Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 303/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

3ο ΤΜΗΜΑ

Αριθμός αποφάσεως   303/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Παπιγκιώτη, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και από τον Γραμματέα Σ.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος: …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσια δικηγόρο του Γεώργιο Ξυνογαλά, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Της εφεσίβλητης: ………, η οποία διατηρούσε ατομική επιχείρηση με τον δ.τ. «…….», πρώην κάτοικο ….., ……… και ήδη κάτοικο … Αττικής, …….. ……., με ΑΦΜ ….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένη Δημονίτσα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 17-6-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2021 αγωγή του, ζητώντας τα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 2944/2022 οριστική απόφασή του, με την οποία απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο ενάγων, με την από 21-11-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά ………./2022 έφεσή του (αριθμός κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, ………./2022), δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η 2-2-2023 και, μετά από αναβολές, η αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις, με τις οποίες ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Διάδικοι στην κατ` έφεση δίκη είναι τα υποκείμενα στην πρωτόδικη δίκη (άρθρα 516, 517 ΚΠολΔ) ειδικότερα δε εκείνοι από τους οποίους ή κατά των οποίων ζητείται στο όνομα τους η παροχή έννομης προστασίας, με την οικεία διαδικαστική πράξη, ακόμη, εκείνος, που, από το νόμο, έχει την ιδιότητα του διαδίκου σε ορισμένη δίκη. Η συμμετοχή στη δίκη δεν αποτελεί στοιχείο αποκτήσεως της ιδιότητος του διαδίκου (ΕφΑθ 3136/2007 ΕΦΑΔ 2008.694). Διάδικοι, συνεπώς, στην κατ` έφεση δίκη, είναι (και) ο ενάγων ή ο εναγόμενος, με την αγωγή και οι καθολικοί διάδοχοι τους. Η ιδιότητα του διαδίκου, ως ενάγοντος και εναγομένου, προκύπτει αποκλειστικώς από την εκκαλουμένη απόφαση ότι δηλαδή δικάσθηκαν με αυτή και ήταν αντίδικοι νομιμοποιούμενοι προς άσκηση του ως άνω ενδίκου μέσου (Ολ ΑΠ 11/ 1992 ΕλΔ 1992.759, ΑΠ 684/2010 ΝοΒ 2010.2015). Αν η έφεση ασκείται από πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) ή απευθύνεται κατά προσώπου (φυσικού ή νομικού), που ήταν, ως διάδικος, στην εκκαλουμένη απόφαση και από άλλο πρόσωπο ή κατά άλλου προσώπου, που δεν ήταν, ως διάδικος, στην εκκαλουμένη απόφαση, η έφεση απορρίπτεται, ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως (άρθρα 12, 532, 106, 111 παρ. 2 ΚΠολΔ), για το πρόσωπο, που δεν ήταν, ως διάδικος, στην εκκαλουμένη απόφαση (Ολ ΑΠ 11/1992 ο.π, ΑΠ 1027/2011 ΕΦΑΔ 2011.1195, ΕφΑθ 3136/2007 ο.π, ΕφΑθ 6032/2005 ΕλλΔνη 2006. 574, ΕφΑθ 6220/1999 ΕλΔ 1999 .1604, Β. Βαθρακοκοίλη Ερμ ΚΠολΔ , τόμ. Γ, 1995, υπό το άρθρο 516 σελ. 194-195, παρ. 1 και 2, υπό το άρθρο 517 σελ. 214-215, παρ. 1 και 2).

Η φερόμενη προς συζήτηση και κρίση ενώπιον του παρόντος, αρμοδίου, καθ’ ύλην και κατά τόπον, Δικαστηρίου (άρθρα 19, 22 και 25 ΚΠολΔ), παραπάνω έφεση, ασκήθηκε από την, κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, πρωτοδίκως ηττηθείσα διάδικο, νομίμως και εμπροθέσμως με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 22-11-2022 και εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης στον εκκαλούντα [(βλ. υπ’ αριθμ. ……’/17-11-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά ……….., άρθρα 495 – 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 παρ. 1 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 εδάφ. α’ και παρ. 7 εδάφ. α’ του ΚΠολΔ, όπως αυτές ισχύουν μετά την – κατά περίπτωση – αντικατάσταση και τροποποίησή τους από τις διατάξεις του ν. 4335/2015)]. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά το παραδεκτό και βάσιμο των επιμέρους λόγων της, κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 614 αρ. 3, 621-622, 533 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της, δεν απαιτείται η καταβολή παράβολου, λόγω του ότι πρόκειται για εργατική διαφορά (άρθρα 495 παρ. 3 και 614 παρ. 3 ΚΠολΔ). Επισημαίνεται, ότι ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης περί απόρριψης ως απαράδεκτης της παρούσας έφεσης λόγω του ότι η αγωγή στρέφεται κατά της ατομικής επιχείρησης με την επωνυμία «……….», ενώ η έφεση κατά του φυσικού προσώπου της ……. (ο οποίος ισχυρισμός σε κάθε περίπτωση λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως), τυγχάνει απορριπτέος, καθότι πρόκειται για την ίδια διάδικο, η ατομική επιχείρηση δε, δεν έχει νομική προσωπικότητα, αλλά αφορά στο φυσικό πρόσωπο ενάσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Με την από 17-6-2021 αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εκκαλών, εκθέτει ότι η εναγόμενη είναι ατομική επιχείρηση, που δραστηριοποιείται στον κλάδο της εκμίσθωσης πλωτών μέσων και σαφών αναψυχής με τον εξοπλισμό τους. Ότι στις 4-10-2019 κατάρτισε με την εναγόμενη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ορισμένου