ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης: 285 /2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από το Δικαστή Βασίλειο Τζελέπη, Εφέτη ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, την ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΑΝΤΕΝΑΓΟΝΤΟΣ ……….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σωτήριο Λίβα (με δήλωση κατ’ ‘άρθρο 242 ΚΠολΔ)
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΑΝΤΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ ……………, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Ο αντενάγων – εκκαλών στο πλαίσιο της εκκρεμοδικίας της από 16.7.2021 με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2021 αγωγής του εφεσιβλήτου αντεναγομένου άσκησε την από 29.9.2021 με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2021 ανταγωγή του, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με την οποία ζητούσε από τον πρώτο όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την 1199/2023 απόφασή του απέρριψε τόσο την αγωγή, όσο και την ανταγωγή και δη αυτήν κατ’ ουσίαν λόγω πλασματικής ερημοδικίας του αντενάγοντος, επειδή δεν προσκόμισε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο αντενάγων με την από 8.6.2023 έφεσή του που κατατέθηκε στο Πρωτοδικείο Πειραιώς με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2023, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με την ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2023 πράξη κατάθεσης δικογράφου με τη συνημμένη σε αυτή πράξη ορισμού δικασίμου για την παρούσα δικάσιμο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων αμφότεροι δε οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δήλωση κατ ‘ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας αμφότεροι να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την έννοια των άρθρων 2 και 8 του Ν. ΓΠΟΗ/Ι9Ι2 περί δικαστικών ενσήμων” όπως αυτός μεταγενεστέρως ερμηνεύθηκε αυθεντικώς, με το ν.δ. 1544/1942 και τροποποιήθηκε με το νδ. 4189/1961 και υπό την ισχύ του άρθρου 33 του ν. 4446/2016, εάν ο ενάγων παραλείψει την προκαταβολή του οφειλόμενου τέλους δικαστικού ενσήμου, λογίζεται ερήμην δικαζόμενος και η αγωγή του απορρίπτεται, η απόρριψη δε αυτή θεωρείται ότι γίνεται για ουσιαστικό (και όχι για τυπικό) λόγο, γεγονός που συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητας της αγωγής, εάν η σχετική απόφαση καταστεί τελεσίδικη (ΑΠ 140/2023, ΑΠ 951/2022, ΑΠ 1470/2019). Κατά της απόφασης που απορρίπτει την αγωγή, λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου, ο ενάγων δικαιούται να ασκήσει έφεση, μοναδικός λόγος της οποίας δύναται να είναι η άρση της ειρημένης παράλειψης, δηλαδή η εκ των υστέρων καταβολή του ως άνω τέλους. Τότε η βασιμότητα της παραδεκτής έφεσης επιφέρει την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, και χωρεί ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου νέα συζήτηση της υπόθεσης, κατά την οποία ο ενάγων, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 528 του ΚΠολΔ, μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως μπορούσε να προτείνει, χωρίς να δεσμεύεται από τους περιορισμούς του άρθρου 527 του ΚΠολΔ (ΑΠ 951/2022, ΑΠ1461/2021, ΑΠ 1095/2006). Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 495 και αυτές του άρθρου 532 ΚΠολΔ του ίδιου Κώδικα, που ορίζει ότι, «αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης, ιδίως αν η έφεση δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, το δικαστήριο την απορρίπτει ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως», προκύπτει ότι κρίσιμος χρόνος για τη συνδρομή των προϋποθέσεων του παραδεκτού είναι κατ’ αρχήν ο χρόνος άσκησης της έφεσης. Όμως, η ανωτέρω, εκ των υστέρων, καταβολή του δικαστικού ενσήμου, με σχετικό λόγο έφεσης, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να γίνει μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης, όπως γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 237 παρ. 1 εδ. γ όπως ίσχυε τον κρίσιμο χρόνο και ήδη από 1-1-2022, άρθρ. 237 παρ. 1 εδ. ε και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αν και η διάταξη αυτή δεν απαριθμείται στο άρθρο 524 παρ. 1 ΚΠολΔ, ως εφαρμοστέα στην δευτεροβάθμια δίκη, ούτε μετά τη διαμόρφωσή του με το άρθρο 20 παρ.1 του ν. 4912/2022, καθόσον δεν είναι αποκλειστική η εν λόγω απαρίθμηση, εναρμονίζεται δε πλήρως με την ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου διαδικασία, στην περίπτωση κατά την οποία λειτουργεί ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο, για την καταβολή του οποίου (ΤΔΕ), κατά την άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης, δεν προβλέπεται προθεσμία στις διατάξεις του άρθρου 495 – 500 ΚΠολΔ, ενώ πληρείται και η ratio της υποχρέωσης καταβολής δικαστικού ενσήμου, που είναι η είσπραξη αυτού, ως φορολογίας του αντικειμένου της δίκης (πρβ. ΑΠ 1627/2017). Έτσι η καταβολή του δικαστικού ενσήμου μετά την άσκηση της έφεσης και πριν από τη συζήτηση δεν συνεπάγεται το απαράδεκτο της έφεσης (αντίθετα ΑΠ 1461/2021, κατά την οποία απαιτείται η καταβολή του δικαστικού ενσήμου με την κατάθεση του δικογράφου της έφεσης (ΑΠ 1752/2023).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση του δικογράφου της υπό κρίση έφεσης κατά της εκκαλούμενης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./29.9.2021 ανταγωγή του αντενάγοντος – εκκαλούντος με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί ο αντεναγόμενος – εφεσίβλητος, μετά το νομότυπο περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος αυτής, να του καταβάλει νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της ανταγωγής το χρηματικό ποσό των 3.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητάς του που του προκάλεσαν οι διαλαμβανόμενοι στην αγωγή του αντενάγοντος – εφεσιβλήτου συκοφαντικοί και εξυβριστικοί γι’ αυτόν ισχυρισμοί του, με τον πρώτο λόγο αυτής διατείνεται ότι πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη καθώς κατέβαλε το αναλογούν δικαστικό ένσημα από ευρώ 31,80 με την κατάθεση του δικογράφου της υπό κρίση έφεσης. Προς τούτο επικαλείται και προσάγει με τις προτάσεις του το υπ’ αριθ. ………. ηλεκτρονικό παράβολο (e- παράβολο) που εκδόθηκε από την ηλεκτρονική βάση της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων. Κατά συνέπεια πρέπει ο πρώτος λόγος της έφεσης που αφορά την άρση της παραλείψεως, ήτοι την εκ των υστέρων καταβολή του δικαστικού ενσήμου, να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ’ ουσίαν ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών δύο λόγων της έφεσης, αφού δεν επιτρέπεται η προβολή άλλων λόγων πλην του μοναδικού επιτρεπόμενου λόγου έφεσης που αφορά τη συμπλήρωση της εν λόγω ελλείψεως, σύμφωνα και με τα όσα εκτίθενται στην άνω μείζονα σκέψη της παρούσας. Ακολούθως πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ουσίαν η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το κεφάλαιο της ανταγωγής, να κρατηθεί και δικασθεί από το παρόν δικαστήριο η με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./29.9.2021 ανταγωγή του αντενάγοντος – εκκαλούντος ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 221 παρ. 1 εδ. α και 222 του Κ.