Αριθμός 554 /2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
- Η από 20.03.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. …., ειδ. αριθμ. καταθ. …..) έφεση του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος (……..) κατά της πρώτης εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης («………..») και της υπ΄ αριθμ. 494/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων επί της από 28.12.2015 (γεν. αριθμ. καταθ. …….., αριθμ. καταθ. ………) αγωγής και έκανε αυτή (αγωγή) δεκτή εν μέρει, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα. Συγκεκριμένα, επικυρωμένο φωτοτυπικό αντίγραφο της ως άνω αποφάσεως με παραγγελία προς επίδοση, επιδόθηκε στην πρώτη εναγόμενη στις 20.02.2017 (βλ. την σχετική επισημείωση του επιδόσαντος το δικόγραφο δικαστικού επιμελητή επ΄ αυτού) και το πρωτότυπο του δικογράφου της ένδικης εφέσεως κατατέθηκε στην Γραμματεία του εκδόσαντος την εκκαλούμενη απόφαση Δικαστηρίου στις 20.03.2017 (βλ. την σχετική βεβαίωση της αρμόδιας δικαστικής υπαλλήλου). Συνεπώς, η έφεση ασκήθηκε σύμφωνα με τις διατυπώσεις των άρθρων 495§§1,2, 496, 500, 511, 513§1 στοιχ. β΄ εδάφ. α΄, 516§1, 517, 518§1, 520§1 Κ.Πολ.Δ. και 9§2 ν. 4335/2015. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστούν, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 591 εδάφ. α΄, 614§1 αριθμ. 3 και 621 – 622 Κ.Πολ.Δ., το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532, 533§1 και 591§1 εδάφ. α΄Κ.Πολ.Δ.).
- Στην από 28.12.2015 αγωγή του και κατά το ενδιαφέρον τμήμα αυτής, ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι, έχοντας την ιδιότητα του απογεγραμμένου Έλληνα ναυτικού, υπηρέτησε, με την ειδικότητα του ναύκληρου, στο με Ελληνική σημαία Ε/Γ – Τ/Ρ πλοίο, με το όνομα «Α.», το οποίο ανήκε κατά πλοιοκτησία στην πρώτη εναγόμενη εταιρεία, της οποίας ο δεύτερος εναγόμενος (………) ήταν διαχειριστής, κατά τα χρονικά διαστήματα από την 01.01.2014έως και τις 20.10.2014, από τις 31.10.2014 έως και τις 15.12.2014, από τις 31.12.2014 έως και τις 15.01.2015 και από τις 16.02.2015 έως και τις 19.09.2015. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι συμφωνήθηκε οι όροι αμοιβής και εργασίας του να ρυθμίζονται από την οικεία σ.σ.ν.ε. του έτους 2011, η οποία είχε κυρωθεί αρμοδίως. Ότι ελάμβανε κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα κλειστό μισθό με συνέπεια να υπολείπονται τα λαμβανόμενα από αυτόν χρηματικά ποσά των πράγματι δικαιουμένων καθώς και ότι δεν έλαβε την δικαιούμενη αποζημίωση λόγω της καταγγελίας της συμβάσεως ναυτικής εργασίας του. Ότι οι υφιστάμενες διαφορές αφορούν: α. Αμοιβές για την παροχή υπερωριακής εργασίας ποσό 19.526,24€, β. αποζημίωση λόγω καταγγελίας της συμβάσεως ναυτικής εργασίας του ποσό 1.548,04€, γ. διαφορές επιδομάτων άδειας ποσό 23.530,05€, δ. διαφορές τροφοδοσίας 9.450,00€, ε. διαφορές τροφοδοσίας άδειας 2.520,00€ και στ. διαφορές μισθών ποσό 12.930,54€, ήτοι συνολικά ποσό 69.504,87€. Ότι οι εναγόμενοι δεν στέργουν στην καταβολή του ανωτέρω χρηματικού ποσού και, για τον λόγο αυτό, πρέπει να υποχρεωθούν με την έκδοση δικαστικής αποφάσεως. Ζήτησε δε να γίνει δεκτή η αγωγή του και, μετά παραδεκτά γενόμενο μερικό περιορισμό του αγωγικού ποσού σε αναγνωριστικό, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν εις ολόκληρον ποσό 20.000,00€ (μέρος του ποσού των 23.530,05€) νομιμοτόκως, να αναγνωριστεί ότι οι αυτοί διάδικοι οφείλουν να του καταβάλουν ομοιοτρόπως ποσό 49.504,87€ νομιμοτόκως και να καταδικαστούν οι αντίδικοί του στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων.
