται, επιπλέον, και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει, όμως, ως έγκλημα η απλή δυσφήμηση κατ` άρθρο 362 του ΠΚ, που προσβάλλει επίσης, την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο ως αστικό αδίκημα, η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους, με οποιονδήποτε τρόπο γεγονότα που θίγουν την τιμή και την υπόληψη άλλου, υπό την προαναφερόμενη έννοια, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, να τον αποζημιώσει και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του, τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρων 361 – 367 του ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. ΑΚ (ΑΠ 272/2020, ΑΠ 611/2019, ΑΠ 1394/2017, AΠ 343/2016). Ειδικότερα, το άρθρο 367 ΠΚ ορίζει στην παρ. 1, ότι «δεν αποτελούν άδικη πράξη, α) οι δυσμενείς κρίσεις … καθώς και, γ) οι εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νομίμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον …» και στην παρ. 2 ότι η προηγούμενη διάταξη δεν εφαρμόζεται, α) όταν οι παραπάνω κρίσεις και εκδηλώσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της πράξης του άρθρου 363 (δηλαδή της συκοφαντικής δυσφήμησης) καθώς και β) όταν από τον τρόπο εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης. Επομένως, αιρομένου του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων, αποκλείεται και το στοιχείο του παράνομου της επιζήμιας συμπεριφοράς, ως όρος της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Όμως, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται στις προαναφερθείσες περιπτώσεις (λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κλπ), και συνεπώς, παραμένει η ποινική ευθύνη του δράστη, άρα και η υποχρέωσή του προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μια από τις περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρου 367 ΠΚ, δηλαδή, όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης του άρθρου 363 ΠΚ, ή όταν από τον τρόπο εκδήλωσης, ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου (ΑΠ 972/2020, ΑΠ 1431/2017, ΑΠ 343/2016). Ο ισχυρισμός του εναγομένου, ότι συντρέχει περίπτωση δικαιολογημένου ενδιαφέροντος που αίρει κατά το άρθρο 367 παρ. 1 γ ΠΚ τον άδικο χαρακτήρα δυσφημιστικού για τον ενάγοντα ισχυρισμού του, συνιστά ένσταση καταλυτική της εναντίον του αγωγής με αντικείμενο την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του αντιδίκου από την επικαλούμενη προσβολή της προσωπικότητάς του με τον δυσφημιστικό σε βάρος του ισχυρισμό, ενώ αντένσταση συνιστά ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της δυσφήμησής του από τον εναγόμενο, επειδή οι επίμαχες εκδηλώσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης ή επειδή αυτός ενήργησε με ειδικό σκοπό εξύβρισής του (ΑΠ 792/2020, 2049/2017). Ειδικός σκοπός εξύβρισης υπάρχει στον τρόπο εκδήλωσης της προσβλητικής της τιμής του άλλου συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν ήταν αντικειμενικά αναγκαίος για τη δέουσα απόδοση του περιεχομένου της σκέψης εκείνου που φέρεται ότι ενεργεί από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και ο οποίος καίτοι γνώριζε τούτο, χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτό για να προσβάλει την τιμή του άλλου. Έτσι, ο ειδικός σκοπός εξύβρισης έγκειται στην ενσυνείδητη υπέρβαση των ορίων του δικαιώματος, η οποία κατατείνει στην προσβολή της τιμής και αποτελεί πρόσθετο στοιχείο της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος (ΑΠ 972/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Τέλος στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ τυποποιείται το τεκμήριο αθωότητας, ως βασική κατεύθυνση της ποινικής δίκης. Αντίστοιχου περιεχομένου διατάξεις περιλαμβάνουν, επίσης, τόσο το άρθρο 14 παρ. 2 του Διεθνούς Συμφώνου του ΟΗΕ για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, το οποίο ψηφίστηκε τον Δεκέμβριο 1966, όσο και το άρθρο 11 παρ. 1 της από 10-12-1948 Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κείμενα τα οποία αποτελούν σήμερα υπερεθνικές διατάξεις, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 Συντάγματος. Πλέον, το τεκμήριο αθωότητας έχει λάβει εξέχουσα θέση στο ποινικό δικονομικό δίκαιο της χώρας μας. Παρά ταύτα, μόλις πρόσφατα, πρώτα με το ν. 4596/2019 και έπειτα με την τροποποίηση του ν. 4620/2019, διατυπώθηκε ρητά στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και στο άρθρο 71 αυτού ρητά ορίζεται ότι «οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με τον νόμο». Η φύση του τεκμηρίου αθωότητας είναι σύνθετη: αποτελεί όχι μόνο γενική αρχή και δικονομική εγγύηση αλλά και δικαίωμα του κατηγορουμένου, ανάλογα με την πτυχή του που κάθε φορά έχει ανάγκη προστασίας. Ως δικαίωμα, αποτελεί ιδιαίτερο δικαίωμα (στοιχείο) της προσωπικότητας του κατηγορουμένου συνιστάμενο στην προστασία του από την πρόωρη απόδοση της ενοχής. Άρα, όποτε προσβάλλεται το τεκμήριο, συμπροσβάλλεται παράλληλα και η προσωπικότητα του κατηγορουμένου, αφού η αθωότητα αυτού προτού καταδικαστεί αμετάκλητα συνιστά συστατικό της τιμής και της υπόληψής του. Ωστόσο, αμφισβητούμενο είναι αν το τεκμήριο αθωότητας δεσμεύει, όχι μόνο τις ενέργειες της δικαστικής εξουσίας και των λοιπών φορέων κρατικών λειτουργιών, αλλά και τους ιδιώτες. Κατά την ορθότερη άποψη, και αν ακόμη δεν γίνει δεκτό ότι το τεκμήριο αθωότητας ως ατομικό δικαίωμα τριτενεργεί (άρθρο 25 παρ. 1 Συντ.), αποδέκτες του τεκμηρίου αθωότητας είναι οπωσδήποτε και οι ιδιώτες, αφού το τεκμήριο αθωότητας συνιστά απόρροια του γενικότερου δικαιώματος της προσωπικότητας το οποίο οφείλουν να σέβονται όλοι κατά τα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 Συντ., 57 επ. ΑΚ. Επομένως, η παραβίαση του τεκμηρίου από ιδιώτη, όπως όταν λ.χ. γίνεται επίκληση και αποδεικτική χρήση μίας καταδίκης του προσβαλλόμενου προτού αυτός καταδικαστεί αμετάκλητα, δεν θεμελιώνει ιδιαίτερη και αυτοτελή αξίωση προστασίας με ιδρυτικό κανόνα ευθύνης το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, διότι δεν υπάρχει ειδική διάταξη αστικού περιεχομένου που να την αναγάγει σε τέτοια αυτοτελή αιτία αποζημίωσης, όπως λ.χ. συμβαίνει με τη διάταξη του άρθρου 23 ν. 2472/1997 για την παραβίαση των προσωπικών δεδομένων. Στην περίπτωση της παράβασης του τεκμηρίου αθωότητα ιδρυτικός κανόνας της ευθύνης είναι μόνον οι διατάξεις των άρθρων 57 και 59 ΑΚ (ΑΠ 1264/2020, όπ.π.).

