Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 304/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

3ο ΤΜΗΜΑ

Αριθμός αποφάσεως  304/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Παπιγκιώτη, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και από τον Γραμματέα Σ.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την …………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος: ……………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσια δικηγόρο του Γεώργιο Ξυνογαλά, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Της εφεσίβλητης: ………….. η οποία διατηρούσε ατομική επιχείρηση με τον δ.τ. «…………..», πρώην κάτοικο …………. και ήδη κάτοικο …… Αττικής, ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένη Δημονίτσα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 20-5-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  …………… αγωγή του, ζητώντας τα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 26/2023 οριστική απόφασή του, με την οποία απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο ενάγων, με την από 8-3-2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά …………/2023 έφεσή του (αριθμός κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, ………./2023), δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η 2-11-2023, οπότε και αναβλήθηκε για την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις, με τις οποίες ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Διάδικοι στην κατ` έφεση δίκη είναι τα υποκείμενα στην πρωτόδικη δίκη (άρθρα 516, 517 ΚΠολΔ) ειδικότερα δε εκείνοι από τους οποίους ή κατά των οποίων ζητείται στο όνομα τους η παροχή έννομης προστασίας, με την οικεία διαδικαστική πράξη, ακόμη, εκείνος, που, από το νόμο, έχει την ιδιότητα του διαδίκου σε ορισμένη δίκη. Η συμμετοχή στη δίκη δεν αποτελεί στοιχείο αποκτήσεως της ιδιότητος του διαδίκου (ΕφΑθ 3136/2007 ΕΦΑΔ 2008.694). Διάδικοι, συνεπώς, στην κατ` έφεση δίκη, είναι (και) ο ενάγων ή ο εναγόμενος, με την αγωγή και οι καθολικοί διάδοχοι τους. Η ιδιότητα του διαδίκου, ως ενάγοντος και εναγομένου, προκύπτει αποκλειστικώς από την εκκαλουμένη απόφαση ότι δηλαδή δικάσθηκαν με αυτή και ήταν αντίδικοι νομιμοποιούμενοι προς άσκηση του ως άνω ενδίκου μέσου (Ολ ΑΠ 11/ 1992 ΕλΔ 1992.759, ΑΠ 684/2010 ΝοΒ 2010.2015). Αν η έφεση ασκείται από πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) ή απευθύνεται κατά προσώπου (φυσικού ή νομικού), που ήταν, ως διάδικος, στην εκκαλουμένη απόφαση και από άλλο πρόσωπο ή κατά άλλου προσώπου, που δεν ήταν, ως διάδικος, στην εκκαλουμένη απόφαση, η έφεση απορρίπτεται, ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως (άρθρα 12, 532, 106, 111 § 2 ΚΠολΔ), για το πρόσωπο, που δεν ήταν, ως διάδικος, στην εκκαλουμένη απόφαση (Ολ ΑΠ 11/1992 ο.π, ΑΠ 1027/2011 ΕΦΑΔ 2011.1195, ΕφΑθ 3136/2007 ο.π, ΕφΑθ 6032/2005 ΕλλΔνη 2006. 574, ΕφΑθ 6220/1999 ΕλΔ 1999 .1604, Β. Βαθρακοκοίλη Ερμ ΚΠολΔ , τόμ. Γ, 1995, υπό το άρθρο 516 σελ. 194-195, §§ 1 και 2, υπό το άρθρο 517 σελ. 214-215, §§ 1 και 2).

Η φερόμενη προς συζήτηση και κρίση ενώπιον του παρόντος, αρμοδίου, καθ’ ύλην και κατά τόπον, Δικαστηρίου (άρθρα 19, 22 και 25 ΚΠολΔ), παραπάνω έφεση, ασκήθηκε από την, κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, πρωτοδίκως ηττηθείσα διάδικο νομίμως και εμπροθέσμως με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 16-3-2023 και εντός προθεσμίας δύο ετών από την έκδοση της εκκαλουμένης, δοθέντος ότι δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης στον εκκαλούντα (άρθρα 495 – 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 § 2 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 §§ 1 εδαφ. α’ και 7 εδαφ. α’ του ΚΠολΔ, όπως αυτές ισχύουν μετά την – κατά περίπτωση – αντικατάσταση και τροποποίησή τους από τις διατάξεις του ν. 4335/2015)]. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά το παραδεκτό και βάσιμο των επιμέρους λόγων της, κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 614 αρ. 3, 621-622, 533 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της, δεν απαιτείται η καταβολή παράβολου, λόγω του ότι πρόκειται για εργατική διαφορά (άρθρα 495 § 3 και 614 αρ. 3 ΚΠολΔ). Επισημαίνεται, ότι ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης περί απόρριψης ως απαράδεκτης της παρούσας έφεσης λόγω του ότι η αγωγή στρέφεται κατά της ατομικής επιχείρησης με την επωνυμία «………….», ενώ η έφεση κατά του φυσικού προσώπου της …………….. (ο οποίος ισχυρισμός σε κάθε περίπτωση λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως), τυγχάνει απορριπτέος, καθότι πρόκειται για την ίδια διάδικο, η ατομική επιχείρηση δε δεν έχει νομική προσωπικότητα, αλλά αφορά στο φυσικό πρόσωπο.

