ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 370/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, την …….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος: ……….., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Σπυρίδωνα Κατσαντώνη,
Της εφεσίβλητης: ……………, η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της, Αντωνίου Χονδρογιάννη.
Ο νυν εκκαλών άσκησε κατά της νυν εφεσίβλητης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 28.8.2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2012 αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε αρχικά η 304/2019 μη οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου και στη συνέχεια η 3045/2021 οριστική απόφαση αυτού που απέρριψε την αγωγή.
Ο ενάγων προσέβαλε την ανωτέρω οριστική απόφαση με την από 1-6-2023 έφεσή του, την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, στις 2.6.2023 με Γ.Α.Κ. ../2023 και Ε.Α.Κ. …/2023. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε αυθημερόν στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2023 και Ε.Α.Κ. …./2023, οπότε για τη συζήτησή της ορίσθηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η έφεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν τον λόγο από τον Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου, αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 1.6.2023 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2023 και Ε.Α.Κ. …/2023 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2023 και Ε.Α.Κ. …/2023) έφεση του ηττηθέντος πρωτοδίκως …… κατά της …… προς εξαφάνιση της 3045/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία) προηγηθείσας της 304/2019 μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, το οποίο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, με την οριστική του απόφαση απέρριψε την από 28.8.2012 (με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……/2012) αγωγή του εκκαλούντος κατά της εφεσίβλητης έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 24.12.2021, η δε κατ’ αυτής έφεση ασκήθηκε στις 2.6.2023, ήτοι πριν παρέλθουν δύο έτη από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης και χωρίς να αποδεικνύεται επίδοση της εκκαλούμενης από τον ένα διάδικο στον άλλο στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα. Επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 περ.1 ΚΠολΔ εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την τακτική διαδικασία, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 του ίδιου Κώδικα. Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό της εφέσεως έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα κατ’ άρθρο 495 παρ.3 Α στοιχ.β’ ΚΠολΔ, το με κωδικό ………….. e- παράβολο του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. συνημμένα στο εφετήριο αντίγραφο του ως άνω παραβόλου και την από 1.6.2023 βεβαίωση πληρωμής της Τράπεζας Πειραιώς).
Με την ως άνω από 28.8.2012 αγωγή του ο ενάγων, ο οποίος είναι κάτοικος Γαλλίας, υποστήριξε ότι με την εναγόμενη, η οποία επίσης είναι κάτοικος Γαλλίας τέλεσε γάμο την 5.8.1989 στο Μπεράτ της Αλβανίας, ο οποίος λύθηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. RG 08/05337-2ο Τμήμα- Γραφείο 11 της 5-3-2010 απόφασης του Οικογενειακού Τμήματος του Πρωτοδικείου της Λυών. Ότι η περιουσία της εναγόμενης, η οποία κατά την τέλεση του γάμου ήταν μηδενική, αυξήθηκε κατά τη διάρκεια αυτού, και δη το έτος 2001, με την κτήση του λεπτομερώς περιγραφόμενου στην αγωγή περιουσιακού στοιχείου (οριζόντιας ιδιοκτησίας), στην οδό ………, στη θέση ………., στον Δήμο Κερατσινίου Αττικής, αντικειμενικής αξίας 28.917 ευρώ και εμπορικής 45.000 ευρώ. Ότι η αγορά του παραπάνω ακινήτου έγινε στο όνομα της εναγόμενης, κατά το χρονικό διάστημα