ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 315/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος – αντεφεσίβλητου – εναγόμενου: …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Φαρσάρη (ΑΜ …….. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).
Του εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος – ενάγοντος: ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Σανιδά (ΑΜ ………….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 03.06.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2018 και ειδικό …../2018 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1045/2019 οριστική απόφασή του που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ο μεν εκκαλών – αντεφεσίβλητος – εναγόμενος με την από 05.05.2019 έφεσή του που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../28.11.2019 και ειδικό …../28.11.2019, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../15.03.2023 και ειδικό …../15.03.2023, για τη δικάσιμο της 16.11.2023 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, ο δε εφεσίβλητος – αντεκκαλών – ενάγων με την από 16.10.2023 αντέφεσή του που κατατέθηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό γενικό …../16.10.2023 και ειδικό ……/16.10.2023 και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 16.11.2023 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων στο ακροατήριο και την εκφώνησή τους από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1045/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 03.06.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2018 και ειδικό …./2018 αγωγή του εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος – ενάγοντος, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 05.05.2019 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 28.11.2019, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./28.11.2019 και ειδικό …/28.11.2019 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 22.03.2019. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα – αντεφεσίβλητο – εναγόμενο το παράβολο των 100 ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.
Από τη διάταξη του άρθρου 523 παρ. 2 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι η αντέφεση ασκείται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και, αφού συνταχθεί έκθεση κάτω απ’ αυτό, κοινοποιείται στον εκκαλούντα τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΕφΑθ 264/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 664/2005 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1572/2004 ΕλλΔνη 46. 1545, ΜονΕφΑθ 1322/2016 ΝΟΜΟΣ). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 523 παρ. 1 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι ο εφεσίβλητος μπορεί και αφού περάσει η προθεσμία της έφεσης να ασκήσει αντέφεση ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση και ως προς εκείνα που συνέχονται αναγκαστικά με αυτά και αν ακόμη αποδέχθηκε την απόφαση ή παραιτήθηκε από την έφεση. Από το συνδυασμό της παραπάνω διάταξης με εκείνη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι η αντέφεση για να είναι παραδεκτή πρέπει να αφορά τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση ή τα αναγκαίως με αυτά συνεχόμενα, δηλαδή το περιεχόμενό τους πρέπει να βρίσκεται μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αφού με την έφεση δεν μεταβιβάζεται στο σύνολό της η υπόθεση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αλλά μόνο κατά τα καθοριζόμενα απ’ αυτήν όρια (ΕφΘεσ 1464/2017 ΝΟΜΟΣ). Διαφορετικά, αν δηλαδή το κεφάλαιο που πλήττεται με την αντέφεση δεν έχει εκκληθεί, η αντέφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΕφΠατρ 881/2007 ΑχαΝομ 2008. 421). Ως κεφάλαια δε κατά την έννοια του άρθρου 523 παρ. 1 του ΚΠολΔ θεωρούνται εκείνα τα οποία ανάγονται σε αυτοτελείς αιτήσεις για παροχή δικαστικής προστασίας που δημιουργούν χωριστό αντικείμενο δίκης (στα πλαίσια της αυτής διαφοράς) και εκκρεμοδικία για τις οποίες (αιτήσεις) εκδόθηκαν χωριστές διατάξεις της απόφασης (ΑΠ 842/2010 ΕΠολΔ 2010. 861, ΑΠ 798/2010 ΕΠολΔ 2010. 862, ΑΠ 174/2010 ΔΕΕ 2010. 919, ΑΠ 173/2010 ΧρΙΔ 2011. 180, ΑΠ 132/2004 ΝοΒ 2004. 1547). Ως αναγκαίως συνεχόμενα προς τα εκκληθέντα κεφάλαια πρέπει να θεωρηθούν οι διατάξεις της εκκληθείσας απόφασης, οι οποίες έχουν τέτοια συνάφεια με τις εκκληθείσες, διότι αποτελούν προκριματικό για την παραδοχή τους ζήτημα ή αφορούν παρεπόμενα ή παρακολουθήματα της κυρίας απαίτησης, είτε πηγάζουν από την αυτή ιστορική και νομική αιτία και διαμορφώνουν ή προσδιορίζουν το περιεχόμενο εκείνων, έτσι ώστε τυχόν διάφορη επί των «συνεχόμενων» αυτών κεφαλαίων κρίση του Εφετείου από εκείνη της πρωτόδικης απόφασης να επηρεάζει και την κρίση επί των εκκληθέντων με την έφεση κεφαλαίων (ΑΠ 920/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 729/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 390/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1094/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 143/2012 ΕΦΑΔ 2012. 622, ΕφΑθ 2557/2011 ΕΦΑΔ 2011. 107). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εν μέρει νικήσας πρωτοδίκως εφεσίβλητος – αντεκκαλών – ενάγων, μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση εκ μέρους του αυτοτελούς έφεσης κατά της εκκαλουμένης υπ’ αριθ. 1045/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, άσκησε την από 16.10.2023 αντέφεσή του, νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρο 523 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ήτοι με κατάθεση ιδιαίτερου δικογράφου στη Γραμματεία του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου και σύνταξη έκθεσης κάτω από αυτό, καθώς και επίδοση στον αντίδικό του τριάντα (30) ημέρες πριν από τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης που προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 16.11.2023 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (βλ. Την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …../16.10.2023 έκθεση επίδοσης στον πληρεξούσιο δικηγόρο του εκκαλούντος – αντεφεσίβλητου – εναγόμενου του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών . …….). Επομένως πρέπει, αφού ενωθεί και συνεκδικασθεί η υπό κρίση αντέφεση με την κρινόμενη έφεση, διότι είναι προδήλως συναφής με αυτήν, καθόσον αφορούν εκκρεμή δίκη μεταξύ των ιδίων διαδίκων, υπάγονται στην αυτή διαδικασία και κατά την κρίση του Δικαστηρίου διευκολύνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 524 παρ. 1, 31 και 246 του ΚΠολΔ), να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν ο μοναδικός λόγος της αντέφεσης, δεδομένου ότι αφορά κεφάλαιο της πρωτόδικης απόφασης, που προσβλήθηκε με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της κρινόμενης έφεσης και αναφέρεται στο ύψος της επιδικασθείσας πρωτοδίκως χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (άρθρο 523 παρ. 1 του ΚΠολΔ).
