ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 340/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Κ.Σ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, την ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, οδός ………(ΑΦΜ ….), το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον δικαστικό πληρεξούσιο Ν.Σ.Κ. Ηλία Βασιλειάδη,
Της εφεσίβλητης: ……….. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Ιωάννη Αθανασιάδη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Η νυν εφεσίβλητη άσκησε κατά του νυν εκκαλούντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 15.7.2013 (με αριθμό κατάθεσης …../2013) αγωγή της, επί της οποίας αφού δικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε αρχικά η 1509/2017 μη οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου που διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και ακολούθως εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, η 157/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου (τακτική διαδικασία), που δέχθηκε αυτή.
Το εναγόμενο προσέβαλε την ανωτέρω οριστική απόφαση με την από 17-10-2022 έφεσή του, την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, στις 17.10.2022 με Γ.Α.Κ. …/2022 και Ε.Α.Κ. …../2022. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε στις 3.3.2023, στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2023 και Ε.Α.Κ. …../2023 και δικάσιμος ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η έφεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου ο μεν πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, αφού έλαβε τον λόγο από τον Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις του, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της με τις προτάσεις που προκατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 17.10.2022 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ../2022 και Ε.Α.Κ. ../2022 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. ../2023 και Ε.Α.Κ. ../2023) έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της ………. προς εξαφάνιση της 157/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), συνεκκαλουμένης της 1509/2017 μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης ως προς τις δυσμενείς κρίσεις της σε βάρος του εκκαλούντος και όπως με την ως άνω οριστική απόφαση το ανωτέρω Δικαστήριο δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, μετά την έκδοση της προγενέστερης μη οριστικής απόφασης, δέχθηκε την από 15.7.2013 (με αριθμό κατάθεσης …../2013) αγωγή της εφεσίβλητης κατά του εκκαλούντος, έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα εντός της γνήσιας προθεσμίας των τριάντα ημερών, κατ’ άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ, καθώς κατά τα διαλαμβανόμενα στην έφεση κι όπως δεν αμφισβητείται από την εφεσίβλητη, αυτή επέδωσε στο εκκαλούν την προσβαλλόμενη απόφαση στις 30.6.2022 και το τελευταίο άσκησε την έφεσή του στις 17.10.2022, ημέρα Δευτέρα και αφού μεσολάβησε η αναστολή της προθεσμίας άσκησης της έφεσης λόγω των δικαστικών διακοπών κατά το διάστημα από 1.7.2022 έως 15.9.2022 σύμφωνα με το άρθρο 11 κ.δ. 26.6/10.7.1944 «Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου» σε συνδυασμό με το άρθρο 147 παρ.2 ΚΠολΔ. Επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 περ.1 ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να δικαστεί με την τακτική διαδικασία, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό του ως άνω ένδικου μέσου δεν απαιτείται η καταβολή του τασσόμενου από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ παραβόλου, αφού το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παραβόλου για την άσκηση ένδικου μέσου σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 του ως άνω Καν. Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 «Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου» (βλ. ΤρΕφΠειρ 50/2020 στο efeteio-peir.gr).
Με την ως άνω από 15.7.2013 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά του Ελληνικού Δημοσίου, η νυν εφεσίβλητη εξέθετε ότι με παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας και δη με εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή της αποβιώσασας στις 27.4.1999 θείας της, ……….., άλλως με πρωτότυπο τρόπο δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας έναντι της Κοινότητας Αμπελακίων, κατέστη αποκλειστική κυρία του περιγραφόμενου στην αγωγή κατά θέση, έκταση και όρια ακινήτου που βρίσκεται στα … Αμπελακίων Σαλαμίνας, στην νότια πλευρά της Χερσονήσου Κυνόσουρας και φέρει ΚΑΕΚ …………. Ότι ωστόσο το ακίνητο αυτό με την ολοκλήρωση της διαδικασίας καταχώρισης των πρώτων εγγραφών στο κτηματολόγιο φέρεται ότι ανήκει στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, εγγραφή που είναι εσφαλμένη και προσβάλλει το εμπράγματο δικαίωμα της ενάγουσας. Ενόψει των ανωτέρω, η ενάγουσα ζητούσε να αναγνωριστεί αποκλειστική κυρία του επίδικου ακινήτου, να διαταχθεί σχετικώς η διόρθωση της ανακριβούς αρχικής εγγραφής και να υποχρεωθεί ο Προϊστάμενος του αρμόδιου Κτηματολογικού Γραφείου να προβεί στη σχετική διόρθωση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αρχικά με την 1509/2017 απόφασή του ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης, προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη από αγρονόμο- τοπογράφο μηχανικό στον τηρούμενο στο Δικαστήριο κατάλογο πραγματογνωμόνων, ο οποίος θα γνωμοδοτούσε σχετικά 1) με το εάν το επίδικο ακίνητο, όπως αυτό περιγράφεται στην κρινόμενη αγωγή, αποτελεί εν όλω ή εν μέρει ή όχι, δασική έκταση, κατά τους ορισμούς του νόμου, ή εάν αντιθέτως είχε κατά το παρελθόν ή όχι και μέχρι πότε καλλιεργητικό ή άλλο χαρακτήρα και με ποιου είδους καλλιέργειες ή εν γένει φυτεύματα, 2) με το ποια είναι η αντίστοιχη φύση των ακινήτων με τα οποία συνορεύει και 3) με το εάν περιλαμβάνεται εν όλω ή εν μέρει, ή όχι, στους προσδιοριζόμενους υπό της ενάγουσας φερόμενους ως τίτλους ιδιοκτησίας τόσο αυτής όσο και των απώτερων και απώτατων δικαιοπαρόχων της. Μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την 157/2022 οριστική απόφασή του, με την οποία δέχθηκε την αγωγή, αναγνώρισε την ενάγουσα αποκλειστική (100%) κυρία σε σχέση με το επίδικο αγροτεμάχιο που βρίσκεται στη θέση ……. πρώην κοινότητας Αμπελακίων και ήδη δήμου Αμπελακίων του δήμου Σαλαμίνας, στη χερσόνησο Κυνοσούρας με ΚΑΕΚ ………και διέταξε τη διόρθωση των αρχικών εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, ώστε ως προς το αμέσως ανωτέρω ακίνητο να αναγραφεί η ενάγουσα αποκλειστική (100%) κυρία με τίτλο κτήσης την υπ’ αριθ. …../2000 πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Αθηνών (πρώην Σαλαμίνας) ….., νομίμως μεταγεγραμμένης στα οικεία βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ. .., α.α. …). Με την υπό κρίση έφεση, το εκκαλούν προσάπτει στην εκκαλούμενη εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί για τους λόγους αυτούς να εξαφανιστεί η ως άνω εκκαλούμενη οριστική απόφαση και η συνεκκαλούμενη μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να αναδικαστεί η από 15.7.2013 αγωγή από το παρόν Δικαστήριο και να απορριφθεί, καταδικαζόμενης της εφεσίβλητης στα δικαστικά έξοδα του Ελληνικού Δημοσίου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 και 117 ΚΠολΔ, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο, και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Προκειμένου, ειδικότερα, περί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, εκτός από τα απαιτούμενα κατά τα άρθρα 1094 ΑΚ και 70 ΚΠολΔ στοιχεία και ακριβής περιγραφή του εν λόγω ακινήτου, δηλαδή ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Περαιτέρω, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1710 παρ. 1, 1193, 1195, 1198 και 1199 ΑΚ, η κληρονομική διαδοχή, είτε αυτή χωρεί εκ του νόμου, είτε εκ διαθήκης, αποτελεί παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας των κληρονομιαίων κινητών και ακινήτων πραγμάτων, η κυριότητα όμως των ακινήτων που περιλαμβάνεται στην κληρονομία, όπως και κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα σ’ αυτά, μεταβιβάζεται στον κληρονόμο αναδρομικώς από το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, μόνον εφόσον εκείνος (κληρονόμος) αποδεχθεί με δημόσιο έγγραφο την κληρονομία και η σχετική αποδοχή μεταγραφεί ή εκδοθεί κληρονομητήριο και μεταγραφεί τούτο. Έτσι, επί αναγνωριστικής κυριότητας ή διεκδικητικής αγωγής που στηρίζεται, καθόσον αφορά τον τρόπο κτήσης της κυριότητας του ενάγοντος στο επίδικο ακίνητο, στην κληρονομική διαδοχή, αποτελούν στοιχεία του κύρους αυτής, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, τόσον η αποδοχή της κληρονομίας, όσο και η μεταγραφή της ή η έκδοση κληρονομητηρίου και η μεταγραφή τούτου, η παράλειψη δε των στοιχείων αυτών στην αγωγή, καθιστά την τελευταία αόριστη, χωρίς δυνατότητα συμπλήρωσης της αοριστίας της με τις προτάσεις της πρώτης συζήτησής της. Τα αμέσως πιο πάνω στοιχεία της αποδοχής και της μεταγραφής της δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύονται στην αγωγή στην περίπτωση που ο θάνατος του κληρονομουμένου επήλθε πριν από την εισαγωγή του Α.Κ. (23-2-1946), εφόσον η κληρονομία του, σύμφωνα με το άρθρο 92 του Εισαγωγικού Νόμου του ΑΚ, διέπεται από τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, που δεν απαιτούσαν την τήρηση των διατυπώσεων αυτών. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 12 Πανδ. (28.7), ν. 14 παρ. 8 Πανδ. (11.7) και ν. 69 Πανδ. (29.2), οι εκούσιοι ή εξωτικοί κληρονόμοι, στους οποίους περιλαμβάνονται η σύζυγος, καθώς και οι μη υπεξούσιοι κατιόντες του κληρονομουμένου, δηλαδή οι ενήλικοι κατιόντες, αποκτούν την κληρονομία με μονομερή δήλωση της βούλησής τους για αποδοχή της, που αποτελεί δικαιοπραξία μη απευθυντέα (υπεισέλευση στην κληρονομία). Η δήλωση αυτή μπορεί να είναι είτε ρητή (έγγραφη ή προφορική), είτε σιωπηρή, συναγόμενη από συμπεριφορά ή πράξεις που φανερώνουν την πρόθεση εκείνου που καλείται στην κληρονομία για ανάμειξη σ’ αυτή και απόκτησή της (ΑΠ 383/2014). Σύμφωνα επίσης, με τις διατάξεις των ν. 2 Εισ. (2.19), 3 Εισ. (3.1), 14 Πανδ. (38.16), οι οικείοι (sui), δηλαδή τα ανήλικα τέκνα του κληρονομουμένου, που τελούσαν υπό την άμεση πατρική εξουσία του τελευταίου, κατά το χρόνο του θανάτου του, αποκτούσαν αυτοδικαίως την κληρονομία του εξουσιαστή πατέρα τους, χωρίς τη γνώση ή βούλησή τους, είτε επρόκειτο για κληρονομική διαδοχή από το νόμο (εξ αδιαθέτου), είτε από διαθήκη. Επί κληρονομικής, επομένως, διαδοχής, που έλαβε χώρα υπό την ισχύ του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου πρέπει, για την πληρότητα, κατά την διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, της αναγνωριστικής ή διεκδικητικής αγωγής, να αναφέρονται στο δικόγραφό της τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία για την επαγωγή της κληρονομίας στον κληρονόμο, δηλαδή είτε το ότι ο τελευταίος ήταν, κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, ανήλικος και τελούσε υπό την άμεση πατρική εξουσία αυτού, οπότε η κληρονομία επάγεται αυτοδικαίως σ` εκείνον, είτε ότι ο ίδιος υπεισήλθε στην κληρονομία με ρητή ή σιωπηρή δήλωσή του και αναμείχθηκε σ’ αυτή με πρόθεση κληρονόμου. Στην τελευταία αυτή περίπτωση απαιτείται η επίκληση στην αγωγή συγκεκριμένων υλικών πράξεων, από τις οποίες εμφαίνεται η βούληση του κληρονόμου να αποκτήσει την κληρονομία, ενώ μόνη η επίκληση του γεγονότος ότι το κληρονομιαίο ακίνητο περιήλθε στον κληρονόμο από κληρονομική διαδοχή δεν αρκεί για το ορισμένο της αγωγής. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη των άρθρων 1 παρ. 1 και 4 και 7 παρ. 1 του ν. 2310/1920 “περί της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής” που καταργήθηκε μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα με το άρθρο 96 του ΕισΝΑΚ, αλλά εφαρμόζεται για την κληρονομία των προσώπων που απεβίωσαν κατά το χρονικό διάστημα από 3-7-1920 μέχρι 22-2-1946, αφενός ως κληρονόμοι εξ αδιαθέτου στην πρώτη τάξη καλούνται οι κατιόντες του κληρονομούμενου και τα τέκνα κληρονομούν κατ’ ισομοιρίαν και αφετέρου ο επιζών σύζυγος καλείται αυτοδικαίως ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος μετά των συγγενών της πρώτης τάξης στο 1/4 της κληρονομίας, χωρίς τη συνδρομή οποιασδήποτε άλλης προϋπόθεσης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης το εκκαλούν υποστηρίζει ότι παρά το νόμο, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας ως προς την περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, ήτοι λόγω μη επαρκούς περιγραφής του επίδικου εντός της μείζονος εκτάσεως από την οποία φέρεται να προήλθε, της πλημμέλειας δε αυτής εξεταζόμενης και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης. Ότι στην προκειμένη περίπτωση, όπως πρωτοδίκως το εναγόμενο προέβαλε με τις προτάσεις του, η ενάγουσα παρέλειψε να προσδιορίσει την ακριβή θέση και τον προσανατολισμό του επιδίκου εντός της ευρύτερης έκτασης των 95.987 τ.μ. που είχε περιέλθει στην απώτερη δικαιοπάροχο αυτής, ……………….. δυνάμει του υπ’ αριθ. ……./1961 συμβολαίου αγοράς του συμβ/φου Αθηνών …….. από τους κληρονόμους του ……………….., με την επίκληση και προσάρτηση στο αγωγικό δικόγραφο τοπογραφικού διαγράμματος που να απεικονίζει τη θέση και τα όρια του επιδίκου εντός της ευρύτερης έκτασης, καθώς και τα όρια των ευρύτερων εκτάσεων σε σχέση με άλλα όμορα σε αυτή γεωτεμάχια, και δη με το σύστημα γεωγραφικών συντεταγμένων ΕΓΣΑ ’87, που θα καθιστούσε απόλυτα προσδιορίσιμη τη θέση και την έκτασή του. Ότι έτσι δεν είναι δυνατός ο εντοπισμός της επίδικης έκτασης διαχρονικά εντός της μείζονος έκτασης από την οποία φέρεται να προήλθε. Ότι επιπλέον επί κληρονομικής διαδοχής που έλαβε χώρα υπό την ισχύ του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου πρέπει, για την πληρότητα, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 ΚΠολΔ, της αναγνωριστικής αγωγής, να αναφέρονται στο δικόγραφο τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία για την επαγωγή της κληρονομίας στον κληρονόμο, δηλαδή είτε το ότι ο τελευταίος ήταν κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου, ανήλικος και τελούσε υπό την άμεση πατρική εξουσία αυτού, οπότε η κληρονομία επάγεται αυτοδικαίως σε εκείνον, είτε ότι ο ίδιος υπεισήλθε στην κληρονομιά με ρητή ή σιωπηρή δήλωσή του και αναμείχθηκε σε αυτή με πρόθεση κληρονόμου. Ότι στην τελευταία περίπτωση απαιτείται η επίκληση στην αγωγή συγκεκριμένων υλικών πράξεων, υπό τις οποίες εμφαίνεται η βούληση του κληρονόμου να αποκτήσει την κληρονομιά, ενώ μόνη η επίκληση του γεγονότος ότι το κληρονομιαίο ακίνητο περιήλθε στον κληρονόμο από κληρονομική διαδοχή δεν αρκεί για το ορισμένο της αγωγής. Ότι στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση αγωγή είναι πολλαπλώς αόριστη, τόσο ως προς τη βάση του παράγωγου, όσο και ως προς τη βάση του πρωτότυπου τρόπου κτήσης κυριότητας. Ότι ενδεικτικώς στη σελίδα 4 της αγωγής αναφέρεται ότι «το ακίνητο αυτό σαν σύνολον ενεργούντες νεμόμενοι με καλή πίστη και κατέχοντες αυτό διανοία κυρίου οι δικαιοπάροχοι της………………..…είχαν αποκτήσει είτε διότι αποδέχθηκαν, είτε διότι ουδέποτε αποποιήθηκαν κάθε επαγόμενη κληρονομία με διαδοχικές πράξεις κληρονομιάς από τον απώτερο όλων δικαιοπάροχο……………….. που απεβίωσε στις 22-5-1932…». Ότι έτσι, όμως, αφενός δεν προσδιορίζεται σαφώς ο τρόπος κτήσεως της κληρονομιάς, αλλά αντιθέτως γίνεται στην αγωγή επίκληση επικουρικών τρόπων επαγωγής (αποδοχή, άλλως μη αποποίηση), αφετέρου ενόψει της χρονολογίας θανάτου του……………….. (1932) σύμφωνα με το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο (άρθρο 92 ΕισΝΑΚ) ο κληρονόμος δεν υπεισήρχετο στην κληρονομία δια της αποδοχής κληρονομίας και της μεταγραφής, αλλά σύμφωνα με το τότε ισχύον δίκαιο, ν. 12 πανδ. (28.7), 14 παρ.8 πανδ. (11.7), 69 πανδ. (29.2), οι εξωτικοί κληρονόμοι καθώς και αυτοί οι κατιόντες του κληρονομούμενου, εφόσον δεν είναι υπεξούσιοι αυτού, για να αποκτήσουν την κληρονομία πρέπει να δηλώσουν την περί τούτου θέλησή τους, δηλαδή να αναμειχθούν στην κληρονομιά εκδηλώνοντας διάνοια κληρονόμου. Ότι η δήλωση αυτή που μπορεί να είναι ρητή (έγγραφη ή προφορική) ή σιωπηρή (συναγόμενη από τις πράξεις ή τη συμπεριφορά του καλούμενου στην κληρονομία, από την οποία καθίσταται εμφανής ο σκοπός για την απόκτηση της κληρονομίας) αποτελεί την υπεισέλευσή του στην κληρονομία. Ότι εν προκειμένω, όμως, η ενάγουσα δεν επικαλείτο τέτοιο τρόπο υπεισέλευσης στην κληρονομία για τους φερόμενους απώτερους δικαιοπαρόχους της- κληρονόμους του……………….., με αποτέλεσμα η αγωγή να είναι αόριστη ως προς τον τρόπο κτήσεως κυριότητας των απώτερων δικαιοπαρόχων της. Ότι και για τους κληρονόμους των κληρονόμων του……………….. η αγωγή ενέχει αοριστία, αφού στις σελίδες 4 έως 8 αυτής αναφέρονται οι συμβολαιογραφικές πράξεις αποδοχής κληρονομίας αυτών με την αόριστη επίκληση ότι μεταγράφηκαν νόμιμα, χωρίς δηλαδή την αναφορά τόμου και αριθμού των βιβλίων μεταγραφών. Ότι ομοίως στη σελίδα 8 της αγωγής αναφέρεται ότι ο……………….. απέκτησε την ευρύτερη έκταση κατά το μισό από κληρονομιά του αποβιώσαντος πατέρα του, ……………….. το έτος 1899, χωρίς πάλι να επικαλείται η αντίδικος, τον τρόπο κτήσης του με κληρονομία (υπεισέλευση κλπ), το άλλο δε μισό με αγορά από τους επίσης κυρίους και νομείς κατόπιν κληρονομίας τους από τον πατέρα τους . ……………….., ………και . ……………….., για τους οποίους επικαλείται, επίσης αόριστα, τον τρόπο υπεισέλευσης στην κληρονομία. Ότι επίσης μετά την άρνηση του εναγόμενου όσον αφορά τον τρόπο κτήσης κυριότητας από τη ενάγουσα και τους φερόμενους δικαιοπαρόχους της τυγχάνει αόριστη η αγωγή κατά τη βάση της έκτακτης χρησικτησίας, γιατί δεν προσδιορίζονται κατά χρόνο και κατά είδος συγκεκριμένες πράξεις νομής, τις οποίες διενήργησε η ενάγουσα και οι απώτεροι δικαιοπάροχοί της στην επίδικη έκταση, ιδίως δε δεν προσδιορίζεται ο χρόνος έναρξης της νομής αυτής και των δικαιοπαρόχων της, η χρονική διάρκεια της νομής εκάστου εξ αυτών, ούτε οι ειδικότερες διακατοχικές πράξεις, αλλά αρκείται στη διάσπαρτη, σε διάφορα σημεία της αγωγής, αόριστη και γενικόλογη αναφορά χωρίς περαιτέρω εξειδίκευσή τους περί άσκησης πράξεων νομής με καλή πίστη, χωρίς να αναφέρει τον δικαιοπάροχο στο πρόσωπο του οποίου συμπληρώθηκε η έκτακτη χρησικτησία προ της 11.9.1915. Ότι ως προς την προσμέτρηση του χρόνου νομής των προκτητόρων, …….. ……………….. (φερόμενος χρόνος θανάτου 1899) και . ……………….. (δεν αναφέρεται χρόνος θανάτου, όμως από τα εξιστορούμενα τοποθετείται προ του έτους 1908), στον χρόνο νομής του απώτερου δικαιοπαρόχου της ενάγουσας, . ……………….. (φερόμενος χρόνος θανάτου 1932) που φέρεται να τους διαδέχθηκε τον πρώτο ως καθολικός διάδοχος και τον δεύτερο ως ειδικός διάδοχος, δεν εξειδικεύεται στην αγωγή ούτε ο τρόπος υπεισέλευσης του . ……………….. στην κληρονομία του . ……………….. (ως εκ διαθήκης ή εξ αδιαθέτου κληρονόμος και, περαιτέρω, ως εξωτικός ή ως υπεξούσιος και, έτι περαιτέρω, με ποιες πράξεις, που φανερώνουν τη βούλησή του να καταστεί κληρονόμος) ούτε ο χρόνος και ο τρόπος υπεισέλευσης των … και … ……………….. στην κληρονομία του . ……………….., ούτε, ακόμη εξειδικεύεται ο χρόνος και ο τρόπος κτήσης της νομής εκ μέρους των . ……………….. και …….. ……………….., ώστε να μπορέσει να εξεταστεί αν αυτοί κατέστησαν με νόμιμο τρόπο καθολικοί διάδοχοι και, περαιτέρω, αν είναι προσμετρήσιμος ο χρόνος νομής τους στον χρόνο νομής του … ………………… Ότι επίσης δεν μνημονεύονται τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η καλή πίστη των νομέων.
