Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 361/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     361/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από το Γραμματέα Σ.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α.  ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην …… Αττικής, οδός …………. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτρη Χαρίση.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Κοντοσέα, μέλους της δικηγορικής εταιρίας «Γ. Κοντοσέας & Συνεργάτες Δικηγορική εταιρία», με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.            

Β. ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Κοντοσέα, μέλους της δικηγορικής εταιρίας «Γ. Κοντοσέας & Συνεργάτες Δικηγορική εταιρία», με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.           

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «…………….», που εδρεύει στην ……… Αττικής, οδός …………….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτρη Χαρίση.           

Ο εκκαλών στη Β έφεση – εφεσίβλητος στην Α έφεση άσκησε την από 30-12-2021 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./30-12-2021 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, απευθυνόμενη κατά της εκκαλούσας στην Α έφεση – εφεσίβλητης στη Β έφεση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθ. 2292/2022 οριστική απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται: α) η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την κρινόμενη από 9-8-2022 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ………../9-8-2022 και ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ………./9-8-2022 έφεση (υπό στοιχείο Α) και β) ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την κρινόμενη από 10-7-2023 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ………../10-7-2023 και ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ………./20-7-2023 έφεση, οι οποίες αρχικά ορίσθηκαν να συζητηθούν για την 21-9-2023, οπότε δεν εισήχθησαν προς συζήτηση λόγω απεργιών της ΑΔΕΔΥ και της Ομοσπονδίας Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδος. Ήδη οι εφέσεις επαναπροσδιορίστηκαν αυτεπάγγελτα με την υπ’ αριθ. 75/27-9-2023 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκαν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας – εφεσίβλητης, αφού έλαβε το λόγο από το Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος – εφεσίβλητου, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Οι υπό κρίση: α) από 9-8-2022 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ……./9-8-2022 και ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ……./9-8-2022 έφεση της εταιρίας «……..», κατά του ……….. (στο εξής: Α έφεση) και β) η από 10-7-2023 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ………/10-7-2023 και ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ………../20-7-2023 έφεση του εφεσίβλητου στην Α έφεση κατά της εκκαλούσας στην ίδια έφεση (στο εξής: Β έφεση), οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης (και δη κατά της με αριθ. 2292/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, επί της από 30-12-2021 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./30-12-2021 αγωγής του εκκαλούντος στη Β έφεση κατά της εκκαλούσας στην Α έφεση) είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ). Οι άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό των άνω εφέσεων δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ. 3 του άρθρου 495 Κ.Πολ.Δ,  λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (Εφ.Πειρ. 447/2023, www.efeteio-peir.gr).

2. Ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος, με την προαναφερθείσα από 30-12-2021 αγωγή του, όπως το δικόγραφό της εκτιμάται από το Δικαστήριο, εξέθεσε ότι, δυνάμει συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν διαδοχικά μεταξύ αυτού και της εναγόμενης, πλοιοκτήτριας του με ελληνική σημαία επιβατηγού-οχηματαγωγού πλοίου «BS2», ολικής χωρητικότητας 16.172,24 κόρων, ναυτολογήθηκε τις αναλυτικά αναφερόμενες ημερομηνίες ως θαλαμηπόλος στο ως άνω πλοίο και οι συμβάσεις εργασίας του συμφωνήθηκε να διέπονται από την ελληνική ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019. Ότι κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα ναυτολόγησής του στο άνω πλοίο εργαζόταν 14 ώρες ημερησίως, ενώ το πλοίο εκτελούσε και τα αναφερόμενα δρομολόγια εξπρές. Ότι από τις ένδικες ναυτολογήσεις του διατηρεί σε βάρος της εναγόμενης απαιτήσεις για πρόσθετη αμοιβή λόγω υπερωριακής απασχόλησης και δρομολογίων εξπρές, επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων και αποζημίωση για διανυκτερεύσεις που δεν του χορηγήθηκαν. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενος ευθύνη της εναγόμενης πλοιοκτήτριας από έγκυρες συμβάσεις ναυτικής εργασίας, ζήτησε, μετά από παραδεκτή μετατροπή από καταψηφιστικά σε έντοκα αναγνωριστικά όλων των αγωγικών κονδυλίων, πλην αυτού της αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση α) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει για αμοιβή λόγω υπερωριακής απασχόλησης 18.896,39 ευρώ και β) να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται να του καταβάλει 4.367,68 ευρώ για επιδόματα εορτών,  578,70 ευρώ για αμοιβή δρομολογίων εξπρές και 803,33 ευρώ για αποζημίωση λόγω μη χορηγηθεισών διανυκτερεύσεων, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας απόλυσής του (12-11-2021), άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Ακόμη, ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά του έξοδα.

3. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε την αγωγή ως ορισμένη, νόμιμη (πλην του παρεπόμενου αιτήματος για κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής για το αναγνωριστικό μέρος της αγωγής, το οποίο απορρίφθηκε ως μη νόμιμο) και εν μέρει βάσιμη κατ’ ουσία, υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα 7.468,58 ευρώ για δώρα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές και αποζημίωση λόγω μη χορηγηθεισών διανυκτερεύσεων και αναγνώρισε ότι η εναγόμενη υποχρεούται ακόμη να του καταβάλει 4.561,29 ευρώ για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λήξης της επίδικης εργασιακής σχέσης (12-11-2021), ενώ κήρυξε την απόφαση, κατά την ανωτέρω καταψηφιστική διάταξη, προσωρινά εκτελεστή. Επίσης, καταδίκασε την εναγόμενη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, ποσού 450,00 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται τόσο ο ενάγων όσο και η εναγόμενη με τους λόγους των εφέσεών τους, που συνιστούν παράπονα για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να αναδικαστεί η αγωγή από το Δικαστήριο τούτο και να γίνει δεκτή εν όλω ή να απορριφθεί στο σύνολό της αντιστοίχως. Επιπλέον, η εκκαλούσα – εναγόμενη, με τις προτάσεις της, ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν την εκτέλεση της εκκαλουμένης απόφασης, με την επιστροφή του ποσού των 7.957,97  ευρώ, κατά το οποίο κηρύχθηκε η τελευταία προσωρινά εκτελεστή, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής του. Σημειώνεται εδώ ότι το άνω αίτημα επαναφοράς είναι νόμιμο (άρθρο 914 Κ.Πολ.Δ.), ενώ το παρεπόμενο αίτημα επιδίκασης τόκων είναι νόμιμο από την επίδοση της απόφασης που θα εκδοθεί, εφόσον στο μείζον αίτημα περιλαμβάνεται και το έλασσον, καθόσον, πριν την έκδοση της περί επαναφοράς των πραγμάτων απόφασης, δεν υπάρχει απαίτηση για επιστροφή των καταβληθέντων δυνάμει προσωρινά εκτελεστής απόφασης και, κατά τα άρθρα 340, 345 και 346 Α.Κ, απαιτείται επίδοση της απόφασης για να επέλθει όχληση (Εφ.Πειρ. 447/2023, Εφ.Πειρ. 31/2022, Εφ.Πειρ. 593/2021, www.efeteio-peir.gr).

4. Απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 Κ.Πολ.Δ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται στη συνέχεια, χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς (Α.Π. 983/2021, www.areiospagos.gr), την από 21-2-2022 και με αριθ. πρωτ. ΔΣΠ ΕΒ …………. ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος ……………. ενώπιον του δικηγόρου Αθηνών . …., την υπ’ αριθ. ……../17-2-2022 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ……. ενώπιον της συμβολαιογράφου Αργοστολίου ……… και την υπ’ αριθ. ……../18-9-2023 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος ……. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ………, οι οποίες λήφθηκαν με πρωτοβουλία του ενάγοντος, μετά από νομότυπη (άρθρα 421, 422 Κ.Πολ.Δ.) κλήτευση της εναγόμενης (βλ. τις υπ’ αριθ. ………/16-2-2022, ………/14-2-2022 και ……../12-9-2023 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά,  ……..) και την υπ’ αριθ. ………/21-2-2022 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος της εναγόμενης …………. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, η οποία λήφθηκε με πρωτοβουλία της εναγόμενης μετά από νομότυπη (άρθρα 421, 422 Κ.Πολ.Δ.) κλήτευση του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθ. …………/12-9-2023 έκθεση επίδοσης της ίδιας άνω δικαστικής επιμελήτριας), χωρίς το γεγονός ότι οι άνω μάρτυρες του ενάγοντος τυγχάνουν αντίδικοι της εναγόμενης επειδή έχουν ασκήσει εναντίον της άλλη, δική τους, αγωγή με παρόμοιο αντικείμενο, να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (Εφ.Πειρ. 543/2022, Εφ.Πειρ. 509/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 149/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη, η οποία άλλωστε προσκομίζει ένορκη βεβαίωση ναυτικού που βρίσκεται σε σχέση (εργασιακής) εξάρτησης απ’ αυτή], σε συνδυασμό, τέλος, με τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται σύμφωνα με τα άρθρα 261 εδ.β, 352 παρ.1 και 591 παρ.1 Κ.Πολ.Δ, καθώς και με τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν  στον Πειραιά μεταξύ των διαδίκων, ο ενάγων,  απογεγραμμένος Έλληνας ναυτικός, κάτοχος του με αριθμό ………… ναυτικού φυλλαδίου, προσλήφθηκε από την εναγόμενη για να εργαστεί με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, στο ανήκον στην πλοιοκτησία της υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ ακτοπλοϊκό πλοίο «BS2», νηολογίου Πειραιά, αριθ. νηολ. …., κ.ο.χ. 16.172,24, ΔΔΣ …….. Συγκεκριμένα, ο ενάγων απασχολήθηκε με την άνω ειδικότητα α) από 5-2-2020 έως 19-5-2020, οπότε απολύθηκε στο λιμένα του Πειραιά λόγω «αδείας έως 19-6-2020», β) από 22-6-2020 έως 5-8-2020, οπότε απολύθηκε στον ίδιο λιμένα λόγω «αδείας έως 5-9-2020», γ) από 11-9-2020 έως 9-12-2020, οπότε απολύθηκε στον ίδιο λιμένα «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου, δ) από 22-1-2021 έως 3-3-2021, οπότε απολύθηκε στον ίδιο λιμένα «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου και ε) από 8-5-2021 έως 12-11-2021, οπότε απολύθηκε στον ίδιο λιμένα «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου. Κατά τα επίδικα άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του ενάγοντος οι όροι εργασίας του και ιδίως το ύψος των καταβαλλόμενων σ’ αυτόν αποδοχών ρυθμίζονταν από τους όρους της Συλλογικής Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας (Σ.Σ.Ν.Ε) Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019 [που κυρώθηκε με την υπ’ αρ. ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (Φ.Ε.Κ. Β’ 3170/12-8-2019), εφαρμοζόμενη αναδρομικά], γεγονός που δεν αμφισβητεί η εναγόμενη. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι κατά τα επίδικα άνω χρονικά διαστήματα το άνω πλοίο της εναγόμενης ήταν ενταγμένο σε ακτοπλοϊκή γραμμή και με αφετηρία το λιμάνι του Πειραιά, εκτελούσε τα ακόλουθα δρομολόγια:(ακολουθούν πίνακες δρομολογίων)