Ο ενάγων στην από 03.06.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2018 και ειδικό …../2018 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι ο εναγόμενος προσέβαλε παρανόμως και υπαιτίως το δικαίωμα στην προσωπικότητά του με αδικοπρακτική συμπεριφορά που συνίσταται στην τέλεση σε βάρος του της αξιόποινης πράξης της απόπειρας ανθρωποκτονίας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, και ειδικότερα ότι την 11.05.2015, στην παραλία Γριμπόβου Ναυπάκτου, πλησίον των εκβολών του ποταμού Σκα, εντός της χερσαίας ζώνης του λιμένα, όπου ο ενάγων είχε μεταβεί για περισυλλογή ξύλων, δέχθηκε επίθεση από τον εναγόμενο με τη χρήση πυροβόλου όπλου με αποτέλεσμα να τραυματισθεί και να προξενηθούν σ’ αυτόν δύο τραύματα, το ένα στην πρόσθια επιφάνεια του θώρακα, κατά τη δεξιά άνω προστερνική χώρα, σε απόσταση εννέα εκατοστών από τη δεξιά μαστική θηλή, και το άλλο σε οπισθοπλάγια θέση κατά τη δεξιά μασχαλιαία χώρα, καθώς και κάκωση στο δεξιό πνεύμονα με εικόνα πνευμονικής αιμορραγίας στο δεξιό άνω και μέσο λοβό, και ρήξη του δεξιού λοβού του ήπατος υποδιαφραγματικά με ενεργό αιμορραγία από κλάδο της δεξιάς ηπατικής αρτηρίας, ότι ακολούθως ασκήθηκε σε βάρος του εναγόμενου ποινική δίωξη για απόπειρα ανθρωποκτονίας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, μετά δε το πέρας της κύριας ανάκρισης, η υπόθεση εισήχθη ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Μεσολογγίου, το οποίο με το υπ’ αριθ. 41/2017 βούλευμά του παρέπεμψε τον εναγόμενο στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Μεσολογγίου προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος σωματικής βλάβης από αμέλεια, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, ότι συνεπεία της ανωτέρω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εναγόμενου έχει υποστεί ηθική βλάβη. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού κατ’ άρθρα 223 και 297 του ΚΠολΔ περιορισμού του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου να του καταβάλει το ποσό των 200.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που αυτός υπέστη από την προαναφερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του, το ποσό δε αυτό νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί σε βάρος του εναγόμενου προσωπική κράτηση ενός έτους ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1045/2019 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, πλην των αιτημάτων περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής και περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης, τα οποία κρίθηκαν μη νόμιμα μετά την τροπή του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, στη συνέχεια έκανε αυτή εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στον ενάγοντα, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση, προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, το ποσό των 30.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι διάδικοι, ο μεν εναγόμενος – εκκαλών – αντεφεσίβλητος με την από 05.05.2019 έφεσή του, ο δε ενάγων – εφεσίβλητος – αντεκκαλών με την από 16.10.2023 αντέφεσή του, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν ο μεν εναγόμενος – εκκαλών – αντεφεσίβλητος να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή, ο δε ενάγων – εφεσίβλητος – αντεκκαλών να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη απόφαση με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολό της και να επιδικασθεί ολόκληρο το αιτούμενο ως άνω ποσό των 200.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης.
Κατά το άρθρο 57 του ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητα του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, κατά δε το άρθρο 59 του ΑΚ στις περιπτώσεις των δύο προηγουμένων άρθρων το Δικαστήριο με την απόφαση του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο σε ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι προϋποθέσεις για την εφαρμογή των διατάξεων τούτων είναι: α) η προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας, η οποία προκαλείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση που υπάρχει σε μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτομένου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, πράγμα που συμβαίνει όταν η προσβολή γίνεται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση μεν δικαιώματος, το οποίο όμως είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική, σύμφωνα με το άρθρο 281 του ΑΚ ή το άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος και γ) για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης και πταίσμα του προσβολέα (ΟλΑΠ 8/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 408/2007 ΕλλΔνη 2008. 200, ΑΠ 1987/2007 ΕλλΔνη 2007. 500, ΑΠ 408/2007 ΔΕΕ 2007. 1218, ΕφΑθ 377/2007 ΕΦΑΔ 2008. 64). Από δε τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ , που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα και 4) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας) (ΑΠ 587/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 634/2009, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1452/2007 ΕλλΔνη 2009. 479). Παράνομη είναι η συμπεριφορά όταν αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου που απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη ορισμένης ενέργειας, εφόσον, στην τελευταία περίπτωση, εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος, ήτοι ήταν υποχρεωμένος σε θετική πράξη αντίστοιχης παρεμπόδισης, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από δικαιοπραξία ή από την αρχή που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 του ΑΚ, ήτοι την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, ιδιαίτερα, σε περίπτωση που κάποιος δημιούργησε επικίνδυνη κατάσταση από την οποία μπορούσε να προέλθει ζημία, που επιβάλλει την ενδεδειγμένη θετική ενέργεια προστασίας προς αποτροπή της ζημίας (ΑΠ 5/2001 ΤΝΠ Δ.Σ.