Αριθμός 553/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τo Δικαστή, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Δ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
- Η από 13.06.2016 (γεν. αριθμ. καταθ. ………….., αριθμ. καταθ. ……..) έφεση της εναγόμενης και ήδη ενάγουσας κατά της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης και της υπ΄ αριθμ. 909/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα, το οποίο, αφού εκδίκασε αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία την από 17.10.2013 (αριθμ. καταθ. …….) αγωγή, δέχτηκε αυτή (αγωγή) εν όλω, η οποία επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 15.09.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. ……., ειδ. αριθμ. καταθ. …….) κλήση της εφεσίβλητης, μετά την ματαίωση της συζητήσεώς της κατά την δικάσιμο της 06.10.2016, ασκήθηκε σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, στους οποίους συγκαταλέγεται η προσκομιδή του προβλεπόμενου στον νόμο παραβόλου, και εμπρόθεσμα, εφόσον από τα σχετικά της δικογραφίας έγγραφα δεν προκύπτει ότι χώρησε επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως με μέριμνα κάποιου από τα διάδικα μέρη και, επιπλέον, δεν παρήλθε διετία από την δημοσίευση της αποφάσεως. Ασκήθηκε, δηλαδή, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 4951,2,3 εδάφ. α΄ περ. β΄, 496, 499, 500, 511, 513§1 στοιχ. β΄εδάφ. α΄, 516, 517 εδάφ. α΄, 518§2, 520§1 ΚΠολΔ και 9§2 ν. 4335/2015. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532ΚΠολΔ) και να εξεταστούν κατά την αυτή, ως άνω, τακτική διαδικασία το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533§1ΚΠολΔ).
- Η ενάγουσα («……….») στην από 17.10.2013 αγωγή της που απευθύνθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα) και στράφηκε κατά της εναγόμενης («………..»), η επωνυμία της οποίας διορθώθηκε παραδεκτά κατά την συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), ισχυρίστηκε ότι, με την ιδιότητά της ως εταιρείας ασχολούμενης με θαλάσσιες μεταφορές εμπορευματοκιβωτίων, ανέλαβε την μεταφορά δια θαλάσσης εμπορευματοκιβωτίου, περιέχοντος τα αναφερόμενα κατεψυγμένα αλιεύματα, εκδοθείσης της υπ΄ αριθμ. … φορτωτικής, από τον λιμένα της πόλεως του Ακρωτηρίου (Cape Town) της Nότιας Αφρικής στον λιμένα του Πειραιώς της Περιφέρειας Αττικής. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι το εμπορευματοκιβώτιο φορτώθηκε στον λιμένα αποστολής στις 17.01.2012 και εκφορτώθηκε στον λιμένα προορισμού στις 08.03.2012 καθώς και ότι περί της αναμενόμενης αφίξεως και εκφορτώσεως ειδοποιήθηκε η εναγόμενη, παραλήπτρια του φορτίου, στις 06.03.2012. Ότι, παρά την γενόμενη ενημέρωση, η παραλήπτρια του φορτίου δεν συνέπραξε στην παραλαβή του εμπορευματοκιβωτίου, με αποτέλεσμα να παρακατατεθεί το φορτίο στις αποθήκες της εταιρείας «Σταθμός Εμπορευματοκιβωτίων Πειραιά Α.Ε.». ‘Ότι, στις 31.12.2012, ειδοποιήθηκε η παραλήπτρια του φορτίου και η θεματοφύλακας εταιρεία ότι η ενάγουσα σκόπευε να κενώσει το εμπορευματοκιβώτιο και να καταστρέψει το περιεχόμενό του κάλεσε δε αυτή (παραλήπτρια) να παραλάβει το εμπορευματοκιβώτιο και να της καταβάλει χρηματικό ποσό που αφορούσε σταλίες, αποθήκευτρα και δαπάνες καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος (εφόσον το εμπορευματοκιβώτιο ήταν εμπορευματοκιβώτιο – ψυγείο). Ότι, τελικά, το περιεχόμενο του εμπορευματοκιβωτίου καταστράφηκε σε ειδικές εγκαταστάσεις στην Θεσσαλονίκη Περιφερειακής Ενότητας Θεσσαλονίκης. Ότι, από την προπεριγραφόμενη παρελκυστική συμπεριφορά της εναγόμενης, εξαναγκάστηκε να δαπανήσει τα αναφερόμενα στην αγωγή χρηματικά ποσά το ύψος των οποίων ανέρχεται σε 33.935,60€. Ζήτησε δε, επειδή η εναγόμενη δεν στέργει στην καταβολή του εν λόγω χρηματικού ποσού, να υποχρεωθεί αυτή (εναγόμενη) να της καταβάλει το χρηματικό αυτό ποσό νομιμοτόκως και να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων.
- Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα) με την εκκαλούμενη απόφασή του (υπ΄ αριθμ. 909/2016) έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία για να ασχοληθεί με την ένδικη διαφορά όπως επίσης υλική, τοπική και λειτουργική αρμοδιότητες. Ακολούθως, έκρινε την ως άνω έχουσα αγωγή παραδεκτή, νόμιμη και κατ΄ ουσίαν βάσιμη, αφού απέρριψε ισχυρισμό από το άρθρο 281 Α.Κ. της εναγόμενης, υποχρέωσε δε την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα ποσό 30.859,00€ νομιμοτόκως από τις 25.05.2013 και ποσό 3.076,60€ νομιμοτόκως από της επομένης της επιδόσεως της αγωγής όπως και τα δικαστικά έξοδα το ύψος των οποίων προσδιόρισε στο ποσό των 1.500,00€.
- Κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που έκρινε όπως ανωτέρω σημειώνεται παραπονείται με την από 13.06.2016 έφεσή της η ηττηθείσα εναγόμενη. Συγκεκριμένα, με την έφεσή της που διαρθρώνεται σε δύο λόγους, από τους οποίους ο πρώτος σε τρεις επιμέρους τέτοιους, παραπονείται τόσο για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσο και για κακή εκτίμηση του εισφερθέντος κατά την συζήτηση της αγωγής αποδεικτικού υλικού. Ζητεί δε την εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την διακράτηση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο, την αναδίκαση της αγωγής, την απόρριψη αυτής και την επιβολή των δικαστικών εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας εις βάρος της αντιδίκου της.
- Με το άρθρο πρώτο ν. 2107/1992 κυρώθηκαν από την Ελλάδα και αποτελούν εσωτερικό κανόνα δικαίου, με υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 Σ.), η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών της 25.08.1924 για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές και τα τροποποιητικά αυτής Πρωτόκολλα της 23.02.1968 και της 26.12.1979 (Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ). Από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 2 του πιο πάνω νόμου και των άρθρων 1 περ. β΄, 2,3§1, 5§2 και 10§§2,3 της προαναφερόμενης Διεθνούς Συμβάσεως προκύπτει ότι οι ως άνω κανόνες εφαρμόζονται στην Ελλάδα, από τις 23.06.1993, μεταξύ των άλλων, σε όλες τις θαλάσσιες μεταφορές που τα λιμάνια φορτώσεως και εκφορτώσεως βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη, με την προϋπόθεση ότι αυτές (οι μεταφορές) καλύπτονται από φορτωτική ή άλλο παρόμοιο έγγραφο που αποτελεί τίτλο για την θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων (ΑΠ 376/2008 ΝοΒ 2008.1885). Με την αναφορά στις μεταφορές αυτές ο νόμος επεκτείνει την εφαρμογή των ως άνω κανόνων στην κατηγορία των διεθνών θαλασσίων μεταφορών, των οποίων η αλλοδαπότητα στηρίζεται στο αντικειμενικό κριτήριο ότι τα λιμάνια φορτώσεως και εκφορτώσεως βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη. Η ρύθμιση αυτή αποτελεί κανόνα ουσιαστικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, κανόνα δηλαδή που καθορίζει απ΄ ευθείας το εφαρμοστέο δίκαιο σε σχέσεις ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Επομένως, εφαρμοστέο δίκαιο για τις διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές υπό φορτωτική αποτελούν οι ως άνω κανόνες Χάγης – Βίσμπυ (ΕΠ 428/2009 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος = ΔΕΕ 2009.829 = ΕΝαυτΔ 2009.401, ΕΘ 553/2008 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος = Αρμ 2010.367 = ΕΤΡΑΞΧΡΔ 2010.936). Κατά ρητή όμως διάταξη του άρθρου 2 §2 του ανωτέρω, κυρωτικού της συμβάσεως, νόμου (ν. 2107/1992), τα θέματα των επί και από την φορτωτική δικαιωμάτων και της μεταβιβάσεως τούτων εξακολουθούν να διέπονται από τα άρθρα 168 – 173 Κ.Ι.Ν.Δ., καθόσον οι κανόνες του ως άνω κυρωτικού νόμου δεν περιέχουν σχετικές διατάξεις. Επίσης, για τις φορτωτικές που έχουν εκδοθεί σε διαταγή, εφαρμόζονται αναλόγως και οι διατάξεις για την συναλλαγματική, σχετικά με την νομιμοποίηση του κομιστή και τις ενστάσεις που μπορούν να αντιταχθούν κατ΄αυτού (άρθρα 76 περ. ε΄, 80 §2 ν. δ. 17.07/13.08.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών», 17 ν. 5325/1932 για την συναλλαγματική και το γραμμάτιο σε διαταγή). Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η φορτωτική είναι αξιόγραφο, και συγκεκριμένα εμπορευματόγραφο, με την έννοια ότι αποτελεί έγγραφο που ενσωματώνει ιδιωτικά δικαιώματα (από την σύμβαση της μεταφοράς), τα οποία για να ασκήσει και να μεταβιβάσει ο δικαιούχος χρειάζεται να κατέχει το έγγραφο, για να το εμφανίσει στον μεταφορέα ή να το εμφανίσει στον εκδοχέα (βλ. Δελούκα, Αξιόγραφα, εκδ. 3η, 1980, § 6, σελ. 23, Κιάντου – Παμπούκη, Δίκαιο αξιόγραφων, εκδ. 5η, 1997, § 21, σελ. 4). Η φορτωτική αποδεικνύει την παραλαβή και την φόρτωση των πραγμάτων που περιγράφονται σ΄ αυτήν και, επίσης, την σύμβαση της θαλάσσιας μεταφοράς και τους όρους της. Στην θαλάσσια μεταφορά συχνά παρεμβάλλεται και ένα τρίτο πρόσωπο, ο παραλήπτης του φορτίου, προς τον οποίο απευθύνονται τα πράγματα και ο οποίος δικαιούται να αξιώσει την προς αυτόν παράδοση τους στον τόπο προορισμού. Η σύμβαση μεταφοράς ως προς τον παραλήπτη – όταν δεν είναι ο ίδιος φορτωτής – συνιστά γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (ΕΠ 852/1992 ΕΕμπΔ 44.52, Απ. Γεωργιάδη, Ενοχ. Δικ. Γεν. Μέρος, εκδ. 1999, §35, αριθμ. 3-4, σελ. 357), την ιδιορρυθμία, όμως, ότι στην περίπτωση που έχει εκδοθεί φορτωτική, η λειτουργία της συμβάσεως μεταφοράς ως συμβάσεως υπέρ τρίτου απορροφάται από τις ρυθμίσεις που αφορούν την φορτωτική (Κιάντου – Παμπούκη, οπ.π., σελ. 319,509). Το περιεχόμενο του δικαιώματος του κομιστή της θαλάσσιας φορτωτικής καθορίζεται μόνον κατ΄ αρχάς σύμφωνα το κείμενο του τίτλου οι δε συμφωνίες των μερών ισχύουν έναντι του κομιστή μόνον όταν αναφέρονται στην σχέση με τον παραλήπτη και εμπεριέχονται σε αυτό (κείμενο) ή γίνεται επ΄ αυτού προσήκουσα παραπομπή σ΄ αυτές. Περαιτέρω, οι καταχωριζόμενες στη φορτωτική -η οποία αποτελεί δικαιόγραφο σε διαταγή κατά το άρθρο 76 ν.δ. της 17.07-13.08.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών»- συμπληρωματικές ρήτρες είναι ισχυρές και υποχρεώνουν τους συμβληθέντες, εφόσον δεν αντίκεινται στα χρηστά ήθη, την δημόσια τάξη ή σε κανόνες αναγκαστικού δικαίου, δυνάμενες να αντιταχθούν και κατά του νομιμοποιούμενου ως κατόχου ή κομιστή φορτωτικής κατά τους ορισμούς του άρθρου 78§2 του ανωτέρω ν. δ. και τους ταυτόσημους του άρθρου 892 Α.