ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αριθμός Αποφάσεως 338/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από την Δικαστή Ελένη Μοτσοβολέα, Εφέτη, που ορίσθηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιως και την Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος – καθ’ου η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση : ……….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον δικαστικό του συμπαραστάτη ,………….., ο οποίος στο ακροατήριο παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου , Χαράλαμπου Ξενίδη, βάσει δηλώσεως.
Της εφεσίβλητης –υπερ’ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση : Της εδρεύουσας στην Αθήνα ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………» και τον διακριτικό τίτλο «…….» με έδρα την Αθήνα, νομίμως εκπροσωπούμενη ως καθολική διάδοχος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………» και τον διακριτικό τίτλο «……….», κατόπιν διάσπασης με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα εταιρεία- πιστωτικό- ίδρυμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας: Της μονοπρόσωπης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………………. » που εδρεύει στην ……… Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσας νομίμως από την ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ ( υπ’ αριθμ. 207/1/29.11.2016 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος) ως εταιρεια Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις δυναμει των διατάξεων του ν. 4354/2015 και της Πράξης 118/19.5.2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως τροποποιήθηκε από την υπ’ αριθμ. 153/8.1.2019 Πράξη, στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..» με έδρα το ……. Ιρλανδίας, κατά τα οριζόμενα στο από 18.6.2021 Ιδιωτικό Συμφωνητικό Διαχείρισης Απαιτήσεων, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει ως ενιαίο κειμενο δυνάμει της από 10-4-2023 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων σύμφωνα με τα άρθρα 10 παρ. 14 και 16 του Ν. 3156/2003, στην οποία δικαιούχο της απαίτησης , η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………» και τον διακριτικό τιτλο «……….», όπως εκπροσωπείται νόμιμα, έχει εκχωρήσει και μεταβιβάσει ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της από δάνεια και πιστώσεις, δυνάμει της από 30.4.2020 σύμβασης μεταβίβασης τιτλοποιούμενων απαιτήσεων (όπως αυτή καταχωρήθηκε νομίμως και αναγγέλθηκε στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφευλακείου Αθηνών με αριθμο πρωτοκόλλου …./30.4.2020 και σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 3156/2003), η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αναστάσιο Πουλόπουλο.
Ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 15-4-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2013 ανακοπή κατά της καθ’ης η ανακοπή και ήδη εφεσιβλητης, και ζήτησε να γίνει δεκτή. Επί της ανωτέρω ανακοπής, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 2491/2016 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ανακόπτων με την από 17-7-2017 και με αριθμ. εκθ. καταθ. …………../443/2017 έφεσή του, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης …………/2023 κα προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την από 15-12-2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2023 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της καθ’ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης και κατά του ανακοπτοντος και ήδη εκκαλούντος, η οποία προσδιορίσθηκε για την δικάσιμο, που αναφερεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσε μονομερή δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε προτάσεις, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Από την από 21-11-2023 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………….επί επικυρωμένου αντιγράφου της έφεσης και της αντίστοιχης από 1-9-2022 δοθείσας από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του εκκαλούντος (………..), παραγγελίας προς επίδοση επί του ιδίου αντιγράφου, προς την καθ’ης η ανακοπή και ήδη εφεσιβλητη, σε συνδυασμό με την από 25-7-2023 πράξη της Γραμματέως του Δικαστηρίου αυτού, αποδεικνύεται ότι η συζήτηση της υπό κρίση εφέσεως κατά της υπ’ αριθμ. 2491/2016 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, επισπεύσθηκε επιμελεία του εκκαλούντος, ο οποίος επέδωσε προς το σκοπό αυτό νομότυπα και εμπρόθεσμα στην καθ’ης η ανακοπή και ήδη εφεσιβλητη ακριβές αντίγραφο του δικογράφου της υπό κρίση εφέσεως με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναφερεται στην αρχή της παρούσας. (άρθρα 122 § 1, 123, 230, 498 §§ 1, 3 ΚΠολΔ). Όπως όμως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου, η ως άνω εφεσίβλητη δεν εμφανίσθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε νομίμως από πληρεξούσιο δικηγόρο ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση, κατ` άρθρα 524 παρ. 1 και 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ότι επιθυμεί να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την εμφάνισή της στο ακροατήριο ούτε κατέθεσε έγγραφες προτάσεις. Επομένως, εφόσον η καθ΄ ης δεν εμφανίσθηκε κατά τη ανωτέρω συνεδρίαση πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση ερήμην της (άρθρο 271 παρ. 2 ΚΠολΔ). Το Δικαστήριο, ωστόσο, θα προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 524 παρ. 4 ΚΠολΔ).