Α.). Για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης προς αποζημίωση δεν αρκεί μόνο ο χαρακτηρισμός της συμπεριφοράς του ζημιώσαντος ως παράνομης, αλλά αυτοτελής προϋπόθεση της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του ζημιώσαντος, δηλαδή απαιτείται να μπορεί η συμπεριφορά του αυτή να αποδοθεί σε μια ιδιαίτερη ψυχική στάση που θεωρείται επιλήψιμη και αποδοκιμάζεται από το δίκαιο, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, κατά την έννοια του άρθρου 330 του ΑΚ, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που πρέπει να καταβάλλεται, κατά τη συναλλακτική πίστη, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου του κύκλου δραστηριότητας του ζημιώσαντος, είτε υπάρχει προς τούτο σαφώς νομικό καθήκον, είτε όχι, αρκεί να συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο αντίθετο από εκείνο που επιβάλλεται από τις περιστάσεις και η οποία, αν καταβαλλόταν, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του παράνομου και ζημιογόνου αποτελέσματος (ΑΠ 1048/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 52/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 848/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 869/2013 ΝΟΜΟΣ). Με τον όρο πταίσμα ή υπαιτιότητα, ως αναγκαία προϋπόθεση για τη θεμελίωση της ευθύνης, κατά το σύστημα του ΑΚ (άρθρο 330), εννοείται ο ψυχικός δεσμός του προσώπου προς μια ενέργειά του ή προς το αποτέλεσμά της, ο οποίος δικαιολογεί τη σε βάρος του μομφή από την έννομη τάξη, με τη γένεση στο πρόσωπό του ευθύνης προς αποζημίωση. Ο ψυχικός αυτός δεσμός του προσώπου προς μια ενέργειά του συνίσταται είτε στο ότι επιδίωξε την ενέργεια αυτή (δόλος), είτε στο ότι δεν έλαβε τα επιβαλλόμενα μέτρα, έτσι ώστε να την αποφύγει. Η προϋπόθεση της υπαιτιότητας πληρούται αν στο πρόσωπο του ζημιώσαντος υπάρχει οποιαδήποτε μορφή δόλου ή αμέλειας (βαριά ή ελαφρά). Η υπαιτιότητα προϋποθέτει ικανότητα προς καταλογισμό. Απαιτείται, δηλαδή, η παράνομη συμπεριφορά να μπορεί να καταλογιστεί προσωπικά στο δράστη. Αν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος δεν οφείλεται αποζημίωση, ενώ εάν διαπιστωθεί συντρέχον πταίσμα αυτού, το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 του ΑΚ, να μη επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό αυτής (ΕφΑθ 15/2019 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ο αιτιώδης σύνδεσμος, υπάρχει όταν το επιζήμιο γεγονός κατά το χρόνο και με τους όρους που έλαβε χώρα ήταν ικανό, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς την μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη βλάβη που επήλθε, πράγματι δε επέφερε τη βλάβη αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ακολούθως, κατά το άρθρο 932 του ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 299 του ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι παρέχεται στο Δικαστήριο η δικανική ευχέρεια, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, όπως του βαθμού πταίσματος του υπόχρεου, του είδους της προσβολής, της περιουσιακής και της κοινωνικής κατάστασης των μερών κλπ., και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, να επιδικάσει ή όχι χρηματική ικανοποίηση, αν κρίνει ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, να καθορίσει δε συγχρόνως και το ποσό αυτής που θεωρεί εύλογο. Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) και χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου για έλλειψη νόμιμης βάσεως. Το δε άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, εισάγοντας ως νομικό κανόνα την «αρχή της αναλογικότητας», επιβάλλει σε όλα τα κρατικά όργανα, συνεπώς και τα δικαιοδοτικά, κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να λαμβάνουν υπόψη τους την εκάστοτε αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκεται εκάστοτε (ΟλΑΠ 43/2005 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το Δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει μεν να υποβαθμίζει την απαξία της πράξεως επιδικάζοντας χαμηλό ποσό, όμως συγχρόνως δεν πρέπει, με ακραίες εκτιμήσεις, να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου, διότι τούτο υπερακοντίζει το σκοπό που επιδίωξε ο νομοθέτης, ήτοι την αποκατάσταση της τρωθείσας δια της αδικοπραξίας κοινωνικής ειρήνης. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 του ΚΠολΔ αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 12/2020 ΝΟΜΟΣ). Για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, το είδος της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, η βαρύτητα του πταίσματος, η περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος, οι προσωπικές σχέσεις των μερών (ηλικία, φύλο κλπ.), η συμπεριφορά του υπευθύνου μετά την αδικοπραξία κλπ. (ΑΠ 132/2006 Αρμ 2006. 757, ΑΠ 1143/2003 ΕλλΔνη 2005. 394, ΕφΑθ 219/2007 ΕΦΑΔ 2008. 67, ΕφΑθ 1139/2007 ΕλλΔνη 2007. 885, ΜονΕφΠειρ 416/2016 ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, στην αγωγή με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, την οποία ο ενάγων υπέστη από τη μείωση της προσωπικότητάς του, αρκεί να αναφέρεται το είδος της προσβολής, η παράνομη πράξη που την προκάλεσε, ο αιτιώδης σύνδεσμός της με αυτήν, καθώς και ότι ο προσβάλλων τελούσε σε υπαιτιότητα (ΑΠ 1445/2003 ΕλλΔνη 46. 823, ΕφΛαρ 710/2008 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 5440/2022 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότεροι προσδιορισμοί, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, η κοινωνική τους θέση, οι προσωπικές σχέσεις των διαδίκων, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως του υπαιτίου κλπ., αποτελούν είτε ιδιότητες των στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής (έκταση βλάβης, βαρύτητα πταίσματος), είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη για να καθοριστεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος (συμπαρομαρτούσες συνθήκες). Δηλαδή δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής, ούτε περί τούτων διατάσσεται απόδειξη, αλλά το Δικαστήριο αποφαίνεται για αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1445/2003 ΕλλΔνη 2005. 822, ΜονΕφΠειρ 245/2016 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, που εφαρμόζεται σε όλα τα δικαιώματα του ιδιωτικού δικαίου, είτε πηγάζουν άμεσα από το νόμο, είτε από δικαιοπραξία, είτε προέρχονται από κανόνες ενδοτικού δικαίου, είτε από κανόνες δημόσιας τάξης, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, δεν καθιστούν ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου για το δίκαιο και την ηθική, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηριστεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με τη δική του (υπόχρεου) συμπεριφορά, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΑΠ 1165/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 529/2017 ΝΟΜΟΣ). Από τις ίδιες διατάξεις του άρθρου 281 του ΑΚ, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το παραδεκτό της ένστασης περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος από την άποψη χρόνου προβολής της, πρέπει, κατά την πρώτη πρωτοβάθμια συζήτηση της υπόθεσης, να προβάλλονται τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος από το διάδικο κατά του οποίου ασκείται το δικαίωμα, συγχρόνως δε, να γίνεται επίκληση από τον ενιστάμενο του γεγονότος ότι τα περιστατικά αυτά καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος και να διατυπώνεται αίτημα απόρριψης της αγωγής για την αιτία αυτή, διαφορετικά η ένσταση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΑΠ 1215/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 4264/2022 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, λόγους έφεσης, κατά την έννοια του άρθρου 520 του ΚΠολΔ, που απαιτεί με ποινή ακυρότητας την ύπαρξη αυτών στο δικόγραφο της έφεσης, μπορούν να αποτελέσουν παράπονα κατά της εκκαλουμένης αποφάσεως, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστή. Τα τελευταία μπορεί να είναι παραβιάσεις δικονομικών κανόνων, εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικού νόμου, εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ή εγκατάλειψη αιτήσεως αδίκαστης (ΕφΑθ 2575/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 70/2008 ΝΟΜΟΣ). Έτσι η απόρριψη του αιτήματος για αναβολή της συζήτησης, κατά το άρθρο 250 του ΚΠολΔ, δεν αποτελεί σφάλμα δεκτικό έφεσης, διότι η αναβολή απόκειται στην κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 1247/1982 ΔΕΝ 39. 