Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 358/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  Αποφάσεως 358/2024

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών,   Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και Ελένη Μοτσοβολέα  Εφέτη- Εισηγήτρια  και από την Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των ανακοπτόντων :1) ………… 2) ………. 3) ……….4) ………… εκ των  οποίων παραστάθηκαν στο ακροατήριο  οι μεν πρώτος και δεύτερος διά,  οι δε τρίτος και τέταρτη μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Λεωνίδα ΑΡΑΚΑ .

Του καθ’ου η ανακοπή: ………….  ο οποίος   παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά του πληρεξουσίου   δικηγόρου Παναγιώτη Διαλινάκη.

Ο εφεσίβλητος και ήδη καθ’ου η ανακοπή    άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από 20-1-2010 και με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης ……/2010 αγωγή του  κατά του  αρχικώς εναγομένου, ήδη αποβιώσαντος,  ………….,  επί της οποίας εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία  η με αριθμό 397/2011  απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που έκανε δεκτή   την αγωγή.  Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο, ήδη αποβιώσας,  αρχικως εναγόμενος,    ……..  με   την από 11-4-2011  (με αριθμ. έκθ. κατ. …../2011  και με αριθμ. προσδ. ……/2011)  έφεσή του  η οποία αρχικώς είχε προσδιορισθεί  για τη δικάσιμο της 8-3-2012, αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 10-10-2013, οπότε ματαιώθηκε, καθώς  ο ως άνω αρχικώς εκκαλών απεβίωσε στις 19-4-2011 και επήλθε βιαία διακοπή της δικης.  Εν συνεχεία ο εφεσιβλητος με την από 8-12-2014 (με ΓΑΚ ../2015 και ΑΚΔ ../2015) κλήση του, επανέλαβε την δίκη καλώντας τους καθολικούς διαδόχους  …….. και …….. και ορισθηκε δικάσιμος για τη συζήτηση της εφέσεως η 19η-11-2015 και μετά από αναβολή η 3η-5-2018, οι ως άνω δε κληρονομοι  με  την από 11-4-2016 (με ΓΑΚ …/2016 και ΕΑΚ …./2016) προσεπίκλησή τους προσεπικάλεσαν  τους λοιπούς συγκληρονόμους, μεταξύ των οποίων , και τους ανακόπτοντες , να ασκησουν παρέμβαση, συζητήσεως δε γενομένης κατά την δικάσιμο της 3-5-2018  εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 345/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με την οποία κηρυχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση.  Την ως  ανω έφεση επανέφερε  προς συζήτηση ο εφεσίβλητος  και ήδη καθ’ου η ανακοπή  για την δικάσιμο της 21/11/2019 με την από 19-3-2019 κλήση, κατά την οποία αναβλήθηκε για την δικάσιμο της 19/3/2020, οποτε η συζήτηση ματαιώθηκε  λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού  και επαναπροσδιορίσθηκε οίκοθεν με την υπ’ αριθμ. 55/2020 Πράξη της ορισθείσας από τον Πρόεδρο  του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Δικαστή, για την δικάσιμο της 9/7/2020. Επί της ως άνω εφέσεως, η οποία εκδικάσθηκε ερήμην των εκκαλούντων, εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 101/2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε την έφεση ως ανυποστήρικτη. Κατά της αποφάσεως αυτής οι ερημοδικασθέντες εκκαλούντες και ήδη  ανακοπτοντες, ………………..  άσκησαν την από 26-4-2021  (με αριθμ. έκθ. κατ.  …../2/2021  και αριθμ. προσδ. ……../…./2021) ανακοπή ερημοδικίας, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 16-2-2023 και μετ’ αναβολή για την δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο,  οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 501 του ΚΠολΔ, ανακοπή κατά απόφασης, που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται, αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Ως ανώτερη βία νοείται οποιοδήποτε ανυπαίτιο γεγονός εξαιρετικής φύσης, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αναμενόταν και δεν θα μπορούσε να προβλεφθεί και αποτραπεί στη συγκεκριμένη περίπτωση, ούτε με μέτρα άκρας επιμελείας και συνέσεως. Ειδικότερα, ως ανώτερη βία, στο πεδίο του δικονομικού δικαίου, νοείται κάθε τυχαίο και ανυπαίτιο γεγονός παρακωλυτικό της εμφανίσεως του διαδίκου στο ακροατήριο και της συμμετοχής του στην εκδίκαση της υποθέσεώς του, το οποίο ήταν εξαιρετικό και απρόβλεπτο και δεν μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποτραπεί από αυτόν ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως. Τέτοιο γεγονός μπορεί να θεωρηθεί, εκτός των άλλων, και κάθε γεγονός, εξαιτίας του οποίου ο διάδικος ή ο δικηγόρος του, περιέρχεται σε κατάσταση αδυναμίας να εμφανιστεί στο δικαστήριο ή να προβεί στις δέουσες ενέργειες για την ανάθεση σε άλλο δικηγόρο της εκτελέσεως της σχετικής πράξεως, εφόσον τα γεγονότα αυτά υπήρξαν απρόβλεπτα και αναπότρεπτα και επιπλέον συνέβαλαν στην επέλευση της ερημοδικίας. Η πιο πάνω δε διάταξη του άρθρου 501 ΚΠολΔ, ως προς τη νομική έννοια της ανώτερης βίας, είναι ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 121/2021, ΑΠ 290/2020, ΑΠ 1540/2017, ΑΠ 1778/2013, ΑΠ 1506/2013, ΕφΠατρ 320/2017 ΤΝΠ Νόμος, X. Απαλαγάκη, ΕρμΚΠολΔ, έκδ. 2019, άρθρο 501 ΚΠολΔ, σελ. 1377 επ.). Εξάλλου, κατά το άρθρο 505 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ΚΠολΔ και τους λόγους της ανακοπής. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η ανακοπή ερημοδικίας πρέπει να περιέχει ένα τουλάχιστον σαφή και ορισμένο λόγο από εκείνους που ορίζονται στο άρθρο 501 του ΚΠολΔ, δηλαδή τη μη κλήτευση ή τη μη νόμιμη ή μη εμπρόθεσμη κλήτευση ή τη συνδρομή λόγου ανώτερης βίας για τη μη εμφάνιση του ανακόπτοντος στην ερήμην αυτού συζήτηση της υποθέσεως, επί της οποίας στηρίχτηκε η προσβαλλόμενη ερήμην απόφαση (βλ. ΑΠ 1537/2008, Δημ. Νόμος). Αν η ανακοπή ερημοδικίας ασκήθηκε εμπροθέσμως και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 503 παρ. 1 και 505 παρ. 1 ΚΠολΔ) και αν πιθανολογείται ότι είναι βάσιμος ο λόγος που προτάθηκε, τότε το Δικαστήριο εξαφανίζει την ερήμην απόφαση, διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο (άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠολΔ) και αμέσως προχωρεί στην εξέταση της διαφοράς, αφού οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από την απόφαση, που εξαφανίστηκε. Άλλως, αν δηλαδή η ανακοπή δεν ασκήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως ή αν δεν πιθανολογείται η βασιμότητα του λόγου της, το Δικαστήριο απορρίπτει την ανακοπή και διατάσσει να εισαχθεί το παράβολο στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 509 ΚΠολΔ). Από τις διατάξεις αυτές και με στόχο την ταχύτητα στην απονομή της Δικαιοσύνης, προκύπτει ότι το Δικαστήριο αποφαίνεται για την ουσιαστική βασιμότητα του λόγου της ανακοπής ερημοδικίας αμέσως, με την ίδια απόφαση, με την οποία θα κρίνει και το τυπικά παραδεκτό και νόμω βάσιμο της ανακοπής, αρκούμενο σε πιθανολόγηση, το δε ελάττωμα της κλητεύσεως ή η ύπαρξη του περιστατικού ανώτερης βίας, που προκάλεσαν την ερημοδικία του ανακόπτοντος, θα διαγνωσθούν με βάση τα στοιχεία, που επικαλούνται και προσκομίζουν προαποδεικτικώς οι διάδικοι (ΕφΠατρ 320/2017,  ΕφΛαρ 52/2019 Νόμος).