Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 351/2024

Αριθμός     351/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  K.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

Α) ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ……………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Γεώργιο Μιχαλόπουλο και 2) …………. ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:   Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, που εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξουσία Ν.Σ.Κ. Βασιλική Τζίφα (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Β) ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.), νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών (ΑΦΜ …….), ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (οδός ……….), το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξουσία Ν.Σ.Κ. Στέλλα Οίκουτα (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1)    Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Οικονομικών, που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ……..), το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξουσία Ν.Σ.Κ. Βασιλική Τζίφα (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), 2) ……….., (ΑΦΜ …….) κατοίκου …………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Γεώργιο Μιχαλόπουλο και 3) ………….., ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος.

Ο αρχικώς αιτών ………….. κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 13.12.2009 (αριθ εκθ καταθ ……/2009) αίτηση, δικάσιμος της οποίας ορίσθηκε αρχικώς η 29η.2.2012, οπότε δηλώθηκε στο ακροατήριο του προαναφερόμενου Δικαστηρίου, ο επελθών -στις  7.4.2010- θάνατος του ως άνω αιτούντος, καθώς και ότι την βιαίως διακοπείσα δίκη συνεχίζουν στη θέση του, οι νόμιμες κληρονόμοι του, ……. χηρα ……. και … χήρα …….., το γένος …………. Ακολούθως, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  το Ελληνικό Δημόσιο και το ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.)  κατέθεσαν τις από 17.7.2012 (αριθμ εκθ καταθ …../2021 εξαιρ …) και από 17.7.2012 (αριθ εκθ καταθ …/2012 εξαιρ ….) κύριες παρεμβάσεις αντίστοιχα. Κατά την επακολουθήσασα -μετά από διαδοχικές αναβολές- δικάσιμο της 28ης.9.2016, δηλώθηκε νομίμως στο ακροατήριο του προαναφερόμενου Δικαστηρίου, ο θάνατος της … χήρας ………. και ότι τη βιαίως διακοπείσα δίκη συνεχίζει  στη θέση της ο νόμιμος κληρονόμος της, υιός της, ………. Οι προαναφερθείσες αίτηση και κύριες παρεμβάσεις συνεκδικάστηκαν στο προαναφερόμενο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στη δικάσιμο της 1η.11.2017, οπότε  εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ  3261/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι υπό στοιχ Α και Β εκκαλούντες με τις από  8.7.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ  ……./2020- ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ  ……../2020) και από 13.7.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ  ………/2020- ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ  ……./2020) εφέσεις τους αντίστοιχα. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε αρχικά η 7η.10.2021, μετά δε από διαδοχικά αναβολές στις δικασίμους της 6ης.10.2022 και της 1ης.6.2023,   η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμος.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι δικαστικές πληρεξούσιες ΝΣΚ του Ελληνικού Δημοσίου και του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.), οι οποίες παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν και ο ………., παραστάς αυτοπροσώπως ως δικηγόρος και εκπροσωπών την ………. χήρα …………., αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.  Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εκκρεμούν: α)  η από 8-7-2020 (αριθ. κατ. ………/2020)  και β) η από 13-7-2020 (αριθ. κατ. ……../2020) εφέσεις κατά της υπ’  αριθ. 3261/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε με την παρουσία των διαδίκων κατά την εκουσία δικαιοδοσία, οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν, καθώς πλήττουν την ίδια απόφαση, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και από τη συνεκδίκαση αυτών  διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρο 246 Κ.Πολ.Δ.). Οι κρινόμενες εφέσεις  έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ, καθόσον δεν προέκυψε  επίδοση της εκκαλουμένης, για το παραδεκτό δε της άσκησης της πρώτης εξ αυτών έχει καταβληθεί το απαιτούμενο  από το άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, παράβολο ( …………./2020), ενώ το εκκαλούν στη δεύτερη έφεση, -ΝΠΔΔ με την επωνυμία Παλαιό Εκκλησιαστικό Ταμείο, απαλλάσσεται, κατά το- άρθρο 19  §  1 του Κωδ. Δ/τος της 26-6/10.7.1944 σε συνδυασμό με άρθρο 36 ΠΔ 28/1931 (ΦΕΚ α’ 239/1931) της προκαταβολής των τελών της δίκης, μεταξύ των οποίων και το εν λόγω παράβολο (βλ. Μιχάλης και Άντα Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Α΄, έκδοση 2018, άρθρο 495, αρ. 19).

