Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 346/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης     346 /2024

TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1)Ομόρρυθμης εταιρείας, με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στον … με ΑΦΜ ……., νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) ……….., κατοίκου …, με ΑΦΜ ….  και 3) …….., κατοίκου ….., με ΑΦΜ …, οι οποίοι ήταν απόντες και δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «…….» με ΑΦΜ ………, που εδρεύει στην Αθήνα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Γεωργία Μπούκα, μέλος της Δικηγορικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΜΑΓΡΙΠΛΗΣ ΧΑΛΑΚΑΤΕΒΑΚΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και 2) Εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……..», που εδρεύει στην Αγγλία, . …………, νομίμως εκπροσωπούμενης στην Ελλάδα από την Ανώνυμη Τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία  «……….., με ΑΦΜ ………, που εδρεύει στην Αθήνα, …………, η οποία ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο

Οι ανακόπτοντες  και ήδη εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 26.4.2021 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……../2021 ανακοπή τους, κατά των καθών η ανακοπή-εφεσίβλητων. Η ανακοπή δικάστηκε ερήμην της δεύτερης των καθών η ανακοπή κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και επ’ αυτής, εκδόθηκε η με αριθμό 2936/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που απέρριψε την ανακοπή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού οι  εκκαλούντες με την από 20.6.2022 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2023 έφεση.  Για την συζήτηση της έφεσης ορίστηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, οπότε η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο με αριθμό 19 και συζητήθηκε.

