ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αριθμός Απόφασης 322/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαριάννα Μπέη, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση :
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ : …………., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Νικολάου Παβέλη του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά (ΑΜ ΔΣΠ ……).
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : ………, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Αναστασίου Σαμαρτζή του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΑΜ ΔΣΑ …….).
Ο εκκαλών ζητά να γίνει δεκτή η από 11-9-2023 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………../2023 έφεσή του κατά της 1913/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………./2023, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δι-κηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 520, 527 και 528 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση έφεσης από τον ερήμην δικασθέντα σε πρώτο βαθμό διάδικο επιφέρει, χωρίς έρευνα των επιμέρους λόγων της, εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης εντός των καθοριζομένων από την έφεση και τους πρόσθετους αυτής λόγους ορίων (ΑΠ 635/2020, ΑΠ 476/2017, ΑΠ 829/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 446/2007 ΝοΒ 56 138, ΑΠ 1015/2005 ΕλλΔνη 46 1100, ΕφΑΘ 534/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ο δε εκκαλών δικαιούται να προβάλει με τις προτάσεις του όλους τους ισχυρισμούς, τους οποίους θα είχε τη δυνατότητα να προβάλει πρωτοδίκως, μη υποκείμενος στους περιορισμούς της διάταξης του άρθρου 527 ΚΠολΔ (ΑΠ 446/2007 όπ. π., ΕφΑΘ 5950/2004 ΕλλΔνη 46 867, Μ. Μαργαρίτης – Α. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Θεωρία – Νομολογία, Τ. I, 21 έκδ., 2018, υπό το άρθρο 528, αριθ. 6, Β. Βαθρακοκοίλης, Η Έφεση, Ερμηνεία -Νομολογία – Βιβλιογραφία – Ειδικές διατάξεις, 2015, υπό το άρθρο 528, αριθ. 2048).
Με την κρινόμενη έφεση ο εκκαλών στρέφεται κατά της 1913/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε ερήμην του ως εναγομένου επί της από 29-7-2021 αγωγής του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου εναντίον του, κατά την τακτική διαδικασία. Η ένδικη έφεση ασκήθηκε νομότυπα και παραδεκτά με την κατάθεσή της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 13-9-2023, όπως προκύπτει απ’ την οικεία έκθεση κατάθεσης δικογράφου της Γραμματείας του Πρωτοδικείου Πειραιά, κατ’ άρ. 495 παρ. 1, 511, 513 παρ.1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ, και την καταβολή του προβλεπόμενου παραβόλου (e-paravolo ………) κατ’ άρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ. 1 και 147 παρ. 2 ΚΠολΔ, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 17-7-2023, όπως προκύπτει απ’ τη σφραγίδα της δικαστικής επιμελήτριας ………., στο επιδοθέν στον εκκαλούντα αντίγραφο αυτής, που προσκομίζει μετ’ επίκλησης ο τελευταίος. Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη έφεση να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη οριστική απόφαση εντός των τιθεμένων από τους λόγους έφεσης ορίων ως προς όλες τις διατάξεις της, να κρατηθεί η υπόθεση και να χωρήσει αναδίκαση αυτής από το παρόν Δικαστήριο σύμφωνα με όσα ορίζονται στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Μετά δε την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της έφεσης, πρέπει να επιστραφεί στον εκκαλούντα το παράβολο που έχει καταβληθεί κατά την κατάθεση της έφεσης σύμφωνα με την 13-9-2023 έκθεση κατάθεσής της.
Με τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 ΑΚ, προστατεύεται η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου, ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος (ΑΠ 1735/2009), αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του και τέτοια είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την κοινωνική του αξία, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας, της οποίας η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή συνιστά ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920, 932 ΑΚ, είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων, α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου, που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο, όμως, είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκησή του καταχρηστική, κατά την έννοια των άρθρων 281 ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, γ) υπαιτιότητα (πταίσμα) του προσβολέα, όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 292/2020, ΑΠ 271/2012), εκδηλούμενη, είτε με τη μορφή του δόλου, είτε με τη μορφή της αμέλειας, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 ΑΚ) και δ) επέλευση ηθικής βλάβης στον προσβληθέντα, τελούσα σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράνομη και υπαίτια προσβολή. Συνεπώς, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει, όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς, κατά την έννοια των άρθρων 361-363 ΠΚ (ΑΠ 292/2020, AΠ 1116/2019, AΠ 1394/2017, ΑΠ 726/2015, ΑΠ 1216/2014, ΑΠ 1230/2014). Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο από αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός, είναι πρόσφορο και κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση ή αποδοχή του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης απαιτείται, επιπλέον, και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμισης σε βάρος άλλου, παραμένει, όμως, ως έγκλημα η απλή δυσφήμηση κατ’ άρθρο 362 ΠΚ, που προσβάλλει επίσης, την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο ως αστικό αδίκημα, η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους, με οποιονδήποτε τρόπο γεγονότα που θίγουν την τιμή και την υπόληψη άλλου, υπό την προαναφερόμενη έννοια, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, να τον αποζημιώσει και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του, τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρων 361 – 367 του ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ ΑΚ (ΑΠ 272/2020, ΑΠ 611/2019, ΑΠ 1394/2017, AΠ 343/2016). Ειδικότερα, το άρθρο 367 ΠΚ ορίζει στην παρ. 1, ότι «δεν αποτελούν άδικη πράξη, α) οι δυσμενείς κρίσεις … καθώς και, γ) οι εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νομίμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον …» και στην παρ. 2 ότι η προηγούμενη διάταξη δεν εφαρμόζεται, α) όταν οι παραπάνω κρίσεις και εκδηλώσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της πράξης του άρθρου 363 (δηλαδή της συκοφαντικής δυσφήμισης) καθώς και β) όταν από τον τρόπο εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης. Επομένως, αιρομένου του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων, αποκλείεται και το στοιχείο του παράνομου της επιζήμιας συμπεριφοράς, ως όρος της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Όμως, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται στις προαναφερθείσες περιπτώσεις (λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κλπ.), και συνεπώς, παραμένει η ποινική ευθύνη του δράστη, άρα και η υποχρέωσή του προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μια από τις περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρου 367 ΠΚ, δηλαδή, όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης του άρθρου 363 ΠΚ, ή όταν από τον τρόπο εκδήλωσης, ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου (ΑΠ 972/2020, ΑΠ 1431/2017, ΑΠ 343/2016). Ο ισχυρισμός του εναγομένου, ότι συντρέχει περίπτωση δικαιολογημένου ενδιαφέροντος που αίρει κατά το άρθρο 367 παρ. 1 γ ΠΚ τον άδικο χαρακτήρα δυσφημιστικού για τον ενάγοντα ισχυρισμού του συνιστά ένσταση καταλυτική της εναντίον του αγωγής με αντικείμενο την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του αντιδίκου από την επικαλούμενη προσβολή της προσωπικότητάς του με το δυσφημιστικό σε βάρος του ισχυρισμό, ενώ αντένσταση συνιστά ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της δυσφήμησής του από τον εναγόμενο, επειδή οι επίμαχες εκδηλώσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης ή επειδή αυτός ενήργησε με ειδικό σκοπό εξύβρισής του (ΑΠ 792/2020, 2049/2017). Ειδικός σκοπός εξύβρισης, που ως νομική έννοια ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, υπάρχει στον τρόπο εκδήλωσης της προσβλητικής της τιμής του άλλου συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν ήταν αντικειμενικά αναγκαίος για τη δέουσα απόδοση του περιεχομένου της σκέψης εκείνου που φέρεται ότι ενεργεί από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και ο οποίος καίτοι γνώριζε τούτο, χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτό για να προσβάλει την τιμή του άλλου. Έτσι, ο ειδικός σκοπός εξύβρισης έγκειται στην ενσυνείδητη υπέρβαση των ορίων του δικαιώματος, η οποία κατατείνει στην προσβολή της τιμής και αποτελεί πρόσθετο στοιχείο της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος (ΑΠ 972/2020). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 932 ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη ως κριτήρια: το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υποχρέου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, για το ορισμένο της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, πρέπει στο δικόγραφο αυτό να εκτίθεται με ακρίβεια η τέλεση της αδικοπραξίας από τον υπόχρεο στην καταβολή της χρηματικής ικανοποίησης ή οι προϋποθέσεις θεμελίωσης αντικειμενικής ευθύνης από το νόμο, καθώς και η πρόκληση της ηθικής βλάβης στα αιτούμενα την χρηματική ικανοποίηση πρόσωπα (ΑΠ 239/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ` αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση (AΠ 5/2020, ΑΠ 1424/2017). Η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής και συνδέεται με την εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία. Αντίθετα, ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ` αυτήν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος αυτής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης (ΑΠ 133/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με την από 29-7-2021 με αρ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2021 αγωγή του ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι έχοντας καταστεί αυτόπτης μάρτυρας στην προφορική σύναψη σύμβασης δανείου που έλαβε χώρα τον Μάρτιο του 2006 ανάμεσα στον εναγόμενο και τον ……………, που τυγχάνει φίλος του, και των όρων αυτής, κατέθεσε με την ιδιότητά του αυτή στα πλαίσια αγωγής επιστροφής του δανείου που άσκησε ο ……….. κατά του εναγομένου. Ότι με βάση την κατάθεσή του αυτή, η αγωγή του …………. έγινε αμετάκλητα δεκτή. Ότι ο εναγόμενος κινούμενος από εκδικητική διάθεση εναντίον του και ενώ η αστική του διαφορά με τον ………. είχε ήδη καταστεί αμετάκλητη, με σκοπό να τον εξοντώσει ηθικά και οικονομικά, άσκησε σε βάρος του εν γνώσει του ψευδώς έγκληση για ψευδορκία και απάτη στο δικαστήριο κατηγορώντας τον ότι κατέθεσε ψευδώς ότι ο εναγόμενος είχε φιλική σχέση με τον ……….. . και τον ήξερε χρόνια και είχαν κοινούς φίλους καθώς και ότι ο εναγόμενος δεν είχε χρήματα να εκτελωνίσει τα εμπορεύματα απ’ την Αφρική. Ότι μετά την αρχειοθέτηση της εν λόγω έγκλησής του απ’ τον αρμόδιο εισαγγελικό λειτουργό, συνεχίζοντας την άνω εκδικητική συμπεριφορά, άσκησε προσφυγή εναντίον της εκδοθείσας σχετικής εισαγγελικής διάταξης, όταν δε και αυτή απορρίφθηκε, υπέβαλε νέα έγκληση σε βάρος του κατηγορώντας τον αυτή τη φορά εν γνώσει του ψευδώς για ψευδή ανωμοτί κατάθεση για τα ίδια βιοτικά γεγονότα, τα οποία αυτή τη φορά ο ενάγων είχε καταθέσει κατά το στάδιο παροχής εξηγήσεων στα πλαίσια της προηγούμενης έγκλησης ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, πλην, όμως και η έγκλησή του αυτή τέθηκε στο αρχείο. Ότι με την κατά τα άνω συμπεριφορά του ο εναγόμενος πρόσβαλε την προσωπικότητά του αφού έθιξε την τιμή και την υπόληψή του ενώπιον τρίτων προσώπων, μεταξύ των οποίων και των δικαστικών λειτουργών, και τον υπέβαλε σε βαριά δικαστικά έξοδα προκαλώντας του συναισθηματική ταραχή και στεναχώρια, και συνακόλουθα ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά ο ενάγων ζητά, μετά από παραδεκτή τροπή του αιτήματός του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (223 ΚΠολΔ) να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να του καταβάλει το χρηματικό ποσό των 30.000 ευρώ ως εύλογη χρηματική του ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, που υπέστη απ’ την αδικοπρακτική κατά τα άνω συμπεριφορά του, με το νόμιμο τόκο απ’ την επομένη της κάθε πράξης προσβολής της προσωπικότητάς του μέχρι την πλήρη εξόφληση, άλλως απ’ την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική του δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή αρμοδίως είχε εισαχθεί προς εκδίκαση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 22, 35 ΚΠολΔ) κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία και είναι επαρκώς ορισμένη (116 ΚΠολΔ), απορριπτομένου ως αβάσιμου του ισχυρισμού του εναγομένου -εκκαλούντος περί απαραδέκτου λόγω αοριστίας του δικογράφου