Στην προκειμένη περίπτωση,  όπως προκύπει από τα διαδικαστικά έγγραφα, τα οποία υπάρχουν στη δικογραφία και επικαλούνται οι διάδικοι  με τις προτάσεις τους,  ο εφεσίβλητος και ήδη καθ’ου η ανακοπή άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από 20-1-2010 και με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης ………./2010 αγωγή του  κατά του αρχικώς εναγομένου, ήδη αποβιώσαντος, ……… με την οποία ζητούσε, επικαλούμενος την εκ του νόμου ευθύνη του  εναγομένου εκ των  διατάξεων των άρθρων 197-198 ΑΚ, άλλως κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, να υποχρεωθεί ο τελευταίος να του επιστρέψει το χρηματικό ποσό των 40.000 ευρώ, που του κατέβαλε τον Ιούνιο του 2008 ως προκαταβολή του τιμήματος των 160.000 ευρώ, που είχαν συμφωνήσει  για την οριστική μεταβίβαση της κυριότητας ενός ακινήτου στην Σαλαμίνα, που τελικώς ματαιώθηκε από υπαιτιοτητα του εναγομένου. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε ερήμην του αρχικώς εναγομένου η υπ’ αριθμ.  397/2011  απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου κατά την τακτική διαδικασία, που έκανε δεκτή   την αγωγή.  Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ………  με   την από 11-4-2011  (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2011 και με αριθμο προσδιορισμού …./2011)  έφεση,  η οποία αρχικώς είχε προσδιορισθεί  για τη δικάσιμο της 8-3-2012, αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 10-10-2013, οπότε ματαιώθηκε, καθώς  ο αρχικός  εκκαλών απεβίωσε στις 19-4-2011 και επήλθε βιαία διακοπή της δικης.  Εν συνεχεία ο εφεσιβλητος και ήδη καθ’ου η ανακοπή  με την από 8-12-2014 (με ΓΑΚ …/2015 και ΑΚΔ …/2015) κλήση του, γνωστοποίησε το γεγονός του θανάτου στους καθολικούς διαδόχους ……….. και ……….. κι επανέλαβε την δίκη καλώντας τους τελευταίους,  ορισθηκε δε  δικάσιμος για τη συζήτηση της εφέσεως η 19η-11-2015 και μετά από αναβολή η 3η-5-2018, οι ως άνω δε καθολικοι διάδοχοι, ……… και ……… με  την από 11-4-2016 (με ΓΑΚ …./2016 και ΕΑΚ …/2016) προσεπίκλησή τους προσεπικάλεσαν και  τους λοιπούς συγκληρονόμους, μεταξύ των οποίων, και τους ήδη  ανακόπτοντες , να ασκησουν παρέμβαση, συζητήσεως δε γενομένης κατά την δικάσιμο της 3-5-2018  εξεδόθη η υπ’ αριθμ.  345/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, διά  της οποίας κηρυχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση. Την ως  ανω έφεση επανέφερε  προς συζήτηση ο εφεσίβλητος και ήδη καθ’ου η ανακοπή με την από  19-3-2019 ( αρ. κατ. ./…/2019) κλήση και ορίσθηκε  δικάσιμος η 21/11/2019, κατά την οποία αναβλήθηκε για την δικάσιμο της 19/3/2020,  οποτε η συζήτηση ματαιώθηκε  λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού  και επαναπροσδιορίσθηκε αυταπαγγέλτως με την υπ’ αριθμ. 55/2020 Πράξη της ορισθείσας από τον Πρόεδρο  του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Δικαστή, για την δικάσιμο της 9/7/2020, οπότε η εγγραφή της στο  οικείο πινάκιο, θεωρείται ως κλήτευση  όλων των διαδίκων (άρθρο 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020). Συζητήσεως δε, γενομένης κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο  εξεδόθη ερήμην των εκκαλούντων (υπεισερχόμενων στην δικονομική θέση του δικαιοπαρόχου τους, αρχικώς εναγομένου, ………) η υπ’ αριθμ. 