ΙΙ. Με την από 13-12-2009 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2009 αίτηση του ο αρχικώς αιτών, …………, ζητούσε  να αναγνωριστεί η κυριότητα του  στα ειδικώς περιγραφόμενα ακίνητα στη θέση ….. στο Κερατσίνι Αττικής, που απέκτησε με αγορά δυνάμει νόμιμα μεταγραφέντος συμβολαιο-γραφικού εγγράφου, τα οποία   ανακριβώς  έχουν εγγραφεί στα οικεία κτηματολογικά βιβλία ως αγνώστου ιδιοκτήτη,  και να διορθωθούν οι σχετικές ανακριβείς εγγραφές, καθώς και να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή.  Η υπόθεση ορίστηκε αρχικώς να συζητηθεί ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο στις 29-2-2012, οπότε δηλώθηκε ο επελθών στις 7-4-2010 θάνατος του αιτούντος, καθώς και ότι τη δίκη συνεχίζουν στη θέση του οι νόμιμες κληρονόμοι του, ……, χήρα ………,  και  ……….. χήρα …….., το γένος ………, με συνέπεια τη βίαιη διακοπή της δίκης.  Ακολούθως,  το Ελληνικό Δημόσιο και το ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Παλαιό Εκκλησιαστικό Ταμείο»   με τις με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ../2012  και …/2012 αντίστοιχα κύριες παρεμβάσεις τους, που έστρεφαν  κατά των ως άνω καθολικών διαδόχων του αρχικώς αιτούντος, ζητούσαν την απόρριψη της αίτησης και να αναγνωρισθεί το δικό τους δικαίωμα κυριότητας επι των επιδίκων, καθώς και να διαταχθεί η διόρθωση των σχετικών κτηματολογικών εγγραφών με απόφαση προσωρινά εκτελεστή. Κατά την επακολουθήσασα, μετά από  διαδοχικές αναβολές, δικάσιμο στις 28-9-2016 δηλώθηκε νομίμως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο θάνατος της …, χήρας ……., και ότι τη δίκη συνεχίζει  στη θέση της ο νόμιμος κληρονόμος της, υιός της, …………., και η δίκη διακόπηκε βιαίως εκ νέου. Τελικώς, η  ως άνω αίτηση και οι κύριες παρεμβάσεις συνεκδικάστηκαν από το πρωτοβάθμιο  Δικαστήριο στις 1-11-2017, και επ’ αυτών εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση του, με την οποία απορρίφθηκαν η αίτηση και η κύρια παρέμβαση του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Παλαιό Εκκλησιαστικό Ταμείο» και έγινε δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη η κύρια παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες, αιτούντες και κυρίως παρεμβαίνον ΝΠΔΔ, για λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν να εξαφανισθεί αυτή προκειμένου να γίνουν δεκτές αντιστοίχως, η αίτηση και η κύρια παρέμβαση και να απορριφθεί η κύρια παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου. Από την επανεκτίμηση της κατάθεσης του μάρτυρα του κυρίως παρεμβαίνοντος, Ελληνικού Δημοσίου, που εξετάστηκε ενόρκως, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του (οι λοιποί διάδικοι δεν εξέτασαν μάρτυρα), καθώς και από τα έγγραφα που νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Το επίδικο ακίνητο είναι ένα αγροτεμάχιο που βρίσκεται στη θέση «………….» της κτηματικής περιφέρειας Κερατσινίου, επί της νοητής προέκτασης των οδών ………….. Κατά τη κτηματογράφηση της περιοχής καταχωρήθηκε ως τρία γεωτεμάχια (αγνώστου ιδιοκτήτη), με ΚΑΕΚ …, …. και ….., έκτασης εκάστου 3028 τμ, 2986 τμ και 1627 τμ., και  συνολικής 7.641 τμ. Αυτό αποτελεί τμήμα του καταγεγραμμένου με ΒΚ ….. δημοσίου κτήματος, εμβαδού 912.790,50 τ.