αυτής, αφού περιέχονται σ’ αυτή όλα τα απαιτούμενα στοιχεία σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 1, 118, 117 ΑΚ σε συνδυασμό μ’ αυτές των άρθρων 57, 59, 914, 920, 932 ΑΚ και 362-363 ΠΚ, για το ορισμένο της αγωγής, με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων από προσβολή της προσωπικότητάς του (ΕφΠατρ 99/2021, ΕφΑιγ 93/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πιο συγκεκριμένα, ο ενάγων αναλυτικά εκθέτει στο αγωγικό του δικόγραφο α) τη συμπεριφορά του εναγομένου, που παραβιάζει τις εν λόγω διατάξεις, ήτοι την υποβολή ψευδών εγκλήσεων σε βάρος του με το ψευδές περιεχόμενο αυτών β) την ηθική βλάβη που υπέστη, γ) τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης και δ) την υπαιτιότητα, ήτοι τη γνώση από μέρους του εναγομένου των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφετέρου της πιθανότητας να επέλθει ηθική βλάβη, κατά τρόπο που να δύναται ο τελευταίος να αμυνθεί, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω εξειδίκευση, καθόσον τα στοιχεία που περιέχονται στον ισχυρισμό του, αφορούν στη διαδικασία των αποδείξεων. Επίσης, η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 297, 299, 345, 346, 914, 919, 920, 932 ΑΚ, 224, 229, 362-363, 386 ΠΚ, 176 επ. ΚΠολΔ (ΑΠ 753/2020, ΕφΑθ 5440/2022, ΟλΑΠ(ΠΟΙΝ) 3/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), πλην του αιτήματος τοκοδοσίας απ’ την επομένη της κάθε προσβολής, που τυγχάνει μη νόμιμο, αφού επί ασκήσεως αξίωσης από αδικοπραξία, τόκοι οφείλονται απ’ τη- μετά από όχληση – υπερημερία του εναγομένου, στην προκειμένη δε περίπτωση ο ενάγων δεν επικαλείται όχληση και συνακόλουθα υπερημερία του εναγομένου σε σχέση με κάθε επικαλούμενη προσβολή του. Επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, η αγωγή τυγχάνει ερευνητέα περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.
Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα του εκκαλούντος που λήφθηκε νομότυπα στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, απ’ όλα τα έγγραφα που νομίμως και μετ’ επίκλησης προσκομίζουν οι διάδικοι, από τα οποία άλλα λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, απ’ την ΔΣΠ _………._ 2024 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα …………. που λήφθηκε με επιμέλεια του εκκαλούντος ενώπιον του Δικηγόρου Πειραιώς . ……….. μετά από νομότυπη κλήτευση του εφεσίβλητου, όπως προκύπτει απ’ την …./14-3-2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθήνας …………, που προσκομίζεται μετ’ επίκλησης απ’ τον εκκαλούντα, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ενάγων είναι έμπορος με επιχειρηματική δραστηριότητα και ο εναγόμενος συνταξιούχος πλοίαρχος. Στα τέλη Μαρτίου 2006 ο εναγόμενος συναντήθηκε σε καφετέρια έξω απ’ το γήπεδο Καραϊσκάκη στον Πειραιά με τον …………… …………… , ο οποίος κατά το χρόνο εκείνο ήταν υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών και με τον οποίο διατηρούσαν από πριν φιλική σχέση μετά από γνωριμία τους μέσω του κοινού τους γνωστού και συμπατριώτη τους, απ’ την ευρύτερη περιοχή της Πελοποννήσου, …………. Παρών στη συνάντηση ήταν και ο ενάγων, ο οποίος είχε συγγενική σχέση με τον …………… ……………. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης αυτής ο εναγόμενος ζήτησε απ’ τον …………… …………… να του δανείσει το χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ, προκειμένου να εκτελωνίσει δύο κοντέινερς με εμπορεύματα (κάρβουνο, ξυλεία και έπιπλα ξύλου) που είχε εισάγει απ’ την Τανζανία και βρίσκονταν στο τελωνείο του Πειραιά, λόγω οικονομικής του αδυναμίας. Ο ……………. . συμφώνησε και τις επόμενες ημέρες παρέδωσε σε μετρητά στον εναγόμενο το ποσό των 20.000 ευρώ, με τη συμφωνία να του επιστραφούν άτοκα μετά από ένα μήνα. Ο εναγόμενος ανέθεσε επίσης στον ενάγοντα, που ήταν παρών και είχε συναφή επιχειρηματική δραστηριότητα, να διεκπεραιώσει τον εκτελωνισμό των εμπορευμάτων, όπως και έγινε στις 30-3-2006. Στη συνέχεια, ο εναγόμενος παρέλαβε τα έπιπλα ξύλου, όπως είχαν επίσης συμφωνήσει, ο ενάγων το κάρβουνο, προκειμένου να το διαθέσει στην αγορά ως έμπορος, η δε ξυλεία παραδόθηκε στην παραλήπτρια εταιρία «………….». Επειδή, όμως, ο εναγόμενος δεν επέστρεψε τα χρήματα του δανείου στο συμφωνηθέντα χρόνο στον …………… ……………, ο τελευταίος άσκησε εναντίον του στις 10-5-2010 τη με αρ. κατ. ………./2010 αγωγή στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί ο τελευταίος να του επιστρέψει το ποσό των 20.000 ευρώ που του είχε δανείσει με προφορική σύμβαση δανείου, με το νόμιμο τόκο από 1-5-2006. Στα πλαίσια της αποδεικτικής διαδικασίας της αγωγής αυτής που συζητήθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά στις 5-5-2011, εξετάστηκε ενόρκως ως μάρτυρας του ενάγοντος, …………… ……………υ, ο ενάγων-εφεσίβλητος, και κατέθεσε σχετικά με τις συνθήκες σύναψης της προφορικής σύμβασης δανείου μεταξύ των αντιδίκων, κατά την οποία ήταν, όπως εκτέθηκε, παρών. Στην εν λόγω κατάθεσή του, ο ενάγων, ερωτηθείς σχετικά απ’ τους παράγοντες της δίκης, ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι ήταν παρών στη συνάντηση των εκεί αντιδίκων στον Πειραιά στα τέλη Μαρτίου του 2006, ότι οι αντίδικοι ήταν πολύ καλοί φίλοι και ότι σύναψαν προφορικά σύμβαση δανείου για το ποσό των 20.000 ευρώ, που ζήτησε ο εναγόμενος, προκειμένου να εκτελωνίσει τα εμπορεύματα (ξύλα, κάρβουνα και έπιπλα σε κοντέινερ) που είχε κάνει εισαγωγή και βρίσκονταν στο λιμάνι αρκετούς μήνες, λόγω του ότι δεν είχε χρήματα. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά με την 2487/2012 απόφασή του απέρριψε την αγωγή, δεχόμενο ότι η σύμβαση δανείου δεν μπορούσε να αποδειχθεί με μάρτυρες, εφόσον δεν υπήρχε ηθική αδυναμία για την απόκτηση εγγράφου και το αντικείμενό της ήταν ανώτερο από 5.900 ευρώ. Μετά την άσκηση έφεσης απ’ τον ηττηθέντα τότε ενάγοντα, …………… ……………, εκδόθηκε η 689/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, με την οποία έγινε δεκτή η έφεση και κρίθηκε ότι η εξέταση των μαρτύρων αποτελούσε επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο, εφόσον η αξία του αντικειμένου της δεν υπερέβαινε το ποσό των 20.000 ευρώ, ανεξαρτήτως του ότι στην προκειμένη περίπτωση συνέτρεχε και η ηθική αδυναμία για την απόκτηση εγγράφου λόγω της φιλικής σχέσης των διαδίκων. Ακολούθως, αφού συνεκτίμησε τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ήτοι και την κατάθεση του νυν ενάγοντα-εφεσίβλητου, το Εφετείο έκανε δεκτή την αγωγή και υποχρέωσε τον τότε εναγόμενο να καταβάλει στον τότε ενάγοντα το ποσό των 20.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από 1-5-2006, επομένη της δήλης ημέρας απόδοσης του δανείου. Το εν λόγω Δικαστήριο δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι οι τότε ενάγων και εναγόμενος είχαν γνωριστεί μέσω του κοινού τους γνωστού και συγγενούς του τελευταίου, …………, έχοντας κοινή καταγωγή απ’ την ευρύτερη περιοχή της Πελοποννήσου, ότι στα τέλη Μαρτίου 2006 σε συνάντησή τους σε καφετέρια έξω απ’ το γήπεδο Καραϊσκάκη στον Πειραιά, όπου σύχναζαν, ο εναγόμενος εκθέτοντας στον ενάγοντα ότι είχε εισάγει από την Τανζανία δύο κοντέινερς με εμπορεύματα (κάρβουνο και ξυλεία-έπιπλα), τα οποία βρίσκονταν στο Τελωνείο Πειραιά από 11-11-2005 το ένα και από 31-12-2005 το δεύτερο και δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να τα εκτελωνίσει, ζήτησε απ’ αυτόν δάνειο προκειμένου να προβεί στον εκτελωνισμό τους, καθώς, όπως του είπε, όσο περισσότερο χρόνο παρέμεναν στις αποθήκες του Τελωνείου τα τέλη εκτελωνισμού πολλαπλασιάζονταν, ότι ο ενάγων συμφώνησε και στο τέλος Μαρτίου 2006 έδωσε στον εναγόμενο ως δάνειο σε μετρητά χρήματα 20.000 ευρώ παρουσία του μάρτυρα και νυν ενάγοντος, στον οποίο εν συνεχεία ο εναγόμενος ανέθεσε τη διεκπεραίωση του εκτελωνισμού, ο οποίος πράγματι έγινε στις 30-3-2006 και τα εμπορεύματα παραδόθηκαν το μεν κάρβουνο στον νυν ενάγοντα, με σκοπό να τα διαθέσει ο ίδιος στην αγορά ως έμπορος με συναφή δραστηριότητα, η δε ξυλεία στην παραλήπτρια εταιρεία «…………….», ενώ τα έπιπλα (ξύλινα σκαλιστά) τα παρέλαβε για δική του χρήση ο εναγόμενος, ότι η προφορική συμφωνία πρόβλεπε την επιστροφή του δανείου ατόκως μετά πάροδο μηνός, δηλαδή το τέλος Απριλίου 2006, ότι ο εναγόμενος φερόμενος αντισυμβατικά με διάφορες προφάσεις και δικαιολογίες, δεν απέδωσε το ποσό του δανείου κατά το συμφωνηθέντα χρόνο, αλλά ούτε και αργότερα και εξακολουθούσε να το οφείλει. Επίσης, το πιο πάνω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, στηριζόμενο στη σαφή και κατηγορηματική κατάθεση του τότε μάρτυρα και νυν ενάγοντα, και δεχόμενο ότι δεν τηρήθηκε έγγραφος τύπος στη σύμβαση δανείου λόγω της παλαιάς φιλικής σχέσης που συνέδεε τους αντίδικους συμβληθέντες, απέρριψε τους ισχυρισμούς του τότε εναγομένου ότι το ποσό των 20.000 ευρώ το διέθεσε