Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 368/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

3ο ΤΜΗΜΑ

Αριθμός αποφάσεως   368 /2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Παπιγκιώτη, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και από τον Γραμματέα Σ.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της  εκκαλούσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «…» που εδρεύει στον ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Βασιλική Καρίπη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Του εφεσίβλητου: …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Λάμπρο Ποδηματά, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 3-2-2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2023 αγωγή του, ζητώντας τα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 3852/2023 οριστική απόφασή του, με την οποία δέχτηκε εν μέρει την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε  η εναγόμενη, με την από 16-2-2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά …../2024 έφεσή της (αριθμός κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, ……./2024), δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο,  οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις, με τις οποίες ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η φερόμενη προς συζήτηση και κρίση ενώπιον του παρόντος, αρμοδίου, καθ’ ύλην και κατά τόπον, Δικαστηρίου (άρθρα 19, 22 και 25 ΚΠολΔικ), παραπάνω έφεση, ασκήθηκε από την, κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, πρωτοδίκως ηττηθείσα διάδικο νομίμως και εμπροθέσμως με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 19-2-2024 και εντός προθεσμίας δύο ετών από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (29-11-2023), δοθέντος ότι δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση αυτής (άρθρα 495 – 499, 511, 513 παρ. 1β, 516, 517, 518 παρ. 2 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 εδαφ. α΄ και παρ. 7 εδαφ. α΄ του ΚΠολΔικ, ως αυτές ισχύουν μετά την – κατά περίπτωση – αντικατάσταση και τροποποίησή τους από τις διατάξεις του ν. 4335/2015). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά το παραδεκτό και βάσιμο του μοναδικού της λόγου, κατά την αυτή ειδική διαδικασία που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔικ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της, δεν απαιτείται η καταβολή παράβολου, λόγω του ότι πρόκειται για εργατική διαφορά (άρθρα 495 παρ. 3 και 614 αρ. 3 ΚΠολΔ).

Με την από 3-2-2023 αγωγή του και κατ΄εκτίμηση αυτής, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος αναφέρει ότι εργάζεται, δυνάμει ατομικής σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως οδηγός αστικών λεωφορείων στην εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία του ευρύτερου Δημοσίου Τομέα. Ότι, στις 13-3-2020, κλήθηκε από την εναγόμενη σε απολογία για τα αναφερόμενα στην αγωγή πειθαρχικά παραπτώματα, βάσει επώνυμης καταγγελίας. Ότι, στις 6-4-2020, παρέδωσε την γραπτή του απολογία, πλην όμως, το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο της εναγόμενης, τον Αύγουστο του 2020, του επέβαλε, ως ποινή, αργία 2 ημερών, απόφαση κατά της οποίας εκείνος άσκησε έφεση ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, η οποία απορρίφθηκε και επικυρώθηκε η ποινή του προστίμου που είχε επιβληθεί με την προσβληθείσα απόφαση του. Περαιτέρω, ο ενάγων εκθέτει την δική του εκδοχή για τα γεγονότα τα σχετικά με το πειθαρχικό παράπτωμα που του αποδόθηκε, προβάλλοντας ότι εκτέλεσε στο ακέραιο τα καθήκοντά του, χωρίς να προκαλέσει κανένα επεισόδιο και ότι ουδένα πειθαρχικό παράπτωμα τον βαρύνει, με αποτέλεσμα να ζητεί την ακύρωση της προβαλλόμενης πειθαρχικής απόφασης. Συναφώς, προβάλλει και ότι η πειθαρχική ποινή που του επιβλήθηκε με την απόφαση εκείνη, εκτός του ότι είναι αναιτιολόγητη, όπως στην αγωγή αναλύεται, υπερβαίνει πρόδηλα τα όρια του άρθρου 281 ΑΚ και είναι άκυρη ως καταχρηστική. Παράλληλα, προβάλλει και ότι, ένεκα της προβαλλόμενης πειθαρχικής απόφασης, έχει υποστεί και περιουσιακή ζημία, εφόσον του επιβλήθηκε διήμερη αργία, με αποτέλεσμα να χάσει 2 ημερομίσθια, με τελική συνέπεια περιουσιακή ζημία 160,96 ευρώ. Παράλληλα, υποστηρίζει και ότι, ένεκα της εναντίον του άκυρης και καταχρηστικής πειθαρχικής δίωξης και της άδικης κατηγορίας που του αποδόθηκε, προσεβλήθη η προσωπικότητά του και η κοινωνική και επαγγελματική του υπόσταση, όπως στην αγωγή αναλύεται και, ως εκ τούτου, αξιώνει την επιδίκαση του ποσού των 1.000,00 ευρώ για την αποκατάσταση της σε βάρος του προκληθείσας ηθικής βλάβης. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζήτησε κατά πρώτον, να αναγνωρισθεί και να κηρυχθεί άκυρη η υπ’ αριθμ. 118/2020 της 9ης/2020 συνεδρίασης του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου και με αριθμό αποσπάσματος απόφασης ……/22-12-2020 απόφαση του εν λόγω οργάνου της εναγόμενης, ως παράνομη και καταχρηστική, κατά δεύτερον, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των (160,96 + 1.000,00=) 1.160,96 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής ως την εξόφληση. Επί της αγωγής αυτής το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ΄αριθμ. 3852/2023 οριστική του απόφαση, με την οποία δέχτηκε εν μέρει τη αγωγή, απέρριψε δε το κεφάλαιο που αφορά στην επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα και ζητεί, με τον μοναδικό λόγο της έφεσής της, ο οποίος ανάγεται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε εν τέλει να απορριφθεί η αγωγή.