- To πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως προς τον δεύτερο εναγόμενο και καταδίκασε τον ενάγοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αντιδίκου του. Περαιτέρω, το αυτό Δικαστήριο με την αυτή απόφασή του έκρινε την αγωγή παραδεκτή, παρά τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις της πρώτης εναγόμενης, εν μέρει νόμιμη και εν μέρει κατ΄ ουσίαν βάσιμη αναγνώρισε δε την υποχρέωση της πρώτης ενάγουσας να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό έντεκα χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και δέκα λεπτών του ευρώ (11.692,10€), αφορών το υπό στοιχεία 2.στ κονδύλιο, νομιμοτόκως από τις 20.09.2015, και επέβαλε τα δικαστικά έξοδα εις βάρος της μερικώς ηττηθείσης πρώτης εναγόμενης.
- Κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που έκρινε όπως ανωτέρω αναφέρεται παραπονείται ο ενάγων με την ένδικη έφεσή του που απευθύνεται κατά της πρώτης ενάγουσας και διαρθρώνεται σε εννιά λόγους και αφορούν τόσο σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου όσο και σε κακή εκτίμηση του εισφερθέντος αποδεικτικού υλικού εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Ζητεί δε την τυπική και κατ΄ ουσίαν παραδοχή της εφέσεώς του, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως κατά το μέρος της, το απορριπτικό της αγωγής του, την διακράτηση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο, την αναδίκαση της αγωγής του, την παραδοχή αυτής στο σύνολό της και την επιβολή των δικαστικών εξόδων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, εις βάρος της αντιδίκου του.
- Η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που στην ναυτική πρακτική ονομάζεται «κλειστός» και στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές, που προβλέπονται από την σχετική ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας, είναι έγκυρη (άρθρο 361 Α.Κ.), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος = ΕΝΔ 2003.345 = ΔΕΕ 2004.2014, 225/2002 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος = ΔΕΝ 2002.1314 = ΔΕΕ 2003.331 = ΕΕργΔ 2003.1166, ΕΠ 361/2013 ΕΝΔ 2013.208 = δημοσιευμένη και στην τ.ν.π. Νόμος, 391/2009 ΕΝΔ 2009.283 = δημοσιευμένη και στην τ.ν.π. Νόμος, 429/2008 ΕΝΔ 2008.284 = δημοσιευμένη και στην τ.ν.π. Νόμος, 30/2008 ΕΝΔ 2008.106). Η έννοια του κλειστού μισθού περιλαμβάνει και την συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού τους, ενώ το τυχόν καταβαλλόμενο επιμίσθιο πρέπει να καταβάλλεται τακτικά και παγίως, ώστε να υπολογιστεί στον καταλογισμό (ΕΠ 568/2009 ΕΝΔ 2009.267). ΄Αλλως, εάν δηλαδή δεν συμφωνήθηκε κάτι τέτοιο, με τρόπο ορισμένο και ειδικό, μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, ο εργοδότης δεν έχει την δυνατότητα να προβεί στον, ως άνω, συμψηφισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1089/1987 ΕΝΔ 1988.114, ΕΠ 640/2009 ΕΝΔ 2010.39 = Ε7 2011.7 = δημοσιευμένη και στην τ.