Με την από 20-5-2021 αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εκκαλών, εκθέτει ότι η εναγόμενη είναι ατομική επιχείρηση που δραστηριοποιείται στον κλάδο της εκμίσθωσης πλωτών μέσων και σαφών αναψυχής με τον εξοπλισμό τους. Ότι την 19-3-2018 κατάρτισε με την εναγόμενη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να απασχοληθεί ως υπάλληλος με καθήκοντα επιβλέποντα των αναχωρήσεων των πλοίων, υπό καθεστώς πλήρους πενθήμερης απασχόλησης αντί μικτών μηνιαίων αποδοχών 1.305,07 ευρώ. Ότι τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2019 η εναγόμενη προέβη σε τροποιητική σύμβαση ως προς το ύψος των μικτών μηνιαίων αποδοχών του, καθορίζοντας αυτές τυπικά στο ποσό των 650,00 ευρώ, στην πραγματικότητα όμως του κατέβαλε και ποσό 909,00 ευρώ μετρητά. Ότι ακολούθως η εναγομένη, αφού πρώτα είχε μετέλθει κάθε δυνατού μέσου υπό τη μορφή βλαπτικών μονομερών μεταβολών των όρων εργασίας του, ώστε να εξαναγκάσει αυτόν (ενάγοντα) σε οικειοθελή αποχώρηση, στις 17-9-2020 προέβη σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, με την καταβολή ποσού 1.516,67 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης, υπολογίζοντας τούτη βάσει του ποσού των 650,00 ευρώ και όχι του πραγματικά καταβαλλόμενου σε αυτόν ποσού ως μηνιαίες τακτικές αποδοχές. Ότι η ως άνω καταγγελία πάσχει ακυρότητας λόγω μη καταβολής της προσήκουσας αποζημίωσης, επικουρικά δε λόγω καταχρηστικότητας κατά τα ειδικότερα στο αγωγικό δικόγραφο εκτιθέμενα. Ότι εξαιτίας της άκυρης απόλυσής του δικαιούται μισθούς υπερημερίας, άλλως στην περίπτωση που κριθεί αυτή έγκυρη δικαιούται την προσήκουσα αποζημίωση απόλυσης. Με βάση αυτό το ιστορικό, ως εκτίθεται εκτενέστερα στην αγωγή, ο ενάγων, ζητεί, κατόπιν νομότυπου (άρθρα. 294, 295 και 297 ΚΠολΔ) περιορισμού του αγωγικού αιτήματος των μισθών υπερημερίας, καθόσον εργάστηκε σε άλλον εργοδότη από 12-3-2021 έως 17-9-2021: α) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του με τους μέχρι την 17-9-2020, με την απειλή χρηματικής ποινής 100,00 ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης προς το διατακτικό της παρούσας, β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 14.820,09 ευρώ, που αφορά σε μισθούς υπερημερίας, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας ημέρας του μήνα, στο οποίο έκαστο επιμέρους κονδύλιο αντιστοιχεί, άλλως από την επίδοση της αγωγής, καθώς και το ποσό των 5.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, γ) επικουρικά, στην περίπτωση που κριθεί ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του είναι έγκυρη, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 1.983,33 ευρώ ως διαφορά αποζημίωσης απόλυσης με το νόμιμο τόκο από την δήλη ημέρα καταβολής (18-9-2020) άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επίσης ζήτησε να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 26/2023 οριστική του απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, διότι, κατά το σκεπτικό της, ελλείπει η διαδικαστική προϋπόθεση της ικανότητας διαδίκου στο πρόσωπο της εναγόμενης (ήτοι της ατομικής επιχείρησης). Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο ενάγων – εκκαλών και ζητεί με τους λόγους έφεσής του, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε, εν τέλει, να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ένδικη αγωγή.

Όπως προκύπτει από την διάταξη του άρθρου 118 ΚΠολΔ, τα δικόγραφα που επιδίδονται από ένα διάδικο σε άλλον ή υποβάλλονται στο δικαστήριο πρέπει να αναφέρουν το όνομα, το πατρώνυμο, την κατοικία και την διεύθυνση όλων των διαδίκων και των νομίμων αντιπροσώπων τους και αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα την επωνυμία, την έδρα καθώς και τον αριθμό φορολογικού τους μητρώου. Η παράλειψη αναγραφής ακριβούς διευθύνσεως της έδρας του νομικού προσώπου ή της επωνυμίας αυτού, δεν επιφέρει δικονομική ακυρότητα ή απαράδεκτο του δικογράφου της αγωγής ή της συζήτησης της υπόθεσης, εφόσον από αυτή δεν γεννάται αμφιβολία περί της ταυτότητας του διαδίκου (ΑΠ 941/1992, ΕλλΔ/νη 1994/1034, ΑΠ 135/1987, ΝοΒ 1987/1403, ΕφΔωδ. 25/2019, ΤΝΠ Νόμος). Αν στο δικόγραφο γίνεται μνεία ανύπαρκτου προσώπου η οποία οφείλεται σε παραδρομή είναι κατ` αρχήν δυνατή η διόρθωση του σφάλματος με την αναγραφή του ορθού, εφόσον δεν δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητα του διαδίκου και τη δικονομική του θέση. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, αναφορικά με την αμφισβητούμενη ταυτότητα του διαδίκου, μπορεί να συναχθεί από το σύνολο του δικογράφου αφού ληφθεί ιδιαιτέρως υπόψη το διατυπούμενο αίτημα δικαστικής προστασίας, σε συνάρτηση με τη γενικότερη διαδικαστική εμφάνιση του διαδίκου, σε περίπτωση δε κατά την οποία δημιουργείται αμφιβολία από τη διατύπωση του δικογράφου, αυτή αίρεται διά της ερμηνείας, κατ΄ αναλογία με τα ισχύοντα στο χώρο του αστικού δικαίου (άρθρο 173 ΑΚ), κατά την οποία ερμηνεία, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το περιεχόμενο του σχετικού δικογράφου, αλλά και τα γνωστά στο δικαστήριο και στον αντίδικο ή εκείνα που μπορούν να διαγνωσθούν με βάση τις διακριβούμενες πραγματικές και νομικές περιστάσεις, οι οποίες, σε αλληλουχία με την επιλεγείσα στο σχετικό δικόγραφο περιγραφή, καθιστούν διαγνωστό στον αντίδικο και το δικαστήριο το πρόσωπο του διαδίκου, στην ερμηνεία δε αυτή μπορεί να χρησιμεύσει και η μετέπειτα πορεία της δίκης (ΕφΠειρ 3897/1995, ΕφΑθ 4670/1993, ΤΝΠ Νόμος).

