ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αριθμός απόφασης 349/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
Α) Εκκαλούντος: Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών (ΑΦΜ …..) και ήδη, από 1.1.2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, ως εκπροσώπου του Δημοσίου, η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή της, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (οδός …………) (ΑΦΜ ……….) (άρθρα 1 παρ.1, 36 παρ.1, 41 παρ.4 και 43 ν. 4389/2016) και εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Χολαργού, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξούσια ΝΣΚ Βασιλική Τζίφα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠοΛΔ,
Εφεσίβλητων: 1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός …….., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, 2) ………………, 3) . ……………. οι οποίοι άπαντες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρου τους, Αντωνία Δημητρακοπούλου με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Β) Αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….» και διακριτικό τίτλο “………..” πρώην με την επωνυμία «………..» και διακριτικό τίτλο “………..” (υπ’ αριθ. …………/10-6-2020 Ανακοίνωση Γ.Ε.ΜΗ), η οποία εδρεύει στο ….. Αττικής, επί της οδού ……….. με ΑΦΜ ……… Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά και με αρ. ΓΕΜΗ ………., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με το ν. 4354/2015 δυνάμει της με αριθ. 220/1/13.3.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων [υπ’ αριθμ. 880/16.3.2017 ΦΕΚ (τ. Β’)], ως μη δικαιούχου διαδίκου και ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “……….” (……….) που εδρεύει στο ……… της Ιρλανδίας (………….), με αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών …….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα. Η ανωτέρω εταιρεία ειδικού σκοπού, κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003, κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «………..» και τον διακριτικό τίτλο “…………”, που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού ………, με ΑΦΜ ……., Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών και με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ……….., όπως νομίμως εκπροσωπείται. Η άνω ανώνυμη τραπεζική εταιρεία υπό την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο “………” (ΑΦΜ ………. Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ ΑΘΗΝΩΝ), λόγω διασπάσεως της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της ως άνω νέας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας (άρθρο 16 ν. 2515/1997 και άρθρα 57 παρ.3 Ανακοινώσεις Γ.Ε.ΜΗ) και 59-74 του ν. 4601/2019 – υπ’ αριθ. 31907 και 31909/20.3.2020, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Υπέρ ων η πρόσθετη παρέμβαση: 1) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……..», και το διακριτικό τίτλο “……..” που εδρεύει στην Αθήνα, …., με ΑΦΜ …, Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών (Γ.Ε.ΜΗ. με αριθμό ….), νόμιμα εκπροσωπούμενης, καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..», 2) ………….. δικαστικού επιμελητή . ………, …………, με ΑΦΜ …………., 3) της Συμβολαιογράφου . ………….., με ΑΦΜ ……….., οι οποίοι άπαντες δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο,
Καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση: Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών (ΑΦΜ …….) και ήδη, από 1.1.2017, από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, ως εκπροσώπου του Δημοσίου, η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή της, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (οδός …………) (ΑΦΜ …….) (άρθρα 1 παρ.1, 36 παρ.1, 41 παρ.4 και 43 ν. 4389/2016) και εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Χολαργού, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ Βασιλική Τζίφα με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,
Γ) Αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………..» και διακριτικό τίτλο “………” πρώην με την επωνυμία «………..» και διακριτικό τίτλο “……..” (υπ’ αριθ. …../10-6-2020 Ανακοίνωση Γ.Ε.ΜΗ), η οποία εδρεύει στο … Αττικής, επί της οδού ……., με ΑΦΜ ………. Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά και με αρ. ΓΕΜΗ ………, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με το ν. 4354/2015 δυνάμει της με αριθ. 220/1/13.3.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων [υπ’ αριθμ. 880/16.3.2017 ΦΕΚ (τ. Β’)], ως μη δικαιούχου διαδίκου και ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “…………) που εδρεύει στο …….. της Ιρλανδίας (οδός ……….), με αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών ……., όπως εκπροσωπείται νόμιμα. Η ανωτέρω εταιρεία ειδικού σκοπού, κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003, κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «…………..» και τον διακριτικό τίτλο “…………”, που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού …….. με ΑΦΜ ………, Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών και με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ………., όπως νομίμως εκπροσωπείται. Η άνω ανώνυμη τραπεζική εταιρεία υπό την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο “……….” (ΑΦΜ ……. Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ ΑΘΗΝΩΝ), λόγω διασπάσεως της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της ως άνω νέας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας (άρθρο 16 ν. 2515/1997 και άρθρα 57 παρ.3 Ανακοινώσεις Γ.Ε.ΜΗ) και 59-74 του ν. 4601/2019 – υπ’ αριθ. 31907 και 31909/20.3.2020, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Αντωνία Δημητρακοπούλου με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,
Υπέρ ων η πρόσθετη παρέμβαση: 1) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», και το διακριτικό τίτλο “………” που εδρεύει στην Αθήνα, οδός …………. με ΑΦΜ ……….., Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών (Γ.Ε.ΜΗ. με αριθμό ……….), νόμιμα εκπροσωπούμενης, καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», 2) ……….., δικαστικού επιμελητή ……………., 3) της Συμβολαιογράφου ……. …………, κατοίκου Αθηνών, οδός ………….. με ΑΦΜ …………, οι οποίοι άπαντες δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο,
Καθ’ου η πρόσθετη παρέμβαση: Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών (ΑΦΜ ………) και ήδη, από 1.1.2017, από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, ως εκπροσώπου του Δημοσίου, η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή της, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (οδός ………….) (ΑΦΜ ……) (άρθρα 1 παρ.1, 36 παρ.1, 41 παρ.4 και 43 ν. 4389/2016) και εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Χολαργού, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ Βασιλική Τζίφα με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Το εκκαλούν και καθ’ου οι πρόσθετες παρεμβάσεις άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά των νυν εφεσίβλητων- υπέρ ων οι πρόσθετες παρεμβάσεις την από 5.2.2018 (με Γ.Α.Κ. ……../2018 και Ε.Α.Κ. ………./2018) ανακοπή του προς μεταρρύθμιση του υπ’ αριθ. ……./16.1.2018 πίνακα κατάταξης δανειστών της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………. και επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η 4109/2018 του παραπάνω Δικαστηρίου που την απέρριψε. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το ανακόπτον στις 4.3.2020, με την από 4.3.2020 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2020 και Ε.Α.Κ. …./2020) έφεση, επικυρωμένο αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στις 18.6.2020 στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2020 και Ε.Α.Κ. …./2020 και της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αρχικά η 4.3.2021, όταν με την υπ’ αριθ. 85/2021 πράξη της Προέδρου Εφετών του Εφετείου Πειραιά λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίου, ορίστηκε νέα δικάσιμος η 7.10.2021, οπότε αναβλήθηκε εκ του πινακίου η έφεση για τη δικάσιμο της 3.11.2022 και στη συνέχεια για τη δικάσιμο της 5.10.2023, όταν με την υπ’ αριθ. 81/2023 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς κατ’ άρθρο 260 παρ.4 ΚΠολΔ, κατόπιν της υπ’ αριθ. 74/2023 πράξης του ιδίου λόγω της αναστολής μέρους των εργασιών του Εφετείου Πειραιώς στο διάστημα από 4 έως 11.10.2023, ένεκα της διενέργειας δημοτικών και περιφερειακών εκλογών, επαναπροσδιορίστηκε η υπόθεση αυτεπάγγελτα να συζητηθεί στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Περαιτέρω, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ήδη υπό στοιχ. Β αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα άσκησε την από 6.10.