Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 381/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   381/2024

TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …………. η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Σπυριδαντωνάκη  και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στη …….. Αττικής, επί της …….. με ΑΦΜ …………, νομίμως αδειοδοτηθείσας από την Τράπεζα της Ελλάδος (απόφαση υπ αριθ. 207/1/29.11.2016 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος ), ως εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις δυνάμει των διατάξεων του Ν.4354/2015 και της Πράξης 118/19.5.2017 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως τροποποιήθηκε από την με αριθμό 153/8.1.2019 πράξη, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, υπό την ιδιότητά της ως εταιρείας Διαχείρισης Απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία “………… ………..”, η οποία  εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ιωάννα Γιαννούλη, μέλος της δικηγορικής  εταιρείας με την επωνυμία «Σιούφας και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία»

Η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς α) την από 10.6.2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………/2022 ανακοπή και β) το από 14.11.2022 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2022 δικόγραφο πρόσθετων λόγων ανακοπής κατά της καθής η ανακοπή-εφεσίβλητης. Η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής συνεκδικάστηκαν αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και επ’ αυτών, εκδόθηκε η με αριθμό 503/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που απέρριψε την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η  εκκαλούσα α) με την από 16.6.2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2023 έφεση και β) με το από 10.4.2024 με αριθμό κατάθεσης στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2024 δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης.  Για την συζήτηση της έφεσης και των πρόσθετων λόγων αυτής ορίστηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, οπότε οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από τα οικεία πινάκια με αριθμούς 25 και 61 και συζητήθηκαν.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Δικαστή  αναφέρθηκαν στους ισχυρισμούς που ανάπτυξαν με τις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού εισάγονται α) η από 16.6.2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2023 έφεση και β) το από 10.4.2024 με αριθμό κατάθεσης στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2024 δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης. κατά της με αριθμό 503/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία αφού δίκασε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών απέρριψε ως ουσία αβάσιμους α) την από 10.6.2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……../2022 ανακοπή και β) το από 14.11.2022 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2022 δικόγραφο πρόσθετων λόγων αυτής. Η κρινόμενη έφεση  ασκήθηκε παραδεκτά, νομότυπα [άρθρα 495 παρ. 1,511,513 παρ 1β, 514, 517, 520 παρ.1 ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα, εντός της κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ διετούς καταχρηστικής προθεσμίας, καθώς ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ούτε από τα έγραφα της δικογραφίας, προκύπτει η επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Περαιτέρω δε με την κατάθεση της έφεσης κατατέθηκε και το νόμιμο παράβολο, συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό  ……….. e-παράβολο). Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτη και να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ώστε να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Ομοίως παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων έφεσης, το οποίο επιδόθηκε στην καθής εντός της νόμιμης κατ άρθρο 591 παρ.1 β ΚΠολΔ, προθεσμίας, όπως προκύπτει από την με αριθμό …/12.4.2024 έκθεση επίδοσης, που συνέταξε ο Δικαστικός Επιμελητής στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……………… Τα ως άνω δικόγραφα πρέπει να συνεκδικαστούν, κατ άρθρο 246 ΚΠολΔ, καθώς με την ένωσή τους επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και μειώνονται τα έξοδα των διαδίκων. .

