Αριθμός 552/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από το Δικαστή, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Δ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
- Η από 03.03.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. ……., ειδ. αριθμ. καταθ. ……..) έφεση της εναγόμενης και ήδη ενάγουσας κατά της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης και της υπ΄ αριθμ. 227/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα, το οποίο, αφού εκδίκασε αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία την από 22.12.2015 (γεν. αριθμ. καταθ. ……., αριθμ. καταθ. ………..) αγωγή, δέχτηκε αυτή (αγωγή) εν όλω, ασκήθηκε σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, στους οποίους συγκαταλέγεται η προσκομιδή του προβλεπόμενου στον νόμο παραβόλου, και εμπρόθεσμα, εφόσον από τα σχετικά της δικογραφίας έγγραφα δεν προκύπτει ότι χώρησε επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως με μέριμνα κάποιου από τα διάδικα μέρη και, επιπλέον, δεν παρήλθε διετία από την δημοσίευση της αποφάσεως. Ασκήθηκε, δηλαδή, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 4951,2,3 εδάφ. α΄ περ. β΄, 496, 499, 500, 511, 513§1 στοιχ. β΄εδάφ. α΄, 516, 517 εδάφ. α΄, 518§2, 520§1 ΚΠολΔ και 9§2 ν. 4335/2015. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532ΚΠολΔ) και να εξεταστούν κατά την αυτή, ως άνω, τακτική διαδικασία το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533§1ΚΠολΔ).
- Στην από 22.12.2015 αγωγή της, η ενάγουσα («…………») ισχυρίστηκε ότι με νόμιμο εκπρόσωπο της εναγόμενης («……….») συμφώνησαν την εκ μέρους αυτής (ενάγουσας) εκτέλεση των περιγραφόμενων λεπτομερώς στην αγωγή ρυμουλκικών εργασιών με ρυμουλκά πλοία ενταγμένα σ΄ αυτή. Ότι οι συμφωνηθείσες ρυμουλκικές εργασίες εκτελέστηκαν, εκδόθηκαν εκ μέρους της τα σχετικά τιμολόγια ποσών 35.670,00€ και 25.830,00€ και ανέμενε την καταβολή των ποσών των τιμολογίων εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία εκδόσεως εκάστου τιμολογίου. Ότι η εναγόμενη, κατά παράβαση της μεταξύ τους συμφωνίας, κατέβαλε τμηματικά μέρος μόνο του ποσού του πρώτου τιμολογίου, συνολικού ύψους 31.000,00€, απομένοντος υπολοίπου από 4.670,00€, ενώ ουδέν ποσό κατέβαλε για το ποσό του πρώτου τιμολογίου. Ότι, παρά τις διαρκείς οχλήσεις της προς την εναγόμενη, αυτή (εναγόμενη) αρνείται να καταβάλει το λοιπό οφειλόμενο ποσό από 30.500,00€ (4.670,00€ + 25.830,00€) και, για τον λόγο αυτό, πρέπει να υποχρεωθεί με την έκδοση οριστικής αποφάσεως. Ζήτησε δε να γίνει δεκτή η αγωγή της, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει ποσό 30.500,00€ νομιμοτόκως και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος της αντιδίκου της.
- Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα) με την εκκαλούμενη απόφασή του (υπ΄ αριθμ. 227/2017) έκρινε την αγωγή παραδεκτή, απορρίπτοντας σιωπηρά τον ισχυρισμό της εναγόμενης ότι αυτή (αγωγή) είναι αόριστη, εν μέρει νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη, απορρίπτοντας ως ουσιαστικά αβάσιμους, τους ισχυρισμούς της εναγόμενης, σύμφωνα με τους οποίους η συνολική απαίτηση δεν ήταν ληξιπρόθεσμη γιατί η ενάγουσα και αυτή (εναγόμενη) είχαν συμφωνήσει σε σταδιακή εξόφληση του ένδικου ποσού και, επιπλέον, η αξίωση του αγωγικού ποσού ήταν καταχρηστική γιατί γίνεται κατά παράβαση της προαναφερόμενης συμφωνίας, υποχρέωσε δε την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα ποσό 30.500,00€ νομιμοτόκως ως και τα δικαστικά έξοδα, ποσού 400,00€.
- Η ηττηθείσα εναγόμενη με την από 03.03.2017 έφεσή της που απευθύνεται στο Δικαστήριο τούτο και στρέφεται κατά της νικησάσης ενάγουσας παραπονείται κατά της ως άνω κρινάσης αποφάσεως, Συγκεκριμένα, με την έφεσή της, που διαρθρώνεται σε τρεις λόγους, παραπονείται για την εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου των υπ΄ αριθμ. 3 ισχυρισμών αυτής. Ζητεί δε την τυπική και κατ΄ ουσίαν παραδοχή της εφέσεώς της, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την διακράτηση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο, την αναδίκαση της αγωγής, την απόρριψη αυτής και την επιβολή των δικαστικών εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας εις βάρος της αντιδίκου της.