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………./2021) εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των εφεσίβλητων, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε η 3.11.2022, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 5.10.2023, πλην όμως τότε δεν εισήχθη προς συζήτηση λόγω ανωτέρας βίας και δη λόγω της αναστολής των εργασιών του Εφετείου Πειραιά κατά το διάστημα από 4.10.2023 έως 11.10.2023 ένεκα της διεξαγωγής των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών της 8.10.2023 και με την υπ’ αριθ. 81/2023 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1, 2 και 3 του ισχύοντος Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, ορίσθηκε νέα δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Επίσης, η ήδη υπό στοιχ. Γ αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 29.8.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………../2021) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των εφεσίβλητων, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε η 5.10.2023, πλην όμως τότε δεν εισήχθη προς συζήτηση λόγω ανωτέρας βίας και δη λόγω της αναστολής των εργασιών του Εφετείου Πειραιά κατά το διάστημα από 4.10.2023 έως 11.10.2023 ένεκα της διεξαγωγής των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών της 8.10.2023 και με την υπ’ αριθ. 81/2023 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1, 2 και 3 του ισχύοντος Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, ορίσθηκε νέα δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Η έφεση και οι πρόσθετες παρεμβάσεις, στην τελευταία αυτή δικάσιμο, συνεκφωνήθηκαν από τη σειρά τους στο οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρόντων διαδίκων, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εισάγονται προς συνεκδίκαση κατά τις διατάξεις των άρθρων 31, 80, 246 και 524 παρ.1 ΚΠολΔ: α) η από 4.3.2020 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …./2020 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2020 και Ε.Α.Κ. …/2020) έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……. και της συμβ/φου Αθηνών ………. προς εξαφάνιση της 4109/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), το οποίο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων την από 5.2.2018 (με Γ.Α.Κ. …/2018 και Ε.Α.Κ. …/2018) ανακοπή του εκκαλούντος κατά των εφεσίβλητων προς μεταρρύθμιση του υπ’ αριθ. …/16.1.2018 πίνακα κατάταξης δανειστών της συμβ/φου Αθηνών …….., απέρριψε αυτή, β) η ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 6.10.2021 (με Γ.Α.Κ. …/2021 και Ε.Α.Κ. …./2021) αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……..» ως μη δικαιούχου διαδίκου και ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “………” υπέρ των παραπάνω εφεσίβλητων και κατά του εκκαλούντος προς απόρριψη της εφέσεως και γ) η ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 29.8.2023 (με Γ.Α.Κ. ………/2023 και Ε.Α.Κ. ……../2023) αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………» ως μη δικαιούχου διαδίκου και ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “………..” υπέρ των παραπάνω εφεσίβλητων και κατά του εκκαλούντος προς απόρριψη της εφέσεως. Η ως άνω έφεση είχε αρχικά οριστεί για να συζητηθεί στις 4.3.2021, όταν με την υπ’ αριθ. 85/2021 πράξη της Προέδρου Εφετών του Εφετείου Πειραιά λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας του Δικαστηρίου, ορίστηκε νέα δικάσιμος η 7.10.2021, οπότε αναβλήθηκε εκ του πινακίου η έφεση για τη δικάσιμο της 3.11.2022 και στη συνέχεια για τη δικάσιμο της 5.10.2023, όταν με την υπ’ αριθ. 81/2023 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς κατ’ άρθρο 260 παρ.4 ΚΠολΔ, κατόπιν της υπ’ αριθ. 74/2023 πράξης του ιδίου λόγω της αναστολής μέρους των εργασιών του Εφετείου Πειραιώς στο διάστημα από 4 έως 11.10.2023, ένεκα της διενέργειας δημοτικών και περιφερειακών εκλογών, επαναπροσδιορίστηκε η υπόθεση αυτεπάγγελτα να συζητηθεί στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, με την εγγραφή των υποθέσεων στο οικείο πινάκιο να ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Περαιτέρω, η από 6.10.2021 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση ορίστηκε αρχικά να συζητηθεί στη δικάσιμο της 3.11.2022, οπότε αναβλήθηκε εκ του πινακίου για τη δικάσιμο της 5.10.2023, όταν με την υπ’ αριθ. 81/2023 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς κατ’ άρθρο 260 παρ.4 ΚΠολΔ, κατόπιν της υπ’ αριθ. 74/2023 πράξης του ιδίου λόγω της αναστολής μέρους των εργασιών του Εφετείου Πειραιώς στο διάστημα από 4 έως 11.10.2023, ένεκα της διενέργειας δημοτικών και περιφερειακών εκλογών, επαναπροσδιορίστηκε η υπόθεση αυτεπάγγελτα να συζητηθεί στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, με την εγγραφή των υποθέσεων στο οικείο πινάκιο να ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στην τελευταία αυτή δικάσιμο η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα και οι καθ’ων η πρόσθετη παρέμβαση δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιους δικηγόρους αλλά ήταν απόντες. Σύμφωνα με το άρθρο 274 παρ.1 εδ.1 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη κατ’ άρθρο 524 παρ.1 του ίδιου Κώδικα «Αν εκείνος που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, η διαδικασία προχωρεί σαν να μην είχε ασκηθεί η πρόσθετη παρέμβαση.» Στην προκειμένη, λοιπόν, περίπτωση που η από 6.10.2021 πρόσθετη παρέμβαση προσδιορίστηκε για την προαναφερόμενη δικάσιμο της 16.5.2024 με την ως άνω υπ’ αριθ. 81/2023 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, όπου αναφέρεται ότι η εγγραφή των εν λόγω υποθέσεων στο οικείο πινάκιο, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων και ότι η αναζήτηση της νέας δικασίμου θα γίνεται με το γενικό αριθμό κατάθεσης (ΓΑΚ) στην πύλη των ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων (solon.gov.gr) κατόπιν ανάρτησής της από τη γραμματεία, θεωρείται ότι έχουν κληθεί όλοι οι διάδικοι, η δε απουσία της προσθέτως παρεμβαίνουσας κατά την παραπάνω δικάσιμο, έχει ως αποτέλεσμα ότι η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να μην είχε ασκηθεί η πρόσθετη παρέμβαση. Τέλος, η από 29.8.2023 πρόσθετη παρέμβαση ορίστηκε για να συζητηθεί στις 5.10.2023, όταν με την υπ’ αριθ. 81/2023 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς κατ’ άρθρο 260 παρ.4 ΚΠολΔ, κατόπιν της υπ’ αριθ. 74/2023 πράξης του ιδίου λόγω της αναστολής μέρους των εργασιών του Εφετείου Πειραιώς στο διάστημα από 4 έως 11.10.2023, ένεκα της διενέργειας δημοτικών και περιφερειακών εκλογών, επαναπροσδιορίστηκε η υπόθεση αυτεπάγγελτα να συζητηθεί στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, με την εγγραφή των υποθέσεων στο οικείο πινάκιο να ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, η προσθέτως παρεμβαίνουσα εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Αντωνία Δημητρακοπούλου, οι υπέρ ων η πρόσθετη παρέμβαση δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο και το καθ’ου η πρόσθετη παρέμβαση εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξούσια ΝΣΚ, Βασιλική Τζίφα με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ. Ωστόσο, στις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου η ανώνυμη εταιρεία «……..» δηλώνει ότι ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “…………………”. Πρόκειται δηλαδή για άλλη εταιρεία ειδικού σκοπού σε σχέση με αυτή για λογαριασμό της οποίας με την από 29.8.2023 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβασή της η προσθέτως παρεμβαίνουσα δήλωσε ότι ενεργεί ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και διαχειρίστρια των απαιτήσεών της, ήτοι την αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία “………..”. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η παραπάνω προσθέτως παρεμβαίνουσα κατέθεσε νόμιμα προτάσεις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, υπό την ιδιότητα την οποία δήλωσε στην αμέσως παραπάνω πρόσθετη παρέμβαση. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 παρ. 1, 111, 115 παρ. 1 και 3 και 237 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η κατάθεση των προτάσεων το αργότερο ως την έναρξη της συζήτησης ενώπιον Εφετείου αποτελεί την αναγκαία έγγραφη προδικασία, η τήρηση της οποίας ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, η παράλειψη δε της κατάθεσης προτάσεων συνεπάγεται την ακυρότητα της παράστασης του διαδίκου και την ερήμην αυτού, λόγω μη κανονικής εμφάνισης, διεξαγωγή της δίκης (βλ. ΑΠ 739/2021, ΑΠ 1270/2015 αμφότερες στην ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη, λοιπόν, περίπτωση που η προσθέτως παρεμβαίνουσα δεν έχει καταθέσει νόμιμα προτάσεις, δικάζεται ερήμην, δεδομένου δε ότι η συζήτηση της πρόσθετης παρέμβασης προσδιορίστηκε για την προαναφερόμενη δικάσιμο της 16.5.2024 με την ως άνω υπ’ αριθ. 81/2023 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, όπου αναφέρεται ότι η εγγραφή των εν λόγω υποθέσεων στο οικείο πινάκιο, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων και ότι η αναζήτηση της νέας δικασίμου θα γίνεται με το γενικό αριθμό κατάθεσης (ΓΑΚ) στην πύλη των ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων (solon.gov.gr) κατόπιν ανάρτησής της από τη γραμματεία, οπότε θεωρείται ότι έχουν κληθεί όλοι οι διάδικοι, η δε απουσία της προσθέτως παρεμβαίνουσας κατά την παραπάνω δικάσιμο, έχει ως αποτέλεσμα ότι η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να μην είχε ασκηθεί η πρόσθετη παρέμβαση κατ’ άρθρο 274 παρ.1 σε συνδυασμό με το άρθρο 524 παρ.1 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, η ένδικη από 4.3.2020 έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κι εμπρόθεσμα, στις 4.3.2020, εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης στις 5.9.2018, κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ότι είχε προηγηθεί επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης από τον ένα διάδικο στον άλλο. Συνεπώς, η έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 περ.1 ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να δικαστεί με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, όπως πρωτοδίκως κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 του ίδιου Κώδικα. Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό του ως άνω ένδικου μέσου δεν απαιτείται η καταβολή του τασσόμενου από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ παραβόλου, αφού το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παραβόλου για την άσκηση ένδικου μέσου σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 του ως άνω Καν. Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 «Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου» (βλ. ΤρΕφΠειρ 50/2020 στο efeteio-peir.gr).
Με την από 5.2.2018 (με Γ.Α.Κ. …./2018 και Ε.Α.Κ. …./2018) ανακοπή του το Ελληνικό Δημόσιο υποστήριξε ότι με επίσπευση της πρώτης καθ’ης η ανακοπή τράπεζας, σε εκτέλεση της υπ’ αριθ. …../2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκπλειστηριάσθηκαν δυνάμει της υπ’ αριθ. ……../13.9.2017 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού της υπαλλήλου του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφου Αθηνών …………, οι υπό στοιχεία Ε-1, Ε-2, Ε-3, Ε-4/5 και Ε-6 οριζόντιες ιδιοκτησίες του Ε’ ορόφου Α’ εσοχή πάνω από το ισόγειο, πολυκατοικίας, κτισμένης επί οικοπέδου, που βρίσκεται στη Δημοτική Ενότητα Πειραιά του ομώνυμου Δήμου, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλης, στη διασταύρωση των οδών …………, οι οποίες ανήκαν στον οφειλέτη του, ………… και κατακυρώθηκαν στην πρώτη καθ’ης για το ποσό των 80.743 ευρώ. Ότι το Δημόσιο, δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Χολαργού, ανήγγειλε με την υπ’ αριθ. …/6-9-2017 αναγγελία του, στην υπάλληλο του πλειστηριασμού τις απαιτήσεις του κατά του καθ’ου η εκτέλεση, όπως αυτές αναλύονται στον συνημμένο σε αυτήν (αναγγελία) και στην ανακοπή πίνακα χρεών, συνολικού ποσού 119.962,02 ευρώ και ζήτησε την προνομιακή κατάταξή του κατ’ άρθρο 61 ΚΕΔΕ. Ότι επειδή το πλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την πλήρη ικανοποίηση όλων των αναγγελθέντων δανειστών του ως άνω οφειλέτη, η υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο υπ’ αριθ. 8859/16.1.2018 πίνακα κατάταξης, με τον οποίο, μετά την προαφαίρεση από το επιτευχθέν πλειστηρίασμα των εξόδων εκτέλεσης συνολικού ποσού 9.078,21 ευρώ, στο εναπομείναν πλειστηρίασμα κατέταξε: α) προνομιακά και οριστικά στο 25% του διανεμητέου πλειστηριάσματος, το ίδιο το ανακόπτον δια της Δ.Ο.Υ. Χολαργού για το ποσό των 17.916,20 ευρώ, β) τυχαία και προνομιακά, υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασης της απαίτησής της, στο 65% του διανεμητέου πλειστηριάσματος, την πρώτη καθ’ης, ως προσημειούχο δανείστρια για το ποσό των 46.582,11 ευρώ και γ) τυχαία και σύμμετρα, υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεών της, στο 10% του διανεμητέου πλειστηριάσματος, την πρώτη καθ’ης για το συνολικό ποσό των 7.166,48 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, το ανακόπτον ζητούσε κατ’ αποδοχή των λόγων της ανακοπής, που συνίστανται στην αόριστη και εσφαλμένη προαφαίρεση εξόδων εκτέλεσης του δικαστικού επιμελητή και εξόδων της υπαλλήλου του πλειστηριασμού (στην τελευταία περίπτωση ως προς το ήμισυ των εξόδων περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης που αφαιρέθηκαν από το πλειστηρίασμα κατ’ άρθρο 527 ΑΚ ενώ έπρεπε να βαρύνουν αποκλειστικά τον υπερθεματιστή) αντίστοιχα, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σε αυτούς, να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης, ώστε να αποβληθεί από τον πίνακα αυτό η πρώτη καθ’ης για το ποσό των 7.240,74 ευρώ και η τρίτη καθ’ης για το ποσό των 517,75 ευρώ, και να καταταγεί το ίδιο το ανακόπτον οριστικά και προνομιακά, πέραν του ποσού για το οποίο ήδη είχε καταταγεί. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε την ανακοπή κατά του δεύτερου των καθ’ων δικαστικού επιμελητή, ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης, καθώς με τον λόγο ανακοπής που βάλλει κατ’ αυτού δεν αμφισβητείται η διενέργεια των πράξεων εκτέλεσης που έκανε, αλλά προσβάλλεται η σχετική εκκαθαριστική πράξη ως αόριστη. Περαιτέρω, απέρριψε την ανακοπή στην ουσία της και ως προς την πρώτη καθ’ης αναφορικά με τα προαφαιρεθέντα έξοδα του δικαστικού επιμελητή ύψους 7240,74 ευρώ από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, τα οποία το ανακόπτον με τον πρώτο λόγο ανακοπής έπληττε ως αόριστα, καθώς η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι από το προσκομιζόμενο με επίκληση τόσο από το ανακόπτον, όσο και από τους καθ’ ων η ανακοπή πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του δικαστικού επιμελητή αλλά και από τις προτάσεις των καθ’ ων η ανακοπή προκύπτει κατά τρόπο ορισμένο σε τι αναλύεται το προαναφερόμενο ποσό των 7.240,74 ευρώ. Τέλος, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον δεύτερο λόγο ανακοπής κατά της τρίτης καθ’ ης συμβολαιογράφου ως προς την αφαίρεση εκ μέρους της από το πλειστηρίασμα ποσού 517,75 ευρώ που αντιστοιχεί στο ήμισυ των δικαιωμάτων της για τη σύνταξη της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης κατ’ άρθρο 527 ΑΚ, καθώς το Δικαστήριο δέχθηκε ότι στην υπ’ αριθ. ……/10.2.2017 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …………. δεν υπάρχει όρος, τον οποίο αποδέχεται ο υπερθεματιστής με τη συμμετοχή του στον πλειστηριασμό, που να ορίζει ότι τα δικαιώματα σύνταξης της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης βαρύνουν αποκλειστικά αυτόν. Με την υπό κρίση έφεση το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο αιτιάται την εκκαλουμένη για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί γι’ αυτό να εξαφανιστεί η πρωτόδικη απόφαση, ώστε να γίνει καθ’ ολοκληρία δεκτή η με αριθ. κατ. …/…../2018 ανακοπή του κατά των εφεσίβλητων και να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος με αυτή πίνακας κατάταξης, ώστε να καταταγεί το Ελληνικό Δημόσιο, επιπλέον, στο αποδεσμευόμενο ποσό των 7.758,49 (=7.240,74 + 517,75) ευρώ, μετά την ισόποση αποβολή των αντιδίκων και να καταδικαστούν οι εφεσίβλητοι στη δικαστική του δαπάνη για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.