Πολ, Δικ, προκύπτει ότι όταν επέλθει, μετά την κατάθεση της αγωγής, εκκρεμοδικία και όσο αυτή διαρκεί, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους, εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα, αν δε κατά τη διάρκειά της ασκηθεί άλλη αγωγή, ανταγωγή ή κύρια παρέμβαση ή προταθεί ένσταση συμψηφισμού για την ίδια επίδικη διαφορά, αναστέλλεται και αυτεπαγγέλτως η εκδίκασή της, εωσότου περατωθεί η πρώτη δίκη. Για να υπάρχει εκκρεμοδικία πρέπει οι δύο δίκες να ταυτίζονται πλήρως, να έχουν δηλαδή το ίδιο αντικείμενο ή το αντικείμενο της πρώτης να είναι ευρύτερο εκείνου της δεύτερης, οπότε η δεύτερη είναι, κατά λογική αναγκαιότητα, περιττή. Αντίθετα, αν οι δυο δίκες δεν ταυτίζονται πλήρως είτε γιατί έχουν διαφορετικό αντικείμενο είτε γιατί το αντικείμενο της δεύτερης είναι ευρύτερο εκείνου της πρώτης, τότε η δεύτερη δίκη δεν είναι περιττή, αφού με αυτήν ζητείται διαφορετική ή μείζων προστασία απ’ ότι ζητήθηκε με την πρώτη. Για την ύπαρξη της εκκρεμοδικίας απαιτείται να υπάρχει όχι μόνο ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας, αλλά και σύμπτωση του αιτήματος των αγωγών (Α.Π. 215/2021,1175/2017, Α.Π. 139/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 308,309,513,539 και 533 του Κ.Πολ.Δ προκύπτει ότι οριστική απόφαση είναι εκείνη με την οποία τελειώνει η δίκη, με την παραδοχή ή την απόρριψη της αγωγής ή άλλου εισαγωγικού δικογράφου και το δικαστήριο απεκδύεται κάθε άλλης εξουσίας στη δικαζόμενη υπόθεση. Αντίθετα μη οριστικές αποφάσεις είναι εκείνες που παρασκευάζουν την υπόθεση, ώστε να καταστεί ώριμη για έκδοση οριστικής απόφασης. Σε περίπτωση σώρευσης περισσότερων βάσεων ή αιτημάτων ή συνεκδίκασης περισσότερων αγωγών, οπότε και τα αντικείμενα της δίκης είναι περισσότερα, το δικαστήριο μπορεί να εκδώσει οριστική απόφαση για όσα αντικείμενα (βάσεις ή αγωγές) είναι ήδη ώριμα, αναβάλλοντας να αποφασίσει οριστικά για τα άλλα (άρθρο 308 παρ. 2 Κ.Πολ,Δ). Η απόφαση αυτή, που είναι εν μέρει οριστική και εν μέρει μη οριστική, δεν υπόκειται σε ανάκληση ως προς τις οριστικές τις διατάξεις. (ΑΠ1821/2008).
Με την υπό κρίση αντανταγωγή, όπως το αίτημα αυτής παραδεκτά περιορίστηκε με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ο αντενάγων ζητεί να υποχρεωθεί ο αντεναγόμενος να του καταβάλει νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, το χρηματικό ποσό των 3.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητάς του που του προκάλεσαν οι διαλαμαβανόμενοι στην αγωγή του ενάγοντος – αντεναγομένου συκοφαντικοί και εξυβριστικοί για τον αντενάγοντα ισχυρισμοί του. Πλέον συγκεκριμένα στο υπό στοιχείο Γ κεφάλαιο της ανταγωγής εκθέτει ότι ο αντίδικός του στη σελίδα 3 της ένδικης αγωγής αναφέρει ότι ο αντενάγων άρχισε να προβαίνει σε πόσης φύσεως αναφορές και καταγγελίες σε βάρος του, ισχυριζόμενος ότι δεν έκοβε προεισπράξεις όταν υπερασπιζόταν συνάδερφό του ………….., ότι με τον τρόπο αυτό υπέπιπτε στα αδικήματα της φοροδιαφυγής………………., ότι τους ισχυρισμούς αυτούς διέδιδε σε κάθε δημόσια αρχή ακόμη και στον Εισαγγελέα του ΑΠ, ενώ η αλήθεια είναι ότι ουδεμία ψευδή καταγγελία έκανε σε βάρος του αντιδίκου του, όλες του οι καταγγελίες ήταν αληθείς και επιβεβλημένες καθώς εκείνος παρέβαινε συστηματικά το νόμο. Ακολούθως στο υπό στοιχείο Δ κεφάλαιο της ανταγωγής εκθέτει ότι ο αντίδικός του στη σελίδα 5 της αγωγής αναφέρει ψευδώς γι ‘αυτόν ότι κατέθεσε ψευδή μήνυση σε βάρος ενός άλλου συναδέρφου του (δικηγόρου) Ιωάννη Θωμά, ο οποίος είχε αναλάβει την υπεράσπιση του …………., όταν κατέθεσε σε βάρος του ψευδή μήνυση ενώ το αληθές είναι ότι η εν λόγω μήνυση ήταν αληθής και απαραίτητη γιατί είχε σκοπό να θέσει ένα φραγμό στις αναβολές που ελάμβανε ο κατηγορούμενος ……….. στις εκκρεμείς υποθέσεις που είχαν μεταξύ τους. Περαιτέρω στο υπό στοιχείο Ε