ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
3ο ΤΜΗΜΑ
Αριθμός αποφάσεως 369/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Παπιγκιώτη, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και από τον Γραμματέα Σ.Τ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ……… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος: ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μπαλέρμπα.
Του εφεσίβλητου: …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αθηνά Βέρροιου [ΔΕ Αναστάσιος Π. Πετρόπουλος & Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρία].
Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 24-6-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2022 αγωγή του, ζητώντας τα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, δικάζοντας ερήμην του εναγομένου, εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 1684/2023 οριστική απόφασή του, με την οποία δέχτηκε εν μέρει την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο εναγόμενος, με την από 23-6-2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά ………/2023 έφεσή του (αριθμός κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, …………/2023), δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η 7-12-2023, οπότε και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 7-3-2024. Κατά τη δικάσιμο εκείνη, η υπόθεση αναβλήθηκε εκ νέου για την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η φερόμενη προς συζήτηση και κρίση ενώπιον του παρόντος, αρμοδίου, καθ’ ύλην και κατά τόπον, Δικαστηρίου (άρθρα 19, 22 και 25 ΚΠολΔ), παραπάνω έφεση, ασκήθηκε από τον, κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, πρωτοδίκως ηττηθέντα διάδικο νομίμως και εμπροθέσμως με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 29-6-2023 και εντός προθεσμίας δύο ετών από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (26-5-2023), δοθέντος ότι δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση αυτής (άρθρα 495 – 499, 511, 513 παρ. 1β, 516, 517, 518 παρ. 2 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 εδαφ. α΄ και παρ. 7 εδαφ. α΄ του ΚΠολΔ, ως αυτές ισχύουν μετά την – κατά περίπτωση – αντικατάσταση και τροποποίησή τους από τις διατάξεις του ν. 4335/2015). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την αυτή ειδική διαδικασία που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ, 614 αρ.3, 621-622 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της, δεν απαιτείται η καταβολή παράβολου, λόγω του ότι πρόκειται για εργατική διαφορά (άρθρα 495 παρ. 3 και 614 αρ. 3 ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011: «Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Με το προαναφερθέν περιεχόμενο, επαναφέρθηκε η διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προτού αυτή τροποποιηθεί με το Ν. 2915/2001, προσαρμοσμένη στο καθεστώς της μίας και μοναδικής συζήτησης και προβλέπεται ότι η έφεση κατά ερήμην απόφασης λειτουργεί όπως η καταργηθείσα αναιτιολόγητη ανακοπή ερημοδικίας. Συνεπώς η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση έφεσης του δικασθέντος ερήμην πρωτοδίκως επιφέρει την εξαφάνιση της ερήμην απόφασης χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει κάποιος λόγος έφεσης αρκούσης της τυπικής παραδοχής της κατά το άρθρο 532 ΚΠολΔ (ΑΠ 546/2014, ΑΠ 1906/2008 ΝοΒ 2009,927, ΑΠ 884/2007 ΧρΙΔ 2008,52, ΑΠ 1015/2005 ΕλΔ 2005), με αποτέλεσμα η υπόθεση να αναδικάζεται από το Εφετείο, το οποίο μετατρέπεται στην περίπτωση αυτή, ουσιαστικά, σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 495/2017) Η εξαφάνιση της απόφασης οριοθετείται από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης όπως αυτό προσδιορίζεται από τα παράπονα που διατυπώνονται με την έφεση ή τους πρόσθετους λόγους έφεσης του εκκαλούντος ή την αυτοτελή έφεση ή αντέφεση του εφεσίβλητου και των ισχυρισμών που προβάλλει ο τελευταίος ως υπεράσπιση κατά των λόγων της έφεσης σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθ.1 ΚΠολΔ, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σχετικά με τα παράπονα της έφεσης και τα οποία εξετάζει κατά νόμο αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής. Έτσι, σε περίπτωση που ο διάδικος που δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, διατυπώνει με την έφεσή του παράπονα για την κρίση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής το εφετείο, εφόσον η έφεση είναι τυπικά παραδεκτή, εξαφανίζει την απόφαση χωρίς ανάγκη να γίνει δεκτός ως βάσιμος στην ουσία κάποιος λόγος της έφεσης ο δε εκκαλών – εναγόμενος έχει τη δυνατότητα να προβάλει με τις ενώπιον του εφετείου προτάσεις του όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς που θα μπορούσε να έχει προτείνει, αν είχε παραστεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 230/2020, ΑΠ 579/2018, ΑΠ 985/2015, ΑΠ 394/2011, ΑΠ 829/2008 ΝοΒ 2008, 2457, ΑΠ 1015/2005 ΕλΔ 2005, 1101 ΑΠ 331/2001 ΕλΔ2001, 1320).