1102, ΕφΛαρ. 292/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 457/2011 Αρμ 2011.1022), ούτε θεμελιώνει τέτοιο (λόγο έφεσης) η απόρριψη του αιτήματος αναβολής της δίκης, σύμφωνα με το άρθρο 249 ΚΠολΔ, αφού το δικαστήριο, έχοντας, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, διακριτική ευχέρεια να δεχθεί ή να απορρίψει αυτό, δεν υποπίπτει στο σφάλμα της παράλειψης να αποφανθεί, ούτε πρόκειται για σφάλμα του διαδίκου που μπορεί να επανορθωθεί, πολύ δε περισσότερο αφού το διατακτικό της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δεν θεμελιώνεται στην παραδοχή ή απόρριψη του αιτήματος αυτού (ΕφΘεσ 907/1993 Αρμ. 1993. 751). Στην προκειμένη περίπτωση, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, καθόσον διαλαμβάνονται στο δικόγραφό της όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για το ορισμένο αυτής, και δη αναφέρεται με σαφήνεια το είδος της προσβολής που υπέστη ο ενάγων στην προσωπικότητά του, η παράνομη και υπαίτια πράξη του εναγόμενου που προκάλεσε την προσβολή, ο αιτιώδης σύνδεσμος της με αυτή, καθώς και το ότι ο προσβάλλων εναγόμενος τελούσε σε υπαιτιότητα ως προς την πρόκληση της αναφερόμενης στην αγωγή παράνομης πράξης. Όσον αφορά στα λοιπά εκτιθέμενα με τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο της έφεσης στοιχεία, και συγκεκριμένα στις ειδικότερες συνθήκες, υπό τις οποίες προκλήθηκε η προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, στην έκταση της βλάβης που υπέστη ο ενάγων – παθών, καθώς και στην περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών, δεν αποτελούν στοιχεία, που απαιτούνται για την πληρότητα της αγωγής, η οποία θεμελιώνεται στις διατάξεις περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που προκλήθηκε από παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, δοθέντος ότι δεν απαιτείται να εξειδικεύονται στο δικόγραφό της ούτε οι ιδιότητες των στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής (έκταση βλάβης, βαρύτητα πταίσματος), ούτε τα περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη για να καθοριστεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος (συμπαρομαρτούσες συνθήκες), αφού αυτά προσδιορίζονται κατά εύλογη κρίση του Δικαστηρίου και δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη. Περαιτέρω, ο εκκαλών – εναγόμενος με το δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου της έφεσής του επαναφέρει την υποβληθείσα και πρωτοδίκως ένστασή του περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του εφεσίβλητου – ενάγοντος επικαλούμενος ότι η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε καταχρηστικά διότι με τα εκτιθέμενα σ’ αυτή πραγματικά περιστατικά επιχειρείται να θεμελιωθεί εκ προθέσεως συμπεριφορά του εκκαλούντος – εναγόμενου, η οποία στοιχειοθετεί το αδίκημα της απόπειρας ανθρωποκτονίας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση σε βάρος του εφεσίβλητου – ενάγοντος, ενώ ο τελευταίος γνώριζε ότι ο εκκαλών – εναγόμενος είχε ήδη παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Μεσολογγίου προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος του αδικήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, δυνάμει του υπ’ αριθ. 41/2017 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Μεσολογγίου. Ο ισχυρισμός αυτός του εκκαλούντος – εναγόμενου ορθώς απορρίφθηκε ως νομικά αβάσιμος με την εκκαλουμένη απόφαση, και ως εκ τούτου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το δεύτερο σκέλος του πέμπτου λόγου της έφεσης κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, καθόσον τα περιεχόμενα σε αυτόν πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν συγκροτούν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, καθόσον δεν είναι ικανά να θεμελιώσουν καταχρηστική άσκηση του ενδίκου δικαιώματος, ούτε καθιστούν μη ανεκτή, κατά τις αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου για το δίκαιο και την ηθική, την έγερση της επίδικης αξίωσης του εφεσίβλητου – ενάγοντος, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη. Τέλος, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, ο εκκαλών – εναγόμενος πλήττει την εκκαλούμενη απόφαση διατεινόμενος ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε, διότι απέρριψε το αίτημά του για αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης κατ’ άρθρο 250 του ΚΠολΔ, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία επί της υπό ΑΒΜ …… υπόθεσης ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Μεσολογγίου, η οποία έχει το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο με την ιστορική βάση της ένδικης αγωγής και με την οποία ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη για απόπειρα ανθρωποκτονίας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, μετά δε το πέρας της κύριας ανάκρισης, η υπόθεση εισήχθη ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Μεσολογγίου, το οποίο με το υπ’ αριθ. 41/2017 βούλευμά του παρέπεμψε τον εκκαλούντα – εναγόμενο στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Μεσολογγίου προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος σωματικής βλάβης από αμέλεια, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας. Ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη, δεδομένου ότι η απόρριψη του αιτήματος για αναβολή της συζήτησης, κατά το άρθρο 250 του ΚΠολΔ, δεν αποτελεί σφάλμα δεκτικό έφεσης, αφού η αναβολή απόκειται στην κρίση του δικαστηρίου, πλέον του ότι, σε κάθε περίπτωση, όπως ο ίδιος ο εκκαλών – εναγόμενος ισχυρίζεται με τις προτάσεις του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η σε βάρος του ποινική δίωξη έπαυσε υφ’ όρον κατ’ άρθρο 8 του Ν. 4411/2016, δυνάμει της υπ’ αριθ. 2022/2019 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Μεσολογγίου.