μ., κειμένου στη θέση «……» του Δήμου Κερατσινίου (όπως αποτυπώνεται με στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε -Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ -Μ-Ν-Ξ-Ο-Π-Ρ-Σ- Τ-Υ-φ.χ.ψ. Ω-Α’-Β’-Γ’-Δ’-Ε’-Ζ’-Η’-Θ’-Γ Κ’-Λ’-Μ’-Ν’-Ξ’-Ο’-Π’-Ρ’-Σ’-Α στο από 30-12-1971 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού του Υπουργείου Οικονομικών ……….., που καταγράφηκε ως τέτοιο την 1-8-1981 με βάση την υπ’ αρ. Δ ………/13-3-1979 διαταγή του Υπουργού Οικονομικών και κατόπιν της υπ’ αρ. …./23.6.1972 γνωμοδότησης του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων), το οποίο με τη σειρά  του φέρεται ως τμήμα του Εθνικού Λιβαδιού με τη γενική ονομασία «……», έκτασης 10.000 στρεμμάτων (καταγραμμένη ως δημόσια γαία  το έτος 1890  με αύξοντα αριθμό 113 στον γενικό πίνακα εθνικών και εκκλησιαστικών κτημάτων), όπου έχουν επίσης καταγραφεί και τα δημόσια κτήματα με ΒΚ …, έκτασης 1.396 στρεμμάτων και ΒΚ .. έκτασης 959 στρεμμάτων, που περιελάμβανε τις επιμέρους τοποθεσίες «………. ή (….)», «……..», «. ….» και «… ή … και συνόρευε ανατολικά με …….. ή …….., δυτικά με γαίες της Ιεράς Μονής …, βόρεια με … .., και νότια  με γαίες διαλυθείσας Ιερά Μονή …… παραχωρηθείσες στον ……., τα περιμετρικά όρια της οποίας, ωστόσο, δεν δύνανται να προσδιορισθούν επακριβώς λόγω έλλειψης τεχνικών στοιχείων. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι η επίδικη έκταση βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως (βλ. το με αριθμό ……./ 2011 έγγραφο της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών Δήμου Κερατσινίου- Δραπετσώνας), στη  βουνώδη περιοχή του εν λόγω δημοσίου κτήματος ΒΚ ….., που εκτείνεται από την οδό … στα ανατολικά και βόρεια έως (σχεδόν) την σημερινή οδό …. (προέκταση της ….) νότια και έως την σημερινή οδό …., όπου μέχρι το έτος 1978 λειτουργούσαν λατομεία, καταλαμβάνει δε τμήμα της επιφάνειας,  όπου ευρίσκεται η κερκίδα του … Θεάτρου, που ανηγέρθη το έτος 1984 και της πέραν τούτου βραχώδους εκτάσεως (παλαιό λατομείο). Πλέον συγκεκριμένα, το γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ ….. αποτελεί τμήμα των κερκίδων και της σκηνής του ως άνω θεάτρου, ενώ τα έτερα δύο γεωτεμάχια, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους προς Βορρά είναι βραχώδη με ισχυρές κλίσεις, καθόσον αποτελούσαν πρανή παλαιού λατομείου, ενώ νότια καλύπτονται από δασική βλάστηση σε ποσοστό 80% (σπάρτα, κυπαρίσσια, πεύκα, σχίνα, αλλά και καλλωπιστικά φυτά (στον περιβάλλοντα χώρο του θεάτρου) (βλ. το …../18-5-2011 