Αριθμός 353/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
Α. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών (Α.Φ.Μ. …..), ο οποίος κατοικεί στην Αθήνα (οδός ………….), το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξουσία Ν.Σ.Κ. Βασιλική Τζίφα (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……… 2) ……….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους Δικηγόρο Γεώργιο Κιαουλιά (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), 3) Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.), νομίμως εκπροσωπούμενου υπό του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (οδός ……..) (ΑΦΜ ……….), το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον δικαστικό πληρεξούσιο Ν.Σ.Κ. Ηλία Βασιλειάδη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) και 4) ……………, με την ιδιότητά του ως προσεπικαλούμενου στην ανοιγείσα δίκη, ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Β. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.), νομίμως εκπροσωπούμενου υπό του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (οδός …………..) (ΑΦΜ …….), το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον δικαστικό πληρεξούσιο Ν.Σ.Κ. Ηλία Βασιλειάδη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……….. 2) ………… οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους Δικηγόρο Γεώργιο Κιαουλιά (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), 3) Ελληνικού Δημοσίου που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών (Α.Φ.Μ. …..), ο οποίος κατοικεί στην Αθήνα (οδός …..), το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξουσία Ν.Σ.Κ. Βασιλική Τζίφα (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) και 4) …….. και κατοικεί στον …………. με την ιδιότητά του ως προσεπικαλούμενου στην ανοιγείσα δίκη, ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ενωπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατέθεσαν α) η ……. την από 7.9.2010 (αριθμ εκθ καταθ ……./2010) αίτησή της, β) το Ελληνικό Δημόσιο την από 23.1.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2020) κύρια παρέμβαση, γ) το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.) την από 23.1.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/2020) κύρια παρέμβαση, δ) οι ……. και ……. την από 11.1.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/2022) αίτηση, ε) το Ελληνικό Δημοσιο την από 10.12.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2022) κύρια παρέμβαση και στ) το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.) την από 10.2.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2022) κύρια παρέμβαση. Επί των ως άνω αιτήσεων και κυρίων παρεμβάσεων εκδόθηκε η υπ΄αριθ 1565/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) το Ελληνικό Δημόσιο με την από 27.6.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ……./2022-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ……/2022) έφεσή του, και β) το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» (Π.Ε.Τ.) την από 27.6.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ……/2022-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ……../2022) έφεσή του, των οποίων δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 1η.6.2023, μετά δε από αναβολή, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι δικαστικοι πληρεξούσιοι ΝΣΚ του Ελληνικού Δημοσίου και της ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον» καθώς και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών παρασταθέντων διαδίκων, οι οποίοι -άπαντες- παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εκκρεμούν: α) η από 27-6-2022 (αριθ. κατ. ……../ 27-6-2022) έφεση του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Παλαιό Εκκλησιαστικό Ταμείο», και β) η από 27-6-2022 (αριθ. κατ. …../27-6-2022) έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπ’ αριθ. 1565/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε με την παρουσία των διαδίκων κατά την εκουσία δικαιοδοσία, οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν, καθώς πλήττουν την ίδια απόφαση, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και, από τη συνεκδίκαση αυτών διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρο 246 Κ.