που οι σύζυγοι διέμεναν στην Ελλάδα, για καθαρά φορολογικούς λόγους, επειδή η τελευταία διέθετε ταυτότητα ομογενούς και μπορούσε να συναλλάσσεται στην Ελλάδα χωρίς περιορισμούς, καίτοι τα χρήματα προέρχονταν από την εργασία του ενάγοντος τόσο στην Αλβανία, όσο και στην Ελλάδα. Ότι το άρθρο 15 ΑΚ ορίζει ότι οι περιουσιακές σχέσεις των συζύγων διέπονται από το δίκαιο που διέπει και τις προσωπικές τους σχέσεις ήτοι κατά σειρά: Α) από το δίκαιο της τελευταίας κατά τη διάρκεια του γάμου κοινής ιθαγένειας, εφόσον ο ένας τη διατηρεί, Β) από το δίκαιο της τελευταίας κατά τη διάρκεια του γάμου κοινής συνήθους διαμονής και Γ) από το δίκαιο με το οποίο οι σύζυγοι συνδέονται στενότερα. Ότι στην προκειμένη περίπτωση τόσο ο ενάγων, όσο και η εναγόμενη τυγχάνουν Γάλλοι υπήκοοι, η τελευταία κοινή διαμονή τους βρισκόταν στη Γαλλία, ενώ είναι προφανές ότι συνδέονται περισσότερο με το γαλλικό δίκαιο δεδομένου ότι διαβιούν στη Γαλλία και έχουν αμφότεροι τη γαλλική υπηκοότητα κατά τα προαναφερθέντα. Ότι συνεπώς και στις περιουσιακές, όπως και στις προσωπικές τους σχέσεις, εφαρμοστέο τυγχάνει το γαλλικό δίκαιο (το διαζύγιο εκδόθηκε με βάση το γαλλικό δίκαιο). Ότι σύμφωνα με το άρθρο 1387 του Γαλλικού ΑΚ αν οι σύζυγοι δεν αποφασίσουν με σύμβαση να υπαγάγουν τις περιουσιακές τους σχέσεις σε κάποια από τις ειδικότερες ρυθμίσεις που προβλέπονται στον ΓαλλΑΚ, εφαρμόζεται το σύστημα της νόμιμης κοινοκτημοσύνης (άρθρο 1400 ΓαλλΑΚ), βάσει του οποίου στην κοινή περιουσία περιλαμβάνονται τα περιουσιακά στοιχεία που απέκτησαν οι σύζυγοι κατά τη διάρκεια του γάμου, είτε από κοινού, είτε καθένας χωριστά. Ότι με τη λύση του γάμου λύεται και η κοινοκτημοσύνη (άρθρο 1441 ΓαλλΑΚ), η δε κοινή περιουσία, αφού αφαιρεθούν οι υποχρεώσεις προς τους δανειστές, διανέμεται μεταξύ των συζύγων κατά ποσοστό ½ σε έκαστο (άρθρο 1475 ΓαλλΑΚ). Ότι συνεπώς σύμφωνα με το Γαλλικό Δίκαιο το οποίο τυγχάνει εφαρμοστέο στην παρούσα περίπτωση, αν και σύμφωνα με τον τίτλο κτήσεως η πρώην σύζυγος του ενάγοντος φαίνεται ως μοναδική κυρία του προπεριγραφόμενου ακινήτου, εκείνος τυγχάνει συγκύριος αυτού σε ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου. Ότι η ως άνω ρύθμιση δεν αντιβαίνει στη ρητή διάταξη του άρθρου 27 ΑΚ σύμφωνα με την οποία τα εμπράγματα δικαιώματα διέπονται από το δίκαιο της πολιτείας που βρίσκονται, διότι κατά το γαλλικό δίκαιο θα κριθεί η συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων που προσπορίζουν την κυριότητα (νόμιμος τίτλος) ενώ κατά το ελληνικό δίκαιο θα κριθεί η συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων για την κτήση της κυριότητας που προβάλλεται (μεταγραφή του τίτλου κυριότητας) (ad hoc ΑΠ 12/1986). Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε να αναγνωριστεί ότι τυγχάνει συγκύριος του επίδικου ακινήτου κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου και να καταδικαστεί η εναγόμενη να του αποδώσει το ιδανικό του μερίδιο επ’ αυτού, άλλως και όλως επικουρικώς να αναγνωριστεί ότι τυγχάνει συγκύριος και να καταδικαστεί η εναγόμενη να προβεί σε δήλωση βουλήσεως, δυνάμει της οποίας να του μεταβιβάσει το προαναφερόμενο ποσοστό συγκυριότητας επί του εν λόγω ακινήτου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε αρχικά την 304/2019 μη οριστική απόφαση, με την οποία διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου να προσκομιστεί νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου σχετικά με τις διατάξεις του γαλλικού δικαίου που ρυθμίζουν τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων μετά τη λύση του γάμου, κατά τα αναλυτικά στο διατακτικό της απόφασης εκτιθέμενα και με την επιφύλαξη να αποφανθεί το Δικαστήριο μετά την επανάληψη της συζήτησης ως προς ορισμένο και το νόμω βάσιμο