Στον πρώτο λόγο της έφεσής του το εκκαλούν εκθέτει ότι με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του είχε προβάλει ότι μη νόμιμα προαφαιρέθηκαν από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού ως έξοδα υπέρ του επί της εκτέλεσης δικ. επιμελητή, ……… ή, σε περίπτωση προκαταβολής τους, υπέρ της επισπεύδουσας δανείστριας Τράπεζας ……………, το ποσό των 7.240,74 ευρώ για δικαιώματά του τα οποία αναφέρονται στην κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη και γενικά στη διαδικασία της εκτέλεσης και τη διενέργεια του πλειστηριασμού, χωρίς στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης να προσδιορίζεται αναλυτικά και με λεπτομέρεια η αιτία των εξόδων αυτών ή έστω χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε μνεία σε κάποιον πίνακα εξόδων και αμοιβών του παραπάνω επιμελητή, και χωρίς να προσαρτάται τέτοιος στον ανακοπτόμενο πίνακα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί το Ελληνικό Δημόσιο να ελέγξει την ορθότητα αφαίρεσης του κονδυλίου αυτού. Ότι η εκκαλούμενη απόφαση έκανε δεκτό ότι η προαφαίρεση των ως άνω εξόδων από τον προσβαλλόμενο πίνακα δεν ήταν αόριστη και αναιτιολόγητη αλλά σύμφωνη με τον αναλυτικό λογαριασμό εξόδων, ο οποίος περιλαμβάνεται αυτούσιος στις προτάσεις των καθ’ ων η ανακοπή. Ότι επιπλέον η εκκαλούμενη δέχθηκε ότι ο καθ’ου δικαστικός επιμελητής και ήδη εφεσίβλητος, δεν νομιμοποιείται παθητικά στη διεξαγωγή της παρούσας δίκης, εφόσον με τους προβαλλόμενους λόγους αμφισβητείται ειδικότερα ως αόριστη η εκκαθάριση των εξόδων και το εάν πράγματι έγιναν προς το συμφέρον όλων των δανειστών. Ότι ωστόσο με τις παραπάνω παραδοχές έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 932 και 975 ΚΠολΔ και την ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, διότι σε κανένα σημείο του πίνακα κατάταξης δεν γίνεται ειδική, σαφής και ορισμένη αναφορά στα επιμέρους κονδύλια των προαφαιρούμενων εξόδων εκτέλεσης υπέρ της επισπεύδουσας τράπεζας ή/και του εντολοδόχου του δικ. επιμελητή, ώστε να ελεγχθεί η νομιμότητα της προαφαίρεσης και από την άποψη της εξυπηρέτησης του οφέλους όλων των αναγγελθέντων δανειστών. Ότι συνεπώς στην προκειμένη περίπτωση ο προσδιορισμός και η αιτιολογία των εξόδων δεν είναι λεπτομερής και μάλιστα δεν γίνεται ούτε αναφορά σε συγκεκριμένα έστω στοιχεία των πινάκων του δικ. επιμελητή και ήδη δεύτερου εφεσίβλητου, ώστε, έστω και έμμεσα, να μπορεί να ανατρέξει κανείς σε στοιχεία εκτός του προσβαλλόμενου πίνακα με σαφή όμως παραπομπή από αυτόν. Ότι σε κάθε περίπτωση, επισημαίνεται ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, που συντάσσει την πράξη κατάθεσης εγγράφων για την υποστήριξη της αναγγελίας του δανειστή, οφείλει να αναφέρει εξατομικευμένα- κατά τα στοιχεία προσδιορισμού τους- ποια ακριβώς έγγραφα του κατατέθηκαν. Σαφώς δεν αναφέρεται στο περιεχόμενό τους, σαφώς δεν τα μελετάει εκείνη την ώρα και σαφώς στην πράξη του δεν περιλαμβάνει αιτιολογημένη εκτίμηση για το αν τα κονδύλια που ζητεί ο κάθε αναγγελθείς δανειστής να του αποδοθούν, με βάση τα έγγραφα που προσκομίζει, είναι πράγματι προαφαιρούμενα έξοδα εκτέλεσης, γενόμενα προς το συμφέρον όλων των δανειστών. Ότι περαιτέρω, το γεγονός ότι στις προτάσεις των καθ’ ων και ήδη εφεσίβλητων αναφέρονται αναλυτικά τα κονδύλια και περιλαμβάνεται αυτούσιος ο πίνακας εξόδων δεν θεραπεύει την αοριστία του πίνακα κατάταξης.
