Αριθμός 333/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 3ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…………», η οποία εδρεύει στον Πειραιά (οδός ………) (ΑΦΜ …………), τελεί υπό εκκαθάριση και εκπροσωπείται νόμιμα από την ………, κάτοικο Αγίου Δημητρίου (οδός ……..) (ΑΦΜ ………..), εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Νικόλαο Αναγνωστόπουλο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: …………………. η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 27.4.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2021) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1511/2022 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 13.12.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ …………/2022- ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ……………/2022) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 13-12-2022 έφεση (αριθμ. κατ. ……./2022) κατά της υπ’ αριθμ. 1511/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών (ΚΠολΔ 614 αριθμ. 1) έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 518 παρ. 2), δηλαδή, εντός της νόμιμης διετούς προθεσμίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, δεδομένου ότι στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει του ότι δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης, η έφεση κατατέθηκε στην γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου την 14-12-2022, με ημερομηνία δημοσίευσης της εκκαλουμένης την 12-5-2022 και για το παραδεκτό της έχει καταβληθεί και το νόμιμο παράβολο (υπ’αριθμ……………. e- παράβολο). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ειδική διαδικασία.
Από την υπ’ αριθμ. …../29-12-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς, ………….., που επικαλείται και προσκομίζει η εκκαλούσα, αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση (την οποία επισπεύδει η εκκαλούσα) για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη. Η τελευταία, όμως, δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου, οπότε πρέπει, να δικαστεί ερήμην. Η συζήτηση, ωστόσο, θα προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 524 παρ.4 εδ.α ΚΠολΔ).
Επειδή το χρηματικό ποσό που καταβάλει ο μισθωτής στον εκμισθωτή κατά την κατάρτιση της μισθωτικής σύμβασης ως «εγγύηση», που αποτελεί στην πραγματικότητα εγγυοδοσία, διέπεται ως προς τη λειτουργία του και, ιδίως, την τύχη του από την ειδικότερη συμφωνία των συμβαλλομένων στα πλαίσια της αρχής της συμβατικής ελευθερίας (άρθρο 361 ΑΚ, βλ. και ΑΠ 496/2003, Δνη 2003/1339), είναι, δε, δυνατό να δοθεί για εξασφάλιση του μισθώματος ή ως αρραβώνας (επιβεβαιωτικός ή για κάλυψη ζημίας από μη εκπλήρωση της σύμβασης κλπ), είτε ως ποινική ρήτρα, είτε ως συμβατική εγγυοδοσία (ΑΠ 394/2007, Δνη 2008/1059). Μετά τη λήξη της μίσθωσης η δοθείσα εγγύηση επιστρέφεται, εφόσον ο εκμισθωτής δεν έχει κάποια από τις αναφερθείσες απαιτήσεις κατά του μισθωτή (ΑΠ 836/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή δεν συντρέχει λόγος καταπτώσεώς της, όπως συμβαίνει όταν αυτή λειτουργεί ως ποινική ρήτρα. Πάντως, συνήθως το εν λόγω χρηματικό ποσόν δίδεται ως εγγυοδοσία και αποτελεί, ειδικότερα, προκαταβολή του (ενδεχόμενου) οφειλέτη – μισθωτή έναντι μελλοντικού χρέους του, που θα παραμείνει τυχόν ανεξόφλητο, οπότε και θα καταλογιστεί σ’ αυτό το ποσό της εγγυοδοσίας (ΑΠ 161/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 236/2010, ο.