Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 326/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης     326/2024

TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ  : Της   Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία: «……………», που εδρεύει στην Αθήνα, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο.

ΤΗΣ ΑΥΤΟΤΕΛΩΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ : Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο «………..», πρώην με την επωνυμία «………….»,  και διακριτικό τίτλο «………..», η οποία εδρεύει στο …….. Αττικής, επί της οδού ………. με ΑΦΜ ……… ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά και με αριθμό ΓΕΜΗ …………., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με το Ν. 4354/2015, δυνάμει της με αριθμό 220/1/13.3.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστώσεων και Ασφαλιστικών Θεμάτων, η οποία  ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διάδικου, διαχειρίστριας των απαιτήσεων  της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην Ιρλανδία, οδός ……….., με αριθμό μητρώου …….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, και οι οποίες απαιτήσεις έχουν μεταβιβαστεί στο πλαίσιο τιτλοποίησης αξιώσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………..», η οποία εκπροσωπήθηκε  στο Δικαστήριο από την πληρεξούσια Δικηγόρο της Παναγιώτα Λότσιου, με δήλωση κατ άρθρο 242 ΚΠολΔ.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ  : 1) ……….. και 2) ……………., οι οποίοι ήταν απόντες και δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Οι εφεσίβλητοι άσκησαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την από 16-12-2019 και με αρ. καταθ.  ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2019 ανακοπή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η με αρ. 94/2021 απόφαση του άνω  Δικαστηρίου. Κατά της απόφασης αυτής η εκκαλούσα άσκησε την από  9.7.2021 και με αρ. καταθ.  ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……../2021 έφεσή της. Η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα άσκησε την από 7.9.2022  με αρ. καταθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2022 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της  εκκαλούσας ανώνυμης Τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………..».  Η συζήτηση της έφεσης και της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ορίστηκε για τη δικάσιμο της 6.10.2022 και η έφεση  επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους εφεσίβλητους, ώστε η συζήτηση της έφεσης για την άνω δικάσιμο έγινε με την επιμέλεια της εκκαλούσας. Την άνω δικάσιμο η συζήτηση της έφεσης και της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης  αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 5.10.2023, κατά την οποία οι υποθέσεις δεν εισήχθησαν προς συζήτηση λόγω ανωτέρας βίας, που συνίστατο στη διενέργεια των δημοτικών εκλογών την 8.10.2023. Εν συνεχεία αμφότερες οι υποθέσεις επαναπροσδιορίστηκαν αυτεπαγγέλτως βάσει της με αρ. 81/2023 πράξης κατ΄εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 260 παρ.4 ΚΠολΔ

Κατά τη συζήτηση των άνω υποθέσεων, που  συνεκφωνήθηκαν από το πινάκιο,  (α.α 45 και 46) η εκκαλούσα –  υπερ ης η πρόσθετη παρέμβαση και οι εφεσίβλητοι- καθών η πρόσθετη παρέμβαση δεν παραστάθηκαν, ενώ  η πληρεξούσια δικηγόρος της αυτοτελούς προσθέτως παρεμβαίνουσας αναφέρθηκε στις προτάσεις της.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από  9.7.2021 και με αρ. καταθ.  ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………/2021 έφεση της εκκαλούσας ανώνυμης Τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……………» έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, εντός της καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 518 παρ.2 ΚΠολΔ  δεδομένου ότι η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 14.1.2021, η δε κρινόμενη έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 12.7.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2021) κι έχει κατατεθεί το ανάλογο παράβολο (βλ. το με αρ. …………  ηλεκτρονικό παράβολο δημοσίου, σε συνδυασμό με την από 9.7.2021 απόδειξης πληρωμής του από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ). Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά του πινακίου δεν παραστάθηκαν, ούτε η εκκαλούσα, ούτε οι εφεσίβλητοι όπως δε προκύπτει από τις με αριθμούς …. και …../2.9.2022 εκθέσεις επίδοσης που συνέταξε η δικαστική επιμελήτρια στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………., αντίγραφο της έφεσης με πράξη κατάθεσης και ορισμό δικασίμου για την 6.10.2022 επιδόθηκε νομότυπα κι εμπρόθεσμα στους εφεσίβλητους, ώστε η συζήτηση της έφεσης για την άνω δικάσιμο έγινε με την επιμέλεια της εκκαλούσας. Την ως άνω δικάσιμο η υπόθεση αναβλήθηκε για την δικάσιμο της 5.10.2023, οπότε δεν εκφωνήθηκε εξαιτίας ανωτέρας βίας οφειλόμενης στη διενέργεια των δημοτικών εκλογών της 8.10.2023 και επαναπροσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως βάσει της με αρ. 81/2023 πράξης του Προϊσταμένου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς για την δικάσιμο που στην αρχή της παρούσας αναφέρεται.  Η αναβολή της υπόθεσης κατά τη δικάσιμο της 6.10.2022 ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων κατ άρθρο 226 παρ.4 ΚΠολΔ , ενώ ο επαναπροσδιορισμός της υπόθεσης  συνεπεία της μη εκφώνησής της κατά τη δικάσιμο της 5.10.2023 ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 80 του  ΚΠολΔ τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 του  ΚΠολΔ προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1329/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 83 του ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 του ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1485/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2  του ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2  του ΚΠολΔ. (β) Επίσης,  σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ΄ του ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων….», «Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις». Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, «οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (ΦΕΚ Α΄ 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης». Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 274 παρ. 2 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη (άρθρο 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αν εκείνος που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση εμφανισθεί κατά τη συζήτηση, τότε αν λείπουν και οι δύο αρχικοί διάδικοι ή ο αντίδικος εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του αντιδίκου εκείνου, υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση και εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, στο παρόν Δικαστήριο ασκείται το πρώτον η από 7.9.2022 και  με αριθ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………./2022 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εκκαλούσας, μετά την έναρξη της εκκρεμοδικίας και συγκεκριμένα μετά την αναβίωσή της με την άσκηση της κρινόμενης έφεσης, με την οποία η προσθέτως παρεμβαίνουσα,  ισχυρίζεται ότι είναι διαχειρίστρια των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού με τη  επωνυμία «……….», η οποία έχει καταστεί ειδική διάδοχος της εκκαλούσας, όπως ειδικότερα εκτίθεται. Επικαλούμενη δε, ως  έννομο συμφέρον, της εκπροσωπούμενης από αυτήν ειδικής διαδόχου, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη, κατ’ άρθρο 325 του ΚΠολΔ, ζητεί την παραδοχή  της έφεσης, όπως το αιτητικό αυτής και να επιβληθούν σε βάρος των εφεσίβλητων τα δικαστικά της έξοδα. Η ως άνω αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, η οποία ασκήθηκε παραδεκτά, το πρώτον, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 80 του Κ.Πολ.Δ.), με ιδιαίτερο δικόγραφο, στο πλαίσιο της κατ’ έφεση δίκης, κατά των εφεσίβλητων και υπέρ της εκκαλούσας σ’ αυτήν, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 68, 76, 83 και 225 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., δεδομένου ότι  επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα,  (άρθρο 591 β Κ.Πολ.Δ.),  τόσο στην υπέρ ης η παρέμβαση, όπως προκύπτει από  την με αριθμό …./29.9.-11-2022 έκθεση επίδοσης που συνέταξε η Δικαστική Επιμελήτρια της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …………. , όσο και στους καθών αυτή, όπως προκύπτει από τις με αριθμούς ……. και ……./19.9.2022 εκθέσεις επίδοσης που συνέταξε ο Δικαστικός Επιμελητής στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών ………..). Aπό τα προσκομιζόμενα έγγραφα αποδείχθηκαν όσον αφορά την άνω πρόσθετη παρέμβαση τα εξής:   Δυνάμει της  από 17.12.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρηθεί στο Δημόσιο Βιβλίο του Ν. 2844/2000 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …/17.12.2021,  στον Τόμο …. με αριθμό …., η οποία επέχει θέση αναγγελίας κατ’ άρθρο 10 παρ. 10 του Ν. 3156/2003, μεταβιβάσθηκαν από την εκκαλούσα  στην εδρεύουσα στο ……….. Ιρλανδίας εταιρεία ειδικού σκοπού με  την επωνυμία «……….», νομίμως εκπροσωπούμενη, ως ειδική διαδόχου, επιχειρηματικές απαιτήσεις της πρώτης. Την ίδια ημέρα ήτοι την 17.12.2021, η ειδική διάδοχος σύναψε σύμβαση διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων ενδιάμεσης περιόδου, που δημοσιεύθηκε σε περίληψη με αρ. πρωτ. …./17.12.2021 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον Τόμο … με αριθμό … με την οποία ανέθεσε την είσπραξη και διαχείριση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεών της, στην εταιρεία διαχειρίστρια ενδιάμεσης περιόδου με την επωνυμία «…………»,  Εν συνεχεία την 20.1.2022 οι συμβαλλόμενες στην αρχική σύμβαση μεταβίβασης, με αριθμό πρωτοκόλλου …./17.12.2021, προέβησαν σε ορθή επανάληψη του παραρτήματος της αρχικής σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης, επαναλαμβάνοντας το σύνολο του παραρτήματος των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν, στην «…………..» σύμβαση που έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου …/20.1.2022 και εγγράφηκε στο  Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον Τόμο … με αριθμό …. Στις απαιτήσεις αυτές περιλαμβάνεται η επίδικη, η οποία κατά την 10.12.2021 ανερχόταν στο ποσό των 64.592,72 ευρώ,  προερχόμενη από την με αριθμό … σύμβαση, για την οποία τηρούνταν ο ταυτάριθμος λογαριασμός, με οφειλέτη τον πρώτο των εφεσίβλητων, και εγγυήτρια την δεύτερη αυτών, απαίτηση για την οποία εκδόθηκε σε βάρος τους η ανακοπτόμενη με αριθμό ………/2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, για ποσό κατά τον χρόνο έκδοσης αυτής 49.886,70 ευρώ. Η ως άνω καταγραφή φέρει αύξοντα αριθμό …….. και έχει καταχωρηθεί στη σελίδα ……… του παραρτήματος με αριθμό πρωτοκόλλου στο Ενεχυροφυλάκειο Αθηνών …./20.1.2022 τόμος …. α.α. …… Περαιτέρω, την 4.2.2022 λύθηκε η από 17.12.2021  σύμβαση διαχείρισης ενδιάμεσης περιόδου, με αριθμό πρωτοκόλλου …/17.12.2021 μεταξύ της «………..» και της ενδιάμεσης διαχειρίστριας «………», η σχετική δε συμφωνία έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου στο Ενεχυροφυλάκειο Αθηνών …./4.2.2022 και καταχωρήθηκε στον τόμο … α.α. ….. Την ίδια ημέρα 4.2.2022, η εταιρεία ειδικού σκοπού, «………….», σύναψε σύμβαση διαχείρισης με την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, η οποία ως διαχειρίστρια της άνω ειδικής διαδόχου,  υπεισήλθε στα δικαιώματα της τελευταίας που αποτελούν  αντικείμενο της δίκης και έχει έννομο συμφέρον να παρέμβει (αυτοτελώς) προσθέτως υπέρ της αρχικής διαδίκου Τράπεζας,  δεδομένου ότι  η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί καταλαμβάνει και την ως άνω ειδική διάδοχο εταιρεία ειδικού σκοπού (άρθρα 83, 225, 325 και 919 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι στο Δικαστήριο δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, πράγματι διαχειρίζεται την επίδικη απαίτηση, καθώς προσκομίζει όλα τα έγγραφα, που αφορούν, την σύναψη και την εξέλιξη της σύμβασης στεγαστικού δανείου που αναφέρονται σε αυτήν αλλά και πλήρη στοιχεία της πρωτοβάθμιας δίκης. Ενόψει αυτών, η έφεση και η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να συνεκδικαστούν (άρθρο 246 ΚΠολΔ), ενώ μεταξύ της κύριας διαδίκου εκκαλούσας  και της προσθέτως παρεμβαίνουσας δημιουργείται σχέση επιγενόμενης αναγκαστικής ομοδικίας, ώστε η εκκαλούσα  που είναι απούσα αντιπροσωπεύεται στη δίκη από την προσθέτως παρεμβαίνουσα που παρίσταται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, κατ’ άρθρο 76 παρ.1 τελ. εδ. ΚΠολΔ.