Ο λόγος αυτός της έφεσης, όπως και ο αντίστοιχος λόγος ανακοπής είναι επαρκώς ορισμένος και δύνανται οι εφεσίβλητοι να αμυνθούν έναντι τούτου, παρά τα αντίθετα από εκείνους προβαλλόμενα. Σχετικά με τους ισχυρισμούς που εκτίθενται ανωτέρω, λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: Κατά το άρθρ. 932 του ΚΠολΔ, τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης βαρύνουν εκείνον κατά του οποίου αυτή στρέφεται και προκαταβάλλονται από εκείνον που την επισπεύδει, ενώ κατά το άρθρ. 975 του ίδιου κώδικα η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της εκτέλεσης που ορίζονται αιτιολογημένα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις αυτές, στη δεύτερη των οποίων γίνεται διάκριση μεταξύ αφαίρεσης των εξόδων και κατάταξης των προνομιακών απαιτήσεων, υπέγγυο στους δανειστές είναι το ποσό του πλειστηριάσματος που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, τα οποία δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των προνομίων, ούτε κατατάσσονται στον πίνακα, αλλά προαφαιρούνται προκειμένου να γίνει η κατάταξη των δανειστών, ορίζονται δε με τον πίνακα κατάταξης ή με ιδιαίτερη πράξη, με την οποία ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δικαιολογεί τα σχετικά κονδύλια προκειμένου να τα προαφαιρέσει από το πλειστηρίασμα. Δικαιούχος των εξόδων εκτέλεσης είναι κατ` αρχήν ο δανειστής που επέσπευσε την εκτέλεση, όμως ως δικαιούχοι νοούνται και τα όργανα της εκτέλεσης και ειδικότερα ο δικαστικός επιμελητής και ο υπάλληλος του πλειστηριασμού (συμβολαιογράφος), αλλά και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του επισπεύδοντος δανειστή, καίτοι τα πρόσωπα αυτά δεν νομιμοποιούνται να αναζητήσουν τα σχετικά έξοδα από τον καθ` ου η εκτέλεση, αφού μ` αυτόν δεν συνδέονται με κατάλληλη έννομη σχέση. (ΑΠ 1860/2013, ΑΠ 300/2013, ΑΠ 280/2004). Έτσι τα πρόσωπα αυτά, με βάση τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό και με αυτές των άρθρ. 971 και 1007 του ΚΠολΔ, λαμβάνουν τα έξοδα της εκτέλεσης από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ο οποίος, αφού τα αφαιρέσει από το πλειστηρίασμα, ακολούθως διανέμει το υπόλοιπο του πλειστηριάσματος μεταξύ των δανειστών του καθ` ου η εκτέλεση ή προβαίνει με σχετικό πίνακα στην κατάταξη των δανειστών σε περίπτωση ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος. Δηλαδή τα έξοδα της εκτέλεσης δεν κατατάσσονται στο συντασσόμενο από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού πίνακα, ωστόσο η σχετική εκκαθαριστική πράξη του αποτελεί διανομή του πλειστηριάσματος και προσβάλλεται συνεπώς με την ανακοπή του άρθρ. 979 του ΚΠολΔ. Ανακόπτων μπορεί να είναι οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, όπως είναι οι δανειστές που αναγγέλθηκαν ή ο καθ` ου η εκτέλεση οφειλέτης, οπότε αν αυτοί αμφισβητούν τη νομιμότητα της σχετικής εκκαθαριστικής πράξης των εξόδων εκτέλεσης και ειδικότερα αν προσβάλουν αυτή ως αόριστη ή αναιτιολόγητη ή αμφισβητούν ότι τα έξοδα έγιναν προς το συμφέρον όλων των δανειστών, ανακύπτει ιδιωτική διαφορά μεταξύ αυτών και του επισπεύδοντος δανειστή, που είναι ο μόνος νομιμοποιούμενος παθητικά στη σχετική δίκη, αφού αυτός είναι που χορήγησε στα παραπάνω πρόσωπα την εντολή για τη διενέργεια των απαιτούμενων πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης και θα ζημιωθεί αν ανατραπεί η εκκαθάριση των εξόδων, αφού τότε θα υποχρεωθεί να καταβάλει ο ίδιος τη διαφορά στα πρόσωπα αυτά με βάση τη μεταξύ τους σχέση εντολής. Αντίθετα όταν η αμφισβήτηση αφορά μόνο τη διενέργεια των πράξεων εκτέλεσης που φέρονται ότι έγιναν από τα ίδια πρόσωπα ή το ύψος της σχετικής δαπάνης, δηλαδή όταν προβάλλεται ότι τα αντίστοιχα έξοδα εκτέλεσης δεν είναι νόμιμα ή υπαρκτά ή υπερβαίνουν τα καθοριζόμενα από το νόμο ή τις οικείες υπουργικές αποφάσεις όρια της αμοιβής τους, η ανακοπή κατά της πράξης εκκαθάρισης των εξόδων πρέπει να στρέφεται αποκλειστικά κατά του οργάνου της εκτέλεσης, τα προαφαιρεθέντα έξοδα υπέρ του οποίου αμφισβητούνται (ΑΠ 1415/2019, ΑΠ 1644/2018, ΑΠ 626/2018, ΑΠ 2255/2014, ΑΠ 658/2014, ΑΠ 60/2011, ΑΠ 142/2004, ΑΠ 280/2004, ΑΠ 1783/1998). Ως έξοδα εκτέλεσης, κατά τις παραπάνω διατάξεις, νοούνται όλες οι δαπάνες που γίνονται από τον επισπεύδοντα την εκτέλεση δανειστή και αποβλέπουν στο γενικό συμφέρον όλων των δανειστών, εφόσον είναι αναγκαίες για τη διαδικασία της εκτέλεσης από την έναρξή της μέχρι και την περάτωσή της (ΑΠ 14/2015, ΑΠ 1074/2015, ΑΠ 658/2014, ΑΠ 2057/2014, ΑΠ 60/2011, ΑΠ 840/2008, ΑΠ 419/1998), δηλαδή, ανάγονται στην προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης (πρωταρχικά τα έξοδα και δικαιώματα για τη λήψη απογράφου, σύνταξη αντιγράφου αυτού και επιταγής προς πληρωμή), στην κατάσχεση, στη συντήρηση του κατασχεθέντος πράγματος, στον πλειστηριασμό και στην κατάταξη των δανειστών. Αντίθετα, δεν περιλαμβάνονται τα έξοδα που έγιναν προς το αποκλειστικό συμφέρον είτε του επισπεύδοντος είτε των αναγγελθέντων δανειστών ούτε επίσης όσα έγιναν από υπαιτιότητα του επισπεύδοντος, όπως είναι τα έξοδα πλειστηριασμού που ματαιώθηκε λόγω παρόδου προθεσμίας ή λόγω ακυρότητας των πράξεων (ΑΠ 2055/2022, ΑΠ 60/2001, ΑΠ 1359/1998 στην ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, η αφαίρεση των εξόδων γίνεται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού με βάση τα έγγραφα και τις αποδείξεις, που κατατίθενται από το δικαιούχο αυτών και βρίσκονται στο φάκελο του πλειστηριασμού. Για να είναι δε εφικτός ο έλεγχος από κάθε ενδιαφερόμενο και από το δικαστήριο, κρίνοντας επί σχετικού λόγου ανακοπής, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος απαιτείται να προβεί, όχι σε απλή αναφορά αυτών, αλλά σε εξειδίκευση, με αναγραφή, επί της ιδιαίτερης πράξεως εκκαθαρίσεως ή επί του πίνακα κατατάξεως, των επί μέρους κονδυλίων αυτών, της αιτίας τους και του δικαιούχου αυτών (Mπρίνιας υπ` άρθρο 975, εκδ. Β` παρ. 406, σελ. 1072). Στην αντίθετη περίπτωση, η αφαίρεση ως αναιτιολόγητη είναι μη νόμιμη και συνεπώς άκυρη. Η εκκαθάριση πρέπει να θεωρηθεί επαρκώς αιτιολογημένη και όταν γίνεται δια παραπομπής σε συνημμένες στην πράξη ή στον πίνακα απλές καταστάσεις που υπέβαλαν οι ενδιαφερόμενοι, όπου εξειδικεύονται λεπτομερώς τα κονδύλια (βλ. Κιουπτσίδου- Στρατουδάκη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ2, Άρθρα 904-1054, έκδοση 2021, σελ. 495, παρ.1 με παραπομπή στην ΕφΘεσσαλ 749/2011, αδημ.). Καθώς κατά τα προαναφερόμενα, η αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης αποτελεί διανομή του πλειστηριάσματος όπως και η κατάταξη των δανειστών και συνεπώς προσβάλλεται μόνο με ανακοπή του άρθρου 979 Κ.