Κ.. Η έκδοση της φορτωτικής δημιουργεί αξιογραφικά δικαιώματα και υποχρεώσεις, αυτοτελή και ανεξάρτητα εκείνων της συμβάσεως θαλάσσιας μεταφοράς/ναυλώσεως, τούτο δε συμβαίνει και αν ακόμα η τελευταία δεν έχει καταρτισθεί εγκύρως, εφόσον το έγγραφο της φορτωτικής είναι συστατικό και η ενοχή αυτής αυτοτελής και αναιτιώδης. (ΕΠ 944/2007 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος = ΕΝαυτΔ 2008.15, ΕΘ 553/2008 οπ. π.). Εξάλλου, όταν η μεταφορά γίνεται με εμπορευματοκιβώτια που παρέχει κατά χρήση ο θαλάσσιος μεταφορέας δεν πρόκειται για αυτοτελή σύμβαση χρησιδανείου ή μισθώσεως πράγματος αλλά για μία σύμβαση, αυτή της θαλάσσιας μεταφοράς, με πλείονες παροχές, από τις οποίες η θαλάσσια μεταφορά είναι η κύρια και η διάθεση του εμπορευματοκιβωτίου κατά χρήση κατά την μεταφορά η δευτερεύουσα, που απορροφάται από την πρώτη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ότι το νομικό πλαίσιο από το οποίο διέπεται η δευτερεύουσα παροχή είναι το ίδιο με αυτό της κύριας που χαρακτηρίζει την σύμβαση (ΜονΕΠ 37/2015 Πειρ.Νομ. 2015.359 = δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος, Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, τ. 2ος, σελ. 176, υποσ.1, ίδιο, Ναυτική Δνη 2, 2002, σελ. 136 επόμ., παρατηρήσεις επί της ΜΠΠειρ167/2002). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 2,3§7, 5 εδαφ. β΄ της ανωτέρω Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών του έτους 1924 μετά των τροποποιητικών Πρωτοκόλλων αυτής των ετών 1968 και 1979 (Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ) σε συνδυασμό προς τα άρθρα 125, 134§§1,2, 138§1, 168, 169, 170, 171, 172 Κ.Ι.Ν.Δ. συνάγονται τα ακόλουθα: Η ονομαστική φορτωτική, σύμφωνα και προς τα γενικώς ισχύοντα στα ονομαστικά αξιόγραφα, είναι η εκδιδόμενη στο όνομα ενός ορισμένου προσώπου, το οποίο κατονομάζεται στον τίτλο σε τρόπο ώστε να μην ανακύπτει αμφιβολία περί της ταυτότητας του δικαιούχου κατά την παραλαβή του φορτίου. Ενόψει του ότι η ονομαστική φορτωτική δεν είναι κατά νόμο μεταβιβάσιμη με αποτελέσματα οπισθογραφήσεως, η τυχόν οπισθογράφησή της δύναται, υπό όρους, να ισχύσει ως απόδειξη για την μεσολαβήσασα εκχώρηση της «ενσωματωμένης» απαιτήσεως ή για την εξουσιοδότηση του υπέρ ου προς είσπραξή της. Ειδικότερα, η οπισθογράφησή του τίτλου στην ονομαστική φορτωτική δεν επάγεται μεταβιβαστικά αποτελέσματα, όμως δύναται να χρησιμεύσει ως απόδειξη για την γενόμενη εκχώρηση. Για την μεταβίβαση της ονομαστικής φορτωτικής απαιτείται σύμβαση εκχωρήσεως, μη αρκούσης της οπισθογραφήσεως. Ωστόσο στην πράξη η μεταβίβαση και της ονομαστικής φορτωτικής γίνεται με οπισθογράφηση, η οποία υπάγεται συνέπειες εκχωρήσεως. Τούτο υπηρετεί την ασφάλεια των συναλλαγών και επιβεβαιώνει τον αξιογραφικό χαρακτήρα αυτής. Η εκχώρηση δύναται ως άτυπη σύμβαση του κοινού δικαίου (άρθρο 455 Α.