χρόνου αρχικά, στη συνέχεια δε αορίστου, προκειμένου να απασχοληθεί ως υπάλληλος με καθήκοντα επιβλέποντος των αναχωρήσεων των πλοίων, υπό καθεστώς πλήρους πενθήμερης απασχόλησης, αντί μικτών μηνιαίων αποδοχών 858,70 ευρώ. Ότι τον Οκτώβριο του έτους 2019 η εναγόμενη προέβη σε τροποιητική σύμβαση ως προς το ύψος των μικτών μηνιαίων αποδοχών του, καθορίζοντας αυτές τυπικά στο ποσό των 650,00 ευρώ στην πραγματικότητα όμως του κατέβαλε και ποσό 309,00 ευρώ άτυπα, ήτοι δίχως να αναφέρεται τούτο στη μεταξύ τους σύμβαση. Ότι, ακολούθως, η εναγόμενη, στις 15-10-2020, προέβη σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, δίχως να του καταβάλει αποζημίωση, και ότι στις 2-11-2020, προέβη στην καταβολή ποσού 1.516,67 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης, υπολογίζοντας τούτη βάσει του ποσού των 650,00 ευρώ και όχι του πραγματικά καταβαλλόμενου σε αυτόν ποσού ως μηνιαίες τακτικές αποδοχές (ήτοι των 900,00 ευρώ). Ότι η ως άνω καταγγελία πάσχει ακυρότητας λόγω μη καταβολής του ποσού της αποζημίωσης άλλως λόγω μη καταβολής της προσήκουσας αποζημίωσης. Ότι εξαιτίας της άκυρης απόλυσής του δικαιούται μισθούς υπερημερίας. Με βάση αυτό το ιστορικό, ως εκτίθεται εκτενέστερα στην αγωγή, ο ενάγων, ζήτησε, κατόπιν νομότυπου (αρ. 294, 295 και 297 ΚΠολΔ) περιορισμού του αγωγικού αιτήματος των μισθών υπερημερίας, καθόσον εργάζεται σε άλλον εργοδότη από 22-3-2021: α) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του με την απειλή χρηματικής ποινής ύψους 100,00 ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης προς το διατακτικό της απόφασης, β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 10.403,46 ευρώ, που αφορά σε μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 16-10-2020 έως 30-4-2021, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας ημέρας του μήνα, στο οποίο έκαστο επιμέρους κονδύλιο αντιστοιχεί, άλλως από την επίδοση της αγωγής, γ) επικουρικά, στην περίπτωση που κριθεί ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του είναι έγκυρη, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 2.100,00 ευρώ, ως νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, επικουρικότερα δε το ποσό των 583,33 ευρώ ως διαφορά αποζημίωσης απόλυσης με το νόμιμο τόκο από την δήλη ημέρα καταβολής (16-10-2020) άλλως από την επίδοση της αγωγής. Τέλος, ζήτησε να καταδικαστεί η εναγόμενη στην δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 2944/2022 οριστική του απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, διότι, κατά το σκεπτικό της, ελλείπει η διαδικαστική προϋπόθεση της ικανότητας διαδίκου στο πρόσωπο της εναγόμενης (ήτοι της ατομικής επιχείρησης). Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο ενάγων – εκκαλών και ζητεί με τους δύο λόγους έφεσής του οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε, εν τέλει, να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ένδικη αγωγή.

Όπως προκύπτει από την διάταξη του άρθρου 118 ΚΠολΔ, τα δικόγραφα που επιδίδονται από ένα διάδικο σε άλλον ή υποβάλλονται στο δικαστήριο πρέπει να αναφέρουν το όνομα, το πατρώνυμο, την κατοικία και την διεύθυνση όλων των διαδίκων και των νομίμων αντιπροσώπων τους και αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα την επωνυμία, την έδρα καθώς και τον αριθμό φορολογικού τους μητρώου. Η παράλειψη αναγραφής ακριβούς διευθύνσεως της έδρας του νομικού προσώπου ή της επωνυμίας αυτού, δεν επιφέρει δικονομική ακυρότητα ή απαράδεκτο του δικογράφου της αγωγής ή της συζήτησης της υπόθεσης, εφόσον από αυτή δεν γεννάται αμφιβολία περί της ταυτότητας του διαδίκου (ΑΠ 941/1992, ΕλλΔ/νη 1994/1034, ΑΠ 135/1987, ΝοΒ 1987/1403, ΕφΔωδ. 25/2019, ΤΝΠ Νόμος). Αν στο δικόγραφο γίνεται μνεία ανύπαρκτου προσώπου, η οποία οφείλεται σε παραδρομή, είναι κατ` αρχήν δυνατή η διόρθωση του σφάλματος με την αναγραφή του ορθού, εφόσον δεν δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητα του διαδίκου και τη δικονομική του θέση. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, αναφορικά με την αμφισβητούμενη ταυτότητα του διαδίκου, μπορεί να συναχθεί από το σύνολο του δικογράφου, αφού ληφθεί ιδιαιτέρως υπόψη το διατυπούμενο αίτημα δικαστικής προστασίας, σε συνάρτηση με τη γενικότερη διαδικαστική εμφάνιση του διαδίκου, σε περίπτωση δε κατά την οποία δημιουργείται αμφιβολία από τη διατύπωση του δικογράφου, αυτή αίρεται διά της ερμηνείας, κατ’ αναλογία με τα ισχύοντα στο χώρο του αστικού δικαίου (άρθρο 173 ΑΚ), σύμφωνα με την οποία, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, όχι μόνο το περιεχόμενο του σχετικού δικογράφου, αλλά και τα γνωστά στο δικαστήριο και στον αντίδικο ή εκείνα που μπορούν να διαγνωσθούν με βάση τις διακριβούμενες πραγματικές και νομικές περιστάσεις, οι οποίες, σε αλληλουχία με την επιλεγείσα στο σχετικό δικόγραφο περιγραφή, καθιστούν διαγνωστό στον αντίδικο και το δικαστήριο το πρόσωπο του διαδίκου. Στην ερμηνεία αυτή, μπορεί να χρησιμεύσει και η μετέπειτα πορεία της δίκης (ΕφΠειρ 3897/1995, ΕφΑθ 4670/1993, ΤΝΠ Νόμος).