Η υπό κρίση έφεση του ανακοπτοντος κατά της υπ’ αριθ. 2491/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε την από 15-4-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2013 ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 ΚΠολΔ), αφού η εκκαλουμένη επιδόθηκε στις 28-6-2017 και η έφεση κατατέθηκε στις 25-7-2017, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ( άρθρο 19 ΚΠολΔ) και για το παραδεκτό της έχει καταβληθει και το νόμιμο παράβολο (βλ. το με κωδικό πληρωμής …………../2017 παράβολο) σύμφωνα με την παράγραφο 3 εδ.3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ. Είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της (533 παρ. 1 ΚΠολΔ) κατά την αυτή ως άνω διαδικασία .
Με την από 15-4-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2013 ανακοπή ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών ζητούσε, για τους λόγους που αναφέρει, να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. …../2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε για απαίτηση της καθ’ης η ανακοπή σε βάρος του, συνολικού ποσού 25.575,41 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, από τη μεταξύ της καθ’ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…….» και του ………. (πιστούχου) καταρτισθείσα σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, για την εκπλήρωση των όρων της οποίας εγγυήθηκε ο εκκαλών, καθώς επίσης και να καταδικασθεί η καθ’ ης στη δικαστική του δαπάνη. Επί της ανωτέρω ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ, εξεδόθη η εκκαλουμένη, δια της οποίας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ανακόπτων με την υπό κρίση έφεσή του για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και διώκει την εξαφάνισή της εκκαλουμένης, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή του.
Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου (αφού δεν εισάγει δικό του αυτοτελές αίτημα, δεν διευρύνονται δηλαδή τα υποκειμενικά όρια της εκκρεμούς δίκης), μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξ άλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 § 1 και 215§ 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις, που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία στην περίπτωση, που ασκείται για πρώτη φορά στο εφετείο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 524§ 1 σε συνδυασμό με 591 § 1 ΚΠολΔ, σε όλους τους μέχρι της άσκησής της διαδίκους, τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης (ΟλΑΠ 1/2023, ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012, ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα δε, με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78 ΚΠολΔ περί αναγκαστικής ομοδικίας και αυτή του άρθρου 76§1 εδ. τελ. που ορίζει ότι για τους αναγκαίους ομοδίκους που απουσιάζουν, δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας, αλλά αυτοί αντιπροσωπεύονται από τους παριστάμενους ομοδίκους τους (βλ. ΑΠ 368/2019, ΑΠ 727/2017, ΝΟΜΟΣ, Εφ.Θεσ 226/2021, Αρμ.2021,416. Ερμηνεία ΚΠολΔ Β. Βαθρακοκοίλη, τ.1, άρθρο 76, σελ. 523, παρ. 33, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκα, τ. 1ος, άρθρο 83, σελ. 193, παρ. 1 και άρθρο 76 σελ. 178, παρ. 7). Από τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης εις βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου, ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες, που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005, ΝΟΜΟΣ). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου, όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 § 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011, ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ του ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων….”, “Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις”. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, “Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης”.