της αγωγής. Ακολούθως, εκδόθηκε η 3045/2021 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο απέρριψε ως απαράδεκτη την αγωγή. Συγκεκριμένα, στην εκκαλουμένη διαλαμβάνεται ότι η αγωγή «…είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω νομικής αοριστίας, καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 26 ΑΚ, η νομή και τα εμπράγματα δικαιώματα σε κινητά ή ακίνητα πράγματα ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας όπου βρίσκονται, στην προκείμενη δε περίπτωση με βάση τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την κτήση της κυριότητας κατά το ελληνικό δίκαιο, όσον αφορά δε την προσκομιζόμενη απόφαση ΑΠ 12/1986 (ΝοΒ 1986/1239), πρέπει να σημειωθεί ότι αφορά εφαρμογή του άρθρου 15 του ΑΚ πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του ν. 1329/1983, καθώς και των διατάξεων των άρθρων 1399, 1400, 1401, 1402 επ., 149 επ. του Γαλλικού Αστικού Κώδικα, όπως αυτές ίσχυαν πριν από την τροποποίηση και συμπλήρωσή τους με το Ν. 85-1372 της 23 Δεκεμβρίου 1985 «για την ισότητα των συζύγων στα γαμικά συστήματα και των γονέων στη διαχείριση της περιουσίας των ανηλίκων τέκνων», σύμφωνα δε με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 56 του Ν. 85-1372 αυτός άρχισε να ισχύει από την 1 Ιουλίου 1986 (βλ. σχετ. υπ’ αριθ. πρωτ. 490/04-12-2019 νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, σελ. 2, προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα), επιπροσθέτως δε, η ανωτέρω απόφαση ΑΠ 12/1986 (ΝοΒ 1986/1239) αναφέρεται σε διαδίκους εκ των οποίων ο ενάγων είχε τη γαλλική ιθαγένεια κατά την τέλεση του γάμου, συνθήκη η οποία δεν πληρούται στην συγκεκριμένη περίπτωση, αφού διάδικοι όταν αποκτήθηκε το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο δεν είχαν ακόμη μεταβεί στη Γαλλία και ως εκ τούτου δεν είχαν τη γαλλική ιθαγένεια». Με την υπό κρίση έφεσή του ο ενάγων παραπονείται ότι λόγω εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή του, ενώ επικουρικά με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του υποστηρίζει ότι σε κάθε περίπτωση έπρεπε να εφαρμοστεί αυτεπαγγέλτως από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά την αρχή jure novit curia, ως διέπον τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων το αλβανικό δίκαιο ως το δίκαιο της κοινής αμέσως μετά την τέλεση του γάμου των διαδίκων ιθαγένειας που επίσης προβλέπει την κοινοκτημοσύνη, ζητεί δε γι’ αυτό να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, προκειμένου να γίνει δεκτή η υπ’ αριθ. κατ. δικογράφου 6953/2012 αγωγή, καταδικαζόμενης της εφεσίβλητης-εναγόμενης στη δικαστική του δαπάνη.
Περαιτέρω, τον Ιούνιο του 2016 η Ευρωπαϊκή Ένωση εξέδωσε Κανονισμό σχετικά με τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων σε διεθνείς γάμους, με σκοπό την παροχή βοήθειας στα ζευγάρια σε ό,τι αφορά τη διαχείριση της περιουσίας τους σε καθημερινή βάση και τη διανομή της σε περίπτωση διαζυγίου ή θανάτου ενός εκ των συζύγων. Πρόκειται για τον Κανονισμό 2016/1103, ο οποίος υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τέθηκε σε ισχύ στις 28 Ιουλίου 2016 ενώ εφαρμόστηκε στο σύνολό του στις 29 Ιανουαρίου 2019 από τα συμβαλλόμενα κράτη μέλη. Ο κανονισμός ουσιαστικά αποδέχεται τον κανόνα της μη αναδρομικότητας ώστε να μην κλονίζονται οι ήδη διαμορφωμένες έννομες σχέσεις και τα κεκτημένα δικαιώματα με βάση το νομικό καθεστώς που ήταν σε ισχύ όταν αυτά διαμορφώθηκαν. Οπότε αναφορικά με τους γάμους προσώπων με ξένη ιθαγένεια που τελέστηκαν πριν τις 29.1.2019, αν προκύψει διαφορά ως προς τις περιουσιακές τους σχέσεις στην Ελλάδα, με forum την Ελλάδα, θα εφαρμοστεί ο Αστικός Κώδικας (βλ. διπλωματική εργασία Αθανασίας Απ. Βακρατσά στο ΑΠΘ, Τμήμα Νομικής ΠΜΣ, με επιβλέποντα