π., ΑΠ 1473/2004, Δνη 2005/813), ακόμα και αν οι απαιτήσεις του εκμισθωτή αντιστοιχούν σε οφειλόμενα ληξιπρόθεσμα μισθώματα (ΕφΑΘ. 2199/2011, Δνη 2012/833, ΕφΑΘ. 6017/2000, Δνη 2001/221, Στ. Ματθίας, παρατηρήσεις κάτω από την ΑΠ 463/1994, σε Δνη 1995/825).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 404, 405, 406 και 407 ΑΚ προκύπτει ότι στην περίπτωση που στη σύμβαση μίσθωσης το διδόμενο ποσό χρηματικής εγγυήσεως για την πιστή τήρηση των όρων της συμβάσεως έχει χαρακτήρα ποινικής ρήτρας, η κατάπτωσή της υπέρ του εκμισθωτή μπορεί να συμφωνηθεί λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα του άρθρου 406 ΑΚ, για κάθε περίπτωση αντίστοιχης παραβιάσεως, ανεξαρτήτως, άλλης ζημίας του εκμισθωτή. Η αξίωση δε του μισθωτή για απόδοση της εγγυοδοσίας γίνεται ληξιπρόθεσμη με τη λήξη της μισθώσεως και επιστρέφεται αν ο εκμισθωτής δεν έχει απαιτήσεις για μισθώματα ή αποζημίωση για ζημίες στο μίσθιο και εφ’οσον δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά(ΑΠ742/2014 δημ.ποητιοβ). Περαιτέρω για τη νομιμότητα και το ορισμένο του αιτήματος απόδοσης της εγγυοδοσίας που καταβλήθηκε κατά τη σύναψη της μισθωτικής σύμβασης και το οποίο προβάλλεται είτε με αγωγή ή ανταγωγή είτε με αποσβεστική ένσταση του μισθωτή επί αγωγής του εκμισθωτή για την καταβολή οφειλομένων μισθωμάτων, πρέπει, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 216 και 262 ΚΠολΔ, να αναφέρεται, αφ’ενός, η ειδικότερη συμφωνία των διαδίκων ως προς την λειτουργία και την τύχη του ποσού της εγγυοδοσίας, ώστε, με βάση τα συμφωνηθέντα να κριθεί το ληξιπρόθεσμο της σχετικής αξιώσεως του μισθωτή και, αφετέρου, η λήξη της μίσθωσης, ώστε να υπάρχει νόμιμος λόγος απόδοσης της εγγύησης (ΑΠ 2058/2017, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο).
Σύμφωνα δε με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής και τα κρατούντα συναλλακτικά ήθη στις ανάλογες συναλλαγές, περιστατικά, τα οποία θα οδηγούσαν σε πρόωρη λύση της ένδικης μίσθωσης από υπαιτιότητα της μισθώτριας αποτελούν, εκτός των άλλων, η μη καταβολή μισθωμάτων εκ δυστροπίας, κακή χρήση του μισθίου, παράβαση συμβατικών όρων, η οποία παρέχει το δικαίωμα καταγγελίας της μίσθωσης κλπ γεγονότα, δηλαδή, τα οποία παρέχουν το δικαίωμα στον εκμισθωτή, να προβεί σε καταγγελία της μισθωτικής σύμβασης, ή η εγκατάλειψη του μισθίου από την μισθώτρια και απόδοσης του μισθίου, χωρίς τις προϋποθέσεις της νόμιμης καταγγελίας και χωρίς την συναίνεση του εκμισθωτή ή άλλα ανάλογα ζητήματα (ΑΠ799/2020 δημ. ΝΟΜΟΣ).
Με την από 27-4-2021 αγωγή της, που η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ιστορούσε ότι δυνάμει σύμβασης επαγγελματικής μίσθωσης ακινήτου, η οποία καταρτίστηκε στον Πειραιά, την 21-6-2017, ανάμεσα στην ενάγουσα, ως μισθώτρια και την εναγόμενη, ως εκμισθώτρια, η δεύτερη ανέλαβε την υποχρέωση να παραχωρήσει στην πρώτη την χρήση του περιγραφόμενου στην αγωγή, στον Πειραιά ευρισκόμενου ακινήτου, για το χρονικό διάστημα από 1-7-2017 έως και 30-6-2025, προκειμένου σ’αυτό να στεγαστεί η εμπορική επιχείρηση της μισθώτριας, έναντι μηνιαίου μισθώματος 2.200 ευρώ. Ότι κατά την κατάρτιση της ως άνω μισθωτικής σύμβασης, η μισθώτρια κατέβαλε στην εκμισθώτρια ποσό 4.400 ευρώ, ως εγγυοδοσία για την πιστή τήρηση των όρων αυτής. Ότι συγκεκριμένα, περιλήφθηκε στη σύμβαση μίσθωσης ο όρος 9, που ανέφερε επί λέξει τα ακόλουθα: «Συμφωνείται ρητά ότι η εγγύηση