Οι ανακόπτοντες με την από  16.12.2019 και με αρ. καταθ.  ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2019 ανακοπή τους, ζήτησαν την  ακύρωση της με αριθμό ……./2018 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και της από 22.11.2019 επιταγής προς πληρωμή της ανωτέρω διαταγής πληρωμής.  Η ανακοπή αυτή συζητήθηκε ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και επ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 94/2021 οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου με την οποία έγινε δεκτή η ανακοπή ως προς τον τρίτο λόγο αυτής με συνέπεια την ακύρωση της διαταγής πληρωμής και της βασιζόμενης σε αυτήν επιταγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του  νόμου ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την απόρριψη της ασκηθείσας ανακοπής και την επιβολή των δικαστικών εξόδων και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος των εφεσίβλητων.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994 («Προστασία των καταναλωτών»), όπως αντικ. με το άρθρ. 2 παρ. 2 ν. 3587/2007, οι όροι που έχουν διαμορφωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών) απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, ο δε καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται. Καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος είναι κάθε γ.ο.σ. ο οποίος χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία αποκλίνει από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τις τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη [βλ. ΟλΑΠ 15/2007], Εκτός από την παραπάνω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των γ.ο.σ. που συνεπάγονται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του άρθρου 2 ν. 2251/1994 απαριθμούνται ενδεικτικά και τριάντα δύο περιπτώσεις γενικών όρων (η τελευταία των οποίων προστ. με το άρθρ. 2 παρ. 3 ν. 3587/2007) που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se) καταχρηστικοί, χωρίς ως προς αυτούς να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται κατ’ αμάχητο τεκμήριο ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα [βλ. ΟλΑΠ 12/2017, ΑΠ 368/2019, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 1004/2023 Qualex]. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α` του ιδίου ως άνω ν. 2251/1994, ως καταναλωτής νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι επίσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητος του. Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερομένη διάταξη του ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 999/2019, ΑΠ 828/2018). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η ανωτέρω έννοια του καταναλωτή, κατά το ν. 2251/1994, αποσκοπεί στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σε αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Στο πλαίσιο της ελληνικής εννόμου τάξεως, δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επεκτάσεως των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α` του ν. 2251/1994 δεν συνάγεται πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους. Περαιτέρω, με την ευρωπαϊκή Οδηγία 98/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16-2-1998 “σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 87/102/EΟK για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη”, το έτος θεωρείται ότι έχει 365 ημέρες. Ο κανόνας αυτός ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία με υπουργικές αποφάσεις και ειδικότερα την ΚΥΑ υπ` αρ. Ζ1 -178/13.2.2001 των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Δικαιοσύνης και της Υφυπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 255 Β/9.3.2001) και την ΥΑ υπ` αρ. Ζ1-798/25.6.2008 του Υπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 1353 Β/11.7.2008), από τις οποίες η πρώτη αφορά καταναλωτικά δάνεια και ειδικότερα τις συναλλαγές με πιστωτικές κάρτες, ενώ η δεύτερη, στην παρ.1 περ. στ` της οποίας ορίζεται ότι απαγορεύεται η αναγραφή σε δανειακές συμβάσεις όρου που προβλέπει υπολογισμό των τόκων με βάση έτος 360 ημερών αντί του ημερολογιακού έτους, αφορά συμβάσεις στεγαστικών δανείων (ΑΠ 1331/2012). Περαιτέρω, ο   Γ.Ο.Σ. που προβλέπει, ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωση του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως, όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής, ο οποίος έχει τη δικαιολογημένη προσδοκία ότι το έτος, στο οποίο αναφέρεται η περίοδος εκτοκισμού, θα είναι το ημερολογιακό έτος 365 ημερών, δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα και με τη διάταξη του όρθρου 243 παρ.3 ΑΚ. Η δανείστρια τράπεζα διασπά με τον εν λόγω όρο, εντελώς τεχνητά και κατ` απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (το έτος), στο oποίo όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή- δανειολήπτη, ο οποίος πλέον – όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών – για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με, κατά 1,3889% περισσότερο, τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή, η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας, ιδίως στη σύγχρονη εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών. Άλλωστε το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ` επιταγή της προαναφερόμενης κοινοτικής οδηγίας 2008/48/Ε.Κ., που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον, κατ` αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου (ΑΠ 1346/2022, ΑΠ 1138/2020, ΑΠ 1438/2019, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 430/2005). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 παρ.6 και 8 του ν.2251/1994, 181 και 200 ΑΚ συνάγεται ότι η ακυρότητα ενός Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) δεν επιδρά επί του κύρους όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με το νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (άρθρο 181 ΑΚ), δηλαδή συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σ` αυτή ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Ως προς το ζήτημα της πλήρωσης του κενού, που δημιουργείται από την ακυρότητα ενός ΓΟΣ, γίνεται δεκτό ότι το σχετικό κενό καλύπτεται καταρχήν με την εφαρμογή του αντίστοιχου κανόνα ενδοτικού δικαίου, εφόσον προβλέπεται σχετική ρύθμιση, διαφορετικά από τη συμπληρωματική ερμηνεία της σύμβασης κατά το άρθρο 200 του ΑΚ(ΑΠ 1060/2019, ΑΠ 105/2019). Περαιτέρω, για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά φέρει χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ` ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 1346/2022, ΑΠ 1395/2021, ΑΠ 999/2019), δεδομένου ότι,  αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 333/2019, ΑΠ 1349/2013). Δηλαδή, αν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής (ενστάσεως) επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα ως προς την ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, δηλαδή μερική θα είναι και η ακύρωση της τελευταίας, αφού κανένας λόγος, νομικός ή άλλος, δεν επιβάλλει την καθολική ακύρωσή της (ΑΠ 1138/2020, ΑΠ 387/2020, ΑΠ 196/2020, ΑΠ 1060/2019). Επομένως, σύμφωνα με τα παραπάνω, η ακυρότητα του Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) δεν καθιστά την απαίτηση ανεκκαθάριστη. (Α.Π.633/2023 και ΑΠ 699/2023 ΤΝΠ Νομος)