ν.π. Νόμος, 465/2009 ΕΝΔ 2009.276 = δημοσιευμένη και στην τ.ν.π. Νόμος). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο κλειστός μισθός και υπάρχει κενό στην σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία για το περιεχόμενο των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σ΄ αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού ανακύπτει θέμα ερμηνείας της συμβάσεως κατά τα άρθρα 173 και 200 Α.Κ., δηλαδή όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1700/1998 ΕΝΔ 1999.465 = ΔΕΝ 1998.451 = ΕΕργΔ 2000.176 = δημοσιευμένη και στην τ.ν.π. Νόμος, ΕΠ 457/2000 ΔΕΕ 2000.895 = δημοσιευμένη και στην τ.ν.π. Νόμος). Εξάλλου, αντικείμενο της αξιώσεως, άρα και της δίκης που αφορά αναζήτηση αποδοχών μισθωτού, είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, δηλαδή εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών, όπως π.χ. Ι.Κ.Α., Ν.Α.Τ. κτλ (άρθρα 26§5 α. ν. 1846/1951, 84§§1 και 8 π. δ. 913/1978), υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (Φ.Μ.Υ. κτλ), τις οποίες πρέπει ο εργοδότης να παρακρατά από τις αποδοχές του μισθωτού. Επομένως, οι γινόμενες από τον εργοδότη σχετικές καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα αυτά ποσά αποδοχών, τα οποία αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αντίστοιχα αποδοχών και δεν καθίσταται αόριστο το δικόγραφο της αγωγής, αν δεν καθορίζεται σ` αυτό, ότι οι καταβολές αυτές αφορούν καθαρά ή ακαθάριστα ποσά (ΑΠ 2126/2007 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος = ΔΕΝ 2009.478).
- Με τον πρώτο λόγο της εφέσεώς του ο εκκαλών παραπονείται γιατί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο λήφθηκε παρανόμως υπόψη για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως η ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο του μάρτυρα ανταποδείξεως ………. ενώ αυτός ήταν εξαιρετέος τέτοιος και, για τον λόγο αυτό, είχε υποβάλει σχετική βάσιμη ένσταση από το άρθρο 400 αριθμ. 3 Κ.Πολ.Δ.. Επιπλέον, με τον όγδοο λόγο της εφέσεώς του ο εκκαλών παραπονείται γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την αγωγή του κατά του δεύτερου εναγόμενου, επέβαλε σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα, ποσού διακοσίων πενήντα ευρώ (250,00€), ενώ αυτά έπρεπε να συμψηφιστούν λόγω της ερμηνευτικής δυσχέρειας του νομικού θέματος. Αμφότεροι οι προαναφερόμενοι λόγοι εφέσεως προβάλλονται αλυσιτελώς και πρέπει, για τον λόγο αυτό, να απορριφθούν ενόψει του ότι η μεν διάταξη του αριθμού 3 του άρθρου 400 Κ.Πολ.Δ. έχει καταργηθεί από την 01.01.2016 (άρθρο δεύτερο άρθρου 1 ν. 4335/2015 σε συνδυασμό με την παράγραφο 2 του ένατου άρθρου του άρθρου 1 του αυτού νόμου) η δε έφεση δεν στρέφεται κατά του δεύτερου εναγόμενου, τον οποίο αφορά η προσβαλλόμενη διάταξη της πρωτόδικης αποφάσεως.
