Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 323/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός    323/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Λέκκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τον Γραμματέα Σ.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ………..η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Κοντοσέα [ΔΕ Γ. Κοντοσέας & Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία], με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Μονοπρόσωπης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “………..”, η οποία εδρεύει στην ……. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η πληρεξουσία δικηγόρος της Ευαγγελία Παπαντωνοπούλου.

Η εκκαλούσα – εφεσίβλητη ………, ήγειρε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 28.12.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ………../30.12.2021 αγωγή, σε βάρος της ήδη εκκαλούσας – εφεσίβλητης εταιρείας, επί της οποίας, συζητήσεως γενομένης την 20.9.2022, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, η με αριθμό 3871/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή  έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη.

Η εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό ενάγουσα ………., με την από 28.8.2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου …../7-9-2023 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………./8-9-2023 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου.

Την ίδια απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, προσβάλλει και η εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό εναγομένη και ήδη εκκαλούσα εταιρεία με την επωνυμία “………..”, με την από 20.6.2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ………./3-7-2023 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………/8-9-2023 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Κατά τη συζήτηση των ανωτέρω δικογράφων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, τα οποία συνεκφωνήθηκαν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, η πληρεξουσία δικηγόρος της εκκαλούσας – εφεσιβλήτου – εναγομένης εταιρείας, αφού έλαβε το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας – εφεσίβλητου – ενάγουσας, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες α) από 28.8.2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ……/7-9-2023 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. …………./8-9-2023 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εκκαλούσας – ενάγουσας [Α έφεση] και β) από 20.6.2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ……../3-7-2023 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……/8-9-2023 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εκκαλούσας – εναγομένης [Β έφεση], που στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. ……/15.12.2022 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε επί της από 28.12.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ………../30.12.2021 αγωγής, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ), με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η ανωτέρω αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία των δύο ετών από της δημοσιεύσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως στις 15.12.2022, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε, οι ένδικες εφέσεις, αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή τους (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ. α΄ του N.2172/1993), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό τη διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω, κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.

ΙΙ. Η ενάγουσα, ……., με την ένδικη από 28.12.2021 αγωγή της, ισχυρίσθηκε ότι, κατόπιν συμβάσεων ναυτικής εργασίας που κατήρτισε με την εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία “…………..”, ναυτολογήθηκε πέντε (5) φορές με την ειδικότητα της Επικούρου και απασχολήθηκε, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, χρονικά διαστήματα, εντός της χρονικής περιόδου από 21.11.2019 έως 1.11.2021, στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίο «ΝΡ», κόρων ολικής χωρητικότητας (κ.ο.χ.) 14.640,10, αντί συμφωνηθείσας αμοιβής των προβλεπομένων αποδοχών (μηνιαίου μισθού και επιδομάτων) από τη Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) για τα μέλη των πληρωμάτων των  Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2019. Η ίδια ισχυρίσθηκε περαιτέρω ότι, ενόψει των ανωτέρω συμβάσεων, ναυτολογήθηκε και εργάσθηκε καθόλα τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, με την ειδικότητα της Επικούρου, παρείχε δε τις υπηρεσίες της στο εν λόγω πλοίο, που εκτελούσε καθημερινά, κατά τον ένδικο χρόνο, τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο δρομολόγια μεταξύ ελληνικών λιμένων, εργαζομένη ημερησίως επί δέκα πέντε [15] ώρες. Με βάση τα περιστατικά αυτά και υποστηρίζοντας περαιτέρω ότι απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των συμφωνημένων αποδοχών της, που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας της κατά τις καθημερινές ημέρες, τις ημέρες Κυριακής, Σαββάτου και αργιών, το σύνολο των αναλογούντων στον χρόνο εργασίας της επιδομάτων εορτών, χωρίς να λάβει αποζημίωση απολύσεως λόγω της μονομερούς, εκ μέρους του πλοιάρχου του ανωτέρω πλοίου, καταγγελίας της πρώτης των ενδίκων συμβάσεως εργασίας της την 19.1.2020, ανερχομένης στις αποδοχές δεκαπέντε ημερών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 72 επ. του ΚΙΝΔ, τις πλήρεις αποδοχές ενός μηνός, κατά τις διατάξεις του άρθρου 60 του ΚΙΝΔ, διότι αν και την 10.3.2020, προσελήφθη αντί μισθού συμφωνημένου κατά μήνα, απολύθηκε προ της συμπληρώσεως ενός μηνός και δη την 24.3.2020, λόγω διακοπής των δρομολογίων του πλοίου συνεπεία επιθεώρησης αυτού και αποζημίωση για μη χορήγηση είκοσι πέντε αδειών διανυκτέρευσης που εδικαιούτο, ζητούσε, όπως παραδεκτά με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναλήφθηκε στις πρωτόδικες προτάσεις της [άρθρα 223, 295§1 και 297 ΚΠολΔ], να της επιδικαστεί, δι’ αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής, καταψηφιστικώς το ποσό των ευρώ 23.068,07 για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησής της κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, Σαββάτου και αργιών, αφετέρου δε αναγνωριστικώς το συνολικό ποσό των ευρώ 9.487,81 και δη το ποσό των ευρώ 559,75 για διαφορά αναλογίας Δώρου Πάσχα 2020, το ποσό των ευρώ 2.023,22 για διαφορά αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων 2020, το ποσό των ευρώ 682,49 για διαφορά αναλογίας Δώρου Πάσχα 2021, το ποσό των ευρώ 1.771,17 για διαφορά αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων 2021, το ποσό των ευρώ 2.296,65 ως αποζημίωση συνεπεία της απόλυσής της την 19.1.2020, το ποσό των ευρώ 1.282,25 για τις υπολειπόμενες, έως της συμπληρώσεως αποδοχών ενός μηνός, αποδοχές της, κατά τις διατάξεις του άρθρου 60 του ΚΙΝΔ και το ποσό των ευρώ 872,28 ως αποζημίωση για μη χορηγηθείσες άδειες διανυκτερεύσεως. Τα ανωτέρω ποσά, η ενάγουσα αξίωσε νομιμότοκα από της τελευταίας αποναυτολογήσεώς της την 1.11.2021, άλλως από της επιδόσεως της ένδικης αγωγής. Ζητούσε, τέλος, να υποχρεωθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ’ αριθμ. 3871/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία αφού έγινε δεκτή, ως ορισμένη και νόμιμη η ένδικη αγωγή, ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 648, 652, 653, 655 ΑΚ, 68, 70, 74, 176, 907 και 908 παρ. 1 περ. ε’ ΚΠολΔ, άρθρα 1, 2, 53, 54, 60, 82, 84, 105 και 106 του Κ.Ι.Ν.Δ, άρθρο μόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82. «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς», της ΣΣΝΕ πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων έτους 2019, που κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β’ 3170/12-8-2019), πλην (α) του αιτήματος συνυπολογισμού, στις αποδοχές της αιτουμένης αποζημίωσης απολύσεως, της αναλογία των επιδομάτων εορτών, διότι, όπως κρίθηκε, τα εν λόγω επιδόματα εορτών, φέρουν έκτακτο χαρακτήρα, καλύπτοντας αυξημένες οικονομικές υποχρεώσεις των εργαζομένων στις συγκεκριμένες χρονικές περιόδους και δεν δίδονται ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τους και β) του παρεπόμενου αιτήματος περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, κατά το αναγνωριστικό της μέρος, ακολούθως αυτή (ένδικη αγωγή), έγινε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της και επιδικάσθηκε στην ενάγουσα καταψηφιστικώς το ποσό των ευρώ 12.884,20, ως υπόλοιπο οφειλομένης αμοιβής της για την υπερωριακή αυτής απασχόληση κατά τις τριακόσιες ογδόντα πέντε [385] καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, εξήντα πέντε [65] ημέρες Σαββάτου και δέκα εννέα [19] ημέρες αργίας που εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο, διότι κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, η ενάγουσα εργαζόταν επί δώδεκα [12] ώρες καθ’ εκάστη ημέρα, απορριφθείσας της αγωγής ως αβάσιμης στην ουσία της καθό μέρος η ενάγουσα αξίωνε αμοιβή για υπερωριακή της απασχόληση δέκα πέντε [15] ωρών ημερησίως και αφού δέχθηκε ως βάσιμη στην ουσία της την περί μερικής καταβολής ένσταση της εναγομένης για το ποσό των ευρώ 6.289,23 και αναγνωριστικώς το συνολικό ποσό των ευρώ 7.437,72 και δη το ποσό των ευρώ 387,71 για διαφορά αναλογίας επιδόματος εορτών Πάσχα έτους 2020, αφού δέχθηκε ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της την περί μερικής καταβολής ένσταση της εναγομένης για το ποσό των ευρώ 350,49, το ποσό των ευρώ 1.405,22 για διαφορά αναλογίας επιδόματος εορτών Χριστουγέννων έτους 2020, αφού δέχθηκε ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της την περί μερικής καταβολής ένσταση της εναγομένης για το ποσό των ευρώ 1.221,15, το ποσό των ευρώ 497,15 για διαφορά αναλογίας επιδόματος εορτών Πάσχα έτους 2021, το ποσό των ευρώ 1.288,63 για διαφορά αναλογίας επιδόματος εορτών Χριστουγέννων έτους 2021, το ποσό των ευρώ 1.704,55 ως αποζημίωση απολύσεως, αφού κατά το αποδεικτικό της πόρισμα η πρώτη των ενδίκων ναυτολογήσεων της ενάγουσας ελύθη την 19-1-2020, κατόπιν καταγγελίας εκ μέρους του πλοιάρχου του ανωτέρω πλοίου, χωρίς να προηγηθεί παράπτωμα αυτής (εναγούσης), το ποσό των ευρώ 1.282,18 ως υπόλοιπο αποδοχών αυτής έως της συμπληρώσεως αποδοχών ενός μηνιαίου μισθού κατά τους ορισμούς του άρθρου 60 του ΚΙΝΔ, αφού κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, η ενάγουσα προσελήφθη την 10.3.2020, προκειμένου να εργασθεί στο ανωτέρω πλοίο, πλην όμως η δεύτερη των ενδίκων ναυτολογήσεων ελύθη την 24.3.2020, ήτοι πριν την πάροδο ενός μηνός από της ναυτολογήσεως της ενάγουσας, λόγω ετήσιας επιθεωρήσεως του εν λόγω πλοίου, υπολαμβάνοντας ότι η ενάγουσα προσελήφθη με μηνιαίο μισθό και το ποσό των 872,28 ευρώ, ως αποζημίωση για τη μη χορήγηση στην ενάγουσα από την εναγομένη είκοσι πέντε αδειών διανυκτέρευσης, νομιμοτόκως από την 2.11.2021, ήτοι την επομένη ημέρα της τελευταίας αποναυτολογήσεως της ενάγουσας, πλην του ποσού των ευρώ 1.288,63 που αφορά στην επιδικασθείσα αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων έτους 2021, το οποίο επιδικάσθηκε νομιμοτόκως από την 1-1-2022. Περαιτέρω, κήρυξε την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή για το ποσό των 6.000 ευρώ και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα μέρος της δικαστικής της δαπάνης και δη το ποσό των ευρώ εξακοσίων (600). Κατά της απόφασης αυτής, παραπονούνται τόσο η ενάγουσα όσο και η εναγομένη, ως εν μέρει ηττηθείσες στον πρώτο βαθμό, έχουσες έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη τους, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της ως άνω αποφάσεως, με τις συνεκδικαζόμενες με την παρούσα απόφαση εφέσεις τους. Ειδικότερα: 1) η ενάγουσα άσκησε κατά της ως άνω απόφασης την ανωτέρω, υπό στοιχείο Α, έφεσή της, με την οποία πλήττει αυτήν για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες εκτιμώμενες, ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αναφορικά με την κρίση του επί α) του αγωγικού κονδυλίου της διαφοράς της αμοιβής της για την παρασχεθείσα υπ’ αυτής υπερωριακή εργασία και συγκεκριμένα, με τον πρώτο λόγο έφεσης όσον αφορά τα αποδεικτικά πορίσματα της εκκαλουμένης αποφάσεως επί των ωρών της ημερήσιας απασχόλησής της στο πλοίο της εναγομένης, κατά το χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεών της σ’ αυτό, σύμφωνα με τα οποία εργαζόταν καθημερινά επί δώδεκα [12] ώρες και όχι επί δέκα πέντε [15] ώρες, όπως ισχυρίσθηκε με την αγωγή της, με αποτέλεσμα το ως άνω κονδύλιο να γίνει εν μέρει δεκτό ως κατ’ ουσίαν βάσιμο, β) επί των επίσης γενομένων εν μέρει δεκτών ως κατ’ ουσίαν βασίμων αγωγικών κονδυλίων διαφοράς επιδομάτων εορτών ετών 2020 και 2021 και συγκεκριμένα με τον δεύτερο λόγο έφεσης, όσον αφορά στα αποδεικτικά πορίσματα της εκκαλουμένης αποφάσεως και δη στον τρόπο υπολογισμού από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του ποσού, το οποίο έγινε δεκτό ότι της οφείλεται ως τέτοια αμοιβή, διότι, όπως διατείνεται, τούτο υπολογίσθηκε εσφαλμένα επί τη βάσει μικρότερων συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, συμπεριληφθέντος σ’ αυτό, χαμηλότερου ποσού ως μέσου όρου της αμοιβής της για την υπερωριακή της απασχόληση σε σχέση με το πράγματι οφειλόμενο, γ) επί του επίσης γενομένου εν μέρει δεκτού ως κατ’ ουσίαν βασίμου κονδυλίου αποζημιώσεως απολύσεως για τη λύση της συμβάσεως ναυτολογήσεώς της την 19.1.2020, με τον τρίτο λόγο εφέσεως κατά το πρώτο σκέλος του, όσον αφορά στον τρόπο υπολογισμού από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του ποσού, το οποίο έγινε δεκτό ότι της οφείλεται ως τέτοια αμοιβή, διότι, όπως διατείνεται, τούτο υπολογίσθηκε εσφαλμένα επί τη βάσει μικρότερων συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών της, συμπεριληφθέντος σ’ αυτό, χαμηλότερου ποσού ως μέσου όρου της αμοιβής της για την υπερωριακή της απασχόληση σε σχέση με το πράγματι οφειλόμενο, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, επί του οποίου πλήττονται και από πλευράς εσφαλμένης εφαρμογής των σχετικών διατάξεων της εν προκειμένω κριθείσας ως εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε., διότι, με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου εφέσεως η ενάγουσα – εκκαλούσα, ισχυρίζεται ότι, εσφαλμένως υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως δεν συνυπολογίσθηκε στις τακτικές αποδοχές, με βάση τις οποίες υπολογίσθηκε η αποζημίωση απολύσεώς της και ο μέσος όρος των επιδομάτων εορτών και δ) κατά κακή εφαρμογή του νόμου και δη της διατάξεως του άρθρου 14 παρ. 3 της, εφαρμοζομένης εν προκειμένω ΣΣΝΕ, πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων έτους 2019, επεδίκασε το αναλογούν επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2021, νομιμοτόκως από την 1.1.2022 και όχι από της τελευταίας αποναυτολογήσεώς της. Ζητείται δε, με την εν λόγω έφεση, η εξαφάνιση της ως άνω απόφασης, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια αυτής που βλάπτουν την εκκαλούσα, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και αναδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή της ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης και της αμοιβής του πληρεξουσίου της δικηγόρου, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας. 2) Η εναγόμενη άσκησε την υπό στοιχείο Β έφεσή της, με την οποία πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση, για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και έλλειψη, άλλως πλημμελή αιτιολογία από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αναφορικά με την κρίση του α) επί του κονδυλίου της διαφοράς της αμοιβής της υπερωριακής απασχόλησης της ενάγουσας, ως προς το οποίο (κονδύλιο) με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι, εάν είχαν εκτιμηθεί ορθά τα προσαχθέντα από την ίδια αποδεικτικά μέσα, που κατονομάζει και είχαν ληφθεί υπόψη οι ισχυρισμοί που επίσης παραθέτει στην έφεση της, θα είχε γίνει δεκτό ότι αυτή (ενάγουσα) δεν εργαζόταν υπερωριακά επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως και σε κάθε περίπτωση, η καταβληθείσα στην ενάγοντα υπ’ αυτής υπερωριακή αμοιβή εκάλυπτε πλήρως την τυχόν υπερωριακή της απασχόληση, ώστε να μην τίθεται θέμα καταβολής επί πλέον υπερωριακής αμοιβής, κατά δε το δεύτερο σκέλος του ιδίου λόγου εφέσεως, διότι δεν έλαβε υπόψη της τον νόμιμα προταθέντα ισχυρισμό της περί καταβολής έναντι της εν λόγω αιτίας, πέραν του ποσού των ευρώ 6.289,23, το οποίο έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως και του ποσού των ευρώ (6.301,96 μείον 6.289,23=) 12,73, (β) επί των γενομένων δεκτών, ως εν μέρει κατ’ ουσίαν βασίμων, κονδυλίων δώρων εορτών των ετών 2020 και 2021, ως προς τα οποία (κονδύλια) με τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσής της ειδικότερα ισχυρίζεται ότι, υπολογίσθηκαν εσφαλμένα επί τη βάσει, συμπεριληφθέντος σ’ αυτά μη ανταποκρινόμενο στην πραγματικότητα, ποσού ως μέσου όρου αμοιβής της ενάγουσας για την υπερωριακή αυτής απασχόληση, επιπλέον δε, ειδικώς όσον αφορά στο αναλογούν Δώρο Πάσχα 2021, η εκκαλουμένη απόφαση, κατ’ εκτίμηση του εν λόγω λόγου εφέσεως, προσβάλλεται και για το λόγο ότι κατ΄ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων η περί μερικής καταβολής ένσταση της εναγομένης έγινε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της μόνον για το ποσό των ευρώ 440,35 αν και αυτή απέδειξε με έγγραφες αποδείξεις που προσεκόμισε ότι, η ενάγουσα, για την εν λόγω αιτία, έλαβε συνολικά το ποσό των 610,57 ευρώ, (γ) επί του γενομένου δεκτού ως βασίμου στην ουσία του κονδυλίου αποζημιώσεως της ενάγουσας για μη χορήγηση των, από το νόμο προβλεπομένων, αδειών διανυκτέρευσης, ως προς το οποίο (κονδύλιο) με τον τρίτο λόγο εφέσεώς της ειδικότερα ισχυρίζεται ότι, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ότι η ενάγουσα δεν έλαβε τις αναφερόμενες στην αγωγή είκοσι πέντε [25] διανυκτερεύσεις αν και αυτή πράγματι έλαβε τις νόμιμες διανυκτερεύσεις, για όσες δε άδειες διανυκτέρευσης δεν της χορηγήθηκαν έλαβε τη νόμιμη αποζημίωσή της και επιπλέον, κατά πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το αποδεικτικό της πόρισμα έγινε δεκτό ότι η ενάγουσα για την εν λόγω αιτία έλαβε μόνον το ποσό των 225,22 ευρώ, ενώ όπως η ίδια (εναγομένη) απέδειξε δι’ εγγράφων, για την εν λόγω αιτία κατέβαλε στην ενάγουσα το ποσό των 404,33 ευρώ, κονδύλιο, οι παραδοχές της εκκαλουμένης αποφάσεως, επί του οποίου, πλήττονται και για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και δη της διατάξεως του άρθρου 16 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ, καθόσον δέχθηκε ότι η ενάγουσα εδικαιούτο τις αναφερόμενες στην αγωγή διανυκτερεύσεις και για τους μήνες Ιανουάριο 2020, Απρίλιο 2020, Φεβρουάριο 2021 και Σεπτέμβριο 2021, ενώ η ενάγουσα δεν εργάσθηκε καθόλη τη διάρκεια των ανωτέρω μηνών επί του εν λόγω πλοίου και (δ) επί των γενομένων εν μέρει δεκτών ως βασίμων στην ουσία τους κονδυλίων (ι) αποζημιώσεως της ενάγουσας  συνεπεία της απολύσεώς της την 19.1.2020 και (ιι) των υπολοίπων, έως της συμπληρώσεως των τακτικών αποδοχών ενός μηνός, αποδοχών που επεδίκασε στην ενάγουσα ενόψει της λύσεως της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων προ της συμπληρώσεως ενός μηνός από της ναυτολογήσεως αυτής, ως προς τα οποία (κονδύλια) με τον τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσής της, πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς επίσης και διότι, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, απορρίφθηκε η παραδεκτώς ασκηθείσα υπ’ αυτής ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος ως απαράδεκτη με την εκκαλουμένη απόφαση, εκ του λόγου ότι αυτή (ένσταση), δεν αναπτύχθηκε και προφορικά κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, παραβλέποντας εν τούτοις κατά την εκκαλούσα – εναγομένη, ότι ως γνήσια ένσταση, η περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος τοιαύτη, δεν απαιτείται όπως προβάλλεται πανηγυρικώς, αρκούντος του γενικού αιτήματος αυτής περί απόρριψης της αγωγής. Τέλος, με τον ίδιο λόγο έφεσης, η εναγομένη πλήττει την  εκκαλουμένη απόφαση και για το λόγο ότι η επιδικασθείσα αποζημίωση απολύσεως αναγνωρίσθηκε ότι οφείλεται στην ενάγουσα, με το νόμιμο τόκο από της τελευταίας αποναυτολογήσεως της, αν και η εν λόγω αποζημίωση δεν θεωρείται μισθός και, ως εκ τούτου, δεν υπάρχει δήλη ημέρα περί την καταβολή της. Ζήτησε δε με την έφεσή της, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτως ώστε ν’ απορριφθεί στο σύνολό της η, σε βάρος τους ασκηθείσα ανωτέρω, αγωγή, καθώς επίσης την καταδίκη της ενάγουσας στη δικαστική της δαπάνη, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