- Κατά το άρθρο 216§1 Κ.Πολ.Δ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων, που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Συνεπώς, η αγωγή θεωρείται ορισμένη, όταν η ιστορική της βάση τεκμηριώνεται με όλα τα ουσιώδη γεγονότα, δηλαδή με εκείνες τις προϋποθέσεις, από τις οποίες απορρέει η αιτούμενη έννομη συνέπεια. Αντίθετα, όσα γεγονότα δεν θεμελιώνουν το αγωγικό αίτημα, δεν ανήκουν στην ιστορική βάση της αγωγής, ούτε φέρει ο ενάγων το βάρος της επικλήσεώς τους. Η αγωγή είναι αόριστη μόνον, όταν ο ενάγων δεν επικαλεσθεί, στο εισαγωγικό δικόγραφο, τα ουσιώδη γεγονότα της επίδικης έννομης σχέσεως (ΑΠ 265/2015 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος). Περαιτέρω, κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 Α.Κ., το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της ασκήσεώς του ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις, του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε, υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηριστεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η από αυτόν δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, δεν συγχωρείται να γίνει προς απόκρουση του δικαιώματος, επίκληση πράξεων άσχετων με την συμπεριφορά αυτή. Για την εφαρμογή της διατάξεως δεν αρκεί μόνη η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί, ούτε κατ’ ανάγκην από την άσκησή του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, αλλά απαιτείται κατά περίπτωση, συνδυασμός των ανωτέρω (Ολ.ΑΠ 5/2011 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος = ΝοΒ 2011.1867 = ΕλλΔνη 2011.684 = ΠειρΝομ 2011.310 = ΕφΑΔ 2011.1156 = ΧρΙΔ 2012.103 = ΔΕΕ 2012.498, 16/2017 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος). Τέλος, κατά την διάταξη του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ., με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Από το μεταβιβαστικό αυτό αποτέλεσμα της εφέσεως το εφετείο αποκτά την εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται, κατά τις διατάξεις άρθρων 525 μέχρι 527 του ίδιου κώδικα, τόσο από τη μια πλευρά όσο και από την άλλη και, παρόλο ότι ο εκκαλών, με την έφεση, παραπονιέται γιατί η αγωγή του απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, μπορεί να κρίνει, μετά και από αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη. Στην περίπτωση αυτή, μη επιτρεπόμενης, κατά την διάταξη του άρθρου 534 του άνω κώδικα, της αντικαταστάσεως των αιτιολογιών της εκκαλούμενης αποφάσεως, διότι η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση και απορρίπτεται η αγωγή ως μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη και μάλιστα χωρίς ειδικό γιαυτό παράπονο, κατά την διάταξη του άρθρου 533 § 1 του κώδικα αυτού, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (άρθρα 68, 536 ΚΠολΔ – ΑΠ 356/2013 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος).
- Με τον πρώτο λόγο της εφέσεώς της η εκκαλούσα παραπονείται γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε σιωπηρά τον αρνητικό του παραδεκτού της ένδικης αγωγής ισχυρισμό της σύμφωνα με τον οποίο η αγωγή ήταν αόριστη ενόψει του ότι δεν παρατίθενται στο δικόγραφο αυτής (αγωγής) πραγματικά περιστατικά αφορώντα το είδος των συμβάσεων που καταρτίστηκαν, τις ημερομηνίες καταρτίσεως αυτών και, επιπλέον, τα σχετικά με την τοκοφορία των ένδικων απαιτήσεων στοιχεία. Ο λόγος αυτός της εφέσεως παραδεκτά προβάλλεται, αλλά πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει αβάσιμος. Συγκεκριμένα, στο δικόγραφο της αγωγής περιέχονται όλα εκείνα τα περιστατικά που ενεργοποιούν την αξίωση της ενάγουσας να λάβει την συμφωνημένη αμοιβή για το έργο που συμφωνήθηκε να εκτελέσει και εκτέλεσε. Άλλα πρόσθετα περιστατικά δεν απαιτούνται πολλώ μάλλον ενόψει του ότι η σύμβαση ρυμουλκήσεως είναι αρρύθμιστη από τον νόμο και, ως εκ τούτου, δεν υπάρχει ειδικό πραγματικό κανόνα δικαίου, στο οποίο δεν συμμορφώθηκε η ενάγουσα. Κατά τα λοιπά ο λόγος της εφέσεως κρίνεται αλυσιτελής καθότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όρισε ως χρονικό σημείο ενάρξεως της τοκοφορίας των απαιτήσεων την επόμενη της επιδόσεως της αγωγής και όχι άλλο προγενέστερο χρονικό σημείο.