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών Πειραιώς). Αυτή (επίδικη έκταση), που λόγω της μορφολογίας της ως κυρίως βουνώδης, βραχώδης και επικλινής, ακατάλληλη για συστηματική καλλιέργεια, υπαγόταν στις ανήκουσες στο Οθωμανικό Δημόσιο νεκρές γαίες (μεβάτ), περιήλθε δυνάμει της Συνθήκης της Κων/πόλεως, στο κυρίως παρεμβαίνον και ήδη εφεσίβλητο, Ελληνικό Δημόσιο το οποίο  μετά το τέλος των αγώνων υπέρ της ανεξαρτησίας του Ελληνικού Έθνους άρχισε να  τη νέμεται και να την κατέχει με διάνοια κυρίου και καλή πίστη συνεχώς και αδιαλείπτως ενεργώντας με τα νόμιμα όργανα του όλες τις πράξεις νομής, που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό της, όπως χαρτογραφήσεις [βλ. διαγράμματα γεωμέτρη …. (1858, 1889), … (1893,1898), … (1901), …. (1939), … (1971)], εκμισθώσεις χορτονομής  και παραχωρήσεις αυτής προς τρίτους (βλ. τα προσκομιζόμενα μισθωτήρια και διακηρύξεις περί ενοικιάσεως, όπου η ευρύτερη έκταση χαρακτηρίζεται ως «εθνική έκταση» ή «κτήμα Δημοσίου», και ενδεικτικά το από 29-9-1894 έγγραφο του Οικονομικού Εφόρου Πειραιά, όπου γίνεται ρητή αναφορά και στη θέση …)], ενώ με την με αριθμό 108424/1934 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας (133/ 16-10-1934 ΦΕΚ τ. Β’), η έκταση στη θέση …. κηρύχθηκε αναδασωτέα (βλ. την από 26-5-2003 έκθεση φωτοερμηνείας του δασολόγου, . ….). Ακόμη, η Κτηματική Εταιρία του Δημοσίου με το από 13.6.1984 παραχωρητήριο προέβη σε κατά χρήση παραχώρηση  ολόκληρου του ΒΚ ….  στους δήμους Νίκαιας και Κερατσινίου  (κατά τα αντίστοιχα τμήματα χωρικής αρμοδιότητας εκάστου Δήμου)  για δημιουργία παιδικών χαρών, πρασίνου και άλλων κοινόχρηστων χώρων, όπου ακολούθως ανεγέρθησαν εκεί το Κατράκειο Θέατρο  καθώς και ολυμπιακές και άλλες αθλητικές εγκαταστάσεις, σχολικά συγκροτήματα και χώροι πρασίνου. Την ίδια περιοχή, εξάλλου, το Ελληνικό Δημόσιο, από τότε που κατά τα προαναφερόμενα ανέλαβε  τη νομή της, φύλασσε,  επέβλεπε και επιτηρούσε συνεχώς διά των αρμοδίων οργάνων του, αποτρέποντας κάθε αυθαίρετη και χωρίς δικαίωμα πράξη, που επιχειρούσαν τρίτοι επ’ αυτής. Η συνεχής εποπτεία και επιτήρηση της εν λόγω έκτασης από το Ελληνικό Δημόσιο και η αδιάκοπη προσπάθεια του να αποτρέπει τις πολλαπλές επεμβάσεις, καταλήψεις και αυθαίρετες ενέργειες τρίτων σ’ αυτή, προκύπτει και από τα παρ’ αυτού επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, διά των οποίων είτε γίνεται ενημέρωση των αρμοδίων αρχών για επιχειρούμενες καταλήψεις ή άλλες αυθαίρετες ενέργειες τρίτων είτε δίδεται εντολή για τη λήψη μέτρων και την απόκρουση τέτοιων ενεργειών, με αναφορά μάλιστα σε μερικά εξ αυτών συγκεκριμένων προσώπων, που επιχειρούσαν καταπατήσεις (βλ. προσκομιζόμενα έγγραφα Οικονομικού Εφόρου), ενώ  μεταγενεστέρως προέβη και σε έκδοση πρωτοκόλλων διοικητικής αποβολής σε βάρος ιδιωτών για αυθαίρετη κατάληψη τμημάτων του κτήματος