Από την επανεκτίμηση όλων των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν, έστω και για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (αρ. 529 παρ. 1α, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων και οι ένορκες βεβαιώσεις τρίτων που έχουν δοθεί για άλλη δίκη, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη εκτιμώμενες προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη απ’ το Δικαστήριο κατ’ άρ. 336 ΚΠολΔ, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων και ήδη εκκαλών της πρώτης έφεσης και εφεσίβλητος της δεύτερης και η πρώτη εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη της πρώτης και εκκαλούσας της δεύτερης έφεσης τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο γάμο, κατά τον πολιτικό τύπο, στον Πειραιά την 22.6.2017, από τον γάμο τους δε αυτό απέκτησαν ένα άρρεν τέκνο που γεννήθηκε την 27.12.2018. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων ήταν αρμονική για μικρό χρονικά διάστημα στις αρχές του εγγάμου βίου, πλην όμως στη συνέχεια δεν εξελίχθηκε ομαλά με συνέπεια να δημιουργούνται μεταξύ τους συνεχείς έριδες  και διαπληκτισμοί. Εν τέλει ο μεταξύ των διαδίκων γάμος με την αμετάκλητη πλέον 520/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς στο πλαίσιο της οποίας κρίθηκε ότι στο πρόσωπο της πρώτης εναγόμενης υπάρχει εύλογη αιτία διακοπής της έγγαμης συμβίωσης και ακολούθως εύλογη αιτία διακοπής της έγγαμης συμβίωσης κρίθηκε ότι τυγχάνει δικαιούχος διατροφής σε χρήμα από τον υπόχρεο καταβολής αυτής αντίδικό της, ο οποίος κρίθηκε ως ο αποκλειστικά υπαίτιος της διάσπασης του εγγάμου βίου τους.  Ακολούθως ανέκυψαν ζητήματα σχετικά με τη ρύθμιση των σχέσεων των εν διαστάσει πλέον συζύγων μεταξύ τους αλλά και με το κοινό τέκνο τους για τα οποία επιλήφθηκαν τα πολιτικά δικαστήρια. Έτσι στο πλαίσιο αυτό ασκήθηκαν από αμφότερους τους διαδίκους αιτήσεις ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με αντικείμενο τη προσωρινή ρύθμισης της κατάστασης όπου η μεν πρώτη εναγόμενη μητέρα ζητούσε την προσωρινή ανάθεση της αποκλειστικής επιμέλειας του τέκνου της σε αυτή (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019), ο δε ενάγων πατέρας ζητούσε την προσωρινή ανάθεση σε αυτόν της αποκλειστικής επιμέλειας αυτού στο πρόσωπό του και επικουρικά σε περίπτωση απόρριψης της κυρίας βάσης αίτησής του την προσωρινή ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας του με το τέκνο του (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019). Αμφότερες οι αιτήσεις ορίστηκαν να εκδικασθούν την 7.2.2019 όπου κατά τη συζήτηση αυτών στο ακροατήριο υποβλήθηκε από τον εδώ ενάγοντα αίτημα για την έκδοση προσωρινής διαταγής με αντικείμενο τη προσωρινή ρύθμιση της επικοινωνίας αυτού με το ανήλικο βρεφικής ηλικίας τότε τέκνο του, το οποίο έγινε δεκτό και εκδόθηκε η από 7.2.2019 προσωρινή διαταγή της Προέδρου του Δικαστηρίου εκείνου, η οποία μεταξύ άλλων όρισε ότι η επικοινωνία του ενάγοντος θα ελάμβανε χώρα σε ιδιαίτερο δωμάτιο στην οικία της μητέρας χωρίς την παρουσία τρίτου προσώπου και με την παρουσία της μητέρας εάν παρίστατο ανάγκη καθώς και καθημερινή   επικοινωνία χρονικής διάρκειας 10 λεπτών μέσω διαδικτύου μεταξύ 19:00 έως ώρα 20:00 από φορητό υπολογιστή που θα προμήθευε ο  ενάγων πατέρας του τέκνου. Στο πλαίσιο της δίκης εκείνης η εδώ πρώτη εναγόμενη και ήδη πρώτη εφεσίβλητη – εκκαλούσα στο σημείωμα που κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και για τις δύο αιτήσεις προς πιθανολόγηση της ουσιαστικής βασιμότητας των ισχυρισμών της που κατέτειναν το μεν στην προσωρινή ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου τους σε αυτή το δε στην απόρριψη της αίτησης του αντιδίκου της με την οποία ζητούσε την ανάθεση της επιμέλειας του τέκνου τους σε αυτόν με σκοπό να καταδείξει αρνητικές της εν γένει προσωπικότητας του ενάγοντος πτυχές έκαμε χρήση της ΑΤ 4739/2018 απόφασης του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, η οποία περιείχε ευαίσθητες προσωπικές πληροφορίες σχετικά με την ποινική κατάσταση του ενάγοντος που κρίθηκαν στο Δικαστήριο εκείνο κατόπιν μηνύσεως που υπέβληθη σε βάρος του τελευταίου από την δεύτερη εναγόμενη και ήδη δεύτερη εφεσίβλητη, η οποία τυγχάνει πρώην σύζυγός του. Η πρώτη εναγόμενη, όπως η ίδια συνομολογεί έλαβε γνώση της ποινικής αυτής απόφασης από την δεύτερη εναγόμενη, η οποία ως παθούσα των κατωτέρω αναφερομένων  ποινικών αδικημάτων από τον εδώ ενάγοντα συμμετείχε μεν ως μάρτυρας στη δίκη εκείνη, πλην όμως δεν προέβη σε σχετική δήλωση για την υποστήριξη της κατηγορίας. Με την ανωτέρω ποινική απόφαση ο εδώ ενάγων κρίθηκε το μεν ένοχος σε πρώτο βαθμό για το αδίκημα της ενδοοικογενειακής απειλής κατ’ εξακολούθηση το δε αθώος του αποδιδόμενου σε αυτόν αδικήματος της ενδοοικογενειακής βλάβης και επιβλήθηκε σε αυτόν ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, η οποία ανεστάλη για μια τριετία ενώ ακολούθως ασκήθηκε έφεση πλην όμως με την …../2020 διάταξη του Εισαγγελέως Εφετών Πειραιώς παραγράφηκε και διατάχθηκε η μη εκτέλεση της ποινής κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 64 παρ. 1,2,3 