Αποδείχθηκε ακόμη ότι ο ενάγων, κατ’ εντολή του Προϊσταμένου του Αρχιθαλαμηπόλου, κατά το έτος 2020 και μέχρι το Μάρτιο 2021 απασχολούνταν στο κεντρικό μπαρ του πλοίου πρωινή βάρδια (εκκινώντας από την 06:00 πρωινή), ενίοτε όμως και νυχτερινή, δίχως να μεταβάλλεται το ωράριο απασχόλησής του, καθόσον το μπαρ παρέμενε ανοιχτό ολόκληρο το 24ωρο. Ειδικότερα, ετοίμαζε, διέθετε προς πώληση και πωλούσε τα διάφορα είδη του μπαρ προς τους επιβάτες, όπως σάντουιτς, και τυρόπιτες, συσκευασμένα είδη, ποτά, καφέδες και αναψυκτικά, εφοδίαζε το μπαρ με προϊόντα προς διάθεση και μεριμνούσε για την καθαριότητα και τον ευπρεπισμό του χώρου του μπαρ καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του. Το Μάρτιο 2020 και από Ιανουάριο έως και Μάρτιο 2021 έκανε νυχτερινή βάρδια  στο άνω μπαρ μέχρι τις 06:30, οπότε έδινε ταμείο στον πρωϊνό μπάρμαν και συνέχιζε με επιβιβάσεις και αποβιβάσεις επιβατών στα λιμάνια και καθαριότητες στις καμπίνες των επιβατών, βοηθούμενος από έναν επίκουρο. Τους υπόλοιπους μήνες του 2021 έκανε νυχτερινή βάρδια στο εξωτερικό μπαρ του πλοίου και συνέχιζε ομοίως με επιβιβάσεις και αποβιβάσεις επιβατών στα λιμάνια και καθαριότητες στις καμπίνες των επιβατών, επίσης βοηθούμενος από έναν επίκουρο. Κατά δε τις ημέρες που το πλοίο έμενε περισσότερες ώρες σε λιμάνι (όπως π.χ. όταν αυτό διανυκτέρευε στη Ρόδο), συμμετείχε στις εργασίες καθαριότητας των κοινόχρηστων χώρων, καθώς το πλοίο ήταν από τα μεγαλύτερα επιβατηγά της ακτοπλοΐας και εξυπηρετούσε πληθώρα επιβατών. Επιπρόσθετα, όπως και οι λοιποί συνάδελφοί του, εκτελούσε τετράωρες βάρδιες πυρασφάλειας στη ρεσεψιόν του πλοίου, δίχως ωστόσο και κατά τις ημέρες αυτές να απαλλάσσεται πλήρως των λοιπών καθηκόντων του. Τα παραπάνω καθήκοντά του εκτείνονταν και πέραν της νόμιμης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσης των εργασιών του και της διάρκειας των αλλεπάλληλων δρομολογίων που διενεργούσε το πλοίο. Στο πλοίο αυτό, σύμφωνα με την οργανική του σύνθεση, υπηρετούσαν εκτός του Αρχιθαλαμηπόλου και του Προϊσταμένου Αρχιθαλαμηπόλου, συνολικά 20 θαλαμηπόλοι και 14 επίκουροι και τραπεζοκόμοι, οι οποίοι μειώνονταν κατά το ένα τρίτο την περίοδο από 1η Νοεμβρίου έως 31 Μαρτίου λόγω μειωμένης επιβατικής κίνησης, ενώ οι θαλαμηπόλοι αυξάνονταν κατά δυο την περίοδο από 1η Απριλίου έως 30 Σεπτεμβρίου. Όμως, η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των καθορισμένων χρονικών ορίων δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον αυτή η πληρότητα αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν καταδεικνύει την ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, όπως αβάσιμα υπολαμβάνει η εναγόμενη, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα καταβαλλόταν στον ενάγοντα ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή του εργασία, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και όπως συνομολογείται  από την εναγόμενη (άρθρο 352 Κ.Πολ.Δ.), αναγνωριζομένης  εκ προοιμίου της ανάγκης  υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος. Για την υπερωριακή απασχόλησή του βεβαίωσαν ενόρκως οι άνω μάρτυρές του …………… (θαλαμηπόλος στο άνω πλοίο από το έτος 2014 έως και το έτος 2020, εκτός από μικρά χρονικά διαστήματα, με τελευταίες ναυτολογήσεις του, εντός των επίδικων χρονικών διαστημάτων, από 3-1-2020 έως 5-2-2020, από 11-3-2020 έως 19-5-2020 και από 1-6-2020 έως 21-8-2020), …….. (επίκουρος στο άνω πλοίο από 31-5-2021 έως και 29-9-2021) και …………. (θαλαμηπόλος στο άνω πλοίο από το έτος 2004 έως και τις 14-7-2023, εκτός από μικρά χρονικά διαστήματα, με τελευταίες ναυτολογήσεις της, εντός των επίδικων χρονικών διαστημάτων, από 5-2-2020 έως 19-5-2020, από 1-6-2020 έως 22-6-2020, από 10-7-2020 έως 5-9-2020, από 11-9-2020 έως 26-10-2020, από 11-12-2020 έως 22-1-2021, από 2-3-2021 έως 31-3-2021, από 28-4-2021 έως 30-6-2021, από 1-7-2021 έως 1-11-2021 και από 8-12-2021 έως 1-1-2022), καθώς και ο άνω μάρτυρας της εναγόμενης …… ……. (Προϊστάμενος Αρχιθαλαμηπόλος στο άνω πλοίο από Δεκέμβριο 2012 μέχρι και 21-2-2022, ο οποίος συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησής του), διαφοροποιούνται όμως οι τρεις πρώτοι από τον τελευταίο ως προς τη χρονική διάρκεια της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος και τα ανατιθέμενα σ’ αυτόν καθήκοντα. Οι εκατέρωθεν αυτές μαρτυρίες λαμβάνονται υπόψη κατά το μέτρο αξιοπιστίας και κατά το λόγο γνώσης του κάθε μάρτυρος και συνεκτιμώνται ελεύθερα με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και  τους κανόνες της λογικής. Το γεγονός ότι οι ενόρκως βεβαιώσαντες άνω μάρτυρες του ενάγοντος βρίσκονται σε αντιδικία με την εναγόμενη σε άλλη εκκρεμή δίκη επί ασκηθέντων αγωγών τους για την προάσπιση των εργασιακών τους δικαιωμάτων, δεν τους καθιστά αναξιόπιστους και εξαιρετέους, διότι δεν θεωρείται ότι έχουν άμεσο και βέβαιο συμφέρον ως αναγκαία συνέπεια της  έκβασης της προκείμενης δίκης (Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Αθ. 3879/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 421/2021, Εφ.Πειρ. 368/2019, www.efeteio-peir.gr). Επομένως, από τα προαναφερθέντα, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του άνω πλοίου, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος κατά τα επίδικα άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του ήταν δώδεκα ώρες και όχι δεκατέσσερις ώρες, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων, ούτε οκτώ και κατ’ εξαίρεση εννέα ώρες, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικεία Σ.Σ.Ε, ο ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τέσσερις ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες δώδεκα ώρες τέτοιας εργασίας. Το γεγονός ότι η υπερωριακή εργασία αυτή δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγόμενη, δια του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 107 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 των Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων ετών 2019 και 2022, καθώς και το γεγονός ότι ο ενάγων υπέγραφε το εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών τούτης (Εφ.Πειρ. 54/2022, Εφ.Πειρ. 34/2022, www.efeteio-peir.gr). Ούτε ο ισχυρισμός που προβλήθηκε πρωτόδικα από την εναγόμενη και επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του, ότι καθ’ όλη την διάρκεια ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο ο ενάγων ουδέποτε εξέφρασε παράπονο σχετικά με την εργασία του λαμβάνοντας τις μηνιαίες αποδοχές του χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, δεν αναιρεί το αποδεικνυόμενο γεγονός ότι αυτός απασχολούνταν υπερωριακά πέραν των υπερωριών που πληρωνόταν με την κατ’ αποκοπή συμφωνημένη αμοιβή, η δε ανεπιφύλακτη προσυπογραφή των μισθοδοτικών λογαριασμών λάμβανε χώρα αναγκαστικά υπό τον φόβο της απόλυσής του αν διαμαρτυρόταν.  Σε κάθε περίπτωση, αυτή δεν  συνιστά ούτε συνεπάγεται παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του και είναι άνευ έννομης επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του, που πηγάζουν  είτε από τον νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας είναι άκυρη (Α.Π. 1569/2017, Α.Π. 1635/2012, Α.Π. 1554/2011, Α.Π. 587/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, οι ώρες απλής ετοιμότητας ή ετοιμότητας κλήσης του προς εργασία στο πλοίο, όπως σε περίπτωση απονομής σ’ αυτόν επιμέρους καθηκόντων εφόσον εκδηλωθεί πυρκαγιά, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, αφού ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών, υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του κατ’ άρθρο 57 παρ 1 του Κ.Ι.Ν.Δ. (Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 284/2020, Εφ.Πειρ. 218/2016, Εφ.Πειρ. 45/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», έκδ. 3η, σ. 160, π.ρ.βλ. και Ολ.Α.Π. 10/2009, Α.Π. 230/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Υπό τα δεδομένα αυτά, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με πιο συνοπτικές αιτιολογίες, οι οποίες συμπληρώνονται με αυτές της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), δέχτηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν τις καθημερινές και Κυριακές, καθώς και τα Σάββατα και τις αργίες των επίδικων περιόδων, κατά μέσο όρο, επί δώδεκα ώρες στο  ανωτέρω πλοίο, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος (με τον οποίο, κατά το σχετικό μέρος του, αυτός ισχυρίζεται ότι εργαζόταν επί δεκατέσσερις ώρες ημερησίως) και στον πρώτο λόγο της έφεσης της εναγόμενης (με τον οποίο, κατά το σχετικό μέρος του, αυτή ισχυρίζεται ότι ο ενάγων εργαζόταν οκτώ και κατ’ εξαίρεση εννέα ώρες ημερησίως), πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ’ ουσία.

5. Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον που δεσμεύεται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Σ.Σ.Ε.), θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη Σ.Σ.Ε. όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντίθετων συμφωνιών. Όμως, όροι ατομικής σύμβασης εργασίας, ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε Σ.Σ.Ε, είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη Σ.Σ.Ε. και περιλήφθηκε όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νόμιμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο της σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της σχετικής σύμβασης. Επίσης, τα προαναφερθέντα ισχύουν και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία οι οποίες θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις που καθορίζουν κατ’ αποκοπή το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη υπερωριακή εργασία, διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της σύμβασης κάλυψης των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελάχιστων ορίων συμβατικές αποδοχές στη χερσαία εργασία, δεν εφαρμόζεται στην πάγια κατ’ αποκοπή αμοιβή υπερωριών που προβλέπουν οι Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (Σ.Σ.Ν.Ε) για μερικές ειδικότητες ναυτικών, όπως, εν προκειμένω του θαλαμηπόλου, η οποία μάλιστα, φέρει το χαρακτήρα όχι αποζημίωσης, αλλά πρόσθετης αμοιβής. Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπόμενου από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, της δραστηριότητος και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικίες Σ.Σ.Ν.Ε. αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί του καταλογισμού αυτών στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο ορισμένως και ειδικώς μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (Α.Π. 1013/2003, Α.Π. 225/2002,  Εφ.Πειρ. 485/2022, Εφ.Πειρ. 173/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 72/2019, Εφ.Πειρ. 588/2018, Εφ.Πειρ. 213/2016, Εφ.Πειρ. 441/2015, Εφ.Πειρ. 465/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κοροτζή, «Ναυτικό Δίκαιο, τ. 1ος, υπ’ άρθρο 60, σ. 326).

6. Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων, με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, κατά το σχετικό μέρος του, ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα δέχθηκε την προβληθείσα από την εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη στη Β έφεση ένσταση συμψηφισμού των καταβληθέντων σ’ αυτόν, πέραν των νόμιμων, «έκτακτων αμοιβών» συνολικού ποσού 3.565,19 ευρώ βάσει όρου της ατομικής του σύμβασης και συμψήφισε το ποσό αυτό προς το ποσό των 8.941,65 ευρώ που δέχθηκε ότι του οφείλεται ως διαφορά για την υπερωριακή του εργασία κατά τις καθημερινές και εργάσιμες ημέρες και τις Κυριακές, με αποτέλεσμα να περιορίσει το οφειλόμενο σ’ αυτόν για την αιτία αυτή ποσό μόνο σε 5.376,46 ευρώ, αν και ο ίδιος, κατ’ αντένσταση που πρόβαλε νόμιμα κατά την πρωτοβάθμια δίκη και επαναφέρει και στη δευτεροβάθμια δίκη, ισχυρίστηκε και πλήρως απέδειξε ότι ο όρος που περιλήφθηκε στις ατομικές του συμβάσεις εργασίας περί συμψηφισμού κάθε ποσού που θα του κατέβαλε η εναγόμενη  – εφεσίβλητη στη Β έφεση πέραν των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών του είναι αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης. Για την απόδειξη της άνω ένστασης συμψηφισμού η εναγόμενη προσκόμισε πρωτόδικα με τις έγγραφες προτάσεις της και προσκομίζει, παραδεκτά και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αποδείξεις πληρωμής μηνιαίας μισθοδοσίας του ενάγοντος για τις περιόδους των ένδικων ναυτολογήσεών του στο άνω πλοίο, από τις οποίες αποδεικνύεται ότι, κατά τη διάρκεια των άνω ναυτολογήσεών του, του κατέβαλε μηνιαίως διάφορα χρηματικά ποσά με την αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», συνολικού ύψους 3.565,19 ευρώ. Δεν αποδείχθηκε όμως ότι συντρέχουν οι αναφερόμενες στην υπ’ αριθ. 5 άνω νομική σκέψη προϋποθέσεις επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού των καταβαλλόμενων κάθε φορά στον ενάγοντα διαφορετικών  πρόσθετων ποσών με την οφειλόμενη προς αυτόν αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ορισμένη και ειδική συμφωνία μεταξύ των συμβληθέντων μερών περί καταλογισμού των πρόσθετων αυτών ποσών στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές του ενάγοντος που προβλέπονταν από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε, αφού, η αόριστη διατύπωση του υπ’ αριθ. 1 συμπληρωματικού όρου των από 5-2-2020. 22-6-2020, 11-9-2020, 22-1-2021 και 28-5-2021 έγγραφων συμβάσεων ναυτικής εργασίας του στο πλοίο αυτό: «Κάθε ποσό που καταβάλει η εταιρία στο ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας», ερμηνευμένου κατά τα άρθρα 173, 200 Α.Κ. (Α.Π. 1214/2010, Α.Π. 1746/2009, Α.Π. 142/2003, Α.Π. 737/2001, Εφ.Πειρ. 196/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), δεν επιτρέπει το συμψηφισμό των ως άνω πρόσθετων ποσών που χορηγούσε η εναγόμενη εξ ελευθεριότητας προς τον ενάγοντα με την οφειλόμενη προς αυτόν αμοιβή για υπερωριακή εργασία, αφού στον ως άνω συμβατικό όρο δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα (κατά ποιόν και ποσόν), οι υπέρτερες αποδοχές οι οποίες θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγόμενης προς τον ενάγοντα. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …») δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητά ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν υποχρεώσεις της εναγόμενης από τη σύμβαση για υπερωριακή αμοιβή ή για δώρα εορτών (Εφ.Πειρ. 205/2019, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 465/2009, ό.α.). Σε κάθε περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι τα ποσά που ο ενάγων έλαβε ως «έκτακτες αμοιβές» αποτελούσαν ποσοστό επί των εισπράξεων των μπαρ και εστιατορίων του πλοίου, διανεμόμενο μεταξύ των μελών του προσωπικού ενδιαίτησης και όχι σε ολόκληρο το πλήρωμα, μολονότι, όπως δεν αμφισβητείται, η επίμαχη συμφωνία «συμψηφισμού» περιλαμβανόταν στις συμβάσεις όλων των απασχολούμενων σ’ αυτό ναυτικών ανεξαρτήτως ειδικότητας. Ούτε προσδιορίστηκε κατά τρόπο συγκεκριμένο και αναμφίβολο ότι τα ποσά που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό επί των ως άνω εισπράξεων θα υπόκεινται (αυτά και όχι οποιαδήποτε άλλα) σε συμψηφισμό με ενδεχόμενες νόμιμες αξιώσεις του ενάγοντος πέραν των συμβατικά προβλεπόμενων. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι τα ποσά αυτά των «έκτακτων αμοιβών» προέκυψε ότι δεν τα κατέβαλε στην πραγματικότητα η εναγόμενη αλλά τρίτος και συγκεκριμένα η ανώνυμη εταιρία «………..» (πρώην «………………»), στην οποία είχε παραχωρηθεί με σύμβαση η εκμετάλλευση των μπαρ και εστιατορίων του πλοίου και η οποία εισέπραττε το τίμημα της πώλησης απ’ αυτά αγαθών στους επιβάτες και κατέβαλε ποσοστό από τις εισπράξεις αυτές στα μέλη του πληρώματος ενδιαίτησης, ως αντάλλαγμα για την αρωγή τους στην προώθηση των πωλήσεών της επί του πλοίου, με αποτέλεσμα να μην είναι σύννομη η πρότασή τους σε συμψηφισμό, βασική προϋπόθεση του οποίου αποτελεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 440 ΑΚ, η αμοιβαιότητα των απαιτήσεων, υπό την έννοια ότι ο οφειλέτης της κύριας απαίτησης, κατά της οποίας προτείνεται ο συμψηφισμός, είναι και δανειστής της ανταπαίτησης που προβάλλεται σε συμψηφισμό και, αντίστοιχα, ο δανειστής της κύριας απαίτησης είναι συγχρόνως και οφειλέτης της ανταπαίτησης (Α.Π. 1703/2008, Α.Π. 955/1995, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Καρακατσάνης, Ο συμψηφισμός με μονομερή δικαιοπραξία, 1980, παρ. 7, σ. 106, Ι. Καράκωστας, Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία – Νομολογία – Σχόλια, τόμος 3, Γενικό Ενοχικό, 2006, υπ’ άρθρο 440, ΙΙ, αριθ. 1489, σ. 794), κατά τρόπον ώστε ο οφειλέτης να δύναται να συμψηφίσει μόνο δικές του ανταπαιτήσεις και όχι ξένες. Επομένως, έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση συμψήφισε τα καταβληθέντα στον ενάγοντα ποσά έκτακτων αμοιβών, με την οφειλόμενη σ’ αυτόν υπερωριακή αμοιβή, όπως βάσιμα παραπονείται ο ενάγων με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, κατά το σχετικό μέρος του.

7. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα και σύμφωνα με το οικείο αγωγικό αίτημα και τα προβλεπόμενα στην προαναφερόμενη Σ.Σ.Ν.Ε, ο ενάγων δικαιούται για τα επίδικα χρονικά διαστήματα εργασίας του στο πλοίο «BS2» με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου τα ακόλουθα ποσά:

Ι. Ως διαφορά επί της αμοιβής για υπερωριακή εργασία: α) για 355 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες υπερωριακή εργασία ημερησίως = 1.420 ώρες Χ 8,70 ευρώ ωρομίσθιο = 12.354,00 ευρώ, από τα οποία, μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος από την εναγόμενη συνολικού ποσού 3.412,35 ευρώ για παροχή εργασίας τις καθημερινές και Κυριακές, όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο (12.354,00 – 3.412,35) 8.941,65 ευρώ, και β) για 60 Σάββατα και 10 αργίες, τα οποία δεν αρνείται η εναγόμενη και συνολικά για 840 ώρες Χ 12 ώρες υπερωριακή εργασία ημερησίως = 8.769,60 ευρώ, από τα οποία, μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος από την εναγόμενη συνολικού ποσού 6.677,48 ευρώ για παροχή εργασίας τα Σάββατα και τις αργίες, όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο (8.769,60 – 6.677,48) 2.092,12 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ομοίως και επιδίκασε στον ενάγοντα το ίδιο άνω ποσό για υπερωριακή εργασία του που ανέρχονταν κατά μέσον όρο σε 4 ώρες ημερησίως τις καθημερινές και τις Κυριακές και σε 12 ώρες ημερησίως τα Σάββατα και τις αργίες, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ’ ουσία ο δεύτερος λόγος της έφεσης του ενάγοντος και ο δεύτερος λόγος της έφεσης της εναγόμενης, κατά το μέρος τους με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.           

ΙΙ) Ως διαφορά επί των δώρων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων ετών 2020 και 2021.