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη την αγωγή, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης και ειδικότερα διότι η διαδικαστική προϋπόθεση της ικανότητας διαδίκου δεν υφίσταται στο πρόσωπο της εναγόμενης, ήτοι της ατομικής επιχείρησης. Εν προκειμένου, εναγόμενη είναι η ατομική επιχείρηση με την επωνυμία «………….» και τον δ.τ. «…………» και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δημιουργείται οποιαδήποτε αμφιβολία για τον διάδικο, καθώς δεν υφίσταται νομικό πρόσωπο με τη μορφή της ατομικής επιχείρησης ούτε πρόκειται για ένωση προσώπων, αλλά προδήλως νοείται το φυσικό πρόσωπο το οποίο λειτουργεί μία επιχείρηση. Από το αγωγικό δε δικόγραφο και τα λοιπά στοιχεία της δικογραφίας δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι εναγόμενη είναι η ………….. ως φυσικό πρόσωπο, η αναγραφή δε στην αγωγή της ατομικής επιχείρησης, δεν δύναται να οδηγήσει σε απόρριψη αυτής ως απαράδεκτης για το λόγο ότι η τελευταία (ατομική επιχείρηση) δεν έχει νομική προσωπικότητα. Συνεπώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο που απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη έσφαλλε και πρέπει, γενομένου δεκτού του πρώτου λόγου έφεσης, να εξαφανιστεί η πρωτόδικη απόφαση, παρέλκει δε η εξέταση του δεύτερου και τρίτου λόγου έφεσης, καθώς καθίστανται άνευ αντικειμένου, ουσιαστικά δε αφορούν στα αναφερόμενα ανωτέρω.

Από το άρθρο 5 § 3 αδ. α` του ν. 3198/1955 η καταγγελία της αορίστου χρόνου σύμβασης εργασίας (που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 του ν. 2112/1920, 2 και 5 του ν. 3198/1955) θεωρείται έγκυρη εφόσον γίνει εγγράφως και καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση. Επομένως είναι άκυρη η καταγγελία αν δεν είναι έγγραφη και ο εργοδότης δεν καταβάλει στον απολυόμενο μισθωτό την αποζημίωση απόλυσης, που, σύμφωνα με τα άρθρα 3 § 2 του ν. 2112/1920 και 5 § 1 του ν. 3198/1958, υπολογίζεται βάσει των τακτικών αποδοχών του απολυομένου, κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, ή όταν καταβάλει, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, μειωμένη αποζημίωση. Η ανωτέρω ακυρότητα της καταγγελίας είναι σχετική υπέρ του εργαζομένου, ο οποίος έχει την ευχέρεια είτε να θεωρήσει άκυρη την καταγγελία και να αξιώσει την καταβολή των αποδοχών του από τον υπερήμερο πλέον εργοδότη, προσφέροντας σ’ αυτόν προσηκόντως τις υπηρεσίες του είτε, παραιτούμενος ρητώς ή σιωπηρώς από το δικαίωμά του προσβολής του κύρους της καταγγελίας, να θεωρήσει αυτή έγκυρη και να απαιτήσει τη νόμιμη αποζημίωση. Επομένως οι ανωτέρω ελλείψεις, κατά την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας δεν καθιστούν αυτή ανυπόστατη, αλλά αποτελούν (οι ελλείψεις) λόγους ακυρότητας της καταγγελίας, η επίκληση της οποίας (ακυρότητας), πρέπει να γίνει από τον εργαζόμενο με αγωγή μέσα στην τρίμηνη προθεσμία του άρθρου 6 § 1 του ν.3198/1955, ή με ένσταση μέσα στην ίδια προθεσμία (Ολ. ΑΠ. 1338/1985). Ειδικότερα, στην περίπτωση που ο εργαζόμενος θεωρήσει άκυρη την καταγγελία της εργασιακής σύμβασης και εμμείνει στη σύμβαση αυτή, η αξίωσή του για μισθούς υπερημερίας, λόγω της άρνησης του εργοδότη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, δεν στηρίζεται στην ακυρότητα της καταγγελίας, αλλά στη σύμβαση εργασίας, η οποία αποτελεί και τη βάση της σχετικής αγωγής. Έτσι, ο εργαζόμενος πρέπει να αναφέρει στην αγωγή του την κατάρτιση της σύμβασης, το συμβατικό ή νόμιμο μισθό και την άρνηση του εργοδότη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του. Αναφορά στην καταγγελία και την ακυρότητά της δεν απαιτείται. Αν ο εργοδότης, κατά τη συζήτηση της αγωγής, επικαλεστεί κατ` ένσταση την καταγγελία της σύμβασης, ο ισχυρισμός του μισθωτού για την ακυρότητά της αποτελεί αντένσταση, η οποία μπορεί να προταθεί με τις προτάσεις της συζήτησης στον πρώτο βαθμό ή ακόμη και στον δεύτερο βαθμό, εφόσον συντρέχουν οι όροι του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Ο μισθωτός έχει βέβαια τη δυνατότητα να επικαλεστεί την ακυρότητα της καταγγελίας και τους λόγους που τη θεμελιώνουν με το δικόγραφο της αγωγής («καθ` υποφοράν»), οπότε πρόκειται για εκ προοιμίου αντένσταση κατά της τυχόν ένστασης του εργοδότη περί καταγγελίας της σύμβασης. Έτσι, εφόσον και στην περίπτωση αυτή η ακυρότητα της καταγγελίας δεν αποτελεί στοιχείο της βάσης της αγωγής, ο εργαζόμενος έχει τη δυνατότητα να συμπληρώσει και να βελτιώνει τον ισχυρισμό του για ακυρότητα, επικαλούμενος νέους λόγους ακυρότητας ή διαφορετικούς από αυτούς που περιέχονται στην αγωγή, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο ή στον δεύτερο βαθμό, με τις προϋποθέσεις πάντοτε του άρθρου 527 ΚΠολΔ (ΑΠ 1775/2017, ΑΠ 216/2012, ΑΠ 624/2008 ΤΝΠ Νόμος).