ΙΙΙ. Από την εκτίμηση της, περιεχομένης στην από 09-09-2022 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Δικηγόρου Πειραιώς …….., ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος ………., η οποία ελήφθη, με την επιμέλεια της ενάγουσας και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατά τα άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ, κλητεύσεως της αντιδίκου της, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. ………/5-9-2022 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….., χωρίς το γεγονός ότι αυτή τυγχάνει αντίδικος της εναγομένης, εκ του λόγου ότι έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, ιδική της, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει την αποδεικτική αξία των λεγομένων της (ΕφΑθ 3879/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 698/2003 ΑχΝομ 2004.266), όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη, μη εξαρτώντας εκ του λόγου τούτου συμφέρον από την παρούσα δίκη, όπως η ίδια διατείνεται στα πλαίσια του δευτέρου λόγου της ένδικης έφεσής της, ενόψει μάλιστα του ότι, ήδη η διάταξη του άρθρου 400 αρ. 3 ΚΠολΔ κατά το οποίο «Δεν εξετάζονται, όταν κληθούν ως μάρτυρες,1) …,2) …, 3) πρόσωπα που μπορεί να έχουν συμφέρον από τη δίκη», καταργήθηκε με το άρθρο  δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, της, περιεχομένης στη με αριθμό …/19-9-2022 ένορκη βεβαίωση του Ειρηνοδίκη Πειραιά, ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος …………, η οποία ελήφθη με επιμέλεια της εναγομένης, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατά τα άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ, κλήτευσης της αντιδίκου της, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. ……/14-9-2022 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……., οι καταθέσεις των οποίων (μαρτύρων ………. και …………..) σταθμίζονται, κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας τους, καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά κατωτέρω, τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατά τα άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ αλλά και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), απεδείχθησαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές, πέντε (5) συνολικά, συμβάσεις παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκαν όλες στον Πειραιά, μεταξύ της ενάγουσας, Ελληνίδας, απογεγραμμένης ναυτικού και κατόχου του με αριθμό …… ΑΑε ναυτικού φυλλαδίου και της εναγομένης, μονοπρόσωπης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου με την ονομασία “ΝΡ”, νηολογημένου στο λιμένα του Πειραιώς, με αύξοντα αριθμό εγγραφής ……, ολικής χωρητικότητας 14.640,10 κόρων, η ενάγουσα ναυτολογήθηκε και απασχολήθηκε στο ανωτέρω πλοίο με την ειδικότητα της Επικούρου. Ειδικότερα, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, αποδεικτικά πορίσματα της οποίας (εκκαλουμένης αποφάσεως) δεν πλήττονται με τις ένδικες εφέσεις, η ενάγουσα (α) ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο την 21.11.2019 και εργάσθηκε σε αυτό με την ανωτέρω ειδικότητα, ως μέλος του οργανωμένου πληρώματός του, έως την 19.1.2020, οπότε απολύθηκε «λόγω αδείας έως 19.2.2022», (β) ναυτολογήθηκε εκ νέου στο ανωτέρω πλοίο την 10.3.2020 και εργάσθηκε σε αυτό με την ανωτέρω ειδικότητα έως την 24.3.2020, οπότε απολύθηκε λόγω ετήσιας επιθεωρήσεως του ανωτέρω πλοίου, (γ) ναυτολογήθηκε εκ νέου στο ανωτέρω πλοίο την 13.4.2020 και εργάσθηκε σε αυτό με την ανωτέρω ειδικότητα έως την 30.10.2020, οπότε απολύθηκε «λόγω ασθενείας», (δ) ναυτολογήθηκε εκ νέου στο ανωτέρω πλοίο την 24.2.2021 και εργάσθηκε σε αυτό με την ανωτέρω ειδικότητα έως την 24.8.2021, οπότε απολύθηκε «λόγω ασθενείας» και τέλος (ε) ναυτολογήθηκε εκ νέου στο ανωτέρω πλοίο την 11.9.2021 και εργάσθηκε σε αυτό με την ανωτέρω ειδικότητα έως την 1.11.2021, οπότε απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» αυτής και του πλοιάρχου του ανωτέρω πλοίου. Όπως ομοίως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς η σχετική κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου να πλήττεται από τους διαδίκους με τις ένδικες εφέσεις τους, δυνάμει σχετικής συμφωνίας των διαδίκων, επί των ενδίκων συμβάσεων ναυτολόγησης της ενάγουσας, τυγχάνει εφαρμογής, όσον αφορά στις αποδοχές και τους εν γένει όρους παροχής της εργασίας της, η ΣΣΝΕ των μελών των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, η οποία υπεγράφη την 8.7.2019 και κυρώθηκε την 24.7.2019 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β΄ 3170/2019). Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 της ως άνω εφαρμοζομένης εν προκειμένω ΣΣΝΕ, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα, ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά την Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜΕΠειρ 328/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕΠειρ 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΕφΠειρ. 735/2006 ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005 ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 11 και 13 § 5), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 18). Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ της ίδιας ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους ÷ 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2), ενώ, κατά το άρθρο 18 § 2, για τον υπολογισμό των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αργίας ανά μήνα πολλαπλασιάζεται ο μέσος μηνιαίος όρος αργιών (16 αργίες ετησίως δια 12 μήνες = 1,33) με τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης για κάθε αργία (1,33 Χ 8 ώρες = 10,67 ώρες μηνιαίως). Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, κατά τη ΣΣΝΕ του έτους 2019 (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4 και 15 §§ 1, 2), η οποία εφαρμόζεται επί των ενδίκων ναυτολογήσεων της ενάγουσας, ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του Επικούρου ορίστηκε σε εννιακόσια εξήντα πέντε ευρώ και ογδόντα επτά λεπτά (965,87 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας, δηλαδή σε διακόσια δώδεκα ευρώ και σαράντα εννέα λεπτά (212,49 €), το ημερήσιο αντίτιμο της σε είδος παρεχομένης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτά (19,98 €), δηλαδή σε πεντακόσια ενενήντα εννέα ευρώ και σαράντα λεπτά (19,98 € Χ 30 ημέρες = 599,40 €) μηνιαίως, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα έξι ευρώ και εξήντα τέσσερα λεπτά του ευρώ (36,64 €), οι αποδοχές της αδείας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια τέσσερα ευρώ και τέσσερα λεπτά {(965,87 € + 212,49 € + 599,40 €: 22 Χ 5 ημέρες = 404,04€ (κατόπιν στρογγυλοποίησης)}, το ωρομίσθιο του Επικούρου καθορίσθηκε στο χρηματικό ποσό των πέντε ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (5,58 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε έξι ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτά (6,98 €) και σε οκτώ ευρώ και τριάντα επτά λεπτά (8,37 €), αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες αποδοχές της ενάγουσας κατά τις ένδικες ναυτολογήσεις της στο πλοίο της εναγομένης, ανέρχονταν σε (965,87 € + 212,49  € + 599,40 € + 36,64 € + 404,04 =) δύο χιλιάδες διακόσια δέκα οκτώ ευρώ και σαράντα τέσσερα λεπτά (2.218,44 ευρώ), πλην όμως, η ενάγουσα με την ένδικη αγωγή της προσδιορίζει το επίδομα αδείας σε ευρώ 367,71 μηνιαίως με αποτέλεσμα, κατά την αγωγή, οι ελάχιστες νόμιμες αποδοχές αυτής (ενάγουσας), κατά το επίδικο διάστημα, να ανέρχονται σε (965,87 € + 212,49  € + 599,40 € + 36,64 € + 367,71 =) δύο χιλιάδες εκατόν ογδόντα δύο ευρώ και ένδεκα λεπτά (2.182,11 ευρώ), επί του οποίου ποσού υπολογίσθηκαν με την εκκαλουμένη απόφαση και οι επίδικες απαιτήσεις (άρθρο 106 ΚΠολΔ). Αποδείχθηκε, επίσης, ότι το ανωτέρω πλοίο κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεων της ενάγουσας σ’ αυτό, διενεργούσε τακτικούς ακτοπλοϊκούς πλόες, οι οποίοι είχαν αφετηρία τον λιμάνι του Πειραιά και κυρίους προορισμούς τη νήσο Μυτιλήνη, δια μέσου περισσότερων λιμένων, με επιστροφή, μέσω των ιδίων λιμένων, στον Πειραιά και το λιμάνι του Ηρακλείου της Κρήτης, με επιστροφή στον Πειραιά, καθώς επίσης και το λιμάνι των Χανίων Κρήτης με επιστροφή. Ειδικότερα, απεδείχθη ότι, το εν λόγω πλοίο εκτελούσε τα ακόλουθα δρομολόγια: [Α] Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2020, οπότε ξεκινά η ένδικη περίοδος έως 19.1.2020, κάθε Δευτέρα αφού κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά περί ώρας 06.30, απέπλεε εκ νέου περί ώρα 20.00 για Χίο (αφ. 04.15 της επομένης ημέρας Τρίτης– αναχ. 04.45), Μυτιλήνη (αφ. 07.45 – αναχ. 18.00), Χίο (αφ. 21.00 – αναχ. 21.30), Οινούσσες (αφ. 22.00 – αναχ. 22.10), Ψαρά όπου κατέπλεε την επομένη ημέρα της Τετάρτης ώρα 00.10 απ’ όπου απέπλεε ώρα 00.20 για Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 06.55 και απέπλεε εκ νέου την ίδια ημέρα ώρα 20.00 για Χίο, όπου κατέπλεε ώρα 04.15 της επομένης ημέρας Πέμπτης απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 04.45 της ίδιας ημέρας για Μυτιλήνη (αφ. 07.45 – αναχ. 19.00) για Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 06.30 της επομένης ημέρας Παρασκευής και απέπλεε την ίδια ημέρα ώρα 20.00 για Ψαρά όπου κατέπλεε ώρα 02.40 της επομένης ημέρας Σαββάτου και απέπλεε την ίδια ημέρα ώρα 02.50 για Οινούσσες (αφ. 04.45- αναχ. 04.55), Χίο (αφ. 05.25 – αναχ. 05.55), Μυτιλήνη (αφ. 8.50), απ’ όπου αναχωρούσε εκ νέου την επομένη ημέρα Κυριακής ώρα 19.00 για Χίο (αφ. 22.00 – αναχ. 22.30) για Πειραιά, όπου κατέπλεε την επομένη ημέρα Δευτέρα και συνέχιζε το ανωτέρω δρομολόγιο. [Β] Κατά τα χρονικά διαστήματα από 10.3.2020 έως και 24.3.2020, από 3.6.2020 έως 1.7.2020, από 20.9.2020 έως 30.10.2020 και από 18.3.2021 έως 12.5.2021 και από 2.10.2021 έως 1.11.20201: Το πλοίο ανά δύο ημέρες αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 21.00 με προορισμό το Ηράκλειο Κρήτης όπου κατέπλεε ώρα 06.00 της επομένης ημέρας απ’ όπου αναχωρούσε την ίδια ημέρα ώρα 21.00 με προορισμό τον Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 06.00 της επομένης ημέρας. Ειδικώς, κατά το χρονικό διάστημα από 13.4.2020 έως 2.6.2020 το πλοίο ανά δύο ημέρες αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 21.00 με προορισμό το λιμάνι των Χανίων Κρήτης, όπου κατέπλεε ώρα 06.00 της επομένης ημέρας απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 22.00 με προορισμό τον Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 06.30 της επομένης ημέρας. Ειδικώς, κατά το χρονικό διάστημα από 18.3.2021 έως 12.5.2021 κάθε Κυριακή το πλοίο παρέμενε στο λιμάνι του Πειραιά και αναχωρούσε εκ νέου κάθε Δευτέρα ώρα 21.00 για το Ηράκλειο, όπου κατέπλεε ώρα 06.00 της επομένης ημέρας. Γ] Κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2020 έως και 19.9.2020: Κάθε Τρίτη, το πλοίο κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 06.35 και απέπλεε ώρα 20.00 για Χίο, όπου κατέπλεε ώρα 04.15 της επομένης ημέρας Τετάρτης, απ’ όπου απέπλεε εκ νέου την ίδια ημέρα ώρα 05.00 για Μυτιλήνη (αφ. 07.50 – αναχ. 19.00), Χίο (αφ. 21.50 – αναχ. 22.20), Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 06.35 της επομένης ημέρας Πέμπτης και αναχωρούσε την ίδια ημέρα ώρα 20.00 για Χίο (αφ. 04.15 της επομένης ημέρας Παρασκευής – αναχ. 05.00), Μυτιλήνη (αφ. 07.50 – αναχ. 19.00), Χίο (αφ. 21.50 – αναχ. 22.20 για Πειραιά όπου κατέπλεε την επομένη ημέρα (Σάββατο) ώρα 07.25 και απέπλεε εκ νέου ώρα 20.00 της επομένης ημέρας Κυριακής για Χίο (αφ. 04.15 της επομένης ημέρας Δευτέρας – αναχ. 05.00), Μυτιλήνη (αφ. 07.50 – αναχ. 19.00), Χίο (αφ. 21.50- αναχ. 22.00) Πειραιάς (αφ. ώρα 06.35 της επομένης ημέρας Τρίτης απ’ όπου αναχωρούσε την ίδια ημέρα ώρα 20.00 και συνέχιζε το ανωτέρω δρομολόγιο. Την 1.7.2020, ημέρα Τετάρτη, το πλοίο αναχώρησε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 20.00′ για Σύρο (αφ. 00.40 – αναχ. 01.05) – Πάρο (αφ. 02.30 – αναχ. 03.00) – Νάξο (αφ. 04.00 – αναχ. 04.30) – Πειραιάς (αφ. 10.15 – αν. 20.00 της Πέμπτης 2.7.2020) – Χίο (αφ. 04.15 –  αναχ. 05.00’ της ημέρας Παρασκευής 3.7.2020) – Μυτιλήνη (αφ. 07.50′ – αναχ. 19.00) – Χίο (αφ. 21.50 – αναχ. 22.20) – Πειραιά όπου κατέπλευσε ώρα 07.25 της ημέρας Σαββάτου της 4.7.2020. Κατά τις ημέρες Σαββάτου της 18.7.2020 και 25.7.2020, το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 11.30 για Σύρο (αφ. 16.10 – αναχ. 16.30), Πάρο (αφ. 17.55 – αναχ. 18.20), Νάξο (αφ. 19.20 – αναχ. 19.50), Πειραιάς, όπου κατέπλευσε ώρα 01.35 της ημέρας Κυριακής (19.7.2020 και 26.7.2020, αντίστοιχα). Κατά τις ημέρες Σαββάτου της 1.8.2020 και 8.8.2020, το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 11.00 για Χίο (αφ. 19.00 – αναχ. 19.30), Μυτιλήνη (αφ. 22.20 – αναχ. 23.59), Χίο (αφ. 02.50 της επομένης ημέρας – αναχ. 03.20), Πειραιά (αφ. 11.20) οπότε συνέχισε το ίδιο ως άνω δρομολόγιο. Τέλος την ημέρα Σαββάτου της 22.8.2020, το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 19.00 για Χίο όπου κατέπλευσε ώρα 02.50 της επομένης ημέρας Κυριακής (23.8.2020) και απέπλευσε ώρα 03.10 για Μυτιλήνη (αφ. 05.50 – αναχ. 08.00), Χίο (αφ. 10.40 – αναχ. 11.10 ), Πειραιάς (αφ. 19.00 – αναχ. 21.00), Χίο (αφ. 05.15 – αναχ. 06.00), Μυτιλήνη (αφ. 08.50 – αναχ. 19.00), Χίο (αφ. 21.50 – αναχ. 22.20) κατέπλευσε δε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 06.35 της επομένης ημέρας Δευτέρας της 24.8.2020 και συνέχισε το ως άνω δρομολόγιο. [Δ] Κατά το χρονικό διάστημα από 24.2.2021 έως 17.3.2021: Κάθε Δευτέρα κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 06.30 και απέπλεε από αυτό την ίδια ημέρα ώρα 20.00 για Χίο (αφ. 04.15 της επομένης ημέρας Δευτέρας – αναχ. 05.00), Μυτιλήνη (αφ. 08.00 – αναχ. 18.00), Χίο (αφ. 21.00 – αναχ. 21.30), Οινούσσες (αφ. 22.00 – αναχ. 22.10), Ψαρά (αφ. 00.10 της επομένης ημέρας Τετάρτης – αναχ. 00.20), Πειραιά (αφ. 06.55) απ’ όπου απέπλεε την ίδια ημέρα ώρα 20.00 για Χίο (αφ. 04.15 της επομένης ημέρας Πέμπτης – αναχ. 05.00), Μυτιλήνη (αφ. 08.00 – αναχ. 19.00), Χίο (αφ. 22.00 – αναχ. 22.30), Πειραιάς (αφ. 06.30 της επομένης ημέρας Παρασκευής) απ’ όπου απέπλεε την ίδια ημέρα ώρα 20.00 για Ψαρά (αφ. 02.40 της επομένης ημέρας Σαββάτου – αναχ. 02.50), Οινούσσες (αφ. 04.45 – αναχ. 04.55), Χίος (αφ. 05.25 – αναχ. 06.10), Μυτιλήνη (αφ. 09.05) απ’ όπου απέπλεε εκ νέου την επομένη ημέρα Κυριακή ώρα 19.00 για Χίο (αφ. 22.00 – αναχ. 22.30) για Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 06.30 της επομένης ημέρας και συνέχιζε το ανωτέρω δρομολόγιο. [Ε] Κατά το χρονικό διάστημα από 13.5.2021 έως 13.6.2021: Κάθε Τρίτη, το πλοίο κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 07.20 και απέπλεε ώρα 20.00 για Πάρο όπου κατέπλεε ώρα 00.25 της επομένης ημέρας Τετάρτης, απ’ όπου απέπλεε την ίδια ημέρα ώρα 00.55 για Χίο (αφ. 05.40 – αναχ. 06.10), Μυτιλήνη (αφ. 08.45 – αναχ. 19.00), Χίο (αφ. 21.50 – αναχ. 22.20), Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 07.20 της επομένης ημέρας Πέμπτης και αναχωρούσε την ίδια ημέρα ώρα 20.00 για Χίο (αφ. 05.00 της επομένης ημέρας Παρασκευής – αναχ. 05.30), Μυτιλήνη (αφ. 08.20 – αναχ. 19.00), Χίο (αφ. 21.50 – αναχ. 22.20), Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 07.20 της επομένης ημέρας Σαββάτου και αναχωρούσε την ίδια ημέρα ώρα 11.00 για Κω (αφ. 21.45 – αναχ. 22.30) Ρόδο (αφ. 01.40 επομένης ημέρας Κυριακής – αναχ. 03.40) Πειραιάς (αφ. 15.50 της ίδιας ημέρας, απ’ όπου απέπλεε ώρα 20.00 της ίδιας ημέρας για Χίο (αφ. 03.30 της επομένης ημέρας Δευτέρας – αναχ. 04.00), Μυτιλήνη (αφ. 08.20 – αναχ. 19.00), Μεστά Χίου (αφ. 23.20 – αναχ. 23.59 για Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 07.20 της επομένης ημέρας Τρίτης και συνέχιζε το ανωτέρω δρομολόγιο. Την 10.6.2021 ημέρα Πέμπτη το πλοίο αναχώρησε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 23.00 για Χίο όπου κατέπλευσε ώρα 07.15 της επομένης ημέρας Παρασκευής  – αναχ. 07.45) για Μυτιλήνη (αφ. 10.50 – αναχ. 19.00) συνέχισε δε το ίδιο ως άνω δρομολόγιο. [ΣΤ] Κατά το χρονικό διάστημα από 14.6.2021 έως 4.7.2021: Κάθε Τρίτη, το πλοίο κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 06.35 και απέπλεε ώρα 20.00 για Χίο, όπου κατέπλεε ώρα 06.25 της επομένης ημέρας Τετάρτης, απ’ όπου απέπλεε την ίδια ημέρα ώρα 06.55 για, Μυτιλήνη (αφ. 09.35 – αναχ. 19.00), Χίο (αφ. 21.50 – αναχ. 22.20), Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 06.35 της επομένης ημέρας Πέμπτης και αναχωρούσε την ίδια ημέρα ώρα 20.00 για Χίο (αφ. 04.55 της επομένης ημέρας Παρασκευής – αναχ. 05.25), Μυτιλήνη (αφ. 08.25 – αναχ. 19.00), Χίο (αφ. 21.50 – αναχ. 22.20), Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 06.35 της επομένης ημέρας Σαββάτου και αναχωρούσε την επομένη ημέρα Κυριακή ώρα 20.00 για Χίο (αφ. 04.15 της επομένης ημέρας Δευτέρας– αναχ. 04.45), Μυτιλήνη (αφ. 07.30 – αναχ. 19.00), Χίο (αφ. 21.50 – αναχ. 22.20) για Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 06.35 της επομένης ημέρας Τρίτης και συνέχιζε το ανωτέρω δρομολόγιο. Την 16.6.2021 ημέρα Τετάρτη το πλοίο αναχώρησε από το λιμάνι της Λέσβου ώρα 22.00 για Χίο όπου κατέπλευσε ώρα 00.50 της επομένης ημέρας Πέμπτης  απ’ όπου απέπλευσε ώρα 01.20 για Πειραιά, όπου κατέπλευσε ώρα 09.35 της επομένης ημέρας Πέμπτης (17.6.2021) και ακολούθως συνέχισε το ανωτέρω δρομολόγιο. Τέλος, [Ζ] κατά τα χρονικά διαστήματα από 5.7.2021 έως 24.8.2021 και από 11.9.2021 έως 1.10.2021: Κάθε Τρίτη, το πλοίο κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 06.35 και απέπλεε ώρα 20.00 για Χίο όπου κατέπλεε ώρα 04.15 της επομένης ημέρας Τετάρτης, απ’ όπου απέπλεε την ίδια ημέρα ώρα  05.00 για Μυτιλήνη (αφ. 07.45 – αναχ. 19.00), Χίο (αφ. 21.50 – αναχ. 22.20), Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 06.35 της επομένης ημέρας Πέμπτης και αναχωρούσε την ίδια ημέρα ώρα 20.00 για Χίο (αφ. 04.15 της επομένης ημέρας Παρασκευής – αναχ. 05.00), Μυτιλήνη (αφ. 07.45 – αναχ. 19.00), Χίο (αφ. 21.50 – αναχ. 22.20), Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 06.35 της επομένης ημέρας Σαββάτου και αναχωρούσε την επομένη ημέρα Κυριακή ώρα 20.00 για Χίο (αφ. 04.45 της επομένης ημέρας Δευτέρας– αναχ. 05.15), Μυτιλήνη (αφ. 07.30 – αναχ. 19.00), Χίο (αφ. 21.50 – αναχ. 22.20) για Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 06.35 της επομένης ημέρας Τρίτης και συνέχιζε το ανωτέρω δρομολόγιο. Κατά τις ημέρες Σαββάτου 10.7.2021, 24.7.2021, 7.8.2021 και 28.8.2021 το πλοίο κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά και απέπλευσε εκ νέου την ίδια ημέρα ώρα 11.00 για Χίο (αφ. 19.15 – αναχ. 19.45) Μυτιλήνη (αφ. 22.45.). Κατά τις ημέρες Κυριακής 11.7.2021, 25.7.2021, 8.8.2021 και 29.8.2021, το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι της Μυτιλήνης ώρα 08.00 για Χίο (αφ. 11.000 – αναχ. 11.30), Πειραιά, όπου κατέπλευσε ώρα 19.30 και αναχώρησε εκ νέου ώρα 22.00 για Χίο (αφ. 06.15 της επομένης ημέρας Δευτέρας – αναχ. 06.45) Μυτιλήνη (αφ. 09.30) και ακολούθως συνέχισε το ανωτέρω δρομολόγιο. Την ημέρα Σαββάτου της 11.9.2021 απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 10.00 για Κω (αφ. 02.10 της επομένης ημέρας Κυριακής – αναχ. 03.40), Πειραιά (αφ. 13.55) απ’ όπου απέπλευσε την ίδια ημέρα ώρα 20.00 και ακολούθως εκτέλεσε το ανωτέρω δρομολόγιο. Τέλος, τις ημέρες Κυριακής 12.9.2021, 19.9.2021 και 25.9.2021, κατά το ταξίδι του πλοίου από Πειραιά προς Μυτιλήνη, το πλοίο δεν προσέγγισε το λιμάνι της Χίου. Κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, όπως η εναγομένη ανέφερε ήδη με τις προτάσεις της που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, προκύπτει δε και από το προσκομιζομενο από την ίδια ναυτολόγιο του εν λόγω πλοίου, σύμφωνα με την οργανική σύνθεση του εν λόγω πλοίου, στην υπηρεσία ενδιαιτημάτων αυτού απασχολείτο προσωπικό, που αριθμούσε έναν προϊστάμενο αρχιθαλαμηπόλο, έναν αρχιθαλαμηπόλο, δέκα τέσσερις (14) θαλαμηπόλους (σχετικά σελ. 2 πρωτόδικων προτάσεων εναγομένης και σελ. 8 ένδικης εφέσεως), πέντε (5) επίκουρους θαλαμηπόλους και πέντε (5) τραπεζοκόμους, κατά δε τη θερινή περίοδο (1.4 έως και 30.9), λόγω της αυξημένης επιβατικής κίνησης, προσετίθεντο δύο (2) ακόμη θαλαμηπόλοι, οπότε υπηρετούσαν δέκα έξι θαλαμηπόλοι (σχετ. σελ. 2 ανωτέρω προτάσεων και σελ.. 8 ένδικης έφεσης). Εν τούτοις, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας της εναγομένης και προκύπτει και από το προσκομιζόμενο ναυτολόγιο του εν λόγω πλοίου, κατά τη χρονική περίοδο από 1.11. έως 31.3 εκάστου έτους, η σύνθεση των θαλαμηπόλων και επικούρων περιορίζονταν στο μισό. Τα γενικά καθήκοντα της ειδικότητας της ενάγουσας και δη του Επικούρου, στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία, προβλέπονται από το ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α 158/4.10.1960), κατά τις διατάξεις του άρθρου 120 του οποίου «Οι Επίκουροι βοηθούσι τους θαλαμηπόλους εις τα ειδικά καθήκοντά των ασχολούμενοι ειδικώτερον εις την σάρωσιν και στίλβωσιν των δαπέδων, την στίλβωσιν των μεταλλίνων και εκ πορσελάνης σκευών και ειδών, την πλύσιν των επιτραπεζίων σκευών και την ευθέτησιν αυτών εις τας συσκευοθήκας, εις την παραλαβήν και μεταφοράν των αποσκευών των επιβατών εκ του καταστρώματος εις τας θέσεις και τανάπαλιν κατά την επιβίβασιν και αποβίβασίν των και εν γένει εις πάσαν βοηθητικήν εργασίαν ειδικότητος, θαλαμηπόλου, ανατιθεμένη αυτοίς υπό του Αρχιθαλαμηπόλου της θέσεως, εις ην ανήκουσιν.». Κατά τις διατάξεις δε του άρθρου 118 του ανωτέρω ΒΔ 683/1960 όπου προβλέπονται τα ειδικά καθήκοντα των θαλαμηπόλων, ορίζεται ότι «1. Οι θαλαμηπόλοι, αναλόγως της εκτελουμένης παρ` αυτών ειδικής εργασίας, διακρίνονται εις θαλαμηπόλους α) ενδιαιτημάτων β) εστιατορίων και γ) κυλικείων. 2. Οι θαλαμηπόλοι εστιατορίων βοηθούμενοι υπό Επικούρων και υπό την άμεσον εποπτείαν και διεύθυνσιν του Αρχιθαλαμηπόλου επιμελούνται του ευπρεπισμού των αιθουσών των επιβατών (φαγητού, υποδοχής, χορού, μουσικής, αναγνωστηρίου, καπνιστηρίου κ.λ.π.) και της κοινωνικής προετοιμασίας των τραπεζών διά το πρωϊνόν ρόφημα, πρόγευμα, γεύμα, πρόδειπνον και δείπνον και εξυπηρετούσι τους εν αυταίς επιβάτας μετά προθυμίας και συμφώνως προς τους κανόνας της καλής συμπεριφοράς και της ξενοδοχειακής εθιμοτυπίας. 3. Οι θαλαμηπόλοι κυλικείων βοηθούμενοι υπό Επικούρων επιμελούνται του ευπρεπισμού του κυλικείου και εξυπηρετούσι τους επιβάτας, παρέχοντες αυτοίς κατά την παραγγελίαν των αφεψήματα, ποτά και είδη κυλικείου, εις την κεκανονισμένην ποσότητα και τιμήν, βάσει τιμολογίου μονίμως ανηρτημένου εις πινακίδα. 4. Οι θαλαμηπόλοι ενδιαιτημάτων βοηθούμενοι υπό Επικούρων επιμελούνται του ευπρεπισμού των κοιτωνίσκων των επιβατών και τίθενται προθύμως, και ανελλιπώς εις την διάθεσίν των διά την αρτιωτέραν εξυπηρέτησίν των κατά την διάρκειαν του ταξειδίου εξασφαλίζουσι την ησυχίαν κατά την νυκτερινήν φυλακήν των, και επιμελούνται της παραλαβής και μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών από του καταστρώματος εις τας θέσεις και τανάπαλιν κατά την επιβίβασιν και αποβίβασιν των.». Η ενάγουσα, με την ένδικη αγωγή της, ισχυρίζεται ότι, κατά τον επίδικο χρόνο, απασχολείτο καθημερινά επί δέκα πέντε ώρες, βοηθώντας του διαμερισματιστές θαλαμηπόλους, απασχολούμενη στην υποδοχή των επιβατών στις κυλιόμενες σκάλες ή στη ρεσεψιόν του πλοίου, εξυπηρετούσε τις επιβάτες κατά την επιβίβαση, την παραμονή τους στο πλοίο και την αποβίβασή τους, είχε την επιμέλεια και καθαριότητα των καμπινών των επιβατών και των κοινόχρηστων χώρων και επί πλέον εργαζόταν στο εστιατόριο “Σελφ Σέρβις” του πλοίου, κατά τις ώρες λειτουργίας του. Τις ημέρες που το πλοίο «διημέρευε» σε λιμάνι, μετά την απασχόλησή της στην καθαριότητα των καμπινών των επιβατών, συμμετείχε στη γενική καθαριότητα και απολύμανση όλου του ξενοδοχειακού τμήματος του πλοίου και επί πλέον πραγματοποιούσε τρίωρες φυλακές στη ρεσεψιόν αυτού, εκ περιτροπής με άλλους επικούρους και θαλαμηπόλους. Συγκεκριμένα, ισχυρίσθηκε ότι, κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε δρομολόγια από το λιμάνι του Πειραιά προς το λιμάνι της Μυτιλήνης με επιστροφή στο λιμάνι του Πειραιά, ξεκινούσε την εργασία της από ώρας 05.00, απασχολούμενη με την αφύπνιση των επιβατών προ της αφίξεως στου πλοίου στο λιμάνι, ακολούθως παραλάμβανε τον ιματισμό για την αλλαγή των κλινοσκεπασμάτων των καμπινών των επιβατών που αποβιβάζονταν, με την ολοκλήρωση δε της αποβίβασης των επιβατών, απασχολείτο ομού μεθ’ ενός θαλαμηπόλου, στην καθαριότητα των καμπινών των επιβατών έως ώρας 11.30 ή 12.30, ανάλογα με την ώρα αφίξεως του πλοίου. Με το πέρας των εν λόγω εργασιών, απασχολείτο με εργασίες καθαριότητας και απολυμάνσεως είτε των κοινοχρήστων χώρων του πλοίου, είτε των διαδρόμων και των κλιμάκων αυτού, ανάλογα με τις εντολές του προϊσταμένου της, επί μία ώρα. Ακολούθως, αναπαύονταν έως ώρας 16.00′ – 16.30, οπότε απασχολείτο εκ νέου με την ολοκλήρωση των εργασιών καθαρισμού των καμπινών, με τη μεταφορά και παράδοση των χρησιμοποιημένων κλινοσκεπασμάτων στον αποθηκάριο και από ώρας 18.00 εργαζόταν στην υποδοχή των επιβατών που επιβιβάζονταν και ακολούθως, από ώρας 19.00, εργαζόταν στο εστιατόριο του πλοίου, έως το πέρας της λειτουργίας του, συμμετέχοντας και στις εργασίες καθαριότητας αυτού, έως ώρας 23.30. Κατά την εκτέλεση του δρομολογίου Πειραιάς – Μυτιλήνη, μετείχε επί ένα δίωρο, συνήθως από ώρας 03.00 έως ώρας 05.00 και στην επιβίβαση επιβατών στο λιμάνι της Χίου. Κατά τις ημέρες Σαββάτου, κατά τις οποίες το πλοίο παρέμενε στο λιμάνι του Πειραιά προς διανυκτέρευση, εργαζόταν από ώρας 05.00 έως ώρας 16.00, σε εργασίες γενικής καθαριότητας του πλοίου και εκτελούσε φυλακή στη ρεσεψιόν αυτού. Κατά τις ημέρες δε κατά τις οποίες το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια εξπρές, εργαζόταν συνεχώς, από ώρας 05.00 έως ώρας 01.30 μετά τα μεσάνυχτα, με μία μόνο μικρή διακοπή το μεσημέρι για φαγητό. Καθόν χρόνο το εν λόγω πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή ή Πειραιάς – Χανιά με επιστροφή, η ενάγουσα, ισχυρίζεται ότι, εργαζόταν από ώρας 5.00, απασχολούμενη με την αφύπνιση των επιβατών και ακολούθως με την παραλαβή του ιματισμού και εργασίες καθαριότητας των καμπινών των επιβατών και των κοινοχρήστων χώρων έως ώρας 13.00. Ακολούθως, αναπαύονταν έως ώρας 17.00, οπότε απασχολείτο επί μία ώρα με την προετοιμασία των καμπινών και ακολούθως απασχολείτο στην επιβίβαση των επιβατών και στο εστιατόριο του πλοίου, έως ώρας 23.30. Επί πλέον, κατά τις ώρες παραμονής του πλοίου στο λιμάνι, εκτελούσα και βάρδιες στη ρεσεψιόν αυτού, εκ περιτροπής με τους υπόλοιπους θαλαμηπόλους και επικούρους. Κατά το έτος 2021, ισχυρίζεται ότι, απασχολήθηκε ως βοηθός διαμεριματιστή θαλαμηπόλου και επί πλέον, μετά τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι καθώς επίσης και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, απασχολείτο ως “σαλονιέρης”, δηλαδή φρόντιζε για την καθαριότητα των χώρων των σαλονιών του πλοίου, έως ώρας 23.00. Η εναγομένη, με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αρνήθηκε ότι η ενάγουσα εργαζόταν τις ώρες που αναφέρει στην αγωγή της, ισχυρίσθηκε δε περαιτέρω ότι, για όσες ώρες αυτή (ενάγουσα) εργάσθηκε υπερωριακά έχει πλήρως και ολοσχερώς εξοφληθεί, ενόψει του ότι αυτή (εναγομένη) κατέβαλε στην ενάγουσα κάθε μήνα αμοιβή για οκτάωρη απασχόληση κατά τις ημέρες Σαββάτου, καθώς επίσης και αμοιβή για 10,67 ώρες εργασίας για τις ημέρες αργίας, έστω κι αν η ενάγουσα δεν απασχολείτο σε ημέρες αργίας. Επιπλέον, των ανωτέρω, προς κάλυψη τυχόν περαιτέρω υπερωριακής της εργασίας, της κατέβαλε μηνιαίως και ένα επιπλέον ποσό κατά τα αναφερόμενα στις προτάσεις της. Ως προς τις ειδικότερες δε συνθήκες εργασίας της ενάγουσας, ουδέν ανέφερε, αλλά παρέπεμψε στην ένορκη κατάθεση του μάρτυρός της ………..  . Ο εν λόγω μάρτυρας, ο οποίος εργάσθηκε ως προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος στο εν λόγω πλοίο κατά τα χρονικά διαστήματα από 20/01/2020 έως 24/03/2020, από 12/09/2020 έως 03/11/2020, από 09/12/2020 έως 23/07/2021 και από 5/9/2021 έως 2/4/2022 και κατά την κατάθεσή του συνυπηρέτησε με την ενάγουσα, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε από αυτήν (ενάγουσα), ήταν αυτός που όριζε τις εργασίες που θα εκτελούσε το προσωπικό ενδιαίτησης του εν λόγω πλοίου. Ο ίδιος, κατέθεσε ότι, είχε αναθέσει στην ενάγουσα καθήκοντα Επίκουρου διαμεριματιστή, δηλαδή αυτή (ενάγουσα) βοηθούσε τους θαλαμηπόλους στον καθαρισμό των καμπινών των επιβατών, εργασία στην οποία απασχολείτο περίπου δύο ώρες. Η εργασία αυτή ξεκινούσε με την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι του Ηρακλείου και της Μυτιλήνης, κατά περίπτωση και όχι από ώρας 05.00 πρωινής, όπως η ενάγουσα αναφέρει στην αγωγή της. Ο ίδιος μάρτυρας κατέθεσε ότι η ενάγουσα δεν απασχολείτο με την αφύπνιση των επιβατών το πρωί με την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι, αλλά η άφιξη στο λιμάνι γνωστοποιείτο στους επιβάτες από τα μεγάφωνα. Στους θαλαμηπόλους του εν λόγω πλοίου και αντίστοιχα στους επίκουρους που τους βοηθούσαν, κατά τον εν λόγω μάρτυρα αναλογούσαν το μέγιστο προς καθαρισμό σαράντα (40) κλίνες, πλην όμως σπάνια χρειάστηκε να καθαρίσουν τόσες κλίνες, με εξαίρεση λίγες ημέρες κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, οπότε η κίνηση των επιβατών ήταν αυξημένη. Στην καθαριότητα των καμπινών των επιβατών, ο θαλαμηπόλος ήταν υπεύθυνος για την αλλαγή των κλινοσκεπασμάτων, το ξεσκόνισμα της καμπίνας και το καθάρισμα του καθρέπτη του μπάνιου, ενώ ο επίκουρος απασχολείτο με την υπόλοιπη καθαριότητα του μπάνιου, τη συλλογή των απορριμμάτων και τη σάρωση της μοκέτας της καμπίνας. Όταν το πλοίο διημέρευε στο λιμάνι, η ενάγουσα απασχολείτο και στη γενική καθαριότητα του ξενοδοχειακού τμήματος του πλοίου για μία ώρα. Ο ίδιος μάρτυρας, κατέθεσε ότι, η ενάγουσα, απασχολείτο στην επιβίβαση των επιβατών, μόνο στους λιμένες του Πειραιά και της Μυτιλήνης ή αντίστοιχα του Πειραιά και του Ηρακλείου. Η επιβίβαση στο λιμάνι του Πειραιά και του Ηρακλείου ξεκινούσε τρεις ώρες προ τον απόπλου του πλοίου και στο λιμάνι της Μυτιλήνης δύο ώρες προ του απόπλου αυτού. Ακολούθως, η ενάγουσα εργαζόταν έως ώρας 23.00 κατά το έτος 2020, στο εστιατόριο του πλοίου, κατά δε το έτος 2021 στο σαλόνι του πλοίου, όπου απασχολείτο με την τακτοποίηση και καθαριότητα του χώρου. Ειδικώς καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο, ο εν λόγω μάρτυρας κατέθεσε ότι, η ενάγουσα εργαζόταν στην καθαριότητα των καμπινών και κοινόχρηστων χώρων του ξενοδοχειακού τμήματος, από ώρας 06.00 έως ώρας 10.00 και ακολούθως εργάζονταν το απόγευμα από ώρας 18.00 έως ώρας 23.00, με ενδιάμεσα διαλείμματα για πρωινό και  βραδινό. Όταν το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Μυτιλήνη, κάθε Σάββατο, με την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά, με το πέρας της αποβίβασης των επιβατών, η ενάγουσα εργάζονταν από ώρας 08.00 έως ώρας 13.00, ακολούθως δε ήταν ελεύθερη να αποχωρήσει από το πλοίο και επέστρεφε σε αυτό την επόμενη ημέρα, τρεις ώρες προ του απόπλου του πλοίου. Όσον αφορά στη φυλακή στη ρεσεψιόν του πλοίου και την πυρασφάλεια, ο ίδιος μάρτυρας κατέθεσε ότι, οι θαλαμηπόλοι και επίκουροι του πλοίου, χωρίζονταν σε ομάδες και σε κάθε ομάδα αναλογούσαν τρεις ή τέσσερεις φορές τον μήνα φυλακή στη ρεσεψιόν του πλοίου και την πυρασφάλεια. Τότε, για δυο συνεχόμενες ημέρες, οι έχοντες την εν λόγω υπηρεσία, δεν εξέρχονταν του πλοίου και εκ περιτροπής, τη μία ημέρα, ο ένας εκ των εχόντων υπηρεσία παρέμενε στη ρεσεψιόν αυτού για λόγους ασφαλείας από δύο έως τέσσερις ώρες το μεσημέρι, αναλόγως των δρομολογίων του και ο έτερος παρέμενε και ξεκουραζόταν στην καμπίνα του. Κατά τον εν λόγω μάρτυρα, δεν υπήρχε ανάγκη πολύωρης και εξαντλητικής εργασίας για τους επικούρους του εν λόγω πλοίου. Μάλιστα, κατά τα έτη 2020 και 2021, λόγω της πανδημίας, η επιβατική κίνηση ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη και η εργασία στο πλοίο ξεκούραστη, η δε εναγομένη, προκειμένου να καλυφθεί περίπτωση έκτακτης υπερωριακής εργασίας των εργαζομένων στο τμήμα ενδιαιτήσεως, κατέβαλε σε αυτούς ένα ποσό μηνιαίως για αμοιβή, που αντιστοιχούσε σε τέσσερις ώρες υπερωριακής εργασίας. Κατά την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος η οποία εξετάσθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας, …………, η οποία, κατά την ένορκη κατάθεσή της (γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε από την εναγομένη) συνυπηρέτησε στο ίδιο πλοίο με την ενάγουσα για μεγάλα χρονικά διαστήματα κατά την ένδικη περίοδο, απασχολούμενη ως θαλαμηπόλος, όταν το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς –  Μυτιλήνη, η ενάγουσα ξεκινούσε καθημερινά την εργασία της ώρα 5.00 το πρωί, είτε για την αφύπνιση των επιβατών, απασχολούμενη και στη διαδικασία της αποβίβασης αυτών, είτε για την προμήθεια υλικών για την προετοιμασία της καθαριότητας των καμπινών των επιβατών, είτε και για τον καθαρισμό των καμπινών των επιβατών που είχαν ήδη εκκενωθεί στο λιμάνι της Χίου, στο ταξίδι από Πειραιά με προορισμό τη Μυτιλήνη. Ο καθαρισμός των καμπινών, ολοκληρωνόταν συνήθως μεταξύ των ωρών 11.30 έως 12.30, ανάλογα με την ώρα άφιξης του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι. Με το πέρας των εν λόγω εργασιών, η ενάγουσα απασχολείτο στην καθαριότητα των κοινοχρήστων χώρων επί μία ώρα. Ακολούθως, αναπαύονταν και ξεκινούσε εκ νέου την εργασία της περί ώρας 16.00 απασχολούμενη με την ολοκλήρωση των εργασιών καθαρισμού των καμπινών, εργασιών που εκκρεμούσαν και ακολούθως, από ώρας 17.00 απασχολείτο στην επιβίβαση των επιβατών, οπότε η ενάγουσα ευρίσκετο στις σκάλες του πλοίου, στην υποδοχή των επιβατών. Από ώρας 19.00, οπότε ξεκινούσε η λειτουργία του εστιατορίου του πλοίου, η ενάγουσα απασχολείτο στη λειτουργία του εν λόγω εστιατορίου και δη στη «λάντζα» έως ώρας 23.30. Τις ημέρες Σαββάτου, οπότε το πλοίο παρέμενε συνήθως στο λιμάνι, πραγματοποιείτο γενική καθαριότητα των κοινοχρήστων χώρων αυτού, εργασίες στις οποίες μετείχε όλο το προσωπικό ενδιαιτήσεως έως ώρας τουλάχιστον 16.00. Οι εν λόγω εργασίες συνεχίζοντο και την επομένη ημέρα Κυριακή το πρωί, ενώ από ώρας 16.00 η ενάγουσα μετείχε στις εργασίες καθαριότητας των καμπινών, στην επιβίβαση των επιβατών και στο εστιατόριο του πλοίου, εργαζόμενη έως ώρας 23.30. Τις ημέρες κατά τις οποίες το πλοίο, με την άφιξή του στο λιμάνι του Πειραιά αναχωρούσε αμέσως προς εκτέλεση εκτάκτου δρομολογίου, γεγονός που συνέβαινε κυρίως τις ημέρες Σαββάτου, εργάζονταν χωρίς διακοπή. Όταν το πλοίο εκτελούσε δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο ή Πειραιάς – Χανιά, η ενάγουσα ξεκινούσε την εργασίας της ομοίως ώρα 05.00, απασχολούμενη στην αφύπνιση των επιβατών και στη σκάλα του πλοίου στην αποβίβαση των επιβατών. Ακολούθως, απασχολείτο με τις εργασίες καθαριότητας των καμπινών του πλοίου και των κοινοχρήστων χώρων αυτού, έως ώρας 13.00. Η εν λόγω μάρτυρας, κατέθεσε ότι, κατά τη διάρκεια των εν λόγω δρομολογίων, αρκετές φορές, κυρίως τα Σαββατοκύριακα, το πλοίο μετέφερε μέλη αθλητικών ομάδων, οι οποίοι δεν αποβιβάζονταν μαζί με τους υπόλοιπους επιβάτες με την άφιξη στο λιμάνι, αλλά παρέμεναν στο πλοίο και χρησιμοποιούσαν αυτό ως ξενοδοχείο, βάσει ειδικής συμφωνίας αυτών με την εναγομένη, με αποτέλεσμα, ο καθαρισμός των καμπινών να πραγματοποιείται ανάλογα με το χρόνο αφύπνισης εκάστου μέλους των εν λόγω αθλητικών ομάδων, με περαιτέρω αποτέλεσμα, κατά την εν λόγω μαρτυρική κατάθεση, η διάρκεια εργασίας των απασχολούμενων με τον καθαρισμό των καμπινών των επιβατών, να παρατείνεται έτι περαιτέρω. Με το πέρας των εν λόγω εργασιών, η ενάγουσα ξεκινούσε την εργασία της εκ νέου ώρα 17.00, απασχολούμενη στις καμπίνες των επιβατών, για τυχόν ελλείψεις και εκκρεμότητες και από ώρας 18.00, οπότε ξεκινούσε η επιβίβαση, η ενάγουσα απασχολείτο στη σκάλα του πλοίου, στην υποδοχή των επιβατών. Ακολούθως, απασχολείτο στο εστιατόριο του πλοίου εργαζόμενη έως ώρας 23.30 και ορισμένες φορές και παραπάνω. Κατά το έτος 2021, η εν λόγω μάρτυρας κατέθεσε ότι, η ενάγουσα, μετά την επιβίβαση των επιβατών, απασχολείτο στην καθαριότητα των σαλονιών έως ώρας 23.00. Επιπλέον, η ενάγουσα, όπως επίσης όλο το προσωπικό των ενδιαιτημάτων, δύο φορές την εβδομάδα  εκτελούσε καθήκοντα προσωπικού πυρασφαλείας στο λιμάνι. Τις ημέρες αυτές δεν επιτρεπόταν να απομακρύνεται από το πλοίο, επιπλέον κάποιες ώρες στη διάρκεια αυτών των δύο ημερών εκτελούσε βάρδια στη ρεσεψιόν του πλοίου, δηλαδή παρέμενε στο χώρο της ρεσεψιόν από δύο έως τέσσερις ώρες κάθε φορά, χειριζόταν το τηλεφωνικό κέντρο, ήλεγχε την είσοδο ατόμων στο πλοίο, όπως τροφοδότες και τεχνικούς και απασχολείτο με όλους τους τομείς του πλοίου (από τη γέφυρα μέχρι το μηχανοστάσιο). Κατά την εν λόγω μαρτυρική κατάθεση, προς κάλυψη των υπηρεσιακών υποχρεώσεών της, η ενάγουσα απασχολείτο καθημερινά κατά μέσο όρο, τουλάχιστον επί δέκα πέντε ώρες. Η ενάγουσα προς απόδειξη των ωρών εργασίας της στο ανωτέρω πλοίο, προσκομίζει ως σχετικά 5, 6, 7α, 7β και 8 έγγραφα σχετικά σημειώματα αφορώντα το πρόγραμμα καθαρισμού των καμπινών του εν λόγω πλοίου. Ειδικότερα, ως σχετικό 5 προσκομίζεται έγγραφο με τον τίτλο «Πλάνο Καθαρισμού Καμπινών Επικούρων» και χειρόγραφη σημείωση «2021», κατά το οποίο φέρεται η ενάγουσα να έχει χρεωθεί είκοσι καμπίνες με αναφορά του αριθμού εκάστης, ενώ στην εν λόγω σελίδα επισυνάπτονται δύο σελίδες με έγγραφα σημειώματα φέροντα το επώνυμο της ενάγουσας και αριθμούς καμπινών. Ως σχετικό 6 προσκομίζονται από την ενάγουσα, έγγραφα, ορισμένα εκ των οποίων φέρουν χειρόγραφα ημερομηνία και υπέρ των υπογραφών που έχουν τεθεί επ’ αυτών, το επώνυμο της ενάγουσας στα οποία γίνεται αναφορά περί απολυμάνσεως των DECK 7,8 ανά μισή ώρα από ώρας 16.00 έως ώρας 23.00. Τα προσκομιζόμενα σχετικά με αριθμό 7α και 7β αφορούν έντυπα ρυθμίζοντα τις βάρδιες πυρασφάλειας των ετών 2020 και 2021, ενώ το σχετικό 8 αποτελούν έγγραφες σημειώσεις ανυπόγραφες αφορώσες τις αρμοδιότητες των θαλαμηπόλων και επικούρων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα εν λόγω έγγραφα παραδεκτώς λαμβάνονται υπόψη ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εναγομένης. Περαιτέρω, όπως αποδεικνύεται από τις μηνιαίες αποδείξεις μισθοδοσίας της ενάγουσας, η εναγόμενη κατέβαλε σε αυτήν (ενάγουσα), για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησής της στο ανωτέρω πλοίο, αμοιβή για υπερωριακή εργασία της κατά τις ημέρες Σαββάτου και τις αργιών και δη το ποσό των  ευρώ 382,39, κατά τους μήνες Μάιο 2020, Ιούλιο 2020, Σεπτέμβριο 2020, Μάρτιο 2021, Απρίλιο 2021, Ιούλιο 2021 και Οκτώβριο 2021 το ποσό των ευρώ 383,38 κατά τους μήνες Ιούνιο 2020 και Ιούνιο 2021 και το ποσό των ευρώ 382,40 τον μήνα Μάιο 2021, προκειμένου, όπως η εναγομένη αναφέρει να καλύψει απασχόληση της ενάγουσας επί τριάντα πέντε ώρες εργασίας κατά το Σάββατο και επί 10,67 ώρες εργασίας κατά τις ημέρες αργίας, ανεξαρτήτως μάλιστα αν πράγματι αυτή (ενάγουσα) παρείχε εργασία σε ημέρα αργίας καθ’ έκαστο των ανωτέρω μηνών. Παράλληλα, κάθε μήνα καταβάλλονταν στην ενάγουσα σταθερή αμοιβή εκ ποσού 27,92 και ορισμένους μήνες εκ ποσού ευρώ 27,91 για υπερωριακή εργασία της ενάγουσας κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής, ήτοι αμοιβή για (27,92 δια 6,98=) τέσσερις (4) ώρες υπερωριακής εργασίας συνολικά μηνιαίως κατά το μέγιστο για τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής. Εξάλλου, όπως η ανωτέρω μάρτυρας της ενάγουσας κατέθεσε και δεν αμφισβητήθηκε ειδικώς από την εναγομένη, το εν λόγω πλοίο διαθέτει εκατό (100) καμπίνες επιβατών, δίκλινες και τετράκλινες και έχει ικανότητα μεταφοράς πάνω από 2.200 επιβάτες. Οι χώροι των επιβατών εκτείνονται σε τρία επίπεδα, (“ντεκ”), διαθέτει δε τέσσερα μπαρ και ένα εστιατόριο τύπου “self service”, σαλόνια και καθίσματα αεροπορικού τύπου. Από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, αποδείχθηκε ότι, η ενάγουσα ήταν επιφορτισμένη με την υποβοήθηση του έργου των θαλαμηπόλων του εν λόγω πλοίου κατά τον καθαρισμό των κοιτωνίσκων (καμπινών) των επιβατών, που της είχαν ανατεθεί, καθώς και με την υποδοχή των επιβατών κατά την επιβίβασή τους στο πλοίο και την εν γένει εξυπηρέτησή τους, επιπροσθέτως δε κατά το έτος 2020 απασχολείτο και στο εστιατόριο self service, που λειτουργούσε στο πλοίο κατά τη διάρκεια των δρομολογίων του. Πλέον συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι απασχολείτο στην υποδοχή των επιβατών, συνδράμοντάς τους με τις αποσκευές τους, συνοδεύοντάς τους στις καμπίνες τους, υποδεικνύοντάς τους τις θέσεις τους στα σαλόνια του πλοίου και εν γένει φροντίζοντας για την έγκαιρη και αποτελεσματική εξυπηρέτησή τους έως ότου τακτοποιηθούν στους χώρους του πλοίου, εργασία, που εκκινούσε τουλάχιστον τρεις (3) ώρες προ του απόπλου του πλοίου από το λιμένα του Πειραιά και του Ηρακλείου και δύο (2) ώρες προ του απόπλου του από το λιμένα της Μυτιλήνης. Περαιτέρω, στα καθήκοντά της περιλαμβάνονταν και εργασίες, ενδελεχούς και σχολαστικού καθαρισμού και ευπρεπισμού των κοιτωνίσκων των επιβατών, που της ανατίθεντο κάθε φορά από τον Προϊστάμενο Αρχιθαλαμηπόλο, ο αριθμός των οποίων κατά περιόδους προσέγγιζε τις είκοσι (20) και των διαδρόμων αυτών και αφορούσαν, σύμφωνα με τις αναλυτικές και λεπτομερείς οδηγίες του ανωτέρω Προϊσταμένου της, στον γενικό καθαρισμό του WC και της καμπίνας, στο πλύσιμο του πατώματος αυτών, στο στέγνωμα όλων των inox μπάνιου, καθώς επίσης και εργασίες καθαρισμού των διαδρόμων έξωθεν των καμπινών. Οι ανωτέρω εργασίες καθαρισμού στις οποίες μετείχε η ενάγουσα, ξεκινούσαν μισή ώρα προ της αφίξεως του ανωτέρω πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού και διαρκούσαν κατά μέσο όρο επί τέσσερις (4) ώρες ημερησίως, διενεργούνταν δε στους λιμένες αφετηρίας και προορισμού του πλοίου, δηλαδή στον Πειραιά και, αναλόγως του δρομολογίου του, στη Μυτιλήνη ή στο Ηράκλειο ή στα Χανιά. Μετά το πέρας των εν λόγω εργασιών η ενάγουσα εργάζονταν και στην καθαριότητα των κοινοχρήστων χώρων επί μία ώρα. Επιπροσθέτως, κατά το έτος 2020 η ενάγουσα απασχολείτο καθημερινά και στο ανωτέρω εστιατόριο του πλοίου, εξυπηρετώντας τους επιβάτες, από το πέρας της επιβίβασης των επιβατών κατά κανόνα έως ώρας 23.00 καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Μυτιλήνη και αντιστρόφως και έως ώρας 23.30 όταν εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο και αντίστροφα, εφόσον με το πέρας της λειτουργίας του η ενάγουσα μετείχε και στις εργασίες καθαρισμού αυτού. Κατά το έτος 2021, μετά το πέρας των εργασιών επιβίβασης των επιβατών, η ενάγουσα απασχολείτο με τον καθαρισμό των χώρων του σαλονιού έως ώρας 23.00. Πέραν των ανωτέρω, η ενάγουσα μετείχε εβδομαδιαίως τουλάχιστον τέσσερις ώρες σε υπηρεσία βάρδιας στη ρεσεψιόν του πλοίου, οπότε ευρίσκοντο σε εγρήγορση οι πνευματικές και σωματικές της δυνάμεις, εφόσον έπρεπε να απαντά στα διάφορα τηλεφωνήματα και να εξυπηρετεί τους επιβιβαζόμενους στο πλοίο. Κατά τις ημέρες που το πλοίο παρέμενε στο λιμάνι του Πειραιά, αλλά και τις ημέρες που το πλοίο διημέρευε σε κάποιο από τους ανωτέρω λιμένες προορισμού, η ενάγουσα μετείχε και στις εργασίες καθαριότητας του ξενοδοχειακού εξοπλισμού του εν λόγω πλοίου. Τέλος, όταν το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο, πολλές από τις ημέρες Σαββάτου και Κυριακής στο πλοίο φιλοξενούντο αθλητικές ομάδες με το βοηθητικό τους προσωπικό, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τα πλοίο ως ξενοδοχείο και για το λόγο τούτο δεν αποβιβάζονταν, αλλά παρέμεναν σε αυτό. Αποδεικνύεται επομένως ότι, η καθημερινή διάρκεια της εργασίας της ενάγουσας στο εν λόγω πλοίο, ως προς την οποία ερίζουν οι διάδικοι, δεν ήταν εκ των προτέρων επακριβώς καθορισμένη, ενόψει της εκ των πραγμάτων συνάρτησης αυτής με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου. Από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, αποδεικνύεται ότι, η ενάγουσα, κατ’ εντολή του προϊσταμένου αρχιθαλαμηπόλου του εν λόγω πλοίου, εργαζόταν και πέραν του νομίμου ωραρίου, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται από το ότι σύμφωνα με τις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής της ενάγουσας, η εναγομένη της κατέβαλε παγίως αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση (27,92 δια 6,98=) τεσσάρων ωρών, κατά τις καθημερινές και Κυριακές, για κάθε πλήρη μήνα απασχόλησης αυτής. Λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών και περιστάσεων, που επικρατούσαν κατά την απασχόλησή της επί του πλοίου αυτού, το οποίο εκτελούσε τα συγκεκριμένα πολύωρα ακτοπλοϊκά δρομολόγια που αναφέρθηκαν ανά συγκεκριμένες περιόδους εντός των διαστημάτων των ναυτολογήσεών της,  της αυξομείωσης της επιβατικής κίνησης αναλόγως των περιόδων του έτους, κατά τις οποίες η ενάγουσα ήταν ναυτολογημένη (σχετικά μειωμένη τη χειμερινή, περισσότερο αυξημένη κατά τη θερινή), λαμβανομένης υπόψη και της μειωμένης επιβατικής κίνησης ιδίως κατά το έτος 2020, λόγω της πανδημίας covid, των προαναφερθέντων χαρακτηριστικών του πλοίου, της σταθερής και ανελλιπούς καταβολής στην ενάγουσα κάθε μήνα από την εναγόμενη χρηματικών ποσών ως αμοιβή για την εκτέλεση υπερωριών και κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές και όχι μόνον για την παροχή εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπερ εκ των πραγμάτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αντίδικός της αναγνώριζε στην πράξη την ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης των μελών του πληρώματος της υπηρεσίας ενδιαιτημάτων του πλοίου της για την εύρυθμη λειτουργία του, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής της και των καθηκόντων της ειδικότητάς της, όπως αυτά επίσης εκτενώς περιγράφηκαν ανωτέρω, του αριθμού των μελών της ανωτέρω υπηρεσίας, που είχαν ναυτολογηθεί και απασχολούντο στο πλοίο κατά τις ίδιες χρονικές περιόδους και των εν γένει ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας, της διάταξης του άρθρου 12 της εν προκειμένω εφαρμοστέας ΣΣΝΕ, που προβλέπει ότι η οκτάωρη εργασία των μελών του προσωπικού γενικών καθηκόντων του πλοίου, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι επίκουροι, κατανέμεται από της 06.00 ώρας μέχρι 22.00 ώρας με μία διακοπή, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, το παρόν Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι, ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας εργασίας της ενάγουσας στο πλοίο της εναγομένης ανερχόταν σε ένδεκα (11) ώρες. Επομένως, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, η ενάγουσα εργάσθηκε ως Επίκουρος στο ανωτέρω πλοίο της εναγομένης υπερωριακά κατά κανόνα επί τρεις (3) ώρες την ημέρα κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές των χρονικών διαστημάτων των ναυτολογήσεών της, ενώ η ενδεκάωρη αντίστοιχα εργασία της κατά τα Σάββατα και τις αργίες θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην εν προκειμένω εφαρμοστέα ΣΣΝΕ, με αποτέλεσμα να δικαιούται την προβλεπομένη στην ίδια ΣΣΝΕ αμοιβή για κάθε ώρα τέτοιας εργασίας. Το γεγονός ότι, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων της ενάγουσας, το πλοίο ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος όσον αφορά τα μέλη της υπηρεσίας ενδιαιτημάτων, δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία της, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308 = ΠειρΝομ. 2009/197, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124). Εξάλλου η ανεπιφύλακτη υπογραφή από την ενάγουσα των εκκαθαριστικών σημειωμάτων μισθοδοσίας της, καθώς και η μη διατύπωση επιφύλαξης ως προς την ορθότητα αυτών και ως προς την ακρίβεια των μηνιαίως καταβαλλομένων αποδοχών της, όπως και η μη έκφραση παραπόνων σχετικά με το ύψος των αποδοχών της και των ωρών εργασία της, συμπεριφορά της ενάγουσας η οποία δικαιολογείται απολύτως από την επιθυμία της να μη θέσει σε κίνδυνο την εργασιακή της σχέση, δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτής από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά της. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από την ενάγουσα των ως άνω αποδείξεων μισθοδοσίας ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις της για καταβολή αμοιβής υπερωριακής εργασίας, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν, είτε από το νόμο, είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), απορριπτομένων συνεπώς ως αβασίμων στην ουσία τους, των περί του αντιθέτου ειδικότερων ισχυρισμών της εναγομένης, που επαναφέρονται στα πλαίσια του πρώτου λόγου της έφεσής της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε, με την εκκαλουμένη απόφασή του, ότι η ενάγουσα απασχολείτο κατά κανόνα στο πλοίο της εναγομένης ως επίκουρος επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως κατά μέσο όρο, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει ο πρώτος λόγος της έφεσης της εναγόμενης, κατά τούτο, να γίνει δεκτός ως εν μέρει βάσιμος στην ουσία του και αντίστοιχα, να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του ο πρώτος λόγος έφεσης της ενάγουσας, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων εκ του λόγου ότι απέρριψε τον αγωγικό της ισχυρισμό περί δεκαπέντε ωρών καθημερινής ημερήσιας απασχόλησής της. Περαιτέρω, και δεδομένου ότι οι διάδικοι με τις ένδικες εφέσεις τους δεν αμφισβητούν τον αριθμό των καθημερινών ημερών, καθώς επίσης και των ημερών Σαββάτου, Κυριακής και αργιών, κατά τις οποίες έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση ότι η ενάγουσα εργάσθηκε στο πλοίο, κατά τις ένδικες περιόδους, η ενάγουσα εδικαιούτο ως αμοιβή για την ανωτέρω υπερωριακή εργασία της, τα ακόλουθα ποσά: [α] Στα πλαίσια της πρώτης ναυτολόγησης και δη για το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 19.1.2020 συνολικά το ποσό των ευρώ (293,16 + 460,35=) 753,41 και δη α) Για 11 ημέρες καθημερινές και 3 Κυριακές, το ποσό των ευρώ 293,16 (14 καθημερινές και Κυριακές  Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως = 42 ώρες  Χ 6,98 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του επικούρου, με βάση την ισχύσασα κατά τον επίδικο χρόνο, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019 για τις καθημερινές και τις Κυριακές) και β) για 3 ημέρες Σαββάτου και 2 ημέρες αργίας (1.1.2020 και 6.1.2020), του εν λόγω χρονικού διαστήματος κατά τις οποίες απεδείχθη ότι εργάσθηκε επί 11 ώρες ημερησίως εκάστη, το ποσό των 460,35 ευρώ (5 Σάββατα και αργίες Χ 11 ώρες εργασίας του την ημέρα = 55 ώρες Χ 8,37 ευρώ, που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του επικούρου κατά τα Σάββατα και τις αργίες. [β] Στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης και δη για το χρονικό διάστημα από 10.3.2020 έως 24.3.2020 συνολικά το ποσό των ευρώ (272,22 + 184,14 =) 456,36 και δη α) Για 11 ημέρες καθημερινές και 2 Κυριακές, το ποσό των ευρώ 272,22 (13 καθημερινές και Κυριακές Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως = 39 ώρες Χ 6,98 ευρώ) και β) για 2 ημέρες Σαββάτου, το ποσό των 184,14 ευρώ (2 Σάββατα Χ 11 ώρες εργασίας του την ημέρα = 22 ώρες Χ 8,37 ευρώ). [γ] Στα πλαίσια της τρίτης ναυτολόγησης και δη για το χρονικό διάστημα από 13.4.2020 έως 30.10.2020, συνολικά το ποσό των ευρώ (732,57 + 5.965,92 =) 6.698,49 και δη Ι) για το χρονικό διάστημα από 13.4.2020 έως 30.4.2020 συνολικά το ποσό των ευρώ (272,22 + 460,35=) 732,57 και δη α) Για 11 ημέρες καθημερινές και 2 Κυριακές, το ποσό των ευρώ 272,22 (13 καθημερινές και Κυριακές  Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως = 39 ώρες Χ 6,98 ευρώ) και β) για 2 ημέρες Σαββάτου και 3 ημέρες αργίας, το ποσό των 460,35 ευρώ (5 Σάββατα και αργίες Χ 11 ώρες εργασίας του την ημέρα = 55 ώρες Χ 8,37 ευρώ) και ΙΙ) για το χρονικό διάστημα από 1.5.2020 έως 30.10.2020, συνολικά το ποσό των ευρώ (3.203,82 + 2.762,10 =) 5.965,92 και δη α) Για 127 ημέρες καθημερινές και 26 Κυριακές, το ποσό των ευρώ 3.203,82 (153 καθημερινές και Κυριακές  Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως = 459 ώρες Χ 6,98 ευρώ) και β) για 25 ημέρες Σαββάτου και 5 ημέρες αργίας, το ποσό των 2.762,10 ευρώ (30 Σάββατα και αργίες Χ 11 ώρες εργασίας του την ημέρα = 330 ώρες Χ 8,37 ευρώ). [δ] Στα πλαίσια της τέταρτης ναυτολόγησης και δη για το χρονικό διάστημα από 24.2.2021 έως 24.8.2021, συνολικά το ποσό των ευρώ (2.235,60 + 3.851,64 =) 6.087,24 και δη Ι) για το χρονικό διάστημα από 24.2.2021 έως 30.4.2021, συνολικά το ποσό των ευρώ (1.130,76 + 1.104,84 =) 2.235,60 και δη α) Για 45 ημέρες καθημερινές και 9 Κυριακές, το ποσό των ευρώ 1.130,76 (54 καθημερινές και Κυριακές  Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως = 162 ώρες Χ 6,98 ευρώ) και β) για 9 ημέρες Σαββάτου και 3 ημέρες αργίας, το ποσό των 1.104,84 ευρώ (12 Σάββατα και αργίες Χ 11 ώρες εργασίας του την ημέρα = 132 ώρες Χ 8,37 ευρώ) και ΙΙ) για το χρονικό διάστημα από 1.5.2021 έως 24.8.2021 συνολικά το ποσό των ευρώ (2.010,24 + 1.841,40 =) 3.851,64 και δη α) Για 80 ημέρες καθημερινές και 16 Κυριακές, το ποσό των ευρώ 2.010,24 (96 καθημερινές και Κυριακές  Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως = 288 ώρες Χ 6,98 ευρώ) και β) για 16 ημέρες Σαββάτου και 4 ημέρες αργίας, το ποσό των 1.841,40 ευρώ (20 Σάββατα και αργίες Χ 11 ώρες εργασίας του την ημέρα = 220 ώρες Χ 8,37 ευρώ) και [ε] Στα πλαίσια της πέμπτης ναυτολόγησης και δη για το χρονικό διάστημα από 11.9.2021 έως 1.11.2021, συνολικά το ποσό των ευρώ (879,48 + 920,70 =) 1.800,18 και δη α) Για 34 ημέρες καθημερινές και 8 Κυριακές, το ποσό των ευρώ 879,48 (42 καθημερινές και Κυριακές Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως = 126 ώρες Χ 6,98 ευρώ) και β) για 8 ημέρες Σαββάτου και 2 ημέρες αργίας, το ποσό των 920,70 ευρώ (10 Σάββατα και αργίες Χ 11 ώρες εργασίας του την ημέρα = 110 ώρες Χ 8,37 ευρώ). Συνολικά, για την προαναφερομένη υπερωριακή της εργασία, η ενάγουσα εδικαιούτο όπως λάβει το ποσό των ευρώ [753,41 + 456,36 + 6.698,49 + 6.087,24 + 1.800,18 =] 15.795,68 και όχι το ποσό των ευρώ 19.186,16 όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης της εναγομένης, δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση. Η ίδια η ενάγουσα, με την ένδικη αγωγή της, ισχυρίσθηκε ότι ως αμοιβή για την υπερωριακή της απασχόληση, έλαβε από την εναγομένη, συνολικά το ποσό των ευρώ 6.289,23. Η εναγομένη, δια των εγγράφων προτάσεών της και δια συνοπτικής ανάπτυξης κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, όπως βασίμως υποστηρίζει με τον δεύτερο λόγο έφεσής της, ισχυρίσθηκε ότι, έναντι της ένδικης απαίτησης της ενάγουσας κατέβαλε σε αυτήν, συνολικά το ποσό των ευρώ 6.301,96 (σχετ. σελ. 4, 8 και 9) και όχι μόνον το ποσό των ευρώ 6.289,23 όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία ακολούθως κατά το ποσό αυτό έκανε δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της την περί καταβολής ένσταση αυτής (εναγομένης). Πράγματι, από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας της ενάγουσας, αποδεικνύεται ότι, η εναγομένη, κατέβαλε για την εν λόγω αιτία στην ενάγουσα, με τη μισθοδοσία του μηνός Ιανουαρίου 2020 το ποσό των ευρώ 242,18, με τη μισθοδοσία του μηνός Μαρτίου 2020 το ποσό των ευρώ 205,15, με τη μισθοδοσία του μηνός Απριλίου 2020 το ποσό των 246,18, με τη μισθοδοσία του μηνός Μαΐου 2020 το ποσό των ευρώ 410,31, με τη μισθοδοσία του μηνός Ιουνίου 2020 το ποσό των ευρώ 410,29, με τη μισθοδοσία του μηνός Ιουλίου 2020 το ποσό των ευρώ 410,31, με τη μισθοδοσία του μηνός Αυγούστου 2020 το ποσό των ευρώ 410,31, με τη μισθοδοσία του μηνός Σεπτεμβρίου 2020 το ποσό των ευρώ 410,31, με τη μισθοδοσία του μηνός Οκτωβρίου 2020 το ποσό των ευρώ 410,31, με τη μισθοδοσία του μηνός Φεβρουαρίου 2021 το ποσό των ευρώ 67,45, με τη μισθοδοσία του μηνός Μαρτίου 2021 το ποσό των ευρώ 410,30, με τη μισθοδοσία του μηνός Απριλίου 2021 το ποσό των ευρώ 410,31, με τη μισθοδοσία του μηνός Μαΐου 2021 το ποσό των ευρώ 411,72, με τη μισθοδοσία του μηνός Ιουνίου 2021 το ποσό των ευρώ 410,76, με τη μισθοδοσία του μηνός Ιουλίου 2021 το ποσό των ευρώ 410,31, με τη μισθοδοσία του μηνός Αυγούστου 2021 το ποσό των ευρώ 328,24, με τη μισθοδοσία του μηνός Σεπτεμβρίου 2021 το ποσό των ευρώ 273,53, με τη μισθοδοσία του μηνός Οκτωβρίου 2021 το ποσό των ευρώ 410,31 και  με τη μισθοδοσία του μηνός Νοεμβρίου 2021 το ποσό των ευρώ 13,68 και συνολικά της κατέβαλε το ποσό των ευρώ 6.301,96. Έσφαλε, επομένως, κατά τούτο, κατά τον βάσιμο δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσης της εναγομένης η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία αφού δέχθηκε ότι η περί καταβολής ένσταση της εναγομένης αφορά όχι το ποσό των ευρώ  6.301,96, το οποίο και πράγματι αποδεικνύεται ότι η εναγομένη κατέβαλε στην ενάγουσα για την εν λόγω αιτία, αλλά μόνον το ποσό των ευρώ 6.289,23. Πρέπει, επομένως, κατά τούτο, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και αφού το παρόν Δικαστήριο ερευνήσει την περί (μερικής) καταβολής ένσταση της εναγομένης, να κάνει αυτή δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της και δη για το ποσό των ευρώ 6.301,96. Κατόπιν των ανωτέρω, γενομένης δεκτής ως βάσιμης στην ουσία της της περί μερικής καταβολής ένστασης της εναγομένης, αποδεικνύεται ότι για την εν λόγω αιτία, αυτή (εναγομένη) συνεχίζει να οφείλει στην ενάγουσα το ποσό των ευρώ (15.795,68 μείον 6.301,96=) 9.493,72 και όχι το ποσό των ευρώ 12.884,20, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο πρώτο λόγο της έφεσης της εναγομένης, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Η εναγομένη, στα πλαίσια του πρώτου λόγου της ένδικης εφέσεώς της, προσάπτει στην εκκαλουμένη απόφαση σφάλμα περί την εκτίμηση των προσαγόμενων υπ’ αυτής από 13.4.2020 και από 24.2.2021 συμβάσεων ναυτολογήσεως της ενάγουσας, διότι, κατά τους ισχυρισμούς της, από τις εν λόγω έγγραφες συμβάσεις, προκύπτει ότι, μεταξύ των διαδίκων είχε συμφωνηθεί ότι (α) η ενάγουσα θα αμείβεται με μηνιαίο «κλειστό μισθό», (β) ο βασικός της μισθός θα ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΕ της κατηγορίας που υπάγεται το ανωτέρω πλοίο και στον μηνιαίο «κλειστό μισθό» θα συμπεριλαμβάνονται ο βασικός μισθός, το επίδομα Κυριακών, το επίδομα Σαββάτων και αργιών, το επίδομα αδείας και τροφοδοσίας, το επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρείας και όλα τα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΕ για την ειδικότητά της και (γ) η ενάγουσα συμφώνησε ελεύθερα και υπέγραψε ότι δεν θα δικαιούται οποιαδήποτε άλλη πληρωμή πέραν του κλειστού μισθού. Επί του ισχυρισμού αυτού, πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που στην ναυτική πρακτική ονομάζεται “κλειστός” και στον οποίο περιλαμβάνεται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από τη σχετική ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας, είναι έγκυρη (άρθρο 361 Α.Κ.), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον “κλειστό” μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελαχίστων νομίμων αποδοχών, η συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται ν` αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1305/2022 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου). Εξάλλου, από την ίδια διάταξη (του άρθρου 361 Α. Κ.) που ορίζει ότι “για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά”, καθιερώνεται στο ενοχικό και κατ’ ακολουθία στο εργατικό δίκαιο, ως απόρροια του δόγματος της αυτονομίας της ιδιωτικής βουλήσεως, η “αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων”. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι συμβαλλόμενοι έχουν απεριόριστη δυνατότητα για κατάρτιση οποιασδήποτε δικαιοπραξίας, με οποιαδήποτε μορφή και με οποιοδήποτε περιεχόμενο, αρκεί αυτό να μην απαγορεύεται από το νόμο ή να μην αντιβαίνει στα χρηστά ήθη (Ολ ΑΠ 1/2007). Εν προκειμένω, πράγματι, από τις προσκομιζόμενες από 13.4.2020 και 24.2.2021 έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων, προκύπτει ότι, μεταξύ αυτών (διαδίκων) συμφωνήθηκε ότι η μηνιαία αμοιβή της ενάγουσας θα ανέρχεται στο ποσό των ευρώ 2.196,18, μεικτά. Παράλληλα, κατά την από 8.7.2019 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, με έναρξη ισχύος από 1.1.2019, που κυρώθηκε αρμοδίως και, έτσι, κατέστη γενικά υποχρεωτική με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 3170/12.8.2019), οι ρυθμίσεις της οποίας, ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής των ναυτικών, κατέλαβαν και τους διαδίκους, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, διάταξη που δεν επλήγη με τις ένδικες εφέσεις, οι ελάχιστες μηνιαίες αποδοχές της ειδικότητας του επικούρου ανήρχοντο στο ποσό των ευρώ 2.182,11, με αποτέλεσμα ο συνομολογηθείς υπό των διαδίκων με τις ανωτέρω έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας να υπερβαίνει τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές της ενάγουσας κατά το ποσό των (2.196,18 μείον 2.182,11 =) 14,07 ευρώ. Παράλληλα, εν τούτοις, όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, η ενάγουσα εργαζόταν επί του εν λόγω πλοίου καθημερινά επί ένδεκα ώρες, με αποτέλεσμα, συνυπολογιζομένης κα της αναλογούσας αμοιβής αυτής για την υπερωριακή της απασχόληση, οι μηνιαίες κατά το νόμο ελάχιστες αποδοχές της ενάγουσας, να ξεπερνούν τον εκ ποσού ευρώ 2.196,18 συνομολογηθέντα, μεταξύ των διαδίκων, μηνιαίο μισθό αυτής. Ενόψει τούτου, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, η ανωτέρω συμφωνία των διαδίκων περί κλειστού μισθού, εφόσον εν προκειμένω ο συνομολογηθείς μισθός και δη το ποσό των ευρώ 2.196,18, δεν εκάλυπτε μηνιαίως, το σύνολο των ελαχίστων νομίμων αποδοχών της ενάγουσας, να μην τυγχάνει έγκυρη και η ενάγουσα δικαιούται ν` αξιώσει την ανωτέρω αμοιβή της για την υπερωριακή της απασχόληση, όπως αυτή αποδείχθηκε ανωτέρω. Όμοια κρίνοντας και η εκκαλουμένη απόφαση, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου, κατά τούτο του σχετικού πρώτου λόγου εφέσεως της εναγομένης.