Κατά τα εκτιθέμενα στον υπό στοιχείο Γ2 λόγο της ένδικης ανακοπής, στο πρώτο σκέλος αυτού, η ακυρότητα του εκτελεστού τίτλου, ήτοι της με αριθμό  ……./2018 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εδράζεται στον ισχυρισμό ότι η από 23.9.2003 με αριθμό ………… σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, που συνήφθη μεταξύ του πρώτου των ανακοπτόντων …….. ως οφειλέτη, της δεύτερης των ανακοπτόντων ……… ως εγγυήτριας και της καθής η ανακοπή «Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, ως δανείστριας, επί της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη με αριθμό ……../2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, περιέχει όρους οι οποίοι είναι καταχρηστικοί και αντικείμενοι σε διατάξεις αναγκαστικού δικαίου. Μεταξύ αυτών και τον όρο περί υπολογισμού των τόκων βάσει έτους 360 ημερών αντί 365 ημερών, ο οποίος προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας που επιτάσσει το άρθρο 2 παρ.6 και 7 του Ν 2251/1994 καθώς αφενός ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο, αφετέρου δε δημιουργείται μια πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή ο οποίος επιβαρύνεται με 1,3889% περισσότερους τόκους, επιβάρυνση της οποίας το ακριβές ποσό είναι ανέφικτο να προκύψει με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς, γεγονός το οποίο καθιστά την απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η εν λόγω διαταγή πληρωμής ανεκκαθάριστη. Ο ως άνω λόγος ανακοπής, παραδεκτά προβάλλεται από τους ανακόπτοντες οι οποίοι φέρουν την ιδιότητα του καταναλωτή, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, πλην όμως κρίνεται απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος διότι, αφενός οι ανακόπτοντες δεν αναφέρουν σε ποιόν όρο της ως άνω δανειακής σύμβασης περιλαμβάνεται ο προσβαλλόμενος ως καταχρηστικός όρος αυτής, αφετέρου δε  μολονότι η συμφωνία υπολογισμού του τόκου με βάση το έτος 360 ημερών πράγματι προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251 /1994, για το ορισμένο του ανωτέρω λόγου οι ανακόπτοντες δεν αναφέρουν τα κατ’ ιδίαν κονδύλια που προσβάλλουν, ούτε επικαλούνται επακριβώς ποια είναι τα παρανόμως επιδικασθέντα ποσά από την επιβάρυνση του υπολογισμού του επιτοκίου με τον υπολογισμό του έτους των 360 ημερών και ποιο τελικά είναι το ποσό από αυτά τα κονδύλια που οφείλουν, ώστε να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού τους και σε καταφατική περίπτωση να αφαιρεθούν αυτά από το συνολικό ποσό της απαίτησης που επιτάσσονται με την διαταγή πληρωμής. Μετά ταύτα, ενόψει του ότι η επικαλούμενη ακυρότητα του ανωτέρω όρου Γ.Ο.Σ. (λόγω αδιαφάνειάς του) δεν συνδέεται με την ακυρότητα συγκεκριμένων κατ’ ιδίαν κονδυλίων και συνακόλουθα ποσών που επιδικάστηκαν με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, επιπλέον δε, η επικαλούμενη ακυρότητα δεν συνεπάγεται την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης. (ΕφΠατρων 65/2022 ΤΝΠ Νόμος), αλλά μόνο σε μερική ακύρωση αυτής, κατά το αντίστοιχο ποσό των τόκων, το οποίο, μάλιστα, αποτελεί πολύ μικρό μέρος της συνολικής οφειλής, καθώς επιβαρύνει τους πράγματι οφειλόμενους τόκους (και μόνο αυτούς) κατά ποσοστό 1,3889% (ΕφΑθ 1004/2023 Qualex), πάσχει αοριστίας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ότι ο ως άνω λόγος ανακοπής είναι ορισμένος, και ουσιαστικά βάσιμος, με αποτέλεσμα να ακυρώσει την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και την συνταχθείσα κάτωθι αυτής, επιταγή προς εκτέλεση, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο. Πρέπει επομένως να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα ζήτησε να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση προβάλλοντας μεταξύ άλλων ότι ο σχετικός λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη με αριθμό 94/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και να κρατηθεί η από 16.12.2019 και με αρ. καταθ.  ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019 ανακοπή προκειμένου να εξεταστεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των υπόλοιπων λόγων της, οι οποίοι δεν εξετάστηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Σημειώνεται δε ότι στην κρινομενη ανακοπή παραδεκτά σωρεύεται ανακοπή του άρθρου 633 ΚΠολΔ και του άρθρου 933ΚΠολΔ, οι οποίες δικάζονται κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου (άρθρο 14.παρ.2 και 933 ΚΠολΔ)

Με τον υπό στοιχείο Γ1 λόγο της ένδικης ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι είναι καταχρηστικοί οι ΓΟΣ της επίδικης σύμβασης και ειδικότερα ότι η συμφωνία υπολογισμού του επιτοκίου δανεισμού είναι καταχρηστική επειδή αντίκειται στο Ν. 2251/1994 περί προστασίας των καταναλωτών. Ότι συγκεκριμένα είναι άκυρο και καταχρηστικό το ακόλουθο τμήμα της δανειακής συμφωνίας, κατά το οποίο το επιτόκιο δανεισμού θα είναι «… έντοκο κυμαινόμενο επιτόκιο που ορίζεται ότι ισούται με το επιτόκιο προσφοράς Euribor διατραπεζικών καταθέσεων σε ευρώ διάρκειας ενός μηνός (επιτοκιακός δείκτης αναφοράς) στρογγυλοποιημένο στα τρία (3) δεκαδικά ψηφία και προσαυξημένο κατά περιθώριο 1,50% καθώς και με τη νόμιμη, κατά περίπτωση εισφορά του Νόμου 128/75. Επίσης κατά την ίδια σύμβαση δανείου το συμβατικό επιτόκιο θα μεταβάλλεται κάθε μήνα με βάση τη μεταβολή του παραπάνω επιτοκιακού δείκτη αναφοράς, όπως αυτό θα διαμορφώνεται δυο εργάσιμες ημέρες πριν από την ημερομηνία έναρξης της περιόδου εκτοκισμού έκαστης μηνιαίας δόσης»  Ότι ο ως άνω όρος που σε έτερη σελίδα της ανακοπής τους αναφέρουν ως όρο 14 παρ.2,  14 παρ.4 και 16 (σελ 31 της ανακοπής), είναι άκυρος σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ 6 του Ν. 2251/1994, επειδή διαταράσσεται σημαντικά η ισορροπία των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων σε βάρος των δανειοληπτών, και οδηγεί στη διάψευση της δικαιολογημένης προσδοκίας τους, ως προς την φύση της παρεχόμενης υπηρεσίας, το σκοπό και το όλο περιεχόμενο της σύμβασης.  Επίσης είναι άκυρος ως αντικείμενος στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ.7 περ. ια, κδ και λ του Ν. 2251/1994, επειδή αφενός υφίσταται αοριστία του τρόπου αναπροσαρμογής των κάθε μορφής οικονομικών ανταλλαγμάτων που καταβάλει ο καταναλωτής, αφετέρου επειδή με ευθύνη της καθής η ανακοπή –δανείστριας ουδέποτε κατανόησαν την πραγματική λειτουργία του όρου αυτού και την υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση που επέφερε, και κατά τρίτο λόγο με τον ίδιο όρο επήλθε αλλοίωση του συμβατικού σκοπού και της λειτουργίας της δανειακής σύμβασης εφόσον αυτή δεν επιτελεί καθαρά δανειακούς σκοπούς, αλλά εμπεριέχει και επενδυτικής φύσης αποτελέσματα και οικονομικές συνέπειες. Ο ως άνω λόγος ανακοπής είναι απαράδεκτος, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος και συνακόλουθα απορριπτέος. Ειδικότερα, όπως αποδεικνύεται από την κατά το παρόν στάδιο, επιτρεπτή επισκόπηση της επίδικης από 23.9.2003 με αριθμό …….. σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου, που συνήφθη μεταξύ του πρώτου των ανακοπτόντων …….. ως οφειλέτη, της δεύτερης των ανακοπτόντων …….. ως εγγυήτριας και της καθής η ανακοπή «…….., ως δανείστριας, επί της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη με αριθμό ……./2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η σύμβαση αυτή δεν εμπεριέχει τον ανωτέρω εκτιθέμενο όρο. Αντίθετα, ο όρος  14 που προσβάλλεται ως καταχρηστικός αφορά την διάρκεια και την εξόφληση του δανείου. Ο όρος 15 δε ο οποίος αφορά το επιτόκιο του δανείου έχει ως ακολούθως «Το επιτόκιο συνομολογείται προς 5,62% ετησίως, συμπεριλαμβανομένης της νόμιμης κατά περίπτωση εισφοράς του Ν 128/75 και είναι κυμαινόμενο. Συμφωνείται ότι το κυμαινόμενο επιτόκιο του παρόντος δανείου καθορίζεται κάθε φορά από την Τράπεζα η οποία δικαιούται να το μεταβάλλει σε χρονικά διαστήματα, όχι μικρότερα του μήνα. Για τη μεταβολή λαμβάνονται κυρίως υπόψη α) το κόστος του χρήματος, όπως διαμορφώνεται και από την διακύμανση των παρεμβατικών επιτοκίων που ανακοινώνονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα  και το Euribor για χορηγήσεις ενός μηνός, όπως αυτό εκάστοτε δημοσιοποιείται β) η διακύμανση του πληθωρισμού όπως αυτός ανακοινώνεται από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, ο οποίος επηρεάζει το λειτουργικό κόστος της Τράπεζας γ)΄ο γενικός και  ειδικός πιστωτικός κίνδυνος, όπως και ο λειτουργικός κίνδυνος, στην έννοια των οποίων περιλαμβάνεται το κόστος των επισφαλειών και των απαιτήσεων για την κεφαλαιακή επάρκεια, κατ εφαρμογή του σχετικού συμφώνου της Βασιλείας και δ)οι συνθήκες της αγοράς και του ανταγωνισμού παράγοντες μη αριθμητικά μετρήσιμοι. Η Τράπεζα συνδυάζοντας τους παραπάνω παράγοντες διατηρεί το δικαίωμα να μην μεταβάλει (ισόποσα ή  μη) το επιτόκιο σε κάθε μεταβολή των παραπάνω παραγόντων» Εάν το ως άνω κυμαινόμενο επιτόκιο μεταβληθεί μεταβάλλεται αυτόματα από την ημερομηνία ισχύος της αλλαγής και το επιτόκιο του παρόντος δανείου» . Ομοίως οι ανακόπτοντες με τον υπό στοιχείο Γ2 λόγο ανακοπής του, κατά το δεύτερο  σκέλος αυτού (σελ. 47) ισχυρίζονται ότι στην ενδικη σύμβαση περιλαμβάνεται όρος σύμφωνα με τον οποίο  καθορίστηκε κυμαινόμενο επιτόκιο και ότι «…συμφωνείται ότι το κυμαινόμενο επιτόκιο θα καθορίζεται κάθε φορά από την Τράπεζα η οποία δικαιούται να το μεταβάλλει σε χρονικά διαστήματα όχι μικρότερα του μήνα», με αποτέλεσμα το επιτόκιο να ρυθμίζεται αορίστως και ασαφώς χωρίς να αναφέρεται κάτι περισσότερο και πιο εξειδικευμένο. Σημειώνεται ότι ο όρος 15 με τον οποίο συμφωνήθηκε το κυμαινόμενο επιτόκιο, όπως το περιεχόμενό του αμέσως ανωτέρω παρατέθηκε, ορίζει τις παραμέτρους τις οποίες λαμβάνει υπόψη η Τράπεζα προκειμένου να μεταβάλλει το επιτόκιο και επομένως και ο ως άνω λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος, ως βασιζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Οι ίδιοι δε λόγοι ανακοπής, τυγχάνουν σε κάθε περίπτωση απορριπτέοι λόγω της αοριστίας τους, καθώς αν και οι ανακόπτοντες αμφισβητούν τη νομιμότητα τόκων που υποστηρίζουν ότι καταλογίσθηκαν δυνάμει άκυρων Γ.Ο.Σ., δεν προσδιορίζουν τα ποσά τόκων που παράνομα τους επιβλήθηκαν αφού ακόμα και σε περίπτωση ενσωμάτωσης στο κεφάλαιο της απαίτησης παράνομων χρεώσεων δεν θίγεται η απόδειξη της απαίτησης με έγγραφα για την έκδοση της διαταγής πληρωμής ούτε και καθίσταται αυτή ανεκκαθάριστη, αλλά συνεπάγεται, απλώς, την ακυρότητα αντιστοίχου κονδυλίου της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής. (ΑΠ 123/2023 στην ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, επαλλήλως σημειώνεται ότι  παρά τα όσα ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες η συμφωνία μεταξύ δανείστριας τράπεζας και δανειολήπτη σε τραπεζική δανειακή σύμβαση για επιτόκια που υπερβαίνουν τα εξωτραπεζικά δεν είναι άκυρη κατ’ άρθρο 281 ΑΚ (βλ. ΜονΕφΑθ 13/2024 στην ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, κατά την υπ’ αριθ. 178/19.7.2004 απόφαση της ΕΤΠΘ/ΤΕ, η οποία, αφού έλαβε υπόψη: α) τις διατάξεις της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και τις αρχές που διέπουν τη νομισματική πολιτική που ασκείται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήµατος Κεντρικών Τραπεζών, β) την ΠΔ/ΤΕ 1087/1987 σε συνδυασμό µε την ΠΔ/ΤΕ 1216/1987, καθώς και τις ΠΑ/ΤΕ 1955/1991, 2286/1994 και 2326/1994, που αφορούν μεταξύ άλλων στην ελεύθερη διαµόρφωση των επιτοκίων εκ µέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων, γ) την ΠΔ/ΤΕ, 2501/2002 σχετικά µε την ενηµέρωση των συναλλασσόµενων εκ µέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους, δ) το γεγονός ότι τα τραπεζικά και τα εξωτραπεζικά επιτόκια αποτελούν διαφορετικές κατηγορίες επιτοκίων, που η κάθε µία εξαρτάται από διαφορετικούς παράγοντες και διαμορφώνεται µε βάση διαφορετικά κριτήρια, υποκείμενες για τον λόγο αυτό σε απολύτως διακριτές και µη επικαλυπτόµενες ρυθµίσεις (άρθρο 2 παρ. 3 ΝΔ 5588/1948 σε συνδυασμό µε το άρθρο 1 Ν. 1266/1982 και το άρθρο 15 παρ. 5 Ν.876/1979), ε) το γεγονός ότι, κατά τις αρχές που διέπουν τη νομισματική πολιτική του Ευρωπαϊκού Συστήµατος Κεντρικών Τραπεζών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί εντός του πλαισίου της οικονοµίας της ανοικτής αγοράς µε ελεύθερο ανταγωνισμό, βάσει των άρθρων 2, 4 και 105.1 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και 2 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήµατος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα, στ) την ανάγκη διευκρίνισης ορισµένων διατάξεων των προαναφερόµενων ΠΔ/ΤΕ ώστε να διασφαλιστεί η ορθή και ενιαία εφαρµογή τους, χάριν της ευχερέστερης επίτευξης των σκοπών τους, ζ) το έγγραφο της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών από 23.6.2004 µε αίτημα την ερμηνεία των σχετικών µε τη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων διατάξεων, η) το από 23.5.2002 έγγραφο του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος προς την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών επί ανάλογου αιτήματος της, µε το οποίο επεξηγήθηκε αναλυτικά, µε αντίστοιχη νοµική θεμελίωση, το ως άνω ζήτημα, αποφάσισε: να διευκρινίσει τις σχετικές διατάξεις των ΠΔ/ΤΕ 1087/1987, 1216/1987, 1955/1991, 2286/1994 και 2326/1994, καθώς και τις διατάξεις της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 Κεφ. Α., τελευταίο εδάφιο, Κεφ. Β παρ.1 εδ. στ, παρ. 2 εδ. α, παρ.3, Κεφ. Γ παρ. 1 εδ. ε, παρ. 2 και Κεφ. ΣΤ, ως εξής: 1) Δεν είναι συµβατός προς τις αναφερόμενες ανωτέρω, υπό στοιχ. (δ) και (ε) αρχές, ο διοικητικός καθορισμός ανώτατου ορίου στα τραπεζικά επιτόκια ούτε ο συσχετισμός τους προς το εκάστοτε ισχύον για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο. Το όριο αυτό δεν ανήκει, κατά το περιεχόµενο και το σκοπό του στους παράγοντες προσδιορισμού των τραπεζικών επιτοκίων, τα οποία διαμορφώνονται ελεύθερα ύστερα από στάθµιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους. Κατά συνέπεια οι µετά την απελευθέρωση των επιτοκίων συναπτόµενες συμφωνίες τραπεζικών πιστώσεων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόµενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι αθέµιτες για τον λόγο αυτό (ΑΠ 652/2010 ΝοΒ 2011, σελ. 72, ΜΕφΘεσ. 1271/2015 αδηµ., ΜΕφΠειρ. 638/2015 στην ΤΝΠ Νόμος).