Στην προκειμένη περίπτωση η εταιρεία με την επωνυμία «……………..» ή (……..) άσκησε το πρώτον ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης με το από 15-12-2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/263/2023 ιδιαίτερο δικόγραφο επιδοθέν προς τον καθ’ου η πρόσθετη παρέμβαση – εκκαλούντα ( υπ’ αριθμ. ……./21-12-2023 εκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………) αλλά και στην υπερ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση – εφεσίβλητη ( υπ΄αριθμ. ……../21-12-2023 εκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………), επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον της ότι ενεργεί με την ιδιότητα της ως μη δικαιούχος διάδικος και ως διαχειρίστρια της απαιτήσεως, της οποίας δικαιούχος τυγχάνει η εδρεύουσα στο ……. Ιρλανδίας αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………………», η οποία μετά την άσκηση της ως άνω έφεσης κατέστη ειδική διάδοχος της ως άνω εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας, λόγω μεταβίβασης σ`αυτήν της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, εφ’ ης η ανακοπή και η εκδοθείσα επ’αυτής εκκαλουμένη απόφαση και ότι το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτής (ειδικής διαδόχου) κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ, αιτούμενη να γίνει δεκτή η κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ εκούσια αυτοτελής πρόσθετη παρέμβασή της υπέρ της καθ’ης η ανακοπή και να απορριφθεί η έφεση. Ειδικοτερα κατά τα εκτιθέμενα και όπως προκύπτει και από τα έγγραφα της δικογραφίας, δυνάμει της από 30-4-2020 σύμβασης μεταβίβασης τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, διεπόμενης από τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 (περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …/30.4.2020), η τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……………» με διακριτικό τίτλο «…….» μεταβίβασε λόγω πώλησης με τιτλοποίηση αυτών των απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 προς την εδρεύουσα στο ………. Ιρλανδίας αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..»», νομίμως εκπροσωπούμενη “, επιχειρηματικές απαιτήσεις, μεταξύ των οποίων και την ένδικη απαίτηση, προερχόμενη εκ της επιδικης σύμβασης δανείου, καταρτισθείσας μεταξύ της «………….» και του . ……., ως πιστούχου οφειλέτη, για την εξασφάλιση των όρων της οποίας (συμβάσεως) εγγυήθηκε ο εκκαλών. Ακολούθως, η ως άνω εταιρεία ειδικού σκοπού, δυνάμει της από 18/6/2021 «σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων (περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε την 22-6-20021 στα δημόσια βιβλία του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμ πρωτ. 206/22.6.2021), ανέθεσε την διαχείριση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων που της μεταβιβάσθηκαν κατ’ άρθρο 10 ν. 3156/3003, μεταξύ των οποίων και της επίδικης, στην προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία με την επωνυμία «……………… » ή (………..), αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με τον ν. 4354/2015. Δυνάμει της ως άνω συμβασης διαχείρισης η ……….. έχει αναλάβει όλες τις υπηρεσίες είπραξης και εν γένει διαχείρισης τιτλοποιούμενων απαιτήσεων από συμβάσεις εμπραγματως εξασφαλισμένων καταναλωτικών, στεγαστικών, επιχειρηματικών και άλλων δανείων σύμφωνα με την από 8-4-2021 σύμβαση μακροπροθεσμης διαχείρισης απαιτήσεων και την από 10-4-2023 περίληψη σύμβασης μακροπροθεσμης διαχείρισης απαιτήσεων, μεταξύ των οποίων και την διαχείριση των απαιτήσεων που απορρέουν από την επίδικη σύμβαση δανείου, ενώ παράλληλα της χορηγήθηκε από την δικαιούχο εταιρεία το υπ’ αριθμ. ……./15.6.2021 ειδικο Πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ……. σύμφωνα με τον νόμο 3156/2003. Συνεπεία των ανωτέρω η εταιρεία ειδικού σκοπού «………» κατέστη ειδικός διάδοχος της μεταβιβάσασας καθ’ης η ανακοπή τραπεζικής εταιρείας « ……….» και δικαιούχος της απαιτήσεως εκ της επίδικης σύμβασης δανείου κατά του ανακόπτοντος κατόπιν μεταβίβασης σ’ αυτήν, μεταξύ άλλων, και της ένδικης απαιτήσεως, στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις της ανωτέρω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, και ως εκ τούτου η «……..,» ενεργούσα ως μη δικαιούχος διάδικος και διαχειρίστρια των απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένης της επίδικης, της ως άνω δικαιούχου εταρείας «……….» ειδικής διαδόχου της ………, έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει, ως μη δικαιούχος διάδικος,την κρινόμενη αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση στην ανοιγείσα δίκη υπέρ της καθ’ης η ανακοπή, προς απόκρουση της ένδικης έφεσης. Η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες σκέψεις, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, είναι παραδεκτή και νόμιμη κατ` άρθρο 80, 83 ΚΠοΔ, με αποτέλεσμα μεταξύ της κυρίας διαδίκου- καθ’ης η ανακοπή και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας να δημιουργηθεί σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας (ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005, ΑΠ 1248/1998 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθ’ όσον η ισχύς της εκδοθησόμενης απόφασης, δηλαδή το εξ αυτής δεδικασμένο, η εκτελεστότητα και η τυχόν διαπλαστική ενέργεια, καταλαμβάνει και την ειδική διάδοχο μετά την εκκρεμοδικία και πρέπει να συνεκδικασθεί με την υπό κρίση έφεση.
Κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, η εφεσίβλητη δεν εμφανίσθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο,αν και κλητεύθηκε νομίμως, ενώ παραστάθηκαν η εκουσίως αυτοτελώς προσθέτως, υπέρ της εφεσίβλητης, παρεμβαίνουσα και ο εκκαλών – καθ` ου η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση [νομίμως εκπροσωπούμενος από τον δικαστικό του συμπαραστάτη (δυνάμει της υπ’ αριθμ. 1821/2022 αποφάσεως του ΜονομελουςΠρωτοδικείου Αθηνών), ………….]. Σύμφωνα, επομένως, και με όσα εκτίθενται στις ως άνω μείζονες σκέψεις, η απολιπομένη εφεσίβλητη – υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, ανώνυμη τραπεζική εταιρία, με την επωνυμία « ………….», θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται στην παρούσα ενώπιον του Εφετείου δίκη, από την εκουσίως υπέρ αυτής αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, ανώνυμη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων, με την επωνυμία «………………..» με την οποία την συνδέει ο δεσμός της αναγκαστικής ομοδικίας και, επομένως, δοθέντος ότι η τελευταία παραστάθηκε νομίμως, πρέπει η ένδικη εκούσια αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση να ερευνηθεί περαιτέρω, συνεκδικαζόμενη με την ως άνω ένδικη έφεση, θεωρούμενης της μη παριστάμενης εφεσίβλητης, ως αντιπροσωπευομένης από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης κι επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246 και 524 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), πέραν του ότι η πρόσθετη παρέμβαση δεν είναι επιδεκτική χωριστής συζήτησης, από εκείνη της εκκρεμούς δίκης, αφού δεν έχει αυτοτέλεια έναντι της αρχικής αγωγής, αλλά εξαρτάται από την κύρια δίκη, που ανοίχθηκε με την αγωγή ή το ένδικο μέσο, από την οποία δεν μπορεί να χωριστεί (ΑΠ 1426/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σημειούται ότι η εταιρεία «…………..», στην οποία, δυνάμει της προαναφερόμενης σύμβασης διαχείρισης ανατέθηκε από την εταιρεία απόκτησης «………………», ειδικής διαδόχου της τραπεζικής εταιρείας «………» η διαχείριση της επίδικης απαίτησης, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 4 του Ν. 3156/2003, δικαιούται να ασκήσει, κατ` εξαίρεση νομιμοποιούμενη ως μη δικαιούχος διάδικος, κάθε ένδικο βοήθημα, που κατατείνει στην είσπραξη της ένδικης υπό διαχείριση απαίτησης, συνεπώς και την κρινόμενη πρόσθετη παρέμβαση, καθόσον κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των Ν. 4354/2015 και Ν. 3156/2003, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π) έχουν την κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή ακόμη και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισής τους στις εν λόγω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (ΟλΑΠ 1/2023).