Από την επανεκτίμηση των υπ’ αριθ. …/06.11.2018, …/06.11.2018 και …./06.11.2018 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της Ειρηνοδίκη Ναυπάκτου των μαρτύρων ……………., οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγόμενου κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 του ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθ. …./01.11.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς …………..), των υπ’ αριθ. …./18.09.2018 και …/18.09.2018 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας των μαρτύρων ……………. και ……………, οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια του εναγόμενου κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 του ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθ. …../11.09.2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας ………….), όλων των εγγράφων που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους και λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για ορισμένα εκ των οποίων γίνεται κατωτέρω μνεία, χωρίς να παραλείπεται κανένα από την εκτίμηση της ουσίας της διαφοράς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα έγγραφα της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας, τα οποία εκτιμώνται ελευθέρως στην προκειμένη δίκη ως δικαστικά τεκμήρια (βλ. ΑΠ 681/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1656/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1396/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 325/2009 ΝΟΜΟΣ), σε συνδυασμό και με τα νέα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 του ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, και, τέλος, από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, γεννηθείς το έτος 1934, είναι μόνιμος κάτοικος Ναυπάκτου. Την 11.05.2015, κατά τις μεσημβρινές ώρες, μετέβη από την κατοικία του στην παραλία Γριμπόβου Ναυπάκτου, πλησίον των εκβολών του ποταμού Σκα, εντός της χερσαίας ζώνης του λιμένα, προκειμένου να περπατήσει και να συλλέξει ξύλα. Στο χώρο αυτό της παραλίας απορρίπτονταν σκουπίδια και μπάζα, τα οποία τοποθετούνταν σε σωρούς. Ο καιρός ήταν βροχερός και για τον λόγο αυτό ο ενάγων τοποθέτησε στο κεφάλι του μια μαύρη σακούλα απορριμάτων, ώστε να προστατευθεί από τη βροχή. Κατά την επιστροφή του ενάγοντος στην οικία του από το σημείο όπου είχε μεταβεί για περισυλλογή ξύλων και ενώ ήταν σκυμμένος, ένιωσε ένα δυνατό χτύπημα στην πλάτη και έπεσε κάτω. Προσπάθησε να σηκωθεί, πλην όμως δεν κατέστη δυνατό, εξαιτίας του τραυματισμού του, ενώ δεν κατέστη δυνατό ούτε να ζητήσει την παροχή βοήθειας από διερχόμενους, αφού το μέρος ήταν ερημικό. Μετά την πάροδο μίας ώρας περίπου, εντόπισε τον ενάγοντα η σύζυγός του …………………., η οποία ανησύχησε για την πολύωρη απουσία του και αποφάσισε να τον αναζητήσει. Όπως δε προκύπτει από την κατάθεση της συζύγου του ενάγοντος στην υπ’ αριθ. ………../06.11.2018 ένορκη βεβαίωση, όταν έφτασε στο σημείο, βρήκε τον ενάγοντα πεσμένο στο έδαφος, με μια σακούλα σκουπιδιών χρώματος μαύρου στο πρόσωπό του, την οποία είχε πάρει μαζί του για προστασία από τη βροχή, ενώ είχε πολλά χτυπήματα στο θώρακα, αναστέναζε από τον πόνο και φώναζε «Βοήθεια, είμαι παράλυτος, δεν μπορώ να σηκωθώ». Με τη βοήθεια διερχόμενου από την περιοχή ατόμου, ειδοποιήθηκαν τα τέκνα του ενάγοντος και μετέβησαν άμεσα στο σημείο, ενώ ο ενάγων μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο του Ε.Κ.Α.Β. αρχικά στο Κέντρο Υγείας Ναυπάκτου και στη συνέχεια στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών, όπου διαπιστώθηκε ότι έφερε πολλαπλά ανοικτά τραύματα του θωρακικού τοιχώματος και τραυματισμό του ήπατος και της χοληδόχου κύστης, τοποθετήθηκε άμεσα σωλήνας θωρακικής παροχέτευσης στο δεξιό ημιθωράκιο, ο ενάγων διασωληνώθηκε, λόγω της αιμοδυναμικής αστάθειας που εμφάνιζε, οδηγήθηκε στην αγγειογραφία και υποβλήθηκε σε εμβολισμό ήπατος (κλάδος δεξιάς ηπατικής). Ακολούθως μεταφέρθηκε στη ΜΕΘ όπου παρέμεινε μέχρι την 26.05.2015, ενώ νοσηλεύθηκε στη Χειρουργική Κλινική μέχρι την 21.06.2015, όπου και εξήλθε με καθετήρα ούρων και του συστήθηκε επανεκτίμηση της κατάστασής του σε 15 ήμερες (βλ. το προσκομιζόμενο από 21.06.2015 εξιτήριο του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Πατρών σε συνδυασμό με το προσκομιζόμενο από 26.05.2015 νοσηλευτικό σημείωμα διακομιδής ασθενούς από ΜΕΘ της Μονάδας Εντατικής Θεραπείας του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Πατρών και το προσκομιζόμενο από 11.05.2015 ιστορικό ασθενούς της Χειρουργικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Πατρών). Επιπλέον κατά τη νοσηλεία του υποβλήθηκε σε ψυχιατρική εξέταση, κατά την οποία δεν διαπιστώθηκε οξεία μείζονα ψυχοπαθολογία, καταθλιπτικού, ψυχωτικού ή άλλου τύπου και δεν ανιχνεύθηκε αυτό ή ετερό καταστροφικός ιδεασμός, ενώ συστήθηκε ψυχιατρική επανεκτίμηση, εφόσον χρήζει ή ο ίδιος το επιθυμεί (βλ. την προσκομιζόμενη από 17.06.2015 ψυχιατρική εκτίμηση της Ψυχιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Πατρών). Σύμφωνα δε με την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. πρωτ. …../22.05.2015 ιατροδικαστική έκθεση του ιατροδικαστή …………. της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πατρών, από