Για την επιβολή πειθαρχικής ποινής λόγω της εκ μέρους του εργαζομένου τέλεσης κάποιου παραπτώματος κατά την παροχή της εργασίας του, πρέπει να υφίσταται εσωτερικός κανονισμός στην επιχείρηση του εργοδότη που προβλέπει το πειθαρχικό παράπτωμα ή/και τις πειθαρχικές κυρώσεις που μπορεί να επιβληθούν. Τούτο σαφώς προκύπτει από τη διατύπωση του πρώτου εδαφίου της παρ.3 του άρθρου 1 του Ν.Δ/τος 3789/1957  «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως ενίων διατάξεων της Εργατικής Νομοθεσίας», η οποία ορίζει «Δια πειθαρχικά παραπτώματα, καθοριζόμενα εις έκαστον των κανονισμών εργασίας, δύναται να προβλέπεται η επιβολή εις τον παραβάτην μισθωτόν, των κάτωθι ποινών…» (ΑΠ 114/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όταν η πειθαρχική εξουσία του εργοδότη ασκείται βάσει κανονισμού, που έχει συμβατική ισχύ, όπως είναι οι κανονισμοί, οι οποίοι εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3789/1959, τα δικαστήρια έχουν τη δικαιοδοσία να ελέγξουν τόσο τη νομιμότητα της πειθαρχικής αποφάσεως όσο και την ουσιαστική κρίση του εργοδότη ή του οργάνου, που επέβαλε την ποινή, έστω και αν πρόκειται για ειδικό συμβούλιο, το οποίο δεν παύει να θεωρείται εργοδοτικό όργανο, κατά την παγία νομολογία. Ο δικαστικός έλεγχος ασκείται ευθέως και όχι παρεμπιπτόντως και είναι πλήρης, δηλαδή αφορά τόσο τη νομιμότητα της πειθαρχικής αποφάσεως από πλευράς τηρήσεως της διαδικασίας και εφαρμογής του κανονισμού, όσο και από πλευράς ουσίας, αν δηλαδή το παράπτωμα διαπράχθηκε και αν η επιβληθείσα ποινή είναι δίκαιη. Από την άσκηση της πειθαρχικής εξουσίας μπορούν να δημιουργηθούν διαφορές που έχουν τον χαρακτήρα των ιδιωτικών και οι οποίες υπάγονται στην αποκλειστική διαδικασία των εργατικών διαφορών, εφόσον πηγάζουν από την εργασιακή τους σχέση. Στις περιπτώσεις που η πειθαρχική ποινή επιβλήθηκε από το Πειθαρχικό Συμβούλιο, που προβλέπεται από το νόμο ή κανονισμό νομοθετικής ισχύος, η προσφυγή στα δικαστήρια αφορά αξιώσεις του μισθωτού ή και του εργοδότη, που πηγάζουν από την παράνομη πειθαρχική απόφαση. Δηλαδή αν η απόφαση επέβαλε ποινή αργίας ο μισθωτός θα αξιώσει με την αγωγή του τους μισθούς των ημερών αργίας, αν επέβαλε ποινή προστίμου, (θα αξιώσει) την καταβολή του παρακρατηθέντος ποσού και αν επέβαλε την ποινή της επιπλήξεως, τη χρηματική αξίωση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη. Έτσι το δικαστήριο, δικάζοντας για την ιδιωτική αυτή διαφορά, θα υποχρεωθεί να εξετάσει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της πειθαρχικής απόφασης, αν δηλαδή εκδόθηκε από αρμόδιο όργανο, με τη νόμιμη σύνθεση, αν τηρήθηκε η προβλεπομένη διαδικασία, αν η πράξη ή παράλειψη συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα σύμφωνα με το νόμο ή τον κανονισμό, αν η απόφαση είναι αιτιολογημένη ή αν η άσκηση της πειθαρχικής εξουσίας έγινε με υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης και των χρηστών ηθών ή και του σκοπού που αποβλέπει η πειθαρχική εξουσία. Σε καμία πάντως περίπτωση δεν δικαιούται το δικαστήριο να ελέγξει την κατ’ ουσίαν κρίση του πειθαρχικού συμβουλίου, ως προς το υποστατό του παραπτώματος, παρά μόνο στα πλαίσια της καταχρήσεως δικαιώματος (βλ. ΜονΠρΠειρ 767/2004 ΕΕΡΓ 2005. 30).