Πολ.Δ.(ΑΠ 627/1994, 1578/1995, 632/1996), στην περίπτωση άσκησης ανακοπής, η άρνηση από τον ανακόπτοντα της απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή ή του μεγέθους της, που αφορά τα προαφαιρεθέντα έξοδα εκτέλεσης, αποτελεί παραδεκτό και ορισμένο λόγο ανακοπής, στον καθ’ ου δε εναπόκειται να αποδείξει τα παραγωγικά της απαίτησής του και του μεγέθους της περιστατικά. Δηλαδή και στην περίπτωση αυτή ο καθ’ ου η ανακοπή οφείλει κατά την πρώτη ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου συζήτηση να επικαλεσθεί κατά τρόπο ορισμένο (και να αποδείξει) την ύπαρξη, το περιεχόμενο και το μέγεθος της απαίτησής του, για την οποία έχει καταταγεί. Αν ο καθ’ου η ανακοπή δεν ανταποκριθεί στο βάρος αυτό, η ανακοπή γίνεται δεκτή (ΑΠ 658/2014 στην areiospagos.gr που παραπέμπει στις ΑΠ 1717/1999, ΑΠ 1722/1998, ΜονΕφΠειρ 459/2023 στην efeteio-peir.gr). Στην προκειμένη περίπτωση, επισημαίνεται καταρχάς σχετικά με το ορισμένο της ανακοπής αναφορικά με την αναγγελθείσες απαιτήσεις του Ελληνικού Δημοσίου στον υπάλληλο του πλειστηριασμού των οποίων η ικανοποίηση ζητείται με τη μεταρρύθμιση του πίνακα κατάταξης ότι δεν υφίσταται αοριστία, παρά τα όσα ισχυρίζονται οι εφεσίβλητοι με τις προτάσεις τους, καθώς, όπως ορθά δέχθηκε η εκκαλουμένη, από τους συνημμένους στην ανακοπή αναγγελία και πίνακα χρεών προκύπτει ότι η αναγγελθείσα απαίτηση είναι προνομιακή κατ’ άρθρο 61 του ΚΕΔΕ, αναγράφεται το ονοματεπώνυμο και ο Α.Φ.Μ. του οφειλέτη, ο αριθμός και το έτος βεβαίωσης του κάθε χρέους, το οικονομικό έτος στο οποίο ανάγεται, το κεφάλαιο της απαίτησης, οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής και το είδος της απαίτησης, το οποίο αναφέρεται συνοπτικά [Πρόστιμο επιβολής διοικητ., Εισόδημα Φ.Π. & Ειδ. Εισφ. Και ΕΝ. Φ.Ι.Α. (Ν. 4223/2013)], κατά τρόπο, όμως, ορισμένο και σαφή. Περαιτέρω, σε ό,τι αφορά τον πρώτο λόγο της ανακοπής κατά το μέρος που στρέφεται κατά του δεύτερου καθ’ου η ανακοπή (ήδη δεύτερου εφεσίβλητου) δικαστικού επιμελητή, ορθά δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομική σκέψη, ότι τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, δεκτής γενομένης ως ουσιαστικά βάσιμης της σχετικής ένστασης του ως άνω καθ’ ου, καθώς με το λόγο της ανακοπής που βάλλει κατ’ αυτού δεν αμφισβητείται η διενέργεια των πράξεων εκτέλεσης στις οποίες εκείνος προέβη, αλλά προσβάλλεται η σχετική εκκαθαριστική πράξη ως αόριστη. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος έναντι του δεύτερου εφεσίβλητου ο αφορών αυτόν πρώτος λόγος έφεσης. Παρακάτω, παρά τα όσα υποστηρίζει το εκκαλούν, ακόμη κι αν στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης γίνεται προαφαίρεση των συνολικών εξόδων του δικαστικού επιμελητή, εφόσον έχει προηγηθεί έλεγχος από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού του προσκομισθέντος από τον επισπεύδοντα αναλυτικού λογαριασμού εξόδων του δικ. επιμελητή, δεν εμποδίζεται ο επισπεύδων όταν κάποιος από τους αναγγελθέντες δανειστές στραφεί εναντίον του λόγω αόριστης προαφαίρεσης των παραπάνω εξόδων, αμυνόμενος, να επικαλεστεί με τις προτάσεις του στη δίκη της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης και να προσκομίσει τον αναλυτικό αυτό λογαριασμό, χωρίς να προκύπτει απαράδεκτο λόγω έλλειψης προδικασίας. Συνεπώς, ο σχετικός λόγος ανακοπής ακολούθως θα εξεταστεί στην ουσία του.
Εξάλλου, με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του το εκκαλούν παραπονείται ότι λόγω κακής εκτίμησης των αποδείξεων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επικύρωσε την προαφαίρεση ποσού 517,75 ευρώ υπέρ της τρίτης εφεσίβλητης, υπαλλήλου του πλειστηριασμού, διότι αν είχε εκτιμήσει σωστά τις αποδείξεις θα έπρεπε να είχε κάνει δεκτές τις αιτιάσεις του και να μεταρρυθμίσει υπέρ αυτού τον πίνακα κατάταξης. Συγκεκριμένα, με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής του το Ελληνικό Δημόσιο υποστήριξε ότι τα δικαιώματα σύνταξης της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης εμπίπτουν μεν καταρχήν στη ρύθμιση του άρθρου 527 ΑΚ, το οποίο κατανέμει αυτά κατ’ ισομοιρίαν μεταξύ των μερών, δηλαδή μεταξύ του καθ’ου η εκτέλεση και του υπερθεματιστή, όμως δεν αποκλείεται αντίθετη συμφωνία, λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της ως άνω διάταξης, όταν στην περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης υπάρχει αντίθετος όρος, τον οποίο βεβαίως αποδέχεται ο υπερθεματιστής με τη συμμετοχή του στον πλειστηριασμό. Ότι εν προκειμένω, έχει παράνομα και αόριστα περιληφθεί στα έξοδα που προαφαίρεσε η υπάλληλος του πλειστηριασμού από το πλειστηρίασμα, και αμοιβή αυτής για το ήμισυ των εξόδων της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης κατ’ άρθρο 527 ΑΚ, ενώ σύμφωνα με τους όρους του πλειστηριασμού ως ιδιότυπης πώλησης αυτά θα βάρυναν τον υπερθεματιστή. Ότι ως εκ τούτου συντρέχει νόμιμη περίπτωση να μεταρρυθμιστεί ο ανακοπτόμενος πίνακας κατά το σχετικό ποσό των 517,75 ευρώ και να καταταγεί σε αυτό το ανακόπτον οριστικά και προνομιακά, πέραν του ποσού για το οποίο έχει ήδη καταταγεί, με ταυτόχρονη και ισόποση αποβολή της τρίτης των καθ’ ων, υπαλλήλου του πλειστηριασμού. Και ο λόγος αυτός, καθόσον η απόρριψή του πλήττεται με σχετικό λόγο έφεσης, θα ερευνηθεί στην ουσία του.