Η αγωγή με τα προεκτεθέντα αιτήματα έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και παραδεκτά, εντός της τρίμηνης και εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας των διατάξεων του άρθρου 6 παρ.§§ 1 και 2 του ν. 3198/1955, λαμβανομένης αυτής αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο (άρθρ. 280 ΑΚ βλ. και ΟλΑΠ 1338/1985 ΕΕργΔ 1986.58), όσον αφορά στο αίτημα περί καταβολής μισθών υπερημερίας, λόγω της ακυρότητας της από 16-9-2020  καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και όσον αφορά το επικουρικό αίτημα καταβολής του υπολοίπου αποζημίωσης απόλυσης, καθόσον, με επικαλούμενο τον προαναφερόμενο χρόνο καταγγελίας, η επίδοση στην εναγομένη της αγωγής έλαβε χώρα στις 21-5-2021 (βλ. υπ’ αριθ. ……/21-5-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά ……………), δηλαδή εντός της τρίμηνης και εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας αντιστοίχως (βλ. άρθρα 241, 242, 243, 261, 263, 279, σχετ. ΑΠ 1.385/2017 ΔΕΝ 2018.433), δοθέντος ότι τη χρονική εκείνη περίοδο είχαν ανασταλεί οι νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες, συνεπεία τoυ covid – 19 (βλ. άρθρο 83 § 1 περ. α’ του ν. 4790/2021, σε συνδ. με άρθρο 25 του ν. 4792/2021). Επιπλέον, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 3, 173, 174, 180, 200, 241, 243, 281, 288, 330, 341,345, 346 εδ. α`, 349, 350, 353, 361, 481, 482, 648, 649, 652, 653, 655, 656, 657, 658, 659, 669, 932 ΑΚ, 1, 3, 6 §§  1, 7 εδ. α’ του ν. 2112/1920, όπως οι διατάξεις των άρθρων 1 και 3 του πιο πάνω Νόμου, κατόπιν διαδοχικών τροποποιήσεων, αντικαταστάθηκαν από το άρθρο πρώτο, § ΙΑ., υποπαράγραφος ΙΑ. 12, περ. 1 και 2 του ν. 4093/2012 «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 – Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016» (ΦΕΚ Α` 222/12-11-2012), άρθρα 2, 5, 6 §§ 1 και 2 του ν. 3198/1955, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρα 74 §§ 2 και 3 του ν . 3863/2010, το άρθρο 17 του ν. 3899/2010 και την § ΙΑ υποπ. ΙΑ. 12 περ. 1 και 2 ν. 4093/2012, του άρθρου 66 §§1 περ. β` και 2 του ν. 4808/2021, άρθρα 1 §§ 1 και 2 του ν. 1082/1980, του ν. 1901/1951, του α.ν. 1777/1951 και της υπ’ αριθμ. 19.040/1981 Υπουργικής Απόφασης με τίτλο «αναγνώριση ακυρότητας καταγγελίας, αποδοχές υπερημερίας, αποζημίωση απόλυσης», που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση αυτών, στις διατάξεις της περίπτωσης 3, της υποπαραγράφου ΙΑ.11, της § ΙΑ, του πρώτου άρθρου του ν. 4093/2012, της υπ’ αριθμ. οικ.4241/127/30-1-2019 απόφασης της Υπουργού Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο «Καθορισμός κατώτατου μισθού και κατώτατου ημερομισθίου για τους υπαλλήλους και τους εργατοτεχνίτες όλης της χώρας» (προσαυξήσεις τριετιών) και των υπ’ αριθμ. 107675/27-12-2021 και 38866/21-4-2022 αποφάσεων του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων με τίτλο «Καθορισμός κατώτατου μισθού και κατώτατου ημερομισθίου για υπαλλήλους και εργατοτεχνίτες όλης της χώρας» (προσαυξήσεις τριετιών), των άρθρων 3 § 16 του ν. 4504/1966 σε συνδυασμό με τα άρθρα 2 § 1, 3 §§ 1 και 3, 5 § 1 του α.ν. 539/1945 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του ν.δ. 3755/1957 (αποδοχές αδείας και προσαύξηση αυτών), όπως οι διατάξεις αυτές κωδικοποιήθηκαν με το π.δ. 80/2022 (ΦΕΚ A 222/4-12-2022), 68, 69 περ. α’, 70, 106, 176, 191 § 2, 218, 219, 907, 908 § 1 περ. ε`, 910 αριθ. 4, 946 ΚΠολΔ. Επισημαίνεται, ότι το γεγονός ότι στην υπό κρίση αγωγή δεν υπάρχει αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί, διότι αυτή (η υπό κρίση αγωγή) στηρίζεται στη σύμβαση εργασίας και όχι στην ακυρότητα της καταγγελίας, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα  νομική σκέψη. Επομένως, η αγωγή πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησής της προσκομίζεται η από 16-6-2021 έγγραφη ενημέρωση για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση κατ’ άρθρο 3 § 2 του ν. 4640/2019, υπογεγραμμένη από τον ενάγοντα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του.