VI) Από τη διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι, οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς έναν [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον, η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 364/2012, αδημ.). Η ενάγουσα, η οποία εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο της εναγομένης, με την ανωτέρω ειδικότητά, ως απεδείχθη ανωτέρω, εδικαιούτο ως επίδομα εορτών, τα ακόλουθα ποσά: Ι. Για Δώρο Πάσχα 2020: (α) στα πλαίσια της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, η οποία διήρκησε από 21.11.2019 έως 19.1.2020, εδικαιούτο αναλογίας Δώρου Πάσχα 2020, ανερχόμενη στο ποσό των {[μισθός ενεργείας 965,87 €+ επίδομα Κυριακών 212,49 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 367,71 €, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς ως προς τις ανωτέρω αποδοχές να πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση από κανέναν των διαδίκων + μηνιαίος μέσος όρος αμοιβής της ενάγουσας για την υπερωριακή της απασχόληση στα πλαίσια της εν λόγω πρώτης ναυτολόγησης (ΑΠ 741/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) [(ευρώ 753,41 για υπερωριακή απασχόληση από 1-1-2020 έως 19-1-2020/19 ημέρες εργασίας εν λόγω χρονικού διαστήματος από 1.1.2020 έως 19.1.2020 επί 30=) 1.189,59 και όχι το ποσό των ευρώ 1.900,83 κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς και τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσης της ενάγουσας, ούτε το ποσό των ευρώ 1.227, όπως εσφαλμένως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο της έφεσης της εναγομένης, έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως =] 3.371,70 δια 2 επί 1/15 επί (19 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 8=) 2,375 οκταήμερα=} 266,93 ευρώ (κατόπιν στρογγυλοποίησης), (β) στα πλαίσια της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων, η οποία διήρκησε από 10.3.2020 έως 24.3.2020, η ενάγουσα εδικαιούτο αναλογίας Δώρου Πάσχα 2020, ανερχόμενη στο ποσό των {[μισθός ενεργείας 965,87 €+ επίδομα Κυριακών 212,49 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 367,71 €, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς ως προς τις ανωτέρω αποδοχές να πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση από κανέναν των διαδίκων + μηνιαίος μέσος όρος αμοιβής της ενάγουσας για την υπερωριακή της απασχόληση στα πλαίσια της εν λόγω δεύτερης ναυτολόγησης (ΑΠ 741/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) [(ευρώ 456,36 για υπερωριακή απασχόληση από 10.3.2020 έως 24.3.2020/15 ημέρες εργασίας εν λόγω χρονικού διαστήματος από 10.3.2020 έως 24.3.2020 επί 30=) 912,72 και όχι το ποσό των ευρώ 1.900,83 κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς και τον δεύτερο λόγο έφεσης της ενάγουσας, ούτε το ποσό των ευρώ 1.227, όπως εσφαλμένως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης της εναγομένης, έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως =] 3.094,83 δια 2 επί 1/15 επί (15 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 8=) 1,875 οκταήμερα=} 193,43 ευρώ (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και (γ) στα πλαίσια της τρίτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, η οποία διήρκησε από 4.2020 έως 30.10.2020, η ενάγουσα για την εργασία της κατά το χρονικό διάστημα από 13.4.2020 έως 30.4.2020 εδικαιούτο αναλογίας Δώρου Πάσχα 2020, ανερχόμενη στο ποσό των {[μισθός ενεργείας 965,87 €+ επίδομα Κυριακών 212,49 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 367,71 €, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς ως προς τις ανωτέρω αποδοχές να πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση από κανέναν των διαδίκων + μηνιαίος μέσος όρος αμοιβής της ενάγουσας για την υπερωριακή της απασχόληση στα πλαίσια της εν λόγω τρίτης ναυτολόγησης (ΑΠ 741/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) για το χρονικό διάστημα από 13.4.2020 έως 30.4.2020 [(ευρώ 732,57 για υπερωριακή απασχόληση από 13.4.2020 έως 30.4.2020/18 ημέρες εργασίας εν λόγω χρονικού διαστήματος από 13.4.2020 έως 30.4.2020 επί 30=) 1.220,95 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι το ποσό των ευρώ 1.900,83 κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς και τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσης της ενάγουσας, ούτε το ποσό των ευρώ 1.227, όπως εσφαλμένως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης της εναγομένης, έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως =] 3.403,06 δια 2 επί 1/15 επί (18 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 8=) 2,25 οκταήμερα=} 255,23 ευρώ (κατόπιν στρογγυλοποίησης). Συνολικά, η ενάγουσα για αναλογία Δώρου Πάσχα 2020, ενόψει της εργασίας της στο ανωτέρω πλοίο, εδικαιούτο το ποσό των ευρώ (266,93 + 193,43 + 255,23 =) 715,59 και όχι το ποσό των ευρώ 884,65, όπως αναφέρει η ενάγουσα με την ένδικη αγωγή της και με τον δεύτερο λόγο έφεσής της, ούτε το ποσό των ευρώ 738,20 όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσης της εναγομένης, με την οποία πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων. Έναντι του ποσού αυτού, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, διάταξη η οποία δεν πλήττεται από κανέναν των διαδίκων, η ενάγουσα έλαβε το ποσό των ευρώ 350,49 και ως εκ τούτου, αυτή δικαιούται το ποσό των ευρώ (715,59 μείον 350,49 =) 365,10 και όχι το ποσό των ευρώ 559,75 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό και δεύτερο λόγο έφεσης της ενάγουσας, ούτε το ποσό των ευρώ 387,71 όπως, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του σχετικό δεύτερο λόγο έφεσης της εναγομένης, απορριπτομένου ως αβασίμου στην ουσία του του δευτέρου λόγου έφεσης της ενάγουσας, με τον οποίο πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση αποδείξεων. ΙΙ. Για Δώρο Πάσχα 2021: Στα πλαίσια της τέταρτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, η οποία διήρκησε από 24.2.2021 έως 24.8.2021, η ενάγουσα για την εργασία της κατά το χρονικό διάστημα από 24.2.2021 έως 30.4.2021 εδικαιούτο αναλογίας Δώρου Πάσχα 2021, ανερχόμενη στο ποσό των {[μισθός ενεργείας 965,87 €+ επίδομα Κυριακών 212,49 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 367,71 €, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς ως προς τις ανωτέρω αποδοχές να πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση από κανέναν των διαδίκων + μηνιαίος μέσος όρος αμοιβής της ενάγουσας για την υπερωριακή της απασχόληση στα πλαίσια της εν λόγω τέταρτης  ναυτολόγησης (ΑΠ 741/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) για το χρονικό διάστημα από 24.2.2021 έως 30.4.2021 [(ευρώ 2.235,60 για υπερωριακή απασχόληση από 24.2.2021 έως 30.4.2021/66 ημέρες εργασίας εν λόγω χρονικού διαστήματος από 13.4.2020 έως 30.4.2020 επί 30=) 1.016,18 και όχι το ποσό των ευρώ 1.900,83 κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ούτε το ποσό των ευρώ 1.227, όπως εσφαλμένως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης της εναγομένης, έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως =] 3.198,29 δια 2 επί 1/15  επί (66 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 8=) 8,25 οκταήμερα=} 879,53 ευρώ (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι το ποσό των ευρώ 1.122,83 όπως αναφέρει η ενάγουσα με την ένδικη αγωγή της και με τον δεύτερο λόγο έφεσής της, ούτε το ποσό των ευρώ 937,50 όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσης της εναγομένης, με την οποία πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων. Έναντι της εν λόγω απαίτησης, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας, η εναγομένη κατέβαλε στην ενάγουσα την 28.2.2021 το ποσό των ευρώ 34,02 και όχι το ποσό των ευρώ 203,16 όπως αβασίμως υποστηρίζει η ίδια (εναγομένη) με τον δεύτερο λόγο έφεσής, την 31.3.2021 το ποσό των ευρώ 203,17, αν και η εναγομένη ισχυρίζεται ότι κατέβαλε μόνον το ποσό των ευρώ 203,16 και την 30.4.2021 το ποσό των ευρώ 203,16 και όχι, όπως εσφαλμένως ισχυρίζεται η εναγομένη το ποσό των ευρώ 204,25. Συνολικά για την εν λόγω αιτία, η εναγομένη κατέβαλε στην ενάγουσα το ποσό των ευρώ [34,02 + 203,16 (όπως ισχυρίσθηκε) + 203,16=] 440,34, πλην όμως η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ότι για την εν λόγω αιτία η εναγομένη κατέβαλε στην ενάγουσα το ποσό των ευρώ 440,35, χωρίς κατά τούτο να πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση από τη μόνη έχουσα έννομο συμφέρον, ενάγουσα. Αντίθετα, δεν αποδεικνύεται βάσιμος, ο περιεχόμενος στον δεύτερο λόγο έφεσης της εναγομένης ισχυρισμός αυτής, ότι έναντι της εν λόγω απαίτησης κατέβαλε στην ενάγουσα το ποσό των ευρώ 610,57, απορριπτομένου κατά το ποσό των ευρώ (610,57 μείον 440,35=) 170,22 που η εναγομένη ισχυρίζεται ότι κατέβαλε επιπλέον του ποσού των ευρώ 440,35 που δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, του δευτέρου λόγου έφεσης της εναγομένης. Ως εκ τούτου, η εναγομένη για υπόλοιπο αναλογίας Δώρου Πάσχα 2021 οφείλει στην ενάγουσα το ποσό των ευρώ (879,53 μείον 440,35 =) 439,18 και όχι το ποσό των ευρώ 682,49 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό και τον δεύτερο λόγο έφεσης της ενάγουσας, ούτε το ποσό των ευρώ 497,15 όπως, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του σχετικό δεύτερο λόγο έφεσης της εναγομένης, απορριπτομένου ως αβασίμου στην ουσία του του δευτέρου λόγου έφεσης της ενάγουσας, με τον οποίο πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση αποδείξεων. ΙΙΙ) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2020 στα πλαίσια της τρίτης ναυτολόγησης της ενάγουσας στο ανωτέρω πλοίο, η οποία διήρκησε από 13.4.2020 έως 30.10.2020 και δη για το χρονικό διάστημα εργασίας της από 1.5.2020 έως 30.10.2020, αυτή (ενάγουσα) εδικαιούτο: {[μισθός ενεργείας 965,87 €+ επίδομα Κυριακών 212,49 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 367,71 €, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς ως προς τις ανωτέρω αποδοχές να πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση από κανέναν των διαδίκων + μηνιαίος μέσος όρος αμοιβής της ενάγουσας για την υπερωριακή της απασχόληση στα πλαίσια της εν λόγω τρίτης ναυτολόγησης (ΑΠ 741/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2020 έως 30.10.2020 [(ευρώ 5.965,92 για υπερωριακή απασχόληση από 1.5.2020 έως 30.10.2020/183 ημέρες εργασίας εν λόγω χρονικού διαστήματος από 1.5.2020 έως 30.10.2020 επί 30=) 978,02 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι το ποσό των ευρώ 1.900,83 κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ούτε το ποσό των ευρώ 1.227, όπως εσφαλμένως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης της εναγομένης, έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως =] 3.160,13 επί 2/25  επί (183 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 19=) 9,63 δεκαεννιαήμερα=} 2.434,56 και όχι το ποσό των ευρώ 3.145,45 όπως αναφέρει η ενάγουσα με την ένδικη αγωγή της και με τον δεύτερο λόγο έφεσής της, ούτε το ποσό των ευρώ 2.626,37, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσης της εναγομένης, με την οποία πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων. Έναντι του ποσού αυτού, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, διάταξη η οποία δεν πλήττεται από κανέναν των διαδίκων, η ενάγουσα έλαβε το ποσό των ευρώ 1.221,15 και ως εκ τούτου, η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των ευρώ (2.434,56 μείον 1.221,15 =) 1.213,41 και όχι το ποσό των ευρώ 2.023,22 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό και τον δεύτερο λόγο έφεσης της ενάγουσας, ούτε το ποσό των ευρώ 1.405,22 όπως, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του σχετικό δεύτερο λόγο έφεσης της εναγομένης, απορριπτομένου ως αβασίμου στην ουσία του του δευτέρου λόγου έφεσης της ενάγουσας, με τον οποίο πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση αποδείξεων. ΙV) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2021: (α) στα πλαίσια της τέταρτης ναυτολόγησης της ενάγουσας στο ανωτέρω πλοίο, η οποία διήρκησε από 24.2.2021 έως 24.8.2021 και δη για το χρονικό διάστημα εργασίας της από 1.5.2021 έως 24.8.2021 η ενάγουσα εδικαιούτο: {[μισθός ενεργείας 965,87 €+ επίδομα Κυριακών 212,49 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 367,71 €, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς ως προς τις ανωτέρω αποδοχές να πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση από κανέναν των διαδίκων + μηνιαίος μέσος όρος αμοιβής της ενάγουσας για την υπερωριακή της απασχόληση στα πλαίσια της εν λόγω τέταρτης ναυτολόγησης (ΑΠ 741/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) για το χρονικό διάστημα από 1.5.2021 έως 24.8.2021 [(ευρώ 3.851,64 για υπερωριακή απασχόληση από 1.5.2021 έως 24.8.2021/116 ημέρες εργασίας εν λόγω χρονικού διαστήματος από 1.5.2020 έως 30.10.2020 επί 30=) 996,11 και όχι το ποσό των ευρώ 1.900,83 κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ούτε το ποσό των ευρώ 1.227, όπως εσφαλμένως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης της εναγομένης, έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως =] 3.178,22 επί 2/25  επί (116 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 19=) 6,105 δεκαεννιαήμερα=} 1.552,24 και (β) στα πλαίσια της πέμπτης ναυτολόγησης της ενάγουσας στο ανωτέρω πλοίο η οποία διήρκησε από 11.9.2021 έως 1.11.2021 η ενάγουσα εδικαιούτο: {[μισθός ενεργείας 965,87 €+ επίδομα Κυριακών 212,49 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 367,71 €, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς ως προς τις ανωτέρω αποδοχές να πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση από κανέναν των διαδίκων + μηνιαίος μέσος όρος αμοιβής της ενάγουσας για την υπερωριακή της απασχόληση στα πλαίσια της εν λόγω πέμπτης ναυτολόγησης (ΑΠ 741/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) για το χρονικό διάστημα από 11.9.2021 έως 1.11.2021 [(ευρώ 1.800,18 για υπερωριακή απασχόληση από 11.9.2021 έως 1.11.2021/52 ημέρες εργασίας εν λόγω χρονικού διαστήματος από 1.5.2020 έως 30.10.2020 επί 30=) 1.038,56 και όχι το ποσό των ευρώ 1.900,83 κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ούτε το ποσό των ευρώ 1.227, όπως εσφαλμένως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης της εναγομένης, έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως =] 3.220,67 επί 2/25  επί (52 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 19=) 2,735 δεκαεννιαήμερα=} 704,68. Συνολικά, η ενάγουσα, για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2021, ενόψει της εργασίας της στο ανωτέρω πλοίο, εδικαιούτο το ποσό των ευρώ (1.552,24 + 704,68 =) 2.256,92 και όχι το ποσό των ευρώ 2.887,41 όπως αναφέρει η ενάγουσα με την ένδικη αγωγή της και με τον δεύτερο λόγο έφεσής της, ούτε το ποσό των ευρώ 2.410,92, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσης της εναγομένης, με την οποία πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Έναντι του ποσού αυτού, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, διάταξη η οποία δεν πλήττεται από κανέναν των διαδίκων, η ενάγουσα έλαβε το ποσό των ευρώ 1.122,29 και ως εκ τούτου, η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των ευρώ (2.256,92 μείον 1.122,29 =) 1.134,63 και όχι το ποσό των ευρώ 1.771,17 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό και τον δεύτερο λόγο έφεσης της ενάγουσας, ούτε το ποσό των ευρώ 1.288,63 όπως, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του σχετικό δεύτερο λόγο έφεσης της εναγομένης, απορριπτομένου ως αβασίμου στην ουσία του του δευτέρου λόγου έφεσης της ενάγουσας, με τον οποίο πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση αποδείξεων. Συνολικά, για αναλογία δώρων εορτών και δη Δώρων Πάσχα ετών 2020 και 2021 και Δώρων Χριστουγέννων 2020 και 2021, η εναγομένη συνεχίζει να οφείλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των (365,10 + 439,18 + 1.213,41 + 1.134,63=) 3.152,32 ευρώ. Περαιτέρω, με την εκκαλουμένη απόφαση, έγινε δεκτό το αίτημα επιδίκασης της δικαιούμενης αναλογίας των εν λόγω επιδομάτων εορτών της ενάγουσας, με το νόμιμο τόκο από της επομένης ημέρας της τελευταίας αποναυτολογήσεως αυτής, η οποία έλαβε χώρα την 1.11.2021, πλην του αιτήματος περί επιδίκασης τόκων από της αποναυτολογήσεως αυτής όσον αφορά ειδικώς την αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2021, κονδύλιο το οποίο επιδικάσθηκε με το νόμιμο τόκο από την 1.1.2022. Ήδη, με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της, η ενάγουσα παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, καθό μέρος η εκκαλουμένη απόφαση όρισε την 1-1-2022 ως ημερομηνία έναρξης τοκοφορίας του κονδυλίου που της επιδίκασε για διαφορά επί της αναλογίας δώρου Χριστουγέννων 2021, καίτοι η εφαρμοζόμενη ΣΣΝΕ πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων 2019 (άρθρο 14 παρ. 3) όριζε ως δήλη ημέρα καταβολής των δώρων εορτών, την επομένη ημέρα της τελευταίας απόλυσης του ναυτικού από το πλοίο (εν προκειμένω την 2-11-2021). Πράγματι, κατά τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 της εφαρμοστέας εν προκειμένω Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατικών Πλοίων έτους 2019, υπό τον τίτλο «Δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα», ορίζεται ότι «Κατά την απόλυσή του ο ναυτικός δικαιούται και την καταβολή της αναλογίας δώρων εορτών». Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλουμένη απόφαση, ορίζοντας την 1-1-2022 ως ημερομηνία έναρξης τοκοφορίας του κονδυλίου που επιδίκασε στην ενάγουσα για διαφορά επί της αναλογίας του δώρου Χριστουγέννων 2021, εφάρμοσε εσφαλμένα την άνω διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 της εφαρμοστέας Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατικών Πλοίων έτους 2019, εφόσον δέχθηκε ότι τόκοι υπερημερίας επί του επιδόματος (δώρου) αυτού, οφείλονται από την λήξη του οικείου έτους (1-1-2022) και όχι, όπως έπρεπε, βάσει της άνω διατάξεως και του σχετικού αιτήματος της ενάγουσας, από την δήλη ημέρα ήτοι της επομένης ημέρας της απολύσεώς της (2-11-2021) και επομένως πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο σχετικός τέταρτος λόγος της έφεσης της ενάγουσας.