Με τον πρωτο λόγο ανακοπής (ο οποίος επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο εφέσεως) ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι άκυρη, διότι η έκδοσή της αποτελεί απόρροια παραπλανητικής συμπεριφοράς της καθ’ης. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι η διαταγή πληρωμής είναι άκυρη, καθώς η υπογραφή της ανωτέρω συμβάσεως δανείου από τον ίδιο είναι προϊόν πλάνης, διοτι έγινε χωρίς προηγούμενη ενημέρωσή του για την κακή οικονομική κατάσταση του πιστούχου αλλά και χωρίς ενημέρωσή του για την παραίτηση του από τα δικαιώματα των άρθρων 853, 855, 858 και 862 -868 ΑΚ, την σημασία των οποίων δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί ελλείψει ειδικών γνώσεων και ιδιαιτέρως σοβαρών προβλημάτων υγείας κατά την υπογραφή της σύμβασης. Ισχυρίζεται ακόμη ότι εάν γνώριζε την πραγματική οικονομική κατάσταση του πρωτοφειλέτη καθώς και την έκταση ευθύνης που αναλάμβανε δεν θα υπέγραφε την σύμβαση. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος (140,141,142 ΑΚ) και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν. Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος που εξετάσθηκε στο ακροατήριο κατά πρόταση του ανακόπτοντος και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου τούτου, την υπ’ αριθμ. ……./10.1.2024 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος ……… ενώπιον της Ειρηνοδίκη Χαλανδρίου που επικαλείται και προσκομίζει ο ανακόπτων και η οποία ελήφθη μετά νομοτύπου , προ δύο (2) τουλάχιστον εργασίμων ημερών κλητεύσεως της καθ’ης η ανακοπή και της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας (άρθρο 422 ΚΠολΔ) (υπ’ αριθμ. …/5-1-2024 και …/5-1-2024 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών , ………….) , και από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη (άρθρα 432 επ. ΚΠολΔ) είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 § 3, 339, 395 ΚΠολΔ),
σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικα: Δυνάμει της υπ’ αριθμ. ………./23-5-2011 σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου ««……….» μετά της προσθετου πράξεως επ’ αυτής για την μεταβολή του επιτοκίου που καταρτίσθηκε μεταξύ της καθ’ης η ανακοπή τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», και ήδη εφεσιβλητης και του …………… (πιστούχου), χορηγήθηκε στον τελευταίο έντοκο προσωπικό τοκοχρεωλυτικό δάνειο ποσού 21.435,60 ευρώ προκειμένου με αυτό να αποπληρώσει ισόποσο χρεωστικό υπόλοιπο της υφιστάμενης οφειλής του στην καθ’ης από το υπ’ αριθμ. ……… καταναλωτικό δάνειο μεταφέροντας το υπόλοιπό του στο νέο δάνειο « ………» με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που περιλαμβάνονταν στην ανωτέρω σύμβαση. Την σύμβαση μετά της ως άνω προσθέτου πράξεως αυτής υπέγραψε ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών ως εγγυητής, ευθυνόμενος ως αυτοφειλέτης και εις ολόκληρον με τον πρωτοφειλέτη για την εκπλήρωση όλων των υποχεώσεών του έναντι της καθ’ης, όπως ρητώς προβλέπεται στον όρο 11 της ανωτέρω συμβάσεως σύμφωνα με τον οποίον ο ανακόπτων δήλωνε ρητώς ότι εγγυάται προς την Τράπεζα την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση παντός χρεωστικού υπολοίπου του δανείου ευθυνόμενος ως αυτοφειλέτης και ότι παραιτείται από όλα τα δικαιώματα και ενστάσεις που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 853, 855, 858 και 862-868 του ΑΚ. Λόγω μη τηρήσεως των όρων της σύμβασης με την από 23-7-2012 από εξώδικη καταγγελία η καθ’ης κατήγγειλε τη σύμβαση δανείου και έκλεισε τον τηρούμενο …………. λογαριασμό, ο οποίος κατά τον χρόνο κλεισίματος αυτού την 23-7-2021 εμφάνισε οριστικό χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 25.575,41 ευρώ. Κατόπιν αιτήσεως της καθ’ης η ανακοπή εξεδόθη η υπ’ αριθμ. …/2013 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ο ανακόπτων υποχρεώθηκε, εις ολόκληρον ως εγγυητής, να καταβάλει στην καθ’ης η ανακοπή το ποσό των 25.571,41 ευρώ, για ισόποση συνολική απαίτηση της τελευταίας, απορρέουσα από την ανωτέρω σύμβαση τοκοχρεολυτικού δανείου « ……….» πλέον τόκων υπερημερίας από 24-7-2012 με το ισχύον εκάστοτε συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας, πλέον δικαστικών εξόδων. Κατ’ αυτής (επιταγής προς πληρωμή) ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως η εφ’ ης εξεδόθη η εκκαλουμένη ανακοπή. Η ως άνω διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση : α) την υπ’ αριθμ. ………… από 23-5-2011 σύμβαση τοκοχρωλυτικού δανείου «………., β) το από 1-7-2011 έως 24-7-2011 ακριβές απόσπασμα από τα σε ηλεκτρονική μορφή τηρούμενα εμπορικά βιβλία τράπεζας του υπ’ αριθμ. ………. λογαριασμού του δανείου, εξηγμένο από τα τηρούμενα μηχανογραφικώς εμπορικά βιβλία της τράπεζας, εκτυπωμένο από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, στο οποίο εμφαίνεται η κίνηση του λογαριασμού του δανείου και το ύψος της ληξιπρόθεσμης οφειλής, γ) την από 23-7-2012 εξώδικη πρόσκληση και καταγγελία της σύμβασης δανείου που επιδόθηκε στον ανακόπτοντα ως εγγυητη την 5-10-2012. Ο ανακόπτων επικαλείται ουσιώδη πλάνη εκ μέρους του κατά την υπογραφή της ένδικης σύμβασης, το οποίο δεν απεδείχθη. Ειδικότερα από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά μέσα απεδείχθη ότι ο ανακόπτων είχε φιλικές σχέσεις με τον πρωτοφειλέτη και ότι εγνώριζε πλήρως την οικονομική του κατάσταση και εδέχθη να συμβληθεί ως εγγυητής στην σύμβαση δανείου που κατήρτισε ο πρωτοφειλέτης με την καθ’ης ,προκειμένου να τον διευκολύνει στην λήψη του δανείου για την κάλυψη των οικονομικών του υποχρεώσεων. Δεν απεδείχθη, ότι ο ανακόπτων λόγω της ηλικίας του ή προβλημάτων υγείας δεν αντιλαμβανόταν την σημασία αυτών που υπέγραφε και τις συνέπειες της υπογραφής του, ήτοι ότι συμβάλλεται ως εγγυητής και σε περίπτωση μη πληρωμής του δανείου από τον πρωτοφειλέτη η τράπεζα δικαιούτο να στραφεί εναντίον του και ότι επιπλέον προς μεγαλύτερη εξασφάλιση της δέχθηκε αυτός να παραιτηθεί των ενστάσεων της διζήσεως (αρ. 862 ΑΚ) και της ελευθερώσεως (αρ. 863 ΑΚ). Ειδικότερα δεν απεδείχθη ότι ο ανακόπτων κατά την υπογραφή της σύμβασης αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα όρασης ή άλλα προβλήματα υγείας που να δυσχεραίνουν την αντίληψή του, καθώς δεν προσκομίσθηκε ιατρικό πιστοποιητικό που να πιστοποιεί κάτι τέτοιο για τον κρίσιμο χρόνο της υπογραφής της συμβάσεως. Ο ισχυρισμός του ανακόπτοντος ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο ευρίσκετο σε κατάσταση άνοιας, απαραδέκτως προβάλλεται το πρώτον εις την κατ’ έφεση δίκη, διότι δεν προεβλήθη με λόγο ανακοπής. Οι νέοι λόγοι, μη περιεχόμενοι στο δικόγραφο της ανακοπής ή των προσθέτων λόγων αυτής κρίνονται απαράδεκτοι, γιατί δεν επιτρέπεται να προταθούν για πρώτη φορά με τις έγγραφες προτάσεις του ανακόπτοντος της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας δίκης ή με το δικόγραφο της έφεσης, η οποία ασκείται κατά της απορριπτικής απόφασης της ανακοπής ή το δικόγραφο των προσθέτων λόγων της έφεσης και αν ακόμη οι νέοι λόγοι αφορούν ισχυρισμούς, οι οποίοι αναφέρονται στα άρθρα 269 και 527 ΚΠολΔ, καθόσον, έναντι των γενικών αυτών διατάξεων κατισχύει η ειδική ως άνω διάταξη του άρθρου 585 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα, η οποία ρυθμίζει αποκλειστικώς το περιεχόμενο του δικογράφου της ανακοπής και τον τρόπο προβολής των νέων λόγων αυτής (ΑΠ 531/2022, ΑΠ 267/2021, ΑΠ 99/2020, ΑΠ 1094/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης δεν απεδείχθη ούτε ο έτερος ισχυρισμός του ότι η τράπεζα δεν τον ενημέρωσε για την έκταση της ευθύνης που ανελάμβανε. Η κατάθεση της μάρτυρος συζύγου του ότι στην Τράπεζα δεν του εξηγησαν τους όρους της σύμβασης και την έκταση της ευθύνης του, δεν παρίσταται πειστική, διότι δεν κατέθεσε ότι ήταν παρούσα κατά την υπογραφή της συμβάσεως εγγυήσεως, το ίδιο δε ισχύει και για την ενόρκως βεβαιώσασα, παρεκτός του ότι η Τράπεζα δεν είχε υποχρέωση, να τον ενημερώσει για τις ως άνω ενστάσεις, ενόψει του ότι οι όροι της ενδίκου συμβάσεως τέθηκαν υπόψη του κατά την υπογραφή της. Ο ισχυρισμός δε ότι εκλήθη στην Τράπεζα να υπογράψει ένα τυπικό χαρτί και ότι αντιλαμβανόταν ότι υπέγραφε τυπικό χαρτί δεν απεδείχθη κατά τα προδιαληφθεντα. Τούτο ανεξαρτήτως του ότι αποτελεί δίδαγμα της κοινής πείρας ότι η υπογραφή δικαιοπρακτικών εγγράφων σε μία Τράπεζα έχει πάντα έννομες συνέπειες. Με την υπογραφή συμβάσεως εγγυήσεως είναι παγκοίνως γνωστό ότι ο