την κλινική και παρακλινική εξέταση του ενάγοντος την 12.05.2015 διαπιστώθηκαν τα εξής: «Ένα συρραφέν κυκλοτερές τραύμα, εκτιμούμενης αρχικής διαμέτρου 0,9 εκ περίπου, κατά τη δεξιά άνω προστερνική χώρα, εννέα εκατοστών περίπου εκ της δεξιάς μαστικής θηλής, τραύμα εισόδου ως εκ βλήματος πυροβόλου όπλου, πιθανόν βραχύκαννου, εκτιμούμενης απόστασης άνω των 50 εκ περίπου (δεν διαπιστώθηκαν εγκαυματικές αλλοιώσεις μακροσκοπικώς ορατές, ούτε κατάλοιπα ή στίξεις). Ένα συρραφέν ελλειψοειδές τραύμα, εκτιμούμενων αρχικών διαστάσεων 1,0 Χ 1,3 εκ περίπου, κατά τη δεξιά κάτω μασχαλιαία χώρα, 20 εκ περίπου εκ της δεξιάς μαστικής θηλής, τραύμα εξόδου ως εκ βλήματος πυροβόλου όπλου πιθανόν βραχύκαννου». Επίσης διαπιστώθηκε κάκωση στο δεξιό πνεύμονα με εικόνα πνευμονικής αιμορραγίας στο δεξιό άνω και μέσο λοβό, καθώς και ρήξη του δεξιού λοβού του ήπατος υποδιαφραγματικά με εικόνα ενεργού αιμορραγίας από κλάδο της δεξιάς ηπατικής αρτηρίας. Εκ του συνόλου των ανωτέρω προκύπτει βολή βλήματος πυροβόλου όπλου, ενδεχομένως βραχύκαννου, με φορά εκ της δεξιάς άνω προστερνικής χώρας προς τη δεξιά κάτω μασχαλιαία χώρα, πρακτικά με φορά εκ των άνω προς τα κάτω, ένδειξη ότι το θύμα βρισκόταν σε επίπεδο χαμηλότερο από τον δράστη, εκτίμηση συμβατή και με το υποδειχθέν κατά τη διενεργηθείσα αυτοψία του χώρου σημείο ανεύρεσης του θύματος (επίπεδος χώρος ακριβώς παρά υπερκείμενης εναπόθεσης μπάζων), ή εναλλακτικά, εάν υποθέσουμε ότι δράστης και θύμα βρίσκονταν στο ίδιο ύψος, το θύμα ήταν σκυμμένο κατά την εκπυρσοκρότηση με το θώρακα στραμμένο προς τον δράστη. Διαπιστώθηκε επιπλέον ένα αβαθές θλαστικό τραύμα, διαστάσεων 1,2 Χ 0,8 εκ. περίπου, κατά την έκφυση του αριστερού υποθέναρος, συμβατό με απλή πτώση, τρεις μικροεκδορές, διαμέτρου 0,3 εκ., 0,6 εκ. και 0,9 εκ. περίπου, κατά την πρόσθια επιφάνεια του δεξιού γόνατος, ως εξ απλής πτώσης προκληθείσες, τέσσερις μικροεκδορές, διαμέτρου 0,2 εκ., 0,2 εκ., 0,3 εκ. και 0,3 εκ. περίπου, κατά τη δεξιά πρόσθια κνημιαία χώρα, ως εξ απλής πτώσης προκληθείσες και μία παλαιά εφελκιδοποιημένη γραμμοειδής εκδορά, μήκους 4 εκ. περίπου, κατά τη ράχη της δεξιάς άκρας χειρός. Τέλος, κατά την επανεξέταση του ενάγοντος την 19.05.2015 διαπιστώθηκαν αυτόματες εκχυμώσεις μελανέρυθρης χροιάς κατά το δεξιό πλάγιο – οπίσθιο θωρακικό τοίχωμα, προφανώς συνεπεία των ιατρογενών χειρισμών (έφερε δύο παροχετεύσεις άνωθεν των εκχυμώσεων), ενώ ο ανωτέρω ιατροδικαστής χαρακτήρισε τις εν λόγω κακώσεις του ενάγοντος ως βαρείες σωματικές βλάβες, εξαιτίας των οποίων θα νοσήσει και θα απόσχει της εργασίας του επί 15 ημέρες τουλάχιστον, εκτός επιπλοκής ή υστερογενούς βλάβης. Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο εναγόμενος, ο οποίος είναι αστυνομικός από το έτος 2008 και υπηρετεί στην Τροχαία Σαλαμίνας, την 10.05.2015, μετά το πέρας της υπηρεσίας του, αναχώρησε από την Σαλαμίνα με προορισμό τον τόπο καταγωγής του, τη Ναύπακτο Αιτωλοακαρνίας, όπου και θα παρέμενε για χρονικό διάστημα δύο ημερών για αναψυχή. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του έφερε μαζί του και το με σειριακό αριθμό …… … mm όπλο (πιστόλι) ιδιοκτησίας του, το οποίο δεν άφησε στην οικία του στη Σαλαμίνα, καθόσον δεν διέθετε χώρο ασφαλούς φύλαξης. Την 11.05.2015 και περί ώρα 16.15, ενώ ο εναγόμενος οδηγούσε το με αριθμό κυκλοφορίας ……….. Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του πατέρα του, με κατεύθυνση προς την πατρική του οικία, αντιλήφθηκε ότι το ως άνω όπλο του ήταν οπλισμένο και κατευθύνθηκε προς την ερημική περιοχή παραλίας Γριμπόβου Ναυπάκτου, πλησίον των εκβολών του ποταμού Σκα, προκειμένου να το αφοπλίσει. Εντούτοις ο εναγόμενος δεν ακολούθησε την ασφαλή διαδικασία απογέμισης του όπλου του, αλλά αντιθέτως τράβηξε μηχανικά το κλείστρο, χωρίς πρώτα να κάνει οπτικό έλεγχο της θαλάμης, αφαίρεση του γεμιστήρα και ξηρή πυροδότηση, με αποτέλεσμα αυτό να εκπυρσοκροτήσει και να τραυματίσει τον ενάγοντα, χωρίς ο ίδιος ο εναγόμενος να αντιληφθεί την κατάληξη της βολίδας του. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος από αμέλεια, ήτοι από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει ως μετρίως συνετός κάτοχος και χειριστής όπλου, δεν ακολούθησε την ασφαλή διαδικασία απογέμισης του όπλου του, κατά τα προαναφερθέντα, με αποτέλεσμα να προκληθούν οι ως άνω σωματικές κακώσεις του ενάγοντος, ενώ δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που επέφερε η πράξη του, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι η τοποθεσία όπου σημειώθηκε το ένδικο συμβάν ήταν ερημική και απείχε 300 μέτρα από κατοικημένη περιοχή, ο δε εναγόμενος δεν διαπίστωσε εμφανές ίχνος προσώπου ή ζώου, αφού ο ενάγων ήταν σκυμμένος πίσω από σωρούς απορριμάτων και μπάζων, σε χαμηλότερο από τον εναγόμενο σημείο και φορούσε μαύρη σακούλα σκουπιδιών στο κεφάλι του, με αποτέλεσμα να μην τον αντιληφθεί ο εναγόμενος. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο εναγόμενος δεν φρόντισε μετά την εκπυρσοκρότηση του όπλου του να ερευνήσει την περιοχή και να εντοπίσει την κατάληξη του βλήματος, ώστε να είναι σίγουρος ότι δεν προέκυψε κάποιος τραυματισμός. Το βράδυ της ίδιας ημέρας, εξαιτίας της δημοσιότητας που έλαβε ο τραυματισμός του ενάγοντος, ο εναγόμενος πληροφορήθηκε από το διαδίκτυο ότι στην περιοχή που εκπυρσοκρότησε το όπλο του, κατά την διαδικασία της απογέμισης, βρέθηκε τραυματισμένος άνδρας που μάζευε ξύλα. Ακολούθως, ο εναγόμενος την 13.10.2015, μετά την επιστροφή του από τη Ναύπακτο στην υπηρεσία του, υπέβαλε την προσκομιζόμενη αναφορά του προς το Τμήμα Τροχαίας Σαλαμίνας, στην οποία εξέθετε ότι την 11.05.2015 και περί ώρα 14.10 βρισκόταν στην ερημική περιοχή Σκα Ναυπάκτου και κατά τη διαδικασία αφοπλισμού του όπλου του, τράβηξε το κλείστρο, ξεχνώντας πρώτα να αφαιρέσει τον γεμιστήρα, με αποτέλεσμα να πάρει το όπλο φυσίγγιο στη θαλάμη και να εκπυρσοκροτήσει, χωρίς να αντιληφθεί την κατάληξη της βολίδας του. Την 14.05.2015, ο εναγόμενος εξετάσθηκε χωρίς όρκο ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων του Λιμενικού Σώματος, επαναλαμβάνοντας όσα ανέφερε στην από 13.10.2015 αναφορά του προς το Τμήμα Τροχαίας Σαλαμίνας (βλ. την προσκομιζόμενη από 14.05.2015 έκθεση εξέτασης χωρίς όρκο), ενώ παρέδωσε το ως άνω όπλο του προς εξέταση. Την 14.05.2015, διενεργήθηκε αυτοψία από τους προανακριτικούς υπαλλήλους του Λιμενικού Σώματος και μετέβησαν στο σημείο που τους υπέδειξε ο εναγόμενος ότι εκπυρσοκρότησε το όπλο του, όπου βρέθηκε και κατασχέθηκε ένας κάλυκας LUGER GFL 9 mm, σε απόσταση δέκα μέτρων περίπου από το σημείο που βρέθηκε ο τραυματισθείς ενάγων, ενώ σε απόσταση επτά μέτρων από το σημείο που βρέθηκε ο κάλυκας και ανατολικά αυτού υπήρχαν σωροί χωμάτων, χόρτων και ξύλων (βλ. την προσκομιζόμενη από 14.05.2015 έκθεση αυτοψίας και κατάσχεσης). Όπως δε προέκυψε από την προσκομιζόμενη από 20.05.2015 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών – Τμήμα Εργαστηρίων Πυροβόλων Όπλων και Ιχνών Εργαλείων, ο κατασχεθείς κάλυκας είχε πυροδοτηθεί από το όπλο του εναγόμενου. Ακολούθως ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του εναγόμενου για απόπειρα ανθρωποκτονίας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, μετά δε το πέρας της κύριας ανάκρισης, η υπόθεση εισήχθη ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Μεσολογγίου, το οποίο με το προσκομιζόμενο υπ’ αριθ. 41/2017 βούλευμά του που κατέστη αμετάκλητο (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …../05.10.2018 υπηρεσιακή βεβαίωση του Πρωτοδικείου Μεσολογγίου Τμήμα Βουλευμάτων) παρέπεμψε τον εναγόμενο στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Μεσολογγίου προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος σωματικής βλάβης από αμέλεια, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας. Δυνάμει της υπ’ αριθ. 2022/2019 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Μεσολογγίου, έπαυσε υφ’ όρον η ποινική δίωξη σε βάρος του εναγόμενου κατ’ άρθρο 8 του Ν. 4411/2016 (βλ. το προσκομιζόμενο από 10.12.2019 ακριβές απόσπασμα της υπ’ αριθ. 2022/2019 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Μεσολογγίου). Από τα αποδειχθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά προέκυψε ότι ο σοβαρός τραυματισμός του ενάγοντος οφείλεται σε υπαιτιότητα του εναγόμενου υπό την μορφή της βαρείας αμέλειας, καθόσον ο ίδιος, αν και είχε την ιδιότητα του αστυνομικού, και ως εκ τούτου όφειλε και μπορούσε να γνωρίζει την ασφαλή διαδικασία απογέμισης του όπλου του, από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, τράβηξε μηχανικά το κλείστρο, χωρίς πρώτα να κάνει οπτικό έλεγχο της θαλάμης, αφαίρεση του γεμιστήρα και ξηρή πυροδότηση, με αποτέλεσμα αυτό να εκπυρσοκροτήσει και να τραυματίσει τον ενάγοντα. Αντιθέτως, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε εκ προθέσεως συμπεριφορά του εναγόμενου σε βάρος του ενάγοντος, η οποία στοιχειοθετεί το αδίκημα της απόπειρας ανθρωποκτονίας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο ενάγων. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ότι οι διάδικοι γνωρίζονταν, ούτε ότι είχαν διαφορές μεταξύ τους, ικανές να οδηγήσουν τον εναγόμενο να προβεί σε δόλια ενέργεια σε βάρος του ενάγοντος, η δε έλλειψη προηγούμενων σχέσεων μεταξύ των διαδίκων, και συνακόλουθα η έλλειψη κινήτρου εκ μέρους του εναγόμενου, σε συνδυασμό με τη μη στόχευση του ενάγοντος – παθόντος με το όπλο του εναγόμενου, αποτελούν περιστατικά που αναιρούν το γνωστικό και βουλητικό στοιχείο του ενδεχόμενου δόλου που απαιτείται για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος της απόπειρας ανθρωποκτονίας από πρόθεση. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται από τις εγγύτατες χρονικά προς το ένδικο συμβάν από 01.07.2015 και από 16.07.2015 ένορκες καταθέσεις του ενάγοντος ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων του Λιμενικού Σώματος, στις οποίες καταθέτει ότι ήταν σκυμμένος και ότι το χτύπημα που ένιωσε ήταν ένα, ότι δεν είδε κανέναν, δεν του μίλησε κανένας, ούτε τον απείλησε κανένας, ενώ ήταν μόνος του στην περιοχή. Ενισχύεται επίσης από την από 12.05.2015 ένορκη κατάθεση της συζύγου του ενάγοντος ……………. ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων του Λιμενικού Σώματος, στην οποία αναφέρει ότι όταν εντόπισε τον τραυματισθέντα ενάγοντα και τον ρώτησε «ποιος σε χτύπησε» εκείνος δεν απάντησε αν και είχε ακόμη τις αισθήσεις του. Δεν αναιρείται αυτή η κρίση του Δικαστηρίου από την μεταγενέστερη χρονικά από 15.06.2016 ένορκη κατάθεση του ενάγοντος ενώπιον του Ανακριτή του Πρωτοδικείου Μεσολογγίου, στην οποία διαφοροποιείται πλήρως από τις ως άνω καταθέσεις του, αναφέροντας ότι τον πλησίασε ξαφνικά ένας ψηλός άνδρας, νέος 25-27 ετών περίπου, και αφού τον ρώτησε «τι κάνεις εδώ» και αυτός του απάντησε «μαζεύω ξύλα», αμέσως μετά τον πυροβόλησε στην πλάτη έτσι όπως ήταν σκυμμένος. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι από την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου, υπό τις ειδικές περιστάσεις που προεκτέθηκαν, ο ενάγων, που διήγε το ογδοηκοστό πρώτο έτος της ηλικίας του, υποβλήθηκε σε σωματική και ψυχική ταλαιπωρία, και υπέστη θλίψη και στεναχώρια, καθόσον επήλθε σοβαρή προσβολή της σωματικής του ακεραιότητας, και συνεπώς δικαιούται χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια για όλα τα ανωτέρω δεν έσφαλε, αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εκκαλούντος – εναγόμενου που διαλαμβάνονται στον τέταρτο και στον πέμπτο λόγο της από 05.05.2019 έφεσής του πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δικαιούται να λάβει ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράνομη και υπαίτια προσβολή του δικαιώματος στην προσωπικότητά του, εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγόμενου που συνίσταται στην τέλεση σε βάρος του της αξιόποινης πράξης της σωματικής βλάβης από αμέλεια, το ποσό των 15.000,00 ευρώ, το οποίο είναι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, εύλογο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας, καθώς δεν υπερβαίνει καταφανώς, ούτε υπολείπεται του ποσού που επιδικάζεται συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 491/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 531/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 8/2018 ΝΟΜΟΣ), λαμβανομένων υπόψη των κατά νόμο στοιχείων, και ειδικότερα των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα η προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, της υπαιτιότητας του εναγόμενου, του είδους και της φύσης της σωματικής βλάβης του ενάγοντος, της ηλικίας αυτού κατά τον χρόνο της αδικοπραξίας (81 ετών), της σωματικής και ψυχικής ταλαιπωρίας του, σε συνδυασμό με την κοινωνική θέση των εμπλεκόμενων φυσικών προσώπων και την οικονομική τους κατάσταση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επιδίκασε ως εύλογο, για την χρηματική ικανοποίηση του ενάγοντος, το υψηλότερο ποσό των 30.000,00 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου της από 05.05.2019 έφεσης και απορριπτομένου ως αβάσιμου του μοναδικού λόγου της από 16.10.2023 αντέφεσης. Κατά συνέπεια, ο ενάγων δικαιούται να λάβει, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής του βλάβης, το ποσό των 15.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης και αντέφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσίαν η από 16.10.2023 αντέφεση, να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν η από 05.05.2019 έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 1045/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στο σύνολό της, για το ενιαίο του τίτλου εκτέλεσης, αναγκαίως δε και κατά τη συναρτώμενη με την όλη έκβαση της δίκης διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων, αφού η δικαστική δαπάνη καθορίζεται εξ υπαρχής ενιαία για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας λόγω της εξαφάνισης της απόφασης, να διακρατηθεί και να δικαστεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και να γίνει εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη η από 03.06.2018 αγωγή και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Αναφορικά με το παράβολο που ο εκκαλών προκατέβαλε για το παραδεκτό της από 05.05.2019 έφεσής του, πρέπει να διαταχθεί η απόδοσή του, λόγω της νίκης του, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε’ του ΚΠολΔ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος – ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, πρέπει να επιβληθούν, κατά ένα μέρος τους, σε βάρος του εκκαλούντος – αντεφεσίβλητου – εναγόμενου, λόγω της μερικής ήττας του και ανάλογα με την έκταση αυτής κατ’ άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 05.05.2019 έφεση και την από 16.10.2023 αντέφεση κατά της υπ’ αριθ. 1045/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 16.10.2023 αντέφεση.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 05.05.2019 έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.
Κρατεί και δικάζει την από 03.06.2018 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……./2018 και ειδικό ……./2018 αγωγή.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα της από 05.05.2019 έφεσης του παραβόλου υπέρ Δημοσίου με αριθμό ……………/2019 ηλεκτρονικό παράβολο, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.
Καταδικάζει τον εκκαλούντα –αντεφεσίβλητο – εναγόμενο σε μέρος των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου – αντεκκαλούντος – ενάγοντος, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 01.07.2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