V) Περαιτέρω, η ενάγουσα ισχυρίσθηκε με την αγωγή της ότι, τον μήνα Ιανουάριο 2020, οπότε εργάσθηκε δέκα εννέα ημέρες, το μήνα Μάρτιο 2020, οπότε εργάσθηκε δέκα πέντε ημέρες και τον μήνα Απρίλιο 2020, οπότε εργάσθηκε δέκα οκτώ ημέρες, εδικαιούτο άδεια διανυκτέρευσης για μία ημέρα για έκαστο των ανωτέρω μηνών και επιπλέον ότι εδικαιούτο δύο ημέρες διανυκτερεύσεως για έκαστο των μηνών Μάιο, Ιούνιο και Οκτώβριο 2020, μία ημέρα άδεια διανυκτέρευσης για έκαστο των μηνών Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο 2020, μία άδεια διανυκτερεύσεως για έκαστο των μηνών Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο 2021 και δύο ημέρες διανυκτέρευσης για έκαστο των μηνών Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο, Ιούνιο και Οκτώβριο 2021 και συνολικά είκοσι πέντε [25] ημέρες άδειας διανυκτέρευσης, οι οποίες δεν της χορηγήθηκαν. Για το λόγο δε τούτο αξίωσε όπως της καταβληθεί ως αποζημίωση, για εκάστη των δικαιουμένων αδειών διανυκτέρευσης, ποσοστό 1/22 του, προβλεπομένου στην εφαρμοζομένη εν προκειμένω ΣΣΕ, μισθού ενεργείας της ειδικότητας της ενάγουσας, ήτοι ευρώ 43,90 για εκάστη ημέρα διανυκτερεύσεως και συνολικά το ποσό των ευρώ 1.097,50. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού δέχθηκε ως νομίμους και ακολούθως ως βασίμους στην ουσία τους τους ανωτέρω αγωγικούς ισχυρισμούς, επεδίκασε αναγνωριστικώς στην ενάγουσα το ποσό των ευρώ 872,28, διότι δέχθηκε ότι η ενάγουσα για την εν λόγω αιτία έλαβε από την εναγομένη ως αποζημίωση το ποσό των ευρώ 225,22, όπως η ενάγουσα ανέφερε στην αγωγή της, απορρίπτοντας σιωπηρά τον περί μερικής καταβολής και δη κατά το ποσό των ευρώ (404,33 μείον 225,22=) 179,11 ευρώ ισχυρισμό της εναγομένης. Την εκκαλουμένη απόφαση, πλήττει η εναγομένη εταιρεία κατά τις ανωτέρω διατάξεις της, αφενός μεν για κακή εφαρμογή του νόμου και δη των διατάξεων του άρθρου 16 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, καθόσον, κατά τους ισχυρισμούς της εσφαλμένως επεδίκασε αποζημίωση για μία ημέρα διανυκτερεύσεως στην ενάγουσα για τους μήνες Ιανουάριο 2020, Απρίλιο 2020, Φεβρουάριο 2021 και Σεπτέμβριο 2021, ενόψει του ότι η ενάγουσα εργάσθηκε, εντός των ανωτέρω μηνών, χρονικό διάστημα που υπολείπετο του μηνός. Περαιτέρω, πλήττει τα ανωτέρω αποδεικτικά πορίσματα της εκκαλουμένης αποφάσεως και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, αφενός μεν καθόσον δέχθηκε ότι δεν της χορηγήθηκαν άδειες διανυκτέρευσης κατά τους ανωτέρω μήνες, διότι κατά τους ισχυρισμούς της, προς επιβεβαίωση των οποίων επικαλέσθηκε και την ένορκη κατάθεση του εξετασθέντος υπ΄ αυτής ανωτέρω μάρτυρα, το πλοίο, τις ημέρες Σαββάτου, των αναφερομένων στην ένδικη έφεσή της χρονικών διαστημάτων διανυκτέρευε στο λιμάνι του Πειραιά και επομένως η ενάγουσα ήταν ελεύθερη να εξέλθει αυτού, επιπροσθέτως δε διότι όλως εσφαλμένως και δη κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων μισθοδοσίας της ενάγουσας, απερρίφθη η ανωτέρω ένσταση αυτής περί μερικής καταβολής. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, υπό του τίτλου «Διανυκτέρευση εις λιμένα» «1. Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνας Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν. 2. Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1. 3. Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή.». Η μνεία στο ημερολόγιο γέφυρας των χορηγούμενων στα μέλη του πληρώματος αδειών διανυκτέρευσης, συνιστά νόμιμη υποχρέωση του πλοιάρχου κάθε ακτοπλοϊκού πλοίου, που θεσπίστηκε όχι μόνο για λόγους ασφάλειας των πλόων του, δια της συμμετοχής σ’ αυτούς επαρκούς για την αξιοπλοΐα του αριθμού ναυτικών, αλλά και για αποδεικτικούς λόγους (ΕΠ 464/2021 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Εν προκειμένω, από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, απεδείχθη ότι, η ενάγουσα, εργάσθηκε με την ανωτέρω ειδικότητα στο προαναφερόμενο πλοίο της εναγομένης στα πλαίσια της πρώτης συμβάσεως ναυτολογήσεως κατά το χρονικό διάστημα από 21.11.2019 έως 19.1.2020, στα πλαίσια της δεύτερης σύμβασης ναυτολόγησης κατά το χρονικό διάστημα από 10.3.2020 έως 24.3.2020, στα πλαίσια της τρίτης συμβάσεως ναυτολογήσεως κατά το χρονικό διάστημα από 13.4.2020 έως 30.10.2020, στα πλαίσια της τέταρτης συμβάσεως ναυτολογήσεως κατά το χρονικό διάστημα από 24.2.2021 έως 14.8.2021 και στα πλαίσια της πέμπτης συμβάσεως ναυτολογήσεως κατά το χρονικό διάστημα από 11.9.2021 έως 1.11.2021. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 16 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ, η ενάγουσα εδικαιούτο μία άδεια διανυκτέρευσης για τον μήνα Ιανουάριο 2020, εφόσον επρόκειτο για μήνα που εδικαιούτο δύο άδειες διανυκτέρευσης και η ενάγουσα, κατά τον εν λόγω μήνα, εργάσθηκε επί δέκα εννέα ημέρες, ήτοι διάστημα πλέον του ημίσεως του εν λόγω μηνός, με αποτέλεσμα, κατά την αληθή έννοια της ανωτέρω διατάξεως, εφόσον για τον εν λόγω μήνα εδικαιούτο δύο άδειες διανυκτερεύσεως να έχει θεμελιώσει δικαίωμα για μία άδεια διανυκτέρευσης, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου κατά τούτο τρίτου λόγου εφέσεως της εναγομένης, μία άδεια διανυκτέρευσης για τον μήνα Μάρτιο 2020, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, εφόσον επρόκειτο για μήνα για τον οποίο η ενάγουσα εδικαιούτο δύο άδειες διανυκτέρευσης και αυτής (ενάγουσα), κατά τον εν λόγω μήνα, εργάσθηκε επί δέκα πέντε ημέρες, ήτοι για διάστημα μισού μηνός (άρθρο 244 εδ.β ΑΚ), δεδομένου μάλιστα ότι η εναγομένη με τον υπό κρίση τρίτο λόγο έφεσης δεν αμφισβητεί το δικαίωμα της ενάγουσας για μία διανυκτέρευση κατά τον εν λόγω μήνα, μία άδεια διανυκτέρευσης για τον μήνα Απρίλιο 2020, εφόσον επρόκειτο για μήνα που εδικαιούτο δύο άδειες διανυκτέρευσης και η ενάγουσα κατά τον εν λόγω μήνα εργάσθηκε επί δέκα οκτώ ημέρες, ήτοι διάστημα πλέον του ημίσεος του μηνός, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου, κατά τούτο, τρίτου λόγου εφέσεως της εναγομένης, από μία ημέρα διανυκτέρευσης κατά τους μήνες Ιούλιο 2020, Αύγουστο 2020, Σεπτέμβριο 2020 και Ιούλιο 2021, διότι εργάσθηκε ολόκληρους τους εν λόγω μήνες. Επίσης, η ενάγουσα εδικαιούτο δύο άδειες διανυκτέρευσης κατά τους μήνες Μάιο 2020, Ιούνιο 2020, Οκτώβριο 2020, Μάρτιο 2021, Απρίλιο 2021, Μάιο 2021, Ιούνιο 2021 και Οκτώβριο 2021. Αντίθετα, κατά τον βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο έφεσης της εναγομένης, η ενάγουσα δεν εδικαιούτο άδεια διανυκτερεύσεως για την εργασία της κατά τον μήνα Σεπτέμβριο 2021, διότι δεν εργάσθηκε ολόκληρο τον εν λόγω μήνα Σεπτέμβριο 2021 για τον οποίο προβλέπεται μία μόνον άδεια διανυκτερεύσεως, για τον ίδιο δε λόγο δεν εδικαιούτο άδεια διανυκτέρευσης και για τον μήνα Αύγουστο 2021, εφόσον απεδείχθη ότι εργάσθηκε είκοσι τέσσερις ημέρες και όχι ολόκληρο τον εν λόγω μήνα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα δεν εδικαιούτο άδεια διανυκτέρευσης για την εργασία της κατά τον μήνα Φεβρουάριο 2021, πλην όμως η ενάγουσα δεν αξιώνει αποζημίωση για την εν λόγω αιτία για τον μήνα Φεβρουάριο 2021. Επομένως, η ενάγουσα καθόλο το διάστημα των ενδίκων ναυτολογήσεών της εδικαιούτο όπως λάβει είκοσι τρεις [23] άδειες διανυκτέρευσης. Έσφαλε συνεπώς, κατά τον εν μέρει βάσιμο τρίτο λόγο έφεσης της εναγομένης, η εκκαλουμένη απόφαση, στην εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 16 της ανωτέρω ΣΣΝΕ και στην εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία έκρινε ότι η ενάγουσα εδικαιούτο είκοσι πέντε διανυκτερεύσεις, ήτοι δύο επιπλέον από τις ανωτέρω αποδειχθείσες. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατά τα χρονικά διαστήματα της υπηρεσίας της ενάγουσας στο ανωτέρω πλοίο, δεν της χορηγήθηκαν οι προβλεπόμενες από το άρθρο 16 παρ. 1 της οικείας ΣΣΝΕ, άδειες διανυκτέρευσης στο λιμάνι αφετηρίας του επίδικου πλοίου, είτε σε κάποιο λιμάνι προορισμού του. Σαφής περί τούτου είναι η ένορκη κατάθεση της μάρτυρος της ενάγουσας η οποία κατέθεσε «…Άδειες διανυκτέρευσης δεν της έδιναν…». Η ίδια η εναγομένη στα πλαίσια του υπό κρίση λόγου εφέσεώς της, αναφέρει ότι, κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.7.2020 έως 19.9.2020, από 14.6.2021 έως 4.7.2021, από 5.7.2021 έως 24.8.2021 και από 11.9.2021 έως 1.10.2021, το πλοίο κάθε Σάββατο διανυκτέρευε στο λιμάνι του Πειραιά και ως εκ τούτου η ενάγουσα ήταν ελεύθερη να εξέλθει από αυτό. Ο εξετασθείς δε με επιμέλεια της εναγομένης ανωτέρω μάρτυρας, κατέθεσε σχετικά «… Όσον αφορά τις διανυκτερεύσεις … θα ήθελα να καταθέσω ότι τα δρομολόγια του πλοίου ήταν τέτοια που συχνά μέσα στον μήνα μπορούσαμε να εξέλθουμε από το πλοίο και να διανυκτερεύσουμε στο σπίτι μας…». Ωστόσο τόσο η εναγομένη όσο και ο εξετασθείς με επιμέλεια αυτής μάρτυρας δεν ανέφεραν σαφώς, εάν πράγματι η ενάγουσα ελάμβανε τις διανυκτερεύσεις που εδικαιούτο. Εξάλλου, κατά τις ημέρες Σαββάτου 18.7.2020 και 25.7.2020 το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι του Πειραιά μετά την άφιξή του ώρα 07.25, αλλά απέπλευσε εκ νέου ώρα 11.30 για Σύρο, Πάρο, Νάξο, Πειραιά και κατέπλευσε εκ νέου στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 01.35 της ημέρας Κυριακής. Επίσης, τις ημέρες Σαββάτου 1.8.2020 και 8.8.2020, το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 11.00 για Χίο, Μυτιλήνη, Χίο και κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 11.20 της ημέρας Κυριακής. Το Σάββατο 22.8.2020 το πλοίο αναχώρησε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 11.00 για Χίο, Μυτιλήνη, Χίο και κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 19.00 της ημέρας Κυριακής. Επίσης, κατά τις ημέρες Σαββάτου 10.7.2021, 24.7.2021, 7.8.2021 και 28.8.2021, το πλοίο αφού κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 06.35, απέπλευσε εκ νέου ώρα 11.00 προς εκτέλεση του δρομολογίου Πειραιάς – Χίο – Μυτιλήνη, όπου κατέπλευσε ώρα 22.45 και απέπλευσε εκ νέου την επομένη ημέρα ώρα 08.00. Την 11.9.2021 ημέρα Σάββατο το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 10.00 για Κω, όπου κατέπλευσε ώρα 02.10 της επομένης ημέρας Κυριακής. Παράλληλα, την 11.7.2020, ημέρα Σάββατο, όπως προκύπτει από το σχετικό 7α που προσκομίζει η ενάγουσα, αυτή είχε υπηρεσία στη βάρδια φυλακής στη reception  του πλοίου από ώρας 12.00 έως 16.00. Μόνον από το γεγονός της διανυκτέρευσης του ανωτέρω πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά, τις υπόλοιπες ημέρες Σαββάτου των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων (ήτοι κατά τις ημέρες 4.7.2020, 15.8.2020, 29.8.2020, 5.9.2020, 12.9.2020, 26.9.2020, 19.6.2021, 26.6.2021, 17.7.2021 και 31.7.2021 ενόψει του ότι κατά τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο 2021 η ενάγουσα δεν εδικαιούτο άδεια διανυκτερεύσεως) μετά το πέρας καθαριότητας του πλοίου, δεδομένου ότι την εν λόγω ημέρα πραγματοποιείτο καθαριότητα στους κοινόχρηστους χώρους του πλοίου που μετείχαν όλοι οι απασχολούμενοι στο τμήμα ενδιαιτήσεως, δεν μπορεί να εξαχθεί και το συμπέρασμα ότι αυτή (ενάγουσα) ελάμβανε άδεια διανυκτέρευσης, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εναγόμενη, αφού το πλήρωμα μπορεί να παραμένει στο πλοίο και να εργάζεται για τις ανάγκες του (βλ. ΕφΠειρ 553/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν τούτο πράγματι συνέβαινε, δηλαδή η ενάγουσα είχε λάβει άδεια διανυκτέρευσης, ασφαλώς θα ήταν καταχωρημένες οι άδειές της αυτές στο  ημερολόγιο του πλοίου το οποίο όμως η εναγομένη δεν προσκομίζει. Αντίθετα, ως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας της ενάγουσας και αναλύεται και κατωτέρω, κατά τον μήνα Ιούλιο 2020 η εναγομένη κατέβαλε στην ενάγουσα ως αποζημίωση για την εν λόγω αιτία, το ποσό των ευρώ 1,20, τον μήνα Αύγουστο 2020 της κατέβαλε για την ίδια αιτία το ποσό των ευρώ 20,63, τον μήνα Σεπτέμβριο 2020 της κατέβαλε για την ίδια αιτία το ποσό των ευρώ 16,24 και τον μήνα Ιούνιο 2021 της κατέβαλε το ποσό των ευρώ 23,70. Αποδεικνύεται επομένως, ότι για τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο 2020 και τον μήνα Ιούνιο 2021 για τους οποίους ουσιαστικά η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα δεν επιθυμούσε να διανυκτερεύσει εκτός του πλοίου, η εναγομένη κατέβαλε αποζημίωση στην ενάγουσα για την εν λόγω αιτία αποδεχόμενη τοιουτοτρόπως ότι κατά τους μήνες αυτούς, ήταν η ίδια υπεύθυνη για τη μη χορήγηση άδειας διανυκτέρευσης στην ενάγουσα. Από τη συνεκτίμηση επομένως του συνόλου των αποδείξεων, αποδεικνύεται ότι, η εναγόμενη δεν είχε ρυθμίσει τις υπηρεσίες των μελών του πληρώματος, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η διανυκτέρευση της ενάγουσας στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά τους ανωτέρω μήνες που απεδείχθη ότι η ενάγουσα εδικαιούτο άδειας διανυκτέρευσης. Εκ του λόγου τούτου, οφείλεται σ΄ αυτήν (ενάγουσα) η προβλεπόμενη αποζημίωση διανυκτέρευσης (άρθρο 16 παρ. 2 της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε.) για τις ανωτέρω αποδειχθείσες είκοσι τρεις ημέρες που η ενάγουσα εδικαιούτο άδειας διανυκτέρευσης, τις οποίες απεδείχθη ότι δεν έλαβε. Ειδικότερα, η ενάγουσα εδικαιούτο για την εν λόγω αιτία το ποσό των ευρώ [(μισθός ενεργείας 965,87 επί 1/22=) 43,90 ευρώ Χ 23 μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις =] 1.007,70. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας της ενάγουσας, αυτή έλαβε για την εν λόγω αιτία κατά το επίδικο διάστημα το ποσό των 43,90 την 24.3.2020, το ποσό των ευρώ 87,81 την 30.6.2020, το ποσό των ευρώ 1,32 την 31.7.2020, το ποσό των ευρώ 20,63 την 31.8.2020, το ποσό των ευρώ 16,24 την 30.9.2020, το ποσό των ευρώ 87,81 την 31.10.2020, το ποσό των ευρώ 35,12 την 31.5.2021, το ποσό των ευρώ 23,70 την 30.6.2021, το ποσό των ευρώ 84,73 την 31.10.2021 και το ποσό των ευρώ 3,07 την 1.11.2021 και συνολικά το ποσό των ευρώ 404,33. Έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο έφεσης της εναγομένης, εφόσον δέχθηκε ότι η ενάγουσα έλαβε για την εν λόγω αιτία ως αποζημίωση μόνον το ποσό των ευρώ 225,22 και απέρριψε ως αβάσιμη την περί μερικής καταβολής ένσταση της εναγομένης κατά το ποσό των ευρώ (404,33 μείον 225.22=) 179,11. Πρέπει, επομένως, κατά τούτο, να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος της ένδικης έφεσης της εναγομένης και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει να δικάσει την ένδικη ένσταση μερικής καταβολής της εναγομένης για την εν λόγω αιτία (άρθρο 535 ΚΠολΔ) και ακολούθως να κάνει δεκτή αυτή και στην ουσία της. Επομένως, η εναγομένη για την εν λόγω αιτία συνεχίζει να οφείλει στην ενάγουσα το ποσό των ευρώ (1.007,70 μείον 404,33 =) 603,37. Έσφαλε, επομένως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης της εναγομένης, η εκκαλουμένη απόφαση με την οποία έγινε δεκτό ότι η εναγομένη οφείλει στην ενάγουσα για την εν λόγω αιτία το ποσό των ευρώ 872,28, ενώ κατά τα άνω, απεδείχθη ότι, η εναγομένη οφείλει στην ενάγουσα το ποσό των ευρώ 603,37.