Ν.4689/2020. Να σημειωθεί ότι η πρώτη εφεσίβλητη στο σχετικό από 21.3.2019 σημείωμα της πράγματι αναφέρεται στην εν λόγω ποινική απόφαση, η δε αναφορά της είναι εκτενής κυρίως δε με την αντιγραφή του διατακτικού της τελευταίας γεγονός το οποίο αποδεικνύει ότι η αντίδικος του είχε λάβει γνώση του εγγράφου της αποφάσεως αυτής. Επιπλέον από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι η πρώτη εναγόμενη δεν απευθύνθηκε με αίτησή της στο αρμόδιο Δικαστήριο προκειμένου να λάβει γνώση της απόφασης αυτής αφού προσδιορίσει πρώτα το έννομο συμφέρον της ενώ όπως συνομολογεί και η ίδια έλαβε γνώση αυτής από την δεύτερη εναγόμενη πρώην σύζυγο του ενάγοντος – εκκαλούντος. Να σημειωθεί ότι η τελευταία ως εγκαλούσα των αποδιδομένων σε αυτόν δύο ποινικών αδικημάτων ουδέποτε απέκτησε την ιδιότητα του διαδίκου στη δίκη εκείνη, αφού από την επισκόπηση της απόφασης αυτής ουδέποτε προέβη σε δήλωση για την υποστήριξη της κατηγορίας. Κατά συνέπεια μόνη η ιδιότητα της ως μάρτυρας δεν της παρέχει το δικαίωμα πρόσβασης στη ποινική δικογραφία, όπως ορίζει το άρθρο 100 ΚΠΔ, οπότε και αποτελεί τρίτο πρόσωπο κατά την έννοια του άρθρου 22 παρ. 4 του ν. 2472/1997 όπου προβλέπονται ποινικές κυρώσεις, για όποιον χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή ανακοινώνει ή καθιστά προσιτά τέτοια δεδομένα σε μη δικαιούμενα πρόσωπα. Η εκκαλουμένη στο σημείο αυτό δέχθηκε ότι οι εναγόμενες δεν επενέβησαν σε κανένα σύστημα αρχειοθέτησης καθώς η δεύτερη εναγόμενη συμμετείχε ως παθούσα στη ποινική δίκη, στην οποία καταδικάσθηκε ο ενάγων και ως εκ τούτου είχε πρόσβαση στην επίδικη δικαστική απόφαση δίχως να ερευνήσει κάποιο σύστημα αρχειοθέτησης, η δε πρώτη εναγόμενη έλαβε γνώση της απόφασης από τη δεύτερη, πλην όμως με την κρίση της αυτής η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις καθώς με βάση τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι  η πρώτη εναγόμενη η οποία δεν είχε καμία σχέση ή εμπλοκή με την ποινική αυτή υπόθεση έλαβε γνώση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος που άντλησε από την εν λόγω ποινική απόφαση, χωρίς να έχει προσφύγει πρώτα στο αρχείο του Δικαστηρίου όπου τηρείται με νόμιμο τρόπο ώστε να μπορεί να κάμνει χρήση αυτής με νόμιμο τρόπο. Επιπλέον η επικαλούμενη από την πρώτη εναγόμενη γνώση της από τη δεύτερη από αυτές πρώην σύζυγο του εκκαλούντος δεν της προσδίδει τη νομιμότητα της κτήσης της ευαίσθητης πληροφορίας δεδομένου ότι όπως ανωτέρω αναφέρθηκε η τελευταία σε κάθε περίπτωση δεν νομιμοποιούταν να λάβει αντίγραφο της  εν λόγω ποινικής απόφασης, αφετέρου  ακόμα και η προφορική ανακοίνωση της πληροφορίας στη δεύτερη εναγόμενη αποτελεί διάδοση ευαίσθητου προσωπικού δεδομένου σε μη δικαιούμενο πρόσωπο. Κατά συνέπεια η παράβαση των διατάξεων του ως άνω νόμου από την πρώτη εναγόμενη συνιστά περίπτωση προσβολής της προσωπικότητάς, η οποία προκάλεσε ηθική βλάβη στον ενάγοντα ο οποίος δικαιούται να αναζητήσει χρηματική αποζημίωση για την αποκατάσταση αυτής, κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα. Επομένως η εκκαλούμενη που δέχθηκε τα αντίθετα έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κατά παραδοχή της ουσιαστικής βασιμότητας του δεύτερο λόγου της πρώτης από τις συνεκδικαζόμενες εφέσεις. Περαιτέρω ο εκκαλών – ενάγων με τον δεύτερο και όγδοο λόγο της έφεσής του διατείνεται ότι η χρήση προσωπικών του ευαίσθητων δεδομένων πλην του παρανόμου χαρακτήρα αυτής έλαβε χώρα και καρά παράβαση του τεκμηρίου της αθωότητας, σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, οπότε και  υπάρχει προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας με βάση τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 ΑΚ. Ωστόσο οι λόγοι αυτοί της έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι δεδομένου ότι εισάγουν απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής στο παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο διευρύνοντας ανεπίτρεπτα  τους κατ’ ίδιαν λόγους προσβολής της προσωπικότητας καθώς από την επισκόπηση του αγωγικού δικογράφου δεν προκύπτει ιδρυτικός της ευθύνης λόγος ερειδόμενος στη παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας, όπως άλλωστε ορίζει και η διάταξη του άρθρου 525 ΚΠολΔ. Να σημειωθεί ότι μετά την παραδοχή περί παραβίασης των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα αντίθετα δηλαδή με τα όσα είχαν γίνει δεκτά από την εκκαλουμένη απόφαση παρέλκει η εξέταση της μομφής που αποδίδεται από τον εκκαλούντα στην αιτιολογία που χρησιμοποιήθηκε για την απόρριψη της σχετικής αγωγικής βάσης, η οποία κατά τον έβδομο λόγο της έφεσης παραβίαζε το τεκμήριο της αθωότητας του καθώς η εξαφάνιση της πρωτοβάθμιας απόφασης για την οποία θα γίνει λόγος συνολικά κατωτέρω καθιστά αλυσιτελή την εξέταση αυτής. Ακολούθως στο πλαίσιο της αντιδικίας των  εν διαστάσει τότε συζύγων η πρώτη εναγόμενη απέστειλε εξώδικες δηλώσεις αλλά και διέλαβε σε δικόγραφα που κατατέθηκαν σε δικαστήρια χαρακτηρισμούς και γεγονότα τα οποία ο ενάγων θεωρεί συκοφαντικώς δυσφημιστικά για την τιμή και την υπόληψή του οι οποίες επλήγησαν εντόνως από τους εν λόγω ισχυρισμούς. Πλέον