ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
2ο ΤΜΗΜΑ
Αριθμός Απόφασης 287/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαριάννα Μπέη, Εφέτη, που ορίστηκε απ’ τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, και από την Γραμματέα Κ.Σ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση :
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : …………, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Δημητρίου Βαρελά του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΑΜ ΔΣΑ ….) με δήλωση κατ’ άρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην Αθήνα, ………., νομίμως εκπροσωπουμένης, που δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΗΣ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ : Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο «. », πρώην με την επωνυμία « ……….» (………….) και το διακριτικό τίτλο «………..» (………….), που εδρεύει στο ……. Αττικής, ……… και ……, με ΑΦΜ … ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά και με αρ. ΓΕΜΗ ….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσα απ’ την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με τον νόμο 4354/2015 δυνάμει της με αρ. 220/1/13.03.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (υπ’ αρ. 880/16-3-2017 ΦΕΚ (τ. Β), η οποία ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου, διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…….» (…………..), με έδρα το ……….. Ιρλανδίας (οδός ………… με αρ. μητρώου …….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία έχει καταστεί ειδική διάδοχος της πρώην ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «…..» (ΑΦΜ ……….. ΔΟΥ ΦΑΕ ΑΘΗΝΩΝ), μετά τη μεταβίβαση στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σε αυτήν από την τελευταία σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, ενώ μεταγενέστερα, η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «Eurobank», που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού ………. με ΑΦΜ … ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών και με αριθμό ΓΕΜΗ ………, όπως νομίμως εκπροσωπείται, κατέστη καθολική διάδοχος της παραπάνω πρώην ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας υπό την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «…….» λόγω διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της ως άνω νέας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας (άρ. 16 ν. 2515/1997 και άρ. 57 παρ. 3 και 59-74 του ν. 4601/2019- υπ’ αρ. 31907 και 31909/20.3.2020 Ανακοινώσεις ΓΕΜΗ, η οποία δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΗΣ ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «….», που εδρεύει στην Αθήνα, ……, με ΑΦΜ ……, ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών (ΓΕΜΗ με αριθμό …….), νομίμως εκπροσωπουμένης, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….», που δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : …………, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Δημητρίου Βαρελά του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΑΜ ΔΣΑ ……) με δήλωση κατ’ άρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η εκκαλούσα ζητά να γίνει δεκτή η από 2-11-2020 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……../2020 έφεσή της κατά της 2198/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που κατατέθηκε στο παρόν Δικαστήριο με ΓΑΚ/ ΕΑΚ/………./2021, γράφτηκε στο πινάκιο και προσδιορίστηκε αρχικά για τις 2-6-2022, μετά από αναβολή για τις 19-10-2023 και μετά από νέα αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα ζητά να γίνει δεκτή η από 10-10-2023 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2023 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβασή της, που γράφτηκε στο πινάκιο και προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων στο ακροατήριο, όπου εκφωνήθηκαν νόμιμα με τη σειρά τους από το σχετικό πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας παραστάθηκε με δήλωση κατ’ άρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις, η δε εφεσίβλητη όπως και η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβάινουσα δεν παραστάθηκαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: α) η από 2-11-2020 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……./2020 έφεση της εκκαλούσας κατά της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας και της 2198/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που κατατέθηκε στο παρόν Δικαστήριο με ΓΑΚ/ ΕΑΚ/……/2021 και β) η από 10-10-2023 με ΓΑΚ/ ΕΑΚ/……../2023 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της παρεμβαίνουσας υπέρ της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας και κατά της εκκαλούσας, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας και διότι έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ), πέραν του ότι η πρόσθετη παρέμβαση δεν είναι επιδεκτική χωριστής συζήτησης από εκείνη της εκκρεμούς δίκης, αφού δεν έχει αυτοτέλεια έναντι της έφεσης, αλλά εξαρτάται από την κύρια δίκη που ανοίχθηκε με την υπό κρίση έφεση, από την οποία δεν μπορεί να χωριστεί (ΑΠ 1426/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4655/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιονδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης (ΑΠ 368/2019. ΑΠ 1260/2019, ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς, είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1260/ 2019, ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005). Η άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης συνεπάγεται μεταξύ άλλων και την εκπροσώπηση του αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνοντος κατά την απουσία του, από τον υπέρ ου η παρέμβαση και αντιστρόφως (ΑΠ 192/2012, ΑΠ 1332/2011, ΑΠ 1230/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1145/2007, ΝοΒ 2007/1828, ΕφΘ 49/2022 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 266/2021 Αρμ2021 416, ΕφΘεσ78/2017 Αρμ 2017 1156, ΕφΠειρ 111/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 1250/2009 ΕλλΔνη 2012 790). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011, ΤρΕφΔυτΜακ 19/2020 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ του ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» προκύπτει ότι σε ανώνυμες εταιρίες, που εδρεύουν στην Ελλάδα, στους σκοπούς των οποίων συμπεριλαμβάνεται η διαχείριση απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια και πιστώσεις, αφού λάβουν ειδική προς τούτο άδεια από την … η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, μπορεί να ανατεθεί η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή/και πιστώσεων, οι οποίες δεν εξυπηρετούνται για διάστημα μεγαλύτερο των ενενήντα (90) ημερών. Οι μεταβιβαζόμενες αυτές απαιτήσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους, οι δε εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες ως άνω απαιτήσεις. Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 2 § 4 Ν. 4354/2015 οι εταιρείες διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να εγείρουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του Ν. 4307/2014, οπότε δεν ενεργούν ως αντιπρόσωποι ή εκπρόσωποι της αναθέτουσας τράπεζας, αλλά «ιδίω ονόματι» (ΕφΘ 49/2022 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω η ανάθεση της διαχείρισης απαιτήσεως σε διαχειριστική εταιρεία κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας δεν προκαλεί ζήτημα στη νομιμοποίηση του πιστωτικού ιδρύματος να συνεχίσει τη δίκη ιδίω ονόματι. Διάφορη ερμηνεία θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 225 παρ. 2 ΚΠολΔ, από τη στιγμή που η διάθεση του επίδικου αντικειμένου δεν καταλύει τη νομιμοποίηση του αρχικού διαδίκου να συνεχίσει τη δίκη, πολλώ δε μάλλον όταν ανατίθεται σε τρίτο η διαχείρισή του (βλ. σχετ. Παναγιώτης Κολοτούρος, Δικονομική αρμοδιότης των εταιρειών διαχειρίσεως απαιτήσεων εκ δανείων και πιστώσεων- άρθρον 2 του ν. 4354/2015, ΧρΙΔ 2019, 464 επ. Παναγιώτης Γιαννόπουλος, Η ΕΔΑΔΠ ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης. Κριτική επισκόπηση των ρυθμίσεων του ν. 4354/2015 Αρμ 2019/233 επ.). Άλλωστε, κατά την αυτή ως άνω διάταξη του άρθρου 2 παρ 4. Ν. 4354/2015, η κύρια διάδικος Τράπεζα δεν υποκαθίσταται αυτοδικαίως από την εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων στις εκκρεμείς δίκες, ούτε αντιπροσωπεύεται από αυτήν και εφόσον, ο νόμος δεν ορίζει τον τρόπο με τον οποίο η τελευταία εισέρχεται στη δίκη, εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις του ΚΠολΔ και για να εισέλθει η εταιρεία διαχείρισης στην εκκρεμή ήδη μεταξύ του οφειλέτη και της δανείστριας τραπεζικής εταιρείας δίκη και να μετάσχει σε αυτήν ως μη δικαιούχος διάδικος πρέπει να ασκήσει παρέμβαση, η οποία έχει το χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, κατά τα ανωτέρω (ΕφΘ 49/2022 ΝΟΜΟΣ, Παναγιώτης Γιαννόπουλος ό.π. σε Αρμ 2019 σελ. 256) Μεταξύ της κυρίας διαδίκου τραπεζικής εταιρείας και της αυτοτελώς υπέρ αυτής προσθέτως παρεμβαίνου-σας εταιρείας διαχείρισης δημιουργείται σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, όπως ήδη αναλύθηκε ανωτέρω ( ΑΠ 368/2019 , ΑΠ 64/2017, ΕφΘ 49/2022 ΤΟΝ ΝΟΜΟΣ ΕφΛαρ 299/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 271 παρ.1 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται στην κατ’ έφεση δίκη κατ’ άρθρο 524 παρ. 1 εδ. α του ιδίου Κώδικα, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 524 παρ. 4 ΚΠολΔ, αν ο εφεσίβλητος δεν εμφανισθεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στην συζήτηση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση να ερευνήσει την ύπαρξη ή μη κλήτευσής του και, εφόσον ο εφεσίβλητος δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση, άλλως η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 524 παρ 4 ΚΠολΔ : «… Ο παριστάμενος διάδικος υποχρεούται μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση να προσκομίσει αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων του αντιδίκου του, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ’ αυτήν. Διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση». Την παραπάνω υποχρέωση του παρισταμένου εκκαλούντος και την συνέπεια από την μη τήρηση αυτής, ρύθμιζαν οι διατάξεις των άρθρων 531 παρ. 2 και 279 παρ. 3 ΚΠολΔ, οι οποίες καταργήθηκαν με το ν. 2915/2001, από τον συνδυασμό των οποίων συνάγεται ότι