Εν συνεχεία με το τρίτο σκέλος του ίδιου υπό στοιχείο Γ2 λόγου ανακοπής (σελ 54), οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι  είναι μη νόμιμη η επιβολή του ποσοστού της εισφοράς του Ν 128/75 καθώς η εισφορά αυτή βαρύνει τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα και όχι τους δανειολήπτες- πελάτες αυτών. Ότι πέραν της ευθείας αντίθεσης στο νόμο ως προς την επιβολή της εισφοράς, καθώς από το κείμενο της σύμβασης πίστωσης δεν προκύπτει αιτία επίδοσης, από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων, τα οποία τέθηκαν υπόψη του παραπάνω Δικαστή για την απόδειξη της απαίτησης από τη σύμβαση πίστωσης, προκύπτει ότι η καθ’ης κεφαλαιοποιούσε την εισφορά του ν. 128/1975 κάθε φορά που χρέωνε τόκους πάσης φύσης και ανατόκιζε τα ποσά της, αφού στο κάθε φορά προκύπτον υπόλοιπο κεφάλαιο υπολόγιζε τόκους (εκτοκισμός) περιέχοντες και ποσά εισφοράς του ν. 128/1975, στο νέο δε προκύπτον εκάστοτε κεφάλαιο υπολόγιζε νέους τόκους περιέχοντες και εισφορά (εκτοκισμός και ανατοκισμός της εισφοράς). Ότι ο παράνομος αυτός εκτοκισμός και ανατοκισμός των ποσών της εισφοράς γίνεται με την ενσωμάτωσή τους στο επιτόκιο υπολογισμού των πάσης φύσεως τόκων και προκύπτει ευθέως τόσο από το αντίγραφο λογαριασμού, όσο και από τον παραπάνω όρο της σύμβασης, δηλαδή σύμφωνα με τα ανωτέρω το επιτόκιο προσαυξάνεται με το ποσοστό της εισφοράς του ν. 128/1975. Ότι επομένως ως προς το ποσό της απαίτησης, για το οποίο εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής δεν προκύπτει από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της καθ’ης τράπεζας, τα οποία προσκομίστηκαν, το σύνολο της οφειλής, λόγω της ακυρότητας των συμπεριλαμβανόμενων στο λογαριασμό ποσών της εισφοράς του ν. 128/1975 και του ανατοκισμού αυτών. Ο ως άνω λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος λόγω της αοριστίας τους, καθώς αφενός οι ανακόπτοντες δεν αναφέρον τον συγκεκριμένο όρο της σύμβασης που προβλέπει την μετακύλιση της εισφοράς του ν.128/1975 και αφετέρου δεν προσβάλλουν κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού που εξυπηρετούσε τη δανειακή σύμβαση και δεν προσδιορίζουν το ποσό, ως προς το οποίο κατά τους ισχυρισμούς τους, επιβαρύνθηκε η οφειλή από τις κατ’ αυτούς παράνομες χρεώσεις, σύμφωνα με όσα και στις μείζονες σκέψεις που προεκτέθηκαν για τους υπόλοιπους, φερόμενους ως καταχρηστικούς ΓΟΣ, αναφέρονται.. Περαιτέρω οι ανακόπτοντες στην σελίδα 38 της ανακοπής τους, αναφέρονται όλως αορίστως, για τους λόγους που ανωτέρω εκτέθηκαν στην ακυρότητα των ΓΟΣ που αφορούν τον τρόπο υπολογισμού του επιτοκίου υπερημερίας, την κεφαλαιοποίηση των τόκων ανά εξάμηνο και τον τρόπο κατεγγελίας της σύμβασης.

Στην συνέχεια του ίδιου λόγου ανακοπής (σελ.54) οι ανακόπτοντες διαλαμβάνουν τους ισχυρισμούς ότι κατ’ άρθρο 181 ΑΚ η ακυρότητα κάποιου όρου της σύμβασης συνεπάγεται ακυρότητα του αντίστοιχου μέρους αυτής και όχι ολόκληρης, εκτός αν συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος. Ότι κατά τα ανωτέρω, η δικαιοπραξία κατά το υπόλοιπο αυτοτελές μέρος είναι ισχυρή, εκτός αν συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία, χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σε αυτή ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Ότι πρόκειται για αναζήτηση κατά τον χρόνο της κατάρτισης, της υποθετικής βούλησης των μερών, δηλαδή της βούλησης, την οποία θα είχαν αυτά, αν γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους και όχι για ερμηνεία της βούλησής τους, αφού αυτή είναι δεδομένη ότι κατευθυνόταν στη σύναψη της όλης δικαιοπραξίας. Ότι προϋποτίθεται συνεπώς άγνοια των μερών, κατά το χρόνο σύναψης της δικαιοπραξίας, της ακυρότητας του μέρους, γιατί αν τη γνώριζαν, η γνώση τους υποδηλώνει βούληση για την ισχύ του άκυρου μέρους και συνεπώς η δικαιοπραξία κατά το υπόλοιπο μέρος είναι ισχυρή, χωρίς την επίκληση του άνω κανόνα. Ότι σε ό,τι αφορά τους αμέσως προαναφερόμενους Γ.Ο.Σ., την ακυρότητα αυτών γνώριζε η καθ’ης ήδη από τις 22.6.2001 με τη δημοσίευση της απόφασης του ΑΠ 1219/2001, δεδομένου ότι στη σχετική δίκη συμμετείχε ως προσθέτως παρεμβαίνουσα η Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, ενώ οι ανακόπτοντες αγνοούσαν την ακυρότητά τους μέχρι και τον χρόνο καταγγελίας της σύμβασης. Ότι από τα διδάγματα της κοινής πείρας για τον τρόπο, κατά τον οποίο οι τράπεζες επιβάλλουν τους Γ.Ο.Σ., χωρίς να αποδέχονται διαπραγματεύσεις επί των όρων, συνάγεται σαφώς ότι η σύναψη της σύμβασης δεν θα είχε επιχειρηθεί ιδίως από την τράπεζα χωρίς το άκυρο μέρος. Ότι η δικαιοπραξία κατά το υπόλοιπο αυτοτελές μέρος δεν είναι ισχυρή, διότι συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά- ιδίως η καθ’ης- απέβλεπε σε αυτή ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Ο ως άνω περιεχόμενος στον Γ2 λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος ως άνευ αντικειμένου, σε συνέχεια των ανωτέρω εκτιθέμενων  σκεπτικών με τα οποία απορρίφθηκαν οι, ανωτέρω στην παρούσα απόφαση, εξετασθέντες λόγοι ανακοπής δυνάμει των οποίων προσβάλλονταν τα κονδύλια με τα οποία φέρεται να επιβαρύνθηκαν οι ανακόπτοντες παρανόμως λόγω των κατά των ίδιων άκυρων Γ.Ο.Σ., με αποτέλεσμα να μην μπορεί να λάβει χώρα ούτε μερική αλλά ούτε και ολική ακύρωση της σύμβασης.