Από τις διατάξεις των άρθρων 669 § 2 ΑΚ, 1 του ν. 2112/1920 και 1, 5 του ν. 3198/1955 συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου συνιστά δικαίωμα του εργοδότη ή του εργαζόμενου και είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία. Ως εκ τούτου, το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας, για την οποία γίνεται. Η άσκησή της, όμως, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια που διαγράφει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός αυτής (ΑΚ 281). Οπότε, σε περίπτωση τέτοιας υπέρβασης, η καταγγελία καθίσταται απαγορευμένη, ως καταχρηστική και, κατά συνέπεια, άκυρη (ΑΚ 174,180). Δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει γι` αυτήν κάποια εμφανής ή αληθής αιτία. Ο εργαζόμενος, επιδιώκοντας την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει συγκεκριμένα περιστατικά, εξ αιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια που διαγράφει η ΑΚ 281 και, εκ του λόγου αυτού, καθίσταται απαγορευμένη. Η δε υποχρέωση του εργοδότη να αποζημιώσει τον εργαζόμενο αναγνωρίζεται από παλιά στο εσωτερικό δίκαιο (ν. 2112/1920, ν. 3198/1955, β.δ. 16/18-7-1920, σε συνδυασμό με τους ν. 3899/2010 και ν. 4093/2012) για κάθε περίπτωση καταγγελίας (με εξαίρεση εκείνη που γίνεται λόγω υποβολής μηνύσεως) και δεν αίρεται ακόμη και όταν ο εργοδότης θα μπορούσε να αποδείξει βάσιμο λόγο για τη λύση του ενοχικού δεσμού. Ως εκ τούτου, η θετική ή αποφατική αναφορά σε βάσιμο λόγο καταγγελίας αποβαίνει αλυσιτελής. Γι` αυτό και το κύρος της ήδη γενομένης καταγγελίας εξακολουθεί να ελέγχεται εξατομικευμένα μόνο με την εφαρμογή της ΑΚ 281, όπως και προηγουμένως, ύστερα από αγωγή του εργαζόμενου στο αρμόδιο δικαστήριο. (ΑΠ 1512/2018). Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας θεωρείται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς το σκοπό, για τον οποίο έχει προβλεφθεί, ως δικαίωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες η καταγγελία γίνεται από εμπάθεια, μίσος ή διάθεση εκδίκησης, ύστερα από προηγηθείσα νόμιμη, αλλά μη αρεστή στον εργοδότη, συμπεριφορά του εργαζόμενου. Η καταγγελία όμως της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας δεν είναι καταχρηστική όταν οφείλεται σε διακοπή της αρμονικής συνεργασίας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, που προήλθε από αντισυμβατική συμπεριφορά ή από πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του τελευταίου, καθώς και όταν οφείλεται σε πραγματική και ηθελημένη ανάρμοστη συμπεριφορά του εργαζομένου προς τον εργοδότη ή τους νομίμους εκπροσώπους του ή προς συναδέλφους ή προς τους συναλλασσομένους με την επιχείρηση του εργοδότη, αφού στην περίπτωση αυτή διαταράσσεται η εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης και κλονίζεται η μεταξύ των μερών σχέση εμπιστοσύνης, που πρέπει να διέπει τη λειτουργία της σύμβασης (ΑΠ 1889/2017, ΑΠ 1683/2012). Ειδικότερα η απώλεια της εμπιστοσύνης και η έλλειψη πνεύματος συνεργασίας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου, όχι βέβαια κατά την υποκειμενική αντίληψη και κρίση του καταγγέλλοντας εργοδότη, αλλά με τη συνδρομή αντικειμενικών λόγων που τις δικαιολογούν και που διαταράσσουν την ομαλή λειτουργία της εργασιακής σχέσης, θεμελιώνοντας μία αρνητική πρόγνωση ως προς τη λειτουργία της στο μέλλον, καθιστούν μη καταχρηστική τη για τους λόγους αυτούς καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του εργαζόμενου (σχετ. ΑΠ 1486/2007, ΑΠ 643/1988, ΑΠ 1067/1983). Σε κάθε περίπτωση όμως δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει γι` αυτή κάποια αιτία, αφού ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής κατά προφανή υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι` αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία η οποία δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση, η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη. (ΑΠ 725/2020, ΑΠ258/2019, ΑΠ 1672/2018, ΑΠ 1584/2018, ΑΠ 729/2018, ΑΠ 721/2018, ΑΠ 166/2018, ΑΠ 244/2017, ΑΠ 769/2016)

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από τον ενάγοντα ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες ελήφθησαν κατόπιν νοµοτύπου και εµπροθέσµου κλητεύσεως της εναγόμενης να παραστεί κατά τη λήψη της, την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την εναγόμενη ένορκη βεβαίωση, η οποία ελήφθη κατόπιν νοµοτύπου και εµπροθέσµου κλητεύσεως του ενάγοντος να παραστεί κατά τη λήψη της, με τη σημείωση ότι οι ένορκες βεβαιώσεις, δεδομένου του ότι, κατ` άρθρα 339, 421 επ. ΚΠολΔ, αποτελούν, μετά το νόμο 4335/2015, ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο, πρέπει να γίνεται ειδική μνεία στην απόφαση, ότι λήφθηκαν υπόψη, χωρίς να είναι αναγκαία και η χωριστή αναφορά κάθε μιας τούτων, πλην του ότι τηρήθηκαν γι’ αυτές οι νόμιμες προϋποθέσεις (βλ.