Σχετικά με τις παραπάνω αιτιάσεις λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: 1) Ως προς την ορισμένη περιγραφή του επίδικου ακινήτου σημειώνεται ότι φέρεται ότι αυτό περιήλθε στην ενάγουσα με εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή από την αποβιώσασα στις 27.4.1999 θεία της, ……… και όπως την κληρονομία αυτή αποδέχθηκε η ενάγουσα με την υπ’ αριθ.ι ……/18.1.2000 πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της συμβ/φου Αθηνών …… νομίμως μεταγεγραμμένης όχι ως μέρος ευρύτερης έκτασης, όπως λανθασμένα υποστηρίζει το εκκαλούν, αλλά αυτοτελώς ως διακριτό ακίνητο και όπως αυτό περιγράφεται κατά θέση, είδος, έκταση, όρια και όμορους ιδιοκτήτες, χωρίς να ενδιαφέρει αν σε παρελθόντα χρόνο στην απώτερη δικαιοπάροχο της ενάγουσας . ……………….. αυτό είχε περιέλθει ως τμήμα μεγαλύτερης εδαφικής έκτασης (βλ. ΜονΕφΠειρ 669/2023 δημ. στην efeteio-peir.gr). Ιδίως όμως αναφέρεται το ΚΑΕΚ που έχει λάβει αυτό κατά την κτηματογράφησή του που είναι ο αριθμός …….. Ο Κωδικός Αριθμός Εθνικού Κτηματολογίου (Κ.Α.Ε.Κ.) είναι ο 12ψήφιος μοναδικός αριθμός για κάθε ακίνητο και προσδιορίζει κατά τρόπο αναμφισβήτητο και σαφή, τη θέση, την έκταση και τα όρια αυτού (άρθρο 4 § 1 του Ν. 2664/1998). Πρόκειται για μία ειδική ενάριθμη ταυτότητα ακινήτου, κωδικοποιημένη σε επίπεδο επικράτειας, η κτήση της οποίας γίνεται με κτηματολογική πράξη και έτσι επιτυγχάνεται η εύκολη, ασφαλής και γρήγορη αναζήτηση στη βάση δεδομένων του Εθνικού Κτηματολογίου. Η σύνδεση του ακινήτου με τον ΚΑΕΚ διαρκεί μέχρις ότου ο τελευταίος καταργηθεί ή τροποποιηθεί σύμφωνα με το κτηματολογικό δίκαιο (άρθρου 11 § 3 του Ν. 2664/1998). Ο ΚΑΕΚ συνιστά συγχρόνως θεμελιώδη εφαρμογή της αρχής της ειδικότητας και της ουσιαστικής δημοσιότητας στο σύστημα του Εθνικού Κτηματολογίου (βλ. Δ. Παπαστερίου, «Κτηματολογικό Δίκαιο», εκδ. 2013, σελ. 687). Κάθε ένα από τα ψηφία που τον αποτελούν προσδιορίζει συγκεκριμένη πληροφορία και συγκεκριμένα τα δύο πρώτα ψηφία το Νομό στον οποίο βρίσκεται το γεωτεμάχιο, τα επόμενα τρία ψηφία το Δήμο ή Δημοτικό Διαμέρισμα κ.λπ., τα αμέσως επόμενα δύο ψηφία τον «κτηματολογικό τομέα»(πχ. συνοικία), το δύο προτελευταία δύο ψηφία την «κτηματολογική ενότητα»(πχ. οικοδομικό τετράγωνο) και τέλος τα τελευταία τρία ψηφία τον αύξοντα αριθμό του γεωτεμαχίου εντός της ενότητας (πχ. οικόπεδο ή αγροτεμάχιο). Ο αριθμός μετά την πρώτη κάθετο δηλώνει τον αριθμό της καθέτου ιδιοκτησίας, αν έχει συσταθεί επί των κτισμάτων του γεωτεμαχίου και ο αριθμός μετά την δεύτερη κάθετο προσδιορίζει τον αριθμό της οριζόντιας ιδιοκτησίας, εφόσον έχει συσταθεί τοιαύτη (βλ. ΜονΕφΠατρ 206/2023 στην ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 193/2022, ΜονΕφΠειρ 387/2021 στην efeteio-peir.gr). Στην ένδικη αγωγή, όχι μόνο αναφέρεται ο αριθμός Κ.Α.Ε.Κ. του επίδικου ακινήτου, αλλά γίνεται και λεπτομερής περιγραφή του κατά τα ανωτέρω, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού του εκκαλούντος περί μη ορισμένης περιγραφής του ανωτέρω γεωτεμαχίου. 2) Σε ό,τι αφορά τον τρόπο κτήσης κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, αναφορικά με τους απώτερους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας, αυτή αναφέρει καταρχάς ότι το επίδικο ακίνητο ουδέποτε υπήρξε δημόσια έκταση, αλλά πάντοτε ήταν ιδιωτική και ανήκε στους κατοίκους του χωρίου Αμπελακίων προς τους οποίους η περιοχή της Κυνόσουρας Σαλαμίνας, όπου και το επίδικο ακίνητο, είχε διανεμηθεί για εκμετάλλευση καλλιέργειας γεωργικών προϊόντων και βοσκής ζώων πριν το 1850 και ότι αυτοί νέμονταν ο καθένας την έκτασή του διανοία κυρίου και με καλή πίστη, μεταξύ δε αυτών εκμεταλλευόταν έκταση 111.987 (95.987 τ.μ. + 16.000 τ.μ.) τετρ. μέτρων και ο……………….. τον οποίο κληρονόμησε ως προς το ήμισυ του ακινήτου ο υιός του,……………….. το 1899 και ο……………….. ως προς το υπόλοιπο ήμισυ, τον οποίο κληρονόμησαν οι γιοί και……………….., οι οποίοι πούλησαν το μερίδιό τους με το με αριθμό …../17.3.1908 συμβόλαιο του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκου Σαλαμίνας ….., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … και αριθμό … στον . ………………… Ότι ο τελευταίος, που απεβίωσε στις 22.5.1932, όσο ζούσε, νεμόταν το ακίνητο διανοία κυρίου με καλή πίστη, καλλιεργώντας αμπέλια στο ομαλό μέρος της έκτασης και ασχολούμενος με την κτηνοτροφία στο υπόλοιπο μέρος αυτής. Ότι αυτός κληρονομήθηκε κατά τον θάνατό του από τη σύζυγο και τα κατονομαζόμενα δέκα τέκνα του και αυτά από τους δικούς τους συγγενείς στους χρόνους θανάτου τους που αναφέρονται στην αγωγή και οι οποίοι εξακολούθησαν να ασκούν τις ίδιες πράξεις νομής μέχρι την κατάρτιση του υπ’ αριθ. …/1961 συμβολαίου του συμβ/φου Αθηνών, νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο .., με αριθμό .., με το οποίο οι τελευταίοι μεταβίβασαν λόγω πώλησης στην . ……………….. το γένος ……….. έκταση 95.987 τ.μ. που συνόρευε ανατολικά με κτήμα κληρονόμων ……., δυτικά με κληρονόμους …, …. και αγνώστους, βόρεια με θάλασσα Κόλπο Αμπελακίων και αγνώστους και νότια με θάλασσα Σεληνίων, αφού είχε πωληθεί τμήμα εμβαδού 16 στρεμμάτων της αρχικής έκτασης στον . ….. το έτος 1926. Ότι με τη σειρά της η . ……………….. προέβη σε νόμιμη κατάτμηση της όλης έκτασης, που απέκτησε, σε αγροτεμάχια, δημιουργήσασα ρυμοτομία εντός αυτής με οικοδομικά τετράγωνα αγροτεμαχίων και ιδιωτικούς δρόμους που εμφανίζονται στο από Ιουλίου 1961 σχεδιάγραμμα του μηχανικού ……., αντίγραφο του οποίου είναι προσαρτημένο στο με αριθμό 198 συμβόλαιο του συμβ/φου Πειραιά …….. Ότι τα αγροτεμάχια αυτά η . ……………….. μεταπωλούσε μετά τη νόμιμη κατάτμηση σε τρίτους μικροεισοδηματίες με τμηματικές καταβολές αποπληρωμής του τιμήματος, συντασσομένων συμβολαιογραφικών προσυμφώνων και ότι επ’ αυτών οι τρίτοι προχώρησαν σε καταμετρήσεις, απεικονίσεις σε σχέδια, περιφράξεις, φύτευση καλλωπιστικών φυτών και τριών χιλιάδων δέντρων σε όλη την κατατμηθείσα περιοχή και ανέγερση αυθαίρετων κτισμάτων ήδη από του έτους 1962, νομιμοποιηθέντων μεταγενέστερα, όπου με καλή πίστη ασκούσαν διανοία κυρίου κάθε πράξη νομής, κατέχοντες αυτά. Ότι ένα εκ των αγροτεμαχίων αυτών είναι και το επίδικο το οποίο πώλησε η . ……………….. στην …….. με το υπ’ αριθ. ………/1968 συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών …….., νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του δήμου Σαλαμίνας στον τόμο .., με α.α. …. και με τη σειρά της η ….. ……………….. το πώλησε στη θεία της ενάγουσας………. με το υπ’ αριθ. …/1990 συμβόλαιο της συμβ/φου Σαλαμίνας ………., νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …, με α.α. …. Ότι τέλος το εν λόγω ακίνητο απέκτησε κατά πλήρη κυριότητα η ενάγουσα εκ κληρονομίας από διαθήκη της στο Κερατσίνι στις 27.4.1999 αποβιώσασας …….., την κληρονομία της οποίας αποδέχθηκε η ενάγουσα δυνάμει της υπ’ αριθ. ………./18.1.2000 πράξης δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της συμβ/φου Αθηνών ……. που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία του δήμου Σαλαμίνας στον τόμο …., με α.α. ….. Επομένως στην αγωγή αναφέρονται όλα τα απαιτούμενα για τη θεμελίωση του πρωτότυπου τρόπου κτήσης κυριότητας του επίδικου από τους απώτερους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας με έκτακτη χρησικτησία έναντι της Κοινότητας Αμπελακίων, τόσο με βάση το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο με τριακονταετή άσκηση της νομής με καλή πίστη κατά την κτήση αυτής ότι ο χρησιδεσπόζων δεν προσβάλλει το δικαίωμα κάποιου τρίτου, όσο και με βάση τον ΑΚ από τις 23.2.1946, κατ’ άρθρο 1045 ΑΚ, με άσκηση πράξεων νομής από τον χρησιδεσπόζοντα διανοία κυρίου επί εικοσαετία, με επίκληση συγκεκριμένων πράξεων νομής και δη χρήση της ευρύτερης έκτασης όπου βρίσκεται το επίδικο για βοσκή ζώων και εν μέρει με καλλιέργεια γεωργικών προϊόντων και μάλιστα αμπέλου στα ομαλά σημεία του και στη συνέχεια όταν η ευρύτερη έκταση περιήλθε στην……………….. με κατάτμηση της ευρύτερης έκτασης σε οικόπεδα, ρυμοτόμηση της περιοχής και φύτευση 3.000 δέντρων, καθώς και πώληση των κατατμημένων οικοπέδων σε μικροεισοδηματίες, έτσι ώστε ήδη όταν το έτος 1968 μεταβίβασε η……………….. λόγω πώλησης το επίδικο ακίνητο στην……………….., να φέρεται ότι η τελευταία αγόρασε το επίδικο παρά κυρίου. Ως προς την κληρονομική διαδοχή του ……………….. ……………….. από τον……………….. και του……………….. από τους … και .. ……………….. προκύπτει από το αγωγικό δικόγραφο ότι οι κληρονόμοι αναμείχθηκαν στην κληρονομία με πρόθεση κληρονόμου ασκώντας τις αναφερόμενες στο δικόγραφο υλικές πράξεις νομής, οι οποίες κατά τα ανωτέρω προσδιορίζονται, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί από το Δικαστήριο η σιωπηρή δήλωσή τους για την υπεισέλευση τους στην κληρονομία, χωρίς να χρειάζονται περαιτέρω διευκρινίσεις ότι αυτοί ήταν ενήλικες και όχι ανήλικοι κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομούμενου (βλ. και ΑΠ 615/2016 στην ΤΝΠ Νόμος). Επίσης σε ό,τι αφορά την κληρονομική διαδοχή του ……………….. από τη σύζυγο και τα τέκνα του, οπότε ήταν σε ισχύ η διάταξη των άρθρων 1 παρ. 1 και 4 και 7 παρ. 1 του ν. 2310/1920 “περί της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής” που καταργήθηκε μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα με το άρθρο 96 του ΕισΝΑΚ, αλλά εφαρμόζεται για την κληρονομία των προσώπων που απεβίωσαν κατά το χρονικό διάστημα από 3-7-1920 μέχρι 22-2-1946, με βάση την οποία αφενός ως κληρονόμοι εξ αδιαθέτου στην πρώτη τάξη καλούνται οι κατιόντες του κληρονομούμενου και τα τέκνα κληρονομούν κατ’ ισομοιρίαν και αφετέρου ο επιζών σύζυγος καλείται αυτοδικαίως ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος μετά των συγγενών της πρώτης τάξης στο 1/4 της κληρονομίας, χωρίς τη συνδρομή οποιασδήποτε άλλης προϋπόθεσης, δεν χρειαζόταν καν να αναφέρεται η ανάμειξη στην κληρονομία, ενώ ως προς την αναφερόμενη μεταγραφή της πράξης αποδοχής κληρονομίας από τους κληρονόμους στην κτήση με κληρονομική διαδοχή δεν απαιτείται να αναγράφεται στην αγωγή ο τόμος και αριθμός μεταγραφής (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, τόμος Δ’, ημίτομος Α’, Εμπράγματο Δίκαιο, έκδοση 2007, σελ. 614, άρθρο 1094, ο οποίος παραπέμπει σε ΕφΘεσσαλ 436/1995, Αρμ 49, σελ. 897, ΕφΘεσσαλ 722/1993, Αρμ 47, σελ. 335). Το γεγονός ότι δεν προσδιορίζεται το έτος θανάτου του ……………….. δεν καθιστά αόριστη την αγωγή, δεδομένου ότι, βάσει αυτής, ο εν λόγω δικαιοπάροχος των εναγόντων νεμόταν την παραπάνω έκταση πριν από το 1850, έλκοντας σχετικά δικαιώματα νομής ήδη από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, καθώς αναφέρεται σχετικά στην αγωγή στη σελίδα 15 αυτής, στη σειρά 8 «Κατείχετο πριν και μετά την επανάσταση του 1821 από τους κατοίκους του χωρίου Αμπελακίων οι οποίοι την εκμεταλλεύοντο για γεωργικές καλλιέργειες και βοσκή των ζώων τους…» (πρβλ. και ΑΠ 1125/2018 στη Νόμος), οπότε με την υπεισέλευση εξ αδιαθέτου των οικείων του θανόντος πριν το έτος 1908, υιών του, με ανάμειξη αυτών με τις πιο πάνω αναφερόμενες πράξεις νομής στην κληρονομία, οι τελευταίοι προσμετρώντας τον χρόνο νομής του στον δικό τους είχαν καταστεί, όταν πώλησαν το μερίδιό τους στον……………….. το έτος 1908, κύριοι του ακινήτου. Σε ό,τι αφορά το στοιχείο της καλής πίστης, σημειώνεται ότι στο βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο στην έκτακτη χρησικτησία γινόταν η εξής διάκριση μεταξύ καθολικής και ειδικής διαδοχής: Ο καθολικός διάδοχος διαδεχόταν την κατάσταση της χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του, χωρίς να είναι αναγκαίο να συγκεντρώνει και ο ίδιος τα προσόντα της χρησικτησίας, δηλαδή να είναι καλόπιστος (διαδοχή στη χρησικτησία- successio in usucapionem). Συνεπώς δεν χρειαζόταν στη σχετική αγωγή για το ορισμένο αυτής να αναφέρεται ότι κατά την καθολική διαδοχή του κληρονομούμενου χρησιδεσπόζοντα από τον κληρονόμο του υπήρχε το παραπάνω στοιχείο της καλής πίστης και στον κληρονόμο. Αντίθετα ο ειδικός διάδοχος συνέχιζε τη χρησικτησία μόνο αν συγκεντρώνονταν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις της έκτακτης χρησικτησίας, όπως και στον δικαιοπάροχό του, δηλαδή αν ήταν και ο ίδιος καλόπιστος, οπότε μπορούσε να συνυπολογίσει στον δικό του χρόνο και τον χρόνο του δικαιοπαρόχου του (προσαύξηση χρόνου- accessio temporis) [βλ. Απ. Γεωργιάδη σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο,, αστικός κώδιξ V, έκδοση 1985, σελ. 489, παρ.2]. Στην προκειμένη περίπτωση, ως προς το επικαλούμενο στοιχείο της καλής πίστης κατά την άσκηση νομής από τους απώτερους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας-εφεσίβλητης στο επίδικο ακίνητο για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία με βάση το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, δεν χρειαζόταν να εξειδικεύεται στο αγωγικό δικόγραφο, όπως υποστηρίζει το εναγόμενο-εκκαλούν, σε τι συνίσταται αυτή και να παρατίθενται στοιχεία κατ’ εκτίμηση των οποίων να μπορεί να ελεγχθεί η συνδρομή της ενδιάθετης αυτής κατάστασης, καίτοι η ενάγουσα, κατά τα ανωτέρω, εκθέτει αναλυτικά στην αγωγή της τέτοια στοιχεία και δη την ιστορία της περιοχής Κυνοσούρας ήδη πριν από την Επανάσταση του 1821 και ότι από τότε ακόμη οι κάτοικοι του χωριού Αμπελακίων εκμεταλλεύονταν την έκταση αυτή, γνωρίζοντάς την ως ιδιωτική, προκειμένου να στηρίξει την καλή πίστη των δικαιοπαρόχων της (βλ. και ΜονΕφΠειρ 437/2019 στην efeteio-peir.gr). Ενόψει όλων των ανωτέρω, ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη τόσο ως προς τη βάση του παράγωγου, όσο και ως προς τη βάση του πρωτότυπου τρόπου κτήσης κυριότητας και απορριπτέος ως αβάσιμος τυγχάνει ο πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης.
Πριν το παρόν Δικαστήριο προχωρήσει στην εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει να σημειωθεί ότι από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα ή μη των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, που νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, για άμεση και έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους (Ολ. Α.Π. 23/2008, ΑΠ 383/2023 στην ΤΝΠ Νόμος). Τούτο ισχύει τόσο ενώπιον του πρωτοβάθμιου, όσο και ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ουσίας. Έτσι δεν συνιστά ορισμένη επίκληση συγκεκριμένων αποδεικτικών μέσων η γενικόλογη αναφορά του διαδίκου στις προτάσεις του που καταθέτει ενώπιον του Εφετείου, στα αποδεικτικά μέσα που είχε επικαλεσθεί στις προτάσεις που κατέθεσε στον πρώτο βαθμό. Τέτοιου είδους επίκληση ισοδυναμεί με μη επίκληση των έστω προσκομιζόμενων από αυτόν στον σχετικό φάκελο αποδεικτικών μέσων, τα οποία για τον λόγο αυτό δεν λαμβάνονται υπόψη. Εν προκειμένω, η εφεσίβλητη τα μόνα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει με τις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και τα οποία στη συνέχεια προσκομίζει είναι ο τίτλος ιδιοκτησίας της, ήτοι η με αριθμό ……./2000 πράξη αποδοχής κληρονομίας της συμβ/φου Αθηνών ……., νομίμως μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. και με α.α. …, η από 30.12.1964 (αρ. εκθ. Κατ. …../30.1.2.1964) ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά αγωγή της Κοινότητας Αμπελακίων κατά της ……………….., η υπ’ αριθ. πρωτ. ……/10.6.1969 απόφαση της Νομαρχίας Πειραιά, όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθ. πρωτ. …./4.2.1970 απόφαση που ενέκρινε τον εξώδικο συμβιβασμό της Κοινότητας Αμπελακίων με την . ……………….. ως προς την παραπάνω αγωγή, οπότε η Κοινότητα παραιτήθηκε από το δικαίωμα της από 30.12.1964 αγωγής και συναίνεσε στη διαγραφή αυτής από τα βιβλία διεκδικήσεων, η δε …. ……………….. ανέλαβε την υποχρέωση να της καταβάλει το ποσό των 200.000 δρχ., η υπ’ αριθ. Ε4159/2170/Ν11549/29-4-1975 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 114/24-5-1975 τεύχος Δ) με την οποία ανακλήθηκε προγενέστερη αναγκαστική απαλλοτρίωση της περιοχής που αφορούσε μεταξύ άλλων το επίδικο, η υπ’ αριθμ. …/2020 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του αγρονόμου- τοπογράφου μηχανικού … …. και οι περιεχόμενες στα ταυτάριθμα με την 1509/2017 μη οριστική απόφαση πρακτικά ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων στον πρώτο βαθμό. Κατά τα λοιπά δεν επικαλείται συγκεκριμένα στις προτάσεις της τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα που εμπεριέχονται στον φάκελο που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, δεδομένου ότι αρκείται στο να διαλάβει στις κατ’ έφεση προτάσεις της ότι «Κατά τα λοιπά αναφέρομαι μετ’ επικλήσεως στις κατά τον α’ βαθμό κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις μου (τόσο επί της μη οριστικής όσο και επί της οριστικής απόφασης κατατεθείσες) που προσκομίζω και επικαλούμαι καθώς και σε όλα τα επαναπροσκομιζόμενα σχετικά αποδεικτικά έγγραφα που αναφέρονται στις προτάσεις μου αυτές», ήτοι αρκείται σε επίκληση που δεν είναι ειδική για κάθε αποδεικτικό μέσο, ως θα όφειλε δικονομικά. Συνακόλουθα, το παρόν Δικαστήριο θα λάβει υπόψη από τα προσκομιζόμενα από την εφεσίβλητη αποδεικτικά μέσα, μόνο αυτά που μνημονεύονται παραπάνω ως επικληθέντα και όχι τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα που εκείνη προσκομίζει.
Περαιτέρω, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων ……… και …….., όπως περιέχονται στα ταυτάριθμα με την 1509/2017 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πρακτικά, από την υπ’ αριθ. …/2020 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του αγρονόμου- τοπογράφου μηχανικού . …., από τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι και όπως κατά τα ανωτέρω από τα έγγραφα που προσκομίζει η εφεσίβλητη λαμβάνονται υπόψη μόνο εκείνα που ειδικώς επικαλείται στις προτάσεις κατά τη διάκριση που γίνεται στην παρούσα αμέσως παραπάνω, μεταξύ δε των εγγράφων και της από 13.1.2021 έκθεσης του τεχνικού συμβούλου του Δημοσίου τοπογράφου μηχανικού …… αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο είναι αγροτεμάχιο, έχει λάβει ΚΑΕΚ γεωτεμαχίου ……… στα κτηματολογικά βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Σαλαμίνας, έχει εμβαδόν 330 τ.μ. και βρίσκεται στη χερσόνησο Κυνοσούρας Σαλαμίνας. Σύμφωνα με την υπ’ αριθ. …/2020 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, η ιδιοκτησία αυτή αποδίδεται λεπτομερειακά στο από 2016 τοπογραφικό διάγραμμα του …………., τοπογράφου μηχανικού Τ.Ε., με τα στοιχεία Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Η, Θ, Ι, Α, έχει εμβαδό 350,62 τ. μ. και συνορεύει βόρεια κατά το ανάπτυγμα της πλευράς Α, Β, Γ, Δ σε μήκος 19,99 μέτρων με οδό πλάτους 8 μέτρων, ανατολικά κατά το ανάπτυγμα της πλευράς Δ-Ε-Ζ-Η σε μήκος 17,20 μέτρων με την ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ………., νότια κατά το ανάπτυγμα της πλευράς Η, Θ, Ι σε μήκος 20,18 μέτρων με την ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ………, δυτικά κατά την πλευρά Ι-Α σε μήκος 17,18 μέτρων με την 2η οδό πλάτους 8 μέτρων. Σύμφωνα με τον πραγματογνώμονα το εντοπισθέν κατά την αυτοψία του ακίνητο ταυτίζεται κατά θέση και όρια με αυτό που έχει εγγραφεί στην μελέτη του Εθνικού Κτηματολογίου. Το ακίνητο αυτό απέκτησε η ενάγουσα κατά κυριότητα με εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή και συγκεκριμένα το απέκτησε με παράγωγο τρόπο δυνάμει της συνταχθείσας ενώπιον της συμβ/φου Αθηνών (πρώην Σαλαμίνας) …….. υπ’ αριθ. ……/1998 δημόσιας διαθήκης της θείας της, ……… ……….. που απεβίωσε στις 27.4.1999, όπως την κληρονομία αυτή αποδέχθηκε η ενάγουσα με την υπ’ αριθ. ……./2000 δήλωση αποδοχής κληρονομίας από διαθήκη της ίδιας συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … με α.α. ….. Σύμφωνα με το ανωτέρω τίτλο πρόκειται για αγροτεμάχιο «το οποίο βρίσκεται έξω από το εγκεκριμένο σχέδιο πόλης και στην θέση ………. της κτηματικής περιφέρειας πρώην Κοινότητας Αμπελακίων της νήσου Σαλαμίνας Αττικής και σήμερα δήμου Αμπελακίων. Το αγροτεμάχιο αυτό μέσα στο οποίο είναι κτισμένη μια οικία εμβαδού μέτρα σαράντα δύο και 76/00 42,76 εμφαίνεται με τα περιμετρικά στοιχεία Α Β Γ Δ Α στο από Δεκεμβρίου 1999 τοπογραφικό σχεδιάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …….…είναι μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο γιατί βρίσκεται έξω από το εγκεκριμένο σχέδιο πόλης έχει επιφάνεια κατά το τίτλο κτήσεως μέτρα τετραγωνικά τριακόσια σαράντα 340 και τη νεότερη καταμέτρηση 344…και συνορεύεται βόρεια με πλευρά Δ Γ μήκους μέτρα είκοση 20 με αγροτική οδόν νότια με πλευρά ΑΒ μήκους μέτρα είκοση 20 με ιδιοκτησία αγνώστου ανατολικά με πλευρά ΑΔ μήκους δεκα επτά και 20/οο 17,20 με ιδιοκτησία αγνώστου και δυτικά με πλευρά ΒΓ μήκους μέτρα δεκα επτά και 20/οο 17,20 με οδόν ονομαζομένη 2α οδός κάθετος της λεωφόρου …… Το προπεριγραφόμενο αγροτεμάχιο εμφαίνεται επίσης με το αριθμόν ένα Ι του ΠΙ (Π) οικοδομικού τετραγώνου στο από Ιουλίου 1961 σχεδιάγραμμα του μηχανικού …….. το οποίο προσαρτάται στο υπ αριθμόν ……../ συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών …….. Έχει δε περιέλθει στην πλήρη κυριότητα νομή και κατοχή της κληρονομουμένης από αγορά με το υπ αριθμόν ……./1990 συμβολαιο μου ως συμβολαιογράφου Σαλαμίνας το οποίο νομιμα μετεγράφη στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου του δήμου Σαλαμίνας στο τόμον … και στο αύξοντα αριθμόν …. παρά της ……. και ……… στην οποία είχε περιέλθει κατά πλήρη κυριότητα νομή και κατοχή από αγορά με το υπ αριθμόν ……/1968 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ……. το οποίο επίσης νόμιμα μετεγράφη στα παραπάνω βιβλία στον τόμο …. και αύξοντα αριθμόν …….…». Όπως αναφέρει στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ο διορισθείς πραγματογνώμων ……… στον οποίο προσκομίστηκαν οι διαδοχικοί τίτλοι ιδιοκτησίας στους οποίους στηρίζει το επικαλούμενο δικαίωμα κυριότητάς της στο επίδικο η ενάγουσα, με το παραπάνω υπ’ αριθ. …./1968 συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών ………………………. αγόρασε από την ……. ……………….. «…δύο αγροτεμάχια κείμενα εις θέση «…..» περιφερείας της κοινότητας Αμπελακίων Σαλαμίνος, εκτός του εγκεκριμένου σχεδίου της κοινότητας ταύτης εμφαινόμενα στο από Ιουλίου 1961 σχεδιάγραμμα του μηχανικού …….., το συνημμένο εις το υπ’ αριθμ. ………/1961 συμβόλαιο α) το με αριθμό 9 του όμικρον (Ο) οικοδομικού τετραγώνου και β) το υπ’ αριθμό 1 του Πί (Π) οικοδομικού τετραγώνου». Το υπ’ αριθ. 1 του Πί (Π) οικοδομικού τετραγώνου το οποίο είναι και το επίδικο, περιγράφεται ως εξής: «Το υπ’ αριθμ. 1 του Πί (Π) τετραγώνου, εκτάσεως τετραγωνικών μέτρων 340 συνορευόμενον γύρωθεν, αρκτικώς με ιδιωτική οδό επί προσώπου μέτρων 20, Μεσημβρινώς με το υπ’ αριθμ. 3 αγροτεμάχιο του ιδίου οικοδομικού τετραγώνου και σχεδιαγράμματος, επί πλευράς μέτρων 20, ανατολικώς με το υπ’ αριθμ. 2 αγροτεμάχιο του ιδίου οικοδομικού τετραγώνου και σχεδιαγράμματος επί πλευράς μέτρων 17 και δυτικώς με ιδιωτική οδό επί προσώπου μέτρων 17. Τα αγροτεμάχια ταύτα αποτελούσιν τμήματα αγρού εκτάσεως μέτρων τετραγωνικών ενενήκοντα πέντε χιλιάδων ενιακοσίων ογδοήκοντα επτά (95.987) περιελθόντος αυτή εξ αγοράς, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …….. της 15ης Ιουνίου 1961 πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ……., μεταγραφέντος νόμιμα εις τα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Σαλαμίνας εν τόμω .. και υπ’ αυξ. Αριθ. … και ην μείζονα έκταση διήρεσεν αυτή εις διάφορα τετράγωνα και ταύτα εις μικρότερα αγροτεμάχια καταρτισθέντος του άνω διαγράμματος». Την ως άνω ευρύτερη έκταση των 95.987 τ.