Με το τελευταίο σκέλος του Γ2 λόγου ανακοπής, (σελ58) οι ανακόπτοντες επικαλούνται ακυρότητα του εκτελεστού τίτλου, επί τη βάσει του άρθρου 10 παρ.20 του ν. 2251/1994 και ενόψει δεδικασμένου που απορρέει από τις 430/2005 και 1219/2001 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, τις 5253/2003 και 6291/2000 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών και τις 1119/2002 και 1208/1998 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, άπασες οι οποίες δέχονται ότι οι προαναφερόμενοι στους ανωτέρω λόγους Γ.Ο.Σ. της δανειακής σύμβασης, βάσει της οποίας εκδόθηκε ο ως άνω εκτελεστός τίτλος, είναι άκυροι, διότι στις δίκες, επί των οποίων εκδόθηκαν οι προρρηθείσες αποφάσεις ήταν διάδικοι ομοίως τράπεζες, που είναι μέλη της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών ως και η καθής η ανακοπή. Σχετικά με τον λόγο αυτό λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: Με τη διάταξη του άρθρου 10§20 Ν 2251/1994, κατά την οποία οι έννομες συνέπειες που προκύπτουν από απόφαση που δέχεται συλλογική αγωγή η οποία ασκήθηκε κατά το άρθρο 10§16 στ. α΄ και β΄ του ίδιου άρθρου, ισχύουν έναντι πάντων και αν δεν ήταν διάδικοι, καθιερώνεται ιδιότυπη δεσμευτικότητα αυτής (απόφασης), που ισχύει έναντι πάντων (ΑΠ 1219/2001 ΕλλΔνη 2001.1495, Γ. Παπαδημητρίου, Το Σύνταγμα και η επέκταση των αποτελεσμάτων που παράγουν οι δικαστικές αποφάσεις επί των συλλογικών αγωγών τις οποίες ασκούν ενώσεις καταναλωτών ιδίως στην περίπτωση των γενικών όρων τραπεζικών συναλλαγών ΔΙΚΗ 2005, σελ. 1133 επ., Β. Βασιλοπούλου, Η δυνατότητα προστασίας του συλλογικού συμφέροντος που εξυπηρετούν οι ενώσεις καταναλωτών διά συλλογικής αγωγής ΕφΑΔ 2010, σελ. 524 επ.). Η απόφαση επί της συλλογικής αγωγής της παραπάνω διάταξης, όμως, δεν διαγιγνώσκει δικαιώματα ή υποχρεώσεις, ούτε ενεργεί αποκαταστατικά, αλλά διαπιστώνει την αντικαταναλωτική συμπεριφορά του προμηθευτή. Επομένως, δεν είναι δυνατό να προσδοθεί σε αυτή η δεσμευτική ενέργεια του δεδικασμένου, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι οι αποφάσεις, που εκδίδονται στο πλαίσιο της εκούσιας δικαιοδοσίας προκαλούν δεσμευτικότητα διακτεινόμενη, και στην περιοχή της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, αποκλειστικά και μόνο όμως για τα θέματα εκείνα που κατά νόμο ανήκουν στη sedes materiae της καθοριστικής λειτουργίας του δικαίου. Κατά συνέπεια, η απόφαση επί συλλογικής αγωγής που διαπιστώνει την καταχρηστικότητα του ΓΟΣ δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την ακυρότητα όλων των αντίστοιχων όρων των ενσωματωμένων σε ατομικές συμβάσεις με συγκεκριμένους καταναλωτές, έστω και αν αυτοί είναι μέλη της ένωσης που άσκησε την αγωγή. Η επέλευση ή μη της ακυρότητας των ενσωματωμένων όρων αποτελεί έργο της αποκαταστατικής λειτουργίας, την οποία τα δικαστήρια επιτελούν στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας τους (βλ. Σ. Κουσούλη, Τα αποτελέσματα αποφάσεως επί συλλογικής αγωγής ιδίως επί χρήσεως καταχρηστικών ΓΟΣ εν όψει της ΑΠ 1219/2001 ΔΕΕ 2002, σελ.1097 επ.). Συνακόλουθα, το αληθές νόημα της κρίσιμης διάταξης είναι ότι οποιοδήποτε ευνοϊκό αποτέλεσμα της εκδοθείσας ως άνω απόφασης μπορεί να γίνει απλά αντικείμενο επίκλησης, τόσο από τα μέλη της ένωσης καταναλωτών, η οποία ήταν διάδικος στη συγκεκριμένη δίκη, όσο και από άλλους καταναλωτές, ακόμη και μη μέλη ένωσης, οι οποίοι διατηρούν, μελλοντικές αξιώσεις έναντι του ίδιου εναγομένου (ΕφΠειρ 438/2023, που παραπέμπει στις ΜονΕφΑθ 1068/2022, ΜονΕφΘεσ 2613/2017 στην ΤΝΠ Νόμος). Συνακόλουθα, δεν γεννάται δεδικασμένο από τις ως επικαλούμενες από τους ανακόπτοντες ως άνω αποφάσεις στην παρούσα υπόθεση, και επομένως και το σκέλος αυτό του υπό στοιχείο Γ2 λόγου ανακοπής, πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμο.

Περαιτέρω, καταγγελία είναι η μονομερής δήλωση του ενός των συμβαλλομένων που απευθύνεται στον άλλο, με την οποία εκφράζεται η βούλησή του για λύση της σύμβασης στο μέλλον (άρθρο 167 ΑΚ), για ορισμένο λόγο προβλεπόμενο στη σύμβαση ή στο νόμο, ασκείται δε είτε με εξώδικη δήλωση είτε με αγωγή. Η καταγγελία ασκείται αυτοπροσώπως από κάποιον από τους συμβαλλομένους. Δεν αποκλείεται όμως να ασκηθεί και από αντιπρόσωπο -πληρεξούσιο (άρθρα 211, 216, 217 ΑΚ). Εφόσον η καταγγελία είναι άτυπη, και η πληρεξουσιότητα που χορηγείται για την άσκησή της είναι επίσης άτυπη (άρθρο 217 παρ. 2 ΑΚ). Επί νομικών προσώπων, την πληρεξουσιότητα δίνει εκείνος που για κάθε συγκεκριμένη δικαιοπραξία έχει το δικαίωμα εκπροσώπησής του. Η διάταξη του άρθρου 226 ΑΚ απαιτεί για την επιχείρηση μονομερούς απευθυντέας σε άλλον δικαιοπραξίας την επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου. Οι συνέπειες από τη μη επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου εξαρτώνται από το αν αποκρούεται ή όχι η καταγγελία χωρίς υπαίτια βραδύτητα. Ειδικότερα, όταν η καταγγελία από τον πληρεξούσιο έγινε εγγράφως, πρέπει αυτός να επιδείξει το πληρεξούσιο έγγραφο, γιατί αλλιώς έχει το δικαίωμα αυτός, προς τον οποίο γίνεται, να την αποκρούσει χωρίς υπαίτια βραδύτητα, οπότε επέρχεται ακυρότητα (άρθρο 226 ΑΚ) και μάλιστα ανεξάρτητα αν υπήρχε πράγματι πληρεξουσιότητα ή αν εγκρίθηκε η καταγγελία. Αντίθετα, αν δεν εναντιωθεί αυτός προς τον οποίον γίνεται, το κύρος της καταγγελίας που βαρύνεται να αποδείξει ο καταγγέλλων και έγινε από αντιπρόσωπό του, θα εξαρτηθεί από την ύπαρξη ή μη του πληρεξουσίου εγγράφου ή της έγκρισης εκ μέρους του (καταγγέλλοντος) της καταγγελίας (βλ. Α. Γεωργιάδη-Μ. Σταθόπουλου ΕΡΜΑΚ, άρθρο 226, αριθμ. 8, σελ. 396). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 232 ΑΚ, μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρήθηκε από αντιπρόσωπο χωρίς να έχει εξουσία αντιπροσώπευσης είναι άκυρη. Κατά δε το άρθρο 233 ΑΚ, μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον από αντιπρόσωπο, ο οποίος δεν έχει εξουσία, εφόσον ο άλλος δεν την απέκρουσε γι` αυτόν το λόγο, είναι ισχυρή, αφότου την ενέκρινε ο αντιπροσωπευόμενος. Το άλλο μέρος έχει το δικαίωμα να ζητήσει να εγκρίνει ρητά τη δικαιοπραξία ο αντιπροσωπευόμενος μέσα σε εύλογη προθεσμία, που του καθορίζει. Από τις διατάξεις αυτές, σαφώς προκύπτει ότι κατ` αρχήν η μονομερής δικαιοπραξία, όταν γίνεται από αντιπρόσωπο που στερείται πληρεξουσίου, είναι άκυρη και μόνο σε περίπτωση δικαιοπραξίας απευθυνόμενης σε άλλον, όπως είναι η καταγγελία μιας διαρκούς σύμβασης, αυτή, αν δεν αποκρουσθεί από τον παραλήπτη της χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, ισχυροποιείται, εφόσον υπάρχει τέτοια πληρεξουσιότητα ή εγκριθεί από τον αντιπροσωπευόμενο, πρέπει όμως η έγκριση να γίνει πριν αποκρουσθεί η δικαιοπραξία από το άλλο μέρος, για τον λόγο ότι έγινε χωρίς να έχει εξουσία αντιπροσώπευσης ο εμφανιζόμενος ως αντιπρόσωπος (Εφ. Πατρών 47/2023, ΕφΠειρ 294/2010 ΤραπΝομΠληρ – Νόμος,). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον υπό στοιχείο Γ2 λόγο της ανακοπής τους, (σελ 77 επ.) οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι οι υπογράφοντες την καταγγελία της επίδικης δανειακής σύμβασης δεν είχαν την απαιτούμενη ειδική πληρεξουσιότητα από το Διοικητικό Συμβούλιο της καθής η ανακοπή και συνεπώς, η καταγγελία είναι άκυρη. Από τα έγγραφα που προσκομίζει η παριστάμενη διάδικος, αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, αποδεικνύεται ότι την από 18.4.2017 εξώδικη δήλωση – καταγγελία -πρόσκληση της καθ` ης η ανακοπή, δυνάμει της οποίας καταγγέλθηκε η επίδικη σύμβαση πίστωσης, που κοινοποιήθηκε στους ανακόπτοντες την 24-4-2017, υπέγραψαν, οι υπάλληλοι της καθής η ανακοπή, ……. και ………., ιδιότητα η οποία δεν αμφισβητείται από τους ανακόπτοντες. Οι τελευταίοι δεν απέκρουσαν την εγκυρότητα της σχετικής καταγγελίας λόγω έλλειψης πληρεξουσιότητας, παρά μόνο με την άσκηση της υπό κρίση ανακοπής, στις 18-12-2019, ήτοι 2 ½ έτη περίπου αργότερα, ενώ, αντίθετα, αποδεικνύεται ότι η εν λόγω καταγγελία είχε ήδη εγκριθεί από την καθ` ης, καθόσον η τελευταία αιτήθηκε την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, στις 14-8-2016, επικαλούμενη, μεταξύ άλλων, την προρρηθείσα καταγγελία της δανειακής σύμβασης, από την οποία απέρρεε η απαίτηση για την οποία ζητούσε να εκδοθεί η διαταγή πληρωμής, ενώ, επιπλέον, επισύναψε την καταγγελία στην αίτησή της. Επομένως ο σχετικός λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος, ως ουσία αβάσιμος.