συγκεκριμένα ο ενάγων αναφέρεται στην από 24.1.22018 εξώδικη δήλωση της πρώτης εναγομένης, η οποία εν γνώσει της αναλήθειας των ισχυρισμών της εκθέτει ότι ο  εν διαστάσει σύζυγός της είναι βίαιος και απότομος χρησιμοποιώντας λεκτική και σωματική βία, τονίζοντας τη βίαιη συμπεριφορά που είχε επιδείξει στη δεύτερη εναγόμενη, πρώην σύζυγό του, όταν κυοφορούσε το τέκνο τους. Επίσης στην από 4.3.2019 εξώδικη δήλωσή της επαναλαμβάνει τον ίδιο ισχυρισμό περί βίαιης συμπεριφοράς του προς αυτήν και την πρώην σύζυγό του καταλήγοντας ότι δεν το εμπιστεύεται να μείνει μόνος με το τέκνο τους. Ομοίως στην από 15.2.2019 εξώδικη δήλωση της επαναλαμβάνει τον ίδιο ισχυρισμό ότι υπήρξε βίαιος ως σύζυγος και επέδειξε σε βάρος της βίαιη συμπεριφορά όταν κυοφορούσε το τέκνο τους καθώς της είχε τραβήξει τα μαλλιά και ως εκ τούτου δεν επιθυμούσε να είχε οποιαδήποτε επαφή με το παιδί τους. Επιπλέον στο από 22.1.2019 σημείωμα της ενώπιον του Προέδρου Υπηρεσίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αναφέρεται και πάλι στην εξυβριστική και βίαιη συμπεριφορά του ενάγοντος όπου εκθέτει ότι μετά την ανεύρεση κάποιων ερωτικών μηνυμάτων αυτού με το τρίτο θήλυ πρόσωπο με το επώνυμη …… την έσυρε στο όχημά του και άρχισε να την υβρίζει με τη φράση <<μαλακισμένη>> και όταν επιχείρησε να βγει από το όχημά του αυτός την τράβαγε από τα χέρια και το σώμα και  τέλος της έσκισε τη φόρμα που φορούσε. Τα ίδια επαναλαμβάνει και στην από 6.2.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………/2019) αίτησή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων) με την οποία ζητούσε την ανάθεση της επιμέλειας του τέκνου της σε αυτή και καθώς και την επιδίκαση διατροφής γι’ αυτήν ατομικά αλλά και για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου της. Ομοίως τους ίδιους ισχυρισμούς επαναλαμβάνει στην από 6.2.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2019 αγωγή της με την οποία ζητούσε τη λύση του γάμου τους, την ανάθεση της επιμελείας του τέκνου τους σε αυτή και την επιδίκαση διατροφής γι’ αυτήν ατομικά και για το ανήλικο τέκνο τους. Επιπλέον στα ανωτέρω δύο δικόγραφα ανέφερε ότι ο ενάγων διατηρούσε παράλληλα με αυτήν ερωτικές σχέσεις με πρώην ερωμένες του και μια από αυτές ήταν η αιτία για τη διάσπαση του εγγάμου βίου αυτού με την δεύτερη εναγόμενη. Η πρώτη εναγόμενη σε απάντηση επί της ανωτέρω ιστορικής βάσης της αγωγής προέβαλε την κατ’ άρθρο 367 παρ.1 ΠΚ ένσταση της ισχυριζόμενη ότι υφίσταται λόγος άρσης του πράξεων της εξύβρισης και της απλής δυσφήμησης καθώς και της παραβίασης των προσωπικών δεδομένων καθόσον πραγματοποιήθηκαν κατά τη διαφύλαξη – προστασία του νομίμου δικαιώματος και μάλιστα για να διαφυλάξει τον εαυτό της και το ανήλικο βρέφος της από την επιθετικότητα του αντιδίκου της προκειμένου να επικοινωνεί επί ώρες χωρίς να μπορεί να επιμελείται του προσώπου του ανηλίκου τέκνου τους αλλά και από τις ύβρεις και τις απειλές του χωρίς να υπάρχει οιοσδήποτε σκοπός εξυβρίσεως του. Εν συνέχεια ο ενάγων σε απάντηση επί της ως άνω ενστάσεως προέβαλε τον ισχυρισμό με τη μορφή αντενστάσεως περί της άσρσεως του αδίκου χαρακτήρα της πράξης καθώς η αντίδικος του ενήργησε με ειδικό σκοπό εξύβρισής του υπό την έννοια ότι η εκδήλωση της προσβλητικής της τιμής του άλλου συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν ήταν αντικειμενικά αναγκαίος για τη δέουσα απόδοση του περιεχομένου της σκέψης εκείνου που φέρεται ότι ενεργεί από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και ο οποίος καίτοι γνώριζε τούτο, χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτό για να προσβάλει την τιμή του άλλου.  Με βάση τα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω πρέπει να λεχθούν τα εξής: Αναφορικά με τον ισχυρισμό του εκκαλούντος περί της αοριστίας της προβαλλόμενης ενστάσεως, η οποία προβάλλεται και ως λόγος έφεσης κατά το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου αυτής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας διαλαμβάνει όλα τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά για την πλήρη και εμπεριστατωμένη παράθεση του επικαλούμενου κανόνα δικαίου. Περαιτέρω, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε ο μεταξύ των διαδίκων γάμος λύθηκε αμετάκλητα με την 520/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς δεχόμενη τον ισχυρό και ανεπανόρθωτο κλονισμό της έγγαμης σχέσης των εν διαστάσει συζύγων που προέκυψε από την αντισυζυγική συμπεριφορά του ενάγοντος, ο οποίος διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις και επεδείκνυε αδιάφορη συμπεριφορά στο πρόσωπο της συζύγου του. Κατά συνέπεια οι διαλαμβανόμενοι στα προαναφερθέντα εξώδικα και διαδικαστικά έγγραφα που άπτονται κατ’ ουσίαν στα κλονιστικά του εγγάμου μου βίου τους πραγματικά περιστατικά είναι αληθή και έχουν αποτελέσει το αναγκαίο υπόβαθρο για να στηριχθεί η διαπλαστική κρίση της προαναφερθείσας 520/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς που οδήγησε στην λύση του γάμου των διαδίκων, πορριπτομένου ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του ενάγοντος – εκκαλούντος της πρώτης έφεσης που διαλαμβάνεται