ο τότε ενάγων για τον εκτελωνισμό των εμπορευμάτων στα πλαίσια συνεργασίας μεταξύ αυτών των δύο και του μάρτυρα και νυν ενάγοντος, με σκοπό την εμπορία του κάρβουνου και της ξυλείας, η οποία δεν ευδοκίμησε, και όχι ως δάνειο. Κατά της απόφασης αυτής, ο ηττηθείς τότε εναγόμενος άσκησε αναίρεση και εκδόθηκε η 2/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία κρίθηκε αμετάκλητα ότι ορθά λήφθηκε υπόψη απ’ το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ως αποδεικτικό μέσο η κατάθεση του τότε μάρτυρα και νυν ενάγοντα, με την ανέλεγκτη παραδοχή ότι υπήρχε ηθική αδυναμία κτήσης εγγράφου προς απόδειξη της δανειακής σύμβασης λόγω της φιλικής σχέσης των τότε διαδίκων. Υπό τις συνθήκες αυτές, στις 29-12-2015, ήτοι ένα χρόνο σχεδόν μετά την έκδοση της 2/2015 απόφασης του Αρείου Πάγου, ο νυν εναγόμενος-εκκαλών υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά την με ταυτάριθμη ημερομηνία έγκλησή του εναντίον του νυν ενάγοντος-εφεσίβλητου και του …………… ……………υ, που έλαβε ΑΒΜ …….., καταγγέλλοντάς τους, τον μεν ενάγοντα για ψευδορκία μάρτυρα, τον δε …………… …………… για ηθική αυτουργία στην ψευδορκία και απάτη επί δικαστηρίω. Συγκεκριμένα, όσον αφορά στον ενάγοντα, ο εναγόμενος εξέθετε στην άνω μήνυσή του ότι (ο ενάγων) κατέθεσε ψευδώς στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά ότι τον Μάρτιο του 2006 υπήρχε φιλία ανάμεσα στον ίδιο (τον εναγόμενο) και τον …………… και ότι το ποσό των 20.000 ευρώ του είχε δοθεί ως δάνειο απ’ τον ……………, ενώ η αλήθεια είναι ότι τον …………… τον γνώρισε για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 2006, απ’ τον …………., που του τον σύστησε επειδή αναζητούσε αγοραστή φορτίου με κάρβουνο, που είχε εισάγει απ’ την Τανζανία, ότι συναντήθηκε πράγματι με τον …………… και τον ενάγοντα, που ασχολείτο με εμπόριο κάρβουνου και ξυλείας και του πρότεινε να συνεργαστούν και ότι συμφώνησαν (οι τρεις τους) να ζητήσει (ο εναγόμενος) απ’ την παραλήπτρια εταιρία της ξυλείας να του εκχωρήσει τα φορτωτικά έγγραφα της ξυλείας και να αναλάβουν αυτοί την πληρωμή όλων των εξόδων εκτελωνισμού, αποθήκευσης και μεταφοράς των δύο κοντέινερ (ένα με κάρβουνο που είχε εισάγει απ’ την εταιρεία του στην Τανζανία και ένα με ξυλεία με παραλήπτρια εταιρία την ……………..), που ανέρχονταν κατά προσέγγιση στο ποσό των 20.000 ευρώ και απ’ το τίμημα της πώλησης να πάρουν πίσω τα έξοδά τους και να του καταβάλουν την αξία των εμπορευμάτων, που ανερχόταν στο ποσό των 35.000 και το υπόλοιπο να το μοιραστούνε ισόποσα, ότι έγινε πράγματι η εκχώρηση στο όνομα του ενάγοντα, ο οποίος εκτελώνισε στο όνομά του τα κοντέινερ και τα παρέλαβε ο ίδιος και ότι, στη συνέχεια, το κάρβουνο και η ξυλεία περιήλθαν με τον τρόπο που εκθέτει στη μήνυσή του στην κατοχή και κυριότητα του ενάγοντος και του …………… ., έκτοτε δε εξελίχθηκε σε βάρος του μια σκευωρία απ’ τον ενάγοντα και τον . ……………, στα πλαίσια της οποίας ο εγκαλούμενος και νυν ενάγων υπαναχώρησε απ’ τη συμφωνία, που είχε στο τέλος σαν αποτέλεσμα την απώλεια και του κάρβουνου και της ξυλείας και την οικονομική του ζημία, η οποία απ’ την απώλεια της ξυλείας μόνο ανέρχεται στο ποσό των 35.000 ευρώ, πλην του ποσού των 1.830 ευρώ, που έλαβε απ’ την αρχική παραλήπτρια της ξυλείας εταιρία. Επί της μήνυσης αυτής του εναγομένου, η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιά εξέδωσε την ……/28-4-2016 απορριπτική Διάταξη, δεχόμενη, μεταξύ άλλων, ότι όσα κατέθεσε ο εγκαλούμενος και νυν ενάγων στις 5-5-2021 ήταν αληθή και τα γνώριζε ως αυτόπτης μάρτυρας, ότι δηλαδή επρόκειτο για δάνειο λόγω οικονομικής αδυναμίας του νυν εναγομένου-εκκαλούντος να εκτελωνίσει τα εμπορεύματα, που τελικά δεν επιστράφηκε (το δάνειο) και ότι λόγω της φιλικής σχέσης των αντιδίκων δεν τηρήθηκε έγγραφος τύπος. Πέραν των ανωτέρω, στην ως άνω Διάταξή της η εισαγγελική λειτουργός εκθέτει ότι αν ήταν αληθής ο ισχυρισμός του εγκαλούντος ότι δεν επρόκειτο για δάνειο αλλά για εμπορική συνεργασία των τριών προσώπων, ότι δεν ήταν φίλοι μεταξύ τους, η δε συνεργασία τους απέτυχε λόγω της αντισυμβατικής συμπεριφοράς του εγκαλούμενου και ήδη ενάγοντος και ότι το ποσό των 20.000 ευρώ δεν ήταν δανεικά αλλά η συμμετοχή του …………… στην προαναφερθείσα συνεργασία, θα είχε τηρηθεί έγγραφος τύπος που να αποδεικνύει το είδος της συνεργασίας των τριών προσώπων, την έκταση της οικονομικής συμμετοχής του καθενός σ’ αυτή τη συμφωνία