Με τον υπό στοιχείο Δ λόγο της ανακοπής τους, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι άκυρη επειδή βασίζεται σε άκυρη καταγγελία, αφενός λόγω αοριστίας επειδή δεν αναφέρεται σε αυτήν ποιες καθυστερημένες δόσεις δεν καταβλήθηκαν και σε ποια ποσά αντιστοιχούν αυτές και αφετέρου επειδή η καταγγελία αυτή αφορά αναληθές εν όλω ή εν μέρει ποσό οφειλής λόγω της ύπαρξης των άκυρων όρων της δανειακής σύμβασης που ανωτέρω εκτέθηκαν. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος κατά το πρώτο σκέλος του, επειδή για την εγκυρότητα της καταγγελίας δεν απαιτείται η ακριβής περιγραφή των καθυστερημένων δόσεων της πιστώσεως (πρβλ. ΕφΔωδ 111/2002, ΤΝΠΔΣΑ ή ΔωδεκΝομολ 7.385). Κατά το δεύτερο σκέλος του δε, τυγχάνει απορριπτέος ως εδραζόμενος επί εσφαλμένης προυπόθεσης, αφού οι προηγούμενοι λόγοι ανακοπής που αφορούν την ακυρότητα των περιεχόμενων στη δανειακή σύμβαση ΓΟΣ απορρίφθηκαν ανωτέρω.

Με τον υπό στοιχείο Ε λόγο της ανακοπής τους, οι ανακόπτοντες υποστηρίζουν ότι η καθής η ανακοπή έδρασε καταχρηστικά, κατά την λειτουργία και καταγγελία της ένδικης σύμβασης στεγαστικού δανείου. Ειδικότερα ισχυρίζονται ότι η ενέργεια της καθ’ ης να καταγγείλει τη σύμβαση και να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος τους είναι καταχρηστική, έναντια στην καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και τούτο, διότι οι ανακόπτοντες αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα λόγω της οικονομικής κρίσης που πλήττει την Ελλάδα και την συνακόλουθη μείωση των εισοδημάτων τους, ενώ παράλληλα η απαίτηση της καθής είναι εξασφαλισμένη με πλήρως με πολλαπλές εγγραφές προσημείωσης υποθήκης. Ο ως άνω λόγος ανακοπής, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν συνιστούν καταχρηστική άσκηση του ένδικου δικαιώματος της καθ’ης.(281 ΑΚ) Το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η άσκηση του συμβατικού δικαιώματος της καθ’ης δύναται να επιφέρει τυχόν βλάβη στους ανακόπτοντες, δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος, παρά μόνον αν τούτο μπορεί να συνδυαστεί και με άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ. όταν η δανείστρια τράπεζα δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη, όμως, συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν η δανείστρια αποφασίζει, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, να εισπράξει την απαίτησή της, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας της, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) μόνο αυτή μπορεί να αποφασίζει, εκτός βέβαια αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει προφανής υπέρβαση που δεν αποδεικνύεται εν προκειμένω (σχ. ΕφΛαρ 298/2008 ΕπισκΕΔ 2008. 1063, ΕφΔυτΜακ 26/2007 Αρμ 2008. 583). Συνεπώς, η αντίδραση της τράπεζας, ήταν επιβεβλημένη από τις περιστάσεις, αποσκοπούσα στην περιφρούρηση των απαιτήσεών της και νομίμως η τελευταία προέβη σε ενέργειες κτήσης εκτελεστού τίτλου σε βάρος των ανακοπτόντων, οι οποίοι εξάλλου δεν ισχυρίζονται ότι ήταν συνεπείς στις συμβατικές τους υποχρεώσεις από την ένδικη σύμβαση στεγαστικού δανείου και ότι κατέβαλαν τις ληξιπρόθεσμες οφειλές τους. Η ενέργεια της καθ’ης, κάτω από τις περιστάσεις που προεκτέθηκαν, δεν υπερβαίνει και μάλιστα προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος.  Σημειωτέον δε ότι ούτε η εκ μέρους των ανακοπτόντων επίκληση ότι τα μέρη βρίσκονταν σε διαπραγματεύσεις για τον τρόπο ρύθμισης της οφειλής κατά τον χρόνο που η δανείστρια τράπεζα αιτήθηκε τη σε βάρος τους έκδοση διαταγής πληρωμής αρκεί για να στοιχειοθετηθεί νόμιμος λόγος ανακοπής λόγω καταχρηστικής συμπεριφοράς της τράπεζας κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, χωρίς να εκτίθεται στην ανακοπή αν υπήρχαν συγκεκριμένες προτάσεις ρύθμισης του χρέους στις οποίες είχε συναινέσει η τράπεζα ή αν η ίδια η τράπεζα είχε απευθύνει συγκεκριμένες προτάσεις προς τους ανακόπτοντες και ότι ευλόγως αναμενόταν η απάντηση της τελευταίας.