στον ίδιο ως άνω λόγο της έφεσης ότι το δεδικασμένο της απόφασης αυτής εκτείνεται μόνο στη σκοπούμενη έννομη διάπλαση και όχι στα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν σε αυτή καθώς η διακρίβωση των κλονιστικών του γάμου πραγματικών περιστατικών επιφέρει την αιτούμενη διάπλαση της λύσης του γάμου. Επιπλέον  η ίδια ως άνω απόφαση ρύθμισε τα θέματα που αφορούσαν την οριστική επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου τους την οποία απέδωσε στην πρώτη εναγόμενη – μητέρα, την επικοινωνία του ενάγοντος με το τέκνο του και τέλος όρισε  διατροφή σε χρήμα για την ίδια την πρώτη εναγόμενη ατομικά αλλά και για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου τους. Κατά συνέπεια η έκθεση των κλονιστικών του εγγάμου βίου πραγματικών περιστατικών στα πρανοαφερόμενα έγγραφα που συντάχθηκαν κατ’ εντολή της πρώτης εναγόμενης και αφορούν τις μεταξύ τους σχέσεις έχουν κριθεί με την προαναφερόμενη απόφαση ως αληθή και επομένως δεν ατοιχειοθετείται κατ’ αρχήν το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Όσον αφορά τους ισχυρισμούς που σχετίζονται με την δεύτερη εναγόμενη πρώην σύζυγό του δεν στοιχειοθετεί ομοίως το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως καθώς ελλείπει το στοιχείο της γνώσης του ψεύδους αφού η πηγή της γνώσης της είναι η ίδια η πρώτη σύζυγος του ενάγοντος με την οποία άλλωστε έχει σχέσεις δεδομένου ότι στο πλαίσιο της δικαστικής διαμάχης αυτών συνεπικούρησε αποδεικτικά την πρώτη εναγόμενη για την ευόδωση του δικαστικού αγώνα της. Όπως εκτέθηκε ανωτέρω μετά τη διάσπαση του εγγάμου βίου των διαδίκων αμφότεροι οι  εν διαστάσει τότε σύζυγοι επιδόθηκαν σε ένα διαρκή δικαστικό αγώνα για τη λύση του γάμου τους και τη ρύθμιση των θεμάτων που ανέκυψαν μετά τη διάσταση. Η πρώτη εναγόμενη στο πλαίσιο αυτό απέστειλε εξώδικες δηλώσεις και άσκησε τα δικόγραφα που αναφέρονται ανωτέρω από δικαιολογημένο ενδιαφέρον που συνίστατο στη συνολική ρύθμιση των θεμάτων που αφορούσαν τους διαδίκους και το ανήλικο τέκνο τους μετά τη διάσταση τους. Κατά συνέπεια η πρώτη εναγόμενη κατά το μέρος που αναφέρεται στα κλονιστικά του γάμου τους πραγματικά περιστατικά και οι συνδεόμενοι με αυτά χαρακτηρισμοί σε βάρος του ενάγοντος αίρουν τον  άδικο χαρακτήρα της συκοφαντικής και της απλής δυσφήμησης δεδομένου ότι ως προς αυτά προέκυψε ότι ενήργησε από δικαιολογημένο ενδιαφέρον με τρόπο που να μην προσβάλλει την τιμή του ενάγοντος. Ωστόσο η αναφορά της στα επίδικα ως άνω εξώδικα και διαδικαστικά έγγραφα για τις σχέσεις του ενάγοντος με την πρώην σύζυγό του μολονότι είναι προφανές το δικαιολογημένο ενδιαφέρον αυτής να καταδείξει πτυχές του χαρακτήρα του συζύγου της στο μεταξύ τους δικαστικό αγώνα εντούτοις η αναφορά της στα θέματα του διαζυγίου του ενάγοντος με την πρώην σύζυγό του έγινε καθ΄ υπέρβαση των ορίων του δικαιώματος της καθώς αποτελούν προσβλητικές της τιμής του ενάγοντος εκδηλώσεις, οι οποίες δεν ήταν αντικειμενικά αναγκαίες για την ευόδωση των σκοπών της πρώτης ενάγουσας που ήταν η ρύθμιση όλων των θεμάτων μετά τη διάσπαση του εγγάμου βίου τους. Ειδικότερα οι αναφορές αυτές σε τρίτο πρόσωπο του παρελθόντος του ενάγοντος δεν ήταν αναγκαίες αλλά ούτε και πρόσφορες αποδεικτικά για να καταδείξουν τα κλονιστικά του γάμου τους πραγματικά περιστατικά αλλά και αυτά της επιμέλειας και διατροφής του τέκνου και της ίδιας στο μέτρο που ο ίδιος κρίθηκε υπαίτιος της μεταξύ τους διάσπασης. Κατά συνέπεια κατά το μέρος που οι φράσεις που διαλαμβάνονται στα άνω δικόγραφα και εξώδικες δηλώσεις και αφορούν τις σχέσεις του ενάγοντος με τη δεύτερη εναγόμενη στοιχειοθετούν το αδίκημα της απλής εξύβρισης και συνακόλουθα η προσβολή της τιμής συνιστά περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος και επομένως υφίσταται αδικοπρακτική ευθύνη της πρώτης εναγόμενης από την οποία δικαιούται να αξιώσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Η εκκαλουμένη απόφαση η οποία δέχθηκε συνολικά ότι δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της συκοφαντικής, της απλής δυσφήμησης και της εξύβρισης, δεχόμενη ως βάσιμη κατ’ ουσίαν την ένσταση της ΠΚ 367 παρ.1 που πρόβαλε η εναγόμενη και απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν την προβληθείσα αντένσταση του ενάγοντος εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις υπό τις ανωτέρω διακρίσεις. Κατά συνέπεια πρέπει να γίνει δεκτός εν μέρει ως βάσιμος κατ΄ουσίαν ο τέταρτος λόγος της έφεσης. Στη συνέχεια ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η πρώτη εναγόμενη στο προαναφερθέν από 23.1.2019 σημείωμά του επί των εκκρεμών ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αντιθέτων αιτήσεων για τη προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης των διαδίκων μετά τη διάσπαση του εγγάμου βίου τους προέβη σε παράνομη κοινοποίηση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων καθώς προσκόμισε αντίγραφο φωτογραφίας που απεικονίζει χάπια ενίσχυσης ανδρισμού. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι οι εν λόγω φωτογραφίες ανευρέθησαν εντός της κοινής οικογενειακής στέγης των διαδίκων κρυμμένες σε κλειδωμένο από τον ενάγοντα συρτάρι. Οι επίμαχες φωτογραφίες πρέπει να χαρακτηρισθούν ως προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9Α του Συντάγματος. Ωστόσο τα δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων δεν είναι απόλυτα. Όπως και κάθε άλλο συνταγματικό δικαίωμα, μπορούν να περιορισθούν αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι δημόσιου συμφέροντος και αν η άσκησή τους προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων. Και τούτο, υπό τον όρο ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, την οποία το άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος, η οποία ισχύει και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν” (“τριτενέργεια” των συνταγματικών δικαιωμάτων). Σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας η χρήση των δεδομένων αυτών πρέπει να είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου (αρχή της αναγκαιότητας), και δη ενόψει της συγκεκριμένης δίκης που εκκρεμεί. Σημειωτέον δε ότι η αναγκαιότητα δεν υφίσταται όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα ενώ τα  δεδομένα δεν πρέπει να είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως απαραίτητα για την υπεράσπιση του δικαιώματος. Στη προκειμένη περίπτωση η προσκόμιση των εν λόγω φωτογραφιών που αφορούν τη σεξουαλική ζωή του ενάγοντος  έλαβε χώρα στο πλαίσιο της συνεκδίκασης των αντίθετων αιτήσεων για τη προσωρινή ρύθμιση των θεμάτων που αφορούσαν τις σχέσεις των διαδίκων μεταξύ τους αλλά και τις σχέσεις του με το ανήλικο τέκνο τους και δη για θέματα που αφορούσαν την προσωρινή ανάθεση της επιμέλειας του τέκνου, της επικοινωνίας  του ενάγοντος και της προσωρινής διατροφής της πρώτης εναγόμενης ατομικά και για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου τους. Πλην όμως η χρήση των φωτογραφιών αυτών ως αποδεικτικών μέσων για τη πιθανολόγηση της ουσιαστικής βασιμότητας των ιστορικών βάσεων των δύο αιτήσεων δεν κρίνεται πρόσφορη σε συνδυασμό με τους ισχυρισμούς της  πρώτης εναγομένης. Ειδικότερα ουδέποτε η ίδια ισχυρίστηκε σε δικόγραφο της ως κλονιστικό του έγγαμου βίου τους γεγονός με θέμα την σεξουαλική ζωή του ζευγαριού και τη σεξουαλική ικανότητα του συζύγου της, πλην της ερωτικής δραστηριότητας του τελευταίου με τρίτα πρόσωπα, η οποία κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα κρίθηκε από το αρμόδιο Δικαστήριο ως κλονιστικό του έγγαμου βίου γεγονός. Ωστόσο το επικαλούμενο συζυγικό παράπτωμα της μοιχείας δεν θα μπορούσε να αποδειχθεί με τη χρήση του εν λόγω αποδεικτικού μέσου ούτε ακόμη και για τη συναγωγή δικαστικού τεκμηρίου καθώς η επίκληση αυτού δεν συνδυάστηκε με έτερο αποδεικτικό μέσο ώστε να θεμελιώσει τον περί μοιχείας ισχυρισμό της. Περαιτέρω από την επισκόπηση των σημειωμάτων που κατατέθηκαν και από τις δύο διάδικες πλευρές προκύπτει ότι εισφέρθηκε σημαντικό αποδεικτικό υλικό για την πιθανολόγηση της ουσιαστικής βασιμότητας της αίτησης της πρώτης εναγομένης, οπότε και ο επιδιωκόμενος σκοπός της μπορούσε να επιτευχθεί με τα προσκομισθέντα από αυτήν ηπιότερα μέσα των μαρτύρων και των εγγράφων σε κάθε δε περίπτωση η προσκόμιση των εν λόγω φωτογραφιών ήταν περιττή αφού δεν κρίνεται απολύτως απαραίτητη  για την υπεράσπιση του δικαιώματος. Κατά συνέπεια η χρήση των φωτογραφιών αυτών που αποτελούν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος που άπτονται της σεξουαλικής του ζωής, χωρίς τη συγκατάθεση αυτού δεν κρίνεται στη προκειμένη περίπτωση νόμιμη, αφού ούτε αναγκαία ήταν ούτε και πρόσφορη για την άσκηση του δικαιώματος της πρώτης εναγομένης για την παροχή δικαστικής προστασίας. Κατά συνέπεια η παραβίαση αυτή αποτελεί αδικοπραξία κατ’ άρθρο 914  ΑΚ και θεμελιώνει την κατ’ άρθρο 932 ΑΚ αξίωση του ενάγοντος για την χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης. Η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε τα αντίθετα καθώς έκρινε ως θεμιτή και νόμιμη τη χρήση των φωτογραφιών αυτών ως αποδεικτικών μέσων στο πλαίσιο της προαναφερόμενης δίκης έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερθεισών νομικών διατάξεων κατά παραδοχή της ουσιαστικής βασιμότητας του πέμπτου λόγου της έφεσης. Ακολούθως στο πλαίσιο της ανωτέρω αναφερόμενης προσωρινής διαταγής του Προέδρου του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία καθορίστηκε προσωρινά η άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας του ενάγοντος με το ανήλικο τέκνο του μεταξύ άλλων προβλέφθηκε η δυνατότητα επικοινωνίας μέσω της διαδικτυακής εφαρμογής <<skype>> με βιντεοκλήση. Σύμφωνα με τον σχετικό αγωγικό ισχυρισμό κατά την άσκηση του δικαιώματος αυτού την 31.3.2019 και ώρα 19:41η πρώτη εναγόμενη προέβη σε καταγραφή της βιντεοκλήσης που έλαβε χώρα μέσω του διαδικτύου με τη χρήση της προαναφερόμενης εφαρμογής, ισχυριζόμενος ότι με την ενέργεια της αυτή προσέβαλε την προσωπικότητά του στην έκφανση της της αναφορικά με την ελεύθερη ανάπτυξη της και την τιμή του. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι πράγματι  η πρώτη εναγόμενη κατά την επίμαχη βιντεοκλήση κατέγραψε το περιεχόμενο αυτής μέσω της σχετικής εφαρμογής, κάτι το οποίο αντιλήφθηκε ο ενάγων καθώς εμφανίστηκε στην οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή ένδειξη περί καταγραφής της συνομιλίας. Ωστόσο ο ενάγων, μολονότι αντιλήφθηκε την καταγραφή αυτή και το γνωστοποίησε στην πρώτη εναγόμενη δεν διέκοψε τη σύνδεση και εξακολούθησε να ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας. Η εκκαλουμένη απόφαση στο σημείο αυτό δέχθηκε ότι δεν υπήρξε παραβίαση της διατάξεως τη ΠΚ 370 Α λόγω της ύπαρξης συναίνεσης στην καταγραφή της εικόνας του ως λόγου άρσης του αδίκου της πράξης. Να σημειωθεί ότι ο ενάγων – εκκαλών στον σχετικό έκτο λόγο της έφεσης δεν παραπονείται ειδικότερα για την κρίση της αυτής, πλην όμως ισχυρίζεται ότι σε κάθε περίπτωση η ενέργεια της αυτής συνιστά προσβλητική της προσωπικότητάς του περίπτωση. Ωστόσο η συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης αλλά και ο τρόπος αντίδρασης του ενάγοντος αποτελούν σαφείς ενδείξεις της τεταμένης ατμόσφαιρας που επικρατούσε στους εν διαστάσει συζύγους κατά τους πρώτους μήνες της διάσπασης του εγγάμου βίου τους. Αναμφίβολα η ενέργεια αυτή της πρώτης εναγομένης είναι κατακριτέα, πλην όμως και η  ήπια αντίδραση που επέδειξε ο ενάγων μετά τη γνώση της καταγραφής της επικοινωνίας του δεικνύει ότι η πράξη αυτή της εν διαστάσει τότε συζύγου του δεν ήταν ικανή να προσβάλλει την προσωπικότητά του, αφού ο ίδιος δεν την αξιολόγησε ως ιδιαίτερα σημαντική τη στιγμή εκείνη εν αντιθέσει με μελλοντικές πρακτικές της πρώτης εναγόμενης στις οποίες θα γίνει λόγος κατωτέρω. Κατά συνέπεια η  εκκαλουμένη απόφαση που απέρριψε τη σχετική αγωγική βάση δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων πλην όμως πρέπει να συμπληρωθεί η αιτιολογία της κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, απορριπτομένου του έκτου λόγου  της έφεσης ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν. Σε συνέχεια των ανωτέρω ο ενάγων ισχυρίζεται ότι κατά την άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας του με το ανήλικο τέκνο του το οποίο ελάμβανε χώρα στο σπίτι της αδερφής της πρώτης εναγομένης στη … Αττικής, πριν εγκατασταθεί μονίμως στα ……, η εν διαστάσει σύζυγός του, χωρίς νόμιμο δικαίωμα και χωρίς να ορίζεται σχετικά από την προαναφερόμενη προσωρινή διαταγή δυνάμει της οποίας ο ενάγων ασκούσε το δικαίωμα επικοινωνίας με το ανήλικο τέκνο του  προέβη αυτοβούλως στη χρήση συστήματος βιντεοεπιτήρησης που ήταν εγκατεστήμενο από την αδερφή της για λόγους ασφαλείας της, επικαλούμενη την έλλειψη εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του ενάγοντος. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε πράγματι εντός συγκεκριμένου δωματίου  της οικίας που πραγματοποιούνταν η επικοινωνία η ύπαρξη τέτοιου συστήματος βιντεοεπιτήρησης του οποίου την ύπαρξη η πρώτη εναγόμενη γνωστοποίησε στον ενάγοντα καθώς και την πρόθεση της να καταγράφει την  επικοινωνία του με το ανήλικο τέκνο τους. Να σημειωθεί ότι τέτοιος περιορισμός του δικαιώματος επικοινωνίας δεν είχε προβλεφθεί στην άνω προσωρινή διαταγή, η οποία δεν έθεσε κάποιο ειδικότερο περιορισμό στο δικαίωμα επικοινωνίας ου ενάγοντος με το τέκνο του. Ο ενάγων εναντιώθηκε στην απόφαση αυτή της ενάγουσας πλην όμως δεν διέκοψε την επικοινωνία του με το ανήλικο τέκνο του. Την εν γένει άρνηση του για τον τρόπο άσκησης της επικοινωνίας ο ενάγων αντέκρουσε με ένδικα βοηθήματα που άσκησε ενώπιον των Δικαστηρίων του Πειραιά και των Γιαννιτσών. Από την επισκόπηση των δικογράφων αυτών κατά το μέρος που αφορούν θέματα καταγραφής της εικόνας του δεν προκύπτει ότι υπήρχε  γενική συναίνεση στη καταγραφή της επικοινωνίας του με το ανήλικο τέκνο του, ενώ σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι στην υπό κρίση περίπτωση υφίσταται μια σιωπηρή συναίνεση που αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης της καθώς ο ενάγων δεν είχε κάποιον συμφέρον να αποδεχθεί εκουσίως ένα τέτοιο περιορισμό της άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας δεδομένου ότι δεν είχε ορισθεί κάτι τέτοιο από την άνω προσωρινή διαταγή. Επιπλέον το γεγονός ότι το σύστημα βιντεοεπιτήρησης υπήρχε σε χώρο ιδιοκτησίας τρίτου προσώπου που εξυπηρετούσε τις δικές του ανάγκες προστασίας και ασφάλειας δεν συνεπάγεται ότι η  εν λόγω επέμβαση στην προσωπικότητα του ενάγοντος έγινε σε ενάσκηση δικαιώματος το οποίο κρίνεται ως μεγαλύτερης σπουδαιότητας. Και τούτο διότι πρόκειται για δύο διαφορετικής υφής δικαιώματα τα οποία κατ’ αρχήν δεν αλληλοσυγκρούονται. Στη προκειμένη περίπτωση μάλιστα σε κανένα δικόγραφο δε γίνεται λόγος για κακοποιητική συμπεριφορά του ενάγοντος έναντι του τέκνου του ενώ ούτε είχε κατηγορηθεί για εγκλήματα σε βάρος της ιδιοκτησίας ώστε να δικαιολογείται κατ’ εξαίρεση η βιντεοεπιτήρηση του ενάγοντος. Κατά συνέπεια η αδικαιολόγητη αυτή επιτήρηση του τελευταίου συνιστά περίπτωση προσβολής τη προσωπικότητας και θεμελιώνει αξίωση του ενάγοντος για την απαίτηση χρηματικής αποζημιώσεως λόγω ηθικής βλάβης. Συνακόλουθα η εκκαλούμενη, η οποία δέχθηκε τα αντίθετα κρίνοντας ότι υπήρχε η σιωπηρή συναίνεση του ενάγοντος ως λόγος άρσης του άδικου έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων κατά παραδοχή