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη την αγωγή, ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης και ειδικότερα διότι η διαδικαστική προϋπόθεση της ικανότητας διαδίκου δεν υφίσταται στο πρόσωπο της εναγόμενης, ήτοι της ατομικής επιχείρησης. Εν προκειμένου, εναγόμενη είναι η ατομική επιχείρηση με την επωνυμία «……..» και τον δ.τ. «……….» και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δημιουργείται οποιαδήποτε αμφιβολία για τη διάδικο, καθώς δεν υφίσταται νομικό πρόσωπο με τη μορφή της ατομικής επιχείρησης, ούτε πρόκειται για ένωση προσώπων, αλλά προδήλως νοείται το φυσικό πρόσωπο, το οποίο λειτουργεί τη συγκεκριμένη επιχείρηση επ’ ονόματί του. Από το αγωγικό δε δικόγραφο και τα λοιπά στοιχεία της δικογραφίας, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι εναγόμενη είναι η ……… ως φυσικό πρόσωπο. Η αναγραφή δε στην προμετωπίδα της αγωγής του ονοματεπωνύμου της ιδίας ως ατομικής επιχείρησης, δεν δύναται να οδηγήσει σε απόρριψη αυτής ως απαράδεκτης, για το λόγο ότι η τελευταία (ατομική επιχείρηση) δεν έχει νομική προσωπικότητα. Συνεπώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο, που απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη έσφαλλε και πρέπει, γενομένου δεκτού του πρώτου λόγου έφεσης, η πρωτόδικη απόφαση να εξαφανιστεί, παρέλκει δε η εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης, καθώς καθίσταται άνευ αντικειμένου. Επομένως, το παρόν δικαστήριο, αφού εξαφανιστεί η πρωτόδικη απόφαση, πρέπει περαιτέρω να εξετάσει την αγωγή.

Σύμφωνα προς το άρθρο 5 παρ. 3 περ. α’ του ν. 3198/1955, η καταγγελία της αορίστου χρόνου σύμβασης εργασίας (που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 του ν. 2112/1920, 2 και 5 του ν. 3198/1955) θεωρείται έγκυρη, εφόσον γίνει εγγράφως και καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση. Επομένως είναι άκυρη η καταγγελία αν δεν είναι έγγραφη, και ο εργοδότης δεν καταβάλει στον απολυόμενο μισθωτό την αποζημίωση απόλυσης, που, σύμφωνα με τα άρθρα 3 παρ. 2 του ν. 2112/1920 και 5 παρ. 1 του ν. 3198/1958, υπολογίζεται βάσει των τακτικών αποδοχών του απολυομένου, κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, ή όταν καταβάλει, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, μειωμένη αποζημίωση. Η ανωτέρω ακυρότητα της καταγγελίας είναι σχετική υπέρ του εργαζομένου, ο οποίος έχει την ευχέρεια είτε να θεωρήσει άκυρη την καταγγελία και να αξιώσει την καταβολή των αποδοχών του από τον υπερήμερο πλέον εργοδότη, προσφέροντας σ’ αυτόν προσηκόντως τις υπηρεσίες του είτε, παραιτούμενος ρητώς ή σιωπηρώς από το δικαίωμά του προσβολής του κύρους της καταγγελίας, να θεωρήσει αυτή έγκυρη και ν` απαιτήσει τη νόμιμη αποζημίωση. Επομένως οι ανωτέρω ελλείψεις, κατά την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας δεν καθιστούν αυτή ανυπόστατη, αλλ` αποτελούν (οι ελλείψεις) λόγους ακυρότητας της καταγγελίας, η επίκληση της οποίας (ακυρότητας), πρέπει να γίνει από τον εργαζόμενο με αγωγή μέσα στην τρίμηνη προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955, ή με ένσταση μέσα στην ίδια προθεσμία (Ολ. ΑΠ. 1338/1985). Ειδικότερα, στην περίπτωση που ο μισθωτής θεωρήσει άκυρη την καταγγελία της εργασιακής σύμβασης και εμμείνει στη σύμβαση αυτή, η αξίωσή του για μισθούς υπερημερίας, λόγω της άρνησης του εργοδότη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, δεν στηρίζεται στην ακυρότητα της καταγγελίας, αλλά στη σύμβαση εργασίας, η οποία αποτελεί και τη βάση της σχετικής αγωγής. Έτσι, ο εργαζόμενος πρέπει να αναφέρει στην αγωγή του, την κατάρτιση της σύμβασης, το συμβατικό ή νόμιμο μισθό και την άρνηση του εργοδότη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του. Αναφορά στην καταγγελία και την ακυρότητά της δεν απαιτείται. Αν ο εργοδότης, κατά τη συζήτηση της αγωγής, επικαλεστεί κατ’ ένσταση την καταγγελία της σύμβασης, ο ισχυρισμός του μισθωτού για την ακυρότητά της αποτελεί αντένσταση, η οποία μπορεί να προταθεί με τις προτάσεις της συζήτησης στον πρώτο βαθμό ή ακόμη και στον δεύτερο