Πολ.Δ.). Οι κρινόμενες εφέσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ, καθόσον η επίδοση της εκκαλουμένης έγινε στις 27-5-2022 (βλ. σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς, ……. στο προσκομιζόμενο επιδοθέν αντίγραφο αυτής), ενώ για το παραδεκτό της άσκησης τους δεν απαιτείται εν προκειμένω η καταβολή του παραβόλου, που προβλέπεται από το άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι αμφότερα τα εκκαλούντα απαλλάσσονται, κατά το άρθρο 19 § 1 του Κωδ. Δ/τος της 26-6/10.7.1944 σε συνδυασμό με άρθρο 36 ΠΔ 28/1931 (ΦΕΚ α’ 239/1931) της προκαταβολής των τελών της δίκης, μεταξύ των οποίων και το εν λόγω παράβολο (βλ. Μιχάλης και Άντα Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Α΄, έκδοση 2018, άρθρο 495, αρ. 19). Περαιτέρω, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ο τέταρτος καθού οι εφέσεις, ………., που στον πρώτο βαθμό είχε προσεπικαλεσθεί από τους αιτούντες να μετάσχει στη δίκη, όπως προκύπτει δε από τις με αριθμό ……/2-8-2022 και ……./2-8-2022 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, ………., αυτός κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα να παραστεί στην συζήτηση των εφέσεων κατά την ανωτέρω δικάσιμο. Συνεπώς, πρέπει να δικασθεί ερήμην. Ωστόσο, η διαδικασία θα προχωρήσει σα να ήταν παρών (524 παρ.4 εδ.α ΚΠολΔ).
ΙΙ. Οι αιτούντες και ήδη πρώτη και δεύτερος των εφεσίβλητων σε αμφότερες τις εφέσεις με την με αρ.έκθ. κατ. ………./2010 αίτηση τους εξέθεταν, ότι κατέστησαν συγκύριοι κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα εξ αδιαιρέτου ποσοστά, ως εξ αδιάθετου κληρονόμοι των γονέων τους, σε ένα οικόπεδο στο Κερατσίνι, καθώς και στις οριζόντιες ιδιοκτησίες της αναγερθείσας εντός αυτού οικοδομής. Ότι κατά την κτηματογράφηση της περιοχής τα ως άνω ακίνητα έλαβαν τα αναφερόμενα ΚΑΕΚ, και ότι στις αρχικές εγγραφές εμφιλοχώρησαν εκ παραδρομής τα ειδικότερα αναφερόμενα ουσιώδη σφάλματα και ελλείψεις αναφορικά με το δικαίωμα συγκυριότητας τους σε αυτά (καθόσον καταχωρήθηκαν μερικώς ως αγνώστου ιδιοκτήτη) καθώς και ως προς τα στοιχεία συγκεκριμένων εκ των οριζοντίων ιδιοκτησιών. Ζητούσαν δε να διορθωθούν τα ως άνω σφάλματα και να καταχωρηθούν τα ορθά στοιχεία των ακινήτων στα κτηματολογικά τους φύλλα. Περαιτέρω, αυτοί προσεπικάλεσαν στη δίκη με την με αριθ. έκθ. κατάθ. …../2010 προσεπίκληση τον αδερφό τους, καταχωρημένο συγκύριο σε ορισμένα εκ των επίδικων ακίνητα, ………., ενώ το Ελληνικό Δημόσιο και το ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Παλαιό Εκκλησιαστικό Ταμείο» άσκησαν τις με αριθμό κατάθεσης …/2013 και …./ 2013 κύριες παρεμβάσεις, με τις οποίες, επικαλούμενα αμφότερα ίδιο δικαίωμα κυριότητας στο επίδικο γεωτεμάχιο, ζητούσαν την απόρριψη της αίτησης προκειμένου τα ακίνητα να καταχωρηθούν αντιστοίχως ως δικής τους κυριότητας. Η ως άνω αίτηση, προσεπίκληση και κύριες παρεμβάσεις συνεκδικάστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο με την με αριθμό 835/2018 απόφαση του :Α) απέρριψε ως αόριστη την αίτηση του δεύτερου αιτούντος, το αίτημα αυτής ως προς τη διόρθωση των ποσοστών συγκυριότητας της πρώτης αιτούσας, ως εξ αδιαθέτου συγκληρονόμου του πατέρα της, καθώς και το αίτημα για διόρθωση των ποσοστών συγκυριότητας επι του οικοπέδου του δικαιώματος του υψούν, Β) απέρριψε ως απαράδεκτες τις κύριες παρεμβάσεις λόγω μη καταχώρισης τους στα κτηματολογικά βιβλία, ενώ Γ) κατά τα λοιπά διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να προσκομισθούν πρόσφατα κτηματολογικά φύλλα των επίδικων οριζόντιων ιδιοκτησιών. Ακολούθως, με τις από 5-3-2020 και 23-8-2021 κλήσεις επαναφέρθηκαν προς συζήτηση η ως άνω αίτηση και προσεπίκληση σε άσκηση πρόσθετης παρέμβασης, το δε Ελληνικό Δημόσιο και το ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Παλαιό Εκκλησιαστικό Ταμείο» άσκησαν τις με αριθμό κατάθεσης …./2020 και …/2020 κύριες παρεμβάσεις τους. Περαιτέρω, οι ίδιοι ως άνω αιτούντες άσκησαν την από 