αυτή δεν μπορεί σε καμμιά περίπτωση να συμψηφιστεί με μισθώματα ή άλλες οφειλές της μισθώτριας προς την εκμισθώτρια , θα καταπίπτει δε υπέρ της τελευταίας σε περίπτωση υπαιτίου παραβάσεως υπό της μισθώτριας οιουδήποτε όρου της παρούσας συμβάσεως, λόγω ποινικής ρήτρας από τούδε συνομολογουμένης ως δικαίας και ευλόγου , επιφυλασσομένου του δικαιώματος της εκμισθώτριας να αξιώσει σε περίπτωση προώρου λύσεως της συμβάσεως και τα μη δεδουλευμένα μισθώματα». Ότι, ειδικότερα,η εταιρεία της ενάγουσας και ήδη, εκκαλούσας μίσθωσε το μίσθιο για να εγκαταστήσει και λειτουργήσει σ’αυτό κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος και συγκεκριμένα, κατάστημα λιανικής πώλησης προϊόντων καφέ και λοιπών αφεψημάτων, ξηρών καρπών και πώλησης αυτών take away, το οποίο, με βάση σύμβαση δικαιόχρησης μεταξύ αυτής και της εταιρείας «…………….”, θα λειτουργούσε αποκλειστικά ως μέλος του δικτύου καταστημάτων δικαιόχρησης (franchise) με τον διακριτικό τίτλο (brand) “…………”, ως λήπτης της δικαιόχρησης. Ότι η σχέση της εταιρείας της με τον δότη της δικαιόχρησης δεν εξελίχθηκε ομαλώς, με αποκλειστική ευθύνη και υπαιτιότητα αυτού και για το λόγο αυτό η ίδια θέλησε να μεταβιβάσει την επιχείρησή της. Ότι έπειτα από συζητήσεις και διαπραγματεύσεις και έπειτα από τη μεσολάβηση του μεσίτη, ….., εμφανίστηκε ο ….., ως ενδιαφερόμενος να αγοράσει την επιχείρησή της και να συνεχίσει αυτός την λειτουργία του καταστήματος της, ως νέος λήπτης δικαιόχρησης, υπό νέα σύμβαση δικαιόχρησης, την οποία θα συνήπτε με την «………..». Ότι μετά από διαπραγματεύσεις και της εναγόμενης και ήδη, εφεσίβλητης εκμισθώτριας με τον ………, τελικώς, συμφώνησε να λύσει την μισθωτική σύμβαση με την ίδια(ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα) και να εκμισθώσει το μίσθιο κατευθείαν στην «…………”, η οποία θα το υπεκμίσθωνε στον ….., με ποσό συμφωνηθέντος μισθώματος ίδιο με αυτό, που είχε συμφωνηθεί με την ενάγουσα και ήδη, εκκαλούσα και ότι, επίσης, η εναγόμενη και ήδη, εφεσίβλητη θα λάμβανε ως εγγύηση της καλής εκπλήρωσης των όρων του νέου της μισθωτηρίου το ποσό τριών μισθωμάτων, αντί των δύο που της είχε καταβάλει η ενάγουσα και ήδη, εκκαλούσα. Ότι σε σχετική επικοινωνία της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, με την εναγόμενη και ήδη, εφεσίβλητη, περί την 15-1-2021, η τελευταία επιβεβαίωσε για την συμφωνία, που είχε συνάψει με την ………, με δικαίωμα της τελευταίας να το υπεκμισθώσει στον ………. και ότι, κατά συνέπεια, ήταν σύμφωνη να λύσει την μισθωτική σύμβαση με την εταιρεία της πρώτης. Ότι, κατ’ακολουθίαν, την 18-1-2021, η ενάγουσα και ήδη, εκκαλούσα, απέστειλε στον ……. σχέδιο λύσης της μισθωτικής σύμβασης και του ζήτησε να επικοινωνήσει με την εναγόμενη και να της αναφέρει οποιοδήποτε σχόλιο μπορούσε να έχει στο περιεχόμενο αυτού, στο οποίο προβλεπόταν η επιστροφή σ’αυτήν της εγγύησης των ευρώ 4.400.Ότι ο …………. την ενημέρωσε ότι μετέφερε στην εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη το εν λόγω, απ’αυτήν προταθέν σχέδιο λύσης της σύμβασης και, της δήλωσε ότι θα την ενημέρωνε σχεδόν αμέσως. Ότι στις 22 και 26 Ιανουάριου ενόχλησε εγγράφως τον …… εάν είχε απάντηση από την εναγόμενη και αυτός της απάντησε ότι μολονότι την πίεζε για συνάντηση, αυτή καθυστερούσε. Ότι στο μεταξύ προσδιορίσθηκε για την Δευτέρα 1-2-2021, η ημέρα υπογραφής της σύμβασης μεταβίβασης της επιχείρησης, ενώ την Παρασκευή 