Η πληρεξούσια δικηγόρος της πρώτης των εφεσίβλητων αφού έλαβε το λόγο από την Δικαστή  αναφέρθηκε στους ισχυρισμούς που ανάπτυξε με τις προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με την διάταξη του  άρθρου  495 παρ. 3 εδ. β’ του KΠολΔ, όπως ισχύει  μετά την αντικατάστασή του με την παρ.2 του άρθρου 35 του Ν. 4446/2016, η οποία ίσχυε από 1-1-2016, εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης, υποχρεούται να καταθέσει παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ που επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο, το ένδικο μέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο ως απαράδεκτο. Σε περίπτωση ολικής ή μερικής νίκης του καταθέσαντος, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο σε αυτόν, αλλιώς διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο. Η υποχρέωση της παρούσας παραγράφου δεν ισχύει για τις διαφορές των άρθρων 614 αριθμ. 3 και 5, και 592 αριθμ. 1 και 3. Περαιτέρω στην διάταξη του  άρθρου 532 του ίδιου κώδικα, ορίζεται ότι αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης, ιδίως αν η έφεση δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, το δικαστήριο την απορρίπτει ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως. Από τις  διατάξεις αυτές προκύπτει ότι εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης υποχρεούται να καταθέσει παράβολο Δημοσίου, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας, καθώς και ότι σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο, το ένδικο αυτό μέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτο (ΑΠ 532/2016, AH 341/2015, σε ΤρΝομΠλ Νόμος). Με βάση τα ανωτέρω η κατάθεση του παράβολου συνιστά τυπική προϋπόθεση του παραδεκτού της εφέσεως. Με την διάταξη του άρθρου 524 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 120 παρ.1 του Ν. 4842/2021, με έναρξη ισχύος την 1.1.2022, ορίζεται ότι σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος, η έφεση απορρίπτεται, εφόσον είναι παραδεκτή με αποτέλεσμα, να προηγείται της απόρριψης της έφεσης κατ’ ουσίαν, λόγω ερημοδικίας του εκκαλούντος, η εξέταση του παραδεκτού της. Με τη συμπλήρωση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 524 διευκρινίζεται με τον πλέον σαφή τρόπο, ότι η απόρριψη της έφεσης ως ανυποστήρικτης είναι απόρριψη επί της ουσίας, άρα δογματικώς προϋποθέτει παραδεκτή άσκησή της. Επομένως, εάν η έφεση είναι για οποιονδήποτε λόγο απαράδεκτη, ιδίως εκπρόθεσμη ή λόγω μη καταβολής του παραβόλου του άρθρου 495 KΠολΔ, ή λόγω έλλειψης άλλων διαδικαστικών προϋποθέσεων, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτη και όχι ως ανυποστήρικτη, δηλαδή επί της ουσίας. Αλλωστε, το άρθρο 532 ορίζει την εξέταση του παραδεκτού της έφεσης ανεξαρτήτως του εάν ο εκκαλών παρίσταται ή όχι στη δίκη (Ι. Κατράς, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, 3η έκδ., 2021, σ. 667, sakkoulas-on) (Εφ.Αιγαίου 49/2023 ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, φέρεται προς συζήτηση η κρινόμενη από 20.6.2022 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/……/2023 έφεση κατά της με αριθμό 2936/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών). Με την απόφαση αυτή συνεκδικάστηκαν η από 26.4.2021 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …../2021 ανακοπή κατά της εκτέλεσης που άσκησαν οι ανακόπτοντες-εκκαλούντες κατά των καθών η ανακοπή –εφεσίβλητων και η από 13.10.2021 με αριθμό κατάθεσης Δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/…../2021 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση που άσκησε η εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις «………..», υπέρ των καθών η ανακοπή. Οι υποθέσεις συνεκδικάστηκαν ερήμην της δεύτερης καθής η ανακοπή και δεύτερης υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση (δεύτερης εφεσίβλητης) ερήμην της πρώτης υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων. Με την ίδια απόφαση απορρίφθηκε η ανακοπή ως απαράδεκτη λόγω της εκπρόθεσμης άσκησής της και υποχρεώθηκαν οι ανακόπτοντες εις ολόκληρον ο καθένας στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της πρώτης καθής η ανακοπή-πρώτης εφσίβλητης, ποσού τριακοσίων (300) ευρώ. Περαιτέρω όπως, προκύπτει από την σχετική βεβαίωση της αρμόδιας γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς, στην με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../20-6-2022 έκθεση κατάθεσης δικογράφου ενδίκου μέσου, συνημμένη στο επικυρωμένο αντίγραφο της έφεσης που υπάρχει στη δικογραφία, κατά την διαδικασία κατάθεσης της έφεσης δεν κατατέθηκε παράβολο, ούτε προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας τυχόν μεταγενέστερη, μέχρι τη συζήτηση, κατάθεση αυτού. Επομένως, εφόσον η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε από τους εκκαλούντες χωρίς την κατάθεση παράβολου, λείπει μία από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της, γεγονός το οποίο λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη και για το λόγο αυτό η έφεση είναι απαράδεκτη και συνακόλουθα πρέπει να απορριφθεί. Ακόμη, πρέπει να αναφερθεί ότι, στην προκειμένη περίπτωση, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής το άρθρο 227 KΠολΔ περί συμπλήρωσης τυπικών παραλείψεων που μπορούν να αναπληρωθούν. Και τούτο, γιατί, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, στις τυπικές παραλείψεις, οι οποίες μπορούν να καλυφθούν και μετά τη συζήτηση της υπόθεσης κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του ως άνω άρθρου δεν περιλαμβάνεται και η μη κατάθεση (ή η ελλιπής κατάθεση) του νόμιμου παράβολου για την άσκηση ενδίκου μέσου, αφού η διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 KΠολΔ ορίζει ειδικώς ως έννομη συνέπεια της μη κατάθεσης παράβολου, την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου. Συνεπώς, η μη κατάθεση παραβόλου κατά τον χρόνο άσκησης της έφεσης ή έστω κατά το χρονικό διάστημα μετά την άσκηση αυτής και πάντως πριν από την συζήτησή της, δεν συνιστά τυπική παράλειψη που «μπορεί να αναπληρωθεί» και μετά τη συζήτηση, αφού η διατύπωση του ως άνω άρθρου, κατά την οποία η κατάθεση του παράβολου συνιστά προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης, δεν καταλείπει έδαφος για διαφορετική ερμηνεία, ενώ, όπως γίνεται δεκτό και στη νομολογία κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, ο χρόνος συζήτησης της έφεσης είναι το απώτατο, για το παραδεκτό αυτής, χρονικό σημείο κατάθεσης του νόμιμου παραβόλου (ΑΠ 341/2015, Εφθεσ 779/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).  Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της πρώτης εφεσίβλητης πρέπει να επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, σε βάρος των ηττηθείντων εκκαλούντων (άρθρ. 176, 183 και 191 παρ. 2 του KΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, ενώ δεν ορίζεται παράβολο ερημοδικίας καθώς κατά της παρούσας απόφασης δεν επιτρέπεται η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας (άρθρο 937παρ.1β ΚΠολΔ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εκκαλούντων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της πρώτης εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400€) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις  15   Ιουλίου 2024 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους και με την παρουσία της Γραμματέως.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