τον Καθηγητή Ευάγγελο Βασιλακάκη με τίτλο: «Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Νομικές Σπουδές» στην ειδίκευση Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο με θέμα: «Η Οριοθέτηση της Διεθνούς Δικαιοδοσίας και του Εφαρμοστέου Δικαίου στις περιουσιακές σχέσεις των διεθνών ζευγαριών βάσει του Κανονισμού 2016/1103» Μάρτιος 2023, δημ. στο διαδίκτυο στο ikee.lib.auth.gr.). Ειδικότερα, με το άρθρο 15 ΑΚ, όπως ισχύει μετά το ν. 1329/1983 και αφορά στις σχέσεις των συζύγων που ένας εξ αυτών ή αμφότεροι τυγχάνουν αλλοδαποί, ορίζεται ότι «Οι περιουσιακές σχέσεις των συζύγων διέπονται από το δίκαιο που ρυθμίζει τις προσωπικές σχέσεις τους αμέσως μετά την τέλεση του γάμου», ενώ σχετικά με τις προσωπικές σχέσεις των συζύγων ορίζει το προηγούμενο άρθρο 14 ΑΚ, ότι «Οι προσωπικές σχέσεις των συζύγων ρυθμίζονται κατά σειρά: 1. από το δίκαιο της τελευταίας κατά τη διάρκεια του γάμου κοινής ιθαγένειάς τους, εφόσον ο ένας τη διατηρεί 2. από το δίκαιο της τελευταίας κατά τη διάρκεια του γάμου κοινής συνήθους διαμονής τους 3. από το δίκαιο με το οποίο οι σύζυγοι συνδέονται στενότερα.» Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 27 ΑΚ «Η νομή και τα εμπράγματα δικαιώματα σε κινητά ή ακίνητα πράγματα ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας όπου βρίσκονται». Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι οι περιουσιακές σχέσεις των συζύγων που είχαν ξένη ιθαγένεια κατά την τέλεση του γάμου τους ως προς τα ακίνητα που απέκτησε καθένας από αυτούς στην Ελλάδα, διέπονται ως προς τη σύσταση, μετάθεση ή κατάργηση του εμπράγματου δικαιώματος, και ως προς τις προϋποθέσεις κτήσης της κυριότητας επί του ακινήτου από το άρθρο 27 ΑΚ, ενώ ως προς τη νόμιμη αιτία που προσπορίζει την κυριότητα σε ένα ή και στους δύο συζύγους (π.χ. περιουσιακή αυτοτέλεια των συζύγων ή κοινοκτημοσύνη) από το άρθρο 15 ΑΚ (βλ. προσκομιζόμενη από τον εκκαλούντα ΑΠ 12/1986, ΝοΒ 1986, σελ. 1239, Νικόλαο Τριάντο, Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2η έκδοση, άρθρο 15, σελ. 34, 35, άρθρο 27, σελ. 51). Ιδίως πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 15 ΑΚ που ρυθμίζει τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων με ξένη ιθαγένεια παραπέμπει μεν στο δίκαιο που ρυθμίζει τις προσωπικές σχέσεις αυτών κατ’ άρθρο 14 ΑΚ, πλην όμως υιοθετώντας την αρχή του αμεταβλήτου του εφαρμοζόμενου δικαίου χάριν της ασφάλειας των συναλλαγών, διευκρινίζει ότι λαμβάνεται υπόψη το δίκαιο που ρυθμίζει τις προσωπικές σχέσεις των συζύγων αμέσως μετά την τέλεση του γάμου. Συνεπώς, μεταγενέστερες μεταβολές του δικαίου που διέπει τις προσωπικές σχέσεις των συζύγων δεν μεταβάλλουν το δίκαιο το οποίο διέπει τις περιουσιακές τους σχέσεις (βλ. Α. Γραμματικάκη- Αλεξίου σε Α. Γραμματικάκη- Αλεξίου, Ζ. Παπασιώπη- Πασιά, Ε. Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Β’ έκδοση, σελ. 187). Επομένως εάν μετά την τέλεση του γάμου τους οι σύζυγοι απέκτησαν άλλη ιθαγένεια, οι περιουσιακές τους σχέσεις στην Ελλάδα δεν θα κριθούν με βάση την τελευταία αυτή ιθαγένεια, αλλά με βάση τα κριτήρια του άρθρου 14 ΑΚ σε συμφωνία όμως με το άρθρο 15 ΑΚ, κατά σειρά από το δίκαιο της τυχόν κοινής τους ιθαγένειας αμέσως μετά την τέλεση του γάμου, άλλως από το δίκαιο της κοινής συνήθους διαμονής τους αμέσως μετά την τέλεση του γάμου, άλλως από το δίκαιο με το οποίο οι σύζυγοι συνδέονται στενότερα ομοίως αμέσως μετά την τέλεση του γάμου. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να επικαλείται ο έχων ξένη ιθαγένεια σύζυγος όταν στρέφεται με αγωγή κατά του πρώην συζύγου του και ζητεί να αναγνωριστεί, με βάση ξένο δίκαιο που διέπει τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, δικό του εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου κείμενου στην Ελλάδα, που αποκτήθηκε από τον άλλο σύζυγο, διαρκούντος του γάμου τους. Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων υποστήριξε ότι τέλεσε γάμο με την εναγόμενη στην Αλβανία στις 5.8.1989, ότι τυγχάνουν αμφότεροι Γάλλοι υπήκοοι χωρίς να κάνει κάποια διάκριση ότι την ιθαγένεια αυτή δεν την είχαν κατά την τέλεση του γάμου τους, οπότε από την εκτίμηση του δικογράφου δεν συνάγεται κάτι τέτοιο, ότι διέμειναν για κάποιο χρονικό διάστημα στην Ελλάδα, ότι η σύζυγός του διέθετε ταυτότητα ομογενούς, την οποία δεν διέθετε ο ίδιος και ότι εκείνη αγόρασε ένα διαμέρισμα στον Δήμο …. Αττικής στο όνομά της δυνάμει του υπ’ αριθ. …/2001 συμβολαίου της συμβ/φου Πειραιά …….., νομίμως μεταγεγραμμένου στο υποθηκοφυλακείο Πειραιά στον τόμο …. με α.α. …, ότι η τελευταία κοινή τους διαμονή ήταν στη Γαλλία, με την οποία συνδέονται αμφότεροι στενότερα, ότι ο γάμος τους λύθηκε με απόφαση γαλλικού δικαστηρίου το έτος 2010, ότι με βάση τις διατάξεις του γαλλικού ΑΚ, το οποίο κατ’ άρθρο 15 ΑΚ θεωρεί ο ενάγων ότι διέπει τις περιουσιακές τους σχέσεις, λόγω κοινής ιθαγένειας, τελευταίας στη Γαλλία κοινής διαμονής και στενότερης σύνδεσης με τη Γαλλία, προβλέπεται το σύστημα της κοινοκτημοσύνης στην περιουσία των συζύγων, η οποία (περιουσία) διανέμεται μεταξύ αυτών σε ποσοστό ½ σε έκαστο σύζυγο με τη λύση του γάμου τους. Στο ιστορικό αυτό στήριξε την πιο πάνω διεκδικητική αγωγή του. Κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, με το περιεχόμενο αυτό, η αγωγή δεν είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω νομικής αοριστίας, καθώς αφού παρατίθενται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται στο αγωγικό δικόγραφο για την κτήση του εμπράγματου δικαιώματος κυριότητας σε ακίνητο με παράγωγο τρόπο κατ’ άρθρο 1033 σε συνδυασμό με το άρθρο 1192 ΑΚ, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο που είναι το δίκαιο της τοποθεσίας του ακινήτου (…….. Αττικής), δηλαδή αναφέρεται ότι η κτήση της κυριότητας του επίδικου ακινήτου από την εναγόμενη έγινε με συμφωνία μεταξύ των κυρίων του ακινήτου και της εναγόμενης λόγω πώλησης σε αυτή, ότι η ανωτέρω συμφωνία έγινε με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβλήθηκε σε μεταγραφή, ακολούθως ο ενάγων υποστηρίζει ότι ως προς τις περιουσιακές σχέσεις των διαδίκων συζύγων, λόγω της μετά την τέλεση του γάμου ιθαγένειάς τους, της κοινής συνήθους διαμονής τους και του ισχυρότερου με αυτούς συνδέσμου με τη Γαλλία ισχύει κατ’ άρθρο 15 ΑΚ, η κατά το γαλλικό δίκαιο, νόμιμη κοινοκτημοσύνη που ως νόμιμη αιτία, μετά τη λύση του γάμου, τον καθιστά κύριο στο ½ εξ αδιαιρέτου της κυριότητας του παραπάνω ακινήτου που απέκτησε στο όνομά της η εναγόμενη- ήδη πρώην σύζυγος. Ορθά με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εκκαλών υποστηρίζει ότι η συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων που προσπορίζουν σε αυτόν την κυριότητα (νόμιμος τίτλος) κρίνεται με το δίκαιο που ρυθμίζει τις περιουσιακές σχέσεις των με ξένη ιθαγένεια συζύγων κατ’ άρθρο 15 ΑΚ, ενώ κατά το ελληνικό δίκαιο θα κριθεί η συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων για την κτήση της κυριότητας που προβάλλεται (μεταγραφή του τίτλου κυριότητας)( έτσι η επικαλούμενη ΑΠ 12/1986). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, έσφαλε κι ως εκ τούτου πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη κατά τον εν μέρει βάσιμο πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, αφού δε κρατηθεί και κριθεί παραδεκτή και νόμιμη πρέπει να εξεταστεί στην ουσία της, ερευνώμενου καταρχάς του εάν πράγματι πληρούται κάποιο από τα κριτήρια του άρθρου 15 σε συνδυασμό με το άρθρο 14 ΑΚ, ώστε να τυγχάνει εφαρμοστέο εν προκειμένω το γαλλικό δίκαιο.