Με το μοναδικό λόγο έφεσης, η εκκαλούσα διαμαρτύρεται, διότι, κατά τους ισχυρισμούς της, η εκκαλουμένη έκρινε εσφαλμένα ότι η υπ’ αριθμ. 118/2020 της 9ης/2020 συνεδρίασης του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου και με αριθμό αποσπάσματος απόφασης 67882/22-12-2020 είναι άκυρη. Ειδικότερα, κατ΄εκτίμηση του λόγου έφεσης διαμαρτύρεται για τον ουσιαστικό έλεγχο της ως άνω απόφασης εκ μέρους του Δικαστηρίου, αλλά και για το λόγο ότι αυτή ήταν πλήρως αιτιολογημένη σε αντίθεση με τις παραδοχές της πρωτόδικης απόφασης.

Από την εκτίμηση της κατάθεσης του ενάγοντος που προσήλθε και εξετάστηκε νόμιμα και χωρίς όρκο στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και του οποίου η κατάθεση εμπεριέχεται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ως άνω δικαστηρίου, καθώς και όλων των εγγράφων τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, προς άμεση ή έμμεση (διά τεκμηρίων) απόδειξη αποδείχτηκαν τα εξής: Ο ενάγων εργάζεται στην εναγομένη από τις 17-9-2002 (τότε …….), δυνάμει ατομικής σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, με την ειδικότητα του οδηγού αστικών λεωφορείων, εκτελώντας, κατά τον κρίσιμο χρόνο, το δρομολόγιο της λεωφορειακής γραμμής «………..». Στις 13-3-2020, προσκλήθηκε, γραπτά από την εναγόμενη, σε απολογία, με την απόδοση, σε βάρος του, των πειθαρχικών παραπτωμάτων που του αποδόθηκε ότι έλαβαν χώρα στις 19-2-2020, όταν οδηγούσε αστικό λεωφορείο στην ανωτέρω λεωφορειακή γραμμή και εργαζόμενος στη βάρδια 05:10-10:35, κατά την εκτέλεση του δρομολογίου, από την αφετηρία, όπως κατωτέρω θα εκτεθεί. Η κλήση αυτή προς απολογία έλαβε χώρα ένεκα της από 19-2-2020 καταγγελίας της επιβάτιδας ………, το περιεχόμενο της οποίας δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους. Ειδικότερα, στην από 13-3-2020 κλήση προς απολογία του ενάγοντος αναφέρονταν: «Στις 19/2/2020 εργαζόμενος στη γραμμή …. με ωράριο εργασίας 5:10-10:35 (….), σύμφωνα με καταγγελία επιβάτιδος, συμπεριφερθήκατε άκρως ανάρμοστα και προσβλητικά απέναντι σε έναν ηλικιωμένο επιβάτη εξυβρίζοντας και απειλώντας τον χυδαία. Στη συνέχεια ξεκινήσατε ένα θέατρο του παραλόγου απευθυνόμενος στο σύνολο των επιβατών, εξαπολύοντας υβριστικούς χαρακτηρισμούς και απειλές περί μη συνέχισης του δρομολογίου. Σε μία κυρία, που επιχειρούσε να σας ηρεμήσει, είπατε τη λέξη “σκάσε”. Εξηγήστε μας την εκδοχή σας σχετικά με τα προαναφερόμενα. Αριθ. Παρ. 319805/19/2». Ο ενάγων, με το από 6-4-2020 απολογητικό του υπόμνημα, ισχυρίστηκε ότι, την ημέρα που εκτελούσε το συγκεκριμένο δρομολόγιο, υπήρχαν δίκαιες διαμαρτυρίες από το επιβατικό κοινό λόγω της πληρότητας των λεωφορείων, κάτι που οφειλόταν στη μείωση των δρομολογίων. Επίσης, ο ενάγων παρέθεσε ότι, σε κάποιο σημείο της διαδρομής, ήθελαν να αποβιβαστούν, από την μπροστινή πόρτα του λεωφορείου, κάποιοι επιβάτες και να επιβιβαστούν 4 καρότσια (τρία μεταλλικά και ένα πλαστικό) και άλλα δύο επιπλέον με βρέφη. Ανέφερε δε ότι ο ίδιος εξήγησε ευγενέστατα στο επιβατικό κοινό, ότι δεν επιτρέπονται καρότσια, για λόγους ασφαλείας και ότι κάποιοι τον έβριζαν και τον απειλούσαν και ότι εκείνος τους είπε ευγενέστατα να σταματήσουν, αλλιώς θα καλούσε την αστυνομία, πράγμα που έγινε και έτσι συνέχισε το δρομολόγιο. Έκλεισε δε την απολογία του αυτήν με την αποστροφή ότι, όλα αυτά τα χρόνια, εφάρμοζε πάντα τον ΚΟΚ και έτσι να συνεχίσει διότι δεν φοβάται. Οι εξηγήσεις του ενάγοντος δεν έπεισαν το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο της εναγόμενης το οποίο του επέβαλε την πειθαρχική ποινή του προστίμου δύο ημερομισθίων, με την υπ’ αριθμ. 