στη θέση … (βλ. τα υπ’αριθμ. ../1979, .., ../1980, …, .., .., …, …./1981 σχετικά πρωτόκολλα αποβολής). Τέλος, η άσκηση της νομής επι της ανωτέρω έκτασης εκ μέρους των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου και η ιδιότητα του επιδίκου ως τμήματος δημοσίου κτήματος δεν αναιρείται από τη λειτουργία εντός αυτού λατομείων, δεδομένου ότι στις διάφορες διακηρύξεις δημοπρασιών του Δημοσίου περί ενοικιάσεως της χορτονομής στην περιοχή «……….», περιλαμβανόταν όρος, σύμφωνα με τον οποίο: «ο ενοικιαστής δεν δύναται να εμποδίσει την εξόρυξη λίθων επί της εν λόγω εκτάσεως προερχομένη εκ μέρους του Δημοσίου ή παρά λατόμων αυτού ή παρά τρίτων εχ όντων γραπτή άδεια αυτού, μηδέ να ζητήσει ελάττωση του ενοικίου διά πάσα τοιαύτη λατόμευση εκ της εκτάσεως ταύτης, οφείλει μάλιστα να εξετάζει και να αναφέρει αμέσους αν οι λατομούντες δεν έχουν άδεια του Δημοσίου, άλλως καθίσταται και ούτος υπεύθυνος και διώκεται ως εν τω τρίτω της παρούσης όρω εκτίθεται». Από τον όρο αυτό, μάλιστα, αποδεικνύεται έτι περαιτέρω η κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου επί του λόφου «……», όπου βρίσκεται και το επίδικο ακίνητο [βλ. σχετικά και την υπ’αριθμ. 489/2006 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, που απέρριψε την έφεση της ενάγουσας εταιρίας με την επωνυμία «……..» κατά της με αριθμό 2791/2004 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δεχόμενο ότι η σε κοντινή απόσταση (161 μ.) ευρισκόμενη πλησίον της επίδικης έκταση (σύμφωνα με το από 23-1-2012 διάγραμμα  Τοπογράφου-Μηχανικού …………) ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο]. Σημειώνεται δε, ότι σύμφωνα με το από 18-1-1980 έγγραφο του Δασαρχείου Πειραιώς προς το Υπουργείο Γεωργίας, οι παλαιές εγκαταστάσεις των λατομείων του λόφου «…….», συνέχισαν να κατέχονται αυθαίρετα από τους λατόμους, των οποίων οι άδειες ανακλήθηκαν μετά από απόφαση του Υπουργείου Βιομηχανίας το 1978, και το Δασαρχείο αναφέρει στο ως άνω έγγραφο, ότι έχει ήδη λάβει όλα τα νόμιμα μέτρα κατά των καταπατητών με την υποβολή μηνύσεων, κατεδαφίσεις αυθαιρέτων κατασκευών και με την περίφραξη των εκτάσεων διά του Δήμου Νίκαιας, και την δενδροφύτευσή τους. Σύμφωνα, επομένως με τα ανωτέρω  το Ελληνικό Δημόσιο νεμόμενο την επίδικη έκταση κατά το χρονικό διάστημα από την απελευθέρωση του Ελληνικού Έθνους από τους Τούρκους μέχρι και την 11η Σεπτεμβρίου 1915,  κατέστη κύριο αυτής με έκτακτη χρησικτησία, το δικαίωμα του δε αυτό  ακολούθως ουδέποτε απώλεσε, δεδομένου ότι αυτό   δύναται εφεξής να καταλυθεί  από τρίτους μόνον με την συνδρομή των προϋποθέσεων της ειδικής χρησικτησίας, που ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 στοιχ. α β’ Ν. 3127/2003, διότι αφενός με το Ν. ΔΞΗ/1912 και τα διατάγματα «περί δικαιοστασίου», που εκδόθηκαν βάσει αυτού, ανεστάλη η κτητική παραγραφή, και αφ’ ετέρου με το άρθρο 21 του Ν.