κεφάλαιο της ανταγωγής εκθέτει ότι ο αντίδικός του στις σελίδες 15-16 της αγωγής αναφέρει ψευδώς γι’ αυτόν ότι υπεξήγαγε απόρρητη αλληλογραφία του ενώ το αληθές είναι ότι ουδεμία αλληλογραφία υπεξήγαγε αφού ο ίδιος οικειοθελώς γνωστοποίησε το περιεχόμενο αυτής. Στη συνέχεια στο υπό στοιχείο Στ κεφάλαιο της ανταγωγής εκθέτει ότι ο αντεγαγόμενος – ενάγων στην αγωγή του στις σελίδες 3,6 και 14 εκθέτει ότι έκανε ψευδομηνύσεις «επί δικαίων και αδίκων» και με πλήθος (ψευδών) μηνύσεων και αγωγών για ανύπαρκτα ζητήματα προσπαθούσα να τον διώξω από την υπεράσπιση των … και της ομάδας τους, το έκανε δε ενσυνείδητα επιδιώκοντας την εξόντωσή του, αφού τέτοια περίπτωση δεν έχει υπάρξει στα δικηγορικά χρονικά …. δείγμα μίσους που τον διακατέχει ενώ το αληθές είναι ότι ουδέποτε υπέβαλε ψευδείς μηνύσεις και αβάσιμες αγωγές και ούτε διανοήθηκε να εξαναγκάσει τον αντίδικό του να αποσυρθεί από την υπεράσπιση του ………… Τέλος στο υπό στοιχείο ζ κεφάλαιο της ανταγωγής εκθέτει ότι στη σελίδα 9 της αγωγής αναγράφει συκοφαντικώς για το πρόσωπό του ότι αθωώθηκε (μετά από ψευδή μήνυση του αντιδίκου εναντίον του) με την ΤρΕφ Πλημ Πειραιώς με ψευδείς ένορκες καταθέσεις ενώ το αληθές είναι ότι ουδεμία ψευδής κατάθεση του …………. η οποιουδήποτε άλλου δόθηκε υπέρ αυτού και ότι σε κάθε περίπτωση αθωώθηκε δίκαια και αμετάκλητα. Ωστόσο από την προσκομιζόμενη με επίκληση από τον αντενάγοντα – εναγόμενο υπ’ αριθ. 1781/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς προέκυψε ότι στο πλαίσιο της μεταξύ τους αντιδικίας έχουν ασκηθεί και η από 27.10.2017 αγωγή του ………… με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../27.10.2017 κατά του …………… καθώς και η από 22.12.2017 με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/22.12.2017 ανταγωγή του πρώτου κατά του δεύτερου. Από την επισκόπηση της ιστορικής βάσης των δύο αυτών ενδίκων βοηθημάτων προέκυψε ότι ο εναγόμενος στη δίκη εκείνη και αντενάγων στη παρούσα ανταγωγή διέλαβε ισχυρισμούς περί του ότι: α) ο αντίδικός του παρέβη τις διατάξεις περί χαρτοσήμανσης των δικογράφων, β) διεξήγαγε δικαστικούς αγώνες για λογαριασμό του εντολέως του ……….., δικηγόρου, χωρίς να εκδίδει προεισπράξεις και να στερεί από το Ελληνικό δημόσιο τον αναλογούντα ΦΠΑ, γ) κατέθεσε σχετική καταγγελία για τα ανωτέρω θέματα στο Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιά, αλλά και στον Εισαγγελέα του ΑΠ. Ακολούθως η προαναφερθείσα απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας εκείνης διαπίστωσε ότι εκκρεμούν επιπλέον και: α) η από 16.7.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./2015 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και β) η από 26.9.2016 και με αριθμό καταθέσεως ………../2016 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Αμφότερες οι αγωγές εδράζονται στον ίδιο κανόνα δικαίου και δη στις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 ΑΚ και στην εξ αυτής οφειλόμενη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Όσον αφορά την ιστορική τους βάση θεμελιώνεται στο ίδιο ιστορικό γεγονός της μη χαρτοσήμανσης των δικογράφων όπως αναφέρθηκε ανωτέρω. Προς τούτο το Δικαστήριο εκείνο αφού διέγνωσε την ύπαρξη εκκρεμοδικίας μεταξύ της ενώπιον αυτού εκκρεμούς αγωγής και των προαναφερόμενων δύο αγωγών ανέστειλε την εκδίκαση της αγωγής και της ανταγωγής έως την περάτωση των προαναφερόμενων δύο αγωγικών δικογράφων έως την περάτωση της δίκης και δη έως την έκδοση, κατ’ αρχήν, οριστικής απόφασης ή την κατ’ άλλον τρόπο κατάργηση της δίκης. Περαιτέρω από την αντιπαραβολή των ιστορικών βάσεων των ανωτέρω δύο αγωγών και της υπό κρίση ανταγωγής κατά το κεφάλαιο που αφορά τη μη χαρτοσήμανση, μη