Με την από 24-6-2022 αγωγή του, ο ενάγων εξιστορεί, ότι δυνάμει σύμβασης εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προσελήφθη, στις 13-11-2020 στην ατομική επιχείρηση που διατηρεί ο εναγόμενος, η οποία δραστηριοποιείται στο χώρο της διασκέδασης και ψυχαγωγίας για την οργάνωση κοινωνικών εκδηλώσεων και παροχή υπηρεσιών catering, προκειμένου να απασχοληθεί με την ειδικότητα του προγραμματιστή τεχνικού και ειδικότερα ως web developer. Ότι το ωράριο εργασίας του ήταν πλήρες, ήτοι για πέντε ημέρες την εβδομάδα, από Δευτέρα έως Παρασκευή, κατά τις ώρες 10:00 έως τις 18:00 και το σύνολο των μεικτών αποδοχών του είχε συμφωνηθεί στο ποσό των 1.350 ευρώ. Ότι στην επιχείρηση του εναγομένου απασχολήθηκε έως τις 31-3-2022, οπότε ο τελευταίος κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του και έπαψε να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του, δια του αποκλεισμού του από την πρόσβαση στο μηχανογραφικό σύστημα της επιχείρησης, χωρίς να του κοινοποιήσει έγγραφο καταγγελίας και χωρίς να του καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, γεγονός που ο ίδιος κατήγγειλε στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας. Ότι από την ανωτέρω εργασιακή του σχέση διατηρεί κατά του εναγομένου τις κάτωθι αξιώσεις και ειδικότερα: α) ποσό 6.750 ευρώ για τις δεδουλευμένες αποδοχές του από τον Νοέμβριο του έτους 2021 έως και τον Μάρτιο του έτους 2022, β) ποσό 4.131 ευρώ για αποδοχές και επίδομα αδείας, καθώς και αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας έτους 2021, ως αναλυτικά εξειδικεύεται στην αγωγή, καθώς ο εναγόμενος, παρά τις οχλήσεις του ίδιου, δεν του χορήγησε, με δική του υπαιτιότητα, τις ημέρες άδειας που δικαιούνταν, γ) ποσό 648 ευρώ για αποζημίωση και επίδομα αδείας έτους 2022, δ) ποσό 1.383,52 ευρώ για υπόλοιπο δώρου Χριστουγέννων έτους 2021 και αναλογία δώρου Πάσχα 2022, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην αγωγή, και ε) ποσό 3.150 ευρώ για την οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης. Ότι, επιπλέον, η παράνομη και αντισυμβατική συμπεριφορά του εναγομένου και οι ιδιαίτερες συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η λύση της σύμβασης εργασίας του, του προκάλεσαν ηθική βλάβη, για την οποία δικαιούται, ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 5.000 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζήτησε: α) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 6.750 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από το τέλος κάθε μήνα για τον οποίο οφείλονται οι αποδοχές, καθώς και το ποσό των (3.150 + 4.131 + 648 + 1.383,52=) 9.312,52 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, άλλως τα ανωτέρω κονδύλια από την επίδοση της αγωγής, καθώς και β) να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να του καταβάλει το ποσό των 5.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής του βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας ερήμην του εναγομένου, εξέδωσε την υπ΄αριθμ. 1684/2023 απόφαση, με την οποία δέχτηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε τον αυτόν να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 16.062,52 ευρώ ποσό, με τον νόμιμο τόκο για το μεν ποσό των 6.750 ευρώ, από το τέλος κάθε μήνα για τον οποίο οφείλεται έκαστος μισθός, για δε το υπόλοιπο ποσό των 9.312,52 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 1-4-2022, ήτοι την επόμενη ημέρα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, κατά το σχετικό αγωγικό αίτημα . Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, διώκοντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης και την απόρριψη της ένδικης αγωγής σε βάρος του στο σύνολό της. Επομένως, με βάση και τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη και δοθέντος ότι η υπό κρίση έφεση κρίθηκε ήδη ως τυπικά δεκτή, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, δηλαδή κατά το μέρος που έγινε δεκτή η αγωγή, καθόσον πλήττεται ως προς την εκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων που οδήγησαν στην εν μέρει παραδοχή της αγωγής σε βάρος του. Στη συνέχεια, αφού κρατηθεί κατά τούτο η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό (άρθρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να ερευνηθεί η αγωγή ως προς τη βασιμότητά της κατά την ίδια πιο πάνω διαδικασία, έχοντας τη δυνατότητα ο εναγόμενος – εκκαλών να προτείνει και με τις προτάσεις του όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει και πρωτοδίκως.