υπογράφων αναλαμβάνει υποχρέωση έναντι της Τράπεζας να πληρώσει ξένο χρέος. Εν τέλει δε και προ της υπογραφής του βεβαίωσε ο ίδιος ότι έλαβε γνώση του περιεχομενου του εγγράφου, αφού, βεβαίωσε, αρκετές φορές επί του εγγραφου της συμβασεως, (προς της υπογραφής του) ότι έλαβε γνώση των όρων της συμβάσεως και ότι συμφωνεί με το περιεχόμενό της, στο τέλος δε της συμβάσεως και ότι λαμβάνει αντιγραφο αυτής. Επομένως, ο πρώτος λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον ανωτέρω λόγο ανακοπής ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν με παρόμοιες αιτιολογίες, οι οποίες, όπου κρίνεται αναγκαίο, συμπληρώνονται παραδεκτά, κατ` άρθρο 534 ΚΠολΔ, με την παρούσα, ορθώς εξετίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου, προαναφερθέντος λόγου εφέσεως. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν, πλην άλλων, η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε, ή η πραγματική κατάσταση, που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνουν στην ανατροπή κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηριστεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου (ΟΛΑΠ 62/1990, ΕλλΔικ 1991, 501). Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του (ΑΠ 385/2010, ΑΠ 381/2009, NOMOΣ). Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος, στη συγκεκριμένη περίπτωση, επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δε μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, παρά μόνον αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιπτώσεις, ως λ.χ. και όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη όμως συμφέροντος δε μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και δη προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 535/2015, ΑΠ 1742/2004 Nομος).
Με τον δεύτερο λόγο ανακοπής (ο οποίος επαναφέρεται με τον δεύτερο λόγο εφέσεως), ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι άκυρη, εξαιτίας της καταχρηστικής συμπεριφοράς της καθ’ης διότι 1) πέρασε ένα έτος από την μη εξυπηρέτηση του δανείου, χωρίς η καθ’ης να τον ειδοποιήσει γι’ αυτό και να λάβει μέτρα εναντίον του πρωτοφειλέτη, με αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί η περιουσία του τελευταίου με πρόσθετα βάρη υπέρ τρίτων και να μην μπορεί αυτή να ικανοποιηθεί από την περιουσία αυτή 2) του επέδωσε στις 5-10-2010 την από 23-7-2012 καταγγελία του ως άνω δανείου, χωρίς προηγουμένως να του δώσει την δυνατότητα ρυθμίσεως αυτού, αποστερώντας του την δυνατότητα καταβολής δόσεων, αλλά καθιστώντας όλο το ποσό του δανείου απαιτητό με επιτόκιο υπερημερίας. Ο λόγος αυτός με τον οποίον επιχειρείται να θεμελιωθεί η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της καθ’ης η ανακοπή να επιδιώξει την αξίωση της με την έκδοση διαταγής πληρωμής, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, γιατί τα πραγματικά περιστατικά που τον συγκροτούν, και αληθή υποτιθέμενα, δεν αρκούν για να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση της αξίωσης της καθ` ης η ανακοπή, δεδομένου του ότι η τελευταία, ασκώντας συμβατικό δικαίωμά της, επεδίωξε την είσπραξη της απαίτησής της κατά του ανακοπτοντος, ενεργώντας προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος της, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας της. Το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η άσκηση του συμβατικού δικαιώματος της καθ’ης επέφερε ενδεχομένως βλάβη στον ανακόπτοντα, την οποία, εξάλλου, δεν προσδιορίζει κατά τρόπο ορισμένο, εκθέτοντας συγκεκριμένα περιστατικά, που να την θεμελιώνουν δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει κατάχρηση δικαιώματος, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ. αν η καθ’ης δεν είχε συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη, όμως, συμφέροντος, κατά τα εκτιθέμενα στην άνω μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν υφίσταται επειδή η καθ’ης αποφάσισε, όπως είχε δικαίωμα από την ένδικη δανειακή σύμβαση, να εισπράξει άμεσα την απαίτησή της μέσω της έκδοσης διαταγής πληρωμής, με σκοπό να αποτρέψει και τη διόγκωση του χρέους , διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας της, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) μόνο