Πριν το Δικαστήριο τούτο προχωρήσει στην εκτίμηση των αποδείξεων σημειώνεται ότι ο εκκαλών με τις προτάσεις τις οποίες είχε καταθέσει ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το περιεχόμενο των οποίων ενσωματώνει στις παρούσες κατ’ έφεση προτάσεις του υποστηρίζει ότι το προσκομιζόμενο από την εφεσίβλητη-εναγόμενη από 6.3.2008 έγγραφο, συνταχθέν στην αλβανική γλώσσα είναι πλαστό κατά περιεχόμενο, καθώς η αντίδικός του στο έγγραφο με την φωτοτυπία της άδειας παραμονής του στο οποίο έχει τεθεί η γνήσια υπογραφή του και το οποίο είχε κρατήσει στην κατοχή της, εν αγνοία του, από τον χρόνο της μεταξύ τους συμβίωσης και το οποίο προφανώς ο ίδιος της είχε δώσει ώστε να το χρησιμοποιεί όταν έφτασε στη Γαλλία για να εκτελεί διάφορες εργασίες ενώπιον των αρχών, συμπλήρωσε μόνη της το κείμενο για τη διανομή της περιουσίας του ενάγοντος εν αγνοία του και αντίθετα προς τη βούλησή του, προς αντίκρουση της ένδικης αγωγής. Επίσης υποστηρίζει ότι το έγγραφο με ημερομηνία 16.9.2001 που έχει συνταχθεί στα αλβανικά, δεν έχει γραφτεί από τον ίδιο, ότι το όνομα και η υπογραφή του επίσης δεν έχουν τεθεί από εκείνον, η δε πλαστογραφία συνίσταται στην απομίμηση του γραφικού του χαρακτήρα και της υπογραφής του. Ως ένσταση πλαστότητας ο παραπάνω ισχυρισμός τυγχάνει απαράδεκτος, καθώς ο ενάγων-εκκαλών δεν αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα που αποδεικνύουν την πλαστότητα, όπως τούτο απαιτείται κατ’ άρθρο 463 ΚΠολΔ. Ωστόσο, ο ισχυρισμός του αυτός ως προς το δεύτερο έγγραφο που αμφισβητείται και η γνησιότητα της υπογραφής λαμβάνεται υπόψη ως άρνηση της γνησιότητας του εγγράφου (βλ. ΑΠ 1047/1993, ΕλλΔνη 1994, σελ. 1574, Τέντε σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, έκδοση 2000, σελ. 823). Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 445, 457 παρ. 1 ,2 και 3 και 458 Κ.Πολ.Δ συνάγεται ότι η επίκληση και προσκομιδή ιδιωτικού εγγράφου προς απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού εμπεριέχει ισχυρισμό του διαδίκου ως προς τη γνησιότητα του εγγράφου. Ο αντίδικος έχει την υποχρέωση να δηλώσει αμέσως αν αναγνωρίζει ή αρνείται τη γνησιότητα της υπογραφής του εγγράφου. Σε περίπτωση άρνησης, ο διάδικος, που επικαλείται το ιδιωτικό έγγραφο, έχει την υποχρέωση να αποδείξει τη γνησιότητα, με κάθε αποδεικτικό μέσο. Εφόσον η γνησιότητα αναγνωρισθεί ή αποδειχθεί, το ιδιωτικό έγγραφο αποτελεί πλήρη απόδειξη ως προς το ότι η δήλωση, που περιέχει, προέρχεται από τον εκδότη του. Ως προς το ζήτημα αυτό, της προέλευσης, δηλαδή, της δήλωσης από τον εκδότη του εγγράφου, παράγεται αμάχητο τεκμήριο, το οποίο δεν μπορεί να ανατραπεί παρά μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού (άρθρο 460, 461, 463 Κ.Πολ.Δ, βλ. ΑΠ 1254/2010). Η ως άνω αποδεικτική δύναμη (πλήρης απόδειξη) αναφέρεται μόνο στο ότι αυτή προέρχεται από τον υπογραφέα του εγγράφου. Δεν αναφέρεται στο περιεχόμενο της δήλωσης. Αντίθετα, ως προς την αλήθεια του περιεχομένου της δήλωσης, επιτρέπεται ανταπόδειξη (ΑΠ 1930/2013, ΑΠ 1051/2020, ΑΠ 1071/2010). Ως ανταπόδειξη στο άρθρο 445 ΑΚ, νοείται η απόδειξη του αντιθέτου, χωρίς την ανάγκη προσβολής του εγγράφου για πλαστότητα, με διεξαγωγή κύριας απόδειξης, δηλαδή απόδειξης που διεξάγεται από τον επικαλούμενο ότι η υπογραφή είναι γνήσια, αλλά