29-1-2021, δηλαδή, μία ημέρα προ της προγραμματισμένης μεταβίβασης της επιχείρησής της, ο ……. την ενημέρωσε ότι η εναγόμενη και ήδη, εφεσίβλητη του ανέφερε ότι δεν συμφωνούσε στην επιστροφή της εγγύησης των 4.400 ευρώ, αλλά θα τα κρατούσε ως ποινική ρήτρα, λόγω πρόωρης λύσης της μισθωτικής σύμβασης. Ότι μετά απ’αυτό, η ενάγουσα και ήδη, εκκαλούσα με το από 29-1 – 2021 μήνυμα, που απέστειλε μέσω email στον ….. του ανέφερε «Αγαπητέ κ……. Όπως σας έχει ενημερώσει η κα ………., εμείς αποφασίσαμε να υποκύψουμε στον προφανέστατο εκβιασμό του εκμισθωτού για να προχωρήσει η τακτοποίηση του θέματος της πωλήσεως της επιχειρήσεως και να μη δημιουργηθούν περαιτέρω εμπλοκές. Είναι σαφές ότι ο εκμισθωτής συμπεριφέρεται κατά τρόπο αντισυμβατικό, καταχρηστικό και εκβιαστικό. Αυτά βέβαια δεν είναι του παρόντος και δεν έχουν σχέση με την ολοκλήρωση της αγοραπωλησίας. Συνεπώς αναμένω την οριστικοποίηση της συναντήσεώς μας για την υπογραφή των συμβολαίων». Ότι την Δευτέρα 1 Φεβρουάριου 2021, ο πληρεξούσιός της, απέστειλε στον …… το ακόλουθο email: «Στέλνω σχέδιο ιδιωτικού συμφωνηστικού πωλήσεως κινητών για τις παρατηρήσεις σας… Για το κείμενο της λύσεως συμβάσεως μισθώσεως δεν έχω παρατηρήσεις παρά μόνο να τονίσω και πάλι την αντισυμβατική συμπεριφορά της εκμισθώτριας, που εξελίχθηκε σε ωμό εκβιασμό. Να σας ενημερώσω ότι της τηλεφώνησε γι’αυτό το θέμα η κα …. και η εκμισθώτρια της φέρθηκε σκαιότατα…», Ότι, τελικά, η συνάντηση της μεταβίβασης της επιχείρησής της στον ……. έγινε στα γραφεία της ……….., την 1-2-2021, στα γραφεία της τελευταίας και εκεί υπογράφηκαν τα ακόλουθα συμφωνητικά, ήτοι, α)το συμφωνητικό μεταβίβασης της επιχείρησής της στον ……., β) η λύση της σύμβασης δικαιόχρησης της εταιρείας της με την “……”, γ)το συμφωνητικό λύσης της μίσθωσης της εταιρείας της με την εναγόμενη και ήδη, εφεσίβλητη, δ) η υπογραφή νέας σύμβασης μίσθωσης του μισθίου καταστήματος μεταξύ της εναγόμενης και της “……….” και ε) η σύμβαση υπεκμίσθωσης του μισθίου καταστήματος μεταξύ της “……….” και του ………… Ότι στο συμφωνητικό λύσης της μίσθωσης, που είχε συντάξει η εναγόμενη και ήδη, εφεσίβλητη, αναφέρεται η ακόλουθη παράγραφος «Ήδη τα συμβαλλόμενα μέρη, συνεφώνησαν να λύσουν και με το παρόν λύουν οριστικά και με ισχύ από 7-2-2021 την ως παραπάνω αναφερθείσα μίσθωση αζημίως για την Εκμισθώτρια και την Μισθώτρια, εκτός από την εγγυοδοσία, η οποία καταπίπτει υπέρ της πρώτης, καθώς με το από 21- 6-2017 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης… -και ακολουθεί επί λέξει η παράγραφος 9 του συμφωνητικού, που μνημονεύεται ανωτέρω-».Ότι η ως άνω εγγυοδοσία πρέπει να επιστραφεί σ’αυτήν (ενάγουσα και ήδη, εκκαλούσα), διότι δεν παρέβη υπαιτίως ουδεμία υποχρέωσή της εκ της ως άνω λυθείσας σύμβασης μίσθωσης, άλλως και επικουρικώς και αν ακόμη ήθελε θεωρηθεί ότι η ίδια παρέβη υπαιτίως τον σχετικό όρο 9 της ως άνω μισθωτικής σύμβασης, διότι η κατάπτωσή της εγγυοδοσίας υπέρ της εκμισθώτριας και η παρακράτηση απ’αυτήν του ποσού των 4.400 ευρώ, για τους αναφερόμενους λόγους, τυγχάνει καταχρηστική, ως ευρισκόμενη πολύ πέραν των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη να της καταβάλει το ως άνω ποσό των 4.400 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η αχθείσα ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου αγωγή κρίνεται ως νόμω αβάσιμη και συνεπώς, απορριπτέα, ως προς μεν την κύρια βάση αυτής, καθώς και αληθών