της ουσιαστικής βασιμότητας του δέκατου λόγο της έφεσης. Απ’ όλα τα παραπάνω  σε συνδυασμό, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη απ’ την υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων, όπως αυτή αναλυτικά περιγράφηκε, για την ανόρθωση της οποίας πρέπει, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, να του επιδικαστεί ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ όσον αφορά την πρώτη εναγόμενη και στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ όσον αφορά τη δεύτερη εναγόμενη, τα οποία το παρόν Δικαστήριο κρίνει εύλογα, εφαρμοζομένης της αρχής της αναλογικότητας  (άρ. 25 Συντάγματος), λαμβανομένου υπόψη του είδους, της έντασης, της επαναληπτικότητας και της διάρκειας της προσβολής, του μέσου τέλεσης αυτής, σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, του βαθμού της υπαιτιότητας των εναγομένων, της επαγγελματικής, κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης του ενάγοντος και  των εναγομένων.  Κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθεί η από 16.11.2022  (αριθμ. κατ. ………./2022) έφεση  της πρώτης εναγομένης ως αβάσιμη στην ουσία της, και να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας λόγω της ήττας της (176 και 183 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο. Ακολούθως πρέπει αφού γίνουν δεκτοί όσοι εκ των λόγων της υπό στοιχ. Α έφεσης αναφέρθηκαν παραπάνω, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη εν μέρει η έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και ως προς τις διατάξεις και κεφάλαια που δεν μεταρρυθμίστηκαν, αλλά θα περιληφθούν στην ενιαία απόφαση του Δικαστηρίου τούτου για να υπάρ­χει ένας μόνο τίτλος εκτελέσεως (βλ. και Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, Ε΄ έκδοση, 2003, παρ. 1143, σελ. 430, 344, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26.642).Ακολούθως, πρέπει αφού κρατηθεί και δικασθεί από το παρόν δικαστήριο η από 11.4.2019 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2019 αγωγή, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της πρώτης εναγόμενης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των πέντε (5.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο απ’ την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση, η δε δεύτερη από αυτές να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δύο (2.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο απ’ την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση. Το παρεπόμενο αίτημα περί παράλειψης παρόμοιων προσβολών στο μέλλον με την απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης  (αρ.946-947 ΚΠολΔ) πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο καθώς δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη βάσιμης απειλής άλλης επικείμενης προσβολής στο μέλλον. Τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος – ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός του πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εφεσιβλήτων – εναγομένων λόγω της ήττας τους (αρ.176 – 183 ΚΠολΔ).  όπως ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα της υπό στοιχείο Α έφεσης παραβόλου στο δημόσιο ταμείο κατ’ άρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ.

ΓΙΑ  ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 2.11.2022  με ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …../2022   υπο στοιχείο Α έφεση, που κατατέθηκε στο παρόν Δικαστήριο με ΓΑΚ/ ΕΑΚ/ ……/2022  και β) την από 16.11.2022 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …../2022 υπό στοιχείο  Β έφεση, που κατατέθηκε στο παρόν Δικαστήριο με ΓΑΚ/ ΕΑΚ/………./2022.

Δέχεται τυπικά την από 16.11.2022 υπο στοιχείο Β έφεση της πρώτης εναγόμενης αι απορρίπτει αυτήν κατ΄ουσίαν.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων  (500 ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος υπ΄αριθμ. ….. . ./2022  παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Δέχεται τυπικά την από 2.11.2022 υπό στοιχείο Α έφεση  30.9.2022 έφεση του ενάγοντος και εν μέρει και κατ΄ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ στο σύνολό  της την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 30/77/2022 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 11.4.201`9 με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2019 αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ  την υποχρέωση αφενός της πρώτης εναγόμενης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ αφετέρου της δεύτερης εναγόμενης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των (2.000) ευρώ αμφότερα τα άνω χρηματικά ποσά με το νόμιμο τόκο απ’ την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος των εναγομένων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στον εκκαλούντα του παραβόλου του Δημοσίου της  έφεσης με αρ. ………/2022 στον εκκαλούντα της υπό στοιχ. Α έφεσης.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 30-5-2024 και δημοσιεύθηκε στις 17.6.2024 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους με παρούσα τη γραμματέα..  

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