βαθμό, εφόσον συντρέχουν οι όροι του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Ο μισθωτός έχει βέβαια τη δυνατότητα να επικαλεστεί την ακυρότητα της καταγγελίας και τους λόγους που τη θεμελιώνουν με το δικόγραφο της αγωγής («καθ` υποφοράν»), οπότε πρόκειται για εκ προοιμίου αντένσταση κατά της τυχόν ένστασης του εργοδότη περί καταγγελίας της σύμβασης. Έτσι, εφόσον και στην περίπτωση αυτή η ακυρότητα της καταγγελίας δεν αποτελεί στοιχείο της βάσης της αγωγής, ο εργαζόμενος έχει τη δυνατότητα να συμπληρώσει και να βελτιώνει τον ισχυρισμό του για ακυρότητα, επικαλούμενος νέους λόγους ακυρότητας ή διαφορετικούς από αυτούς που περιέχονται στην αγωγή, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο ή στον δεύτερο βαθμό, με τις προϋποθέσεις πάντοτε του άρθρου 527 ΚΠολΔ (ΑΠ 1775/2017, ΑΠ 216/2012, ΑΠ 624/2008 ΤΝΠ Νόμος).

Η αγωγή, με τα προεκτεθέντα αιτήματα, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και παραδεκτά, εντός της τρίμηνης και εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας των διατάξεων του άρθρ. 6 παρ. 1 και 2 του ν. 3198/1955, λαμβανομένης αυτής αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο (άρθρ. 280 ΑΚ βλ. και ΟλΑΠ 1338/1985 ΕΕργΔ 1986.58), όσον αφορά στο αίτημα περί καταβολής μισθών υπερημερίας, λόγω της ακυρότητας της από 15-10-2020 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και όσον αφορά το επικουρικό αίτημα καταβολής του υπολοίπου αποζημίωσης απόλυσης, καθόσον, με επικαλούμενο τον προαναφερόμενο χρόνο καταγγελίας, η επίδοση στην εναγομένη της αγωγής έλαβε χώρα στις 18-6-2021 (βλ. υπ’ αριθ. ……../18-6-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …….), δηλαδή εντός της τρίμηνης και εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας αντιστοίχως (βλ. άρθρ. 241, 242, 243, 261,263, 279, σχετ. ΑΠ 1.385/2017 ΔΕΝ 2018.433), δοθέντος ότι τη χρονική εκείνη περίοδο είχαν ανασταλεί οι νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες, συνεπεία τoυ covid – 19 (βλ. άρθρο 83 παρ. 1 α’ του ν. 4790/2021, σε συνδ. με άρθρο 25 ν. 4792/2021). Επιπλέον, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 3, 173, 174, 180, 200, 241,243, 281, 288, 330, 341,345, 346 εδ. α`, 349, 350, 353, 361, 481, 482, 648, 649, 652, 653, 655, 656, 657, 658, 659, 669 ΑΚ, 1, 3, 6 § 1, 7 εδ. α` ν. 2112/1920, όπως οι διατάξεις των άρθρων 1 και 3 του πιο πάνω Νόμου, κατόπιν διαδοχικών τροποποιήσεων, αντικαταστάθηκαν από το άρθρο πρώτο, παρ. ΙΑ., υποπαράγραφος ΙΑ. 12, περ. 1 και 2 ν. 4093/2012 «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 – Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016» (ΦΕΚ Α` 222/12-11-2012), τα άρθρα 2, 5, 6 παρ. 1 και 2 ν. 3198/1955, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 74 παρ. 2 και 3 του ν. 3863/2010, 17 του ν. 3899/2010 και την παρ. ΙΑ υποπ. ΙΑ. 12 περ. 1 και 2 του ν. 4093/2012, 66 παρ. 1 περ. β` και 2 του. 4808/2021, 1 παρ. 1 και 2 του ν. 1082/1980, του ν. 1901/1951, του α/ν. 1777/1951 και της Υπουργικής Απόφασης που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση αυτών υπ’ αριθ. 19.040/1981 (αναγνώριση ακυρότητας καταγγελίας, αποδοχές υπερημερίας, αποζημίωση απόλυσης), στις διατάξεις της περίπτωσης 3, της υποπαραγράφου ΙΑ.11, της παρ. ΙΑ, του πρώτου άρθρου του ν. 4093/2012, της υπ’ αριθ. οικ.4241/127/30-1-2019 απόφασης της Υπουργού Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο «Καθορισμός κατώτατου μισθού και κατώτατου ημερομισθίου για τους υπαλλήλους και τους εργατοτεχνίτες όλης της χώρας» (προσαυξήσεις τριετιών) και των υπ’ αριθμούς 107675/27-12-2021 και 38866/21-4-2022 αποφάσεων του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων με τίτλο «Καθορισμός κατώτατου μισθού και κατώτατου ημερομισθίου για υπαλλήλους και εργατοτεχνίτες όλης της χώρας» (προσαυξήσεις τριετιών), του άρθρου 3 παρ. 16 ν. 4504/1966 σε συνδυασμό με τα άρθρα 2 παρ. 1, 3 παρ. 1 και 3, 5 παρ. 1 α’ του ν. 539/1945 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του ν.