υποτιθέμενων των σ’αυτήν διαλαμβανόμενων πραγματικών περιστατικών, αιτία διατήρησης της εγγυοδοσίας από μέρους της εναγόμενης και ήδη, εφεσίβλητης είναι η από 1-2-2021 σύμβαση λύσης της επικαλούμενης επαγγελματικής μίσθωσης, με την οποία ρυθμίστηκε, κατόπιν της σχετικής των διαδίκων συμφωνίας, η τύχη της δοθείσας εγγυοδοσίας και όχι η από 21-6-2017 σύμβαση μίσθωσης και συγκεκριμένα, ο όρος 9 αυτής, στον οποίο μεταξύ άλλων, αναφέρεται η κατάπτωση της εγγυοδοσίας υπέρ της εφεσίβλητης εκμισθώτριας, ως ποινικής ρήτρας στην περίπτωση υπαίτιας εκ μέρους της εκκαλούσας μισθώτριας, πρόωρης λύσης της μίσθωσης. Η έγγραφη αυτή συμφωνία περί λύσης της μίσθωσης, που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων και έχει το χαρακτήρα σύμβασης, καταργητικής της ενοχής από τη μισθωτική σύμβαση(άρθρ.436 και 454ΑΚ), που έλαβε χώρα στα πλαίσια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων(άρθρ.361ΑΚ) και ρύθμισε τις υποχρεώσεις τόσο της μισθώτριας όσο και της εκμισθώτριας από την πρόωρη λύση της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένης της τύχης της δοθείσας εγγυοδοσίας και ρητά αναφέρεται απ’τους διαδίκους σ’αυτήν ο όρος 9 της μισθωτικής σύμβασης, δηλαδή, η από υπαιτιότητα της εκκαλούσας πρόωρη λύση της μίσθωσης και το συνεπεία ταύτης δικαίωμα της εφεσίβλητης, λόγω κατάπτωσης της σχετικής ποινικής ρήτρας, να παρακρατήσει την δοθείσα εγγυοδοσία από την εφεσίβλητη εκμισθώτρια, την οποία, ερμηνευομένης της δήλωσής βούλησής της εκκαλούσας-μισθώτριας, όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών, κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200ΑΚ, συνομολόγησε η εκκαλούσα- ενάγουσα, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματος της, υπογράψασα εκκαλούσα, δεν προσβάλλεται απ’αυτήν, ως έχουσα προς τούτο έννομο συμφέρον, με κάποιο λόγο ακυρότητας, όπως ως αντίθετη στο νόμο(άρθρ.174 ΑΚ), ή ως αντίθετη κατά το χρόνο κατάρτισής της, στα χρηστά ήθη (άρθρ.178 και 179ΑΚ), με την έννοια είτε της καταδυναστευτικής δικαιοπραξίας, δηλαδή, εκείνης, που δέσμευε υπέρμετρα την ελευθερία της εκκαλούσας-μισθώτριας, ως υπερβαίνουσα τα συνηθισμένα όρια με επέλευση πλήρους εξουθένωσής της, για χάρη της εφεσίβλητης-εκμισθώτριας (βλ.Γ.Παπαντωνίου, Γεν.Αρχές Αστικού Δικαίου, παρ.53), είτε της αισχροκερδούς ή καταπλεονεκτικής δικαιοπραξίας, δηλαδή, εκείνης, στην οποία υφίστανται αθροιστικά α)προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β)ανάγκη, κουφότητα ή απειρία του ενός των συμβαλλομένων και γ) η εκμετάλλευση της γνωστής σ’ αυτήν ανάγκης, κουφότητας ή απειρίας από την αντισυμβαλλόμενή της (ΑΠ 1522/2000). Στην προκειμένη, ωστόσο, περίπτωση, μόνη η εκ μέρους της ενάγουσας και ήδη, εκκαλούσας αόριστη αναφορά στο δικόγραφο της αγωγής, ότι δεν θα μπορούσε να ολοκληρώσει τη μεταβίβαση της επιχείρησής της στον …….., εάν δεν συμφωνούσε στην παρακράτηση από την εναγόμενη-εφεσίβλητη του ποσού της εγγυοδοσίας των 4.400 ευρώ, χωρίς να προσδιορίζει ειδικότερα, στην αγωγή, με ποιες ειδικότερα εμφανείς πράξεις και συμπεριφορές της εναγόμενης-εφεσίβλητης εκβιάστηκε προκειμένου να συνυπογράψει μαζί της την ως άνω, καταργητική της ενοχής από τη μισθωτική σύμβαση, σύμβαση περί λύσης της μίσθωσης και παρακράτησης από την εφεσίβλητη εκμισθώτρια του ποσού της εγγύησης, με υπέρμετρη δέσμευση της ελευθερίας της, που υπερέβαινε τα συνηθισμένα όρια, με επέλευση πλήρους εξουθένωσής της, δεν καθιστά άκυρη και ως εκ τούτου, μη παράγουσα έννομα αποτελέσματα την σύμβαση περί λύσης της μίσθωσης και παρακράτησης απ’την εφεσίβλητη εκμισθώτρια της δοθείσας εγγυοδοσίας.
Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υποχρέου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υποχρέου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγομένη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσης καταστάσεως υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσης για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Το δε ζήτημα αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ασκήσεως του δικαιώματος του (ΑΠ 321/2002). Στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη(ΑΠ626/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση, η αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση τυγχάνει μη νόμιμη και κατά τούτο απορριπτέα και ως προς την επικουρική βάση αυτής περί καταχρηστικότητας, καθώς και αληθών υποτιθέμενων των ιστορούμενων πραγματικών περιστατικών, η άσκηση του δικαιώματος της εναγόμενης και ήδη, εφεσίβλητης, δεν συνιστά προφανή υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, κατά την έννοια του άρθρου 281ΑΚ, εφόσον η προγενέστερη συμπεριφορά της δεν υποδήλωνε ότι αυτή δεν θα επιδιώξει την άσκηση του δικαιώματος της, ούτε δημιουργήθηκε κάποια πραγματική κατάσταση, ούτε μεσολάβησαν άλλα περιστατικά που να καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του δικαιώματος της αυτού κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ιδίως ενόψει του ότι η ενάγουσα και ήδη, εκκαλούσα δεν επικαλείται οποιοδήποτε μεταγενέστερο της υπογραφής της ως άνω σύμβασης λύσης της μίσθωσης πραγματικό περιστατικό. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, με την εκκαλούμενη απόφαση, δεχόμενο τα ίδια, απέρριψε την αγωγή, ως προς την κύρια και επικουρική βάση αυτής, ορθά εφάρμοσε και ερμήνευσε το νόμο και συνεπώς, η ένδικη έφεση πρέπει ως αβάσιμη, να απορριφθεί. Δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας δεν θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ηττώμενης εκκαλούσας, καθόσον λόγω της απουσίας της η εφεσίβλητη δεν υποβλήθηκε σε τέτοια. Πρέπει, ωστόσο, να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από την εφεσίβλητη, που ερημοδικάστηκε (άρθρα 591 παρ.1 και 505 παρ.2 ΚΠολΔ), αφού στη δίκη αυτή δεν μπορεί να αποκλεισθεί εκ των προτέρων το έννομο συμφέρον της να ασκήσει κατά της απόφασης που εκδόθηκε ερήμην της, ανακοπή ερημοδικίας, τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της οποίας, όπως και την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος για την άσκησή της θα κρίνει μόνο το Δικαστήριο που θα δικάσει την ανακοπή ερημοδικίας (ΟλΑΠ 15/2001, ΑΠ 1596/2018 ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, λόγω της ήττας της εκκαλούσας, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος παράβολου εφέσεως στο Δημόσιο Ταμείο (495 παρ 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εφεσίβλητης την από 13-12-2022 έφεση (αριθμ. κατ. ………../2022) κατά της υπ’ αριθμ. 1511/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών.
ΟΡΙΖΕΙ παράβολο ερημοδικίας για την ερημοδικασθείσα εφεσιβλήτη το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 4 Ιουλίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου της εκκαλούσας.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