Κ.) να προκύπτει και από στοιχεία εντός του τίτλου. Η φορτωτική αυτή περιέχει αυτοτελές και αναιτιώδες δικαίωμα και με την εκχώρησή της ο κομιστής (εκχωρητής) μεταβιβάζει στον εκδοχέα το δικαίωμα τούτο εκ του τίτλου, αλλ΄ όμως με όλα τα μειονεκτήματά του (ενστάσεις) του, άνευ αλλοιώσεως της έως τώρα νομικής θέσεως του οφειλέτη (εκναυλωτή). Επί ονομαστικής φορτωτικής, εκτός της μεταβιβάσεως πρέπει να επακολουθήσει και παράδοση του τίτλου για την δυνατότητα ασκήσεως του «ενσωματωμένου» δικαιώματος. Ο εκναυλωτής προβάλλει εναντίον του κομιστή φορτωτικής κατ΄ αρχάς όλες τις ενστάσεις, τις οποίες ούτος έχει εναντίον του προκατόχου του. Τέτοιες ενστάσεις είναι, μεταξύ άλλων, εκείνες της ελλείψεως (ή της πάσης φύσεως ελαττωματικότητας) της «συμβάσεως δόσεως και λήψεως» ως και εκείνες της συμβάσεως παραδόσεως του τίτλου. Πλην όμως όταν η φορτωτική μεταβιβάζεται σε καλόπιστο τρίτο η σε αυτή περιγραφή των πραγμάτων δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο εναντίον του μεταφορέα («conclusive evidence of the receipt by the carrier of such goods») κατ΄ άρθρο 3§4 εδάφ. β΄ των Κανόνων Χάγης-Βίσμπυ. Η διάταξη αυτή προστέθηκε κυρίως κατά το πρότυπο του αγγλοαμερικανικού δικαίου, και δη κατά το πρότυπο του θεσμού του «estoppel» σύμφωνα με τον οποίον ο εκναυλωτής εμποδίζεται («is estopped») να ανταποδεικνύει ότι τα πράγματα δεν φορτώθηκαν/παραλήφθηκαν στην (καλή) κατάσταση ως περιγράφονται στον τίτλο, έναντι του καλόπιστου κτήτορος, ο οποίος εμπιστεύθηκε την αλήθεια της υπάρχουσας δηλώσεως επί του τίτλου. Στο ισχύον δίκαιο της φορτωτικής δεν εισάγεται ο θεσμός της prima facie evidence ούτε όμως και ο θεσμός του «estoppel». Βάσει της ανωτέρω διατάξεως ο αποκλεισμός των ενστάσεων έναντι του καλόπιστου κομιστή της στηρίζεται αποκλειστικώς στην καλή πίστη του αποκτώντος, όχι στις κατά το δίκαιο των αξιόγραφων εις διαταγήν ισχύουσες βασικές αρχές περί του «απροβλήτου των ενστάσεων». Η διάταξη του άρθρου 3§4 εδάφ. β΄ των κανόνων είναι αρρήκτως συνδεδεμένη προς αυτή του εδάφιου α΄ του ίδιου άρθρου, ως και προς τις πριν από αυτές διατάξεις. Το καθιερούμενο αμάχητο τεκμήριο εκτείνεται μεν με αυτή την διάταξη σε κάθε είδος φορτωτικής, αλλά μόνο όσον αφορά την περιγραφή των πραγμάτων επ΄ αυτής και μόνο για φορτωτικές, οι οποίες εκδίδονται από τα πρόσωπα που προβλέπει το άρθρο 3§3 εδάφ. γ΄, το δε νόμιμο τεκμήριο (άρθρο 3§4 εδάφ. α΄) αφορά μόνο την περιγραφή των πραγμάτων σύμφωνα με τις παραγράφους 3 (α), (β) και (γ) του άρθρου 3 και τίθεται μόνον υπέρ του κομιστή του τίτλου και εναντίον του μεταφορέα, του φορτώσαντος ή παραλαβόντος προς φόρτωση. Για την εφαρμογή του τεκμηρίου (άρθρο 3§4 εδάφ. β΄) πρέπει ο τρίτος να επικαλείται, και σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να αποδεικνύει την καλή πίστη του. Τρίτος θεωρείται παν πρόσωπο (πλην του φορτωτή, ναυλωτή ή τρίτου) το οποίο αποκτά νομίμως τα δικαιώματα από τον τίτλο, κατόπιν μεταβιβάσεώς τους και νομιμοποιείται προς άσκησή τους στο όνομά του. Το ως άνω αμάχητο τεκμήριο ισχύει έναντι του τρίτου κομιστή και για τις φορτωτικές τις εκδιδόμενες ως ονομαστικές. Η καλή πίστη του τέτοιου κομιστή πρέπει να υφίσταται κατά την κτήση του τίτλου και, κατ΄ αρχάς, να έχει στήριγμα την περιγραφή των πραγμάτων στο κείμενό του. Βάσει της προαναφερθείσης διατάξεως ο εκναυλωτής υποχρεούται να παραδώσει τα πράγματα όπως περιγράφονται στον τίτλο- δεν δύναται να ανατρέψει το εκτεθέν νόμιμο τεκμήριο και να περιορίσει την ευθύνη του, ανταποδεικνύων ότι δεν παρέλαβε τα πράγματα, όπως περιγράφονται στη φορτωτική. Ο εκναυλωτής – οφειλέτης φέρει το βάρος ανατροπής του προαναφερθέντος τεκμηρίου, αποδεικνύων ότι ο τρίτος κομιστής της ονομαστικής φορτωτικής κατά την κτήση του τίτλου δεν ήταν ως προς την περιγραφή του τίτλου καλόπιστος. Τέτοιος πρέπει να θεωρηθεί ο κομιστής, ο οποίος κατά την κτήση του τίτλου γνώριζε την ανακρίβεια/ έλλειψη του κειμένου του τίτλου ή από βαριά αμέλεια την αγνοούσε, ως και όταν ο αποκτών γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι ο μεταβιβάζων τον τίτλο δεν είχε την κατά νόμο εξουσία προς τούτο. Κριτήριο στην περίπτωση αυτή αποτελεί η εκ μέρους του αποκτώντος μη καταβολή της επιμέλειας, την οποία, σύμφωνα με τις αντιλήψεις των σχετικών συναλλαγών οφείλει κάθε συναλλασσόμενος να επιδεικνύει. Εξάλλου, η έκδοση της φορτωτικής δημιουργεί για τον οφειλέτη ενοχική υποχρέωση προς μεταφορά/παράδοση των πραγμάτων στον λιμένα προορισμού και παρέχει στον κομιστή αντίστοιχη αξίωση, εξασφαλίζοντας σ΄ αυτόν ως νομέα το δικαίωμα διαθέσεως, καίτοι δεν έχει την κατοχή τούτων. Επί εκδόσεως φορτωτικής, ο εκναυλωτής υποχρεούται (και δικαιούται) να παραδώσει τα πράγματα όχι στον φορτωτή ή στον παραλήπτη, αλλά στον κατά την διάταξη του άρθρου 171§1 Κ.Ι.Ν.Δ. νομιμοποιούμενο κομιστή του τίτλου. Ο τρόπος νομιμοποιήσεως του κομιστή κρίνεται από το είδος (τύπο) της φορτωτικής. Κανονικότητα διαδοχής απαιτείται και στην ονομαστική φορτωτική. Σε αυτή νομιμοποιούμενος είναι ο κατονομαζόμενος στον τίτλο ή ο διάδοχος του. Ο εκναυλωτής οφείλει να ελέγχει την ταυτότητα του κομιστή με τον κατονομαζόμενο ως κομιστή στον τίτλο. Ο ειδικός διάδοχος οφείλει να αποδεικνύει την προς τούτον εκχώρηση, η οποία δεν είναι απαραίτητο να γίνεται με σχετική δήλωση επί του τίτλου. Η εκχώρηση είναι άτυπη σύμβαση, εκποιητική και ολοκληρώνεται με την παράδοση της κατοχής του εγγράφου, απαραίτητου για την ενάσκηση του δικαιώματος. Γενικώς, η εκχώρηση παράγει τα αποτελέσματα έναντι του οφειλέτη από της αναγγελίας της, η οποία δυνατόν να γίνει και με το δικόγραφο της αγωγής. Από την ρύθμιση της αμέσως προαναφερθείσης διατάξεως συνάγεται ότι για την νομιμοποίηση του κομιστή ονομαστικής φορτωτικής αρκεί η σύμβαση εκχωρήσεως και δεν απαιτείται αναγγελία στον μεταφορέα ενόψει του ότι η ρύθμιση αύτη ενισχύει τον αξιογραφικό χαρακτήρα της ονομαστικής φορτωτικής και διευκολύνει την δυνατότητα διαπραγματευσιμότητάς της. Η παράδοση της φορτωτικής στον νομιμοποιούμενο κομιστή – εκτός της μεταβιβάσεως της «ενσωματωμένης» απαιτήσεως προς παράδοση του φορτίου στο λιμένα προορισμού – επάγεται όσον αφορά την απόκτηση των δικαιωμάτων επί του φορτίου τις αυτές έννομες συνέπειες, τις οποίες έχει και η παράδοση των πραγμάτων. Τα τελευταία ευρίσκονται μεν στην κατοχή του εκναυλωτή (πλοιάρχου) όμως η νομή αυτών ανήκει στον κομιστή και μετατίθεται με την μεταβίβαση της φορτωτικής. Με την παράδοση του εγγράφου ο (νέος) κομιστής της αποκτά τα δικαιώματα επί των μεταφερόμενων πραγμάτων και έχει την εξουσία να τα διαθέτει με τις ίδιες νομικές συνέπειες, ως εάν κατείχε τα ίδια τα μεταφερόμενα πράγματα. Δικαιούχος της παροχής από τον τίτλο γίνεται ο νόμιμος κομιστής της φορτωτικής αδιαφόρως του εάν αύτη έχει εκδοθεί ως τίτλος σε διαταγή ή ως ονομαστικός. Το άρθρο 171 αναγνωρίζει την εμπράγματη (μεταβιβαστική) δύναμη και στην ονομαστική φορτωτική, την οποία ως προς τούτο εξομοιώνει με την φορτωτική σε διαταγή. Παραλήπτης του φορτίου είναι το τρίτο πρόσωπο του γνωστού νομικού τριγώνου (εκναυλωτής – ναυλωτής – παραλήπτης)· είναι εκείνο το πρόσωπο, το οποίο αναφέρεται ως τέτοιος στο ναυλοσύμφωνο και, σε περίπτωση εκδόσεως φορτωτική, είναι/γίνεται ο νόμιμος κομιστής της. Ο παραλήπτης δικαιούται να απαιτήσει τα πράγματα στον λιμένα προορισμού, ενώ με την παραλαβή τους γεννώνται στο πρόσωπό του οι κατά νόμο υποχρεώσεις έναντι του εκναυλωτή. Η φορτωτική προσδιορίζει τις έννομες σχέσεις του εκναυλωτή με τον κομιστή (παραλήπτη) ενώ οι όροι του τυχόν καταρτισθέντος ναυλοσύμφωνου τον δεσμεύουν μόνον όταν είναι «ενσωματωμένοι» προσηκόντως στην φορτωτική· πλην, όταν παραλήπτης είναι ή γίνεται ο ναυλωτής του πλοίου, στη σχέση του με τον εκναυλωτή υπερισχύουν οι όροι του ναυλοσύμφωνου αυτομάτως από τον νόμο, άνευ ενσωματώσεως ή άλλης σχετικής μνείας. Ως γενικώς συμβαίνει σε κάθε πώληση, ο αγοραστής (παραλήπτης) υποχρεούται στην παραλαβή του πράγματος στον λιμένα προορισμού – πέραν αυτού ο αγοραστής υποχρεούται σε εξέταση του πράγματος αμελλητί. Ο παραλήπτης βαρύνεται κατά νόμο με τις δαπάνες εκφορτώσεως και συντονισμού λιμενικών και τελωνειακών αρχών. Ευθύνη του παραλήπτη προς καταβολή του ναύλου και των προσθέτων παροχών γεννάται, αφότου θα παραλάβει τα πράγματα στον τόπο προορισμού τους. Σε περίπτωση αρνήσεως παραλαβής του φορτίου από τον δικαιούχο κομιστή της φορτωτικής, ο εκναυλωτής δικαιούται αποζημιώσεως για έξοδα και δαπάνες εξαιτίας της χρονοτριβής, όχι όμως και δικαίωμα πωλήσεως του φορτίου, γιατί η διάταξη του άρθρου 166 Κ.Ι.Ν.Δ. αποβλέπει στην προστασία των συμφερόντων κυρίως του ναυλωτή. Επιτρέπεται πάντως στον εκναυλωτή η εκφόρτωση και εκποίηση του φορτίου, προς αποτροπή κινδύνου καταστροφής του κατά τις διατάξεις περί διοικήσεως αλλότριων (ΕΠ 944/2007 ΕΝαυτΔ 2008.15 = δημοσιευμένη και στην τ.ν.π. Νόμος). Επιπροσθέτως, κατά το άρθρο 216§1 Κ.Πολ.Δ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων, που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, β) ακριβή περιγραφή του αντικείμενου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Συνεπώς, η αγωγή θεωρείται ορισμένη, όταν η ιστορική της βάση τεκμηριώνεται με όλα τα ουσιώδη γεγονότα, δηλαδή με εκείνες τις προϋποθέσεις, από τις οποίες απορρέει η αιτούμενη έννομη συνέπεια. Αντίθετα, όσα γεγονότα δεν θεμελιώνουν το αγωγικό αίτημα, δεν ανήκουν στην ιστορική βάση της αγωγής, ούτε φέρει ο ενάγων το βάρος της επικλήσεώς τους. Η αγωγή είναι αόριστη μόνον, όταν ο ενάγων δεν επικαλεσθεί, στο εισαγωγικό δικόγραφο, τα ουσιώδη γεγονότα της επίδικης έννομης σχέσεως (ΑΠ 265/2015 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος). Τέλος, κατά την διάταξη του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ., με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Από το μεταβιβαστικό αυτό αποτέλεσμα της εφέσεως το εφετείο αποκτά την εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται, κατά τις διατάξεις άρθρων 525 μέχρι 527 του ίδιου κώδικα, τόσο από τη μια πλευρά όσο και από την άλλη και, παρόλο ότι ο εκκαλών, με την έφεση, παραπονιέται γιατί η αγωγή του απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, μπορεί να κρίνει, μετά και από αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη. Στην περίπτωση αυτή, μη επιτρεπόμενης, κατά την διάταξη του άρθρου 534 του άνω κώδικα, της αντικαταστάσεως των αιτιολογιών της εκκαλούμενης αποφάσεως, διότι η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση και απορρίπτεται η αγωγή ως μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη και μάλιστα χωρίς ειδικό γιαυτό παράπονο, κατά την διάταξη του άρθρου 533 § 1 του κώδικα αυτού, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (άρθρα 68, 536 Κ.Πολ.Δ. – ΑΠ 356/2013 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος).
- Στην ένδικη περίπτωση, η μεταφορέας ενάγουσα επιχειρεί να στηρίξει τις αγωγικές της αξιώσεις στις από την εκδοθείσα φορτωτική υποχρεώσεις της παραλήπτριας εναγόμενης πλην όμως στο δικόγραφο της από 17.10.2013 αγωγής της δεν γίνεται μνεία του κρίσιμου, κατά τα ανωτέρω αναλυτικά εκτεθέντα, γεγονότος ότι η δεύτερη (παραλήπτρια εναγόμενη) κατέστη με νόμιμο τρόπο κομίστρια της εκδοθείσης φορτωτικής, με αποτέλεσμα να δικαιούται να ασκήσει τα εξ αυτής δικαιώματα και να υπόκειται στις εξ αυτής υποχρεώσεις. Συνεπώς, η αγωγή, με το ανωτέρω περιεχόμενό της, είναι αόριστη και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί, κατά παραδοχή της εφέσεως της εκκαλούσας.
- Το καταβληθέν για την παραδεκτή άσκηση της εφέσεως παράβολο πρέπει να επιστραφεί στην εκκαλούσα (άρθρο 495§3 εδάφ. ε΄ Κ.Πολ.Δ.).
- Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος της νικώσας εκκαλούσας – εναγόμενης, εις βάρος της ηττώμενης εφεσίβλητης – ενάγουσας, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 183, 176 εδάφ. α΄, 189§1, 191§2 Κ.Πολ.Δ., 58§§1,3,4 στοιχ. α΄, 63§1 περ. i στοιχ. α΄, 68§1, 69§1 εδάφ. α΄, 166, Παράρτημα Ι ν. 4194/2013, κατά τα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 13.06.2016 έφεση κατά της εκδοθείσης κατά την τακτική διαδικασία υπ΄ αριθμ. 909/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση.
Διακρατεί την υπόθεση.
Αναδικάζει την από 17.10.2013 αγωγή.
Απορρίπτει αυτή.
Καταδικάζει την εφεσίβλητη – ενάγουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας – εναγόμενης ορίζει δε το ποσό αυτών σε δύο χιλιάδες τετρακόσια τριάντα ευρώ (2.430,00€). Και
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στην εκκαλούσα.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 11 Σεπτεμβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