Η υπό κρίση αγωγή, η οποία συζητείται κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρ. 591, 614 αρ. 3, 621-622 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθ. 1 άρθρ. τέταρτο Ν. 4335/2015), είναι ορισμένη, απορριπτομένης της ένστασης αοριστίας του εναγομένου, αφού περιέχονται σε αυτήν όλα τα αναγκαία στοιχεία για την πληρότητα του δικογράφου της και ειδικότερα, εκτίθενται σε αυτήν ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης, ο συμφωνημένος μισθός το είδος της παρασχεθείσας εργασίας οι όροι παροχής και ο χρόνος για τον οποίο οφείλονται, καθώς και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες για τις παραπάνω αιτίες οφειλές του εργοδότη – εναγόμενου, επαρκώς προσδιορισμένα (ΑΠ 667/2019, ΑΠ 900/2017, ΑΠ 430/2014, ΤΝΠ Νόμος). Επιπλέον και για το μέρος που μεταβιβάζεται στο παρόν δικαστήριο, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 648 επομ., 655, 656, 340, 341, 345, 346 ΑΚ, 1 και 3 του Ν. 2112/1920, 1, 5 παρ. 1 και 3 και 6 του Ν. 3198/1955, 1 παρ. 1, 2 και 3 του ν. 1082/1980 παρ. 1, 2 και 3, 3 παρ. 1, 6,10 παρ. 1 της 19040/1981 ΚΥΑ Οικονομικών και Εργασίας (επιδόματα εορτών), 2 παρ. 1, 3 παρ. 5, 5 παρ. 5 του Α.Ν.539/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 ν. 1.346/1983, 3 παρ. 16 ν.4504/1966 και 3 του ν.δ/τος 3.755/1957 (για τις αποδοχές, αποζημίωση και τα επιδόματα αδείας). Επίσης, επισημαίνεται ότι η αγωγή έχει ασκηθεί παραδεκτά εντός της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 3198/1955, λαμβανομένης αυτής αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο (άρθρ. 280 ΑΚ, βλ. και ΟλΑΠ 1338/1985 ΕΕργΔ 1986.58), όσον αφορά στην καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης καθόσον, με επικαλούμενο χρόνο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, την 31-3-2022, η επίδοση της υπό κρίση αγωγής στον εναγόμενο έλαβε χώρα στις 5-7-2022 (βλ. τη με αριθμ. …/5-7-2022 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………), για το παραδεκτό δε της συζήτησής της τηρήθηκε η διαδικασία του άρθρου 3 του ν. 4640/2019 (βλ. το από 1-6-2022 ενημερωτικό έγγραφο της πληρεξούσιας δικηγόρου του ενάγοντος για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς υπογεγραμμένο από την ίδια και τον ενάγοντα). Κατά συνέπεια, πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.
Από την διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβένεται με καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία της ένστασης εξόφλησης συνιστούν το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Επομένως για να είναι ορισμένη, κατά το άρθρο 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, η υποβαλλόμενη από τον εναγόμενο εργοδότη ένσταση εξόφλησης των πόσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζομένου από την σχέση εργασίας με την επίκληση σχετικής έγγραφης απόδειξης του μισθωτού περί πληρωμής των απαιτήσεών του, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στον μισθωτό για όλες τις αξιώσεις του από την παρασχεθείσα εργασία του, εκτός εάν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής αλλά πρέπει να αναφέρονται και τα επιμέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών, διότι έτσι μόνο προστατεύεται ο εργαζόμενος από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελάχιστων ορίων αποδοχών (άρθρα 3, 174, 679 ΑΚ, 8 ν. 2112/1920, 8 παρ. 4 ν. 4020/1959). Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, με το άρθρο 18 παρ. 1 ν. 1082/1980 επιβάλλεται στον εργοδότη η υποχρέωση να χορηγεί εκκαθαριστικό σημείωμα κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού ή ανάλυση μισθοδοσίας σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος που θα απεικονίζουν αναλυτικά τις πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού και τις επ` αυτών κρατήσεις (ΑΠ 516/2022, ΑΠ 1241/2020, ΑΠ 123/2020, ΑΠ 953/2018, ΑΠ 447/2015, ΑΠ 1069/2014, ΤΝΠ Νόμος).
Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα απόδειξης που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και η οποία περιλαμβάνεται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου εκείνου, από τις υπ΄αριθμ. ……../15-5-2024, ……../15-5-2024 και ………../15-5-2024 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ………., αντίστοιχα, οι οποίες λήφθησαν επιμελεία του εκκαλούντος, μετά τη νόμιμη κλήτευση του εφεσίβλητου, όπως προκύπτει από την με αριθμό ……../10-5-2024 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών …….., από την υπ΄αριθμ ………./21-5-2024 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα ………., η οποία λήφθηκε με επιμέλεια του εφεσίβλητου μετά από νόμιμη κλήτευση του εκκαλούντος, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του εφεσίβλητου, κατά τη συζήτηση της έφεσης, η οποία καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά του Δικαστηρίου, καθώς και από όλα τα νόμιμα προσκομιζόμενα με επίκληση έγγραφα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 13-11-2020 σύμβασης εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη μεταξύ του εναγόμενου, ο οποίος διατηρεί ατομική επιχείρηση που δραστηριοποιείται στο χώρο της διασκέδασης και ψυχαγωγίας, και του ενάγοντος, ο τελευταίος προσλήφθηκε προκειμένου να απασχοληθεί στην ως άνω επιχείρηση, με την ειδικότητα του προγραμματιστή τεχνικού και ειδικότερα ως web developer. Η ανωτέρω σύμβαση εργασίας ήταν πλήρους οκτάωρης πενθήμερης απασχόλησης, από Δευτέρα έως Παρασκευή, από ώρα 10:00 έως τις 18:00, ενώ ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος ορίστηκε στο ποσό των 1.350 ευρώ μεικτά (βλ. έντυπο 3 – ενιαίο έντυπο αναγγελίας πρόσληψης). Εξάλλου, ο ενάγων, ο οποίος αρχικά απασχολούνταν στο κατάστημα που διατηρεί ο εναγόμενος στο Μαρκόπουλο Αττικής, και από τον Ιανουάριο του έτους 2022, με καθεστώς τηλεργασίας, απασχολήθηκε μέχρι τις 31-3-2022, οπότε καταγγέλθηκε σιωπηρά η σύμβαση εργασίας του, καθώς ο εναγόμενος έπαψε να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του ενάγοντος και εμπόδισε την πρόσβαση του τελευταίου στο μηχανογραφικό σύστημα της επιχείρησης, χωρίς να του κοινοποιήσει έγγραφο καταγγελίας και χωρίς να του καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης. Τούτο προκύπτει από την κατάθεση της μάρτυρα απόδειξης, η οποία τυγχάνει αδελφή του ενάγοντος, αλλά και από την υπ΄αριθμ ………/21-5-2024 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα …………, η οποία εργαζόταν στην επιχείρηση του εναγομένου έως τις 8-2-2022. Αντιθέτως, οι υπ΄αριθμ. ……./15-5-2024, ……./15-5-2024 και ……../15-5-2024 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ………….., αντίστοιχα, δεν κρίνονται πειστικές, καθότι έχουν αυτολεξεί το ίδιο περιεχόμενο και ουδείς αναφέρει τον χρόνο που υπήρξε συνεργάτης ή εργαζόμενος του εναγομένου, ούτε με ποιον τρόπο γνωρίζουν τα όσα κατέθεσαν, ούτε εάν είχαν οποιαδήποτε επικοινωνία ή επαφή με τον ενάγοντα. Πέραν τούτων, ο ίδιος ο εναγόμενος στο δικόγραφο της έφεσής του, αλλά και στις προτάσεις του, αν και ισχυρίζεται ότι ο ενάγων αποχώρησε οικειοθελώς από την επιχείρησή του, στα μέσα Φεβρουαρίου 2022, παρόλα αυτά ομολογεί, ότι του οφείλεται αποζημίωση απόλυσης ποσού 3.150 ευρώ, ήτοι όσο και το σχετικό αγωγικό κονδύλιο. Συνεπώς, δεν