τέθηκε υπό συνθήκες που δεν τον δεσμεύουν (ΑΠ 1445/2017, ΜονΕφΠειρ 699/2022 στην ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση ως προς το από 16.9.2001 έγγραφο που έχει συνταχθεί στα αλβανικά και το οποίο συνοδεύεται από ακριβή επικυρωμένη μετάφρασή του από τον δικηγόρο ………… στα ελληνικά σχετικά με τον διαμοιρασμό της ακίνητης περιουσίας των διαδίκων σε Ελλάδα και Αλβανία μετά την τυχόν λύση του γάμου τους, προκύπτει καταρχάς ότι το κείμενό του έχει γραφεί από την εναγόμενη, αφού στη σχετική βεβαίωση αναφέρεται «Σήμερα την 16-09-2001…μεταξύ εμού της ………..…και του συζύγου μου ………….…με την ελεύθερη θέλησή μας συμφωνούμε…». Επομένως δεν τίθεται ζήτημα ότι δήθεν το κείμενο αυτό έχει γραφεί από τον εκκαλούντα-ενάγοντα. Σε ό,τι αφορά όμως τη μονογραφή που έχει τεθεί στο τέλος του κειμένου εν είδει υπογραφής, αυτή είναι ίδια με τη μη αμφισβητούμενη από τον εκκαλούντα, γνήσια υπογραφή του στο αμφισβητούμενο ως προς τη συμπλήρωση του κειμένου από αυτόν, από 6.3.2008 έγγραφο που προσκομίζει η εφεσίβλητη, χωρίς από τα υπόλοιπα νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα και από τις καταθέσεις των μαρτύρων τους στα υπ’ αριθ. …./2019 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου να προκύπτει κάτι αντίθετο. Επομένως, αμφότερα τα ως άνω έγγραφα λαμβάνονται παραδεκτά υπόψη από το Δικαστήριο ως αποδεικτικά μέσα, με την επιφύλαξη να κριθεί περαιτέρω, εφόσον τούτο χρειαστεί, αν το περιεχόμενό τους ανταποκρίνεται στη φερόμενη ως δηλωθείσα βούληση των συντακτών τους.
Περαιτέρω, από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων …… και ………., όπως οι καταθέσεις αυτές περιέχονται στα υπ’ αριθ. …./2019 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και απ’ όλα τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, τέλος δε από την ομολογία του εκκαλούντος στις προτάσεις του για τον χρόνο κτήσης της γαλλικής ιθαγένειας, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι, σήμερα κάτοικοι Γαλλίας, τέλεσαν νόμιμο γάμο στις 5.8.1989, στο Μπεράτ της Αλβανίας. Σε συνέχεια διακοπής της έγγαμης συμβίωσης τους και αφού ασκήθηκαν εκατέρωθεν αγωγές διαζυγίου, ο γάμος τους λύθηκε δυνάμει του υπ’ αριθ. RG 08/05337- 2ο Τμήμα- Γραφείο 11 της 5 Μαρτίου 2010 απόφασης του Οικογενειακού Τμήματος του Εφετείου της Λυών. Κατά τη διάρκεια του γάμου τους οι διάδικοι διέμειναν για ένα διάστημα στην Ελλάδα, οπότε η εναγόμενη αγόρασε στο όνομά της από τους …….. και ……….. δυνάμει του υπ’ αριθ. ………../2001 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιά ………., νομίμως μεταγεγραμμένου στο υποθηκοφυλακείο Πειραιά στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό …….., που ήδη καταχωρίστηκε στο κτηματολόγιο και έλαβε ΚΑΕΚ ……, μια οριζόντια ιδιοκτησία ισογείου, με αριθμό Ι-2, επιφάνειας 51 τ.