ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 348/2024
TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ομόρρυθμης εταιρείας , με την επωνυμία «………», που εδρεύει στον …… με ΑΦΜ ………., νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «………» με ΑΦΜ ……, που εδρεύει στην Αθήνα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Γεωργία Μπούκα, μέλος της Δικηγορικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΜΑΓΡΙΠΛΗΣ ΧΑΛΑΚΑΤΕΒΑΚΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και 2) Εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στην Αγγλία, .…………., νομίμως εκπροσωπούμενης στην Ελλάδα από την Ανώνυμη Τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………, με ΑΦΜ …….., που εδρεύει στην Αθήνα, ……… η οποία ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 3) Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» (…………), που εδρεύει στo ….. Αττικής, επί της οδού ………. από την πληρεξούσια δικηγόρο της Γεωργία Μπούκα, μέλος της Δικηγορικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΜΑΓΡΙΠΛΗΣ ΧΑΛΑΚΑΤΕΒΑΚΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ»
Η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 22.10.2021 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………./2021 ανακοπή της, κατά των καθών η ανακοπή-εφεσίβλητων. Η ανακοπή δικάστηκε ερήμην της ανακόπτουσας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και επ’ αυτής, εκδόθηκε η με αριθμό 431/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που απέρριψε την ανακοπή.. Την ως άνω απόφαση προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού η εκκαλούσα με την από 20.6.2022 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2023 έφεση. Για την συζήτηση της έφεσης ορίστηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, οπότε η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο με αριθμό 20 και συζητήθηκε.
Η πληρεξούσια δικηγόρος της πρώτης και τρίτης των εφεσίβλητων αφού έλαβε το λόγο από την Δικαστή αναφέρθηκε στους ισχυρισμούς που ανάπτυξε με τις προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ. β’ του KΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ.2 του άρθρου 35 του Ν. 4446/2016, η οποία ίσχυε από 1-1-2016, εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης, υποχρεούται να καταθέσει παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ που επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο, το ένδικο μέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο ως απαράδεκτο. Σε περίπτωση ολικής ή μερικής νίκης του καταθέσαντος, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο σε αυτόν, αλλιώς διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο. Η υποχρέωση της παρούσας παραγράφου δεν ισχύει για τις διαφορές των άρθρων 614 αριθμ. 3 και 5, και 592 αριθμ. 1 και 3. Περαιτέρω στην διάταξη του άρθρου 532 του ίδιου κώδικα, ορίζεται ότι αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης, ιδίως αν η έφεση δεν ασκήθηκε εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, το δικαστήριο την απορρίπτει ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο της εφέσεως υποχρεούται να καταθέσει παράβολο Δημοσίου, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας, καθώς και ότι σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο, το ένδικο αυτό μέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτο (ΑΠ 532/2016, AH 341/2015, σε ΤρΝομΠλ Νόμος). Με βάση τα ανωτέρω η κατάθεση του παράβολου συνιστά τυπική προϋπόθεση του παραδεκτού της εφέσεως. Τέλος, με τις διατάξεις των άρθρου 524 παρ. 3 και 591 παρ.7 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο 120 παρ.1 του Ν. 4842/2021, με έναρξη ισχύος την 1.1.2022, ορίζεται ότι σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος, η έφεση απορρίπτεται, εφόσον είναι παραδεκτή με αποτέλεσμα, να προηγείται της απόρριψης της έφεσης κατ’ ουσίαν, λόγω ερημοδικίας του εκκαλούντος, η εξέταση του παραδεκτού της. Με τη συμπλήρωση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 524 διευκρινίζεται με τον πλέον σαφή τρόπο, ότι η απόρριψη της έφεσης ως ανυποστήρικτης είναι απόρριψη επί της ουσίας, άρα δογματικώς προϋποθέτει παραδεκτή άσκησή της. Επομένως, εάν η έφεση είναι για οποιονδήποτε λόγο απαράδεκτη, ιδίως εκπρόθεσμη ή λόγω μη καταβολής του παραβόλου του άρθρου 495 KΠολΔ, ή λόγω έλλειψης άλλων διαδικαστικών προϋποθέσεων, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτη και όχι ως ανυποστήρικτη, δηλαδή επί της ουσίας. Αλλωστε, το άρθρο 532 ορίζει την εξέταση του παραδεκτού της έφεσης ανεξαρτήτως του εάν ο εκκαλών παρίσταται ή όχι στη δίκη (Ι. Κατράς, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, 3η έκδ., 2021, σ. 667, sakkoulas-on) (Εφ.Αιγαίου 49/2023 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1β` εδαφ. α` KΠολΔ, έφεση συγχωρείται μόνον κατά των οριστικών αποφάσεων του πρώτου βαθμού, οι οποίες περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνον τη δίκη για την αγωγή ή ανταγωγή, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 308 και 309 του ιδίου Κώδικα, ώστε συνάγεται ότι οριστικές αποφάσεις είναι εκείνες που δέχονται ή απορρίπτουν ολικά ή μερικά το αίτημα παροχής έννομης προστασίας και οι οποίες περιέχουν διάγνωση ως προς όλα τα επίπεδα της δικαστικής κρίσεως απεκδύοντας το δικαστήριο από κάθε περαιτέρω εξουσία σε σχέση με το εν λόγω αίτημα, έτσι ώστε να μην είναι πλέον δυνατή η ανάκλησή τους (άρθρο 309 εδ. α` KΠολΔ). Το αποτέλεσμα αυτό διατυπώνεται με σχετική διάταξη στο διατακτικό, το οποίο αποτελεί την ουσία της απόφασης και περιέχει τη θέληση και διαταγή του δικαστηρίου, ή και μόνο στο σκεπτικό, αλλά ρητώς και σαφώς κατά τρόπο ανεπίδεκτο αμφιβολίας για την παραδοχή ή απόρριψη του εξεταζόμενου αιτήματος ή δικαιώματος. Συνεπώς, δεν είναι οριστική και, ως εκ τούτου, δεν υπόκειται αυτοτελώς σε έφεση η απόφαση, με την οποία ματαιώνεται η συζήτηση της υποθέσεως, έστω και εσφαλμένα, αφού το δικαστήριο δεν αποφαίνεται γι` αυτήν (υπόθεση) με οριστική παραδοχή ή απόρριψη του αντίστοιχου αιτήματος και δεν απεκδύεται από κάθε σχετική με την υπόθεση εξουσία του.