- Από την ανώμοτη κατάθεση του ενάγοντος και την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ανταποδείξεως (…………) που περιέχονται στην έκθεση απομαγνητοφωνημένων πρακτικών της συζητήσεως της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ………… ενώπιον των Ειρηνοδικών Πειραιώς ……… όπως και της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., αφού τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία (βλ. τις προσκομιζόμενες με νόμιμη επίκληση με στοιχεία ……… εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών του Πρωτοδικείου Αθηνών και της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς ……… και …… αντιστοίχως), συνταγεισών των υπ΄ αριθμ. ……… ένορκων βεβαιώσεων αυτών, και το σύνολο, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, τα οποία τα διάδικα μέρη προσκομίζουν και επικαλούνται νομίμως είτε προς άμεση απόδειξη είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης αυτής: Ο ενάγων, Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός με αριθμό μητρώου 23686 της Δ΄ ναυτικής περιφέρειας, υπηρέτησε κατά τα χρονικά διαστήματα από την 01.01.2014 έως και τις 20.10.2014, από τις 31.10.2014 έως και τις 15.12.2014, από τις 31.12.2014 έως και τις 15.01.2015 και από τις 16.02.2015 έως και τις 19.09.2015, με την ειδικότητα του ναύκληρου, στο με Ελληνική σημαία Ε/Γ – Τ/Ρ πλοίο, με το όνομα «Α.» («…..»), νηολογίου Αγίου Νικολάου, με αριθμό ….., Δ.Δ.Σ. …, ολικού μήκους 41,60 μ., κ.ο.χ. 496, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, με την επωνυμία «…….» και τον διακριτικό τίτλο «…….», που έδρευε στην … Ν. Αττικής (……..) και ήταν καταχωρισμένη στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο, με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. …… Στο αυτό πλοίο, ο ενάγων είχε εργαστεί επί πολλά έτη και με την ειδικότητα του ναύτη κατά τις ανωτέρω δε χρονικές περιόδους είχε συμφωνηθεί άτυπα να αμείβεται με κλειστό μεικτό μηνιαίο μισθό, ποσού 3.096,09€, ενώ, παραλλήλως, η σύμβαση ναυτικής εργασίας του θα διεπόταν από τους όρους της από 26.05.2011 συλλογικής συμβάσεως εργασίας πληρωμάτων επαγγελματικών τουριστικών σκαφών του ν. 2743/1999, ετ. 2009 – 10 & 2011, που κυρώθηκε με την υπ΄ αριθμ. 3525.1.8/01/02.08.2011 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας δημοσιεύτηκε δε νόμιμα (Φ.Ε.Κ. Β΄ 1880 της 25.08.2011). Σύμφωνα με τις προβλέψεις της αμέσως προαναφερόμενης σ.σ.ν.ε., ο ενάγων δικαιούταν να λαμβάνει κάθε μήνα ως αντιπαροχή για τις υπηρεσίες του (πλην αυτών που προσφέρονταν υπερωριακά) ποσό 1.543,80€ [ βασικός μισθός 846,00€ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 12,00€ + επίδομα Κυριακών ποσοστού 22% (846,00€ χ 22%) 186,12€ + αποδοχές μη λαμβανόμενης αυτουσίως άδειας (846,00€ + 12,00€ + 186,12€ = 1.044,12€ : 22 ημέρες = 47,46€ ημερομίσθιο χ 8 ημέρες μηνιαίως)379,68€ + αντίτιμο τροφοδοσίας άδειας (8 ημέρες χ 15,00€ ημερησίως) 120,00€ = 1.543,80€] και για ολόκληρο το χρονικό διάστημα της εργασίας του, διάρκειας 18,83 μηνών, συνολικά ποσό 29.069,75€. Περαιτέρω, από τα προμνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι ο ενάγων κατά τις χρονικές περιόδους των ετών μηνών Ιουνίου – Σεπτεμβρίου των ετών 2014 και 2015 παρείχε καθημερινά (των Σαββάτων και των Κυριακών συμπεριλαμβανομένων) εργασία επί δεκατέσσερις ώρες δηλαδή παρείχε υπερωριακά εργασία έξι ωρών κάθε ημέρα. Κατά τις ανωτέρω χρονικές περιόδους των ετών 2014 και 2015 το πλοίο εκτέλεσε πλόες επί τριάντα εννιά καθημερινές κάθε έτος και ο ενάγων παρέσχε υπερωριακή εργασία διάρκειας 468 ωρών (39 καθημερινές χ 2 χρονικές περιόδους χ 6 ώρες ημερησίως) και δικαιούταν να λάβει συνολικά ποσό 2.026,44€ (468 ώρες χ 4,33€ αγωγικό ωρομίσθιο). Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι το ωρομίσθιο για την παροχή υπερωριακής εργασίας, σύμφωνα με τους ορισμούς της προαναφερόμενης συμβάσεως, ανέρχεται στο ποσό των 6,11€ (ήτοι 846,00€ μηνιαίος μισθός : 173 ώρες μηνιαίας απασχολήσεως = 4,89€ + προσαύξηση ποσοστού 25% 1,22€ (4,89€ χ 25%) = 6,11€) πλην όμως το Δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί στον υπολογισμό των δικαιουμένων από τον ενάγοντα με διαφορετικό ωρομίσθιο από αυτό που ζητεί ο ενάγων χωρίς να προσβάλει το διαθετικό του δικαίωμα. Κατά τις χρονικές περιόδους κατά τις οποίες το πλοίο δεν πραγματοποιούσε τουριστικούς πλόες και είτε ήταν ελλιμενισμένο είτε είχε ανελκυστεί στην στεριά για την διενέργεια επισκευαστικών εργασιών, ο ενάγων παρείχε καθημερινά εργασία επί δώδεκα ώρες δηλαδή παρείχε υπερωριακή εργασία, διάρκειας τεσσάρων ωρών, και για το χρονικό διάστημα των 287 ημερών που προσδιορίζει ο ενάγων (αντί αυτού των 341 ημερών που υπολογίζει το Δικαστήριο) παρείχε υπερωριακή εργασία, διάρκειας 1.148 ωρών για την οποία πρέπει να λάβει ως αντιπαροχή ποσό 6.888,00€ (1.148 ώρες χ 6,00€ αγωγικό ωρομίσθιο). Eπομένως, για τις ανωτέρω αναφερόμενες νόμιμες αιτίες ο ενάγων δικαιούταν να λάβει συνολικά ποσό 37.984,19€ (29.069,75€ + 2.026,44€ + 6.888,00€). Περαιτέρω, από τα αυτά, ως άνω, αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι στο πλοίο τόσο κατά τις χρονικές περιόδους που εκτελούσε πλόες όσο και κατά τις λοιπές χρονικές περιόδους προσφερόταν τροφή στο πλήρωμα είτε με την παροχή παρασκευασμένου στο πλοίο φαγητού είτε με την παροχή παρασκευασμένου έξω από αυτό φαγητού που παραδιδόταν στο πλοίο. Τέλος, από τα αυτά αποδεικτικά μέσα δεν αποδεικνύεται ότι ο ενάγων απολύθηκε από το πλοίο στις 19.09.2015, αλλά η σύμβαση ναυτικής εργασίας του λύθηκε μετά από συμφωνία του με τον πλοίαρχο επειδή το πλοίο θα εκτελούσε πλόες εκτός της Χώρας και ο ενάγων δεν ήταν διατεθειμένος να συνεχίσει να παρέχει τις υπηρεσίες του σ΄ αυτό με τους ίδιους όρους αμοιβής και εργασίας. Στην αμέσως προαναφερόμενη αποδεικτική παραδοχή συνηγορεί και το περιεχόμενο της από 19.09.2015 υπεύθυνης δηλώσεως του ενάγοντος προς το Λιμεναρχείο Σαρωνικού στην οποία δηλώνει ότι η λύση της συμβάσεως ναυτικής εργασίας του γίνεται «αμοιβαία συναινέσει» πλην όμως επιφυλάσσεται για τις αξιώσεις του έναντι της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, πλοιοκτήτριας του πλοίου. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ο έκτος λόγος της εφέσεως ως αβάσιμος. Αναφορικά τώρα με τον ένατο λόγο της εφέσεως, σύμφωνα με τον οποίο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε επιδικάζοντας εις βάρος της πρώτης εναγόμενης τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, τα οποία προσδιόρισε στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα ευρώ (450,00€), ενώ έπρεπε να τα προσδιορίσει στο ποσό των εννιακοσίων πενήντα ευρώ (950,00€) λόγω της δυστροπίας της αντιδίκου του περί την καταβολή των οφειλομένων με αποτέλεσμα επί τέσσερα έτη να απασχολείται το