επί ερημοδικίας του εφεσιβλήτου, ακόμη και κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν αυτός παρών, το δε δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, όλες τις προτάσεις που υποβλήθηκαν από το διάδικο που δεν εμφανίστηκε κατά τις προηγούμενες συζητήσεις της υπόθεσης στο ίδιο δικαστήριο και τα πρακτικά που συντάχθηκαν γι’ αυτές, καθώς και τα αντίγραφα των εκθέσεων για την εξέταση των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, πραγματογνωμοσύνης ή αυτοψίας που έχουν συνταχθεί και τα οποία είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει ο παριστάμενος διάδικος. Σε περίπτωση που ο παριστάμενος εκκαλών δεν προσκομίζει τις προτάσεις που υποβλήθηκαν στον πρώτο βαθμό από τον μη εμφανισθέντα εφεσίβλητο, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση, λόγω της αδυναμίας του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου να κρίνει επί της διαφοράς από την έλλειψη αυτή. Σε περίπτωση παράλειψης κήρυξης του ανωτέρω προσωρινού απαραδέκτου, που επιβάλλεται από το νόμο προεχό-ντως προς κατοχύρωση του θεμελιώδους δικονομικού δικαιώματος της υπερά-σπισης (άρθρο 110 παρ. 2 ΚΠολΔ) ιδρύεται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ 14 ΚΠολΔ. Όλα τα ανωτέρω που επιβάλλονται και εφαρμόζονται υπό την ισχύ του άρθρου 524 παρ. 4 ΚΠολΔ στηρίζουν μεν την ανάγκη να μην με-ταβάλλεται η υπόσταση της εκκαλουμένης απόφασης από την απλή απουσία ή σιωπή των διαδίκων, κατοχυρώνουν δε το θεμελιώδες δικονομικό δικαίωμα της υπεράσπισης (άρθρο 110 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Στην προκειμένη περίπτωση απ’ την πράξη κατάθεσης της υπό κρίση έφεσης στο παρόν Δικαστήριο σε συνδυασμό με την από 16-2-2022 σφραγίδα του δικαστικού επιμελητή Αθηνών …………… πάνω σε αντίγραφο αυτής, που προσκομίζεται απ’ την παριστάμενη εκκαλούσα, προκύπτει ότι επικυρωμένο αντίγραφο της ένδικης έφεσης με πράξη κατάθεσης και ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 2ης-6-2022 κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε εκ του πινακίου για τη δικάσιμο της 19ης-10-2023 και εκ νέου για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, χωρίς να απαιτείται νέα κλήτευση, αφού η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως νέα κλήτευσή του (226 παρ. 4 ΚΠολΔ), επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα απ’ την εφεσίβλητη στην εκκαλούσα, ήτοι η εφεσίβλητη επισπεύδει την παρούσα δίκη, πλην, όμως, σύμφωνα με τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, η εφεσίβλητη δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης με τη σειρά της απ’ το οικείο πινάκιο. Επομένως, η τελευταία πρέπει να δικαστεί ερήμην, το Δικαστήριο, όμως θα προχωρήσει στη συζήτηση της έφεσης σαν να ήταν και αυτή παρούσα (524 παρ. 4 ΚΠολΔ). Ενόψει, όμως, της ερημοδικίας της εφεσίβλητης, η παριστάμενη εκκαλούσα υποχρεούτο κατ’ άρθρο 524 παρ. 4 ΚΠολΔ εντός πέντε ημερών από τη συζήτηση της έφεσης, να προσκομίσει αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων της αντιδίκου της, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ’ αυτήν. Στα πλαίσια τούτα, η εκκαλούσα προσκόμισε τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, δεν προσκόμισε, όμως, αντίγραφο του εισαγωγικού δικογράφου ούτε τις προτάσεις της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, που κατατέθηκαν στο πρωτόδικο δικαστήριο. Κατ’ ακολουθία των όσων εκτέθηκαν παραπάνω πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης, καθόσον αυτή δεν χωρεί με απούσα την εφεσίβλητη, χωρίς την τήρηση της διατύπωσης της προσκομιδής από την παριστάμενη εκκαλούσα των πρωτόδικων προτάσεών της. Ομοίως, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση και της αναγκαστικά εκ του νόμου (83 και 76 ΚΠολΔ) συνεκδικαζόμενης με την έφεση ασκηθείσας αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, με την επισήμανση ότι ούτε η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα παραστάθηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης απ’ το οικείο πινάκιο, όπως προκύπτει απ’ τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα αυτής που προϋποθέτει κύρια δίκη. Τέλος στην παρούσα δεν θα περιληφθεί διάταξη περί δικαστικών εξόδων δοθέντος ότι η απόφαση που κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση είναι μη οριστική (191 παρ. 1ΚΠολΔ, ΑΠ 339/2018 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα ΑΠ, ΑΠ 649/1996, ΕφΠειρ 270/2020, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ α) την από 2-11-2020 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………/2020 έφεση κατά της 2198/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που κατατέθηκε στο παρόν Δικαστήριο με ΓΑΚ/ ΕΑΚ/……../2021 και β) την από 10-10-2023 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2023 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, ερήμην της εφεσίβλητης και της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας.
ΚΗΡΥΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της έφεσης και της αυτοτελούς προσθέτως παρεμβαίνουσας.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στις 18.6.2024 στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