Δ. της 22.4/16.5.1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης» και το άρθρο 4 του Α.Ν. 1539/1938 ορίσθηκε ότι τα δικαιώματα επί των ακινήτων κτημάτων του δημοσίου εις ουδεμία παραγραφή υπόκεινται. Ως εκ τούτου, οι εκκαλούντες αλυσιτελώς επικαλούνται, ότι ο αρχικώς αιτών, ……., κατέστη κύριος του  επιδίκου ακινήτου δυνάμει του  υπ’ αριθμ. ………/1979 νόμιμα μεταγραμμένου συμβολαίου αγοράς του συμβολαιογράφου Πειραιά, ………., και των αναφερόμενων σε αυτό συμβολαιογραφικών τίτλων των δικαιοπαρόχων του.  Τέλος, αξίζει να σημειωθεί, ότι  ο ως άνω ……… κατά την ανέγερση του Κατράκειου θεάτρου, ουδόλως διαμαρτυρήθηκε για την κατάληψη τμήματος του ακινήτου του, αξίωσε δε δικαιώματα στο επίδικο για πρώτη φορά  25 έτη μετά, γεγονός που καταδεικνύει την εκ μέρους του μη άσκηση οιασδήποτε φυσικής εξουσίασης επ’ αυτού. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, και δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την κύρια παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου, εφεσιβλήτου στην με αρ. κατ. ………./ 2020 έφεση και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αίτηση, δεν έσφαλε κατά την εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου, ούτε εκτίμησε πλημμελώς τις αποδείξεις, όπως αβασίμως διατείνονται οι εκκαλούντες με τους λόγους έφεσης, και η έφεση πρέπει  να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ το παράβολο για την άσκηση της πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο και τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, Ελληνικού Δημοσίου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν μειωμένα σε βάρος των εκκαλούντων.  Περαιτέρω, αναφορικά με την επικαλούμενη από το έτερο κυρίως παρεμβαίνον, και ήδη εκκαλούν, Παλαιό Εκκλησιαστικό Ταμείο, κυριότητα του ιδίου επι του επιδίκου ακινήτου ως τμήμα  της καταγραμμένης ως δημόσιο κτήμα με Α.Β.Κ …. ευρύτερης περιοχής, που κατά τους ισχυρισμούς του περιήλθε σε αυτό με το β.δ. της 19.8./25.9.1833, ως ακίνητο  της διαλυθείσας  Μονής του ……,  ο ισχυρισμός του αυτός ουδόλως αποδείχθηκε. Ειδικότερα, όπως αποδείχθηκε η Μονή του ……….., η ίδρυση της οποίας, ως είναι γνωστό τοις πάσι, τοποθετείται χρονικά περί τον 16ο αιώνα, ευρισκόμενη στη βορειοανατολική πλευρά του λιμένος Πειραιά, διαλύθηκε μετά την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους από τους Τούρκους, δυνάμει του ΒΔ της 25-9/7-10-1833, και η περιουσία της περιήλθε στο συσταθέν με το ΒΔ 1-13/12/1834 (ΦΕΚ 41/21-12-1834) Εκκλησιαστικό Ταμείο. Με τον Ν. ΓΥΙΔ 3414/16-11-1909 (ΦΕΚ 270/19-11-1909) συνεστήθη νέο νομικό πρόσωπο υπό την επωνυμία «Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο», το οποίο στη συνέχεια καταργήθηκε με τον Ν. 4864/1909, δίχως, όμως, να καταργηθεί το προηγούμενο (παλαιό) Εκκλησιαστικό Ταμείο –(κυρίως παρεμβαίνον και ήδη εκκαλούν)-, που εξακολουθεί