Δικαστήριο και να ταλαιπωρείται αυτός (ενάγων), πρέπει να σημειωθεί ότι η επικαλούμενη ασυνέπεια της πρώτης ενάγουσας και η ανάγκη προσφυγής στο δικαστήριο δεν αποτελούν λόγους επαυξήσεως του ύψους των δικαστικών εξόδων για τον προσδιορισμό των οποίων ο εκκαλών δεν διατυπώνει αιτίαση. Επομένως, ο ένατος λόγος της εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Συνεπώς, ενόψει των ανωτέρω αποδεικτικών παραδοχών και του γεγονότος ότι ο ενάγων στην αγωγή του ισχυρίζεται ότι για τα ενδιαφέροντα χρονικά διαστήματα έλαβε συνολικά από την πρώτη εναγόμενη ποσό 52.087,35€, απαλλαγμένο κρατήσεων, που αντιστοιχεί σε μηνιαίο κλειστό μεικτό μισθό ποσού 3.096,09€ και καθαρό τέτοιο ποσού 2.480,35€, προκύπτει ότι ο ενάγων έλαβε από την πρώτη εναγόμενη ως αντιπαροχή για τις υπηρεσίες του στο πλοίο συνολικές αποδοχές μεγαλύτερες από τις δικαιούμενες (52.087,35€>37.984,19€) και ουδέν δικαιούται να λάβει πλέον πολύ περισσότερο που στο ληφθέν ποσό από τον ενάγοντα δεν περιλαμβάνονται οι κρατήσεις που βαρύνουν αυτόν και αφορούν εισφορές του προς το Ν.Α.Τ και Φ.Μ.Υ. . Ωστόσο, επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, κάνοντας μερικά δεκτή την αγωγή, αναγνώρισε ότι ο ενάγων δικαιούται να λάβει από την πρώτη εναγόμενη ποσό έντεκα χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και δέκα λεπτών του ευρώ (11.692,10€) νομιμοτόκως από τις 20.09.2015, και η κρίση του αυτή δεν μπορεί να ανατραπεί από το Δικαστήριο τούτο χωρίς την άσκηση εφέσεως εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης ή αντεφέσεως από αυτή (άρθρα 536§1 και 591§1 εδάφ. α΄ Κ.Πολ.Δ.), το Δικαστήριο τούτο, καίτοι θα εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση (στο σύνολό της, ώστε να προκύψει ενιαίος προς εκτέλεση τίτλος), κατά παραδοχή των τρίτου και τέταρτου λόγων της εφέσεως, απορριπτομένων των λοιπών, που αφορούν την χρονική έκταση της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος, λόγω διαφοροποιήσεως του δεδικασμένου σε σχέση με την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, θα διαλάβει στο διατακτικό του την αυτή αναγνωριστική διάταξη.
- Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα αναλογούντα στην έκταση της νίκης του ενάγοντος – εκκαλούντος, πρέπει να επιβληθούν, κατά παραδοχή σχετικού προς τούτο αιτήματός του, εις βάρος της πρώτης εναγόμενης – εφεσίβλητης, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 183, 176 εδάφ. α΄, 189§1, 191§2, 591§1 εδάφ. α΄ Κ.Πολ.Δ., 58§§1,3,4α΄, 63§1 i α΄, 68§1, 69§1 εδάφ. α΄ και 166 Παράρτημα Ι ν. 4194/2013, σύμφωνα με τα στο διατακτικό.
Γ Ι Α Τ Ο Υ Σ Λ Ο Γ Ο Υ Σ Α Υ Τ Ο Υ Σ
Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 20.03.2017 έφεση κατά της υπ΄ αριθμ. 494/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση.
Διακρατεί την υπόθεση.
Αναδικάζει την από 28.12.2015 αγωγή.
Δέχεται αυτή εν μέρει.
Αναγνωρίζει ότι η πρώτη εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό έντεκα χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και δέκα λεπτών του ευρώ (11.692,10€) νομιμοτόκως από τις 20.09.2015. Και
Καταδικάζει την πρώτη εναγόμενη – εφεσίβλητη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος ορίζει δε το ποσό αυτών σε εννιακόσια εβδομήντα πέντε ευρώ (975,00€).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 11 Σεπτεμβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