38168/6-8-2020 απόφασή του, βάσει του άρθρου 30 Περ. Δ-3 του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού, «διότι στις 19/02/2020 εργαζόμενος στη γραμμή ….. περί ώρα 08.25 συμπεριφέρθηκε υβριστικά σε επιβάτες.» Κατά της απόφασης αυτής, ο ενάγων άσκησε παραδεκτά την από 9-9-2020 έφεσή του, η οποία απορρίφθηκε, με την – ληφθείσα κατά πλειοψηφία εφόσον μειοψήφησε ο εκπρόσωπος των εργαζομένων – υπ’ αριθμ. 118/2020 απόφαση του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου, η οποία επικύρωσε την επιβληθείσα από το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο Ποινή. Τέλος, με το υπ’ αριθμ. πρωτ. …./23-12-2020 ενημερωτικό σημείωμα, το Τμήμα Πειθαρχικού Ελέγχου της Διεύθυνσης Ανθρωπίνου Δυναμικού της εναγομένης γνωστοποίησε στον ενάγοντα την άνω απόφαση του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου και τον ενημέρωσε ότι το πρόστιμο των δύο ημερομισθίων θα παρακρατείτο από τη μισθοδοσία του μήνα εντός του οποίου ελήφθη η άνω απόφαση. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 35 παρ. 2 του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού της εναγόμενης η πειθαρχική απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Συνεπώς, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να εξετάσει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της πειθαρχικής απόφασης, αν δηλαδή εκδόθηκε από αρμόδιο όργανο, με τη νόμιμη σύνθεση, αν τηρήθηκε η προβλεπομένη διαδικασία, αν η πράξη ή παράλειψη συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα σύμφωνα με το νόμο ή τον κανονισμό, αν η απόφαση είναι αιτιολογημένη ή αν η άσκηση της πειθαρχικής εξουσίας έγινε με υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης και των χρηστών ηθών ή και του σκοπού που αποβλέπει η πειθαρχική εξουσία. Εν προκειμένου, καθίσταται σαφές ότι η προαναφερόμενη απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου της εναγόμενης στερείται αιτιολογίας. Ειδικότερα, αναφέρεται στο σκεπτικό της ότι ο ενάγων «συμπεριφέρθηκε υβριστικά σε επιβάτες», δίχως να αναφέρονται οι γενικότερες συνθήκες τέλεσης της πράξης του, ούτε τα ονόματα των επιβατών που εξύβρισε. Επιπλέον, δεν αναφέρονται οι λέξεις που καθιστούν υβριστική τη συμπεριφορά του. Επομένως είναι άκυρη (άρθρο 180 ΑΚ) αντιβαίνουσα στην παραπάνω διάταξη, η υπ’ αριθμ. 118/2020 της 9ης/2020 συνεδρίασης του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου και με αριθμό αποσπάσματος απόφασης 67882/22-12-2020 απόφαση Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου της εναγόμενης, καθώς στερείτο αιτιολογίας. Το παρόν δικαστήριο δε, δύναται να ελέγξει τούτο, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα.  Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ο  μοναδικός λόγος της υπό κρίση έφεσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε όσα και το παρόν ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τον νόμο, αλλά και εκτίμησε τις αποδείξεις, ελλείψει δε άλλου λόγου έφεσης, πρέπει η τελευταία να απορριφθεί κατ’ ουσίαν, στο σύνολό της. Η εκκαλούσα πρέπει να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας της (άρ.176, 183 ΚΠολΔ) όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στον Πειραιά, στις   23.7.2024

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                            Ο ΓPAMMATEAΣ