Περαιτέρω, με τον Β3 λόγο της ανακοπής οι ανακόπτοντες υποστηρίζουν ότι δεν συντρέχουν οι θετικές ούτε και οι αρνητικές προυποθέσεις για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, κατ άρθρο 623 και 624 ΚΠολΔ επειδή  η απαίτηση της καθής δεν ήταν βεβαιη και εκκαθαρισμένη αφού στην αίτησή για την έκδοση της διαταγής πληρωμήςτης δεν αναφέρεται ο τρόπος καταλογισμού των πραγματοποιηθεισών από τους ανακόπτοντες καταβολών, ήτοι το ποσό που καταλογίστηκε στους οφειλόμενους τόκους και το ποσό που καταλογίστηκε στο κεφάλαιο, ούτε αναφέρεται ο τρόπος με τον οποίο η καθής επέβαλε έξοδα και προμήθειες εν αγνοία των ανακοπτόντων σε διάφορα χρονικά διαστήματα. Ισχυρίζονται ακόμα ότι η συναφθείσα δανειακή σύμβαση επισκευής βελτίωσης οικίας, δεν συνιστά χρεώγραφο, ώστε να είναι επιτρεπτή η έκδοση διαταγής πληρωμής βάσει αυτής και ότι η καθής θεώρησε τα ποσά που κατέβαλε ο  πρώτος ανακόπτων για την αμοιβή του συνεργαζόμενου μηχανικού της και του συνεργαζόμενου δικηγόρου που ενέγραψε προσημείωση υποθήκης στο ακίνητό του, ως δάνειο κεφαλαίου και ανατοκιζόμενο, ενώ αυτές έχουν καταβληθεί άπαξ από τον ανακόπτοντα Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 623, 624 παρ. 1, 626, 628 παρ. 1 εδ. α`, 632 παρ. 1 και 633 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματική απαίτηση, εφόσον η απαίτηση αυτή δεν εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και αποδεικνύεται (η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό) με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο ή με συνδυασμό τέτοιων εγγράφων που επισυνάπτονται στην αίτηση. Εάν η απαίτηση ή το ποσό δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο Δικαστής οφείλει, κατ` άρθρο 628 του ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής. Εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 του ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή, η ακύρωση της διαταγής πληρωμής απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης της απαίτησης και της δυνατότητας να αποδειχθεί αυτή με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1376/2018, ΑΠ 682/2015, ΕφΠειρ 399/2020, δημ. Νόμος). Ειδικότερα, κατά την παρ. 2 του άρθρου 626 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: α) όσα ορίζουν τα άρθρα 117 ή 118 και η παράγραφος 1 του άρθρου 119 του Κώδικα αυτού, β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή, κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής, πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Από τις διατάξεις αυτές, που δεν περιλαμβάνουν παραπομπή στο άρθρο 216 παρ. 1 περ. α` του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 623 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι, στο δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής, για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαίτησης, για την οποία ζητείται η έκδοσή της, ούτως ώστε να πληρούται ο αντίστοιχος νόμιμος όρος, δεν απαιτείται να παρατίθεται το σύνολο των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών, αλλά αρκεί η παράθεση πραγματικών περιστατικών που να εξατομικεύουν την απαίτηση, όσον αφορά στο αντικείμενο, το είδος και τον τρόπο γέννησής της και που να δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση, έναντι του αιτούντος (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 15/2007, δημ. Νόμος). Από δε την έννοια της διάταξης του άρθρου 630 περ. δ’ και ε’ ΚΠολΔ – που ορίζει ότι η διαταγή πληρωμής πρέπει να περιέχει, πλην άλλων στοιχείων, την αιτία της πληρωμής και το ποσό των χρημάτων ή χρεογράφων που πρέπει να καταβληθεί -, προκύπτει ότι αυτή δεν είναι δικαστική απόφαση, αλλά μόνον τίτλος εκτελεστός (άρθρα 631 και 904 παρ. 1 περ. ε’ ΚΠολΔ). Η αναφορά, ειδικότερα, στη διαταγή πληρωμής, του καταβλητέου ποσού χρημάτων, απαιτείται προκειμένου η σχετική απαίτηση να είναι εκκαθαρισμένη, κατά την έννοια του άρθρου 916 ΚΠολΔ και να μπορεί έτσι η διαταγή πληρωμής να λειτουργήσει πράγματι ως εκτελεστός τίτλος. Η δε απαίτηση είναι εκκαθαρισμένη και όταν μπορεί να καθορισθεί κατά ποσό, με απλό αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως είναι ο υπολογισμός των τόκων, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο ή από το νόμο (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1349/2013, δημ. Νόμος). Αντίθετα, δεν απαιτείται η διαταγή πληρωμής να περιλαμβάνει και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες, αλλά αρκεί ο συνοπτικός σ’ αυτήν προσδιορισμός του γενεσιουργού λόγου της απαίτησης, κατά τρόπο που αυτή απλώς να εξατομικεύεται και να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά της, δηλαδή δεν απαιτείται πλήρης περιγραφή όλων των περιστατικών που τη συγκροτούν (ΑΠ 1094/2006, στη ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί και για το κατάλοιπο καταγγελθέντος στεγαστικού τοκοχρεωλυτικού δανείου. (ΑΠ 621/2018, ΕφΠειρ 399/2020, ΕφΔυτΜακ 25/2019, ΜΕφΛαρ 499/2019, στην ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, η συμφωνία μεταξύ της πιστοδότριας τράπεζας και του πιστούχου οφειλέτη, κατά την οποία το απόσπασμα του τηρούμενου από την τράπεζα λογαριασμού θα αποτελεί πλήρη απόδειξη της αξίωσης της τράπεζας, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να διατάξει αποδείξεις σε βάρος της, είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση και δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη (ΑΠ 1022/2003, ΕλλΔ/νη 45.90, ΑΠ 925/2002, ΕλλΔ/νη 38.1794), εναπόκειται δε στον πιστούχο οφειλέτη να αμφισβητήσει το ύψος των επιμέρους κονδυλίων πιστοχρέωσης, που περιέχονται στα αποσπάσματα, αλλά φέρει ο ίδιος το βάρος της απόδειξης των σχετικών ισχυρισμών, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί η πιστοδότρια τράπεζα να αμυνθεί και το δικαστήριο να τάξει το οικείο θέμα απόδειξης (ΕφΑθ 3791/2008, ΕφΑΔ 2009/216). Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου. Ως εκ τούτου, αναφορικά με την αποδεικτική δύναμη των εν λόγω αποσπασμάτων, στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, με την οποία ζητείται το κατάλοιπο δανειακής σύμβασης ή σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού, μεταξύ της αιτούσας πιστώτριας τράπεζας και του καθ` ου η αίτηση πιστούχου, αρκεί να αναφέρεται : α) ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε πως, το ποσό αυτό, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της αιτούσας, β) ότι ο λογαριασμός που τηρήθηκε σε εξυπηρέτηση της σύμβασης, έκλεισε με ορισμένο κατάλοιπο υπέρ αυτής, το οποίο αποδεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών της βιβλίων και γ) ότι το απόσπασμα αυτό, στο οποίο εμφαίνεται όλη η κίνηση του λογαριασμού, από την υπογραφή της σύμβασης μέχρι και το κλείσιμο αυτού (και το οποίο αποτελεί έγγραφο, κατά την έννοια του άρθρου 623 ΚΠολΔ), επισυνάπτεται στην αίτηση, οπότε και δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται σ` αυτήν και τα επί μέρους κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, αφού τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται στο επισυναπτόμενο απόσπασμα, από το οποίο, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, αποδεικνύεται η απαίτηση της αιτούσας τράπεζας (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 872/2017, δημ. Νόμος στις οποίες παραπέμπει η ΕφΛαμ 5/2022 στην ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν δεν  απαιτείτο στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής να αναφέρονται αναλυτικά τα κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων του λογαριασμού, αφού αρκεί μαζί με την αίτηση να προσκομίζεται το σχετικό απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας. Στην προκειμένη περίπτωση προσκομίστηκε το από 17.4.2018 απόσπασμα –βεβαίωση οφειλής δανείου σε συνδυασμό με το απόσπασμα λογαριασμού με αριθμό …………….. ΄που έχουν εξαχθεί από τα τηρούμενα μηχανογραφικώς εμπορικά βιβλία της καθής η ανακοπή, εκτυπωμένα από τον ηλεκτρονικό υπολογιαστή αυτής, βεβαιωμένα από τους αρμόδιους υπαλλήλους της και νόμιμα επικυρωμένα από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της τα οποία αποτελούν κατά τον όρο 10 της σύμβασης  πλήρη απόδειξη της οφειλής των ανακοπτόντων. Σύμφωνα δε με το απόσπασμα αυτό η οφειλή των ανακοπτόντων την 17.4.2018 ανερχόταν στο ποσό των 49.866, 70 ευρώ το οποίο αναλύεται, σε χρεωλύσια ποσού 37.321,69 ευρώ, σε τόκους κεφαλίου ποσού 4.365,50 ευρώ, σε τόκους υπερημερίας ποσού 7.214,89 ευρώ σε έξοδα ποσού 40,54 ευρώ και σε ασφάλιστρα ποσού 924,06 ευρώ. και επομένως σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν ορθώς εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, απορριπτομένων των περί των αντιθέτου ισχυρισμών των ανακοπτόντων, ως νόμω αβάσιμων. Ομοίως, το δεύτερο σκέλος του ως άνω λόγου ανακοπής τυγχάνει  απορριπτέο ως μη νόμιμο καθώς σύμφωνα με όσα στην αμέσως ανωτέρω σκέψη εκτέθηκαν διαταγή πληρωμής δύναται να εκδοθεί και για το κατάλοιπο καταγγελθέντος στεγαστικού τοκοχρεωλυτικού δανείου. Τέλος, σε περίπτωση  που ο καθού η διαταγή πληρωμής αμφισβητεί την ορθότητα κάποιου κονδυλίου για το ορισμένο του σχετικού λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ` ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 2210/2013), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διάταξης του άρθρου 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 1379/2023, ΑΠ 123/2023 που επίσης παραπέμπει στις AΠ 1346/2022, ΑΠ 1133/2022, ΑΠ 1395/2021, ΑΠ 368/2019 στην ΤΝΠ Νόμος, ομοίως ΜονΕφΠειρ 153/2023, ΜονΕφΑνΚρ 226/2023 στην ΤΝΠ  Νόμος). Επομένως ο ισχυρισμός των ανακοπτόντων ότι στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, έχουν συμπεριληφθεί ποσά που κατέβαλε ο ίδιος για την αμοιβή του συνεργαζόμενου μηχανικού και του συνεργαζόμενου δικηγόρου της καθής, ως ανατοκιζόμενο κεφάλαιο τυγχάνει απορριπτέος λόγω της αοριστίας του, ΄καθώς δεν εξειδικεύει τα σχετικά κονδύλια.

Με τον υπό στοιχείο Β2 λόγο της ανακοπής τους οι ανακόπτοντες παραπονούνται ως προς την εγκυρότητα έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, διότι τόσο στην από 17.4.2018 αίτηση, όσο και στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής δεν γίνεται καμία αναφορά στα κάτωθι: του βασικούς όρους της σύμβασης, τους γενικούς συναλλακτικούς όρους αυτής, το ποσό της οφειλής των ανακοπτόντων κατά τον χρόνο της καταγγελίας, επιμερισμένο σε κεφάλαιο, τόκους, ανατοκισμούς τόκων, προμήθειες και γενικά έξοδα, ενώ το παράρτημα-πίνακας και λογαριασμός, δεν αναφέρουν καμία σύμβαση, και τέλος η καταγγελία δεν αναφέρει κανένα δικαιολογητικό λόγο αυτής. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην μείζονα σκέψη που παρατίθεται κατά την εξέταση του υπό στοιχείο Β3 λόγου της ανακοπής, για το έγκυρο της διαταγής πληρωμής αρκεί να περιλαμβάνονται σε αυτήν α) όσα ορίζουν τα άρθρα 117 ή 118 και η παράγραφος 1 του άρθρου 119 του Κώδικα αυτού, β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και γ) η απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή, κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής, πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Επομένως ο ως άνω λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος αφού δεν απαιτείται να αναφέρονται στην διαταγή πληρωμής οι γενικοί συναλλακτικοί όροι, ούτε οι όροι της σύμβασης, ούτε το αναλυτικό περιεχόμενο της καταγγελίας. Σε κάθε περίπτωση από την επισκόπηση των σχετικών εγγράφων αποδεικνύεται ότι στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής αναφέρεται, πέρα από τα στοιχεία που απαιτούνται για την εξατομίκευση της απαίτησης,  το περιεχόμενο των  βασικών όροι της σύμβασης, ήτοι οι όροι 14, (διάρκεια και εξόφληση δανείου),  15  (επιτόκιο δανείου), 7 (τόκος υπερημερίας-ανατοκισμός), 9 (καθυστέρηση εξόφλησης οφειλών-καταγγελία σύμβασης), 10 (τροπή προσημείωσης σε υποθήκη-αποδεικτική δύναμη αποσπασμάτων), 12 (αρμοδιότητα Δικαστηρίων)13, (ευθύνη εγγυητή ) και 17 (σειρά καταλογισμου ληξιπρόθεσμων οφειλών), το από 17.4.2018 απόσπασμα –βεβαίωση οφειλής δανείου, το περιεχόμενο του οποίου αναλυτικά στον αμέσως προηγούμενο λόγο ανακοπής εκτέθηκε, στο οποίο επίσης αναγράφεται ο ταυτάριθμος με την δανειακή σύμβαση λογαριασμός που τηρείται  επ αυτής, και τέλος ότι η αιτία της καταγγελίας της σύμβασης είναι η καθυστέρηση της καταβολής των δόσεων της δανειακής σύμβασης.