να υφίσταται και να τελεί υπό τη διαχείριση του Υπουργού Οικονομικών, κατά το άρθρο 5 του από 29-4-1843 δ/τος (συνδυασμένες διατάξεις: α) του δ/γματος της 4-12-1834 «περί της ιδιοκτησίας των εν τοις μοναστηρίοις μοναχών», β) του δ/γματος της 25-8-1835 «περί των εν Βασιλείω μοναστηρίων», γ) του δ/γματος της 26-4-1834 «περί  ιδιόκτητων μοναστηρίων και εκκλησιών», δ) του δ/γματος της 20-5-1836 «περί των εκκλησιαστικών κτημάτων», ε) του δ/γματος της 13-7-1838 και στ) του δ/γματος της 29-4-1843 «περί μεταβάσεως των εκκλησιαστικών εισοδημάτων εις την επί των Οικονομικών Γραμματεία»). Η εν λόγω Ιερά Μονή κατείχε πολλές εκτάσεις γης στην πειραϊκή χερσόνησο, χωρίς, όμως, να αποδεικνύεται ότι στην ιδιοκτησία της ανήκε και το τμήμα  της περιοχής …, που έχει καταγραφεί ως δημόσιο κτήμα με ΑΒΚ ….., στη θέση …,  όπου ευρίσκεται και η επίδικη έκταση. Πιο συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι η περιουσία της ως άνω διαλυθείσας Μονής του …. δεν ήταν ενιαία, αλλά διάσπαρτη σε διάφορες θέσεις με νοτιότερο σημείο τη θάλασσα, βορειότερο τις παρυφές του «….», ανατολικά το λιμάνι της Ζέας και δυτικά την παραλία του Κερατσινίου. Σύμφωνα με τον υπ’ αρ. …../24-7-1835 πίνακα εκκλησιαστικής περιουσίας της επί των εκκλησιαστικών και δημοσίας εκπαιδεύσεως Γραμματείας Επικρατείας η περιουσία της εν λόγω Μονής, που περιλάμβανε καλλιεργήσιμες γαίες, ανερχόταν σε έκταση 1600 τετρ. τεκτ. πήχεων, ενώ σύμφωνα με αρχείο της Εφορίας Δημοσίων Κτημάτων Αθηνών φέρεται να κατείχε 60 ακίνητα σε ………………., συνολικής έκτασης 2.177,5 στρεμμάτων. Το γεγονός, ωστόσο, ότι την ακίνητη περιουσία της διαλυθείσας Μονής του ……… διαχειριζόταν το ελληνικό δημόσιο, το οποίο ήταν και εκπρόσωπος του Παλαιού Εκκλησιαστικού Ταμείου, οδήγησε στην συγχώνευση αυτής με τα ακίνητα, που ανήκαν στο Ελληνικό Δημόσιο, υπό την έννοια ότι το τελευταίο, μέσω των αρμόδιων υπηρεσιών του, διαχειριζόταν ενιαία τα εκκλησιαστικά και δημόσια κτήματα χρησιμοποιώντας χωρίς διάκριση αμφότερες τις ονομασίες. Για το λόγο αυτό και στον  με αρ. ……. από 16-5-1890 πίνακα των εκκλησιαστικών και εθνικών κτημάτων -πέριξ της πόλεως του Πειραιώς- του υπουργείου οικονομικών καταγράφονται ενιαία, χωρίς να γίνεται αναφορά ποια από αυτά ανήκουν στην εκκλησιαστική περιουσία και ποια αποτελούν δημόσια κτήματα.  Η ενοποίηση αυτή των εκκλησιαστικών και δημοσίων κτημάτων δικαιολογεί και το γεγονός ότι, σε έγγραφα από το 1899 και εντεύθεν γίνεται αναφορά  στην περιοχή «……….» των 10.000 στρεμμάτων ως ιδιοκτησία του Εκκλησιαστικού Ταμείου. Εντούτοις, δεν αποδείχθηκε ότι η εν λόγω περιοχή, ως ενιαίο σύνολο, ανήκε στην διαλυθείσα Μονή και περιήλθε ως τέτοια στο κυρίως παρεμβαίνον και συνακόλουθα στη διαχείριση του Υπουργού Οικονομικών ως μοναστική-εκκλησιαστική περιουσία. Ειδικότερα για τη θέση …, όπως σημειώνεται στην από 27-5-2003 τεχνική έκθεση των