και τις αναληφθείσες υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών, ώστε να αποδοθεί στον καθένα το μερίδιο της ευθύνης του καθώς και ότι αν ο εγκαλούμενος και νυν ενάγων αντισυμβατικά υπαναχώρησε απ’ τη συμφωνία τους, όπως εξέθετε ο εγκαλών στην έγκλησή του, με συνέπεια να υποστεί ο ίδιος (ο εγκαλών) οικονομική ζημία ύψους 35.000 ευρώ λόγω της απώλειας και του φορτίου της ξυλείας και του φορτίου κάρβουνου, τότε θα έπρεπε αυτός να έχει στραφεί εναντίον τους αστικά, ενδεχομένως και ποινικά, πράγμα που όμως δεν προέκυπτε ότι είχε συμβεί. Κατά της άνω απορριπτικής εισαγγελικής διάταξης, ο εγκαλών και νυν εναγόμενος άσκησε την με αρ. ……… από 28-7-2016 προσφυγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η ……/28-9-2016 Διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά, με την οποία, έγινε τυπικά δεκτή η προσφυγή, κατά δε το ουσιαστικό της μέρος και όσον αφορά στην αποδιδόμενη στον εγκαλούμενο και ήδη ενάγοντα πράξη της ψευδορκίας, αφού στο σκεπτικό της έγιναν δεκτά τα αυτά πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε και η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιά, στη συνέχεια κρίθηκε ότι είχε συμπληρωθεί η πενταετής παραγραφή απ’ το χρόνο τέλεσης της πράξης (5-5-2011) και για το λόγο αυτό παραγράφηκε. Στις 28-12-2016 ο εναγόμενος υπέβαλε νέα έγκληση, με ΑΒΜ ….., σε βάρος του νυν ενάγοντος και του …………… . για τα αδικήματα της ψευδούς ανωμοτί κατάθεσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης, που φερόταν ότι τέλεσαν οι εγκαλούμενοι στον Πειραιά στις 22-2-2016 ενώπιον της Πταισματοδίκη Πειραιά με τα υπομνήματα παροχής ανωμοτί εξηγήσεων που κατέθεσαν στα πλαίσια διενεργούμενης προκαταρκτικής εξέτασης σε βάρος τους για τα διερευνώμενα αδικήματα της ψευδορκίας μάρτυρα, της ηθικής αυτουργίας σ’ αυτή και της απάτης ενώπιον δικαστηρίου στις 5-5-2011, για τα οποία τους είχε καταγγείλει με την προηγούμενη μήνυσή του. Ωστόσο και δεδομένου ότι η άνω από 29-12-2015 μήνυσή του είχε απορριφθεί αμετακλήτως ως ουσιαστικά αβάσιμη με την ……/28-4-2016 Διάταξη της Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, που επικυρώθηκε με την ……/2016 Διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά, όπου έγινε δεκτό ότι «τυγχάνει ουσιαστικά αβάσιμη έγκληση» και, επιπλέον, με το σκεπτικό ότι ο εγκαλών πρόβαλε τους ίδιους ισχυρισμούς που είχε προβάλει με την προηγούμενη μήνυσή του, οι οποίοι όμως κρίθηκαν με τις άνω εισαγγελικές διατάξεις αλλά και με την 689/2013 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιά απέρριψε και την από 28-12-2016 έγκληση του νυν εναγομένου. Ο εναγόμενος εμμένει στους ισχυρισμούς του ότι ουδέποτε συνήφθη δάνειο, αλλά υπήρξε μεταξύ αυτού, του ενάγοντα και του …………… .. αφανής εταιρία, ότι ο ίδιος είχε καταβάλει το κόστος της αγοράς των εμπορευμάτων (ξύλα, κάρβουνα), ότι ο …………….. πλήρωσε τα έξοδα εκτελωνισμού και ότι ο ενάγων θα ασχολιόταν με την πώληση των εμπορευμάτων, ως έμπορος και ότι θα επιστρέφονταν στον ίδιο το κόστος κτήσης ποσού 35.000 ευρώ, στον …………… …………… το ποσό των 20.000 ευρώ που δαπάνησε για τα έξοδα εκτελωνισμού, το δε κέρδος απ’ τη μεταπώληση θα το μοίραζαν οι τρεις τους. Τα ανωτέρω, που αποτελούν εξαρχής τους ισχυρισμούς του εναγομένου-εκκαλούντος και απορρίφθηκαν επανειλημμένα, δεν αποδεικνύονται ούτε απ’ την κατάθεση της μάρτυρά του στο ακροατήριο, η οποία ούτε αυτόπτης μάρτυρας υπήρξε στις επικαλούμενες συμφωνίες ούτε κατέθεσε με σαφήνεια περί τούτων. Όλα δε όσα παραπάνω έγιναν δεκτά περί της αλήθειας των όσων ο ενάγων κατέθεσε ενόρκως ως μάρτυρας στην δίκη του εναγομένου με τον …………… …………… και ως παρέχων εξηγήσεις κατά την διερεύνηση τυχόν ποινικών του ευθυνών στα πλαίσια των καταγγελλόμενων σε βάρος του απ’ τον εναγόμενο-εκκαλούντα, δεν αναιρούνται ούτε απ’ την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα του τελευταίου, ………….., η οποία στηρίζεται σε όσα ο ίδιος (ο μάρτυρας) πληροφορήθηκε απ’ τον εκκαλούντα και όχι σε ιδία γνώση. Απ’ τα παραπάνω σε συνδυασμό προέκυψε ότι όσα εξέθεσε ο εναγόμενος με τις άνω εγκλήσεις του σε βάρος του ενάγοντα, ήταν ψευδή, αφού αποδείχθηκε ότι πράγματι υπήρχε φιλική σχέση ανάμεσα στον εναγόμενο και τον …………… ……………, μεταξύ των οποίων στη συνέχεια συνήφθη και προφορική σύμβαση δανείου ποσού 20.000 ευρώ, τα όσα δε σχετικά κατέθεσε περί τούτου ο ενάγων ως μάρτυρας στην εκδίκαση