VΙ) Στις διατάξεις των άρθρων 68 – 81 του Ν. 3816/1958 «Περί Κυρώσεως Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α΄ 32/28.2.1958, ΚΙΝΔ), που τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής, καταστρώνονται οι προβλεπόμενοι από αυτόν λόγοι λύσης της σύμβασης ναυτικής εργασίας, εφαρμοζομένων παραλλήλως των ρυθμίσεων του κοινού δικαίου επί των μη ρυθμιζόμενων περιπτώσεων. Οι λόγοι αυτοί διαρθρώνονται σε δύο [2] κατηγορίες και, συγκεκριμένα, αφενός μεν σ’ εκείνους που επιφέρουν αυτόματα τη λύση της σύμβασης με τη συνδρομή ορισμένων γεγονότων (άρθρα 68, 70, 71) και, αφετέρου, σ’ εκείνους που ανάγονται στη βούληση των συμβαλλομένων (άρθρα 69 και 72 -74), οι οποίοι λειτουργούν ύστερα από ενέργεια ενός μόνον από αυτούς (Ι. Ρόκας – Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 148, σελ. 80, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 1989, σελ. 155 επομ.). Πέραν, όμως, αυτών είναι δυνατή η λύση της σύμβασης ναυτολόγησης με τη θέληση αμφοτέρων των συμβαλλομένων (Α. Κιάντου – Παμπούκη, οπ., Γ. Μικρούδης, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, σε ΕΕΔ 66/449 επομ. [454, υποσ. 49]), στα πλαίσια της συμβατικής ελευθερίας και της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης που σε νομοθετικό επίπεδο θεμελιώνονται στην διάταξη του άρθρου 361 του ΑΚ. Η λύση αυτή της σύμβασης ναυτικής εργασίας με κοινή συναίνεση δεν προβλέπεται στον ΚΙΝΔ, ο οποίος προνοεί μόνον για τη λύση της με τη θέληση του ενός συμβαλλομένου, προς την οποία και συνάπτει έννομες συνέπειες. Τέτοια συνέπεια προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 76, κατά την οποία ο απολυόμενος ναυτικός δικαιούται αποζημίωσης, εκτός άλλων, στην περίπτωση κατά την οποία, χωρίς τούτο να δικαιολογείται εξαιτίας παραπτώματός του, ο πλοίαρχος καταγγέλλει τη σύμβαση της ναυτολόγησής του. Περίπτωση λύσεως της συμβάσεως με κοινή συναίνεση ανακύπτει και όταν κατ’ εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ ο ναυτικός λαμβάνει την προβλεπόμενη από αυτήν άδεια ανάπαυσης, οπότε η σύμβασή του λύνεται με την αποδοχή εκ μέρους του πλοιάρχου σχετικής αίτησής του, δηλαδή με τη σύμπτωση των δηλώσεων βούλησής τους κατ’ άρθρα 185, 189 και 192 του ΑΚ (πρβλ ΟλΑΠ 25/1998, Δνη 1998/798, ΟλΑΠ 32/1997, Δνη 1997/1528). Πράγματι, όπως [και] από τις διατάξεις του άρθρου 15 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ως άνω ΣΣΝΕ προκύπτει, η άδεια του ναυτικού, σε αντίθεση προς ό,τι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, παρέχεται κατ’ αίτησή του μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν την χορήγησή της και σε περίπτωση μη χορήγησής της ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται νόμιμα (ΜονΕφΠειρ. 83/2014, ο.π., Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, άρθρο 60, σελ. 192). Στην ίδια αυτή περίπτωση της με κοινή συναίνεση λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης δεν οφείλεται στον απολυόμενο λόγω λήψης αδείας ναυτικό η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ. 111/2007, ΕΝαυτΔ 2007/406, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος Ι, 2004, άρθρο 75, σελ. 385), αφού για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής προϋποτίθεται μονομερής λύση της σύμβασης επερχόμενη με καταγγελία της εκ μέρους του πλοιάρχου (ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ο.π, ΕφΠειρ. 288/2011, ΠειρΝομ. 2012/173). Άλλως έχει το πράγμα και η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ εξακολουθεί οφειλομένη, όταν η λήψη της άδειας αναπαύσεως του ναυτικού εμφανίζεται ως προσχηματικός (τυπικός) λόγος της απολύσής του, ο οποίος υποκρύπτει σιωπηρή μονομερή καταγγελία της σύμβασής του. Στην περίπτωση αυτή, τον προσχηματικό χαρακτήρα του εμφανιζόμενου λόγου απόλυσης οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο ναυτικός που ενάγει για τη λήψη της αποζημίωσής του, το δε γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τη μη επαναυτολόγησή του μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος διάρκειας της άδειάς του, παρά τις οχλήσεις του ναυτικού για την επαναπρόσληψή του (ΜονΕφΠειρ. 443/2015, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 741/2005, ΕΝαυτΔ 2005/444). Τέλος, σε περίπτωση απόλυσης ναυτικού που λαμβάνει χώρα σε λιμένα του εσωτερικού συνεπεία καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο, η αποζημίωσή του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 75 εδαφ. τελευταίο και 76 εδαφ. α΄ του ΚΙΝΔ, ισούται με τις πάσης φύσης πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του και για τον υπολογισμό της λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης (μισθός ενέργειας), το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή του, η αποζημίωση αδείας, τα επιδόματα εορτών και κάθε άλλη παροχή καταβαλλομένη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του τακτικώς καθ’ έκαστο μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΜονΕφΠειρ. 351/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΕφΠειρ. 172/2008, ΕΝαυτΔ 36/100, ΕφΠειρ. 719/2006, ΕΝαυτΔ 34/355, βλ. και Δ. Καμβύση, ο.π., άρθρο 76, σελ. 265), το άθροισμα των οποίων διαιρείται δια δύο [2] (ΜονΕφΠειρ. 71/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 231/2013, ο.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, προέκυψε ότι, η ενάγουσα την 19.1.2020, έλαβε άδεια αναπαύσεως διάρκειας ενός [1] μηνός, δηλαδή μέχρι την 19.2.2020,  όπως αναγράφηκε και στο ναυτικό της φυλλάδιο. Ωστόσο, κατά τη λήξη της άδειας αυτής, όταν ζήτησε να επαναπροσληφθεί, η εναγόμενη αρνήθηκε τη ναυτολόγησή της, η οποία, τελικώς πραγματοποιήθηκε την 10η.3.2020. Τοιουτοτρόπως, εν τούτοις, η ενάγουσα, χωρίς να βαρύνεται με οποιοδήποτε παράπτωμα, παρέμεινε στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα άνεργη. Επομένως, η τελευταία έχει δικαίωμα λήψης της προβλεπόμενης στο άρθρο 76 ΚΙΝΔ αποζημίωσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε στο ίδιο αποδεικτικό πόρισμα, ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε, απορριπτομένου ως αβάσιμου στην ουσία του του τετάρτου λόγου της έφεσης της εναγομένης, κατά το πρώτο σκέλος του, με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Ακολούθως, η εκκαλουμένη υπολόγισε το ποσό της αποζημίωσης, που δικαιούται η ενάγουσα, με βάση το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών της, κατά το τελευταίο πριν από την απόλυσή της μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, για τον προσδιορισμό του οποίου διαίρεσε τις πάγιες μηνιαίες αποδοχές της, δηλαδή τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές αυτης του χρονικού διαστήματος από 20.12.2019 έως 19.1.2020, υπολογιζόμενες με βάση την ανωτέρω εφαρμοζόμενη εν προκειμένω ΣΣΝΕ για τα μέλη των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, στο συνολικό ποσό των 2.182,11 και δη μισθός ενεργείας 965,87 €+ επίδομα Κυριακών 212,49 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 367,71 €, αθροίζοντας δε σε αυτές το ποσό των ευρώ 1.227, ως μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής της ενάγουσας για το ίδιο διάστημα, μην αθροίζοντας εν τούτοις εσφαλμένως, κατά τον βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο της έφεσης της ενάγουσας, κατά τ αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, της αναλογίας των δώρων εορτών για το χρονικό διάστημα από 20.12.2019 έως 19.1.2020, ήτοι της αναλογίας του δώρου Χριστουγέννων έτους 2019 για την εργασία της ενάγουσας κατά το χρονικό διάστημα από 20.12.2019 έως 31.19.2019, αλλά και την αναλογία του Δώρου Πάσχα 2020 για τις δέκα εννέα ημέρες απασχόλησης αυτής (ενάγουσας), κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 19.1.2020, με το συντελεστή ½, επεδίκασε αναγνωριστικώς στην ενάγουσα για την εν λόγω αιτία το ποσό των ευρώ 1.704,55. Το πόρισμα αυτό πλήττουν και οι δύο διάδικοι, επικαλούμενοι αμφότεροι εσφαλμένο υπολογισμό των ωρών της υπερωριακής απασχόλησης της ενάγουσας με τον τρίτο λόγο της έφεσής της η ενάγουσα και με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της η εναγομένη. Επιπλέον, η ενάγουσα πλήττει το ανωτέρω αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης αποφάσεως, με τον τρίτο λόγο έφεσής της, διότι δεν υπολογίσθηκαν στις τακτικές αποδοχές της και τα αναλογούντα στον τελευταίο μήνα προ της απόλυσής της επιδόματα δώρων εορτών και, η εναγόμενη, με το τρίτο σκέλος του τετάρτου λόγου της έφεσής της, διότι, εσφαλμένως επιδικάσθηκε η εν λόγω απαίτηση στην ενάγπυσα με το νόμιμο τόκο από την 2.11.2021 ήτοι την επομένη ημέρα της τελευταίας αποναυτολόγησης της ενάγουσας. Κατά τα προεκτεθέντα, σύμφωνα με το άρθρο 76 ΚΙΝΔ, η ενάγουσα εδικαιούτο αποζημιώσεως λόγω απολύσεως η οποία θα πρέπει να υπολογισθεί, με βάση το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών της κατά τον τελευταίο μήνα, προ της απολύσεώς της, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης και δη κατά το χρονικό διάστημα από 20.12.2019 έως 19.1.2020, κατά το οποίο αυτή εργάσθηκε στο πλοίο της εναγομένης, συνυπολογιζομένης και της αναλογούσας για το διάστημα αυτό αμοιβής της ενάγουσας λόγω της υπερωριακής της απασχόλησης και των αναλογούντων στο διάστημα αυτό δώρων εορτών, όπως βασίμως υποστηρίζει η ενάγουσα με τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσής της. Όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και κατά τούτο δεν πλήττεται από κανέναν των διαδίκων, οι ελάχιστες νόμιμες μηνιαίες αποδοχές της ενάγουσας, κατά τον τελευταίο μήνα προ της απολύσεώς την 19.1.2020, ήτοι κατά το χρονικό διάστημα από 20.12.2019 έως 19.1.2020, υπολογιζόμενες με βάση τη ΣΣΝΕ των μελών των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, ανήρχοντο στο ποσό των 2.182,11 ευρώ [μισθός ενεργείας 965,87 €+ επίδομα Κυριακών 212,49 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 367,71 €]. Επιπλέον, καμία αναφορά στην αγωγή δεν γίνεται περί υπερωριακής απασχόλησης της ενάγουσας κατά το χρονικό διάστημα από 20.12.2019 έως 31.12.2019, για δε το χρονικό δε διάστημα από 1.1.2020 έως 19.1.2020, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα εργάσθηκε υπερωριακά και εδικαιούτο για την εν λόγω αιτία το ποσό των ευρώ 753,41 και όχι το ποσό των ευρώ 1.900,83 κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς και κατά τον τρίτο λόγο έφεσης της ενάγουσας, κατά τον εν μέρει βάσιμο τέταρτο λόγο έφεσης της εναγομένης. Επιπλέον, το αναλογούν Δώρο Χριστουγέννων 2019 για την απασχόληση της ενάγουσας κατά το χρονικό διάστημα από 20.12.2019 έως 31.12.2019 ανήρχετο στο ποσό των ευρώ {[μισθός ενεργείας 965,87 €+ επίδομα Κυριακών 212,49 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 367,71 €, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς ως προς τις ανωτέρω αποδοχές να πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση από κανέναν των διαδίκων =] 2.182,11 επί 2/25  επί (12 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα από 20.12.2019 έως 31.12.2019 δια 19=) 0,63 δεκαεννιαήμερα=} 109,98 (κατόπιν στρογγυλοποίησης). Επιπροσθέτως, το αναλογούν Δώρο Πάσχα 2020 για την απασχόληση της ιδίας (ενάγουσας), κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 19.1.2020, ανήρχετο στο ποσό των ευρώ {[μισθός ενεργείας 965,87 €+ επίδομα Κυριακών 212,49 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 367,71 €, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς ως προς τις ανωτέρω αποδοχές να πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση από κανέναν των διαδίκων + μηνιαίος μέσος όρος αμοιβής της ενάγουσας για την υπερωριακή της απασχόληση στα πλαίσια της εν λόγω πρώτης ναυτολόγησης (ΑΠ 741/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) [(ευρώ 753,41 για υπερωριακή απασχόληση από 1-1-2020 έως 19-1-2020/19 ημέρες εργασίας εν λόγω χρονικού διαστήματος από 1.1.2020 έως 19.1.2020 επί 30=) 1.189,59 =] 3.371,70 δια 2 επί 1/15  επί (19 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 8=) 2,375 οκταήμερα=} 266,93 ευρώ (κατόπιν στρογγυλοποίησης). Επομένως, οι τακτικές αποδοχές της ενάγουσας, κατά την απασχόλησή της στο ανωτέρω πλοίο της εναγομένης κατά το χρονικό διάστημα του τελευταίου μηνός προ της απολύσεώς της και δη κατά το χρονικό διάστημα από 20.12.2019 έως 19.1.2019 ανήρχοντο στο ποσό των ευρώ [μισθός ενεργείας 965,87 €+ επίδομα Κυριακών 212,49 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 367,71 € + αναλογία δώρων εορτών (109,98 + 266,93 =) 376,91 € + αμοιβή υπερωριακής της απασχόληση 753,41 €=] 3.312,43 και όχι στο ποσό των ευρώ 3.409,11, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τέταρτο λόγο έφεσης της εναγομένης. Εκ του λόγου τούτου, η ενάγουσα δικαιούται ως αποζημίωση για την απόλυσή της την 19.1.2020 το ήμισυ του ποσού αυτού και δη το ποσό των ευρώ [3.312,43 δια 2=] 1.656,21. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, δέχθηκε ότι η ενάγουσα δικαιούται για την αιτία αυτή το ποσό των 1.704,55 ευρώ, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η εναγομένη με το σχετικό σκέλος του τέταρτου λόγου της ένδικης έφεσής της. Περαιτέρω, όπως βασίμως υποστηρίζει η εναγομένη με το τρίτο σκέλος του τετάρτου λόγου της ένδικης έφεσής της, η αποζημίωση απολύσεως δεν θεωρείται μισθός και δεν υφίσταται ως προς αυτή δήλη ημέρα καταβολής, αλλά ο τόκος άρχεται από της οχλήσεως και κατά πάσα περίπτωση από της επιδόσεως της αγωγής (ΕφΠειρ 8/2023, Εφ.Πειρ. 743/2022 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, ΕφΠειρ 19/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 231/2013, ΕΝαυτΔ 2013, 220, ΕφΠειρ 66/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 346/2011, ΕΝαυτΔ 2011, 271, ΕφΠειρ 676/2010, ΕΝαυτΔ 2011, 105, ΕφΠειρ 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009, 102), ενόψει του ότι οι διατάξεις του άρθρου 74 του Ν. 3863/2010, με την οποία ορίζεται προθεσμία καταβολής της αποζημιώσεως απολύσεως στις χερσαίες συμβάσεις εργασίας, δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω, αντίστοιχη δε διάταξη δεν προβλέπεται στον ΚΙΝΔ. Επιπλέον, η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 10 της εφαρμοζομένης εν προκειμένω ΣΣΝΕ 2019, κατά την οποία, υπό τον τίτλο «Εξόφληση μισθού και λοιπών αποδοχών» «Η εξόφληση του μισθού και των πάσης φύσεως αποδοχών των ναυτικών γίνεται στο τέλος κάθε ημερολογιακού μηνός …» δεν ρυθμίζει και την περίπτωση του χρόνου καταβολής της αποζημίωσης απολύσεως. Ενόψει των ανωτέρω, και δεδομένου ότι δεν απεδείχθη προηγούμενη της επιδόσεως της ένδικης αγωγής όχληση της εναγομένης προς καταβολή της εν λόγω απαίτησης υπό της εναγούσης, έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση η οποία επεδίκασε τη δικαιούμενη αποζημίωση για την απόλυση της ενάγουσας την 19.1.2020, νομιμοτόκως από την 2.11.2021, ήτοι επομένη ημέρα της τελευταίας αποναυτολογήσεως αυτής, ενώ όπως βασίμως υποστηρίζει η εναγομένη, έπρεπε να επιδικάσει το ανωτέρω ποσό, με το νόμιμο τόκο από της επομένης ημέρας της επιδόσεως της ένδικης αγωγής. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, ΟλΑΠ 1/1997, ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, ΟλΑΠ 2101/1984,  ΟλΑΠ 88/1980, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει εύλογα δημιουργηθεί στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΟλΑΠ 8/2001). Η ανωτέρω διάταξη, όμως, έχει εφαρμογή στην περίπτωση άσκησης δικαιώματος από το δικαιούχο, όταν δηλαδή αυτός επιδιώκει την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει στο δικαίωμά του και όχι όταν ο αντίδικός του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 764/2001, ΔΕΕ 2001.1013, ΑΠ 950/1989, ΕλλΔνη 1991.77, ΑΠ 84/1984, ΝοΒ 1985.239, ΜονΕφΔυτΣτερΕλ 34/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ.2243/2012, ΔΕΕ 2012.1031, ΕφΑθ. 8263/2007, ΔΕΕ 2008.1115, ΕφΔωδ. 122/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 871/2002, ΠειρΝομ. 2002.472, ΕφΠειρ. 470/1992, ΕΝαυτΔ 1993.256) ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα του αγωγικού δικαιώματος, αποκρούοντας δηλαδή την εφαρμογή του ως μη αναγνωριζόμενου από το νόμο (ΑΠ 1119/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1255/1980, ΝοΒ 29/554, ΕφΔωδ. 171/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 13/1995, ΕλλΔνη 1996.423), καθόσον, ειδικότερα, εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βούλησης του υποχρέου, οπότε ελέγχεται βεβαίως ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της άσκησής του, εάν, όμως, είναι ανυπόστατο ή αντίκειται στο νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος περί κατάχρησης (ΑΠ 1417/1984, ΝοΒ 1985.1002, ΕφΘεσ. 727/2000, Αρμ.2000.806). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής άσκησης «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 του ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕφΑθ. 966/2010, ΕλλΔνη 2012.188), η δε διάταξη του άρθρου του 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 894/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους, κατ’ άρθρο 454 του ΑΚ, όπως άκυρη είναι και  η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ο.π, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ τούτου, επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημόσιας τάξης άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 του ΑΚ καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010.385, ΕφΠειρ. 901/2002, ο.π.). Εξάλλου, από τις ίδιες διατάξεις του άρθρου 281 του ΑΚ, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι, για το παραδεκτό της ένστασης περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος από άποψη χρόνου προβολής της, πρέπει, κατά την πρώτη πρωτοβάθμια συζήτηση της υπόθεσης, να προβάλλονται τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος από το διάδικο κατά του οποίου ασκείται το δικαίωμα, συγχρόνως δε, να γίνεται επίκληση από τον ενιστάμενο του γεγονότος ότι, τα περιστατικά αυτά καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος και να διατυπώνεται αίτημα απόρριψης της αγωγής για την αιτία αυτή, διαφορετικά η ένσταση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΟλΑΠ 472/1983). Επομένως, η ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ, καίτοι στηρίζεται σε κανόνα δημοσίας τάξεως, δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 468/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 591 ΚΠολΔ, «… Αν στις ειδικές αυτές διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά: α) …, β) …, γ) Οι προτάσεις κατατίθενται το αργότερο κατά τη συζήτηση. δ) Τα περιεχόμενα στις προτάσεις μέσα επίθεσης και άμυνας προτείνονται συνοπτικώς και προφορικά και καταχωρίζονται στα πρακτικά συζητήσεως, διαφορετικά είναι απαράδεκτα….». Η προφορική πρόταση των ισχυρισμών, με σημείωση στα πρακτικά, απαιτείται σε κάθε περίπτωση και δη, η σημείωση της προφορικής προτάσεως των ισχυρισμών στα πρακτικά πρέπει να προκύπτει ευθέως από το περί των προτάσεων και των δηλώσεων τμήμα των πρακτικών, ενώ δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της προτάσεως των ισχυρισμών είτε από το περιεχόμενο των μαρτυρικών καταθέσεων, που ακολούθως καταχωρούνται είτε από το περιεχόμενο των εγγράφων προτάσεων, που έχουν κατατεθεί στο ακροατήριο [ΑΠ 226/2023 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ.]. Η διάταξη του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87) και ισχύει εν προκειμένω, καθώς η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε μετά την 1η.1.2016, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, ήτοι προ της τροποποίησης της διάταξης δυνάμει των άρθρων 29 και 120 του Ν.4842/2021 (ΦΕΚ΄Α 190), που εφαρμόζεται για ένδικα μέσα, τα οποία έχουν ασκηθεί μετά την 1η.1.2022, σύμφωνα με την παρ.2α του άρθρου 116 του ανωτέρω νόμου, προβλέπει ότι: «Είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία` αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως». Στην κατ’ έφεση δίκη επιτρέπεται για πρώτη φορά η προβολή των ισχυρισμών αυτών μόνο αν συντρέχουν οι προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, τις οποίες πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο προτείνων αυτές διάδικος (βλ. και ΑΠ 536/2017, ΑΠ 105/2017, ΑΠ 9/2014, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος), ενώ και στην απόφαση του δικαστηρίου, που δέχεται ως βάσιμο τον ισχυρισμό αυτό, πρέπει να βεβαιώνεται το παραδεκτό της βραδείας προβολής του και να διαλαμβάνεται στις παραδοχές της η συνδρομή μιας τουλάχιστον από τις παραπάνω περιπτώσεις, που δικαιολογούν τη βραδεία προβολή του ισχυρισμού (βλ. και ΑΠ 1099/2017, ΑΠ 243/2015, 9/2014, 259/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην πιο πάνω εξαίρεση υπάγονται και οι πραγματικοί ισχυρισμοί που θεμελιώνουν την, από το άρθρο 281 ΑΚ, ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του αγωγικού δικαιώματος [ΑΠ 1215/2021 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ]. Εν προκειμένω, με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της, η εναγομένη ισχυρίσθηκε ότι, κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία, είχε προβάλει σε βάρος της απαίτησης της ενάγουσας για καταβολή της εν λόγω αποζημίωσης απολύσεως, ισχυρισμό περί καταχρηστικής υπ’ αυτής (εναγούσης) άσκησης του δικαιώματος αξίωσης αποζημίωσης απολύσεως. Συγκεκριμένα, κατά τους ισχυρισμούς της, η αξίωση υπό της εναγούσης αποζημίωση απολύσεως εκ του λόγου ότι δεν την επαναπροσέλαβε με τη λήξη της αδείας της την 19.2.2020, τυγχάνει καταχρηστική, εφόσον αυτή (εναγομένη) επαναπροσέλαβε την ενάγουσα την 14.3.2020, ήτοι με μόλις 21 ημέρες καθυστέρηση, γεγονός που δεν προκάλεσε βλάβη στην ενάγουσα ικανό να δικαιολογήσει τη χορήγηση σε αυτήν (ενάγουσα) αποζημίωσης, ίσης με τη μισθοδοσία 15 ημερών. Κατά την εναγομένη, μόλις δημιουργήθηκε στο πλοίο της κενή θέση για επίκουρο, έσπευσε και ναυτολόγησε την ενάγουσα, αυτή δε (ενάγουσα), λόγω της ολιγοήμερης καθυστέρησης στην επαναπρόσληψή της επιδιώκει να πλουτίσει σε βάρος της, παραβιάζοντας τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό των διατάξεων των άρθρων 72, 75 και 76 του ΚΙΝΔ, που στόχο έχουν να προστατεύσουν τον ναυτικό από αδικαιολόγητη απόλυση και όχι τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του ναυτικού σε περίπτωση, ολίγων ημερών, καθυστέρησης στην επαναπρόσληψή του. Κατά τον ίδιο (τέταρτο) λόγο έφεσης, η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό της, εκ του λόγου ότι, η εναγομένη όφειλε δήθεν να προτείνει συνοπτικά προφορικά στο ακροατήριο την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, πλην όμως εσφαλμένως, διότι όπως παγίως γίνεται δεκτό, η ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος συγκαταλέγεται τις γνήσιες και όχι στις καταχρηστικές ενστάσεις και δεν απαιτείται ειδικός πανηγυρικός τύπος, αλλά αρκεί το γενικό αίτημα του εναγομένου περί απόρριψης της αγωγής, στο οποίο λογικά και νομικά εμπεριέχεται και η απόρριψη της αγωγής λόγω προβαλλόμενης ένστασης από το άρθρο 281 ΑΚ. Εν προκειμένω, πράγματι, όπως προκύπτει από το αντίγραφο των εγγράφων προτάσεων, τις οποίες η εναγομένη κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αυτή (εναγομένη) είχε προτείνει τον ανωτέρω ισχυρισμό της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου δια των εγγράφων προτάσεών της (σχετικά σελ. 12). Παράλληλα, εν τούτοις, από τα προσκομιζόμενα σε αντίγραφο, συνταχθέντα κατά την ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, κατά τη δικάσιμο της 20.9.2022, οπότε και συζητήθηκε η ένδικη αγωγή, αποδεικνύεται ότι, η εναγομένη δεν είχε αναπτύξει και προφορικά συνοπτικά τον ανωτέρω ισχυρισμό της. Συγκεκριμένα, από τα ανωτέρω πρακτικά συζήτησης προκύπτει ότι η εναγομένη αρνήθηκε την αγωγή, προέβαλε ένσταση εξοφλήσεως και παρέπεμψε κατά τα λοιπά στις προτάσεις της, καθόσον ανέφερε «…Άρνηση της αγωγής και ένσταση εξοφλήσεως, όπως εξειδικεύεται στις προτάσεις μας….». Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος ισχυρισμό της εναγομένης εκ του λόγου ότι η εναγομένη δεν προέβαλε αυτόν συνοπτικά και προφορικά κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ήτοι ως απαράδεκτο, ορθά εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 591 παρ.1 περ. δ ΚΠολΔ, ο δε περί του αντιθέτου, κατά τούτο, τέταρτος λόγος έφεσης της εναγομένης, τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του, δεδομένου ότι, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη, τον ισχυρισμό αυτό, δεν αρκούσε η εναγομένη να εκθέσει στις από 20.9.2022 πρωτόδικες έγγραφες προτάσεις της, αλλά όφειλε να την προτείνει κατά τη συζήτηση της ένδικης αγωγής στο ακροατήριο, την 20.9.2022, με καταχώρηση στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Περαιτέρω, ο ίδιος ισχυρισμός, απαραδέκτως προβάλλεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, εφόσον η εναγομένη δεν επικαλείται, αλλά ούτε προκύπτει ότι συντρέχει κάποιος από τους λόγους του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Σε κάθε περίπτωση, ο εν λόγω ισχυρισμός, της εναγομένης δεν είναι νόμιμος, διότι τα επικαλούμενα υπ’ αυτής πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, αφού η ενάγουσα, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός της στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών της από την παροχή της εργασίας της. Επομένως, ο ερευνώμενος λόγος της έφεσης της εναγομένης, κατά το ανωτέρω σκέλος του, τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος στην ουσία του.