Με τον υπό στοιχείο Β3 λόγο της ανακοπής τους, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι καταχρηστικά επιβλήθηκαν σε βάρος τους τα έξοδα για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ποσού 766 ευρώ, αφού δεν προκάλεσαν οι ίδιοι την ανάγκη έκδοσης της διαταγής πληρωμής επειδή αφενός έχουν καταβάλλει στην καθής χρήματα, αφετέρου δε η απαίτηση της καθής σε βάρος τους είναι εμπραγμάτως εξασφαλισμένη. Ο ως άνω λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθώς για την εδραίωσή του οι ανακόπτοντες επικαλούνται την διάταξη του άρθρου 177 ΚΠολΔ, ενώ επί έκδοσης διαταγής πληρωμής εφαρμοστέα είναι η διάταξη του άρθρου 629 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία εάν ο Δικαστής δεχτεί την αίτηση (για την έκδοση της διαταγής πληρωμής) διατάσσει τον οφειλέτη να πληρώσει το οφειλόμενο ποσό και τον καταδικάζει στη δικαστική δαπάνη.

Από το άρθρο 924 KΠολΔ, προκύπτει ότι η επιταγή, με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του ποσού, που οφείλεται, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή η αιτία της απαίτησης, η οποία, κατ’ αρχήν, θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου, κάτω από το οποίο γράφεται η επιταγή, καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισμός αυτός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται,στον οφειλέτη να ισχυριστεί και να αποδείξει την απόσβεση της απαίτησης ή την ανακρίβεια των κονδυλίων ή τον εσφαλμένο υπολογισμό ή το παράνομο των τόκων. Οι καταβολές του οφειλέτη δεν αποτελούν στοιχείο του περιεχομένου της επιταγής, αναγκαίο για το κύρος της, αλλά βάση ένστασης του οφειλέτη. Επίσης, ούτε ο τρόπος υπολογισμού των οφειλομένων τόκων, αλλά ούτε και το ποσόν του τόκου χρειάζεται να προσδιορίζεται στην επιταγή, αφού το μεν ποσοστό του τόκου ορίζεται από το νόμο, το δε ποσό των τόκων που θα καταβληθεί, μπορεί να βρεθεί με απλό μαθηματικό υπολογισμό, βάσει του ποσοστού αυτού και του χρονικού διαστήματος, που θα έχει παρέλθει μέχρι την ημερομηνία εξόφλησης της επιταγής (βλ. ΑΠ 474/1999 ΕλλΔνη 2000 81, ΑΠ 194/1995 ΕλλΔνη 1996 102, ΕφΑΘ 3773/2021 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, αρκεί να ζητείται το κεφάλαιο «εντόκως» από προσδιοριζόμενο χρονικό σημείο (βλ. Μαργαρίτη Μ., Ερμηνεία KΠολΔ, τόμος II, 2012, άρθρο 924, αρ. 12). Αν η επιταγή δεν περιέχει τα ως άνω στοιχεία, επέρχεται ακυρότητα που κηρύσσεται από το δικαστήριο, εφόσον, κατά την κρίση του, προκαλείται από την αοριστία της επιταγής στον οφειλέτη δικονομική βλάβη, που δεν μπορεί να επανορθωθεί με άλλο τρόπο, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας. Αν η επιταγή έγινε για ποσό μεγαλύτερο από το πράγματι οφειλόμενο, ακυρότητα επέρχεται μόνο κατά το επιπλέον ποσό (βλ. ΑΠ 474/1999 ΕλλΔνη 2000 81, ΑΠ 194/1995 ΕλλΔνη 1996 102, ΕφΑΘ 5377/2001 ΕλλΔνη 2004 529). Εξάλλου, η αναφορά του είδους των τόκων σε συσχετισμό με το κεφάλαιο και το χρονικό διάστημα είναι αρκετή, ώστε ο οφειλέτης να είναι σε θέση να παρακολουθήσει και αντιληφθεί τα περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται η οφειλή, ώστε να μπορεί να τα ελέγξει και να αντιτάξει την άμυνά του (ΑΠ 72/1995 ΕλλΔνη 1997 585, ΕφΑΘ 3773/2021 ΝΟΜΟΣ). Οι ανακόπτοντες  με τον υπό στοιχεία Β1 λόγο της ανακοπής τους, προσβάλουν την επιταγή προς πληρωμή λόγω αοριστίας των κονδυλίων αυτής, εκθέτοντας ότι με την από 22.11.2019 επιταγή επιτάχθηκαν να καταβάλουν τα κάτωθι ποσά: Α) α) για επιδικασθέν κεφάλαιο το ποσό των € 49.866,70, β) για νόμιμους τόκους του κεφαλαίου αυτού έως 3.7.2018 το ποσό των € 752,78, γ) για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη το ποσό των € 1.300, δ) για σύνταξη επιταγής κάτωθι αντίγραφου εξ’ απογράφου α εκτελεστού της ως άνω διαταγής πληρωμής, παραγγελία και λήψη απογράφου, έξοδα αντιγράφου, παραγγελία προς επίδοση και επίδοση αυτής το ποσό των €250,00, ήτοι συνολικά το ποσό των € 52.169,48 έντοκα πλην του κονδυλίου τω τόκων από την επίδοσης της επιταγής μέχρις πλήρους εξοφλήσεως, Β) για τόκους του ανωτέρω επιδικασθέντος κεφαλαίου από 7.7.2018 μέχρι την 3.7.2018 το ποσό των € 4.900,00 Γ) για σύνταξη της παρούσας επιταγής και επίδοση της το ποσό των € 40,00 ήτοι συνολικά το ποσό των € 57.109,48 και το ποσό αυτό έντοκα πλην του κονδυλίου των τόκων από την επίδοση της παρουσας μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση άλλως θα εκτελεστεί η επιταγή αναγκαστικά και θα προστεθεί το ποσό των € 50,00 για εντολή προς εκτέλεση. Ότι η ως άνω επιταγή προς πληρωμή είναι αόριστη καταρχάς ως προς το κονδύλιο των τόκων καθώς δεν αναφέρει με ποιο επιτόκιο και επί ποιού ποσοστού υπολόγισε το αιτούμενο κονδύλιο και για ποια χρονικά διαστήματα και ότι ακόμα το κονδύλι της επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης και το κονδύλι σύνταξης της επιταγής προς παραγγελία στον δικαστικό επιμελητή δεν φέρουν τόκους, αφού είναι άπαξ καταβλητέα Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, για το έγκυρο της επιταγής προς πληρωμή αρκεί ο διαχωρισμός της οφειλής κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και δεν απαιτούνται κατά νόμο τα επιπλέον στοιχεία που επικαλούνται οι ανακόπτοντες Περαιτέρω, η επίδοση της επιταγής προς πληρωμή συνιστά όχληση  και συνεπώς επιφέρει την υπερημερία του εφειλέτη, συνακόλουθα δε και τοκοφορία των κονδυλίων αυτής. Ορθώς επομένως με την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή, ζητείται η καταβολή των κονδυλίων αυτής, πλην των τόκων. Επομένως τυγχάνει απορριπτέος, ο ως άνω λόγος ανακοπής και ως προς το σκέλος αυτό.  Μη υπάρχοντος δε έτερου λόγου ανακοπής προς εξέταση πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη ανακοπή στο σύνολο της. Επίσης επειδή έγινε δεκτή η ασκηθείσα έφεση και εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη απόφαση, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα για την άσκηση του ένδικου μέσου παραβόλου σε αυτή κατ’ άρθρο 495 παρ.4 προτελ. εδ. ΚΠολΔ σύμφωνα με το διατακτικό (βλ. Χ. Ευθυμίου σε Απαλαγάκη- Σταματόπουλο Ο Νέος ΚΠολΔ 2, σελ. 1631 με παραπομπή στην ΑΠ 532/2016, ΕλλΔνη 2017, σελ. 1426). Τα δικαστικά έξοδα υπέρ της εκκαλούσας που νίκησε και αφορούν και τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (δεδομένου ότι, εάν η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανισθεί, έστω και κατ’ ελάχιστον, όπως εν προκειμένω, εξαφανίζεται και το κεφάλαιο περί της δικαστικής δαπάνης, ως συνεχόμενο με την ουσία της υπόθεσης) ζήτημα για το οποίο αποφαίνεται ενιαία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 521/2002, Δ 2003, σελ. 506), δεν επιδικάζονται, ελλείψει σχετικού αιτήματος συνεπεία της ερημοδικίας της. Περαιτέρω, ύστερα από σχετικό αίτημα, τα δικαστικά έξοδα της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εφεσίβλητων –καθών η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση λόγω της ήττας τους (άρθρα 106, 178 παρ.1 και 183 του KΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση που οι εφεσίβλητοι, ασκήσουν ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας, (ως προς τους λόγους ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής).

  ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση και την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση ερήμην των εφεσίβλητων-καθών η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβασης και της εκκαλούσας, η οποία αντιπροσωπεύεται από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την έφεση

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό 94/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του με κωδικό  …………  ηλεκτρονικού παραβόλου δημοσίου στην εκκαλούσα

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την από 16.12.2019 και με αρ. καταθ.  ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2019 ανακοπή

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των ανακοπτόντων τα δικαστικά έξοδα της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ

ΟΡΙΖΕΙ παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ για κάθε εφεσίβλητο, εφόσον ήθελε ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις     3/7/2024.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