δ. 3755/1957 (αποδοχές αδείας και προσαύξηση αυτών), όπως οι διατάξεις αυτές κωδικοποιήθηκαν με το Π. Δ. 80/2022 (ΦΕΚ A 222/04-12-2022), 68, 69 περ. α`, 70, 106, 176, 191 παρ. 2, 218, 219, 907, 908 παρ. 1 περ. ε`, 910 παρ. 4, 946 ΚΠολΔ. Επισημαίνεται, ότι η έλλειψη στην υπό κρίση αγωγή αιτήματος αναγνώρισης ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί, διότι αυτή (η υπό κρίση αγωγή) στηρίζεται στη σύμβαση εργασίας και όχι στην ακυρότητα της καταγγελίας, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα  νομική σκέψη. Επομένως, η αγωγή πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησής της προσκομίζεται η από 16-6-2021 έγγραφη ενημέρωση για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση κατ’ άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 4640/2019, υπογεγραμμένη από τον ενάγοντα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του.

Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ απαγορεύεται, ως καταχρηστική, η άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και αν τούτο απορρέει από κανόνες δημόσιας τάξης, όταν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το μεσολαβήσαν διάστημα δεν δικαιολογούν την μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Επίσης, για την κατάφαση της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος πρέπει οι πράξεις του υποχρέου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος (ΟλΑΠ 6/2016 ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, κατά τα υπό του ως άνω άρθρου 281 ΑΚ προκύπτοντα, καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του μισθωτού από τη σύμβαση εργασίας συντρέχει και στην περίπτωση αντιφατικής συμπεριφοράς του τελευταίου ιδίως όταν αυτή συνιστά προσχεδιασμένο τέχνασμα για την επίτευξη πρόσθετου οικονομικού οφέλους (ΑΠ 119/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 948/2011 ΕλλΔνη 2012. 1613). Στην προκειμένη περίπτωση η εναγόμενη αρνήθηκε την αγωγή, ισχυριζόμενη, κατ’ εκτίμηση των ισχυρισμών της, ότι ο ενάγων επέδειξε αντιφατική συμπεριφορά, καθυστέρησε να ασκήσει την υπό κρίση αγωγή, εργάστηκε δε σε άλλη εργασία, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, και οι αποδοχές του υπερκαλύπτουν τις αιτούμενες με την ένδικη αγωγή, με αποτέλεσμα να ασκεί την αγωγή του με μοναδικό σκοπό την επίτευξη επιπλέον οικονομικού οφέλους σε βάρος της (εναγομένης), συμπεριφορά που όμως καθίσταται καταχρηστική. Η σχετική ένσταση είναι νόμιμη στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Πρέπει επομένως να εξετασθεί κατ’ ουσίαν.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα τα οποία οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, λαμβανομένων υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις ομολογίες που συνάγονται από τις προτάσεις των διαδίκων (άρθρο 261 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 811/2008 ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη είναι ατομική επιχείρηση που δραστηριοποιείται στον κλάδο της ενοικίασης και εκμίσθωσης πλωτών μέσων και σκαφών αναψυχής με τον εξοπλισμό τους. Για την εκπλήρωση των σκοπών της, η επιχείρηση, που πλέον περιήλθε σε κατάσταση πλήρους παύσης εργασιών, διατηρούσε βάσεις σκαφών για τον ελλιμενισμό και τη χειμερινή συντήρησή τους στον χερσαίο χώρο των βάσεων. Ειδικότερα, διατηρούσε δύο βάσεις στο … και μία βάση στο ……… Περαιτέρω, διατηρούσε μέχρι το έτος 2019 μια βάση σκαφών στη ……….., όπου εκτελούνταν οι εργασίες συντήρησης και προετοιμασίας των σκαφών πριν την εκναύλωση εκάστου εξ αυτών και μετά το πέρας της χρονικής περιόδου («σεζόν») εκναύλωσης. Ο ενάγων προσλήφθηκε από την εναγόμενη στις 4-10-2019, δυνάμει της από 3-10-2019 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου. Σύμφωνα με τους όρους της ανωτέρω σύμβασης, οι οποίοι γνωστοποιήθηκαν εγγράφως στον ενάγοντα αυθημερόν (βλ. το από 3-10-2019 έντυπο του π.