VII) Κατά τη διάταξη του άρθρου 60 του ΚΙΝΔ “εάν ο μισθός συνωμολογήθη κατά μήνα ο ναυτικός δικαιούται εις τον μισθόν των μηνών και ημερών, καθ’ ας διήρκεσεν η ναυτολόγησις. Εάν όμως αύτη διήρκεσεν έλασσον του μηνός ο ναυτικός δικαιούται εις πλήρη μηνιαίον μισθόν. Ως πλήρης ημέρα θεωρείται και η απλώς αρξαμένη”. Από τη διάταξη αυτή, η οποία δεν κάνει διάκριση ως προς τον τρόπο λύσεως της συμβάσεως ναυτολογήσεως προ τη παρελεύσεως μηνός από της καταρτίσεως της, σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρου 65 του ιδίου Κώδικα, κατά την οποία ο ναυτικός που αδικαιολόγητα δεν παρέχει τις υπηρεσίες του στερείται του αναλόγου μισθού, σαφώς συνάγεται, ότι μόνο εάν η λύση της συμβάσεως προήλθε εξ υπαιτιότητας ή εκ της αποκλειστικής βουλήσεως του ιδίου του ναυτικού, δεν δικαιούται αυτός πλήρους μισθού [ΑΠ 326/2017 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ]. Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα, στην ένδικη αγωγή της, μεταξύ άλλων, εξέθετε ότι, με την εναγομένη κατάρτισε την 10.3.2020 σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, στα πλαίσια της οποίας ναυτολογήθηκε την ίδια ημέρα με την ειδικότητα της επικούρου, σύμφωνα με τους όρους της ΣΣΝΕ για τα πληρώματα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων. Περαιτέρω, ότι η εν λόγω σύμβαση λύθηκε την 24.3.2020, λόγω της ετήσιας επιθεωρήσεως του πλοίου. Με βάση το ιστορικό αυτό και την επίκληση ότι για το διάστημα που εργάσθηκε με βάση την τελευταία αυτή σύμβαση έλαβε ως αποδοχές το ποσό των 1.282,25 ευρώ, ενώ ο μηνιαίος συμφωνημένος μισθός της ως επικούρου, συμπεριλαμβανομένης της εκ ποσού ευρώ 382,29 συμφωνημένης κατ’ αποκοπή αμοιβής του για την εργασία της κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, ανήρχετο στο ποσό των ευρώ 2.564,50, ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να της καταβάλει τη διαφορά, ανερχόμενη σε 1.285,25 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφασή του, αφού δέχθηκε ως νόμιμο το εν λόγω αίτημα, ακολούθως δέχθηκε αυτό ως εν μέρει βάσιμο στην ουσία του για το ποσό των ευρώ 1.282,18. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, προέκυψε ότι, η ενάγουσα πράγματι, την 10.3.2020, με σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που κατήρτισε με την εναγομένη, προσελήφθη με την ειδικότητα του Επικούρου στο ανωτέρω πλοίο, σύμφωνα με τους όρους της ΣΣΝΕ για τα πληρώματα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων 2019, πλέον του ποσού των ευρώ 382,29 ως συμφωνημένη, κατ’ αποκοπή, αμοιβή μηνιαίως, για την εργασία της κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών. Την τελευταία αυτή συμφωνία δεν αμφισβητεί ειδικώς η εναγομένη, όπως επίσης δεν αμφισβητεί και τον αγωγικό ισχυρισμό ότι, κατά την πρόσληψη της ενάγουσας, είχε συμφωνηθεί ο μισθός της ενάγουσας κατά μήνα. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, η ενάγουσα αποναυτολογήθηκε την 24.3.2020, ήτοι προ της συμπληρώσεως ενός μηνός από την ναυτολόγησή της, άνευ υπαιτιότητός της και δη λόγω της ετήσιας επιθεωρήσεως του εν λόγω πλοίου. Επομένως και ανεξαρτήτως, εάν πράγματι αυτή (ενάγουσα) εγνώριζε ότι, εντός των επομένων ημερών το πλοίο θα υποβληθεί σε επιθεώρηση, όπως διατείνεται η εναγομένη, εφόσον ο μισθός αυτής, όπως αυτή ισχυρίσθηκε και δεν αμφισβητήθηκε ειδικώς υπό της εναγομένης συμφωνήθηκε κατά μήνα, η ένδικη δε σύμβαση ναυτολόγησης ελύθη προ της συμπληρώσεως ενός μηνός από της ναυτολογήσεώς της, άνευ υπαιτιότητός της, αυτή (ενάγουσα) εδικαιούτο όπως λάβει τις συμφωνημένες αποδοχές ενός μηνός, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 60 του ΚΙΝΔ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, ορθά εφάρμοσε το νόμο και δη την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 60 του ΚΙΝΔ και ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε, απορριπτομένου ως αβάσιμου του τετάρτου λόγου της έφεσης της εναγομένης, κατά το πρώτο σκέλος του, με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Ακολούθως, η εκκαλουμένη απόφαση υπελόγισε το ποσό των δικαιούμενων αποδοχών της ενάγουσας, στο ποσό των ευρώ 1.282,18. Ειδικότερα, οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές της ενάγουσας, υπολογιζόμενες με βάση την ανωτέρω εφαρμοζόμενη εν προκειμένω ΣΣΝΕ για τα μέλη των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, ανήρχοντο στο συνολικό ποσό των 2.182,11 και δη μισθός ενεργείας 965,87 €+ επίδομα Κυριακών 212,49 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 367,71 €. Συνυπολογιζομένου και του ποσού των ευρώ 382,39 ως κατ’ αποκοπή συμφωνημένη, μεταξύ των διαδίκων, αμοιβή της ενάγουσας για την εργασία της κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, γεγονός που δεν αμφισβητείται υπό της εναγομένης, η συμφωνημένη μηνιαία αμοιβή της ενάγουσας ανήρχετο στο ποσό των ευρώ 2.564,50. Εκ του ανωτέρω ποσού, η ενάγουσα, όπως η ίδια ισχυρίσθηκε με την ένδικη αγωγή της και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό της εναγομένης, έλαβε το ποσό των ευρώ 1.282,25 και επομένως δικαιούται το υπόλοιπο του συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού και δη το ποσό των ευρώ 1.282,25. Εν τούτοις, με την εκκαλουμένη απόφαση για την εν λόγω αιτία επιδικάσθηκε στην ενάγουσα μόνον το ποσό των ευρώ 1.282,18, χωρίς κατά τούτο να προσβληθεί με λόγο έφεσης από τη μόνη έχουσα έννομο συμφέρον, ενάγουσα. Το πρωτοβάθμιο επομένως Δικαστήριο, ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε, απορριπτομένου ως αβάσιμου στην ουσία του του τετάρτου λόγου της έφεσης της εναγομένης, κατά το πρώτο σκέλος του, με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Η εναγομένη με τον τέταρτο λόγο έφεσής της πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση και για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, εκ του λόγου ότι, όπως ισχυρίζεται, κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία, είχε προβάλει σε βάρος της απαίτησης της ενάγουσας για καταβολή των εν λόγω αποδοχών, ισχυρισμό περί καταχρηστικής υπ’ αυτής άσκησης δικαιώματος, ισχυρισμός ο οποίος εν τούτοις, εσφαλμένως απερρίφθη υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, κατά τους ισχυρισμούς της, η αξίωση της ενάγουσας για καταβολή αποδοχών δέκα πέντε ημερών εκ του λόγου ότι αν και προσελήφθη την 10.3.2020, η ανωτέρω σύμβαση εργασίας της ελύθη την 24.3.2020, τυγχάνει καταχρηστική, διότι όταν η ενάγουσα προσελήφθη εγνώριζε ότι «εντός ολίγων ημερών» το ανωτέρω πλοίο της εναγομένης θα διέκοπτε τους πλόες του, προκειμένου και για την ετήσια επιθεώρησή του. Κατά τον ίδιο ισχυρισμό το πότε ένα πλοίο οφείλει να περάσει από επιθεώρηση είναι γνωστό στους ναυτικούς που υπηρετούν σε αυτό, ειδικά σε ναυτικούς, όπως η ενάγουσα, οι οποίοι επί σειρά μηνών, ναυτολογούνται στο ίδιο πλοίο, κατ’ επανάληψη. Κατά τον ίδιο (τέταρτο) λόγο έφεσης, η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό της, εκ του λόγου ότι, η εναγομένη όφειλε δήθεν να προτείνει συνοπτικά προφορικά στο ακροατήριο την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, πλην όμως εσφαλμένως, διότι όπως παγίως γίνεται δεκτό, η ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος συγκαταλέγεται στις γνήσιες και όχι στις καταχρηστικές ενστάσεις και δεν απαιτείται ειδικός πανηγυρικός τύπος, αλλά αρκεί το γενικό αίτημα του εναγομένου περί απόρριψης της αγωγής, στο οποίο λογικά και νομικά εμπεριέχεται και η απόρριψη της αγωγής, λόγω της προβαλλόμενης ένστασης από το άρθρο 281 ΑΚ. Εν προκειμένω, πράγματι, όπως προκύπτει από το αντίγραφο των εγγράφων προτάσεων τις οποίες η εναγομένη κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αυτή (εναγομένη) είχε προτείνει τον ανωτέρω ισχυρισμό της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου δια των εγγράφων προτάσεών της (σχετικά σελ. 12). Παράλληλα, εν τούτοις, από τα προσκομιζόμενα σε αντίγραφο, συνταχθέντα κατά την ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ανωτέρω Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 20.9.2022 ημερομηνία συζητήσεως της ένδικης αγωγής ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, αποδεικνύεται ότι, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, η εναγομένη δεν είχε αναπτύξει και προφορικά συνοπτικά τον ανωτέρω ισχυρισμό της. Συγκεκριμένα, από τα ανωτέρω πρακτικά συζήτησης, προκύπτει ότι, η εναγομένη αρνήθηκε την αγωγή, προέβαλε ένσταση εξοφλήσεως και παρέπεμψε κατά τα λοιπά στις προτάσεις που κατέθεσε, καθόσον ανέφερε «… Άρνηση της αγωγής και ένσταση εξοφλήσεως, όπως εξειδικεύεται στις προτάσεις μας….». Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον, περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, ισχυρισμό της εναγομένης, εκ του λόγου ότι δεν προέβαλε αυτόν συνοπτικά και προφορικά κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ήτοι ως απαράδεκτο, ορθά εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 591 παρ.1 περ. δ ΚΠολΔ, ο δε περί του αντιθέτου κατά τούτο τέταρτος λόγος έφεσης της εναγομένης τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του, δεδομένου ότι κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη, τον ισχυρισμό αυτό, δεν αρκούσε η εναγομένη να εκθέσει στις από 20.9.2022 πρωτόδικες έγγραφες προτάσεις της, αλλά όφειλε να τον προτείνει και κατά τη συζήτηση της ένδικης αγωγής στο ακροατήριο, την 20.9.2022, με καταχώρηση στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση  πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Περαιτέρω, ο ίδιος ισχυρισμός, απαραδέκτως προβάλλεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με τον υπό κρίση τέταρτο λόγο έφεσης, εφόσον η εναγομένη δεν επικαλείται, αλλά ούτε προκύπτει ότι συντρέχει κάποιος από τους λόγους του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Σε κάθε περίπτωση, ο εν λόγω ισχυρισμός της εναγομένης δεν είναι νόμιμος, διότι τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ. Τούτο διότι, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 του ΑΚ, όπως άκυρη είναι και  η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (πρβλ. ΑΠ 166/2016, ο.π, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, έστω κι αν η ενάγουσα, κατά τη συνομολόγηση της εν λόγω σύμβασης ναυτολόγησης εγνώριζε ότι «σε λίγες ημέρες» κατά τον υπό κρίση ισχυρισμό, το πλοίο της εναγομένης θα διακόψει τους πλόες του λόγω επιθεωρήσεως, δεν ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμά της προς απόληψη όλου του μηνιαίου συμφωνημένου μισθού της, έστω κι αν εργάσθηκε για διάστημα λιγότερο του μηνός, κατά τις διατάξεις του άρθρου 60 του ΚΙΝΔ. Επομένως, ο ερευνώμενος τέταρτος λόγος της έφεσης της εναγομένης, τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του κατά τούτο.

Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων, και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου εφέσεως προς διερεύνηση, πρέπει να γίνουν δεκτές ως εν μέρει βάσιμες στην ουσία τους αμφότερες οι ένδικες εφέσεις, απορριπτομένων αυτών κατά τα λοιπά ως αβασίμων στην ουσία τους, ως ειδικότερα αναλύεται στο σκεπτικό της παρούσας και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της για το ενιαίο της εκτέλεσης, ήτοι και ως προ το ποσό των ευρώ 1.282,18 που αφορά διαφορές αποδοχών της ενάγουσας κατά το άρθρο 60 του ΚΙΝΔ που επιδικάσθηκε στην ενάγουσα με την εκκαλουμένη απόφαση, αν και ο τέταρτος λόγος έφεσης της εναγομένης απερρίφθη κατά τούτο ως αβάσιμος στην ουσία του, αφού δε κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 535 παρ.1 ΚΠολΔ, προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις ως άνω μνημονευόμενες διατάξεις, καθώς και σε αυτές των άρθρων 53, 54, 60 ΚΙΝΔ, 648, 653, 655, 341, 345, 346 ΑΚ, να γίνει μερικώς δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη – εκκαλούσα – εφεσίβλητη να καταβάλει στην ενάγουσα, κατά τα προεκτεθέντα, ως υπόλοιπο αμοιβής της για την παρασχεθείσα και αποδειχθείσα ανωτέρω υπερωριακή εργασίας της, το ποσό των ευρώ 9.493,72, νομιμοτόκως από την 2.11.2021. Περαιτέρω, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα, επιπλέον του ανωτέρω ποσού και το ποσό των ευρώ 6.694,08 και δη το ποσό των ευρώ 365,10 ως διαφορά αναλογίας Δώρου Πάσχα 2020, το ποσό των ευρώ 439,18 ως διαφορά αναλογίας Δώρου Πάσχα 2021, το ποσό των ευρώ 1.213,41 ως διαφορά αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων 2020,  το ποσό των ευρώ 1.134,63 ως διαφορά αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων 2021, το ποσό των ευρώ 603,37 ως αποζημίωση αυτής λόγω μη χορηγηθέντων αδειών διανυκτέρευσης, το ποσό των ευρώ 1.656,21 ως αποζημίωση αυτής για την απόλυσή της την 19.1.2020 και το ποσό των ευρώ 1.282,18 ως υπόλοιπο μηνιαίου μισθού, κατά τους ορισμούς του άρθρου 60 του ΚΙΝΔ, νομιμοτόκως από την 2.11.2021, πλην του ποσού των ευρώ 1.656,21 που αφορά αποζημίωση για την απόλυση της ενάγουσας, το οποίο η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα με το νόμιμο τόκο από της επομένης ημέρας της επιδόσεως της ένδικης αγωγής. Τέλος, η εναγομένη πρέπει να καταδικασθεί σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 106, 178 παρ.1, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ και άρθρα 63, 68 και 69 του Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν. 4194/2017), κατά το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, τις ένδικες εφέσεις.         Δέχεται αυτές τυπικά και εν μέρει στην ουσία τους, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη, υπ’ αριθμ. 3871/2022, απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει, την ένδικη από 28.12.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ………../30.12.2021 αγωγή.

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

Δέχεται, κατά τα λοιπά, την ένδικη αγωγή ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της.

Υποχρεώνει την εναγομένη, να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εννέα χιλιάδων τετρακοσίων ενενήντα τριών ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών (9.493,72), νομιμοτόκως από την 2-11-2021.

Αναγνωρίζει ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα, το ποσό των έξι χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα τεσσάρων ευρώ και οκτώ λεπτών (ευρώ 6.694,08), νομιμοτόκως το ποσό των ευρώ πέντε χιλιάδων τριάντα επτά ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών (ευρώ 5.037,87) από την 2.11.2021 και το ποσό των ευρώ χιλίων εξακοσίων πενήντα έξι ευρώ και είκοσι ενός λεπτών (1.656,21), από την επομένη της επιδόσεως της ένδικης αγωγής.

Καταδικάζει την εναγομένη στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 2.7.2024.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