καταλείπεται αμφιβολία, ότι στις 31-3-2022 καταγγέλθηκε σιωπηρά η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, δίχως αυτός να λάβει την οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι ο ενάγων, στις 11-4-2022 προσέφυγε στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, καταγγέλλοντας την μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του, μηνών από τον Νοέμβριο του έτους 2021 έως και τον Μάρτιο του έτους 2022, των αποδοχών και επιδομάτων αδείας ετών 2021 και 2022, υπολοίπου δώρου Χριστουγέννων έτους 2021 και αναλογία δώρου Πάσχα 2022, καθώς και την μη καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης, ενώ ο Επόπτης Εργασίας, μετά από διαλογική συζήτηση με τους εδώ διαδίκους, κατέληξε ότι δε βρέθηκε συμβιβαστική λύση για την τμηματική εξόφληση του ενάγοντος, συστήνοντάς του να προσφύγει στα πολιτικά δικαστήρια για τις απαιτήσεις του (βλ. από 13-4-2022 δελτίο εργατικής διαφοράς). Προκύπτει δε, από το πιο πάνω δελτίο εργατικής διαφοράς ότι ο ενάγων πρόβαλε στην επιθεώρηση εργασίας τις ίδιες αξιώσεις που αιτήθηκε και με την υπό κρίση αγωγή, με τη μόνη διαφορά ότι τα αναφερθέντα στην επιθεώρηση εργασίας αφορούν καθαρά ποσά και όχι μεικτά, όπως τα αιτηθέντα εν προκειμένου. Επιπλέον, προκύπτει ότι ουδεμία συμφωνία των διαδίκων επήλθε για τμηματική καταβολή, παρόλη την αναγνώριση του εναγομένου περί οφειλής (έστω και μερικής προς τον ενάγοντα). Συνεπώς, δεν αποδεικνύονται οι ισχυρισμοί του εναγόμενου περί προσφοράς χρηματικού ποσού στον ενάγοντα και άρνησης του ιδίου να εισπράξει τα καταβαλλόμενα. Επιπλέον, ουδόλως προκύπτει ότι λόγω της πανδημίας του covid-19 ο εναγόμενος οδηγήθηκε σε δεινή οικονομική κατάσταση και δη το έτος 2022. Μάλιστα, ο ενάγων εργαζόταν με τηλεργασία από τον Ιανουάριο του 2022, καθώς ο εναγόμενος λειτουργούσε και επιχείρηση ηλεκτρονικής πώλησης παντός είδους καταναλωτικών προϊόντων (είδη σπιτιού, κλπ). Ακόμη, οι ισχυρισμοί του εναγόμενου για ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά του ενάγοντος λόγω συκοφάντησής του, σε υπόθεση που εκκρεμεί στο ποινικό τμήμα, δεν σχετίζεται με την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του ενάγοντος και τις λοιπές αγωγικές αξιώσεις του. Κατόπον τούτων προέκυψε ότι, ο εναγόμενος δεν κατέβαλε στον ενάγοντα τις δεδουλευμένες αποδοχές του από τον Νοέμβριο του έτους 2021 έως και τον Μάρτιο του έτους 2022, και, συνεπώς του οφείλει το ποσό των (1.350 ευρώ X 5 μήνες=) 6.750 ευρώ. Περαιτέρω, για το έτος 2021, ο εναγόμενος δεν χορήγησε στον ενάγοντα τις 20 ημέρες άδειες που αντιστοιχούσαν στο πρώτο έτος απασχόλησής του, τις οποίες αρνήθηκε να του χορηγήσει, παρά τις οχλήσεις του ενάγοντος, καθώς και τις νόμιμες αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας, και συνεπώς, του οφείλει: α) ως αποδοχές αδείας το ποσό των (1.350 ευρώ X 24/25=) 1.296 ευρώ, β) για επίδομα αδείας το ποσό των (1.350 ευρώ/2=) 675 ευρώ, και γ) για αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας, το ποσό των 2.160 ευρώ [1.350/25 X 20 (ημέρες μη χορηγηθείσας άδειας) X προσαύξηση 100%]. Ήτοι, συνολικά, για τις ανωτέρω αιτίες, το ποσό των 4.131 ευρώ. Εξάλλου, για το έτος 2022, ο ενάγων δεν έλαβε την ετήσια άδειά του και δικαιούται: α) ως αποδοχές αδείας το ποσό των (1.350 ευρώ X 