- Με τον δεύτερο λόγο της εφέσεώς της παραπονείται η εκκαλούσα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της από το άρθρο 281 Α.Κ. ως (ουσιαστικά) αβάσιμο ενώ ήταν βάσιμος. Ο λόγος αυτός της εφέσεως παραδεκτά προβάλλεται, αλλά πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ειδικότερα, τα πραγματικά περιστατικά που περιέχονται στο ιστορικό της αγωγής για να στηρίξουν το πραγματικό του κανόνα δικαίου από το άρθρο 281 Α.Κ. είναι εντελώς ανεπαρκή σύμφωνα με όσα αναφέρονται ανωτέρω υπ΄ αριθμ. 5. Βέβαια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε που δεν απέρριψε τον εν λόγω ισχυρισμό ως εντελώς αόριστο και, για τον λόγο αυτό, το Δικαστήριο τούτο θα εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση για να τον απορρίψει ως τέτοιο, λόγω του διαφορετικού περιεχομένου του προκύπτοντος δεδικασμένου.
- Με τον τρίτο λόγο της εφέσεώς της η εκκαλούσα παραπονείται γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της ότι η αγωγική αξίωση δεν ήταν ληξιπρόθεσμη γιατί μεταξύ αυτής (εναγόμενης) και της ενάγουσα είχε συμφωνηθεί σταδιακή αποπληρωμή του ποσού της αξιώσεως. Ο λόγος αυτός της εφέσεως παραδεκτά προβάλλεται, αλλά πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ειδικότερα από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων της διαδικασίας στο πρωτόδικο Δικαστήριο (ένορκη κατάθεση μάρτυρα ανταποδείξεως ………., που περιέχεται στην έκθεση απομαγνητοφωνημένων πρακτικών της πρωτόδικης συνεδριάσεως, και έγγραφα, που προσκομίστηκαν με νόμιμη επίκληση,) δεν αποδείχτηκε ότι είχε καταρτιστεί μεταξύ των μερών τέτοια συμφωνία η δε σταδιακή αποπληρωμή μέρους του ποσού του πρώτου από τα ένδικα τιμολόγια έγινε κατ΄ ανοχή της ενάγουσας, λόγω της ταμειακής δυσχέρειας της εναγόμενης. Άλλωστε μια τέτοιου περιεχομένου σύμβαση θα περιείχε και επιμέρους συμφωνία για την περιοδικότητα των καταβολών, συμφωνία που δεν επικαλείται η εναγόμενη ούτε βέβαια την αποδεικνύει. Μετά από αυτά, πρέπει η γενόμενη τυπικά δεκτή έφεση να γίνει δεκτή, κατά τα ανωτέρω, στην ουσία της, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, ώστε να προκύψει ενιαίος προς εκτέλεση τίτλος, να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να αναδικαστεί η αγωγή, να απορριφθούν όσα κρίθηκαν απορριπτέα, να γίνει δεκτή η αγωγή όπως πρωτόδικα και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα ποσό τριάντα χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (30.500,00€) νομιμοτόκως από της επομένης της επιδόσεως της αγωγής.
- Το καταβληθέν για την παραδεκτή άσκηση της εφέσεως παράβολο πρέπει να αποδοθεί στην εκκαλούσα (άρθρο 495§3 εδάφ. ε΄ Κ.Πολ.Δ.).
- Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος της εν τέλει νικώσας εφεσίβλητης – ενάγουσας πρέπει να επιβληθούν εις βάρος της ηττώμενης εκκαλούσας – εναγόμενης, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων183, 176 εδάφ. α΄, 189§1, 191§2 Κ.Πολ.Δ., 58§§1,3,4 στοιχ. α΄, 63§1 περ. i στοιχ. α΄, 68§1, 69§1 εδάφ. α΄, 166, Παράρτημα Ι ν. 4194/2013, κατά τα στο διατακτικό.
Γ Ι Α Τ Ο Υ Σ Λ Ο Γ Ο Υ Σ Α Υ Τ Ο Υ Σ
Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 03.03.2017 έφεση κατά της εκδοθείσης κατά την τακτική διαδικασία υπ΄ αριθμ. 227/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση.
Διακρατεί την υπόθεση.
Αναδικάζει την από 22.12.2015 αγωγή.
Απορρίπτει όσα κρίθηκαν απορριπτέα.
Δέχεται την αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα ποσό τριάντα χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (30.500,00€) νομιμοτόκως από της επομένης της επιδόσεως της αγωγής.
Καταδικάζει την εκκαλούσα – εναγόμενη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης – ενάγουσας ορίζει δε το ποσό αυτών σε δύο χιλιάδες εκατό ευρώ (2.1000,00€). Και
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στην εκκαλούσα.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 11 Σεπτεμβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