δ. 156/1994 περί γνωστοποίησης των όρων ατομικής σύμβασης), ο ίδιος δε τους αποδέχτηκε ανεπιφύλακτα, αυτός ορίστηκε να απασχοληθεί στην εναγόμενη ως υπάλληλος βάσης («base staff»), για το χρονικό διάστημα από τις 4-10-2019 έως τις 3-1-2020, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, ήτοι 5 ημέρες και συνολικά 40 ώρες απασχόλησης εβδομαδιαίως, έναντι μικτού μισθού 858,70 ευρώ μηνιαίως (βλ. σχετ. απ’ αριθμ. πρωτ.: ………../3-10-2019 έντυπο 3 αναγγελίας πρόσληψης του ενάγοντος προς το Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης Κεντρικού Τομέα Πειραιά). Τα εργασιακά καθήκοντα του ενάγοντος στην επιχείρηση της εναγόμενης, ως υπαλλήλου βάσης, ήταν η επίβλεψη της αναχώρησης και άφιξης των υπό ναύλωση σκαφών (check in – check out). Στη συνέχεια, δυνάμει της από 30-10-2019 τροποποιητικής σύμβασης εργασίας, μειώθηκαν οι μικτές αποδοχές του ενάγοντος στο ποσό των 650,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι στο πληρωτέο (καθαρό) ποσό των 590,98 ευρώ μηνιαίως. Η περικοπή μισθών δεν αφορούσε μόνο στον ενάγοντα αλλά στο σύνολο των ανειδίκευτων εργαζομένων της εναγόμενης, Το μέτρο αυτό λήφθηκε ως οριζόντιο μέτρο, με σκοπό την μείωση των εξόδων λειτουργίας της (βλ. κατάθεση μάρτυρα ανταπόδειξης). Ο δε ενάγων έλαβε γνώση της μείωσης του μισθού του, την οποία αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα με την υπογραφή του από 30-10-2019 εντύπου του π.δ. 156/1994 περί γνωστοποίησης των όρων της τροποποιητικής σύμβασης. Ακολούθως, δυνάμει της από 2-1-2020 τροποποιητικής σύμβασης, τράπηκε η σχέση εργασίας του ενάγοντος από ορισμένου σε αορίστου χρόνου, δυνάμει του από 2-1-2020 εντύπου του π.δ. 156/1994 περί γνωστοποίησης των όρων της τροποποιητικής σύμβασης. Την επομένη, δυνάμει της από 3-1-2020 τροποποιητικής σύμβασης, μεταβλήθηκαν οι ημέρες απασχόλησης του ενάγοντος από τις αρχικώς ορισθείσες ημέρες Δευτέρα – Τρίτη- Πέμπτη – Παρασκευή – Σάββατο στις ημέρες Δευτέρα-Τρίτη – Τετάρτη – Πέμπτη – Παρασκευή. Η εν λόγω μεταβολή επήλθε ανεξαιρέτως σε όλους τους υπαλλήλους της εναγόμενης, καθότι αυτό επέβαλλαν οι ανάγκες λειτουργίας της τη χρονική εκείνη περίοδο, γνωστοποιήθηκε δε αυθημερόν και έγινε ανεπιφύλακτα αποδεκτή από τον ενάγοντα.  Εν συνέχεια, κατά το χρονικό διάστημα από τις 21-3-2020 μέχρι τις 31-5-2020 ανεστάλη η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, κατ’ άρθρο 11 της Π.Ν.Π. 21/20-3-2020 (ΦΕΚ Α’ 68), καθότι ανεστάλη η λειτουργία της επιχείρησης της εναγομένης κατά τον ανωτέρω χρόνο λόγω της πανδημίας covid-19, ως επιχείρησης του ιδιωτικού τομέα που πληττόταν σημαντικά βάσει ΚΑΔ (……). Ακολούθως, το καλοκαίρι του έτους 2020, μεσούσης της ως άνω πανδημίας και των δυσβάσταχτων οικονομικών συνεπειών, που επέφερε αυτή σε πλήθος επιχειρήσεων, η εναγόμενη αποφάσισε να διακόψει τη λειτουργία της ατομικής της επιχείρησης. Σε συνέχεια της διακοπής των εργασιών της ατομικής επιχείρησης της, η εναγομένη, από κοινού με τον αδερφό της, ……., συνέστησε στις 19-10-2020 την ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία με την επωνυμία «……….», με αντικείμενο την επισκευή, συντήρηση και φύλαξη σκαφών αναψυχής, τον ελλιμενισμό και την ενοικίαση τους. Κατόπιν τούτων, η εναγόμενη ενημέρωσε το σύνολο των εργαζομένων περί της παύσης λειτουργίας της ατομικής της επιχείρησης και της σύστασης της νέας εταιρίας, πρότεινε δε σε αυτούς να προσληφθούν για εργασία στη νέα εταιρεία. Στο πλαίσιο αυτό ενημερώθηκε και ο ενάγων, ο οποίος αποδέχτηκε να παρέχει την εργασία του στην τελευταία. Συνεπεία τούτων, στις 15-10-2020 η εναγόμενη προέβη σε καταγγελία της ατομικής σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν σε αυτόν. Στις 2-11-2020, ήτοι 18 ημέρες αργότερα, η εναγόμενη  κατέβαλε στον ενάγοντα την νόμιμη αποζημίωση που του αναλογούσε, ποσού 1.516,67 ευρώ, ενώ καταβλήθηκαν επιπλέον στον ενάγοντα τα εξής ποσά: 468,31 ευρώ που αντιστοιχεί στην αποζημίωση αδείας 2020, 355,68 ευρώ που αντιστοιχεί στην αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2020 και 280,58 ευρώ που αντιστοιχεί στο μισθό Οκτωβρίου 2020 (βλ. συναφείς αποδείξεις πληρωμής αποδοχών και τα αντίστοιχα αποδεικτικά κατάθεσης των ανωτέρω ποσών στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος μέσω τραπέζης). Ακολούθως, δυνάμει της από 21-12-2020 σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, ο ενάγων προσλήφθηκε στην νέα εταιρεία «………» υπό την ειδικότητα του υπαλλήλου επίβλεψης αναχώρησης σκαφών, με τόπο εργασίας το Λαύριο Αττικής, έναντι μικτών αποδοχών ποσού 1.145,28 ευρώ μηνιαίως. Την 1-2-2021 ο ενάγων ενημέρωσε την νέα εργοδότρια του εταιρεία, «……….», ότι είχε έρθει σε επαφή με ενεργό κρούσμα covid – 19 και για τον λόγο αυτό, ήταν αναγκαίο να βρίσκεται σε απομόνωση (καραντίνα), σύμφωνα με τις συστάσεις του ΕΟΔΥ απέχοντας από την εργασία του για το χρονικό διάστημα  από 1-2-2021 έως 14-2-2021 (βλ. σχετική υπεύθυνη δήλωση ενάγοντος που προσκομίζει η εναγόμενη). Ωστόσο, μετά την παρέλευση του χρονικού αυτού διαστήματος, ο ενάγων δεν προσήλθε για εργασία ως όφειλε, δίχως να ενημερώσει σχετικά, με αποτέλεσμα να λήξει η σχέση εργασίας του με την προαναφερόμενη εταιρεία (βλ. υπ’ αριθμ. ………../22-2-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………., μετά της από 22-2-2021 εξώδικης δήλωσης της εταιρείας «………….» προς τον ενάγοντα και του συνημμένου σε αυτήν, με ίδια ημερομηνία, εντύπου Ε5 αναγγελίας οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού). Στη συνέχεια, και συγκεκριμένα από τις 22-3-2021 και εφεξής, ο ενάγων προσλήφθηκε σε άλλον εργοδότη με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, με μικτές μηνιαίες αποδοχές 728,00 ευρώ (βλ. από 22-3-2021 και με αριθμ. πρωτ. …. Έντυπο Ε3- Αναγγελία πρόσληψης στην εταιρεία «……..»). Επιπλέον, επισημαίνεται, ότι ο ενάγων, κατά τη διάρκεια της απουσίας του από την εργασία του στην εταιρεία «………….», λόγω της ασθένειάς του (covid -19) και συγκεκριμένα στις 12-2-2021, προσέφυγε στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας ασκώντας καταγγελία κατά της ατομικής επιχείρησης της εναγόμενης, με αντικείμενο τις φερόμενες ως μη καταβληθείσες δεδουλευμένες αποδοχές του εξ υπερεργασίας και υπερωριακής απασχόλησης καθώς και από προσαυξήσεις λόγω απασχόλησης του Κυριακές και αργίες, και την φερόμενη αξίωση της εναγόμενης να της επιστρέψει μέρος της καταβληθείσας αποζημίωσής του (το ύψος του οποίου δεν προσδιορίζει), χωρίς πρότερη ειδοποίηση ή όχλησή του προς την εναγόμενη. Η πιο πάνω διαφορά συζητήθηκε στις 16-3-2021, ο δε ενάγων ουδέν ανέφερε περί ακυρότητας της καταγγελίας, ούτε αξίωσε μισθούς υπερημερίας, παρά ενέμεινε στην αξίωση του περί καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών για τις ανωτέρω αιτίες (υπερωριακή απασχόληση, υπερεργασία, προσαυξήσεις) και στον ισχυρισμό του περί μερικής επιστροφής της αποζημίωσής του στην εναγόμενη. Κατόπιν της ανωτέρω συζήτησης, εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. πρωτ. …./3-6-2021 και αριθμό δελτίου εργατικής διαφοράς …/2021 πόρισμα εργατικής διαφοράς του Επιθεωρητή Εργασίας …….., το οποίο παραπέμπει την υπόθεση στα πολιτικά δικαστήρια, ως καθ’ ύλην αρμόδια για την επίλυση της διαφοράς, ελλείψει επαρκών στοιχείων για την στοιχειοθέτηση της καταγγελίας του ενάγοντος. Από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, προκύπτει ότι ήταν άκυρη η από 15-10-2020 καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος από την εναγόμενη, καθότι η οφειλόμενη αποζημίωση καταβλήθηκε στον ενάγοντα 18 ημέρες μετά τη γνωστοποίηση της καταγγελίας σε αυτόν, κατά τα ανωτέρω. Ωστόσο, καταβλήθηκε σε αυτόν πλήρως η οφειλόμενη αποζημίωση, ενώ η ατομική επιχείρηση της εναγόμενης έπαυσε τη λειτουργία της, βρισκόμενη από τον Νοέμβριο του έτους 2020 σε κατάσταση αδράνειας. Επιπλέον, στις 21-12-2020, κατόπιν προγενέστερης συμφωνίας των διαδίκων, ο ενάγων προσλήφθηκε στην εταιρεία «………..», συμφερόντων και της εναγόμενης, έναντι μικτών αποδοχών ποσού 1.145,28 ευρώ μηνιαίως, από την οποία αποχώρησε οικειοθελώς στις 15-2-2021, ενώ στις 22-3-2021, ο ενάγων προσλήφθηκε στην εταιρεία «………», με μικτές μηνιαίες αποδοχές 728,00 ευρώ.  