Δεδομένου ότι κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος προς υπολογισμό των δώρων εορτών ανέρχονταν στο ποσό των 4.104,31  ευρώ [μισθός ενεργείας 1.204,77 ευρώ + επίδομα Κυριακών 265,05 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 ευρώ + μηνιαίο αντίτιμο τροφής (19,98 ευρώ Χ 30 ημέρες) 599,40 ευρώ + επίδομα αδείας 433,95 ευρώ (μισθός ενεργείας 1.204,77 ευρώ + επίδομα Κυριακών 265,05 ευρώ = 1.469,82 ευρώ / 22 + 19,98 ημερήσια τροφοδοσία) Χ 5 ημερομίσθια) + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής εργασίας 1.564,50 ευρώ (21.123,60 ευρώ η συνολική αμοιβή /405 ημέρες απασχόλησης = 52,15 ευρώ Χ 30)], ενόψει του ότι, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της εναγόμενης με το δεύτερο λόγο της έφεσής της, νόμιμα συνυπολογίζονται για την εξεύρεση των τακτικών αυτών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος η αποζημίωση μη πραγματοποίησης αδείας (Εφ.Πειρ. 59/2024, Εφ.Πειρ. 59/2024, Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 397/2020, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 18/2016, Εφ.Πειρ. 160/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και το μηνιαίο αντίτιμο τροφής, είτε παρέχονταν αυτούσια είτε σε χρήμα, διότι αυτό αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (Α.Π. 1013/2003, Εφ.Πειρ. 59/2024, Εφ.Πειρ. 383/2022, Εφ.Πειρ. 463/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά), ο ενάγων δικαιούται ως δώρα εορτών τα παρακάτω ποσά, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό με εκείνες των παρ. παρ. 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (Φ.Ε.Κ. Β’ 1/7.1.1982): α) Ως αναλογία δώρου Πάσχα 2020 για την απασχόλησή του από 5-2-2020 έως 17-4-2020 (73 ημέρες) ποσό ίσο με το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού του για κάθε οκτώ ημέρες απασχόλησης και δη το ποσό των (4.104,31 ευρώ / 2 = 2.025,15 / 15 = 136,81 Χ 9,125 οκταήμερα=) 1.248,39 ευρώ, από το οποίο, μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος από την εναγόμενη ποσού 668,91 ευρώ για την άνω αιτία, όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο  (1.248,39 – 668,91) 579,48 ευρώ, β) Ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2020 για την απασχόλησή του από 13-5-2020 έως 19-5-2020, από 22-6-2020 έως 5-8-2020 και από 11-9-2020 έως 9-12-2020 (142 ημέρες) ποσό ίσο με τα 2/15 του μηνιαίου μισθού του για κάθε δέκα εννέα ημέρες απασχόλησης και δη το ποσό των (4.104,31 ευρώ X 2/25 = 328,34 Χ 7,47 δεκαεννιαήμερα=) 2.452,70 ευρώ, από το οποίο, μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος από την εναγόμενη ποσού 1.305,89 ευρώ για την άνω αιτία, όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο  (2.452,70 – 1.305,89) 1.146,81 ευρώ. γ) Ως αναλογία δώρου Πάσχα 2021 για την απασχόλησή του από 22-1-2021 έως 3-3-2021 (41 ημέρες) ποσό ίσο με το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού του για κάθε οκτώ ημέρες απασχόλησης και δη το ποσό των (4.104,31 ευρώ / 2 = 2.025,15 / 15 = 136,81 Χ 5,125 οκταήμερα=) 701,15 ευρώ, από το οποίο, μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος από την εναγόμενη ποσού 380,49 ευρώ για την άνω αιτία, όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο  (701,15 – 380,49) 320,66 ευρώ και δ) Ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2021 για την απασχόλησή του από 28-5-2021 έως 12-11-2021 (169 ημέρες) ποσό ίσο με τα 2/15 του μηνιαίου μισθού του για κάθε δέκα εννέα ημέρες απασχόλησης και δη το ποσό των (4.104,31 ευρώ X 2/25 = 328,34 Χ 8,89 δεκαεννιαήμερα=) 2.918,94 ευρώ, από το οποίο, μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος από την εναγόμενη ποσού 1.533,11 ευρώ για την άνω αιτία, όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο  (2.918,94 – 1.533,11) 1.385,83 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ομοίως και επιδίκασε στον ενάγοντα τα ίδια άνω ποσά για αναλογία δώρων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων ετών 2020 και 2021, συνυπολογίζοντας για την εξεύρεση των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ’ ουσία ο δεύτερος λόγος της έφεσης του ενάγοντος και ο δεύτερος λόγος της έφεσης της εναγόμενης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα.

ΙΙΙ) Ως διαφορά επί της πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές.

Όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη και δεν πλήττεται με ειδικό λόγο έφεσης, το άνω πλοίο, κατά τη διάρκεια των άνω ναυτολογήσεων του ενάγοντος, πραγματοποιούσε λιγότερα από πέντε (5) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα (περίπτωση που ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 60 ΚΙΝΔ και 33 της άνω ΣΣΝΕ), καθένα των οποίων διαρκούσε πάνω από δώδεκα (12) ώρες, απέπλεε δε από το λιμάνι αφετηρίας, που ήταν ο Πειραιάς, πριν τη συμπλήρωση παραμονής έξι (6) ωρών σε αυτό και πραγματοποίησε κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα συνολικά 50,16 ώρες πρόωρης αναχώρησης, που αντιστοιχούν σε 6,72 δρομολόγια εξπρές. Επομένως ο ενάγων, ως πλήρωμα του άνω πλοίου, δικαιούταν πρόσθετης αμοιβής, υπολογιζόμενης σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2, 3, 4 και 7α του άρθρου 33 της εφαρμοστέας άνω ΣΣΝΕ. Με τον τρίτο λόγο της έφεσής του ο ίδιος παραπονείται για τον υπολογισμό από την εκκαλουμένη της πρόσθετης αμοιβής που του επιδικάστηκε για δρομολόγια εξπρές και συγκεκριμένα α) για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων επειδή συνυπολογίστηκε μικρότερος μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας του και β) για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, επειδή δεν συνυπολογίστηκε στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές η μηνιαία αναλογία των δώρων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων / Νέου Έτους. Αντίστοιχα, με τον τρίτο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη παραπονείται για τον υπολογισμό από την εκκαλουμένη της πρόσθετης αμοιβής που επιδικάστηκε στον ενάγοντα για δρομολόγια εξπρές και συγκεκριμένα α) για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων επειδή συνυπολογίστηκε μεγαλύτερος μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας του, η οποία, κατ’ αυτήν, σε καμία περίπτωση δεν ξεπερνούσε τις 9 ώρες ημερησίως και β) για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, επειδή συνυπολογίστηκαν στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του οι αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας. Οι ανωτέρω λόγοι έφεσης α) καθ’ ο μέρος επικαλούνται διαφορετικό μέσο όρο αμοιβής υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος από αυτόν που έκρινε η εκκαλουμένη, είναι αβάσιμοι, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω (παρ. 4) και β) καθ’ ο μέρος αναφέρονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, επειδή δεν συνυπολογίστηκαν στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος οι αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας είναι αβάσιμοι, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω (παρ. 7 ΙΙ), ενώ γ) καθ’ ο μέρος αναφέρονται σε εσφαλμένο μη συνυπολογισμό των δώρων εορτών που του καταβάλλονταν στις τακτικές αποδοχές με βάση τις οποίες υπολογίζεται η πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές, είναι βάσιμοι (Α.Π. 1224/2019, Εφ.Πειρ. 149/2022, Εφ.Πειρ. 495/2017, Εφ.Πειρ. 268/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 207/2023, Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 557/2022, Εφ.Πειρ. 422/2021, Εφ.Πειρ. 120/2019, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά). Κατόπιν τούτων, οι πάγια και σταθερά καταβαλλόμενες αποδοχές του ενάγοντος για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής του για δρομολόγια εξπρές ανέρχονται στο ποσό των 4.358,59  ευρώ [μισθός ενεργείας 1.204,77 ευρώ + επίδομα Κυριακών 265,05 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 ευρώ + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 ευρώ + επίδομα αδείας 433,95 ευρώ + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής εργασίας 1.564,50 ευρώ (21.123,60 ευρώ η συνολική αμοιβή /405 ημέρες απασχόλησης = 52,15 ευρώ Χ 30 ημέρες) + μέσος όρος μηνιαίας αναλογίας δώρων εορτών 254,28 ευρώ (3.432,78 ευρώ το σύνολο των δώρων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων / 405 ημέρες απασχόλησης = 8,47 ευρώ Χ 30 ημέρες)]. Συνεπώς για τα 6,27 δρομολόγια εξπρές που πραγματοποίησε το πλοίο BS2 κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα ο ενάγων δικαιούται ποσό 4.358,59  ευρώ /30= ευρώ Χ 6,27=) 910,94 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε συνολικό ποσό 532,61 ευρώ, όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται και οφείλεται σ’ αυτόν υπόλοιπο ποσό 378,33 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε ότι οφείλεται στον ενάγοντα ως διαφορά πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές το έλασσον ποσό των 325,18 ευρώ, επειδή δεν συμπεριέλαβε (καίτοι ο ενάγων το ζητούσε) στις άνω τακτικές μηνιαίες αποδοχές του για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής του για δρομολόγια εξπρές το μέσο όρο μηνιαίας αναλογίας δώρων εορτών, έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως βάσιμος κατά το σχετικό μέρος του ο τρίτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος και να απορριφθεί κατά τα λοιπά ως αβάσιμος ο ίδιος λόγος, όπως και ο τρίτος λόγος της έφεσης της εναγόμενης. Και