μηχανικών της ομάδας εργασίας έρευνας ιδιοκτησιακού καθεστώτος περιοχής ……….., που συνεστήθη κατ’ εντολή του Υπουργού Οικονομικών, και την από 8-10-2003 συμπληρωματική αυτής, αναφορικά με την αρχική ιδιοκτησία της διαλελυμένης Μονής του ……………, από τους παρατιθέμενους εκεί πίνακες εκκλησιαστικής περιουσίας δεν προκύπτει η κυριότητα της Μονής ……… σε ακίνητα  στην  ως άνω τοποθεσία, ούτε υφίστανται σχετικά παραχωρητήρια για αυτήν. Περαιτέρω, σύμφωνα με αυτήν, λόγω γειτνίασης της θέσης  «…», για την οποία υφίστανται παραχωρητήρια γής, με τη θέση «….», ενδεχομένως να υπήρχε στα  όρια του ΒΚ … εκκλησιαστική περιουσία, πλην, όμως,  αυτή δεν μπορεί να τεκμηριωθεί κατ΄έκταση σε συγκεκριμένη τοποθεσία, διότι απωλέσθηκε  το διάγραμμα που απεικόνιζε τη θέση ….., και είχε εκπονήσει το έτος 1898 ο γεωμέτρης ….… κατά την κτηματογράφηση της  περιουσίας της εν λόγω Μονής, ενώ δεν υπάρχουν ούτε διαγράμματα για τις θέσεις «…», και «…..». Εξάλλου, το γεγονός ότι η ως ανω ευρύτερη έκταση των 912.790 στρεμμάτων κατεγράφη ως ανέκαθεν δημόσιο κτήμα κατόπιν διαταγής του Υπουργού Οικονομικών, ήτοι του εκ του νόμου διαχειριστή του εκκαλούντος ΝΠΔΔ, καταδεικνύει ότι αυτή δεν ουδέποτε υπήρξε εκκλησιαστική-μοναστική περιουσία. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς απέρριψε τη κύρια παρέμβαση του  ως άνω ΝΠΔΔ ως ουσιαστικά αβάσιμη και οι λόγοι  της έφεσης του (αριθ. κατ. ………../2020), με τους οποίους αυτό ισχυρίζεται τα αντίθετα τυγχάνουν απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Μετα ταύτα, η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη και  τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, μειωμένα,  (22 αρθρ. 1 ν. 3693/1957, σε συνδ. με άρθρ. 7, 9 νδ 2698/1993), σύμφωνα με όσα ειδικότερα αναφέρονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει με την παρουσία των διαδίκων τις από 8-7-2020 (αριθ. κατ. ………./2020)  και από 13-7-2020 (αριθ. κατ. ………./2020) εφέσεις κατά της υπ’  αριθ. 3261/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται  την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……………./ 2020 έφεση τυπικά και την απορρίπτει  κατ’ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο  του παραβόλου της έφεσης.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας εις βάρος των εκκαλούντων, και τα ορίζει  στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

Δέχεται  την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  ………/2020 έφεση τυπικά και την απορρίπτει  κατ’ουσίαν.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας εις βάρος του εκκαλούντος και τα ορίζει  στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  15 Ιουλίου 2024,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων, και των εκπροσώπων αυτών δικαστικών πληρεξουσίων ΝΣΚ και πληρεξουσίου δικηγόρου.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