ΑΠ 1708/2018 ΝΟΜΟΣ), και το σύνολο των εγγράφων, τα οποία προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, λαμβανομένων αυτεπαγγέλτως υπόψη των διδαγμάτων της κοινής πείρας, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Η εναγόμενη διατηρεί ατομική επιχείρηση, που δραστηριοποιείται στον κλάδο της ενοικίασης και εκμίσθωσης πλωτών μέσων και σκαφών αναψυχής με τον εξοπλισμό τους. Για την εκπλήρωση των σκοπών της, η επιχείρηση λειτουργούσε (σημ. πλέον βρίσκεται σε πλήρη παύση εργασιών) βάσεις σκαφών για τον ελλιμενισμό και την χειμερινή συντήρησή τους στον χερσαίο χώρο των βάσεων και ειδικότερα, δύο βάσεις στο … και μία βάση στο ………….. Περαιτέρω, διατηρούσε μέχρι το έτος 2019 μια βάση σκαφών στη …….. όπου εκτελούνταν οι εργασίες συντήρησης και προετοιμασίας των σκαφών πριν την εκναύλωση εκάστου εξ αυτών και μετά το πέρας της χρονικής περιόδου («σεζόν») εκναύλωσης. Ο ενάγων προσλήφθηκε από την εναγόμενη στις 20-3-2018, δυνάμει της από 19-3-2018 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Σύμφωνα με τους όρους της ανωτέρω σύμβασης, οι οποίοι γνωστοποιήθηκαν στον ενάγοντα αυθημερόν (βλ. το από το από 19-3-2018 έντυπο του νόμου π.δ. 156/1994 περί γνωστοποίησης των όρων της ατομικής σύμβασης), ο ίδιος δε τους αποδέχτηκε ανεπιφύλακτα, αυτός ορίστηκε να απασχοληθεί ως διαχειριστής βάσης («base manager»), υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, ήτοι 5 ημέρες και συνολικά 40 ώρες απασχόλησης εβδομαδιαίως, έναντι μικτού μισθού 1.305,07 ευρώ μηνιαίως  (βλ. σχετ. υπ΄ αριθμ. πρωτ ………/19-3-2018 έντυπο 3 αναγγελίας πρόσληψης του ενάγοντος προς το Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης Κεντρικού Τομέα Πειραιά.) Τόπος παροχής της εργασίας του κατά την πρόσληψή του ορίστηκε η Μαρίνα Δέλτα Καλλιθέας και ο Ταύρος Αττικής. Στην εξέλιξη της εργασιακής του σχέσης προστέθηκαν στους τόπους παροχής εργασίας η βάση στο λιμάνι του Λαυρίου το έτος 2019 και η βάση ………… περί τα τέλη του έτους 2019. Τα εργασιακά καθήκοντα του ενάγοντος ως υπεύθυνου βάσης, ήταν τα ακόλουθα: α) δέσιμο και λύσιμο των υπό ναύλωση σκαφών κατά την άφιξη και αναχώρησή τους, β) παράδοση – παραλαβή (check in – check out) του σκάφους στον πελάτη κατά την αναχώρηση και επιστροφή, αντίστοιχα, επίδειξη των βασικών λειτουργιών αυτού στον πελάτη και έλεγχος για τυχόν φθορές κατά την επιστροφή, γ) προετοιμασία σκαφών προ ναύλου, δ)  τοποθέτηση και έλεγχος εξοπλισμού σκαφών, ε) χειμερινή συντήρηση σκαφών, ήτοι μεταφορά σκαφών στον χερσαίο χώρο, συλλογή και αποθήκευση εξοπλισμού, καταγραφή, επίβλεψη και εκτέλεση απαιτούμενων εργασιών, στ) αρχειοθέτηση τιμολογίων και ζ) οργάνωση  και επικοινωνία με τους εξωτερικούς συνεργάτες νια την πραγματοποίηση των εργασιών επισκευής/συντήρησης σκαφών. Στη συνέχεια, δυνάμει της από 30-10-2019 τροποποιητικής σύμβασης εργασίας, μειώθηκαν οι μικτές αποδοχές του ενάγοντος στο ποσό των 650,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι στο πληρωτέο (καθαρό) ποσό των 590,98 ευρώ μηνιαίως. Η περικοπή μισθών δεν αφορούσε μόνο στον ενάγοντα αλλά στο σύνολο των εργαζομένων της εναγόμενης. Το μέτρο αυτό λήφθηκε ως οριζόντιο μέτρο με σκοπό την μείωση των εξόδων λειτουργίας της (βλ. και αγωγικό δικόγραφο). Ο ενάγων έλαβε γνώση της μείωσης του μισθού του, την οποία αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα, με την υπογραφή του από 30-10-2019 εντύπου του π.δ. 156/1994 περί γνωστοποίησης των όρων της τροποποιητικής σύμβασης. Ακολούθως, δυνάμει της από 3-1-2020 τροποποιητικής σύμβασης, μεταβλήθηκαν οι ημέρες απασχόλησης του ενάγοντος από τις αρχικώς ορισθείσες ημέρες Δευτέρα – Τρίτη- Πέμπτη – Παρασκευή – Σάββατο στις ημέρες Δευτέρα-Τρίτη – Τετάρτη – Πέμπτη – Παρασκευή. Η εν λόγω μεταβολή επήλθε ανεξαιρέτως σε όλους τους υπαλλήλους της εναγόμενης, καθότι αυτό επέβαλλαν οι ανάγκες λειτουργίας της τη χρονική εκείνη περίοδο, γνωστοποιήθηκε δε στον ενάγοντα αυθημερόν, από τον οποίο έγινε ανεπιφύλακτα αποδεκτή. Εν συνέχεια, κατά το χρονικό διάστημα από τις 21-3-2020 μέχρι τις 31-5-2020 ανεστάλη η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, κατ’ άρθρο 11 της π.ν.π. 21/20-3-2020 (ΦΕΚ Α’ 68), καθότι ανεστάλη η λειτουργία της επιχείρησης της εναγόμενης κατά τον ανωτέρω χρόνο λόγω της πανδημίας covid-19, ως επιχείρησης του ιδιωτικού τομέα που πλήττονταν σημαντικά βάσει ΚΑΔ (…….). Ακολούθως, και ενώ οι περισσότερες ναυλώσεις είχαν ακυρωθεί λόγω της πανδημίας, τα έσοδα δε της εναγόμενης είχαν μειωθεί δραστικά, ο ενάγων στις 28-7-2020 απέστειλε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e- mail) στον αδερφό της εναγόμενης, με το οποίο τον ενημέρωνε ότι στο εξής θα απείχε των συμβατικών του καθηκόντων, ως «διαχειριστής βάσης», ήτοι υπέβαλε την παραίτησή του. Αφορμή για το γεγονός αυτό, ήταν η απαίτηση ενός συνεργάτη της εναγόμενης να εξοφληθεί για παρεχόμενες υπηρεσίες, ο δε ενάγων, μη δυνάμενος να επιλύσει το ζήτημα, απευθύνθηκε με e-mail στον αδελφό της εναγόμενης, ο οποίος ασκούσε καθήκοντα Οικονομικού Διαχειριστή της ατομικής επιχείρησης. Ο τελευταίος, όμως, απουσίαζε σε διακοπές, και ζήτησε να επιλυθεί το ζήτημα από τον ενάγοντα, όρισε δε