Απ’ όλα τα έγγραφα, που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι και λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με επίσπευση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» και σε εκτέλεση της με αριθμ. ………/2014 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με επιταγή προς εκτέλεση για απαιτήσεις της τράπεζας ύψους 1.000.000 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, εκπλειστηριάσθηκαν αναγκαστικά ενώπιον της υπαλλήλου του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφου Αθηνών ………, δυνάμει της υπ’ αριθ. …../13.9.2017 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού αυτής, τα αναφερόμενα στην έκθεση ακίνητα – οριζόντιες ιδιοκτησίες του καθ’ ου η εκτέλεση, ……, που βρίσκονται στον Πειραιά, επί της συμβολής των οδών ………., πρώην …., τα οποία είχαν κατασχεθεί δυνάμει της υπ’ αριθ. ……./10.2.2017 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, ……….. Τα ως άνω ακίνητα κατακυρώθηκαν στην επισπεύδουσα τράπεζα στο συνολικό ποσό των 80.743 ευρώ. Στον πλειστηριασμό αυτό αναγγέλθηκε, μεταξύ άλλων, το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Χολαργού με την με αρ. πρωτ. ……/6.9.2017 αναγγελία του, για το συνολικό ποσό των 119.962,02 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων προσαυξήσεων, όπως το ποσό αυτό εξειδικεύεται στο συνημμένο στην υπό κρίση ανακοπή υπ’ αρ. ……/2017 πίνακα χρεών. Επειδή το επιτευχθέν εκπλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση όλων των αναγγελθεισών απαιτήσεων, η υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε κατ’ άρθρο 974 ΚΠολΔ, τον με αρ. ………../16.1.2018 πίνακα κατάταξης δανειστών, με τον οποίο καταρχάς προαφαίρεσε από το εκπλειστηρίασμα το ποσό των 9.078,21 ευρώ, που αφορούσε στο σύνολο των εξόδων εκτέλεσης, τα οποία αναλύονται ειδικότερα ως εξής: α) τα ανήκοντα στην επισπεύδουσα για τα έξοδα του επί της εκτέλεσης δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………, τα οποία αναφέρονται στην κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη και γενικά στη διαδικασία της εκτέλεσης και τη διενέργεια του πλειστηριασμού και τα οποία περιέχονται στον αναλυτικό λογαριασμό που κατέθεσε στην υπάλληλο του πλειστηριασμού ο ως άνω δικαστικός επιμελητής, συνολικού ύψους 7.240,74 ευρώ, β) ποσό 175 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 42 ευρώ για έξοδα του επί της εκτέλεσης δικ. επιμελητή για επιδόσεις της πρόσκλησης δανειστών, γ) ποσό 297,60 ευρώ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 24% για την έκδοση αντιγράφου εξ απογράφου, αντιγραφικά δικαιώματα, για επίδοση και σύνταξη της επιταγής προς πληρωμή και για την εντολή προς εκτέλεση και δ) ποσό 1.322,87 ευρώ για έξοδα της ίδιας της υπαλλήλου του πλειστηριασμού, που αναλύεται ως εξής: 315,48 ευρώ για τέλη και δικαιώματα του πίνακα δανειστών, 489,64 ευρώ για τέλη και δικαιώματα της πρόσκλησης δανειστών και 517,75 ευρώ για το ήμισυ των δικαιωμάτων και τελών της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης, οπότε απέμεινε υπόλοιπο προς διανομή στους αναγγελθέντες δανειστές το ποσό των 71.664,79 ευρώ. Λόγω της ύπαρξης δανειστών με γενικά και ειδικά προνόμια και μη προνομιούχων δανειστών και της συνεπεία αυτού εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 977 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 8ο παρ.2 του άρθρου 1ου του ν. 4335/2015, η υπάλληλος του πλειστηριασμού διαίρεσε το ποσό του πλειστηριάσματος σε 65%, 25% και 10% και κατέταξε: α) στο 25% του διανεμητέου πλειστηριάσματος, προνομιακά και οριστικά, το ίδιο το ανακόπτον δια της Δ.Ο.Υ. Χολαργού για ποσό 17.916,20 ευρώ, β) στο 65% του διανεμητέου πλειστηριάσματος τυχαία και προνομιακά και υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασης της απαίτησής της, την πρώτη καθ’ης επισπεύδουσα εταιρεία, ως προσημειούχο δανείστρια, για το ποσό των 46.582,11 ευρώ και γ) στο 10% του διανεμητέου πλειστηριάσματος, τυχαία και σύμμετρα, υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεών της, την πρώτη καθ’ης για το συνολικό ποσό των 7.166,48 ευρώ, ενώ προβλέφθηκε και επικουρική κατάταξη. Η προαφαίρεση του παραπάνω ποσού των 7.240,74 ευρώ στον πίνακα κατάταξης έγινε με την εξής αναφορά «Τα ανήκοντα στην επισπεύδουσα για τα έξοδα του επί της εκτελέσεως δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……….., τα οποία αναφέρονται στην κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη και γενικά στη διαδικασία της εκτέλεσης και τη διενέργεια του πλειστηριασμού και τα οποία περιέχονται στον αναλυτικό λογαριασμό που μου κατέθεσε νόμιμα ο πιο πάνω δικαστικός επιμελητής. Τα έξοδα αυτά, έλεγξα αναλυτικά και αποδέχθηκα τον ως άνω λογαριασμό, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των ευρώ επτά χιλιάδων διακοσίων σαράντα και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών (7.240,74)» (βλ. σελίδα 24 του πίνακα κατάταξης). Περαιτέρω, από τον προσκομιζόμενο με επίκληση, τόσο από το ανακόπτον, όσο και από τους καθ’ ων η ανακοπή, πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του επί της εκτέλεσης δικαστικού επιμελητή, αλλά και από τις προτάσεις των εφεσίβλητων, στις οποίες περιλαμβάνεται αυτούσιος ο ως άνω πίνακας, προκύπτει κατά τρόπο ορισμένο ότι το προαναφερόμενο ποσό των 7.240,74 ευρώ αφορά σε συγκεκριμένα έξοδα και δη (αναφορικά με την ……/10.2.2017 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ενυπόθηκων ακινήτων, ………/17.2.2017 απόσπασμα κατασχετήριας έκθεσης ενυπόθηκων ακινήτων): εντολή προς εκτέλεση 30,00 ευρώ, έλεγχο σε Υποθηκοφυλακείο Πειραιά 67,80 ευρώ, σύνταξη αίτησης για Υποθηκοφυλακείο Πειραιά (μεγαρόσημα) 7,00 ευρώ, αίτηση και παραλαβή πιστοποιητικών κτηματογραφούμενων ακινήτων 37,80 ευρώ, 5 πιστοποιητικά κτηματογραφούμενων ακινήτων 25,00 ευρώ, δήλωση κατάσχεσης σε γραφείο κτηματογράφησης 37,80 ευρώ, δικαιώματα Κτηματολογίου 175,00 ευρώ, δικαιώματα Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς 575,42 ευρώ, παραλαβή πιστοποιητικού βαρών και κατασχέσεων 37,80 ευρώ, μετάβαση τον τόπο κατάσχεσης του ίδιου και δύο μαρτύρων (εισιτήρια 2,80 Ε x 3 άτομα) 8,40 ευρώ, δικαιώματα συμπραττόντων δύο μαρτύρων 100,00 ευρώ, αντιγραφικά δικαιώματα για την έκθεση κατάσχεσης (4 αντίγραφα x 5,00 Ε x 15 φύλλα και περίληψη εκθέσεως 5,00 Ε x 7 φύλλα) 335 ευρώ, δικαιώματα του ίδιου για την κατάσχεση (ποσό κατάσχεσης 70.000,00 ευρώ, 5 ακίνητα) 1.870,00 ευρώ, επίδοση σε υποθηκοφύλακα μετά περιλήψεως επικυρωμένης 37,80 ευρώ, επίδοση σε οφειλέτη (θυροκόλληση) 40,60 ευρώ, επίδοση σε Ειρηνοδικείο Πειραιά 37,80 ευρώ, αντιγραφικά δικαιώματα για το απόσπασμα κατασχετήριας έκθεσης (8 φύλλα x 13 αντίγραφα x 5,00 E) 520 ευρώ, δικαιώματα του ιδίου βάσει ποσού δι’ αυτήν 300,00 ευρώ, επίδοση σε Ο.