101/2021 απόφαση  του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε την έφεση ως ανυποστήρικτη. Κατά της αποφάσεως αυτής οι τρίτος, τέταρτος, έβδομος και όγδοη των εκκαλούντων και ήδη ανακοπτοντες άσκησαν την υπό κρίση ανακοπή ερημοδικίας με την οποία ζητούν να ακυρωθεί η υπ’ αιρθμ. 101/2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς ώστε να γίνει δεκτή η από 11-4-2011 έφεση  κατά της υπ’ αριθμ.  397/2011 πρωτοβαθμίου αποφάσεως και να απορριφθεί η αγωγή του καθ’ου η ανακοπή.         Η υπό κρίση   ανακοπή ερημοδικίας, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. 101/2021 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, που εκδόθηκε ερήμην των τρίτου, τέταρτου, έβδομης και όγδοης των εκκαλούντων, ήδη ανακοπτόντων  ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, κατά τα άρθρα 144, 495 και 503 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αφού η ανακοπτόμενη απόφαση επιδόθηκε επιμελεία του  καθ’ου η ανακοπή στον  πρώτο ανακόπτοντα στις 12.4.2021 και  στους τρίτο και τέταρτη των ανακοπτόντων στις 13.4.2021 (υπ’ αριθμ. …../12-4-2021  εκθεση  επιδοσεως  του δικαστικού επιμελητή Εφετείου Πειραιώς …….. και υπ’ αριθμ. ……../13-4-2021 και ………/13-4-2021 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Εφετείου Πειραιως ………….) και η ανακοπή ερημοδικίας κατατέθηκε στις 26-4-2021, ως προς δε τον δεύτερο των ανακοπτόντων ασκήθηκε προ πάσης επιδόσεως καθόσον δεν προσκομίζεται έκθεση επιδόσεως προς αυτόν ή επιδοθέν αντίγραφο της κλήσεως με την επ’ αυτής επισημείωση του επιδόσαντος δικαστικού επιμελητού, ενώ η    προσκομιζόμενη   ………./12-4-2021 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή ……..,  αφορά άλλον διάδικο, μη  διάδικο στην παρούσα δίκη, επιπλέον, καταβλήθηκε από τους ανακόπτοντες το ορισθέν παράβολο  εκ ποσού 200 ευρώ (βλ. το με αριθμό ……………/2021  παράβολο). Επομένως, η υπό κρίση ανακοπή ερημοδικίας πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της.

Σύμφωνα με τα άρθρα 124 παρ. 2 και 126 παρ. 1 ΚΠολΔ, η επίδοση γίνεται προσωπικά σε εκείνον στον οποίο απευθύνεται το έγγραφο και στον τόπο όπου είναι η κατοικία του. Ως κατοικία του παραλήπτη, στην οποία μπορεί να γίνει η επίδοση, κατά το άρθρο 128 του ΚΠολΔ, θεωρείται το σπίτι ή το διαμέρισμα που είναι προορισμένο για διημέρευση ή διανυκτέρευση του παραλήπτη, σύνοικοι δε θεωρούνται εκείνοι που διαμένουν στο ίδιο διαμέρισμα, προς τους οποίους εγκύρως γίνεται η επίδοση του εγγράφου, αν ο παραλήπτης δεν βρεθεί από τον δικαστικό επιμελητή στην κατοικία του. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 117, 139, 438 και 440 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η έκθεση επίδοσης που συντάσσει ο αρμόδιος δικαστικός επιμελητής συνιστά δημόσιο έγγραφο, το οποίο παρέχει πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σ` αυτήν ότι έγιναν από τον δικαστικό επιμελητή ή ενώπιόν του. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με την προσβολή της ως πλαστής. Αντίθετα, η βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή στην έκθεση επιδόσεως ότι στη συγκεκριμένη διεύθυνση, όπου έγινε η επίδοση του εγγράφου, είναι η κατοικία του παραλήπτη, είναι περιστατικό που δεν υποπίπτει από τη φύση του στην άμεση αντίληψη του, καθότι την αλήθεια αυτού οφείλει να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής και συνεπώς κατά τούτο η βεβαίωση αυτή δεν παρέχει πλήρη απόδειξη, επιδεχόμενη ανταπόδειξη χωρίς να προσβληθεί η έκθεση ως πλαστή (ΑΠ 374/2015, ΑΠ 1553/2008, ΑΠ 1679/95), το βάρος δε της ανταποδείξεως αυτής φέρει, συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔ, εκείνος που αμφισβητεί την αλήθεια της σχετικής βεβαιώσεως στην έκθεση του επιμελητή (ΑΠ 1112/2020, ΑΠ 477/2019,  ΑΠ 1553/2008, ΑΠ 236/2006, ΑΠ 361/2004  Δημ.  Νόμος).  Περαιτέρω κατά τις διατάξεις του άρθρου 226 § 4 εδ. γ` και δ` ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται και στην κατ` έφεση δίκη (άρθρ. 498 παρ. 2 ΚΠολΔ), αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας οφείλει αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε, κατά την οποία δεν χρειάζεται νέα κλήση του διαδίκου προς εμφάνιση και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Η καθιερούμενη  από την ρύθμιση του άρθρου 226 παρ. 4 πλασματική κλήτευση του διαδίκου ισχύει όχι μόνο για την πρώτη χορηγούμενη αναβολή, αλλά και για τις τυχόν, έστω και παρά την απαγόρευση του νόμου, διαδοχικές αναβολές (ΑΠ 150/2018, ΑΠ 1340/2017 ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, κατά την έννοια των τελευταίων αυτών διατάξεων, η αναβολή της υπόθεσης και η αναγραφή της στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη μετ` αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και επομένως, δεν χρειάζεται νέα κλήση του απολειπόμενου κατ` αυτήν διαδίκου, εφόσον αυτός είτε είχε επισπεύσει ο ίδιος τη συζήτηση της υπόθεσης κατά την αρχική δικάσιμο, είτε είχε νόμιμα κλητευθεί να παραστεί κατά την αρχική δικάσιμο, είτε είχε σε κάθε περίπτωση νόμιμα παραστεί κατ` αυτήν (δηλαδή την δικάσιμο που εκ του πινακίου εχώρησε η αναβολή), οπότε με τη νόμιμη παράστασή του, χωρίς εναντίωσή του, καλύφθηκε η τυχόν ακυρότητα της κλήτευσής του για την αρχική δικάσιμο. Στις περιπτώσεις αυτές, η ερημοδικία του διαδίκου στην μετ’ αναβολή δικασιμο δεν θεμελιώνει δικαίωμα άσκησης ανακοπής ερημοδικίας λόγω μη κλήτευσης (αρ. 501 ΚΠολΔ).  Αν , όμως, κατά την αρχική δικάσιμο ο απολιπόμενος στην μετ’ αναβολή δικάσιμο διάδικος  δεν επέσπευσε τη συζήτηση ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή καθόλου  να παραστεί και εξ αυτού του λόγου δεν παραστάθηκε,  η αναβολή της υπόθεσης και η αναγραφή της στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη μετ` αναβολή δικάσιμο δεν ισχύει ως κλήτευση του απολιπόμενου κατ` αυτήν διαδίκου (ΑΠ 1367/2023, ΑΠ 1010/2021, ΑΠ 1201/2020, ΑΠ 401/2018, ΑΠ 97/2015, ΑΠ 1507/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  Χαρ. Απαλαγάκη –Στ. Σταματόπουλος Ερμην. ΚΠολ υπό άρθρο 226 , σελ 917-918).

Στην προκείμενη περίπτωση, οι πρώτος και δεύτερος των ανακοπτόντων   διώκουν με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής ερημοδικίας να εξαφανισθεί η υπ’ αριθμ. 101/2021 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία εκδόθηκε, ερήμην αυτών, επί της  από 11-4-2011  (με αριθμ. έκθ. καταθ. …/2011  και με αριθμ. προσδ. …/2011) εφέσεως του αρχικώς εναγομένου, ήδη αποβιώσαντος , …………… κατά της υπ’ αριθμ.  