αυτή μπορεί να αποφασίζει, εκτός βέβαια αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει προφανής υπέρβαση, στοιχείο που δεν προκύπτει εν προκειμένω από τα ιστορούμενα στο δικόγραφο της ανακοπής (ΑΠ 1472/2004 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, μόνη η παρέλευση μικρού χρονικου διαστήματος, χωρίς η καθ’ης η ανακοπή να επιδιώξει την ικανοποίηση της απαιτήσεως από τον πρωτοφειλέτη και χωρίς επίκληση εκ μέρους του ανακόπτοντος ενεργειών της καθ’ης, με τις οποίες να τον διαβεβαίωνε ότι δεν πρόκειται να επιδιώξει από αυτόν την είσπραξη της οφειλής, δεν καθιστά την συμπεριφορά της καταχρηστική άνευ ετέρου. Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον ανωτέρω λόγο ανακοπής ως μη νόμιμο με παρόμοιες αιτιολογίες, οι οποίες, όπου κρίνεται αναγκαίο, συμπληρώνονται παραδεκτά, κατ` άρθρο 534 ΚΠολΔ, με την παρούσα, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζονται με τον ως άνω λόγο εφέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς έρευνα των ανωτέρω, η ανακοπή πρέπει να απορριφθεί. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθώς κατ`αποτέλεσμα με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την ανακοπή, με αιτιολογίες που συμπληρώνονται εν μέρει κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα ανωτέρω με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης , όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζονται με τους επί μέρους λόγους της υπό κρίση εφέσεως του ανακοπτοντος , είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Επομένως, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, μετά μερική συμπλήρωση αιτιολογιών και να γίνει δεκτή η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση. Περαιτέρω, το Δικαστήριο πρέπει να ορίσει το νόμιμο παράβολο, για την περίπτωση που η καθ` ης η ανακοπή – υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), δοθέντος ότι, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 76 παρ. 1 και 501 ΚΠολΔ, σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της απόφασης, που εκδόθηκε παρά την απουσία του, έχει ο αναγκαίος ομόδικος (που ήταν απών από τη δίκη), έστω και αν αυτός σύμφωνα με την πρώτη από τις ως άνω διατάξεις θεωρήθηκε ότι αντιπροσωπεύθηκε στη δίκη από τον παρόντα αναγκαίο ομόδικό του (ΑΠ 338/2017, ΑΠ 855/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ η ύπαρξη ή μη εννόμου συμφέροντος προς άσκηση ανακοπής ερημοδικίας από τον ερημοδικασθέντα εξετάζεται αποκλειστικά από το Δικαστήριο, που θα δικάσει την ανακοπή, ενόψει των λόγων αυτής και των ισχυρισμών του ανακόπτοντος (ΟλΑΠ 15/2001, ΑΠ 111/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, κατά παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματος της, να επιβληθούν σε βάρος του ανακοπτοντος – καθ` ου η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, λόγω της ήττας του (άρθρα 106, 176, 182 189 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 65, 66, 68 παρ. 1 και 63 αρ. 1 του Ν. 4194/2013 – Κώδικα Δικηγόρων), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, ενώ δεν θα επιβληθεί δικαστική δαπάνη υπέρ της εφεσίβλητης λόγω της ερημοδικίας της, μετά δε την απόρριψη της εφέσεως, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (495 παρ. 3 εδ. 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την έφεση και την εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση ερήμην της εφεσίβλητης, η οποία θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την παριστάμενη αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα και αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων .
Οριζει το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.
Δέχεται τύποις και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την υπό κρίση έφεση .
Δέχεται την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.
Επιβάλλει εις βάρος του εκκαλούντος- καθ’ου η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, την δικαστική δαπάνη της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποίαν καθορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 8 Ιουλίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