Λ.Π. 37,80 ευρώ, επίδοση σε τελωνείο 37,80 ευρώ, επίδοση σε Ε.Φ.Κ.Α. 37,80 ευρώ, επίδοση σε Β’ ταμείο Ε.Φ.Κ.Α. 37,80 ευρώ, επίδοση σε ταμείο Ε.Φ.Κ.Α. Πειραιώς 37,80 ευρώ, επίδοση σε Δ.Ο.Υ. Α’ Πειραιώς 37,80 ευρώ, επίδοση σε Δ.Ο.Υ. Ψυχικού 37,80 ευρώ, επίδοση σε οφειλέτη (θυροκόλληση) 40,60 ευρώ, επίδοση σε ενυπόθηκο δανειστή ………. 37,80 ευρώ, επίδοση σε ενυπόθηκο δανειστή ………. 37,80 ευρώ, επίδοση σε ………. Τράπεζα Α.Ε. 37,80 ευρώ, επίδοση σε …….. ενιαία ειδική εκκαθάριση για την υπό εκκαθάριση τελούσα …….. Τράπεζα ……….. 57,80 ευρώ, καταβληθέντα Ταμείου Νομικών για δημοσιεύσεις 631,44 ευρώ, φωτοτυπίες 20,70 ευρώ, ήτοι σύνολο 5.371,76 ευρώ. Επίσης κατά τον συνημμένο στον αμέσως ανωτέρω πρώτο πίνακα, δεύτερο πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων του ίδιου δικαστικού επιμελητή που αφορά στην Έκθεση επίσκεψης σε εκπλειστηριασθησόμενα ακίνητα που κατασχέθηκαν με την υπ’ αριθμόν ………./10.02.2017 Έκθεση Αναγκαστικής Κατάσχεσης Ακινήτων (………../2017 Έκθεση επίσκεψης σε εκπλειστηριασθησόμενα ακίνητα κατ’ άρθρο 995 παρ.6 ΚΠολΔ), ο ίδιος δικ. επιμελητής δικαιούται για μετάβαση στον τόπο εκτελέσεως του ίδιου και της μάρτυρα (2,80 Ε εισιτήρια x 2 άτομα) 5,60 ευρώ, για δικαιώματα συμπράττοντα μάρτυρα 50,00 ευρώ, για αμοιβή επίσκεψης- σύνταξη έκθεσης 300,00 ευρώ, για ένα αντίγραφο εκθέσεως επίσκεψης σε εκπλειστηριασθησόμενα ακίνητα (3 φύλλα x 5,00 Ε x 1 αντίγραφο) 15 ευρώ, ήτοι σύνολο 370,60 ευρώ. Τέλος, κατά τον συνημμένο στους άλλους τρίτο πίνακα εξόδων και δικαιωμάτων που αφορά στην Έκθεση επίσκεψης σε εκπλειστηριασθησόμενα ακίνητα που κατασχέθηκαν με την υπ’ αριθμόν ………../10.02.2017 Έκθεση Αναγκαστικής Κατασχέσεως Ενυπόθηκων Ακινήτων (……/2017 Έκθεση επίσκεψης σε εκπλειστηριασθησόμενα ακίνητα κατ’ άρθρο 995 παρ.6 ΚΠολΔ), ο ίδιος δικ. επιμελητής δικαιούται για μετάβαση στον τόπο εκτελέσεως του ίδιου και της μάρτυρα (2,80 Ε εισιτήρια x 2 άτομα) 5,60 ευρώ, για δικαιώματα συμπράττοντα μάρτυρα 50,00 ευρώ, για αμοιβή επίσκεψης- σύνταξη έκθεσης 300,00 ευρώ και για 1 αντίγραφο εκθέσεως επίσκεψης σε εκπλειστηριασθησόμενα ακίνητα (3 φύλλα x 5,00 Ε x 1 αντίγραφο) 15,00 ευρώ, ήτοι σύνολο 370,60 ευρώ. Στα παραπάνω προστίθεται και ο Φ.Π.Α. 24%. Επομένως, σύμφωνα με τα παραπάνω εκτεθέντα, αποδεικνύεται ότι η προαφαίρεση των ως άνω εξόδων από τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης δεν ήταν αόριστη και αναιτιολόγητη, αλλά σύμφωνη με τον ανωτέρω αναλυτικό λογαριασμό εξόδων και δικαιωμάτων του δικαστικού επιμελητή, του οποίου γινόταν ρητή μνεία, με αποτέλεσμα να είναι εφικτός ο έλεγχός τους από κάθε ενδιαφερόμενο, αλλά και από το Δικαστήριο, κατά τα προαναφερόμενα. Συνακόλουθα ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο τον σχετικό πρώτο λόγο ανακοπής, με την ορθή επισήμανση ότι με την ένδικη ανακοπή δεν προσβάλλεται με ειδικό και ορισμένο λόγο το αν τα παραπάνω έξοδα έγιναν προς το συμφέρον όλων των δανειστών και συνεπώς το αν αποτελούν έξοδα της εκτέλεσης. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι στην υπ’ αριθ. ……./10.2.2017 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικ. επιμελητή του Εφετείου Αθηνών . ……….., υπάρχει όρος, τον οποίο αποδέχεται ο υπερθεματιστής με τη συμμετοχή του στον πλειστηριασμό, που να ορίζει ότι τα δικαιώματα σύνταξης της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης βαρύνουν αποκλειστικά αυτόν. Ως εκ τούτου, ο μεν τελευταίος θα καταβάλει εξ ιδίων στην υπάλληλο του πλειστηριασμού το ήμισυ των παραπάνω δικαιωμάτων αυτής, το δε υπόλοιπο ήμισυ, που βαρύνει τον καθ’ ου η εκτέλεση, θα παρακρατήσει η ανωτέρω υπάλληλος του πλειστηριασμού από το πλειστηρίασμα, κατ’ άρθρο 527 ΑΚ. Συνεπώς, ορθά η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος προαφαίρεσε από τα έξοδα της εκτέλεσης υπέρ αυτής το ποσό των 517,75 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. ποσού 100,21 ευρώ, για το μισό των δικαιωμάτων της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης και ορθά κρίνοντας τις αποδείξεις το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε στην ουσία του τον δεύτερο λόγο ανακοπής. Επομένως, απορριπτέος τυγχάνει στην ουσία του ο δεύτερος λόγος έφεσης, με τον οποίο το εκκαλούν υποστηρίζει τα αντίθετα. Μη απομένονος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της και κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρώτης και της τρίτης εφεσίβλητης. Τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, που παραστάθηκαν με κοινό πληρεξούσιο δικηγόρο, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠοΛΔ) μειωμένα όμως σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22 παρ.1, 3 του Ν. 3693/1957 που διατηρείται σε ισχύ με το άρθρο 52 παρ. 18 του ΕισΝΚΠολΔ, 5 παρ. 12 του Ν.1738/1987 και 2 της 134423/1992 Κ.Υ.Α., όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Τα δικαστικά έξοδα του καθ’ου οι αυτοτελείς πρόσθετες παρεμβάσεις Ελληνικού Δημοσίου ως προς τις οποίες το τελευταίο κατέθεσε προτάσεις, πλην όμως αυτές κρίθηκαν ως μη ασκηθείσες λόγω της ερημοδικίας της προσθέτως παρεμβαίνουσας θα επιβληθούν σε βάρος της τελευταίας, ομοίως σύμφωνα με το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει α) την από 4.3.2020 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ. …./2020 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …../2020) έφεση κατά της 4109/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) αντιμωλία των διαδίκων, β) την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 6.10.2021 (με Γ.Α.Κ. …./2021 και Ε.Α.Κ. …./2021) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση ερήμην της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας και των υπέρ ων η πρόσθετη παρέμβαση και με την παρουσία του καθ’ου η πρόσθετη παρέμβαση, γ) την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 29.8.2023 (με Γ.Α.Κ. …./2023 και Ε.Α.Κ. …../2023) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση ερήμην της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας και των υπέρ ων η πρόσθετη παρέμβαση και με την παρουσία του καθ’ου η πρόσθετη παρέμβαση.
Δικάζει ως μη ασκηθείσες τις από 6.10.2021 και 29.8.2023 πρόσθετες παρεμβάσεις.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του καθ’ου οι πρόσθετες παρεμβάσεις σε βάρος της προσθέτως παρεμβαίνουσας και ορίζει αυτά στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων σε βάρος του εκκαλούντος και ορίζει αυτά στο συνολικό ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 15.7.2024.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