της αγωγής του . ……………., που προαναφέρθηκε, ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Ο εναγόμενος τελούσε εξ αρχής εν γνώσει του ψεύδους των όσων εξέθετε για τον ενάγοντα στις παραπάνω εγκλήσεις του και παρά ταύτα τα ισχυρίστηκε, προκειμένου να πλήξει την προσωπικότητα, την τιμή και την υπόληψή του ως ατόμου, αφού τον εμφάνιζε να έχει τελέσει ψευδορκία και ψευδή ανωμοτί κατάθεση ενώπιον ικανού αριθμού προσώπων (δικαστών, εισαγγελέων, δικαστικών επιμελητών κλπ ΟΛΑΠ(ΠΟΙΝ) 3/2021), φίλων και συγγενών. Τέλος, ενόψει του ψεύδους των εν λόγω ισχυρισμών του εναγομένου η ένσταση του άρθρου 367 παρ.1 παρ. γ ΠΚ, που ο τελευταίος προβάλλει, δεν τυγχάνει εφαρμογής, αφού αφορά στις περιπτώσεις της απλής δυσφήμησης, όχι, όμως και της συκοφαντικής δυσφήμησης, όπως εν προκειμένω, κατά τα ρητώς οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 367 παρ.2 ΠΚ. Κατόπιν των αποδειχθέντων ως άνω πραγματικών περιστατικών, ο ενάγων δικαιούται να λάβει χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράνομη και υπαίτια προσβολή του δικαιώματος στην προσωπικότητά του, εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγόμενου που συνίσταται στην τέλεση σε βάρος του των αξιόποινων πράξεων της συκοφαντικής δυσφήμισης, που συνιστούν και αδικοπραξία, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, αφού εμφάνισε αυτόν ως πρόσωπο που διαπράττει αδικήματα ιδιαίτερης απαξίας. Το ποσό αυτής πρέπει να καθορισθεί, ενόψει του είδους, της βαρύτητας, της έντασης, της διάρκειας και της επαναληπτικότητας της προσβολής, των συνθηκών τέλεσης αυτής, της υπαιτιότητας του εναγομένου, της επαγγελματικής και κοινωνικής κατάστασης των διαδίκων μερών, όπως αυτή καταδείχθηκε κατά τα ανωτέρω, με τη σημείωση ότι η οικονομική τους κατάσταση δεν αποδείχθηκε, στο ποσό των 5.000 €, το οποίο κρίνεται δίκαιο και εύλογο, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού, που απορρέει από τη συνταγματική αρχή του κράτους δικαίου (άρθρα 2§1 και 25§1 του Συντάγματος), λαμβανομένου υπόψη ότι η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης αποσκοπεί στην αποκατάσταση του ενάγοντος για την ηθική βλάβη που υπέστη, ώστε να απολαύει μίας δίκαιης και επαρκούς ανακούφισης και παρηγοριάς, και δεν αποτελεί μέσο πλουτισμού αυτής, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην νομική σκέψη που προηγήθηκε. Η καταβολή του ως άνω ποσού, αν και δεν μπορεί να εξαφανίσει τη ζημία και την ψυχική διατάραξη του ενάγοντος, είναι, εντούτοις, σε θέση να αμβλύνει, ως έναν βαθμό, τα δυσάρεστα συναισθήματα που προκάλεσε σε αυτόν η τέλεση της σε βάρος του προσβολής της προσωπικότητας απ’ τον εναγόμενο. Μετά ταύτα, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος -εκκαλών υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα – εφεσίβλητο για την αναφερόμενη στο σκεπτικό της παρούσας αιτία το ποσό των 5.000 ΕΥΡΩ, εντόκως νομίμως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Τέλος, μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος – εφεσιβλήτου για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί στον εναγόμενο – εκκαλούντα, λόγω της μερικής νίκης και μερικής ήττας εκάστου διαδίκου μέρους (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 περ. α’ και β`, 68 παρ. 1 και 69 παρ. 1 – 2 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων», ΟλΑΠ 6/2021 ΕλλΔνη 63 411), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση του ηλεκτρονικού παράβολου (υπ’ αριθ. e-paravolo ………) στον καταθέσαντα εκκαλούντα.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθ. 1913/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την υπόθεση κατ’ ουσίαν.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 29-7-2021 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …………/30-7-2021 αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο εναγόμενος – εκκαλών υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα – εφεσίβλητο το ποσόν των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, εντόκως νομίμως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο – εκκαλούντα σε καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος – εφεσιβλήτου για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσόν των επτακοσίων (700) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στις 2.7.2024 στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