397/2011 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, για το λόγο ότι δεν κλητεύθηκαν νομιμως για την αρχική δικάσιμο της 21-11-2019 στις πραγματικές διευθύνσεις που διαμένουν. Ειδικότερα ο  πρώτος εξ αυτών ισχυρίσθηκε ότι η γενόμενη προς αυτόν επίδοση της από 19-3-2019 ( αρ. κατ. ……./2019) κλήσεως για την αρχική δικάσιμο της 21-11-2019 από τον δικαστικό επιμελητή  έγινε ακύρως, διότι αυτός πολύ πριν την επιχειρηθείσα επίδοση (πλέον της δεκαετίας) ειχε την κατοικία του  στο Λαύριο (στην οδό …………) και συνεπώς κατά την επιχειρηθείσα στην οδό ………. κατά το έτος 2019 επίδοση δεν κατοικούσε ούτε διέμενε εκει.  Ότι ως εκ τούτου ποτέ δεν κλήθηκε  νομιμως κατά την δικάσιμο της 21/11/2019 και ακολούθως  δεν ισχύει ως  κλήτευσή  του η  με επισημείωση στο πινάκιο αναβολή για την δικασιμο της 19.3.2020. Ότι οι περιστάσεις αυτές, ακόμη κι αν θεωρηθεί η κλήτευσή του νόμιμη, συνιστούν και ανωτέρα βία, καθώς από λόγους που δεν εξαρτώνται από αυτόν, αφού δεν γνώριζε καμία δικάσιμο, δεν μπόρεσε να παραστεί στο Δικαστήριο μετα την προσεπίκλησή του. Από το προσκομιζόμενο από τον καθ’ ου η  ανακοπή απόσπασμα του πινακίου  της πρωτοβαθμίου δίκης  κατά την δικάσιμο της 21-11-2019  πιθανολογείται ότι ο πρώτος των ανακοπτόντων (………) παρέστη κατά την ως άνω δικάσιμο  διά πληρεξουσίου δικηγόρου και δεν αντέλεξε, (όπως δεν αμφισβητήθηκε)  και συνεπώς έλαβε γνώση ότι η  υπόθεση αναβλήθηκε για  την δικάσιμο της 19-3-2020. Συνεπως η εκ του πινακίου αναβολή  ισχύει ως κλητευση του  αφού  παρέστη  κατά την αρχική δικάσιμο της 21-11-2019 εκ της οποίας ανεβλήθη η υποθεση νομιμως εκ του πινακίου  για την δικάσιμο της 19-3-2020. Τούτο δε διότι, εφόσον ο πρώτος ανακόπτων  είχε παραστεί νομίμως κατά την ως άνω αρχική δικάσιμο της 21-11-2019, κατά την οποία αναβλήθηκε και με την παρουσία του η συζήτηση της υπόθεσης για τη δικάσιμο της 19-3-2020, καλύφθηκε η έστω και βάσιμα επικαλουμένη ακυρότητα της κλήτευσής του για την παραπάνω αρχική δικάσιμο. (ΑΠ 1367/2023).  Επομένως δεν μπορεί να ασκήσει ανακοπη ερημοδικίας λόγω μη νομιμου κλητεύσεως κατά τα προεκτεθέντα στην μείζονα της παρούσας σκέψη και ο λόγος αυτός ανακοπής ερημοδικίας ως προς τον πρώτο ανακόπτοντα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.   Οι ανωτέρω δε ισχυρισμοί του περί συνδρομής ανωτέρας βίας είναι απορριπτέοι ως μη νόμιμοι, διότι ακόμη και αληθείς υποτιθέμενοι δεν υπάγονται στην έννοια της ανωτέρας βίας.Περαιτέρω ο  δεύτερος ανακόπτων  ισχυρίσθηκε ότι η γενόμενη προς αυτόν επίδοση  της από 19-3-2019 (αρ. κατ. ………./2019) κλήσεως για την αρχική δικάσιμο της 21-11-2019  από τον δικαστικό επιμελητή  έγινε ακύρως, διότι αυτός πολύ πριν την επιχειρηθείσα επίδοση  πλέον της δεκαετίας) ειχε την κατοικία του  στην Νίκαια  (στην ……….. ) και συνεπώς κατά την  επιχειρηθείσα στην οδό ……. κατά το έτος 2019 επίδοση δεν κατοικούσε ούτε  διέμενε εκει. Ότι ως εκ τούτου   ποτέ δεν κλήθηκε  νομιμως κατά την δικάσιμο της 21/11/2019 και ακολούθως δεν ισχύει ως  κλήτευσή του η  με επισημείωση στο πινάκιο αναβολή για την δικασιμο της 19.3.2020. Ότι οι περιστάσεις αυτές, ακόμη κι αν θεωρηθεί η κλήτευσή του νόμιμη,  συνιστούν και ανωτέρα βία, καθώς από λόγους που δεν εξερτώνται από αυτόν, αφού δεν γνώριζε καμία δικάσιμο, δεν μπόρεσε να παραστεί στο Δικαστήριο  μετα την προσεπίλησή του. Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος που εξετάσθηκε κάτα πρόταση των  ανακοπτόντων (ο καθ’ου η ανακοπή  δεν εξέτασε μάρτυρα), που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου, και τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, δεν πιθανολογήθηκε η βασιμότης του λόγου αυτού. Ο δεύτερος ανακόπτων δεν ανταπεκρίθη στο βάρος ανταποδείξεως  της άνω βεβαίωσης  του δικαστικού επιμελητή ότι στην οδο ……….. ήταν η κατοικία του, διότι ναι μεν  προσκομίζει λογαριασμό καταναλώσεως ρευματος της ΔΕΗ, αυτός, όμως, αφορά μεταγενέστερο της αρχικής δικασίμου (21-11-2019) χρονικό διάστημα  (αναγράφεται ως περίοδο κατανάλωσης από  29-9-2020  έως 31-1-2021). Και ναι μεν ο εξετασθείς στο ακροατήριο μάρτυς κατέθεσε ότι ο δεύτερος των ανακοπτόντων διέμενε  στην οδό …. Νικαίας, τούτο, όμως,  δεν ενισχυεται  από άλλα αποδεικτικά μεσα, καθώς ο προσκομιζόμενος λογαριασμός κατανάλωσης ρεύματος δεν αφορά σε προγενέστερο της αρχικής δικασίμου (21-11-2019) χρονικό διάστημα και δη τον κρίσιμο χρόνο της επιδόσεως , αλλά αφορά αρκετούς μήνες  μετά την επίδοση της κλήσεως για την αρχική δικάσιμο (της 21-11-2019), ενώ ήταν ευχερές  να προσκομισθεί  λογαριασμός καταναλώσεως ρεύματος  για το κρίσιμο χρονικό διάστημα. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, ο δικαστικός επιμελητής  ενήργησε νομότυπη επίδοση, κατά της οποίας δεν ανταποδείχθηκε από τον δεύτερο ανακόπτοντα που έφερε το δικονομικο βάρος ανταπόδειξης ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της κλητεύσεως  για την αρχικη δικάσιμο δεν διέμενε στον διεύθυνση που διενεργήθηκε η επίδοση. Οι ανωτέρω δε ισχυρισμοί του περί συνδρομής ανωτέρας βίας είναι απορριπτέοι ως μη νόμιμοι, διότι ακόμη και αληθείς υποτιθέμενοι δεν υπάγονται στην έννοια της ανωτέρας βίας.

Με τον δεύτερο λόγο ανακοπής ερημοδικίας οι τέταρτος και πέμπτη των ανακοπτοντων διώκουν την εξαφάνιση της ανακοπτόμενης, επικαλούμενοι  ότι    αν και κλητεύθηκαν σε πραγματικές διευθύνεις, ωστόσο δεν παρέστησαν  κατά την δικάσιμο της 9/7/2020, λόγω ανωτέρας βίας που συνίσταται στο ότι δεν έχουν νομική παιδεία και δεν απολαμβάνουν τις πάγιες υπηρεσίες κάποιου δικηγόρου, δεδομένου ότι έχουν πολύ χαμηλά εισοδήματα και ότι συγγνωστώς δεν γνώριζαν ότι έπρεπε να παρασταθούν με πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την μετ’ αναβολή εκδίκαση της υποθέσεως στις 19/3/2020, που γνώριζαν ότι ήταν προγραμματισμένη κατόπιν αναβολής να συζητηθεί η έφεση,  ότι το γεγονός ότι έπρεπε να παρασταθούν με πληρεξούσιο δικηγόρο  θα το πληροφορούντο από  το ίδιο το Δικαστήριο κατά την ανωτέρω δικάσιμο, ωστοσο δε το πληροφορήθηκαν ποτέ εγκαίρως, διότι  λόγω  των αναστολών της πανδημίας, ματαιώθηκε η συζήτηση  και είχαν την δικαιολογημένη πεποίθηση ότι θα λάμβαναν νέες κλήσεις . Ότι η νομική τους άγνοια για την ρύθμιση του άρθρου 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020, είναι δικαιολογημένη καθώς για πρώτη φορά εισήχθη ρύθμιση κατά την οποία επαναπροσδιορίζεται οίκοθεν μία αστική διαφορά τακτικής δικαιοδοσίας και η κλήτευση για τη νέα συζήτηση γίνεται πλασματικως μέσω ενημέρωσης από το διαδικτυακό τόπο solon μη προσιτού στο ευρύ κοινό  και ότι δεν αρκούσε η επιμέλεια του μέσου πολίτη  για να αποφευχθεί η απώλεια της δικασίμου. Σύμφωνα με το άρθρο 74 παρ.2 του ν. 4690/2020, που περιλαμβάνει διατάξεις  για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηριων μετά την αναστολή της λειτουργίας τους προς αντιμετώπιση του ιού ‘COVID -19» κατά το διάστημα από 13.3.2020 έως 31.5.2020, ορίζεται ότι «Σε περίπτωση που η συζήτηση υπόθεσης οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας και με οποιαδήποτε διαδικασία ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής, δηλαδή μέχρι και τις 31.5.2020, ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του Προέδρου του τμήματος ή του Δικαστή, ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο σε σύντομη κατά το δυνατόν δικάσιμο και κατά προτεραιότητα εντός του χρονικού διαστήματος από 1.7.2020 έως 15.7.2020 ή από 1.9.2020  έως 15.9.2020. Η εγγραφή της υπόθεσης  στο οικειο πινάκιο ή έκθεμα, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προς ενημέρωση των διαδίκων, και πάντως όχι επί ποινή ακυρότητος, η νέα δικάσιμος  γνωστοποιείται από τον γραμματέα στον δικηγορικό σύλλογοα της έδρας του Δικαστηρίου και στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Με πρωτοβουλία επισης του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων  solon .gov.gr. για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα». Εν προκειμένω ο ως άνω λόγος ανακοπής ερημοδικίας   είναι απορριπτέος ως αβάσιμος,  καθοσον τα επικαλούμενα γεγονότα δεν μπορούν  να υπαχθούν  σε εκείνα της ανωτέρας βίας, διότι ο ως άνω ανακόπτοντες παρέστησαν  μετά πληρεξουσίου δικηγόρου κατά  την αρχική δικάσιμο της 21-11-2019, όπως προκύπτει από το πινάκιο της συγκεκριμένης δικασίμου, οπότε ανεβλήθη για την δικάσιμο της 19-3-2020,  και συνεπώς εγνώριζαν ότι έχουν  εκκρεμή υπόθεση και, λαμβάνοντας μετρα επιμελείας και συνέσεως  απευθυνόμενοι στους νομικούς τους παραστάτες, μπορούσαν  να πληροφορηθούν τον οίκοθεν επαναπροσδιορισμό της υποθέσεως (αρθρ. 74 παρ.2 του ν. 4690/2020), για την δικάσιμο της 9-7-2020,  καθόσον οι σχετικές  νομοθετικες ρυθμίσεις  δημοσιεύθηκαν στο ΦΕΚ και έχουν ισχύ ουσιαστικου νόμου. Η επικληθείσα άγνοιά τους  της ανωτέρω ρυθμίσεως, θα μπορούσε, σε κάθε περίπτωση, να αποφευχθεί, εάν οι άνω ανακόπτοντες   επεδείκνυαν την απαιτούμενη από τις περιστάσεις συνετή και  επιμελή ενέργεια, σύμφωνα και με τις αρχές της διαδικαστικής καλής πίστεως και της μη παρελκύσεως των δικών, με το να παρακολουθούν την πορεία της εφέσεως, που είχε ασκήσει ο δικαιοπάροχός  τους, ……………. πράγμα που, όμως, δεν έπραξαν. Σημειούται ότι  οσον αφορά τον ισχυρισμό ότι είναι πολίτες χαμηλών εισοδημάτων, θα  μπορούσαν να αιτηθούν  να τους παρασχεθεί νομική βοήθεια  σύμφωνα με τις διατάξεις του v. 3226/2004. Κατόπιν τούτων και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος ανακοπής προς διερεύνηση από το παρόν Δικαστήριο, πρέπει η κρινόμενη ανακοπή ερημοδικίας να απορριφθεί και  να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο  (509 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει οι ανακόπτοντες  που ηττήθηκαν, να καταδικασθούν  στα δικαστικά έξοδα του  καθ’ ου η ανακοπή του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας  κατόπιν σχετικού αιτήματός τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του  ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων την υπό κρίση  ανακοπή ερημοδικίας.

Δέχεται τυπικά την ανακοπή και την απορρίπτει κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Καταδικάζει τους  ανακόπτοντες  στη δικαστική δαπάνη του καθ’ ου η ανακοπή του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) €.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά  στις  …………..

Ο Πρόεδρος                              Η Γραμματέας

Δημοσιεύθηκε στον Πειραιά  σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 16 Ιουλίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Ο Πρόεδρος                              Η Γραμματέας