11-1-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2022 αίτηση, επικαλούμενοι ότι έχουν καταστεί συγκύριοι κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα εξ αδιαιρέτου ποσοστά επί των οριζόντιων ιδιοκτησιών, με παράγωγο τρόπο, δυνάμει των υπ’ αριθμ. …/2020 και ../2020 πράξεων αποδοχής κληρονομίας αντίστοιχα, που έχουν νόμιμα καταχωρισθεί στα κτηματολογικά βιβλία του οικείου κτηματολογικού γραφείου κατ’ άρθ. 7° του ν. 2664/1998, που αφορούν σε κληρονομιά του πατρός τους, ………., και του αδελφού τους, ………., που απεβίωσαν στις 20-2-1991 και 20-11-2005 αντίστοιχα, και ότι έχουν εμφιλοχωρήσει σφάλματα και παραλείψεις στα κτηματολογικά φύλλα αυτών κατά την πρώτη εγγραφή, ζητούσαν να διορθωθούν αυτά και να καταχωρηθούν ορθώς τα εξ αδιαιρέτου ποσοστά συγκυριότητας τους στα ακίνητα αντί της μερικώς εσφαλμένης εγγραφής τους ως αγνώστου ιδιοκτήτη, το δε Ελληνικό Δημόσιο και το ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον», άσκησαν αντιστοίχως τις με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2022 και ………/2022 κύριες παρεμβάσεις τους, και ζητούσαν την απόρριψη της αίτησης και να καταχωρηθούν τα ίδια αντιστοίχως ως κύριοι των ακινήτων, επικαλούμενα δικό τους δικαίωμα κυριότητας σε αυτά. Οι ως άνω αιτήσεις, προσεπίκληση και κύριες παρεμβάσεις συνεκδικάστηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του, με την οποία απορρίφθηκαν οι κύριες παρεμβάσεις ως ουσιαστικά αβάσιμες, έγιναν δεκτές, εν μέρει η πρώτη αίτηση και καθ’ ολοκληρίαν η δεύτερη αίτηση, ως ουσιαστικά βάσιμες, και διατάχθηκε η αιτούμενη διόρθωση των πρώτων εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία. Κατά της απόφασης αυτής μετά της οποίας θεωρείται ότι συνεκκαλείται και η προαναφερθείσα μη οριστική απόφαση, κατά το μέρος, που δεν ανακλήθηκε (έστω και αν η έφεση δεν απευθύνεται κατ’ αυτής (άρθρο 513 § 2 ΚΠολΔ) παραπονούνται οι εκκαλούντες-κυρίως παρεμβαίνοντες, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν να εξαφανισθεί αυτή προκειμένου να γίνουν δεκτές οι κύριες παρεμβάσεις τους και να απορριφθούν οι αιτήσεις.
Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ……….., και της ανωμοτί εξέτασης της πρώτης αιτούσας, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την υπ’αρίθμ. 835/2018 συνεκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, καθώς και αυτής του μάρτυρος των αιτούντων, ………, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη υπ’αριθμ. 1565/2022 οριστική απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και από τα έγγραφα που νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Το επίδικο ακίνητο είναι ένα οικόπεδο, έκτασης 163 τ.μ, (κατά τα κτηματολογικά στοιχεία) ευρισκόμενο στο δήμο Κερατσινίου, στη διασταύρωση των οδών ….. και ……. (πρώην ……), όπου έχει ανεγερθεί πολυόροφορη οικοδομή, που υπήχθη σε καθεστώς οροφοκτησίας. Αυτό ευρίσκεται εντός του καταγεγραμμένου με ΑΒΚ …. δημόσιου κτήματος, εμβαδού 912.790,50 τ.μ., κειμένου στη θέση «…» του Δήμου Κερατσινίου (όπως αποτυπώνεται με στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Ν-Ξ-Ο-Π-Ρ-Σ-Τα-Υ-φ.χ.ψ.Ω-Α’-Β’-Γ’-Δ’-Ε’-Ζ’-Η’-Θ’-Γ– Κ’-Λ’-Μ’-Ν’-Ξ’-Ο’-Π’-Ρ’-Σ’-Α στο από 30-12-1971 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού του Υπουργείου Οικονομικών ………, που καταγράφηκε ως τέτοιο την 1-8-1981 με βάση την υπ’ αρ. Δ …./13-3-1979 διαταγή του Υπουργού Οικονομικών και κατόπιν της υπ’ αρ. ………/23.6.1972 γνωμοδότησης του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων), το οποίο με τη σειρά του φέρεται ως τμήμα του Εθνικού Λιβαδιού με τη γενική ονομασία «……..», έκτασης 10.000 στρεμμάτων (καταγραμμένη ως δημόσια γαία το έτος 1890 με αύξοντα αριθμό 113 στον γενικό πίνακα εθνικών και εκκλησιαστικών κτημάτων), όπου έχουν επίσης καταγραφεί και τα δημόσια κτήματα με ΒΚ 83, έκτασης 1.396 στρεμμάτων και ΒΚ ……… έκτασης 959 στρεμμάτων, που περιελάμβανε τις επιμέρους τοποθεσίες «… ή … ή (…)», «……..», «……..» και «…. ή ….. και συνόρευε ανατολικά με … …, δυτικά με γαίες της Ιεράς Μονής ….., βόρεια με ……., και νότια με γαίες διαλυθείσας Ιερά Μονή …….. παραχωρηθείσες στον …….., τα περιμετρικά όρια της οποίας, ωστόσο, δεν δύνανται να προσδιορισθούν επακριβώς λόγω έλλειψης τεχνικών στοιχείων. Η εν λόγω ευρύτερη έκταση των 912.790,50 στρεμμάτων περιήλθε με έκτακτη χρησικτησία στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο μετά το τέλος των αγώνων υπέρ της ανεξαρτησίας του Ελληνικού Έθνους άρχισε να τη νέμεται και να την κατέχει με διάνοια κυρίου και καλή πίστη συνεχώς και αδιαλείπτως έως το έτος 1915, αλλά και μεταγενέστερα, ενεργώντας με τα νόμιμα όργανα του όλες τις πράξεις νομής, που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό της. Ειδικότερα, προέβαινε σε χαρτογραφήσεις [βλ. διαγράμματα γεωμέτρη … (1858, 1889), … (1893, 1898), ….. (1901), ……… (1939), … (1971), εκμισθώσεις χορτονομής και παραχωρήσεις αυτής προς τρίτους (βλ. τα σχετικώς προσκομιζόμενα έγγραφα απο το Ελληνικό Δημόσιο, όπου η ευρύτερη έκταση χαρακτηρίζεται ως «εθνική έκταση», «εθνικό λειβάδιο» ή «κτήμα Δημοσίου», και ενδεικτικά το από 29-9-1894 έγγραφο του Οικονομικού Εφόρου Πειραιά, όπου γίνεται ρητή αναφορά και στη θέση ……)], και την φύλασσε συνεχώς διά των αρμοδίων οργάνων του, αποτρέποντας κάθε αυθαίρετη και χωρίς δικαίωμα πράξη, που επιχειρούσαν τρίτοι επ’ αυτής. Ακόμη, η Κτηματική Εταιρία του Δημοσίου με το από 13.6.1984 παραχωρητήριο προέβη σε κατά χρήση παραχώρηση ολόκληρου του ΒΚ …. στους δήμους Νίκαιας και Κερατσινίου (κατά τα αντίστοιχα τμήματα χωρικής αρμοδιότητας εκάστου Δήμου) για δημιουργία παιδικών χαρών, πρασίνου και άλλων κοινόχρηστων χώρων. Ωστόσο, η κυριότητά του Ελληνικού Δημοσίου επι του επιδίκου γεωτεμαχίου και συνακόλουθα των υφιστάμενων σε αυτό οριζόντιων ιδιοκτησιών έχει καταλυθεί σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 στοιχ. α β’ Ν. 3127/2003, οι προϋποθέσεις της οποίας αποδείχθηκε εν προκειμένω, ότι συντρέχουν στο πρόσωπο των αιτούντων. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι το εν λόγω ακίνητο, που εντάχθηκε στο σχέδιο πόλεως του Δήμου Κερατσινίου με το από 10.3.1952 Βασιλικό Διάταγμα Ρυμοτομίας (ΦΕΚ 65Α) (βλ. ………/ 29-5-2017 βεβαίωση του Τμήματος Πολεοδομικών Εφαρμογών του Δήμου Κερατσινίου-Δραπετσώνας), και δεν αποτελεί χώρο πρασίνου περιήλθε στη μητέρα των αιτούντων, ………. από κληρονομία των θετών γονέων της, ……….. και ……….., που απεβίωσαν στις 16-3-1961 και 2-11-1965 αντίστοιχα, την οποία αυτή αποδέχθηκε με τη με αριθμό ………/1969, νόμιμα μεταγραμμένη, πράξη αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Αθηνών, …….., ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος τους. Στους δε τελευταίους αυτό είχε περιέλθει με αγορά από τους κληρονόμους ……….., δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος με αριθμό ……../11-2-1932 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς, ………. Ακολούθως η ως άνω ……… προέβη σε κατεδάφιση της εντός αυτού παλαιάς οικίας και σε ανέγερση πολυόροφης οικοδομής, με νόμιμη οικοδομική άδεια, στην οποία με την με: αριθμό ……/18-7-1970 νόμιμα μεταγραμμένη πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών, …………. συνεστήθησαν οι ακόλουθες οριζόντιες ιδιοκτησίες: 1) η υπό στοιχεία Ι-1 κατοικία του ισογείου με επιφάνεια 60τμ και ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 110/1000, 2) η υπό στοιχεία Ι-2 κατοικία του ισογείου με επιφάνεια 70,90 τμ και ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 130/1000, 3) υπό στοιχεία Ι-3 αποθήκη του ισογείου με επιφάνεια 10τμ και ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 15/1000, 4) η υπό στοιχεία Α-1 κατοικία του πρώτου ορόφου με επιφάνεια 60τμ και ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 100/1000, 5) η υπό στοιχεία Α-2 κατοικία του ισογείου με επιφάνεια 83τμ και ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 140/1000, 6) η υπό στοιχεία Β-1 κατοικία του δεύτερου ορόφου με επιφάνεια 60τμ και ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 100/1000, 7) η με στοιχεία Β-2 κατοικία του δεύτερου ορόφου με επιφάνεια 83τμ και ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 140/1000, 8) η υπό στοιχεία Γ-1 κατοικία του τρίτου ορόφου με επιφάνεια 60 τμ και ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 100/1000, 9) η υπό στοιχεία Γ-2 κατοικία του τρίτου ορόφου με επιφάνεια 83τμ και ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 140/1000 και 10) το δώμα-δικαίωμα υψούν με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 25/1000. Περαιτέρω, με την ίδια συμβολαιογραφική πράξη μεταβιβάστηκε η κυριότητα του με στοιχεία Ι-1 διαμερίσματος στους ……… και …………. Η …….. απεβίωσε στις 23-5-1985 και κατέλειπε μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους της το σύζυγό της, ………., κατά εξ αδιαιρέτου ποσοστό 4/16, και τα τέσσερα τέκνα της, ήτοι τους δύο αιτούντες, τον ……. και τον ……. κατά εξ αδιαιρέτου ποσοστό 3/16 έκαστο. Την κληρονομιά αυτή αποδέχθηκε η πρώτη αιτούσα (……..) και ο ……….. δυνάμει της νόμιμα μεταγραμμένης με αρ. …../21-11-1989 πράξης αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Πειραιά, …….. ., ενώ με το με αρ. ……./21-11-1989 συμβόλαιο γονικής παροχής του ως ιδίου άνω συμβολαιογράφου, ομοίως νομίμως μεταγραφέντος, ο πατέρας των αιτούντων, ….., δώρισε και μεταβίβασε στην πρώτη αιτούσα, κόρη του, το εξ αδιαιρέτου ποσοστό του (4/16) επι των προαναφερομένων Α-1 και Α-2 οριζόντιων ιδιοκτησιών. Ο τελευταίος απεβίωσε στις 20-2-1991 χωρίς να αφήσει διαθήκη, και κληρονομήθηκε κατ’ ισομοιρία από τα προαναφερόμενα τέσσερα τέκνα του. Ακολούθως, ο …. και ο …….. αποδέχθηκαν τις κληρονομιές της μητέρας και του μετέπειτα θανόντος πατέρα τους με τη με αριθμό ………./1993 νόμιμα μεταγραμμένη πράξη αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Πειραιά …….., ενώ με το με αριθμό ……./1993, ομοίως νομίμως μεταγραφέν, συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιώς, ……., ο …….. αγόρασε από τον ως άνω αδερφό του, …….., το ποσοστό συγκυριότητας αυτού στις οριζόντιες ιδιοκτησίες με στοιχεία Ι-2, Ι-3, Α-1, Α-2 (4/16 επί των Ι-2 και Ι-3 ιδιοκτησιών και 3/16 επί των Α-1 και Α-2). Στις 20-11-2005 απεβίωσε, χωρίς να αφήσει διαθήκη, ο ……….., ο οποίος κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τη σύζυγο του …….. σε ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου και από τα αδέλφια του, δηλαδή τους δύο αιτούντες και τον ……., κατά το λοιπό ½ κατ’ ισομοιρία. Η πρώτη αιτούσα αποδέχθηκε την επαχθείσα σε αυτήν κληρονομία του πατέρα και του αδερφού της, ………., με τη με αριθμό ……./22-12-2020 νόμιμα εγγεγραμμένη κατ’άρθρο 7Α ν. ……./1998 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Πειραιά, …….., ήτοι εξ αδιαιρέτου ποσοστό 1/16 επί όλων των ως άνω οριζόντιων ιδιοκτησιών (Ι-2, 1-3, Β-1, Β-2, Γ-1, Γ-2 και δικαιώματος υψούν, πλην της I-1, που είχε πωληθεί σε τρίτα πρόσωπα από τη μητέρα των αιτούντων, και των Α-1 και Α-2 ιδιοκτησιών, που ο πατέρας της είχε ήδη μεταβιβάσει το ποσοστό του στην ίδια με την προαναφερθείσα δωρεά) και 1/24 από τον αδερφό της (κληρονομική μερίδα αυτού 4/16 εξ αδιαιρέτου στην περιουσία της μητέρας και του πατέρα τους Χ 1/2 αυτής Χ 1/3) στις οριζόντιες ιδιοκτησίες Β-1, Β-2, Γ-1, Γ-2 και δικαίωμα υψούν. Ομοίως και ο δεύτερος αιτών, δυνάμει της νομίμως εγγεγραμμένης κατ’άρθρο 7Α ν. 2664/1998 με αριθμό ……./22-12-2020 πράξης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………., αποδέχθηκε τις επαχθείσες σε αυτόν ως άνω κληρονομιές των γονέων και του αδερφού του, ήτοι ποσοστού α) 3/16 εξ αδιαιρέτου στις Ι-2, 1-3, Α-1, Α-2, Β-1, Β-2, Γ-1, Γ-2 και δικαιώματος υψούν από την κληρονομία της μητρός του, β) 1/16 στις Ι-2, Ι-3, Β-1, Β-2, Γ-1, Γ-2 και δικαιώματος υψούν από την κληρονομία του πατρός του και γ) του 1/24 στις Β-1, Β-2, Γ-1, Γ2 και δικαιώματος υψούν από την κληρονομία του αδελφού του. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι οι αιτούντες και οι δικαιοπάροχοι τους από τότε που το απέκτησαν, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ασκούσαν σε αυτό συνεχώς με καλή πίστη όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του πράξεις νομής χωρίς ποτέ να ενοχληθούν από τρίτους και δη από αμφότερα τα κυρίως παρεμβαίνοντα, Ελληνικό Δημόσιο, και Παλαιό Εκκλησιαστικό Ταμείο. Ειδικότερα, η μητέρα τους, ………, όπως αναφέρθηκε, έκτισε σε αυτό οικοδομή, βάσει νόμιμης οικοδομικής αδείας (η αίτηση για έκδοση της οποίας ενισχύει την καλή της πίστη, διότι εάν γνώριζε ότι το ακίνητο ανήκε στο Δημόσιο δεν θα απευθύνονταν σε κρατικά όργανα αυτού για την ανοικοδόμησή του, αλλά θα το έπραττε αυθαιρέτως), όπου ενοικούσε με την οικογένεια της και την συντηρούσε, μετά δε το θάνατο αυτής και του συζύγου της, τη νομή επι των ως άνω ακινήτων συνέχισαν κατά τον ίδιο τρόπο τόσο οι αιτούντες, όσο και οι αδελφοί τους, με διάνοια συγκυρίων και πεποίθηση περί της καλόπιστης απόκτησης από τους απώτερους δικαιοπαρόχους τους, η δε πρώτη αιτούσα μερίμνησε και για την δήλωση τους στο κτηματολόγιο, ενώ το Ελληνικό Δημόσιο ουδέποτε προέβη στη σύνταξη πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής κατά τις διατάξεις περί προστασίας δημοσίων κτημάτων για να τους αποβάλει, ως παρανόμως και αυθαιρέτως διακατέχοντες δημόσια έκταση. Με βάση τα ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι οι αιτούντες και οι δικαιοπάροχοί τους νέμονταν το επίδικο ακίνητο, μετα την επ αυτού οικοδομή, που βρίσκεται εντός του σχεδίου πόλεως του Δήμου Κερατσινίου, με νόμιμο τίτλο και καλή πίστη, πιστεύοντας, χωρίς βαριά αμέλεια, ότι το είχαν αποκτήσει από αληθινούς κυρίους και ότι δεν προσβάλλουν το δικαίωμα κυριότητας ετέρου, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 10 ετών μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 3127/2003 και σε κάθε περίπτωση, άνω των 30 ετών, προσμετρουμένου του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων τους μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 3127/2003 (19.3.2003), χωρίς ουδέποτε να τους γνωστοποιηθεί δικαίωμα κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου επ’ αυτού. Οι ανωτέρω δε πράξεις νομής και κατ’ επέκταση η χρησικτησία επι του οικοπέδου των δικαιοπάροχων των αιτούντων, έχουν γίνει δεκτά τελεσιδίκως με την με αρ. 667/2022 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου επί της αντίστοιχης κατ’αντικείμενο αίτησης του αδελφού τους, ………., η οποία επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου απορρίπτοντας την έφεση του Ελληνικού Δημοσίου. Εξάλλου το τελευταίο υπέβαλε προς τον ΟΚΧΕ την με αρ. πρωτ. …/31.5.2000 δήλωση, με την οποία δήλωσε ως ιδιοκτησία του μεταξύ άλλων και το ΑΒΚ …, και ακολούθως την με πρωτ. …/18-2- 2003 ένσταση, όσον αφορά ειδικώς στο επίδικο γεωτεμάχιο, χωρίς όμως να προκύπτει ότι επ’ αυτής εκδόθηκε απόφαση, που γνωστοποιήθηκε στους αιτούντες, ενώ ομοίως ουδέν εκ των ανωτέρω κοινοποιήθηκε στους αιτούντες, ούτε άλλως πως κατέστη γνωστό σε αυτούς, πριν την έναρξη ισχύος του ν.3127/2003 (19.3.2003), ώστε να υφίσταται παρενόχληση σε βάρος τους από τον κατά νόμο αληθή νομέα του δημοσίου κτήματος, Ελληνικό Δημόσιο (ΑΠ 727/2022, 443/2021, 712/2020 ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια η πρώτη αιτούσα έγινε κυρία σε εξ αδιαιρέτου ποσοστό 4/16 ή 25% στις Ι-2 και Ι-3 ιδιοκτησίες, σε ποσοστό 7/16 ή 43,75% στις ιδιοκτησίες Α-1 και Α-2 και σε ποσοστό 14/48 ή 29,16% στις ιδιοκτησίες Β-1, Β-2, Γ-1, Γ-2 και επι του δικαιώματος του υψούν και ο δεύτερος αιτών έγινε συγκύριος σε ποσοστό 4/16 ή 25% στις Ι-2 και Ι-3 ιδιοκτησίες, σε ποσοστό 3/16 ή 18,75% στις ιδιοκτησίες Α-1 και Α-2 και σε ποσοστό 14/48 ή 29,16% στις ιδιοκτησίες Β-1, Β-2, Γ-1, Γ-2 και επι του δικαιώματος του υψούν. Μετά την κτηματογράφηση της περιοχής και στα πλαίσια της σχετικής διαδικασίας καταχώρισης των πρώτων εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά το ως άνω γεωτεμάχιο (οικόπεδο) έλαβε ΚΑΕΚ ………. και οι επίδικες επ’ αυτού συσταθείσες οριζόντιες ιδιοκτησίες καταχωρίσθηκαν ως ακολούθως :ι) η ιδιοκτησία Ι-2, με ποσοστό συγκυριότητας 136/1000 (αντί του ορθού 130/1000) με ΚΑΕΚ ………. και ιδιοκτήτες 50% άγνωστος, 50% ο …….., ιι) η ιδιοκτησία Ι-3, με ποσοστό συγκυριότητας 15/1000, με ΚΑΕΚ …….. και ιδιοκτήτες 50% άγνωστος, 50% ο ………., ιιι) η ιδιοκτησία Α-1, με ποσοστό συγκυριότητας 100/1000, με ΚΑΕΚ ……… και ιδιοκτήτες 37,5% άγνωστος, 25% η πρώτη αιτούσα και 37,5% ο ………., ιν) η ιδιοκτησία Α-2, με ποσοστό συγκυριότητας 140/1000, με ΚΑΕΚ …….. και ιδιοκτήτες 37,5% άγνωστος, 25% η πρώτη αιτούσα και 37,5% ο …….., ν) η ιδιοκτησία Β-1, με ποσοστό συγκυριότητας 100/1000, με ΚΑΕΚ ……… και ιδιοκτήτες 75% άγνωστος και 25% ο …….., νι) η ιδιοκτησία Β-2, με ποσοστό συγκυριότητας 140/1000, με ΚΑΕΚ ……… και ιδιοκτήτες 75% άγνωστος και 25% ο ……., νιι) η ιδιοκτησία Γ-1, με ποσοστό συγκυριότητας 100/1000, με ΚΑΕΚ ………. και ιδιοκτήτες 75% άγνωστος και 25% ο ………, νιιι) η ιδιοκτησία με αριθμό 01 του τρίτου ορόφου (αντί του ορθού Γ-2), με ποσοστό συγκυριότητας 140/1000, με ……… και ιδιοκτήτες 75% άγνωστος και 25% ο ……. και ιχ) η πλασματική ιδιοκτησία (δώμα), με ποσοστό συγκυριότητας 129/1000, με ΚΑΕΚ ……… και ιδιοκτήτη 100% άγνωστο, με συνέπεια να προσβάλλονται τα ως άνω δικαιώματα συγκυριότητας των αιτούντων επ’ αυτών. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη τη κύρια παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου, εκκαλούντος στην με αρ. κατ. ……./27-6-2022, δεχόμενο την προβληθείσα από τους αιτούντες-καθών κύριας παρέμβαση ένσταση εκ του άρθρου 4 παρ. 1 στοιχ. α β’ Ν. 3127/2003, δεν έσφαλε κατά την εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου, ούτε εκτίμησε πλημμελώς τις αποδείξεις, όπως αυτό αβασίμως διατείνεται με τους λόγους έφεσης του, και αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν μειωμένα (22 αρθρ. 1 ν. 3693/1957, σε συνδ. με άρθρ. 7, 9 νδ 2698/1993), σε βάρος του.
Περαιτέρω, αναφορικά με την επικαλούμενη από το έτερο κυρίως παρεμβαίνον, και ήδη εκκαλούν, Παλαιό Εκκλησιαστικό Ταμείο, κυριότητα του ιδίου επι του επιδίκου ακινήτου ως τμήμα της καταγραμμένης ως δημόσιο κτήμα με Α.Β.Κ ….. ευρύτερης περιοχής, που κατά τους ισχυρισμούς του περιήλθε σε αυτό με το β.δ. της 19.8./25.9.1833, ως ακίνητο της διαλυθείσας Μονής του ….., ο ισχυρισμός του αυτός ουδόλως αποδείχθηκε. Ειδικότερα, όπως αποδείχθηκε η Μονή του ……., η ίδρυση της οποίας, ως είναι γνωστό τοις πάσι, τοποθετείται χρονικά περί τον 16ο αιώνα, ευρισκόμενη στη βορειοανατολική πλευρά του λιμένος Πειραιά, διαλύθηκε μετά την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους από τους Τούρκους, δυνάμει του ΒΔ της 25-9/7-10-1833, και η περιουσία της περιήλθε στο συσταθέν με το ΒΔ 1-13/12/1834 (ΦΕΚ 41/21-12-1834) Εκκλησιαστικό Ταμείο. Με τον Ν. ΓΥΙΔ 3414/16-11-1909 (ΦΕΚ 270/19-11-1909) συνεστήθη νέο νομικό πρόσωπο υπό την επωνυμία «Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο», το οποίο στη συνέχεια καταργήθηκε με τον Ν. 4864/1909, δίχως, όμως, να καταργηθεί το προηγούμενο (παλαιό) Εκκλησιαστικό Ταμείο –(κυρίως παρεμβαίνον και ήδη εκκαλούν)-, που εξακολουθεί να υφίσταται και να τελεί υπό τη διαχείριση του Υπουργού Οικονομικών, κατά το άρθρο 5 του από 29-4-1843 δ/τος (συνδυασμένες διατάξεις: α) του δ/γματος της 4-12-1834 «περί της ιδιοκτησίας των εν τοις μοναστηρίοις μοναχών», β) του δ/γματος της 25-8-1835 «περί των εν Βασιλείω μοναστηρίων», γ) του δ/γματος της 26-4-1834 «περί ιδιόκτητων μοναστηρίων και εκκλησιών», δ) του δ/γματος της 20-5-1836 «περί των εκκλησιαστικών κτημάτων», ε) του δ/γματος της 13-7-1838 και στ) του δ/γματος της 29-4-1843 «περί μεταβάσεως των εκκλησιαστικών εισοδημάτων εις την επί των Οικονομικών Γραμματεία»). Η εν λόγω Ιερά Μονή κατείχε πολλές εκτάσεις γης στην πειραϊκή χερσόνησο, χωρίς, όμως, να αποδεικνύεται ότι στην ιδιοκτησία της ανήκε και το τμήμα της περιοχής …, που έχει καταγραφεί ως δημόσιο κτήμα με ΑΒΚ …, στη θέση …, όπου ευρίσκεται και η επίδικη έκταση. Πιο συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι η περιουσία της ως άνω διαλυθείσας Μονής του …… δεν ήταν ενιαία, αλλά διάσπαρτη σε διάφορες θέσεις με νοτιότερο σημείο τη θάλασσα, βορειότερο τις παρυφές του «…», ανατολικά το λιμάνι της …. και δυτικά την παραλία του …… Σύμφωνα με τον υπ’ αρ. …../24-7-1835 πίνακα εκκλησιαστικής περιουσίας της επί των εκκλησιαστικών και δημοσίας εκπαιδεύσεως Γραμματείας Επικρατείας η περιουσία της εν λόγω Μονής, που περιλάμβανε καλλιεργήσιμες γαίες, ανερχόταν σε έκταση 1600 