Στην προκειμένη περίπτωση, φέρεται προς συζήτηση η κρινόμενη από 20.6.2022 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2023 έφεση κατά της με αριθμό 431/2022 εν μέρει οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), η οποία κήρυξε ματαιωμένη τη συζήτηση μεταξύ της ανακόπτουσας και της πρώτης και δεύτερης των καθών η ανακοπή, λόγω της απουσίας κατά τη συζήτηση των διαδίκων αυτών, και απέρριψε την ίδια από 22.10.2021 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …../2021 ανακοπή ως προς την τρίτη των καθών, λόγω της ερημοδικίας της ανακόπτουσας. Περαιτέρω όπως, προκύπτει από την σχετική (με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………./20-6-2022) έκθεση κατάθεσης δικογράφου ενδίκου μέσου της αρμόδιας γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς, συνημμένη στο επικυρωμένο αντίγραφο της έφεσης που υπάρχει στη δικογραφία, κατά την διαδικασία κατάθεσης της έφεσης δεν κατατέθηκε παράβολο, ούτε προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας τυχόν μεταγενέστερη, μέχρι τη συζήτηση, κατάθεση αυτού. Επομένως, εφόσον η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε από την εκκαλούσα χωρίς την κατάθεση παράβολου, λείπει μία από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της, γεγονός το οποίο λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη και για το λόγο αυτό η έφεση είναι απαράδεκτη και συνακόλουθα πρέπει να απορριφθεί. Ακόμη, πρέπει να αναφερθεί ότι, στην προκειμένη περίπτωση, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής το άρθρο 227 KΠολΔ περί συμπλήρωσης τυπικών παραλείψεων που μπορούν να αναπληρωθούν. Και τούτο, γιατί, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, στις τυπικές παραλείψεις, οι οποίες μπορούν να καλυφθούν και μετά τη συζήτηση της υπόθεσης κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του ως άνω άρθρου δεν περιλαμβάνεται και η μη κατάθεση (ή ή ελλιπής κατάθεση) του νόμιμου παράβολου για την άσκηση ενδίκου μέσου, αφού η διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 KΠολΔ ορίζει ειδικώς ως έννομη συνέπεια της μη κατάθεσης παράβολου, την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου. Συνεπώς, η μη κατάθεση παραβόλου κατά τον χρόνο άσκησης της έφεσης ή έστω κατά το χρονικό διάστημα μετά την άσκηση αυτής και πάντως πριν από την συζήτησή της, δεν συνιστά τυπική παράλειψη που «μπορεί να αναπληρωθεί» και μετά τη συζήτηση, αφού η διατύπωση του ως άνω άρθρου, κατά την οποία η κατάθεση του παράβολου συνιστά προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης, δεν καταλείπει έδαφος για διαφορετική ερμηνεία, ενώ, όπως γίνεται δεκτό και στη νομολογία κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, ο χρόνος συζήτησης της έφεσης είναι το απώτατο, για το παραδεκτό αυτής, χρονικό σημείο κατάθεσης του νόμιμου παραβόλου (ΑΠ 341/2015, Εφθεσ 779/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε ότι αφορά δε την πρώτη και την δεύτερη των καθών η ανακοπή, ως προς τις οποίες ματαιώθηκε η συζήτηση της ανακοπής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η έφεση είναι απαράδεκτη, για τον επιπλέον λόγο ότι ασκείται κατά μη οριστικής απόφασης, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της πρώτης και τρίτης των εφεσίβλητων πρέπει να επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματος τους, σε βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας (άρθρ. 176, 183 και 191 παρ. 2 του KΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, ενώ δεν ορίζεται παράβολο ερημοδικίας καθώς κατά της παρούσας απόφασης δεν επιτρέπεται η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας (άρθρο 937παρ.1β ΚΠολΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εκκαλούσας.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της πρώτης και τρίτης εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600€) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 15 Ιουλίου 2024 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους και με την παρουσία της Γραμματέως.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