μ. σε πολυκατοικία στην οδό ……. στον Δήμο ………… Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι αμέσως μετά τον γάμο τους, στις 5.8.1989, οι διάδικοι είχαν την γαλλική ιθαγένεια. Ο ίδιος ο εκκαλών στη σελίδα 15 των προτάσεών του παραδέχεται ότι το έτος 2006 του χορηγήθηκε η γαλλική ιθαγένεια και μάλιστα προσκομίζει μετ’ επικλήσεως προς τούτο ως σχετικό 14, το με αριθμό ……….. από 6.10.2006 έγγραφο της γαλλικής δημοκρατίας με ακριβή αποσπασματική μετάφραση στα ελληνικά με το οποίο του ανακοινώνεται ότι είναι Γάλλος πολίτης από την 4.10.2006. Ομοίως στο απόσπασμα της ληξιαρχικής πράξης γάμου που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η εφεσίβλητη ως σχετικό 3 αναφέρεται για αμφότερους τους διαδίκους ότι είναι Γάλλοι μέσω διατάγματος πολιτογράφησης από 4 Οκτωβρίου 2006. Επίσης από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι αμέσως μετά την τέλεση του γάμου τους στις 5.8.1989 στο Μπεράτ της Αλβανίας οι διάδικοι απέκτησαν κοινή συνήθη διαμονή στη Γαλλία, ούτε ότι κατά τον παραπάνω χρόνο συνδέονταν αυτοί με κάποιο τρόπο, πολλώ δε μάλλον στενότερα σε σχέση με άλλες χώρες, με τη Γαλλία και συνακόλουθα με το γαλλικό δίκαιο. Επομένως, οι περιουσιακές σχέσεις των διαδίκων ως συζύγων δεν διέπονται από τις διατάξεις του γαλλικού ΑΚ που προβλέπει το σύστημα της νόμιμης κοινοκτημοσύνης και γι’ αυτό η αγωγή του ενάγοντος που στηρίζεται στην παραπάνω νομική βάση τυγχάνει απορριπτέα στην ουσία της. Περαιτέρω, με τον τέταρτο επικουρικό λόγο έφεσης ο εκκαλών υποστηρίζει ότι ακόμα κι αν ήθελε κριθεί ότι εφαρμοστέο εν προκειμένω δεν είναι το γαλλικό δίκαιο, με βάση την αρχή του jure novit curia, θα έπρεπε να εφαρμοστεί το αλβανικό δίκαιο ως το δίκαιο της αμέσως μετά την τέλεση του γάμου ιθαγένειας των διαδίκων, το οποίο προβλέπει επίσης το καθεστώς της κοινοκτημοσύνης στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων. Ο ισχυρισμός αυτός περί εφαρμογής του αλβανικού δικαίου τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του, καθώς κατά το συζητητικό σύστημα που εφαρμόζεται στην πολιτική δίκη και συγκεκριμένα σύμφωνα με το άρθρο 106 ΚΠολΔ «Το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά», στην προκειμένη δε περίπτωση στο αγωγικό δικόγραφο δεν περιέχεται ισχυρισμός ότι αμέσως μετά τον γάμο τους οι διάδικοι είχαν κοινή ιθαγένεια την αλβανική, ούτε τούτο μπορεί να συναχθεί από το διαλαμβανόμενο στην αγωγή γεγονός ότι αυτοί τέλεσαν γάμο στο Μπεράτ της Αλβανίας, ώστε να μπορεί το Δικαστήριο να αχθεί σε κρίση ότι εφαρμοστέο τυγχάνει το αλβανικό δίκαιο. Απορριφθείσας της αγωγής, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης-εναγόμενης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος-ενάγοντος, λόγω της ήττας του κατά την έκβαση της δίκης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, το κατατεθέν για την άσκηση της έφεσης e-παράβολο, δεδομένου ότι κατόπιν της έφεσης εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση και επανεκδικάστηκε η αγωγή, πρέπει κατ’ άρθρο 495 παρ.3 προτελ. εδ. ΚΠολΔ, να επιστραφεί στον εκκαλούντα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την από 1.6.2023 έφεση κατά της 3045/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία) αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση.
Κρατεί και δικάζει την από 28.8.2012 (με αριθμό κατ. ………./2012) αγωγή.
Απορρίπτει αυτή.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης-εναγόμενης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος-ενάγοντος και ορίζει αυτά στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.
Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης παράβολου στον εκκαλούντα.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 23.7.2024.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