τετρ. τεκτ. πήχεων, ενώ σύμφωνα με αρχείο της Εφορίας Δημοσίων Κτημάτων Αθηνών φέρεται να κατείχε 60 ακίνητα σε ……………, συνολικής έκτασης 2.177,5 στρεμμάτων. Το γεγονός, ωστόσο, ότι την ακίνητη περιουσία της διαλυθείσας Μονής του ………. διαχειριζόταν το ελληνικό δημόσιο, το οποίο ήταν εκπρόσωπος του Παλαιού Εκκλησιαστικού Ταμείου, οδήγησε στην συγχώνευση αυτής με τα ακίνητα, που ανήκαν στο Ελληνικό Δημόσιο, υπό την έννοια ότι το τελευταίο, μέσω των αρμόδιων υπηρεσιών του, διαχειριζόταν ενιαία τα εκκλησιαστικά και δημόσια κτήματα χρησιμοποιώντας χωρίς διάκριση αμφότερες τις ονομασίες. Για το λόγο αυτό και στον με αρ. ……. από 16-5-1890 πίνακα των εκκλησιαστικών και εθνικών κτημάτων -πέριξ της πόλεως του Πειραιώς- του υπουργείου οικονομικών καταγράφονται ενιαία, χωρίς να γίνεται αναφορά ποια από αυτά ανήκουν στην εκκλησιαστική περιουσία και ποια αποτελούν δημόσια κτήματα. Η ενοποίηση αυτή των εκκλησιαστικών και δημοσίων κτημάτων δικαιολογεί και το γεγονός ότι, σε έγγραφα από το 1899 και εντεύθεν γίνεται αναφορά στην περιοχή «……….» των 10.000 στρεμμάτων ως ιδιοκτησία του Εκκλησιαστικού Ταμείου. Εντούτοις, δεν αποδείχθηκε ότι η εν λόγω περιοχή, ως ενιαίο σύνολο, ανήκε στην διαλυθείσα Μονή και περιήλθε ως τέτοια στο κυρίως παρεμβαίνον και συνακόλουθα στη διαχείριση του Υπουργού Οικονομικών ως μοναστική-εκκλησιαστική περιουσία. Ειδικότερα για τη θέση ….., όπως σημειώνεται στην από 27-5-2003 τεχνική έκθεση των μηχανικών της ομάδας εργασίας έρευνας ιδιοκτησιακού καθεστώτος περιοχής ………., που συνεστήθη κατ’ εντολή του Υπουργού Οικονομικών, και την από 8-10-2003 συμπληρωματική αυτής, αναφορικά με την αρχική ιδιοκτησία της διαλελυμένης Μονής του ………, από τους παρατιθέμενους εκεί πίνακες εκκλησιαστικής περιουσίας δεν προκύπτει η κυριότητα της Μονής .. … σε ακίνητα στην ως άνω τοποθεσία, ούτε υφίστανται σχετικά παραχωρητήρια για αυτήν. Περαιτέρω, σύμφωνα με αυτήν, λόγω γειτνίασης της θέσης «…», (για την οποία υφίστανται παραχωρητήρια γής, με τη θέση «…», ενδεχομένως να υπήρχε στα όρια του ΒΚ …. εκκλησιαστική περιουσία, πλην, όμως, αυτή δεν μπορεί να τεκμηριωθεί κατ΄έκταση σε συγκεκριμένη τοποθεσία, διότι απωλέσθηκε το διάγραμμα που απεικόνιζε τη θέση …., και είχε εκπονήσει το έτος 1898 ο γεωμέτρης … κατά την κτηματογράφηση της περιουσίας της εν λόγω Μονής, ενώ δεν υπάρχουν ούτε διαγράμματα για τις θέσεις «…..», και «…». Εξάλλου, το γεγονός ότι η ως ανω ευρύτερη έκταση των 912.790 στρεμμάτων κατεγράφη ως ανέκαθεν δημόσιο κτήμα κατόπιν διαταγής του Υπουργού Οικονομικών, ήτοι του εκ του νόμου διαχειριστή του εκκαλούντος ΝΠΔΔ, καταδεικνύει ότι αυτή ουδέποτε υπήρξε εκκλησιαστική-μοναστική περιουσία. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς απέρριψε τη κύρια παρέμβάση του ως άνω ΝΠΔΔ ως ουσιαστικά αβάσιμη και οι λόγοι της έφεσης του (αριθ. κατ. ……../ 27-6-2022), με τους οποίους αυτό ισχυρίζεται τα αντίθετα τυγχάνουν απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Μετα ταύτα, η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη και τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, μειωμένα, (22 αρθρ. 1 ν. 3693/1957, σε συνδ. με άρθρ. 7, 9 νδ 2698/1993), σύμφωνα με όσα ειδικότερα αναφέρονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις από 27-6-2022 και με αριθ. κατ. ……../ 2022 και αριθ. κατ. ……../2022 εφέσεις κατά της υπ’ αριθ. 1565/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ερήμην του τέταρτου εφεσίβλητου και με την παρουσία των λοιπών διαδίκων.
Δέχεται την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/ 27-6-2022 έφεση τυπικά και την απορρίπτει κατ’ουσίαν.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας εις βάρος του εκκαλούντος, και τα ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
Δέχεται την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../27-6-2022 έφεση τυπικά και την απορρίπτει κατ’ουσίαν.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας εις βάρος του εκκαλούντος και τα ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 15 Ιουλίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