μ., όπου βρίσκεται το επίδικο ακίνητο, πώλησαν στην . ……………….. με το παραπάνω υπ’ αριθ. …../1961 συμβόλαιο οι κληρονόμοι του ……., ο οποίος απεβίωσε στις 22.5.1932 χωρίς να αφήσει διαθήκη και ο οποίος όσο ζούσε ήταν κύριος και νομέας της έκτασης αυτής. Απώτατοι συννομείς της ως άνω έκτασης, η οποία ήταν τότε μεγαλύτερη κατά 16 ακόμη στρέμματα, ήδη προ του έτους 1850 ήταν ο . ……………….. κατά το ½ εξ αδιαιρέτου και ο . ……………….. κατά το υπόλοιπο ½ εξ αδιαιρέτου, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν την ως άνω ευρύτερη έκταση σαν βοσκοτόπια και τα ομαλά μέρη αυτής για την καλλιέργεια αμπέλου και μπιζελιών, ασκώντας πράξεις νομής με διάνοια συγκυρίων και καλή πίστη, δεδομένου ότι ήταν γηγενείς κάτοικοι του χωρίου Αμπελακίων που χρησιμοποιούσαν την παραπάνω έκταση και η περιοχή δεν ανήκε σε κάποιο Οθωμανό ή Τούρκο υπήκοο που την εγκατέλειψε, ούτε αποκτήθηκε από το Ελληνικό Κράτος δικαιώματι πολέμου. Όπως κατέθεσε πρωτοδίκως η μάρτυρας της ενάγουσας …….., της οποίας ο πατέρας ήταν κάτοικος της περιοχής και της μετέφερε τις σχετικές πληροφορίες, η περιοχή αυτή ήταν γνωστή για το κρασί της. Με τον θάνατό του, ο οποίος επήλθε πριν το έτος 1908, ο . ……………….. κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τους δύο γιούς του, . και . ……………….., οι οποίοι νόμιμα υπεισήλθαν στην κληρονομία του που περιλάμβανε το παραπάνω μερίδιο του θανόντος στο ως άνω ακίνητο, με ανάμειξη τους στην κληρονομία και την άσκηση όμοιων πράξεων νομής, όμοιες με αυτές που ασκούσε ο κληρονομηθείς πατέρας τους. Το έτος 1899 πέθανε ο ως άνω ….. ……………….. και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου κατά το ως άνω εξ αδιαιρέτου ποσοστό του επί της μείζονος έκτασης από τον υιό του . ……………….., ο οποίος νόμιμα υπεισήλθε στην κληρονομιά του πατέρα του συνεχίζοντας να ασκεί τις ίδιες με αυτόν πράξεις νομής. Ο . ……………….. στη συνέχεια αγόρασε και το υπόλοιπο ½ εξ αδιαιρέτου ποσοστό της μείζονος έκτασης από τους προαναφερόμενους κληρονόμους του . ……………….., . και . ……………….., δυνάμει του υπ’ αριθ. ../17.3.1908 συμβολαίου του Συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας . …, νομίμως μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο .., με α.α. …, οπότε και παραδόθηκε η νομή σε αυτόν. Σύμφωνα με τον πραγματογνώμονα στο συμβόλαιο αυτό η ανωτέρω πωλούμενη έκταση περιγράφεται ως ένας αγρός στην περιφέρεια Σαλαμίνας εκτάσεως 50 ως έγγιστα στρεμμάτων εις θέση ….., που συνόρευε ανατολικά με αγρό …….., δυτικώς με καμίνια και αγρό ………, βόρεια και μεσημβρινώς με θάλασσα. Το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο με τον τρίτο λόγο της έφεσής του επικαλείται τις παρατηρήσεις του τεχνικού του συμβούλου …….. επί της υπ’ αριθ. ……../2020 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης επισημαίνοντας ότι στο αμέσως παραπάνω συμβόλαιο γίνεται λόγος για αγρό 50 ως έγγιστα στρεμμάτων στη θέση ……, ενώ ο . ……………….. σύμφωνα με την αγωγή φέρεται ότι κατείχε ακίνητο εμβαδού 111.987 τ.μ., δηλαδή ότι νεμόταν επιπλέον 61 στρέμματα από το έτος 1908. Ότι επιπλέον το αγροτεμάχιο των 50 στρεμμάτων είναι αδύνατο να εντοπιστεί με βάση τα στοιχεία του συμβολαίου 136/1908. Εντούτοις από την επισκόπηση από το Δικαστήριο αυτό του προσκομιζόμενου από το Ελληνικό Δημόσιο από 27.2.1939 τοπογραφικού διαγράμματος των μηχανικών …….., με βάση το οποίο καταγράφηκε έκταση εμβαδού 288.190 τ.μ. ως δημόσιο κτήμα με Α.Β.Κ. …. όπως εμφαίνεται στο παραπάνω διάγραμμα με κυανή γραμμή, κατόπιν της από 10.4.2014 συμπλήρωσης υπομνήματος από τους μηχανικούς της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά ……… και περιλαμβάνει το επίδικο ακίνητο, προκύπτει ότι η έκταση των 95.987 τ.μ. που έχει απεικονισθεί στο από 27.5.1961 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού ……… που συνοδεύει τον υπ’ αριθ. …/1961 τίτλο της … ……………….. όπως οριοθετείται στο ίδιο από 27.2.1939 τοπογραφικό διάγραμμα με κόκκινη γραμμή, ταυτίζεται ως προς τα βόρεια, νότια και ανατολικά όρια αυτής με τα αντίστοιχα όρια που περιγράφονται στο υπ’ αριθ. …./17.3.1908 πωλητήριο συμβόλαιο. Δηλαδή η έκταση αυτή και με βάση το από 27.2.1939 τοπογραφικό διάγραμμα που προσκομίζει το εκκαλούν, ανατολικά συνορεύει με αγρό ……., βόρεια σε πλευρά δ-η με θάλασσα και νότια σε πλευρά 22-10 με θάλασσα. Σε ό,τι αφορά τα δυτικά όρια σε άμεση γειτνίαση με τμήμα του με Α.Β.Κ. …. ακινήτου που χαρακτηρίζεται ως δημόσιο από το Ελληνικό Δημόσιο δεν αναφέρεται μεν στο παραπάνω διάγραμμα η λέξη «καμίνια» ή αγρός …….., πλην όμως πρέπει να σημειωθεί ότι όλη η περιοχή στην οποία εμπίπτει το επίδικο ακίνητο φέρει την ονομασία «…….», όπως δηλαδή περιγράφονται στο υπ’ αριθ. 136/17.3.1908 συμβόλαιο τα δυτικά όρια του μεγαλύτερου ακινήτου που είχε αγοράσει από τα ξαδέρφια του κατά το ½ εξ αδιαιρέτου ο……………….. κατά τα αναφερόμενα από τον πραγματογνώμονα, στο ίδιο δε από 27.2.1939 τοπογραφικό διάγραμμα στο δυτικό βόρειο άκρο του απεικονίζεται ακίνητο υπό στοιχείο Ι, όπου βρίσκεται λατομείο και ασβεστοκάμινος που θα δικαιολογούσε την ονομασία «….» στην ευρύτερη περιοχή. Έτσι, κρίνεται πειστική η θέση του πραγματογνώμονα ο οποίος γνωμοδότησε ότι η έκταση που αγόρασε και στη συνέχεια κατάτμησε σε οικόπεδα και πώλησε σε τρίτους η …… ……………….. είναι ως προς τα όριά της η ίδια έκταση που αγόρασε κατά το ½ εξ αδιαιρέτου ο . ……………….. από τα ξαδέρφιά του .. και … ………………… Κατά τα πειστικώς διαλαμβανόμενα από τον πραγματογνώμονα στην ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης του: «Ο ανωτέρω αγρός πραγματικής έκτασης 111.987 τ.μ. όπως περιγράφεται στο υπ’ αριθμ. …/17-3-1908 συμβόλαιο, αφαιρουμένου του τμήματος των 16 στρ. που πωλήθηκε με το υπ’ αριθμ. ../29-3-1925 συμβόλαιο πώλησης, ταυτίζεται κατά περιγραφή και θέση με το ακίνητο των 95.987 τ.μ. που παρέλαβε η .. ……………….. με το υπ’ αριθμ. …/15-6-1961 πωλητήριο συμβόλαιο (εις θέση ..), η δε διαφοροποίηση στο εμβαδό και στην περιγραφή του δυτικού ορίου σε σύγκριση με αυτό του …/1908 οφείλεται στο γεγονός ότι την εποχή εκείνη ήταν συνήθης η πρακτική να γίνεται ατελής περιγραφή των ακινήτων. Αφενός το περιγραφόμενο εμβαδό το συνόδευαν με την αναφορά ως «έγγιστα» όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση ή με την αναφορά «όσο είναι» σε άλλες περιπτώσεις αφού τα μεταβιβαζόμενα ακίνητα ήταν πολύ μικρής αξίας, αφετέρου η περιγραφή των γειτόνων και των ορίων ήταν ατελής χωρίς σταθερά σημεία και άλλα προσδιοριστικά στοιχεία και χωρίς τοπογραφικά διαγράμματα ή έστω και σκαριφήματα. Πάντως από το γεγονός της ταύτισης των δύο ακινήτων κατά το βορρά, νότο και ανατολή ταυτοποιείται ότι οι δύο δικαιοπραξίες αφορούν το ίδιο και το αυτό ακίνητο…». Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει στις παρατηρήσεις του ο τεχνικός σύμβουλος του εναγόμενου τοπογράφος μηχανικός ………, υπάλληλος της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά, Νήσων και Δυτικής Αττικής δεν κρίνονται πειστικά. Περαιτέρω, αφού ο . ……………….. άσκησε όσο ζούσε τις ίδιες πράξεις νομής στην ως άνω ευρύτερη έκταση στην οποία εμπίπτει και το επίδικο ακίνητο, όπως και οι προκτήτορες αυτού, δηλαδή τη χρησιμοποιούσε κυρίως ως βοσκότοπο για τα ζώα του και καλλιεργούσε αμπέλια στα ομαλά σημεία, κατά τον χρόνο του θανάτου του στις 22.5.1932 και αφού κατά το έτος 1925 είχε πωλήσει από την αρχική έκταση των 111.987 τ.μ., 16.000 τ.μ. στον ……….. δυνάμει του προαναφερόμενου υπ’ αριθ. …/29.3.1925 συμβολαίου, η υπόλοιπη μείζων έκταση των 95.987 τ.μ., περιήλθε με εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή στη σύζυγο και στα δέκα παιδιά του. Ειδικότερα, ο ως άνω αποβιώσας χωρίς διαθήκη . ……………….. . κληρονομήθηκε από τη σύζυγό του ……. και τα τέκνα του . ……………….., . ……………….., . ……………….., …… σύζυγο …….., ……. σύζυγο …….., ….. σύζυγο ……., τον υιό του . ……………….. που πέθανε το έτος 1951, τον υιό του . ……………….. που πέθανε το έτος 1958, τη θυγατέρα του . ……………….. που πέθανε το έτος 1960 και τον υιό του … ……………….. που πέθανε το έτος 1952 και οι οποίοι τον κληρονόμησαν η μεν σύζυγός του ……….. κατά τα 450/1800 εξ αδιαιρέτου, έκαστο δε εκ των δέκα προαναφερόμενων τέκνων κατά τα 135/1800 της ανωτέρω περιγραφόμενης έκτασης και οι ως άνω κληρονόμοι του νόμιμα υπεισήλθαν στην κληρονομία. Τη δε θανούσα κατά το έτος 1937 χωρίς διαθήκη .. χήρα . ……………….. το γένος ……….κληρονόμησαν τα πιο πάνω δέκα τέκνα της, κατ’ ισομοιρία, δηλαδή κατά τα 45/1800 εξ αδιαιρέτου έκαστος από αυτούς επί της μείζονος έκτασης, οπότε η μερίδα κάθε τέκνου ανήλθε στα 180/1800 εξ αδιαιρέτου στην έκταση αυτή, οι δε ως άνω κληρονόμοι της νόμιμα υπεισήλθαν στην κληρονομία της μητέρας τους. Τον αποβιώσαντα χωρίς διαθήκη το έτος 1952, ………… κληρονόμησαν η σύζυγός του ………. και τα τέκνα του …… ………………… Ο τελευταίος, ήτοι ο …………. πέθανε χωρίς διαθήκη, το έτος 1954 και τον κληρονόμησαν η μητέρα του . ……………….. και οι αδελφοί του …………., οι οποίοι (κληρονόμοι) και αποδέχθηκαν την κληρονομιά τόσο του . ……………….., όσο και του . ……………….., δυνάμει των υπ’ αριθ. … και … του έτους 1961 πράξεων του συμβ/φου Αθηνών …., που μεταγράφηκαν νόμιμα. Τον αποβιώσαντα χωρίς διαθήκη το έτος 1951 . ……………….. . κληρονόμησαν η σύζυγός του …… και τα τέκνα του . ……………….., οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομία του ως άνω αποβιώσαντος δυνάμει της υπ’ αριθ. ……/1961 πράξης του συμβ/φου Αθηνών ….. που νόμιμα μεταγράφηκε. Τον αποβιώσαντα χωρίς διαθήκη και χωρίς τέκνα το έτος 1958, …….. κληρονόμησαν η σύζυγός του . ……………….. κατά το ½ εξ αδιαιρέτου και κατά το υπόλοιπο ½, οι αδελφοί του, . ……….., τα τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού του ……., ……………., και τα τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού του ……, …………, οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομιά του ως άνω αποβιώσαντος δυνάμει της υπ’ αριθ. ……../1961 πράξης του συμβ/φου Αθηνών ……… που νόμιμα μεταγράφηκε. Την αποβιώσασα το έτος 1960, ………… κληρονόμησαν ο σύζυγός της ……. κατά το ¼ εξ αδιαιρέτου και κατά τα υπόλοιπα ¾ εξ αδιαιρέτου τα τέκνα της, ………., οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομιά με την υπ’ αριθ. ……./1961 πράξη του συμβ/φου Αθηνών ….. ……. που νόμιμα μεταγράφηκε. Την ως άνω έκταση των 95.987 τ.μ. νέμονταν όλοι οι ανωτέρω συγκληρονόμοι, οι οποίοι ανεπίληπτα και αδιατάρακτα ασκούσαν πράξεις φυσικής εξουσίασης με διάνοια συγκυρίων και ειδικότερα εκμεταλλεύονταν την ανωτέρω έκταση ως βοσκότοπο και καλλιεργούσαν τα ομαλά τμήματα αυτής με αμπέλια μέχρι τη μεταβίβασή της με πώληση στην ως άνω ………. ., δυνάμει του υπ’ αριθ. ……./1961 συμβολαίου του συμβ/φου Αθηνών …, που μεταγράφηκε νόμιμα. Μετά τη σύνταξη του παραπάνω συμβολαίου, η …… ……………….. προέβη σε κατάτμηση της όλης έκτασης σε αγροτεμάχια, δημιουργήσασα εν τοις πράγμασιν ρυμοτομία αυτής με οικοδομικά τετράγωνα αγροτεμαχίων και ιδιωτικούς δρόμους που εμφανίζονται στο από Ιουλίου 1961 σχεδιάγραμμα του μηχανικού ………… Τα αγροτεμάχια αυτά μεταπωλούσε, μετά την κατάτμηση, σε τρίτους.
Το εκκαλούν υποστηρίζει με τον τρίτο λόγο της έφεσής του ότι το επίδικο ακίνητο-αγροτεμάχιο, ύστερα από έρευνα στα βιβλία καταγραφής δημοσίων κτημάτων, σύμφωνα με το υπ’ αριθ. πρωτ. …../26.9.2014 έγγραφο του Τμήματος Δημοσίων Κτημάτων της τ. Κτηματικής Υπηρεσίας Αθηνών και ήδη Περιφερειακής Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας Αττικής και με το υπ’ αριθ. πρωτ. …./15.9.2014 έγγραφο του Τεχνικού Τμήματος της ίδιας Υπηρεσίας εμπίπτει εντός του ΑΒΚ …. δημόσιου κτήματος και ανήκε ανέκαθεν στην περιουσία του, το διαχειριζόταν και το διαχειρίζεται ως καταγεγραμμένο δημόσιο κτήμα μέσω της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου και το προστάτευε μέσω της αρμόδιας Οικονομικής Εφορίας Σαλαμίνας και κατόπιν μέσω της Κτηματικής Υπηρεσίας Αθηνών. Ότι μάλιστα στο από 27-2-1939 τοπογραφικό διάγραμμα των μηχανικών .- …., στο οποίο υπάρχει υπόμνημα, αναφέρεται ότι «η εικονιζόμενη έκτασις από της οδού …. και μέχρι του αγρού του …… είχε κατατμηθεί εις 8 μεγάλα γήπεδα από τον Ιανουάριον του 1928, υπό του Μηχανικού ……., και έκτοτε εδημοπρατείο παρά της Οικον. Εφορίας Σαλαμίνος». Επίσης ότι όλης της παραπάνω έκτασης κύριος είναι το Ελληνικό Δημόσιο, στην οποία ασκεί ανέκαθεν διακατοχικές πράξεις, δηλωτικές της βούλησής του για εξουσίαση του πράγματος. Ότι χαρακτηριστικά πρωτοδίκως ανέφερε πληθώρα εγγράφων από το έτος 1927 από τους τηρούμενους στην τότε Οικονομική Εφορία Σαλαμίνας υπηρεσιακούς φακέλους, από τα οποία προκύπτουν οι διακατοχικές πράξεις, στις οποίες προέβαινε το Δημόσιο, όπως προκηρύξεις ετών 1932 και 1934 και πρακτικά επαναληπτικών δημοπρασιών του έτους 1934, διαταγές του Οικονομικού Εφόρου Σαλαμίνας ετών 1928, 1934 προς τον Αστυνομικό Σταθμάρχη, με τις οποίες του αναθέτει τη φύλαξη της στη θέση «….» έκτασης του Δημοσίου επιφάνειας 288.189 τ.μ. από καταπατητές, αλληλογραφία της Αεροπορικής Άμυνας (στην οποία δηλώνεται η πρόθεση να εκποιήσει τις γαίες στη θέση «…….») προς τον Οικονομικό Έφορο Μεγαρίδος, προκειμένου να προβεί στις δέουσες ενέργειες για τη σύνταξη πρωτοκόλλων καταμέτρησης, εκθέσεις Οικονομικών Εφόρων για τα έτη 1928 έως 1939. Ότι μάλιστα κατά τη διενέργεια της έρευνας των Επιθεωρητών προσκλήθηκαν οι φερόμενοι καταπατητές να προσκομίσουν τίτλους κυριότητας, οι οποίοι όμως επέδειξαν αδυναμία προσκόμισης τίτλων που να αποδεικνύει αδιάλειπτη διακατοχή της έκτασης. Επιπλέον ότι σε βάρος του ……………….., φερόμενου απώτερου δικαιοπαρόχου της εφεσίβλητης, εκδόθηκε πληθώρα πρωτοκόλλων καθορισμού αποζημίωσης για αυθαίρετη χρήση κτημάτων του Δημοσίου και συγκεκριμένα τα υπ’ αριθ. πρωτ. ../1940, …/1940, ../1940, ../1940, …/1940, …/1940, …/1940, …/1940, …/1940, ../1940, ../1940, …/1940 πρωτόκολλα και ότι μεταγενέστερα το Δημόσιο παραχώρησε με το από 21.12.2005 παραχωρητήριο χρήσης δημοσίου ακινήτου της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου, άνευ ανταλλάγματος, στην ΕΥΔΑΠ τη χρήση δύο τμημάτων του Α.Β.Κ. .. δημοσίου κτήματος έκτασης 3.488,37 τ.μ. στη θέση «……..» …… Ωστόσο αποδεικνύεται ότι ο ……….. είχε ασκήσει την προσκομιζόμενη από το ίδιο το εκκαλούν από 13.5.1940 ανακοπή του κατά του Ελληνικού Δημοσίου προς ακύρωση του πρωτόκολλου Γνωμοδοτήσεως για τα έτη από 1928 έως 1939 και όπως δέχεται η εκκαλούμενη χωρίς να αμφισβητείται τούτο από το Ελληνικό Δημόσιο, το πρωτόκολλο αποζημίωσης δημοσίου κτήματος για χρήση δημοσίου κτήματος για έκταση 3 στρεμμάτων ακυρώθηκε από το Ειρηνοδικείο Σαλαμίνας, με την αιτιολογία ότι ο . ……………….. επί 50 έτη και μέχρι τον θάνατό του και, εν συνεχεία, ο υιός του . ……………….., δυνάμει του υπ’ αριθ. 136/1908 συμβολαίου, είναι κύριος και νομέας του παραπάνω εδαφικού τμήματος. Το Ελληνικό Δημόσιο ως εναγόμενο στον πρώτο βαθμό υποστήριξε ότι το επίδικο περιλαμβάνεται σε δημόσιο κτήμα, το οποίο του ανήκει ως τμήμα μεγαλύτερης έκτασης που περιήλθε σε αυτό δυνάμει της από 9.7.1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» και των από 3-2, 4/16-6 και 19-6/1-7-1830 πρωτοκόλλων του Λονδίνου, με τα οποία αναγνωρίστηκε η ύπαρξη της Ελλάδας ως ανεξάρτητου Κράτους και κανονίστηκαν οι σχέσεις του Ελληνικού Δημοσίου στο μέλλον ως προς τις πρώην ιδιοκτησίες Οθωμανών στην Ελλάδα. Ότι με τα προαναφερόμενα ορίστηκε ότι η Ελλάδα απέκτησε την κυριότητα εκείνων των κτημάτων των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε και δήμευσε ή εκείνων, που, κατά το χρόνο υπογραφής των πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους τέως κυρίους (κατ’ ουσία εξουσιαστές) Οθωμανούς και δεν δεσπόζονταν, πλέον, από αυτούς, επιπλέον δε εκείνων που ανήκαν στο Τουρκικό Δημόσιο και δημεύτηκαν από το Ελληνικό Δημόσιο. Ότι συγκεκριμένα, η επίδικη έκταση αποτελεί τμήμα μεγαλύτερης έκτασης, περίπου 288,18 στρεμμάτων, της κατηγορίας αραζί εμιριγιέ, που ανήκε σε Οθωμανούς και το Δημόσιο την κατέλαβε κατά τη διάρκεια του αγώνα της Ανεξαρτησίας και τη δήμευσε, αλλιώς κατά τον χρόνο της υπογραφής των παραπάνω πρωτοκόλλων είχε εγκαταλειφθεί από τους τέως κυρίους της Οθωμανούς και δεν καταλήφθηκε από άλλους, αφού- ως γνωστόν- ουδείς Οθωμανός παρέμεινε στην Πελοπόννησο, την Αττική και τη Στερεά Ελλάδα, που είχαν προσδιοριστεί ως περιοχές μέλλουσες να αποτελέσουν το Ελληνικό Κράτος, αλλιώς ανήκε στο Τουρκικό Δημόσιο και τη δήμευσε το Ελληνικό Δημόσιο, περιελθούσα από τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους εκ διαδοχής του Τουρκικού Δημοσίου η οποία έγινε in globo. Κανένας από τους ισχυρισμούς αυτούς που το εναγόμενο προέβαλε κατ’ ένσταση δεν αποδείχθηκε στην ουσία του. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι την περιοχή της Κυνοσούρας Σαλαμίνας εκμεταλλεύονταν οι ντόπιοι κάτοικοι του χωριού Αμπελακίων πριν από την Επανάσταση του 1821, χρησιμοποιώντας τη κυρίως ως βοσκότοπο και για γεωργικές καλλιέργειες στα ομαλά της τμήματα, χωρίς να αποδεικνύεται κυριότητα του Οθωμανικού Δημοσίου ή Οθωμανών που εγκατέλειψαν το νησί μετά την Επανάσταση του 1821. Περαιτέρω, το εκκαλούν-εναγόμενο επαναφέρει με τον τρίτο λόγο της έφεσής του τον ισχυρισμό ότι το επίδικο αποτελούσε τμήμα ευρύτερης δασικής έκτασης που ανήκε στο Ελληνικό Δημόσιο. Ειδικότερα υποστήριξε ότι η επίδικη έκταση περιήλθε στην κυριότητα του Δημοσίου βάσει των άρθρων 1, 2 και 3 του από 17/29-11-1836 β. δ/τος (νόμου) «περί ιδιωτικών δασών», ως δάσος, δεδομένου ότι αυτή, όπως και η ευρύτερη έκταση στην οποία βρίσκεται, αποτελούσε από το έτος 1820 και μέχρι και το έτος 1998 τουλάχιστον, όπως προκύπτει από τις αεροφωτογραφίες των ετών 1945 και 1998, δημόσια δασική έκταση, και αφού οι τυχόν πρώην ιδιοκτήτες της δεν προσκόμισαν μέσα σε προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση αυτού του νόμου (μέχρι 30-11-1837) τους τυχόν νόμιμους τίτλους ιδιοκτησίας τους προς αναγνώριση στη Γραμματεία επί των Οικονομικών. Ότι εξάλλου, η ενάγουσα ούτε επικαλείται, ούτε και αποδεικνύει αναγνώριση δικαιωμάτων επ’ αυτής με τον παραπάνω αποκλειστικό νόμιμο τρόπο και ότι έτσι η επίδικη έκταση είχε δασικό χαρακτήρα σύμφωνα με όλους τους νόμους περί δασών που ίσχυσαν μέχρι σήμερα. Ωστόσο, ο διορισθείς από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο πραγματογνώμονας αγρονόμος τοπογράφος μηχανικός …………, ο οποίος κατά τα ανωτέρω φέρει την επιστημονική ιδιότητα και του αγρονόμου και ως εκ τούτου κρίνεται ότι έχει τις αναγκαίες γνώσεις για ζήτημα συναφές με την επιστήμη του ήτοι αν μια περιοχή είναι δασική, αγροτική ή μη, να το εκτιμήσει, παρά τα αντίθετα προβαλλόμενα με τον τρίτο λόγο έφεσης του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, μετά από μελέτη των αεροφωτογραφιών των ετών 1945, 1962, 1967, 1976, 1984, 1992 και το απόσπασμα φωτομωσαϊκού της Google Earth του έτους 2019 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επίδικο ακίνητο δεν ήταν ποτέ δασική έκταση. Συγκεκριμένα στα συμπεράσματά του επί των ερωτημάτων 1 και 2 που του τέθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στην υπ’ αριθ. …./2020 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του, στη σελίδα 45 αναφέρει ότι «Τόσο η ιδιοκτησία της .. ……………….. (σήμερα) όσο και η γειτνιάζουσα με αυτήν έκταση που αφορά όλο σχεδόν το κτήμα που διένειμε το 1961 η . ……………….., αλλά και πέραν αυτού όλη η έκταση που καταλαμβάνει το επικαλούμενο από πλευράς Ελληνικού Δημοσίου Κτήμα ΒΚ ….. έχει τον ίδιο χαρακτήρα, δηλαδή αποτελεί χορτολιβαδική έκταση αποτελούμενη από φρυγανική (μη ξυλώδη), ποώδη ή αυτοφυή βλάστηση ή από δασική μεν βλάστηση, που δεν συνιστά όμως δασοβιοκοινότητα εξαιτίας και της εξαιρετικά μικρής συγκόμωσης που δεν υπερβαίνει το 5%. Παράλληλα η ανωτέρω έκταση δεν περικλείεται από δάση ή άλλες δασικές εκτάσεις παρά γειτνιάζει (σε όλες τις κατευθύνσεις) όπως αποδίδεται και στο από το 1939 διάγραμμα των μηχανικών του Ελληνικού Δημοσίου …………, με άλλα κτήματα με χρήση αγροτική και θάλασσα. Με βάση τα ανωτέρω και την μορφολογική της κατάσταση η έκταση υπάγεται στις χορτολιβαδικές εκτάσεις του άρθρου 5 του Π.Δ. 32/2016 σε συνδυασμό με τα άρθρα 1, 2, 3, 4 και 6 του ίδιου Π.Δ. έως και 6 της Απόφασης- 182363/2395/19 Αποφ- 182363/2395/2019 (ΑΔΑ: ……….- ΗΘΑ) …Αποδοχή Γνωμοδότησης του Τεχνικού Συμβουλίου Δασών (Γνωμ-8/19) (Εννοιολογικός χαρακτηρισμός και προσδιορισμός των εκτάσεων εκείνων που εμπίπτουν στις διατάξεις της παρ. 5α Άρθ-3 Ν-998/79 και καλύπτονται μόνο από φρυγανική βλάστηση. Χορτολιβαδικές εκτάσεις/ Δασικές εκτάσεις), και των διατάξεων του Ν. 998/79, όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν, καθώς και σε συνδυασμό με πλήθος άλλων εγκυκλίων και αποφάσεων. Εάν κατά την εξέταση των αεροφωτογραφιών του 1945- όπου δεν παρατηρούνται ακόμη ανθρωπογενείς παρεμβάσεις, απομονώσουμε το επίδικο και μία διευρυμένη ζώνη ανάντη και κατάντη του βασικού δρόμου πρόσβασης στην χερσόνησο της Κυνοσούρας η οποία έχει αφενός τον ίδιο χαρακτήρα και αφετέρου γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά όπως Κλίση: Ανατολή- Δύση 0-2%, Βορράς- Νότος 2-12% και απόλυτο υψόμετρο (το επίδικο περί τα 25 μ, όλη η ευρύτερη έκταση αρκετά μικρότερο των 100 μ), τότε το επίδικο και η ευρύτερη αυτή ζώνη δύναται να υπαχθούν στις πεδινές χορτολιβαδικές εκτάσεις που εμπίπτουν στην παρ. 6 του άρθρου 3 του ν 998/79 εξαιρούμενα από την δασική νομοθεσία και να θεωρηθούν ιδιωτικά χωρίς να προβλέπεται για τις εκτάσεις αυτές η δυνατότητα προβολής (από τις διευθύνσεις δασών) του τεκμηρίου κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου (λόγω της δασικότητας). Εάν πάλι εκτιμηθεί ότι ο χαρακτηρισμός πρέπει να αφορά την ευρύτερη περιοχή που έχει την ίδια χρήση λόγω βλάστησης (που περιλαμβάνει όλη σχεδόν την επιφάνεια την διεκδικούμενη από το Ελληνικό Δημόσιο ως κτήμα ΒΚ …..), τότε επειδή σε αρκετά σημεία αυτής οι επιμέρους κλίσεις ξεπερνούν το 12%, εφόσον κριθεί ότι δεν μπορεί να υπαχθεί στις πεδινές χορτολιβαδικές εκτάσεις τότε θα πρέπει να την κατατάξουμε στις χορτολιβαδικές εκτάσεις που βρίσκονται επί ημιορεινών, ορεινών και ανώμαλων εδαφών και συγκροτούν φυσικά οικοσυστήματα αποτελούμενα από φρυγανική (μη ξυλώδη), ποώδη ή αυτοφυή βλάστηση ή από δασική μεν βλάστηση, που δεν συνιστά όμως δασοβιοκοινότητα, που εμπίπτουν στο άρθρο 5 παρ.1 του ΠΔ 32/2016, η στην παρ.5.α του άρθρου 3 του Ν. 998/79, οι οποίες εξαιρούνται από την δασική νομοθεσία και θεωρούνται ιδιωτικές εφόσον ο ιδιοκτήτης τους έχει αναγνωρίσει τον τίτλο του με κάποια εκ των διαδικασιών του άρθρου 10 Ν. 3208/2003 (περιλαμβανομένης και της απόφασης δικαστηρίου)…». Οι θέσεις αυτές του πραγματογνώμονα ως προς το φύση του επίδικου ως χορτολιβαδικής και όχι δασικής έκτασης κρίνονται πειστικές από το Δικαστήριο αυτό. Μάλιστα πρέπει να σημειωθεί ότι στο προσκομιζόμενο από το Ελληνικό Δημόσιο απόσπασμα από το βιβλίο καταγραφής δημοσίων κτημάτων της Οικονομικής Εφορίας Σαλαμίνας, το με Α.Β.Κ. …. καταγραφέν με α.α. …….. ως δημόσιο κτήμα, εντός του οποίου φέρεται να βρίσκεται το επίδικο ακίνητο, χαρακτηρίζεται υπό τη στήλη «Είδος κτήματος» ως «Γαίαι» και όχι ως «δάσος» ή «δασική έκταση». Αξιοσημείωτο, επίσης, τυγχάνει το γεγονός ότι ενώ το εκκαλούν Δημόσιο υποστηρίζει ότι το επίδικο είναι δημόσια δασική έκταση επειδή βρίσκεται στο με Α.Β.Κ. ……. δημόσιο κτήμα, το οποίο έχει καταγραφεί στο βιβλίο δημοσίων κτημάτων της Οικονομικής Εφορίας και δεν εμπίπτει στις διατάξεις του ν. 3208/2003, που αναγνώρισε ως ιδιωτικά δάση της Σαλαμίνας, αλλά εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 21 παρ.13 του ίδιου νόμου που εξαιρεί τις καταγεγραμμένες στα βιβλία δημοσίων κτημάτων εκτάσεις, ο μάρτυράς του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, …………, υπάλληλος της Περιφερειακής Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας Αττικής κατέθεσε ότι το επίδικο ακίνητο είναι ιδιωτικό δάσος («σελ. 13 των υπ’ αριθ. 1509/2017 πρακτικών «-Γνωρίζετε αν τα δάση της νήσου Σαλαμίνας είναι ιδιωτικά ή δημόσια; Ποια είναι ιδιωτικά ποια δημόσια; – Είναι ιδιωτικά εκτός από το δάσος του Αγίου Νικολάου. – Υπάγεται στο δάσος του Αγίου Νικολάου το συγκεκριμένο; – Όχι. – Άρα λοιπόν είναι ιδιωτικό το δάσος. -Ναι.»). Σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς των δασικών εκτάσεων που βρίσκονται στη νήσο Σαλαμίνα επισημαίνεται ότι, όπως είναι γνωστό από προηγούμενες αποφάσεις αυτού του Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 336 παρ.3 ΚΠολΔ (βλ. ΜονΕφΠειρ 669/2023, ΜονΕφΠειρ 605/2023, ΜονΕφΠειρ 350/2020 δημ. στο efeteio-peir.gr), αυτό πρέπει να θεωρείται ότι έχει λυθεί από την 24.1.1845 με την υπ’ αριθ. 305 απόφαση της αρμόδιας επιτροπής επί των διαφιλονικούμενων δασών (άρθρο 3 του έχοντος ισχύ νόμου Δ/τος της 17/29-11-1836) με την οποία αναγνωρίστηκαν ως ιδιωτικά όλα τα δάση τα ευρισκόμενα στους αγρούς και τα ορεινά μέρη της Σαλαμίνας, εκτός από τα ανήκοντα στη διαλυμένη μονή του …….., τα οποία θεωρούνται εθνικά. Την απόφαση αυτή αποδέχθηκε το Δημόσιο με το υπ’ αριθ. ……../31-3-1845 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών, το οποίο γνωστοποιήθηκε στον ……, ως πληρεξούσιο των κατοίκων της νήσου Σαλαμίνας, ο οποίος και το κατέθεσε ενώπιον του Συμβολαιογραφούντος τότε Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας …….., αφού συντάχθηκε γι’ αυτό η υπ’ αριθ. …/13-6-1845 πράξη καταθέσεως. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι η επίδικη έκταση περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο βάσει του άρθρου 1 του από 3/15-12-1833 β. δ/τος (ΦΕΚ 40/1833) σαν λιβάδι ή βοσκότοπος, καθώς ανέκαθεν την εκμεταλλεύονταν οι ντόπιοι κάτοικοι του χωριού των Αμπελακίων, ιδίως το επίδικο πριν ακόμη από το 1850 ο……………….. και ο ……………….., εν μέρει ως καλλιεργήσιμη γη για αμπέλια, εν μέρει ως βοσκότοπο για τα ζώα τους, έχοντας απέναντί τους μόνο την Κοινότητα Αμπελακίων που ενίοτε εισέπραττε για την ευρύτερη περιοχή της Κυνοσούρας Αμπελακίων δικαιώματα βοσκής. Εξάλλου, ούτε άσκησε πράξεις νομής το Ελληνικό Δημόσιο με τα προσόντα τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας, νεμόμενο, όπως υποστηρίζει, με διάνοια κυρίου, καλή πίστη και νόμιμο τίτλο το επίδικο ακίνητο από τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους μέχρι σήμερα. Η πιο πάνω αλληλογραφία μεταξύ των υπηρεσιών του Ελληνικού Δημοσίου δεν συνιστά πράξεις νομής, ενώ όταν αυτό επιχείρησε με πράξεις γνωμοδοτήσεως να επιβάλει αποζημίωση για τη χρήση γης στην παραπάνω περιοχή στον .. ……………….. για το διάστημα 1928-1939, ο τελευταίος ανέκοψε επιτυχώς, κατά τα ανωτέρω, τις παραπάνω σε βάρος του πράξεις με την ανακοπή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας. Ούτε άλλωστε η καταχώριση του επίδικου ως τμήματος δημοσίου κτήματος που έλαβε Α.Β.Κ. …. στα βιβλία δημοσίων κτημάτων αρκεί για να καταστήσει τούτο δημόσια περιουσία. Επιπροσθέτως η επίδικη έκταση ουδέποτε υπήρξε αδέσποτη, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το Ελληνικό Δημόσιο για να περιέλθει αυτή στην κυριότητά του βάσει των διατάξεων του άρθρου 16 του από 10-7-1837 β. δ/τος «περί διακρίσεως κτημάτων». Δικαστική διαμάχη σχετικά με την κυριότητα της ευρύτερης έκτασης των 95.978 τ.μ. που περιήλθε στην Ελένη ……………….. από τους κληρονόμους του . ……………….. με το προαναφερόμενο υπ’ αριθ. …../1961 συμβόλαιο υπήρξε μόνο μεταξύ αυτής και της Κοινότητας Αμπελακίων, όταν τον Δεκέμβριο του 1964, η Κοινότητα Αμπελακίων άσκησε διεκδικητική αγωγή κατά της ως άνω δικαιοπαρόχου της ενάγουσας, . ……………….. στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, ισχυριζόμενη ότι η έκταση αυτή της ανήκει αλλά η ανωτέρω δίκη καταργήθηκε δυνάμει του υπ’ αριθ… 6201/1969 (εξώδικου) συμβιβασμού ενώπιον του συμβ/φου Πειραιά ……….. Με τον συμβιβασμό αυτό, η Κοινότητα Αμπελακίων παραιτήθηκε από το δικαίωμα της προαναφερόμενης από 30-12-1964 αγωγής της και συναίνεσε στη διαγραφή αυτής από τα οικεία βιβλία διεκδικήσεων, η δε ………………. ανέλαβε την υποχρέωση να της καταβάλει τμηματικώς το ποσό των 200.000 δραχμών. Επίσης αποδείχθηκε ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. 349/175/1972 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Ναυτιλίας, Μεταφορών και Επικοινωνιών κηρύχθηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση στην παραπάνω περιοχή για την πραγματοποίηση της χερσαίας ζώνης του λιμένα Πειραιά, ενώ την ανωτέρω ΚΥΑ συνόδευαν το υπ’ αρ. …. κτηματολογικό διάγραμμα και ο υπ’ αρ. … κτηματολογικός πίνακας. Σύμφωνα με την υπ’ αριθ. …/2020 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, όταν κηρύχθηκε η ως άνω αναγκαστική απαλλοτρίωση, το επίδικο κατείχε η …….., η οποία απέκτησε το ανωτέρω ακίνητο κατόπιν αγοράς από την ………, δυνάμει του το υπ’ αριθ. ………./1968 συμβολαίου του συμβ/φου Αθηνών ……….. Από τον έλεγχο του διαγράμματος κτηματογράφησης που συντάχθηκε την εποχή εκείνη, ο πραγματογνώμων διαπίστωσε ότι στο επίδικο δεν είχε αποδοθεί κτηματολογικός αριθμός και επομένως δεν είχε αποδοθεί σε συγκεκριμένο ιδιοκτήτη, το δε επίδικο είχε αποδοθεί μαζί με άλλα διάσπαρτα στην ευρύτερη περιοχή ακίνητα σε «ΑΓΝΩΣΤΟ» ιδιοκτήτη, τούτο δε κατά τον ίδιο προφανώς γιατί η ιδιοκτήτρια …………. δεν είχε αντιληφθεί την σε εξέλιξη μελέτη απαλλοτρίωσης ώστε να δηλώσει την ιδιοκτησία της. Επίσης ο πραγματογνώμων αναφέρει ότι από την μελέτη του κτηματολογικού διαγράμματος και του κτηματολογικού πίνακα, όλα τα ακίνητα που βρίσκονταν εντός του πολυγώνου της έκτασης των 95.987 τμ που είχε αγοράσει η …. … με το υπ’ αριθ. ……/15.6.1961 συμβόλαιο πώλησης και το οποίο στη συνέχεια διένειμε σε μικρότερα γεωτεμάχια τα οποία διέθεσε σε τρίτους βάσει του από Ιουλίου 1961 διαγράμματος διανομής του μηχανικού ……., είτε έχουν αποδοθεί σε φυσικά πρόσωπα που αγόρασαν από την ….., είτε έχουν αποδοθεί στην ……… (εφόσον δεν είχαν διατεθεί), είτε είχαν καταχωριστεί σε «ΑΓΝΩΣΤΟ», εφόσον δεν είχε υποβληθεί δήλωση από τον νέο ιδιοκτήτη. Πάντως κανένα δεν είχε αποδοθεί ως ιδιοκτησία στο Ελληνικό Δημόσιο. Το τελευταίο υποστηρίζει με τον τρίτο λόγο της έφεσής του ότι στην τοπογραφική απεικόνιση του επίδικου γεωτεμαχίου στο διάγραμμα που συνοδεύει το υπ’ αρ. πρωτ. ……./26.9.2014 έγγραφο του Τμήματος Δημοσίων Κτημάτων της τ. Κτηματικής Υπηρεσίας Αθηνών, το οποίο θεωρήθηκε από τον Προϊστάμενο του Τεχνικού Τμήματος της εν λόγω υπηρεσίας στις 15.9.2014, απεικονίζεται με πράσινη γραμμή και με τα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε η απαλλοτριωθείσα με την υπ’ αριθ. Ε13862/5745/2-8-1969 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας έκταση, όπως αυτή απεικονίζεται στο από 13.9.1968 τοπογραφικό διάγραμμα που συντάχθηκε από το Τοπογραφικό και Απαλλοτριώσεων Τμήμα της Διεύθυνσης Μελετών και Κατασκευών της Τεχνικής Υπηρεσίας του ΟΛΠ και ότι στην απαλλοτριωθείσα έκταση που βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του με Α.Β.Κ. 61 δημόσιου κτήματος δεν εμπίπτει το επίδικο ακίνητο, αλλά αυτό βρίσκεται στο νότιο τμήμα του παραπάνω δημόσιου κτήματος. Οι αιτιάσεις αυτές, όμως, τυγχάνουν αβάσιμες στην ουσία τους, καθώς το εκκαλούν επικαλείται άλλη Κ.Υ.Α. από αυτή με την οποία κηρύχθηκε η ως άνω απαλλοτρίωση, ο δε πραγματογνώμων βασίστηκε στο υπ’ αριθ. 557 κτηματολογικό διάγραμμα που συντάχθηκε για την πιο πάνω αναφερόμενη απαλλοτρίωση, το οποίο έλαβε κατά την επίσκεψή του στον ΟΛΠ και στο Υπουργείο Οικονομικών- Αρχείο Απαλλοτριώσεων και το οποίο ενσωματώνει σε σμίκρυνση στην έκθεσή του, όπου στην απαλλοτριούμενη έκταση εμφαίνεται και το επίδικο ακίνητο. Στη συνέχεια, βέβαια, η εν λόγω απαλλοτρίωση ανακλήθηκε με την υπ’ αρ. 4159/2170/Ν. 11549 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας στις 29-4-1975 (ΦΕΚ 114/Δ/1975). Μάλιστα, η νομική υπηρεσία του ΟΛΠ απέστειλε δια του υπ’ πρωτ. ………../1666/14-6-1975 εγγράφου, στον υποθηκοφύλακα Σαλαμίνας, τόσο την απόφαση άρσης της απαλλοτρίωσης, όσο και την περίληψη μεταγραφής της εν λόγω ανάκλησης, ώστε αυτή να καταχωριστεί στις μερίδες των δικαιούχων. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι μία περιοχή δύναται να κηρυχθεί απαλλοτριωτέα μόνον αν ανήκει σε τρίτο ιδιοκτήτη και όχι στην περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου (εναγόμενου), συνάγεται ότι το επίδικο ακίνητο που, κατά τα ανωτέρω, κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο, θεωρείτο κατά τον ανωτέρω χρόνο και από το ίδιο το εναγόμενο ως μη ανήκον στην περιουσία του. Ενόψει όλων των ανωτέρω, προκύπτει αναμφίβολα ότι από το έτος 1845, τη νομή στο ακίνητο εμβαδού 111.987 τ.μ. και από το έτος 1925, λόγω πώλησης στον …………. επιφάνειας 16.000 τ.μ., εμβαδού 95.987 τ.μ. ασκούσαν οι απώτεροι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας (……….., κληρονόμοι ……….. και κληρονόμοι κληρονόμων αυτού, ……..) τουλάχιστον μέχρι το 1968 που η ………. μεταβίβασε το επίδικο ακίνητο κατά τα ανωτέρω λόγω πώλησης στην ………., με καλή πίστη ότι δεν έθιγαν εμπράγματα δικαιώματα τρίτου και ότι ουδέποτε είχαν απωλέσει τη νομή αυτή. Απλά, κατά το έτος 1964, η νομή τους αυτή αμφισβητήθηκε από την Κοινότητα Αμπελακίων. Οπότε ήδη κατά την ημερομηνία της 11.9.1915 που υποστηρίζει το εκκαλούν-εναγόμενο ότι το επίδικο ήταν δημόσιο και ότι έκτοτε δεν μπορούσαν να το αποκτήσουν οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας κατά κυριότητα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αποδεικνύεται ότι το επίδικο ακίνητο ήταν ιδιωτικό ανήκον τότε κατά κυριότητα ως τμήμα της ευρύτερης έκτασης των 111.987 τ.μ. στον ………….., που είχε καταστεί κύριος αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, αφού κατά την ημερομηνία αυτή, είχε συμπληρώσει, με προσμέτρηση του χρόνου χρησικτησίας των άμεσων δικαιοπαρόχων του, τους οποίους διαδέχτηκε στη νομή, 30ετή καλόπιστη νομή επ’ αυτού. Ομοίως κύριοι του επίδικου κατέστησαν δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας αρχικά αυτής του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου και στη συνέχεια με την εισαγωγή του ΑΚ στις 23.2.1946, βάσει του άρθρου 1045 ΑΚ, όσοι διαδέχθηκαν διαχρονικά και χωρίς διακοπή στη νομή του επίδικου τον ……. …………, με τις προαναφερόμενες συμβολαιογραφικές πράξεις και την παράδοση της νομής από τον προηγούμενο νομέα στον επόμενο, προσμετρώντας στον δικό τους χρόνο χρησικτησίας τον χρόνο χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων τους κατ’ άρθρο 1051 ΑΚ, οπότε η άμεση δικαιοπάροχος της ενάγουσας, θεία της, ………….., η οποία μάλιστα τουλάχιστον από το έτος 1992 είχε προβεί σε κτίσιμο οικίας και περίφραξης εντός του επίδικου ακινήτου (βλ. εκτίμηση αεροφωτογραφίας του έτους 1992 από τον πραγματογνώμονα στη σελίδα 40 της έκθεσής του) και την οποία κληρονόμησε ως προς το επίδικο ακίνητο η ενάγουσα δυνάμει της υπ’ αριθ. ……/1998 δημόσιας διαθήκης της ως άνω ……… ενώπιον της συμ/φου Αθηνών ……., νόμιμα δημοσιευθείσας στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και την οποία κληρονομία αποδέχθηκε η ενάγουσα με την υπ’ αριθ. ……/18.1.2000 δήλωση αποδοχής κληρονομίας από διαθήκη της ίδιας συμβ/φου, νομίμως μεταγραφείσας στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Σαλαμίνας στον τόμο … με α.α. ….., κατά τον χρόνο θανάτου της στις 27.4.1999 ήταν κυρία του ακινήτου δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας. Επομένως η ενάγουσα κατέστη κυρία του ακινήτου με παράγωγο τρόπο και δη με κληρονομική εκ διαθήκης διαδοχή της ως άνω αποβιώσασας θείας της, από τον χρόνο του θανάτου αυτής στις 27.4.1999. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι το ανωτέρω ακίνητο έχει καταχωριστεί ως τμήμα του δημόσιου κτήματος με ΑΒΚ …..- το οποίο, μάλιστα, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. …/2020 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του αγρονόμου- τοπογράφου μηχανικού ….. δεν έχει δασικό χαρακτήρα- αφού η απλή πράξη καταχώρισης αυτού στα δημόσια κτήματα, δεν μπορεί να αναιρέσει την, κατά τα προαναφερθέντα, αποδειχθείσα νομή των απώτερων δικαιοπάροχων της ενάγουσας επ’ αυτού. Σημειωτέον ότι ούτε και τα έγγραφα που εξέδωσε το Ελληνικό Δημόσιο δια των οργάνων του και απαριθμεί στον τρίτο λόγο έφεσης και με τα οποία εμφανίζεται το επίδικο ως μέρος δημοσίου κτήματος και δασική έκταση δημιουργούν πλήρη απόδειξη υπέρ του Δημοσίου, καθώς εν προκειμένω δεν πρόκειται για απόδειξη των πράξεων που έγιναν από τα παραπάνω όργανα του Δημοσίου ή ενώπιον τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους για τη σύνταξη των ανωτέρω εγγράφων κατ’ άρθρο 438 ΚΠολΔ, το δε Δημόσιο με την έκδοση εγγράφων από τα όργανά του που βεβαιώνουν την ιδιοκτησία του δεν μπορεί να αποκτήσει εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων που δεν του ανήκουν κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 17 του Συντάγματος, απορριπτομένων στην ουσία τους των αντίθετων ισχυρισμών με τον σχετικό λόγο έφεσης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά την έναρξη λειτουργίας του κτηματολογίου στην περιοχή στις 13.1.2006, το επίδικο ακίνητο έλαβε ΚΑΕΚ ………. με έκταση 330 τ.μ. και καταχωρίστηκε με κύριο το Ελληνικό Δημόσιο κατόπιν σχετικής αίτησης του τελευταίου και με την παρατήρηση στο κτηματολογικό του φύλλο «ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΤΟ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. … ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 21 ΠΑΡ.13 ΤΟΥ Ν. 3208/2003». Η καταχώριση αυτή στηρίχθηκε στο ότι το επίδικο ακίνητο φέρεται στο βιβλίο καταγραφής δημοσίων κτημάτων της Οικονομικής Εφορίας Σαλαμίνας ότι εμπίπτει στο με Α.Β.Κ. …….. δημόσιο κτήμα με βάση το από 27-2-1939 διάγραμμα των μηχανικών ……….., με το οποίο έγινε καταγραφή του εν λόγω δημόσιου κτήματος. Εντούτοις, η παραπάνω καταχώριση τυγχάνει ανακριβής και το θεμέλιό της αβάσιμο ουσιαστικά, αφού, όπως αποδείχθηκε κατά τα ανωτέρω, το επίδικο ακίνητο τύγχανε ανέκαθεν ιδιωτικό και αυτό ανήκει κατά κυριότητα στην ενάγουσα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε την αγωγή και αναγνώρισε την ενάγουσα αποκλειστική κυρία του επίδικου ακινήτου, με τίτλο κτήσης την υπ’ αριθ. …./2000 πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της συμβ/φου Αθηνών (πρώην Σαλαμίνας) . ….., νομίμως μεταγεγραμμένη στα οικεία βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ. …, α.α. ….) και ακολούθως διέταξε τη διόρθωση των αρχικών εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, ώστε ως προς το αμέσως παραπάνω, καταχωρημένο στο κτηματολόγιο με ΚΑΕΚ …….., ακίνητο να αναγραφεί η ενάγουσα αποκλειστική (100%) κυρία με τίτλο κτήσης την παραπάνω πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομίας με ορθή κατά βάση αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται από την περισσότερη αναλυτική αιτιολογία του παρόντος Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ έκρινε ουσία βάσιμη την αγωγή, ορθά δε ερμήνευσε κι εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις τα όσα δε αντίθετα προέβαλε το εκκαλούν με τους δεύτερο και τρίτο λόγο της εφέσεώς του τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα. Μη απομένοντος άλλου λόγου έφεσης, αυτή πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 106, 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 63 παρ.1, 68 παρ.1 και 69 του ν. 4194/2013, μειωμένα όμως κατ’ άρθρο 22 παρ.1 του ν. 3693/1957 που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθμός 18 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ., όπως τούτο ισχύει μετά την έκδοση της Κ.Υ.Α. 134423/08.12.1992 των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (Φ.Ε.Κ. Β` 11/20.01.1993) που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 5 § 12 του ν. 1738/1987, σύμφωνα με το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την από 17.10.2022 έφεση κατά της 157/2022 οριστικής και της 1509/2017 μη οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία) αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος και ορίζει αυτά στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 11.7.2024.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