6/25=) 324 ευρώ, και β) το επίδομα αδείας ποσού [(ημερομίσθιο 54ευρώ X 2 X 3μήνες=] 324ευρώ. Περαιτέρω, ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα, ως δώρο Χριστουγέννων 2021, το ποσό των 906,24 ευρώ [1.350 ευρώ + (1.350 ευρώ X 0,04166 προσαύξηση λόγω επιδόματος αδείας)= 1.406,24 ευρώ, μείον το ποσό των 500 ευρώ που του καταβλήθηκε και το αφαιρεί]. Επιπλέον, του οφείλει την αναλογία του δώρου Πάσχα 2022, ποσού 527,28 ευρώ [(1.350 ευρώ + (1.350 ευρώ X 0,04166 προσαύξηση λόγω επιδόματος αδείας) (X 1/15 X 1/2 =) 46,87 X 11,25 ημέρες (90 ημερολογιακές ημέρες :8)]. Τέλος, ο ενάγων, λόγω της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, δικαιούται ως νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, το ποσό των 3.150 ευρώ[(1.350 ευρώ + (1.350 X 1/6)= 1.575 X 2 μήνες). Επισημαίνεται, ότι, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, η ένσταση εξόφλησης που πρόβαλε ο εναγόμενος, τυγχάνει απορριπτέα ως αόριστη. Ειδικότερα, ο εναγόμενος με το δικόγραφο της έφεσής του, ισχυρίζεται ότι ουδέν ποσό οφείλει στον ενάγοντα πέραν του συνολικού ποσού των 5.279 ευρώ, που αφορά στον μισθό του μηνός Ιανουαρίου 2022, το ήμισυ του μισθού του μηνός Φεβρουαρίου 2022, το δώρο Χριστουγέννων 2022 και την αποζημίωση απόλυσης, χωρίς να αναφέρει, ως προς τις λοιπές αξιώσεις τον χρόνο και τον τρόπο εξόφλησης (εκ του περισσού αναφέρεται ότι και ουδέν αποδεικτικό στοιχείο προσκομίζει). Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που ερευνήθηκε, να γίνει δεκτή και ως κατ’ ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των (6.750 + 3.150 + 4.131 + 648 + 1.383,52=) 16.062,52 ευρώ, με το νόμιμο τόκο για το μεν ποσό των 6.750 ευρώ, από το τέλος κάθε μήνα για τον οποίο οφείλεται έκαστος μισθός, για δε το υπόλοιπο ποσό των 9.312,52 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 1-4-2022, ήτοι την επόμενη ημέρα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, κατά το σχετικό αγωγικό αίτημα (βλ. άρθρο 655 εδ.β ΑΚ, ΑΠ 1830/2006 ΝΟΜΟΣ]. Τέλος ο εκκαλών – εναγόμενος πρέπει να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου – ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας του (άρ.176, 183 ΚΠολΔ) όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την έφεση αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’αριθ. 1684/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Κρατεί και δικάζει την υπόθεση επί της από 24-6-2022 αγωγής.
Δέχεται την αγωγή.
Υποχρεώνει τον εκκαλούντα – εναγόμενο να καταβάλει στον εφεσίβλητο -ενάγοντα το ποσό των δεκαέξι χιλιάδων εξήντα δύο ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (16.062,52) ευρώ, με το νόμιμο τόκο για το μεν ποσό των έξι χιλιάδων επτακοσίων πενήντα (6.750) ευρώ, από το τέλος κάθε μήνα για τον οποίο οφείλεται έκαστος μισθός, για δε το υπόλοιπο ποσό των εννέα χιλιάδων τριακοσίων δώδεκα ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (9.312,52), με το νόμιμο τόκο από την 1-4-2022.
Καταδικάζει τον εκκαλούντα – εναγόμενο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου – ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των οχτακοσίων (800) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στον Πειραιά, στις 23.7.224
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓPAMMATEAΣ