Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 350/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  350/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο  οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από το Γραμματέα …………….

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………, με αριθμό φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) ………., τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του Μαρία Τσάρμπου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠΔ και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: εδρεύουσας στην ….. Αττικής, επί της …….. και νομίμως εκπροσωπούμενης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «……….» με ΑΦΜ ………, οιονεί καθολικής διαδόχου της αρχικώς εναχθείσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…….», με ΑΦΜ ………., η οποία ακολούθως απορροφήθηκε από την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «………..», της οποίας η επωνυμία στη συνέχεια, με τροποποίηση του καταστατικού της, μεταβλήθηκε σε αυτήν υπό την οποία παρίσταται, η οποία στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αργύρη Κουτσούκο, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 25.6.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/7.11.2016 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν η με αριθμό 4308/2017 παραπεμπτική στο λειτουργικά αρμόδιο Τμήμα του  απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου και η με αριθμό 2825/2019 οριστική  απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του ιδίου Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε.

Την τελευταία αυτή απόφαση προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων, ήδη εκκαλών, με την από 18.3.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./18.3.2022 έφεσή του, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε κατόπιν διαδοχικών αναβολών στις 16.2.2023 και 11.1.2024, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, οπότε εκφωνήθηκε αυτή με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν αλλά προκατέθεσαν τις προτάσεις τους και με σχετική δήλωσή τους δήλωσαν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ, ότι συμφωνούν να συζητηθεί η έφεση χωρίς να παρασταθούν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 532 ΚΠολΔ το εμπρόθεσμο της ασκήσεως της εφέσεως αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της έκκλητης δίκης, η συνδρομή της οποίας ελέγχεται και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 1458/2014, ΕΠολΔ 2015/100) και η έλλειψή της οδηγεί στην απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου (ΑΠ 1867/2023, ΑΠ 1012/2023, ΑΠ 532/2020, ΑΠ 118/2011, πρώτη δημοσίευση όλων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι η απώλεια της προθεσμίας επιφέρει έκπτωση από το δικαίωμα να επιχειρηθεί η διαδικαστική πράξη της άσκησης της έφεσης (άρθρο 151 ΚΠολΔ) και συνεπάγεται την τελεσιδικία της πρωτόδικης κρίσης (ΟλΑΠ 33/1990, ΑρχΝ 1990/643 = Δνη 1991/56 = Δ 1990/984 = Δ 1991/1048 = ΕΕΝ 1990/598 = ΝοΒ 1991/230), μετά την οποία παράγεται δεδικασμένο, το οποίο αποτελεί το θεμέλιο της ασφάλειας του δικαίου (ΤριμΕφΠειρ. 142/2024, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 1, αρ. 2, σελ. 13). Για τον ίδιο λόγο, δηλαδή προς αποτροπή παραγωγής αβεβαιότητας στις συναλλακτικές σχέσεις ως προς την δεσμευτικότητα των δικαστικών αποφάσεων, στη διάταξη του άρθρου 518 § 2 του ιδίου Κώδικα ορίζεται ότι, αν δεν μεσολαβήσει επίδοση της πρωτοβάθμιας απόφασης, η έφεση πρέπει να ασκηθεί εντός δύο [2] ετών από τη δημοσίευσή της. Η καταχρηστική αυτή προθεσμία, που τίθεται σε κίνηση ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ενέργεια ή πρωτοβουλία των διαδίκων, είναι ανελαστική, υπό την έννοια ότι δεν είναι δεκτική διαθέσεως εκ μέρους τους, αφού δεν αποσκοπεί στην προστασία μόνον του δικού τους συμφέροντος αλλά και του γενικότερου (του κοινωνικού συνόλου), το οποίο θάλπεται μόνον όταν υφίσταται νομοθετική πρόβλεψη που διασφαλίζει σταθερότητα ως προς την αφετηρία και τη λήξη της (ΑΠ 762/2022, ΝοΒ 2022/1307, ΑΠ 666/2005, Δνη 2005/1124). Έτσι, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 144 § 1 και 145 ΚΠολΔ, η διετής προθεσμία εκκινεί την επομένη της δημοσίευσης της εκκλητής απόφασης ημέρα και λήγει την αντίστοιχη ημέρα του δεύτερου έτους ή, αν αυτή είναι αργία ή εξαιρετέα, την αμέσως επόμενη εργάσιμη ημέρα (ΑΠ 240/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Λόγω του ανελαστικού της χαρακτήρα δεν αναστέλλεται κατά το άρθρο 147 § 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 336/1996, Δνη 1997/132 = ΕΕΝ 1997/577, ΑΠ 529/1980, ΝοΒ 1980/1948, ΤριμΕφΛαρ. 58/2017, Δικογραφία 2018/241, ΕφΠειρ. 515/1994, Δνη 1995/423) ούτε υπόκειται σε επαναφορά κατά το άρθρο 152 § 1 του ιδίου Κώδικα, αν απωλεσθεί (ΑΠ 972/2023, ΑΠ 1049/2019, ΑΠ 1030/2019, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1385/2021, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο, Π. Γιαννόπουλος, σε Κ. Οικονόμου [επιμ.] Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 518, αρ. 33, σελ. 140). Κατ’ εξαίρεση αναστέλλεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 74 § 1 του Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30.5.2020) και 83 § 1 του Ν. 4790/2021 (ΦΕΚ Α 48/31.3.2021), με τις οποίες ρυθμίστηκαν οι συνέπειες του έκτακτου μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας κατά τα χρονικά διαστήματα από 13.3.2020 έως 31.5.2020 και από 7.11.2020 έως 6.4.2021, που επιβλήθηκε για την προστασία της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού CΟVID-19 στο σύνολο της Επικράτειας, που ορίζουν, αντιστοίχως, ότι «Το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής … (13.3.2020 – 31.5.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων. Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Ειδικότερα οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του 237 και του άρθρου 238 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ, ένδικων μέσων και πρόσθετων λόγων δεν συμπληρώνονται, αν δεν παρέλθουν επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους» (άρθρο 74 § 1 του Ν. 4690/2020) και ότι «Το χρονικό διάστημα από τις 7.11.2020 έως και την ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας, δυνάμει της κοινής υπουργικής απόφασης του άρθρου 11 της από 11.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α΄ 55), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4682/2020 (Α΄ 76), δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων, καθώς και στις προθεσμίες παραγραφής των συναφών αξιώσεων. Μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος του πρώτου εδαφίου, οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Οι προθεσμίες που ανεστάλησαν κατά τα προηγούμενα εδάφια, δεν συμπληρώνονται, εάν δεν παρέλθουν επιπλέον δέκα (10) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους» (άρθρο 83 § 1 του Ν. 4790/2021), καθώς με το υπό τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής της αναστολής των προθεσμιών που εισήχθησαν με το πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 74 του Ν. 4690/2020 και την παρ. 1 του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021» άρθρο 49 του Ν. 4963/2022 (ΦΕΚ Α 149/30.7.2022), που περιέχει γνήσια ερμηνευτικές διατάξεις (ΜονΕφΠειρ. 545/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αναφερόμενες σε ζήτημα επί του οποίου είχε ανακύψει διχογνωμία στη νομολογία (ΟλΑΠ 22/1997, Δνη 1997/1514 = ΝοΒ 1998/49, ΟλΑΠ 10/1990, ΝοΒ 1990/1330, Μ. Σταθόπουλος, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ια, Γενικές Αρχές, άρθρο 2, αρ. 31, σελ. 116) και συγκεκριμένα σχετικά με το αν καταλαμβάνονται από το χρονικό διάστημα της αναστολής και οι καταχρηστικές προθεσμίες, όπως αυτές των άρθρων 564 § 3 για την αναίρεση και 518 § 2 ΚΠολΔ για την έφεση (βλ. ενδεικτικά την ΑΠ 460/2022, ΝοΒ 2022/1304, σύμφωνα με την οποία η καταχρηστική προθεσμία της αναίρεσης καταλαμβανόταν από το διάστημα της αναστολής και την ΑΠ 762/2022, ο.π., σύμφωνα με την οποία η καταχρηστική προθεσμία της αναίρεσης δεν είναι επιδεκτική αναστολής), ορίστηκε ότι, κατά την αληθή έννοια των ερμηνευόμενων διατάξεων, ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, που ανεστάλησαν κατά τα χρονικά διαστήματα από 13.3.2020 ως 31.5.2020 [σύμφωνα με το άρθρο 74 § 1 του Ν. 4690/2020] και από 7.11.2020 έως 6.4.2021 [όπως ορίστηκε στην ομοίως ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 4792/2021 (ΦΕΚ Α 54/9.4.2021], δηλαδή επί συνολικά επτά [7] μήνες και δεκαοκτώ [18] ημέρες (ΑΠ 1130/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 987/2022, Ε7 2022/1284, ΜονΕφΑθ. 5876/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και των οποίων παρατείνεται η λήξη, νοείται μεταξύ άλλων και η προθεσμία της § 2 του άρθρου 518 ΚΠολΔ (ΜονΕφΠειρ. 192/2023, ΜονΕφΠατρ. 201/2023, ΜονΕφΑθ. 1492/2022, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οι ρυθμίσεις αυτές αποσκοπούν στην προστασία ιδιωτικών αλλά και ευρύτερων δικαιωμάτων, που ενδέχεται να προσβληθούν από το έκτακτο μέτρο της αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων, όπως είναι το δικαίωμα εμπρόθεσμης άσκησης ενδίκων μέσων αλλά και η δημόσια υγεία, λόγω των δυσμενών συνεπειών του συνωστισμού στις γραμματείες και στα ακροατήρια των δικαστηρίων μετά την επαναλειτουργία τους (Κ. Καλαβρός/Σπ. Τσαντίνης/Π. Γιαννόπουλος, Ενημερωτικό Σημείωμα για τις ρυθμίσεις του άρθρου 74 Ν. 4690/2020 για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων, σελ. 6). Επομένως, οι ίδιες διατάξεις έχουν εξαιρετικό χαρακτήρα και το πεδίο εφαρμογής τους καταλαμβάνει αποκλειστικά τις περιοριστικά αναφερόμενες στις διατάξεις αυτές προθεσμίες και την περίοδο της αναστολής στην οποία η καθεμία από τις διατάξεις αυτές αναφέρεται. Ειδικότερα, η αναστολή των προθεσμιών ασκήσεως ενδίκων μέσων στοχεύει στην αποτροπή της απώλειας ιδιωτικού δικονομικού δικαιώματος και δεν διαφοροποιείται από την αναστολή του άρθρου 147 ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα να μην προσμετρώνται στη διαδρομή της προθεσμίας του άρθρου 518 § 2 ΚΠολΔ όσες ημέρες καταλαμβάνονται από την αναστολή και η διαδρομή της να συνεχίζεται (χωρίς να αφετηριάζεται εκ νέου) από την άρση της αναστολής, ενώ η παράταση της αναστολής αυτής για τριάντα [30] ημέρες κατά το άρθρο 74 του Ν. 4690/2020 και για δέκα [10] ημέρες κατά το άρθρο 83 του Ν. 4790/2021 από την άρση εκάστης αναστολής, αποβλέπει στη θεραπεία του δημόσιου συμφέροντος, με αποτέλεσμα να εφαρμόζεται κατ’ εξαίρεση (και μόνο) για τις δικονομικές προθεσμίες που θα έληγαν σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την άρση καθεμίας από τις ως άνω αναστολές, δηλαδή σε βραχύ χρονικό διάστημα μετά την 31η.5.2020 και την 6η.4.2021, καθόσον μόνον τότε ανέκυπτε ανάγκη μεταθέσεως του χρονικού σημείου της άρσης εκάστης αναστολής (ΤριμΕφΑθ. 302/2024, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Καλαβρός/Σπ. Τσαντίνης/Π. Γιαννόπουλος, ο.π., σελ. 7). Με κριτήριο δε την εξαιρετική φύση και την ειδικότητα των εν λόγω ρυθμίσεων η νομολογία δέχεται ότι σε περίπτωση κατά την οποία η καταχρηστική προθεσμία του άρθρου 518 § 2 ΚΠολΔ εκκίνησε πριν την έναρξη της πρώτης αναστολής λόγω COVID και δεν έληξε κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, δηλαδή το εκτός των δύο αναστολών (1.6.2020-7.11.2020), εφαρμοστέα τυγχάνει αποκλειστικά η διάταξη του άρθρου 83 § 1 του Ν. 4790/2021, με αποτέλεσμα, επί προθεσμίας άσκησης έφεσης που λήγει μετά τον τερματισμό της δεύτερης αναστολής (6.4.2021), για τη συμπλήρωσή της να υπολογίζεται μόνον η παράταση των δέκα [10] ημερών, που χορηγήθηκε με την παραπάνω διάταξη και να μην αθροίζεται και το τριακονθήμερο της παράτασης που χορηγήθηκε με το άρθρο 74 § 1 του Ν. 4690/2020 (ΜονΕφΘεσ. 2289/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφ.Πειρ. 470/2023, 466/2023 διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΜονΕφΑθ. 1113/2024, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά την ίδια νομολογία (βλ. τις αμέσως πιο πάνω αποφάσεις, πλην της ΜονΕφΠειρ. 470/2023) ως «προβλεπόμενη λήξη» της προθεσμίας άσκησης της έφεσης νοείται εκείνη που διαμορφώνεται μετά την αφαίρεση του χρονικού διαστήματος της αναστολής, με αποτέλεσμα, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 145 § 5 ΚΠολΔ, η σωζόμενη μετά από την αναστολή προθεσμία να αφετηριάζεται στις 6.4.2021 και στη λήξη του υπολοίπου της προθεσμίας του άρθρου 518 § 2 του ιδίου Κώδικα ΚΠολΔ να προστίθεται η χρονική διάρκεια της παράτασης της αναστολής (έτσι από τη θεωρία και ο Π. Γιαννόπουλος, Η ρύθμιση του άρθρου 83 Ν. 4790/2021 για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων – Ερμηνευτικά ζητήματα που αναφύονται από τη ρύθμιση του άρθρου 83 Ν. 4790/2021 όσον αφορά την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων, Εισήγηση σε ηλεκτρονική ημερίδα του ΔΣ Καβάλας (28.4.2021), διαθέσιμη στο Διαδίκτυο). Ορθότερο, όμως, είναι να γίνει δεκτό ότι όταν μετά την αφαίρεση του χρόνου της αναστολής του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021 απομένει μέχρι τη συμπλήρωση της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας για την άσκηση της έφεσης όχι βραχύ αλλά μακρό χρονικό διάστημα, η δεκαήμερη παράταση της αναστολής δεν πρέπει να συνυπολογιστεί, αφού τότε δεν θα συντρέχει ο δικαιολογητικός λόγος της θεσπίσεώς της, δεδομένου ότι η καταληκτική ημερομηνία για την κατάθεση της έφεσης κατά λογική αναγκαιότητα θα απέχει χρονικά από τη λήξη της αναστολής και δεν θα συντρέχει λόγος προστασίας της δημόσιας υγείας, με αποτέλεσμα η νομοθετικός σκοπός να διαστρέφεται και να αποβαίνει προς όφελος του αμελούς διαδίκου.

ΙΙ. Η κρινόμενη από 18.3.2022 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……/18.3.2022 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../18.3.2022) έφεση του ηττηθέντος πρωτοδίκως ενάγοντος κατά της υπ’ αριθμ. 2825/2019 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, συνοδευόμενη από το νόμιμο παράβολο (βλ. το με αριθμό ……….. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 18.3.2022 έγγραφη απόδειξη είσπραξης που εκδόθηκε από την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «…….»), αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 περ. α΄ ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομοτύπως μεν (άρθρα 495 § 1, 511, 513 § 1 εδαφ. α΄, 516 § 1 και 517 ΚΠολΔ) με κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αλλά και εμπροθέσμως και τούτο για τους ακόλουθους λόγους. Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης. Επομένως, από την επομένη της δημοσιεύσεώς της (12.8.2019) άρχισε να διαδράμει η διετής καταχρηστική προθεσμία του άρθρου 518 § 2 ΚΠολΔ, της οποίας η συμπλήρωση επέκειτο κανονικά στις 13.8.2021, αφού δεν θα αναστελλόταν κατά το μήνα Αύγουστο. Μέχρι την έναρξη της πρώτης αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της Χώρας λόγω COVID, στις 13.3.2020, είχε διαδράμει χρονικό διάστημα επτά [7] μηνών. Το χρονικό διάστημα της αναστολής εκείνης (2 μήνες και 18 ημέρες) δεν υπολογίζεται στην προθεσμία άσκησης της έφεσης, η οποία εκκίνησε εκ νέου την 1η.6.2020, όταν και απέμενε ακόμα για τη συμπλήρωσή της χρόνος δεκαεπτά [17] μηνών. Όμως, πριν το χρονικό σημείο στο οποίο θα συμπληρωνόταν πλέον κανονικά (1.10.2021), καταλήφθηκε και από τη δεύτερη αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων για τον ίδιο λόγο, η οποία διήρκεσε μέχρι τις 6.4.2021. Μέχρι τις 7.11.2020 (χρονικό σημείο έναρξης της δεύτερης αναστολής) είχε διατρέξει προθεσμία επιπλέον πέντε [5] μηνών και έξι [6] ημερών, με αποτέλεσμα να απομένει πριν τη συμπλήρωσή της χρόνος ένδεκα [11] μηνών και είκοσι τεσσάρων [24] ημερών, χωρίς για τους λόγους που προαναφέρθηκαν να συνυπολογίζεται η δεκαήμερη παράταση της αναστολής του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021, η δε λήξη της μετατέθηκε για ισόχρονο διάστημα μετά τη λήξη και της δεύτερης αναστολής (6.4.2021), δηλαδή για τις 30.3.2022. Τούτο σημαίνει ότι η ένδικη έφεση, το δικόγραφο της οποίας κατατέθηκε στις 18.3.2022, ασκήθηκε πριν τη συμπλήρωση της καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 518 § 2 ΚΠολΔ και, επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522 και 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την αυτή ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλούμενη απόφαση.

ΙΙΙ. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε η από 25.6.2016 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …../7.11.2016) αγωγή του εκκαλούντος, πλοιοκτήτη του υπό ελληνική σημαία πλαστικού μηχανοκίνητου ερασιτεχνικού αλιευτικού σκάφους ((Ε/Ρ – Α/Κ) σκάφους Α, λεμβολογημένου στα Χανιά της Κρήτης, για το οποίο είχε εκδοθεί και άδεια ερασιτεχνικής αλιείας, στην οποία έγινε αναφορά, πρώτον, σε ασφαλιστική σύμβαση, διεπόμενη από το αγγλικό δίκαιο, δυνάμει της οποίας η εναγόμενη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία ανέλαβε την κάλυψη των ζημιών του συγκεκριμένου σκάφους για το χρονικό διάστημα ενός [1] έτους από τις 7.7.2012, δεύτερον, στην επέλευση του ασφαλισμένου κινδύνου στις 21.9.2012, όταν κατά τη διάρκεια αλιευτικής δραστηριότητας το σκάφος προσέκρουσε σε αντικείμενο που επέπλεε στη θάλασσα, με αποτέλεσμα τελικώς να βυθιστεί, τρίτον, στην άρνηση της εναγομένης να καταβάλει την ανερχόμενη στο χρηματικό ποσόν των είκοσι οκτώ χιλιάδων ευρώ (28.000 €) ασφαλιστική αποζημίωση και, τέταρτον, στον εμπαιγμό του ενάγοντος από αυτήν, που με διάφορα προσχήματα αδράνησε και δεν εκπλήρωσε τις συμβατικές της υποχρεώσεις, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του και, με βάση αυτό το πραγματικό, ζητήθηκε, κυρίως μεν, η νομιμότοκη καταβολή της πιο πάνω ασφαλιστικής αποζημίωσης και, επικουρικώς, η επιδίκαση σ’ αυτόν προς αποκατάσταση της θετικής και της αποθετικής του ζημίας, του συνολικού ποσού των δέκα χιλιάδων εξακοσίων πενήντα έξι ευρώ (10.656 €), που αντιστοιχούσε, αφενός, στην κατά το χρόνο επέλευσης του ασφαλισμένου κινδύνου αξία του βυθισθέντος σκάφους, το οποίο είχε αγοραστεί μεταχειρισμένο στις 14.4.2011 αντί τιμήματος οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα ευρώ (8.480 €) και με συνυπολογισμό της απομείωσης της αγοραίας τιμής του λόγω της παλαιότητάς του είχε κατά την απώλειά του συνολική αξία κτήσης (κύτους και μηχανής) ύψους οκτώ χιλιάδων πενήντα έξι ευρώ (8.056 €) και, αφετέρου, στα εισοδήματα που απωλέσθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 21.6.2012 έως 21.7.2013, συνολικού ύψους δύο χιλιάδων εξακοσίων ευρώ (13 μήνες Χ 200 € μηνιαίως = 2.600 €), τα οποία ο ενάγων θα αποκόμιζε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από τη χρήση του σκάφους και την αλίευση διαφόρων αλιευμάτων, ενώ, προσθέτως, ζητήθηκε και η αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που ο ενάγων υπέστη από παράνομη και αντισυμβατική συμπεριφορά της αντιδίκου του κατά τα ειδικότερα εκτεθέντα στο αγωγικό δικόγραφο, προς ικανοποίηση της οποίας απαίτησε το χρηματικό ποσόν των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000 €). Η δια της εκκαλουμένης απόρριψη πρωτοδίκως της αγωγής επήλθε ως προς μεν το κεφάλαιο της αποθετικής ζημίας του ενάγοντος λόγω απαραδέκτου (αοριστίας ως προς την αναφορά των περιστάσεων που θα καθιστούσαν πιθανό το φερόμενο ως διαφυγόν κέρδος του) και ως προς το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής του βλάβης ως νομικά αβάσιμη, ελλείψει επικλήσεως συμπεριφοράς της εναγομένης που θα ήταν καθ’ εαυτή παράνομη ακόμα και χωρίς την προϋπάρχοντα συμβατικό δεσμό των διαδίκων. Κατά τα κεφάλαιά της αυτά η εκκαλουμένη δεν πλήττεται, με αποτέλεσμα η επ’ αυτών πρωτοβάθμια κρίση να έχει τελεσιδικήσει (ΑΠ 1543/2012, ΑΠ 1489/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 802/2005, Δνη 2005/1695 = ΕΕΔ 2006/349, ΑΠ 481/1993, Δνη 1994/1562, Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 397). Αντιθέτως με την έφεση προσβάλλεται το κεφάλαιο της εκκαλουμένης με το οποίο απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν το περί αποκαταστάσεως της θετικής ζημίας του αίτημα του ενάγοντος κατά την κύρια και την επικουρική θεμελίωσή του. Η απορριπτική αυτή κρίση αιτιολογήθηκε επαλλήλως, δεδομένου ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εφαρμόζοντας το αγγλικό ναυτασφαλιστικό δίκαιο (ΜΙΑ 1906), δέχθηκε, συγκεκριμένα, αφενός, ότι δεν αποδείχθηκε ούτε ότι αιτία της βύθισης του Ε/Ρ – Α/Κ σκάφους Α ήταν η πρόσκρουσή του σε αντικείμενο που επέπλεε στη θάλασσα ούτε ότι η επαφή του με τέτοιο αντικείμενο ενέπιπτε στον ασφαλισμένο κίνδυνο, όπως αυτός περιοριστικά και ειδικά είχε συμβατικά προσδιοριστεί ως «πρόσκρουση με τον εξοπλισμό ή τις εγκαταστάσεις του λιμανιού ή της αποβάθρας, με οποιαδήποτε χερσαία μεταφορικά μέσα, αεροσκάφη ή παρόμοια αντικείμενα ή αντικείμενα που πέφτουν από αυτά» και, αφετέρου, ότι ο ενάγων είχε παρασιωπήσει την αγορά του ασφαλισμένου σκάφους έναντι τιμήματος χαμηλότερου από την ασφαλιστική του αξία, γεγονός που επηρέασε την απόφαση της ασφαλίστριας όσον αφορά τόσον την κάλυψη του ασφαλιστικού κινδύνου όσον και το ύψος του ασφαλίσματος και του ασφαλίστρου και για το λόγο αυτό κατέστησε, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 17, 18 και 20 ΜΙΑ 1906, νόμιμη την υπαναχώρηση της εναγομένης από την ασφαλιστική σύμβαση «ένεκα της συνομολογούμενης υπερασφάλισης», κατά παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμης της σχετικής ένστασης που είχε προβάλει η ασφαλίστρια. Όμως, με το μοναδικό λόγο της ένδικης έφεσής του ο εκκαλών πλήττει την εκκαλούμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων κατά την (κατ’ αποδοχή ενστάσεως) παραδοχή της περί νόμιμης υπαναχώρησης της εναγόμενης από την ασφαλιστική σύμβαση, χωρίς να της προσάπτει καμία μομφή όσον αφορά την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής (κατά το επίμαχο κεφάλαιό της) ως αναπόδεικτης. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής και εντεύθεν απαράδεκτος, δεδομένου ότι και αληθής υποτιθέμενος δεν βελτιώνει τη θέση του εκκαλούντος ούτε ανατρέπει το απορριπτικό διατακτικό της εκκαλουμένης, αφού η κύρια παραδοχή της, περί της ουσιαστικής αβασιμότητας της αγωγής, επαρκώς το επιστηρίζει αυτοτελώς. Πράγματι, όπως παγίως γίνεται δεκτό, στην περίπτωση κατά την οποία η προσβαλλόμενη με έφεση απόφαση έχει επάλληλες αιτιολογίες (κύριες και επικουρικές), από τις οποίες καθεμία στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της, αν έστω και μία από αυτές δεν πλήττεται ή πλήττεται ανεπιτυχώς με λόγο έφεσης, όπως συμβαίνει όταν οι κατ’ αυτής αιτιάσεις του εκκαλούντος απορρίπτονται, οι λόγοι έφεσης που πλήττουν τις υπόλοιπες είναι αλυσιτελείς (ΟλΑΠ 25/2003, ΕΕΔ 2003/1216 = ΝοΒ 2004/1182, ΟλΑΠ 25/1994, Δνη 1995/581 = ΕΕΝ 1995/400, ΑΠ 721/2022, ΑΠ 861/2022, ΑΠ 1270/2021, ΑΠ 450/2020, ΑΠ 28/2020, ΑΠ 667/2020, ΑΠ 894/2020, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. και Δ. Κονδύλη, Το Δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 20, σελ. 386).

ΙV. Κατόπιν τούτου και επειδή δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως νομικά αβάσιμη και τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβάλει σχετικό αίτημα, να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος που ηττάται (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η  εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 § 4 εδαφ. δ ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 2825/2019 αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Απορρίπτει αυτήν ως αβάσιμη.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει σε οκτακόσια πενήντα ευρώ (850 €).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Ιουλίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