ΙV) Ως αποζημίωση για μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις:

Για τα επίδικα άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του ο ενάγων δικαιούταν κατ’ άρθρο 16 παρ. 1 της προαναφερθείσας Σ.Σ.Ν.Ε. δυο ημέρες άδειας διανυκτέρευσης κατά τους μήνες Φεβρουάριο, Μάρτιο, Απρίλιο, Οκτώβριο και Νοέμβριο του έτους 2020 και κατά τους μήνες Φεβρουάριο, Ιούνιο και Οκτώβριο του έτους 2021 και από μια ημέρα άδειας κατά τους μήνες Ιούλιο και Σεπτέμβριο του έτους 2020 και Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο του έτους 2021 και συνολικά 21 ημέρες άδειας, από δε τα προσκομιζόμενα με επίκληση από την εναγόμενη αντίγραφα του ημερολογίου γέφυρας του άνω πλοίου, με τις συνημμένες αιτήσεις του ενάγοντος, προκύπτει ότι αυτός έλαβε άδειες διανυκτέρευσης από 19-10-2020 έως 21-10-2020 και από 15-9-2021 έως 17-9-2021. Συνεπώς, έλαβε την προβλεπόμενη διήμερη άδεια για το μήνα Οκτώβριο του έτους 2020 και την μονοήμερη για το Σεπτέμβριο του έτους 2021, ενώ συνολικά δεν έλαβε 18 άδειες διανυκτέρευσης (όπως συνάγεται ιδίως εκ του ότι δεν προσκομίστηκε κάποιο αντίθετο έγγραφο στοιχείο, ούτε προσδιορίστηκαν χρονικά διανυκτερεύσεις πλην των ανωτέρω, ενώ καταβάλλονταν από την εναγόμενη διάφορα ποσά για τη σχετική αποζημίωση, όπως προκύπτει από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντος), για τις οποίες, κατ’ άρθρο 16 παρ. 2 της άνω ΣΣΝΕ, αυτός δικαιούται ως αποζημίωση ποσό [(1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας /22=) 54,76 ευρώ Χ (21-3) 18 διανυκτερεύσεις=] 985,68 ευρώ, εκ των οποίων έχει λάβει, όπως ο ίδιος συνομολογεί, 182,35 ευρώ και του οφείλεται υπόλοιπο ποσό 803,33 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση και επιδίκασε στον ενάγοντα ως αποζημίωση διανυκτέρευσης το ίδιο άνω ποσό (803,33  ευρώ), αφού προηγουμένως απέρριψε, χωρίς ειδική αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), ως ουσιαστικά αβάσιμο τον ισχυρισμό της εναγόμενης ότι χορήγησε στον ενάγοντα όλες τις δικαιούμενες άδειες διανυκτέρευσης και ότι απλώς τούτο δεν καταγράφηκε στο ημερολόγιο του πλοίου, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο τέταρτος λόγος της έφεσης της εναγόμενης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

8. Μετά ταύτα, το σύνολο, των αξιώσεων του ενάγοντος από την προαναφερθείσα απασχόλησή του στο άνω πλοίο ανέρχεται στο ποσό των 15.648,21 ευρώ (8.941,65 + 2.092,12 + 579,48 + 1.146,81 + 320,66 + 1.385,83 + 378,33 + 803,33), το οποίο οφείλει να του καταβάλει η εναγόμενη υπό την ιδιότητά της ως πλοιοκτήτρια του πλοίου αυτού.

9. Με τον πέμπτο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη επαναφέρει τον ισχυρισμό που πρόβαλε πρωτόδικα και απορρίφθηκε ως μη νόμιμος, ότι είναι καταχρηστική η άσκηση της αγωγής, επειδή ο ενάγων, με θετικές ενέργειές του, της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις ένδικες περιουσιακές αξιώσεις του, που είναι υπέρογκες και της δημιουργούν τεράστιο οικονομικό βάρος. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι ο ενάγων παρέμεινε στην υπηρεσία της επί πολλά χρόνια χωρίς να ισχυριστεί ποτέ ότι δεν αμειβόταν κανονικά, αντίθετα, λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της ως εργοδότριας, καθώς και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης πέραν της νόμιμης και ποτέ δεν ήγειρε θέμα άλλων αξιώσεων, παραλάμβανε δε και υπέγραφε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις πληρωμής του, χωρίς να εκφράζει αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αποδοχών του και υπέγραφε χωρίς επιφύλαξη και τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, δια της οποίας (υπογραφής του) αναγνώριζε κατ’ ουσία και τη διαβεβαίωνε ότι δεν υφίσταται απαίτησή του για υπερωριακή απασχόληση πέραν των εκεί αναφερομένων. Ο ισχυρισμός της αυτός δεν είναι νόμιμος, προεχόντως διότι η διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα (Εφ.Πειρ. 543/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 173/2022, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 593/2021, www.efeteio-peir.gr), όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα, παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος, αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος του τελευταίου που απορρέει από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, υποστηρίζοντας ότι τον έχει εξοφλήσει πλήρως. Κι αν ακόμα γινόταν όμως δεκτό ότι ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219 Κ.Πολ.Δ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις πράγματι γεννήθηκαν, τα επικαλούμενα περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 Α.Κ, αφού ο ενάγων δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νόμιμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Τούτο διότι, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο, τις Σ.Σ.Ε. και άλλες κανονιστικές διατάξεις ελάχιστα όρια των αποδοχών του, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους, καθώς και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση και άλλες πρόσθετες αμοιβές που αποδεικνύονται (Α.Π. 1569/2017, Α.Π. 1554/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1089/2006, Δ.Ε.Ε. 2006, 1178, Α.Π. 75/2003, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Ληξουριώτη, «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», σ. 66). Εξάλλου, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νόμιμων ελάχιστων  αποδοχών του (Α.Π. 1158/2009, Α.Π. 1203/2000, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 173/2022, Εφ.Πειρ. 549/2022, Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ. 670/2019, www.efeteio-peir.gr). Στην προκειμένη περίπτωση, η περιγραφόμενη στάση του ενάγοντος συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά, που θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό περί κατάχρησης δικαιώματος της εναγόμενης θα συνιστούσε η υπογραφή του σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής του απασχόλησης, αν τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότριά του εναγόμενη, η οποία θα τις ενέκρινε και εν συνεχεία εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του εργαζόμενου ναυτικού συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη (Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 593/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, μόνο το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στην εναγόμενη η ευδοκίμηση της αγωγής δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (Εφ.Πειρ. 549/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, ό.α.). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του επίσης απέρριψε ως μη νόμιμη την άνω ένσταση της εναγόμενης κατ’ άρθρο 281 Α.Κ, έστω με πιο συνοπτική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο πέμπτος λόγος της έφεσής της, με τον οποίον αυτή υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

10) Ακολούθως, μη υπάρχοντος άλλου λόγου των άνω εφέσεων προς εξέταση, πρέπει: α) να απορριφθεί η Α έφεση της εναγόμενης ως αβάσιμη κατ’ ουσία και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για τον παρόντα (δεύτερο) βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός του (άρθρα 106, 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) και β) να γίνει δεκτή η Α έφεση του ενάγοντος ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ ουσία και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, όχι μόνο ως προς τα κεφάλαια για τα οποία έγιναν δεκτοί οι λόγοι της έφεσής του, αλλά στο σύνολό της, για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου (Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Εφ.Λαρ. 4/2017, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεσις, έκδοση 2006, σ.σ. 430, 431) και εντεύθεν και ως προς τη σχετική διάταξη των δικαστικών εξόδων. Στη συνέχεια, πρέπει  να κρατηθεί η υπόθεση (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), να δικασθεί κατ’ ουσία η ένδικη αγωγή, να γίνει αυτή δεκτή εν μέρει ως βάσιμη κατ’ ουσία [εφόσον αρμόδια (άρθρα 16 αριθ. 2, 25 παρ. 2, 33 Κ.Πολ.Δ, 51 Ν. 2172/1993) και παραδεκτά εισήχθη αυτή στο Δικαστήριο τούτο κατά τη διαδικασία των άρθρων 614 αριθ. 3 Κ.Πολ.Δ, σε συνδ. με άρθρο 82 Κ.Ι.Ν.Δ, χωρίς να απαιτείται, μετά τον κατά τα ανωτέρω περιορισμό του αιτήματός της η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 71 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ. σε συνδ. με άρθρο 14 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και είναι και νόμιμη κατά τις προεκτεθείσες στις σχετικές μείζονες σκέψεις διατάξεις, σε συνδυασμό μ’ εκείνες των άρθρων 340, 341 εδ. α’, 345 εδ. α’, 346, 361, 648 επ, 653, 655 Α.Κ, 53, 54, 57, 60 εδάφ. α’, 70, 74, 84 παρ. 1  Ν. 3816/1958 περί Κ.Ι.Ν.Δ, 68, 70, 74, 176, 191 παρ. 2 και 591 παρ. 1α’ Κ.Πολ.Δ, της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82 «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιούμενους ναυτικούς», ως και της προαναφερόμενης ΣΣΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2019] και: Α) να υποχρεωθεί η εναγόμενη, πλοιοκτήτρια του πλοίου «BS2», να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 11.033,77 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 12-11-2021 μέχρι την εξόφληση και Β) να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται ακόμη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 4.614,44 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 12-11-2021 μέχρι την εξόφληση. Το αίτημα του ενάγοντος περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής είναι στο δεύτερο βαθμό απορριπτέο ως άνευ αντικειμένου, ενώ το αίτημα της εναγόμενης, κατ’ άρθρο 914 Κ.Πολ.Δ, περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση είναι απορριπτέο ως αβάσιμο κατ’ ουσία, αφού το τελικά επιδικασθέν ποσό είναι μεγαλύτερο του ποσού των 7.957,97 ευρώ που καταβλήθηκε σε εκτέλεση της προσωρινά εκτελεστής διάταξης της εκκαλουμένης απόφασης. Τέλος, η εναγόμενη πρέπει να καταδικαστεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 180, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΌΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις υπό στοιχεία Α και Β  άνω εφέσεις.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την Α έφεση.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στην άνω έφεση στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία τη Β έφεση.

Εξαφανίζει τη με αριθ. 2292/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει επί τοις ουσίας την υπόθεση που αφορά την αναφερθείσα στο σκεπτικό από 30-12-2021 και με ΓΑΚ ……. και ΕΑΚ …/30-12-2021 αγωγή.            Δέχεται εν μέρει αυτή.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των έντεκα χιλιάδων τριάντα τριών ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (11.033,77), με το νόμιμο τόκο από 12-11-2021 μέχρι την εξόφληση

Αναγνωρίζει ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων, εξακοσίων δέκα τεσσάρων ευρώ και σαράντα τεσσάρων λεπτών (4.614,44), με το νόμιμο τόκο από 12-11-2021 μέχρι την εξόφληση.

Απορρίπτει το αίτημα της εναγόμενης περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση.

Καταδικάζει την εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 18 Ιουλίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