καταβολή προεισπράξεων και αποφυγής καταβολής του αναλογούντος ΦΠΑ από τη δωρεάν παροχή δικηγορικών υπηρεσιών του αντεναγόμενου προς τον εντολέα του … ……. προκύπτει ότι υπάρχει πλήρης ταύτιση των αγωγικών βάσεων και ως εκ τούτου, κατόπιν του αυτεπαγγέλτου ελέγχου του παρόντος Δικαστηρίου κρίνεται ότι ευρίσκει έδαφος εφαρμογής η κατ’ άρθρο 222 ΚΠολΔ ένσταση εκκρεμοδικίας κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας οριζόμενα. Περαιτέρω, εφόσον η αιτούμενη χρηματική αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης που προήλθε από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του αντεναγομένου από προσβλητικές της προσωπικότητας του αντενάγοντος συμπεριφορές που σωρεύονται σε περισσότερα κεφάλαια επιβάλλουν την ενιαία θεώρηση αυτών έτσι ώστε σε περίπτωση ευδοκίμησης της ανταγωγής να κριθεί το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής αποζημίωσης στο σύνολο των αγωγικών βάσεων που θα κριθούν ως βάσιμες κατ’ ουσίαν. Κατά συνέπεια ανεξαρτήτως της ωριμότητας για την έκδοση τελειωτικής απόφασης επί των σωρευομένων κεφαλαίων της ανταγωγής υπό στοιχεία Δ, Ε, ΣΤ και Ζ το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι κατ’ εφαρμογή της διατάξεως της παρ.2 του άρθρου 308 ΚΠολΔ πρέπει να αναβληθεί η έκδοση οριστικής απόφασης επί του συνόλου των κεφαλαίων της ανταγωγής έως ότου καταστεί ώριμη η υπόθεση που εισάγεται με το υπό στοιχείο Γ κεφάλαιο της ανταγωγής όπου διαπιστώθηκε η ύπαρξη εκκρεμοδικίας, η οποία επισύρει ως δικονομική συνέπεια την υποχρεωτική αναστολή της εκδίκασης της προκείμενης ανταγωγικής βάσης. Και τούτο διότι η καλύτερη διάγνωση της διαφοράς που θα προκύψει από τη συνολική θεώρηση των επιμέρους προσβολών του δικαιώματος της προσωπικότητας του αντενάγοντος επιβάλλει την αναβολή της έκδοσης έστω και εν μέρει οριστικής απόφασης. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται με την παρούσα απόφαση καθόσον αυτή δεν είναι οριστική. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παράβολου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο κατ’ άρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την υπό κρίση έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 1199/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά το μέρος που αφορά την ανταγωγή.
Κρατεί και δικάζει την από 22.9.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/29.9.2021) ανταγωγή.
Αναστέλλει την εκδίκαση της υπό κρίση ανταγωγής μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της δίκης που ανοίχθηκε με την α) από 22.10.2017 με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../27.10.17 αγωγή και β) από 22.12.2017 με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./22.12.2017 ανταγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, για τις οποίες διατάχθηκε η ένωση και συνεκδίκαση αυτών με την 1781/2019 μη οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου δυνάμει της οποίας ανεσιάλη η εκδίκαση των προαναφερόμενων υπό στοιχεία «α» και «β» ενδίκων βοηθημάτων, έως την περάτωση της δίκης, και δη την έκδοση, κατ’ αρχήν, οριστικής απόφασης ή την κατ’ άλλο τρόπο κατάργησης της δίκης επί των ήδη εκκρεμών α) από 16.7.2015 και με αριθμό καταθέσεως ……./2015 αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και β) από 26.9.2016 και με αριθμό καταθέσεως ……../2016 αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Διατάσσει την απόδοση στον εκκαλούντα του παραβόλου του Δημοσίου της έφεσης
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 18.6.2024 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους με παρούσα τη γραμματέα.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