Επιπλέον, ενώ είχε ήδη προσληφθεί στην εταιρεία «………….», προσέφυγε, στις 12-2-2021 στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας για αξιώσεις από άλλες αιτίες, όπως αναφέρονται ανωτέρω, ενώ δεν επικαλέστηκε υπερημερία της εναγόμενης ως προς την αποδοχή της εργασίας του, ούτε αξίωσε μισθούς υπερημερίας λόγω ακυρότητας της σύμβασης εργασίας του, τούτο δε έπραξε για πρώτη φορά στις 18-6-2021, με την άσκηση της υπό κρίση αγωγής. Ακόμη, από τις 22-12-2020 άρχισε πάλι να εργάζεται με μεγαλύτερο μισθό από τον συμφωνηθέντα με την εναγόμενη, αποχώρησε δε οικειοθελώς από την εργασία του και σε έναν περίπου μήνα απασχολήθηκε σε άλλη εταιρεία, επίσης με μεγαλύτερο μισθό. Κατόπιν τούτων, η παρούσα αγωγή με την οποία ζητεί μισθούς υπερημερίας, για το χρονικό διάστημα από 16-10-2020 έως 30-4-2022, κρίνεται καταχρηστική, γενομένης δεκτής της ένστασης της εναγόμενης. Ειδικότερα, ο ενάγων, δεδομένου ότι αποδέχτηκε την πρόταση της τελευταίας να εργαστεί στη νέα εταιρεία και αφού εισέπραξε την οφειλόμενη αποζημίωση, τέσσερις μήνες, περίπου, μετά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, απευθύνθηκε στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, χωρίς να ζητήσει μισθούς υπερημερίας, όπως με την παρούσα αγωγή, η οποία ασκήθηκε οχτώ περίπου μήνες μετά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του. Η συμπεριφορά του αυτή κρίνεται από το Δικαστήριο ως αντιφατική, καταχρηστική και αντίθετη στην καλή πίστη και στα χρηστά ήθη, δοθέντος μάλιστα, ότι ο ίδιος, κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα απασχολούνταν σε άλλες εργασίες. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του, ότι οι πραγματικές του αποδοχές ήταν 900,00 ευρώ καθαρά, καθότι η εναγόμενη του κατέβαλε ανά χείρας επιπλέον ποσό 309,00 ευρώ μηνιαίως. Ειδικότερα, από το προσκομιζόμενο, σε έντυπη εκτύπωση, με αριθμ. σχετ. 19 εκ μέρους του ενάγοντος σύντομο γραπτό μήνυμα, μέσω της εφαρμογής κοινωνικής δικτύωσης messenger, δεν προκύπτει ο συντάκτης του, ενώ το προσκομιζόμενο όμοιο με αριθμ. 20 σχετ., με ημερομηνία 21-12-2020, είναι σε χρόνο που είχε ήδη καταγγελθεί η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, είχε καταβληθεί ήδη και η οφειλομένη αποζημίωση, με συνέπεια να μην έχει αποδεικτική δύναμη το εν λόγω έγγραφο. Επιπλέον, η μαρτυρική κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης …………. δεν κρίνεται αξιόπιστη, καθότι έχει ασκηθεί από τον εν λόγω μάρτυρα ίδιου περιεχομένου αγωγή κατά της εναγόμενης, και οι σχέσεις του με αυτήν τελεί σε δυσαρμονία, στερούμενου, για τον λόγο αυτό της απαιτούμενης αντικειμενικότητας και απάθειας. Σε κάθε περίπτωση, τα προσκομιζόμενα από τον ενάγοντα έγγραφα, σχετικά με το ζήτημα αυτό δεν αποδεικνύουν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τον αγωγικό ισχυρισμό περί μηνιαίας μισθοδοσίας του καθαρού ποσού των 900,00 ευρώ. Κατόπιν τούτων, η αγωγή, τυγχάνει απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη, ως προς αμφότερες κύρια και επικουρική, βάσεις της. Συνεπώς, πρέπει να γίνει η υπό κρίση έφεση δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη, καθότι η εκκαλουμένη απόφαση, που απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη έσφαλλε, και, συνεπώς, το παρόν Δικαστήριο, αφού εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση, πρέπει να κρατήσει την υπόθεση και να απορρίψει την αγωγή στην ουσία της, σύμφωνα με τα αναφερόμενα ανωτέρω, δοθέντος ότι δεν καθίσταται χειρότερη η θέση του εκκαλούντος, κατ’ άρθρο 536 ΚΠολΔ (βλ. Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση κατ΄ άρθρο ΚΠολΔ, Β. Βαρθακοκοίλη, Αθήνα 1995, άρθρο 536.389).  Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας,  λόγω του ότι η ερμηνεία των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, σύμφωνα με τα άρθρα 179 περ. β΄ και 183 ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την από 21-11-2022 έφεση αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθμ. 2944/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Απορρίπτει την αγωγή.

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα.

Kρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στον Πειραιά, στις   26-6-2024

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                        Ο ΓPAMMATEAΣ