ημερομηνία της μεταξύ τους συνάντησης στις 3-8-2020. Ο ενάγων προσβλήθηκε από τον ως άνω χειρισμό του Οικονομικού Διαχειριστή και την ίδια ημέρα (28-7-2020) δήλωσε την παραίτησή του. Ωστόσο την επόμενη ημέρα, ο ενάγων κοινοποίησε στην εναγόμενη την από 29-7-2020 ιατρική γνωμάτευση – βεβαίωση ιατρού, χειρουργού θώρακος – ιατρού στο ιδιωτικό θεραπευτήριο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών, ……………, σύμφωνα με την οποία βεβαιωνόταν ότι εξετάσθηκε και έπασχε από εκ γενετής ασθένεια, και ειδικότερα από δίπτυχη αορτική βαλβίδα, διάταση ανιούσας αορτής και εμμένουσα φλεβοκομβική ταχυκαρδία, και του συστήθηκε αναρρωτική άδεια 5 ημερών. Βάσει της εν λόγω ιατρικής γνωμάτευσης ο ενάγων δεν εργάστηκε από 29-7-2020 έως 2-8-2020. Εν συνεχεία, ο ενάγων προσκόμισε νέα ιατρική γνωμάτευση, και συγκεκριμένα την από 7-8-2020 ιατρική γνωμάτευση, εκδόσεως του καρδιοχειρουργού – επιμελητή Β’ ΕΣΥ του Ιπποκρατείου Νοσοκομείου, …………., σύμφωνα με την οποία έχρηζε άδειας ασθένειας 2 εβδομάδων και άμεσης χειρουργικής επέμβασης εντός του επόμενου χρονικού διαστήματος, λόγω συναφών καρδιολογικών παθήσεων. Βάσει της εν λόγω ιατρικής γνωμάτευσης, ο ενάγων δεν εργάστηκε από 7-8-2020 έως 21-8-2020. Πλην όμως, κατά τη διάρκεια της αναρρωτικής του άδειας, ο ενάγων, και ενώ φερόταν ως ασθενής, μετέβη σε τουριστικό θέρετρο στη Σκιάθο, και συμμετείχε σε κοινωνικές συναντήσεις. Ειδικότερα, εμφανίστηκε σε επίσημο γεύμα σε ξενοδοχείο της Σκιάθου, ως εκπρόσωπος της ………, (βλ. προσκομιζόμενο δημοσίευμα με θέμα «Σε Σκιάθο και Σκόπελο για ολιγοήμερες διακοπές ο ……….» που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα Ταχυδρόμος στις 18-8-2020, όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται: «Προς τιμή του υπουργού παρατέθηκε γεύμα στο …….. παρουσία της αντιπεριφερειάρχη, του Δημάρχου Σκιάθου, του ………. εκπροσώπου της εταιρείας ………. και των ιδιοκτητών του ξενοδοχείου»). Ο ενάγων δε, παρευρέθηκε στην ως άνω δεξίωση, ενώ ήταν σε αναρρωτική άδεια, όπως προαναφέρθηκε, και χωρίς να έχει λάβει σχετική εντολή ή εξουσιοδότηση από την εναγόμενη – εργοδότριά του προς τούτο, ούτε η εκπροσώπηση της ……….. σε επίσημες εκδηλώσεις ενέπιπτε στα καθήκοντα και στις αρμοδιότητες του. Από την υπ’ αριθμ. δε ………./19-10-2022 ένορκη βεβαίωση του ………. που προσκομίζει ο ενάγων, αποδεικνύεται ότι ο τελευταίος ήταν σε πολυήμερες διακοπές στη Σκιάθο και δεν μετέβη μόνο για να παρευρεθεί στο επίσημο δείπνο. Επισημαίνεται, ότι η Σκιάθος είναι ένα μικρό νησί, δεν έχει νοσοκομείο, ενώ στην πιο πάνω ιατρική γνωμάτευση φέρεται ότι ο ενάγων χρήζει άμεσης χειρουργικής επέμβασης εντός του επόμενου χρονικού διαστήματος. Επιπλέον, στα μηνύματα που προσκομίζει ο ενάγων μεταξύ του ιδίου και της εναγόμενης και ειδικότερα στο με ημερομηνία 17-8-2020 μήνυμα, προκύπτει ότι η τελευταία ουδόλως γνώριζε περί της μετάβασης του ενάγοντος στη Σκιάθο και στην ευρύτερη περιοχή καθώς του απέστειλε το κάτωθι μήνυμα: «….. μου καλημέρα και καλή εβδομάδα! Ελπίζω να είσαι καλά. Είσαι Βόλο;». Κατόπιν τούτων, μετά το πέρας της άδειας ασθένειας του ενάγοντος, οπότε και επέστρεψε στα καθήκοντα του, η εναγόμενη τον ενημέρωσε νια την πρόθεσή της να καταγγείλει τη σύμβασή εργασίας του, καθώς είχε πληγεί η μεταξύ τους σχέση εμπιστοσύνης. Για το λόγο αυτό, τον κάλεσε, προκειμένου να υπογράψει το έντυπο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και να εισπράξει τη νόμιμη αποζημίωση. Ο ενάγων όμως αρνήθηκε να υπογράψει τούτο (βλ. από 24-8-2020 έντυπο καταγγελίας σύμβασης εργασίας που προσκομίζει η εναγόμενη). Την ίδια ημέρα, αφού αναχώρησε από την εταιρεία, προσκόμισε, τη νέα από 24-8-2020 ιατρική γνωμάτευση του τμήματος Επειγόντων Περιστατικών εκδόσεως του Επιμελητή Α’ Καρδιολογίας ………… του Θεραπευτηρίου Γ.Ν. «Ο Ευαγγελισμός» δυνάμει της οποίας του χορηγήθηκε νέα αναρρωτική άδεια 7 ημερών. Εν συνεχεία, ο ενάγων και ενώ βρίσκονταν σε αναρρωτική άδεια, υπέβαλε στις 27-8-2020 την υπ΄ αριθμ. πρωτ. ………../2020, αίτηση εργατικής διαφοράς, ενώπιον του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων Κεντρικού Τομέα Πειραιά, προσάπτοντας στην επιχείρηση της εναγόμενης τις ακόλουθες παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας,: οφειλή αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης, οφειλή προσαύξησης για Κυριακές και αργίες και νυχτερινή απασχόληση, απασχόληση εκτός ωραρίου και μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του. Κατόπιν των ανωτέρω και επειδή οι σχέσεις μεταξύ των διαδίκων διερράγησαν οριστικά, η εναγόμενη προέβη στην από 16-9-2020 εξώδικη δήλωση – καταγγελία της από 20-3-2018 σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, η οποία κοινοποιήθηκε νόμιμα σε αυτόν στις 17-9-2020 (βλ. υπ’ αριθμ. ………/17-9-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, ………….). Με την εν λόγω εξώδικη δήλωση – καταγγελία σύμβασης, η εναγόμενη καλούσε, επιπροσθέτως, τον ενάγοντα να επιστρέφει τα αντικείμενα της εταιρείας που είχε στην κατοχή του (βλ. και το με το αριθμ. πρωτ. …………/17-9-2020 έντυπο «Καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου χωρίς προειδοποίηση – άτακτη καταγγελία «εργατοτεχνίτες – υπάλληλοι», όπως τούτο υποβλήθηκε στο πληροφοριακό σύστημα Εργάνη του Υπουργείου Εργασίας). Στις 18-9-2020 δε, καταβλήθηκε στον ενάγοντα, μέσω τραπεζικού εμβάσματος, η αποζημίωση που του αναλογούσε ποσού 1.516,67 ευρώ (βλ. απόδειξη συναλλαγής εκδόσεως της Τραπέζης ……). Η καταβληθείσα αυτή αποζημίωση ήταν η νόμιμη, βάσει της ατομικής σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, του χρόνου απασχόλησης του στην επιχείρηση της εναγόμενης και των τακτικών αποδοχών του (650,00 ευρώ μηνιαίως μικτές αποδοχές). Ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι κατά τον χρόνο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του οι αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό των 1.500,00 ευρώ καθαρά ουδόλως αποδείχτηκε. Ειδικότερα, κατά τη συζήτηση της ως άνω διαφοράς των διαδίκων ενώπιον του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, ο Επιθεωρητής Εργασίας ανέφερε μεταξύ άλλων: «Η εταιρεία έχει καταβάλει αποζημίωση απόλυσης ύψους 1.516,67 ευρώ, η οποία είναι ορθή με βάση την ατομική σύμβαση εργασίας που έχει υπογραφεί και τις αποδοχές που δηλώνονται στο Πληροφοριακό Σύστημα Εργάνη». Περαιτέρω, η προσκόμιση εκ μέρους του ενάγοντος τριών αποδεικτικών τραπεζικών εμβασμάτων, δεν δύναται να αποδείξουν τον ως άνω αγωγικό ισχυρισμό, καθότι αφορούν σε συγκεκριμένο μήνα (Μάρτιος 2020), ουδεμία συστηματικότητα έχουν και δεν δύναται να αποδείξουν την καταβολή μηνιαίου μισθού με περιοδικότητα. Επίσης, τα προσκομιζόμενα από τον ενάγοντα αρχεία προϋπολογισμού εξόδων για τα έτη 2019 και 2020 δεν φέρουν ημερομηνία σύνταξης, σφραγίδα και υπογραφή εκδότη, με συνέπεια να στερούνται αποδεικτικής ισχύος. Πέραν τούτων, ο ίδιος ο ενάγων αναφέρει στην αγωγή του, ότι ο μισθός που λάμβανε κατά την πρόσληψή του, ανέρχονταν στο καθαρό ποσό των 900,00 ευρώ. Εν συνεχεία ισχυρίζεται ότι έγιναν μαζικές μειώσεις μισθών στην επιχείρηση της εναγόμενης και μειώθηκε και ο δικός του μισθός στο καθαρό ποσό των 590,98 ευρώ «καθαρά», ενώ, παρόλα αυτά, έλαβε την ίδια χρονική περίοδο αύξηση, ώστε το καθαρό ποσό που λάμβανε μηνιαίως ανέρχονταν στα 1.500,00 ευρώ «καθαρά». Καθίσταται σαφές ότι οι ως άνω ισχυρισμοί του ενάγοντος είναι πλήρως αντιφατικοί. Επισημαίνεται ακόμη, ότι ο μάρτυρας απόδειξης ………………, εργαζόταν το ίδιο χρονικό διάστημα στην επιχείρηση της εναγόμενης και έχει ασκήσει κατά αυτής συναφή αγωγή, με αποτέλεσμα η κατάθεσή του να μην θεωρείται αξιόπιστη. Κατόπιν τούτων, η κύρια βάση της αγωγής τυγχάνει απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Επίσης, απορριπτέα τυγχάνει και η επικουρική βάση της αγωγής του ενάγοντος, περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος εκ μέρους της εναγόμενης και περί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος για λόγους εκδικητικότητας. Από τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά αναφέρονται ανωτέρω, ουδόλως προκύπτουν οι αγωγικοί ισχυρισμοί. Αντιθέτως, προέκυψε πλημμελής εκπλήρωση των εργασιακών καθηκόντων του ενάγοντος, ακαταλληλότητα για τη θέση του base manager και υπέρβαση καθηκόντων (γεύμα στη Σκιάθο ως δήθεν εκπρόσωπος της επιχείρησης, ενώ βρίσκονταν σε αναρρωτική άδεια). Η καταγγελία δε της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος δεν σχετίζεται με την προσφυγή του στην Επιθεώρηση Εργασίας, αλλά με την αντιεπαγγελματική και αντισυμβατική συμπεριφορά του, όπως αυτή περιγράφηκε, ώστε ουδόλως τίθεται ζήτημα παραβίασης του άρθρου 281 ΑΚ, εκ μέρους της εναγόμενης. Κατόπιν τούτων, η αγωγή, τυγχάνει απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη, τόσο για την κύρια, όσο και για την επικουρική της βάση. Συνεπώς, πρέπει να γίνει η υπό κρίση έφεση δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη, καθότι η εκκαλουμένη απόφαση, που απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη έσφαλλε. Επιπλέον, το παρόν Δικαστήριο, αφού εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση, πρέπει  να κρατήσει την υπόθεση και να απορρίψει την αγωγή στην ουσία της, σύμφωνα με τα αναφερόμενα ανωτέρω, δοθέντος ότι δεν καθίσταται χειρότερη η θέση του εκκαλούντος, κατ’ άρθρο 536 ΚΠολΔ (βλ. Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο ΚΠολΔ, Β. Βαρθακοκοίλη, Αθήνα 1995, άρθρο 536.389). Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω του ότι η ερμηνεία των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, σύμφωνα με τα άρθρα 179 περ. β΄ και 183 ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την από 8-3-2023 έφεση αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την υπ΄αριθμ. 26/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Απορρίπτει την αγωγή.

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα.

Kρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στον Πειραιά, στις     26-6-2024

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Ο ΓPAMMATEAΣ