Η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα με α) την από 10.6.2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …………/2022 ανακοπή και β) το από 14.11.2022 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2022 δικόγραφο πρόσθετων λόγων αυτής, ζητούσε να ακυρωθούν, για τους αναφερόμενους στα ως άνω δικόγραφα λόγους, οι οποίοι και κατωτέρω θα αναπτυχθούν α) η με αριθμό ……/2019 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και β) η από  20.5.2022 επιταγή προς πληρωμή κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με ως άνω διαταγής πληρωμής. Επί της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία απέρριψε όλους τους λόγους της ανακοπής και επέβαλε σε βάρος της ανακόπτουσας τα δικαστικά έξοδα της καθής η ανακοπή, ποσού 715 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ανακόπτουσα-εκκαλούσα με την ένδικη έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής, για λόγους που ανάγονται στην εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και την πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αποδοχή της ανακοπής της και των πρόσθετων λόγων, και την ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων  αναγκαστικής εκτέλεσης. Τέλος, ζητεί να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Σύμφωνα με το άρθρο 623 Κ.Πολ.Δ.. κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο χρηματικό ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, ενώ κατά το άρθρο 624 παρ.1  Κ.Πολ.Δ.. η έκδοση διαταγής πληρωμής μπορεί να ζητηθεί μόνο αν η απαίτηση δεν εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και το ποσό χρημάτων ή χρεογράφων τυγχάνει ορισμένο δηλαδή εκκαθαρισμένο και τούτο (=εκκαθαρισμένο) συντρέχει όταν αυτό δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 2210/2013 ΕΕΜΠΔ 2014.701, ΑΠ 653/2013, ΧΡΗΔΙΚ 2013.546). Και το δικόγραφο της αιτήσεως, όμως, θα πρέπει, κατ’ άρθρο 626 § 2 του KΠολΔ, να περιέχει το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους των οποίων ζητείται η καταβολή (ΑΠ 1409/2018, ΑΠ 1071/2017, ΕφΔωδ (Μον) 7/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), όχι όμως και το επιτόκιο που εφαρμόστηκε κατά καιρούς από την Τράπεζα (ΕφΘεσ (Μον) 2256/218, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Έτσι, η διαταγή πληρωμής, η οποία καταρτίζεται εγγράφως και αποτελεί μόνο τίτλο εκτελεστό, χωρίς να είναι δικαστική απόφαση, ώστε να έχει ανάγκη από πλήρες αιτιολογικό, απαιτείται, μεταξύ άλλων στοιχείων, να μνημονεύει το ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων που πρέπει να καταβληθεί. Περαιτέρω, στη διαταγή πληρωμής που εκδίδεται βάσει σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου, η οποία καταγγέλθηκε πριν από τη λήξη της, αρκεί να αναφέρεται, όπως δεν αμφισβητείται ότι συνέβη εν προκειμένω, ότι καταρτίστηκε έγγραφη σύμβαση παροχής τοκοχρεωλυτικού δανείου, ότι το ποσό του δανείου καταβλήθηκε στο σύνολό του ή τμηματικά στον δανειολήπτη και ότι ο τελευταίος καθυστέρησε την καταβολή κάποιας τοκοχρεωλυτικής δόσης, λόγος για τον οποίο καταγγέλθηκε η σύμβαση, Ακόμα, η αναφορά στη διαταγή πληρωμής του είδους των τόκων (π.χ. συμβατικών ή υπερημερίας) σε συσχετισμό με το κεφάλαιο και το χρονικό διάστημα είναι αρκετή, ώστε ο οφειλέτης να είναι σε θέση να παρακολουθήσει και αντιληφθεί τα περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται η οφειλή, ώστε να μπορεί να τα ελέγξει και να αντιτάξει την άμυνά του (ΑΠ 1349/2013, ΑΠ 1825/2012, ΑΠ 1391/2011 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΑΠ 1512/2006 Αρμ. 2007. 399, ΑΠ 72/1995 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΑθ 227/2012 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΘεσσ 492/2010 ΕΕμπΔ 2011. 81, ΕφΑθ 5900/2006 Τ.Ν.Π. «Νόμος»). Επιπροσθέτως, το εκκαθαρισμένο της απαίτησης αφορά μόνο στην κυρία απαίτηση και όχι στα παρεπόμενα της, όπως είναι οι τόκοι, συμβατικοί και υπερημερίας, τα διάφορα έξοδα ως ασφάλιστρα, δικαστικά κλπ, τα οποία αρκεί να προκύπτει και να συνάγεται από τον τίτλο ότι βαρύνουν τον οφειλέτη, αφού όλα τους ανάγονται στο μέλλον, με συνέπεια να είναι άγνωστο κατά την έκδοση αυτής σε ποιο ύψος τελικά θα ανέλθουν και αν ακόμα θα υπάρξουν. Επομένως, η μη αναφορά στη διαταγή πληρωμής του αριθμητικού ποσοστού του επιτοκίου, δεν την καθιστά αόριστη, εφόσον αυτή αναφέρει το είδος του τόκου που ζητείται, το κεφάλαιο και το χρονικό διάστημα, καθώς ο υπολογισμός των τόκων υπερημερίας γίνεται βάσει του κεφαλαίου και του συμφωνηθέντος επιτοκίου ή του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου υπερημερίας και εναπόκειται η διενέργεια μαθηματικού υπολογισμού διά την εξεύρεση του ποσού των τόκων υπερημερίας (ΑΠ 793/1999 ΕΕΝ 2000. 688, ΕφΑθ 9/2022, ΕφΠατρ 22/2021 Τ.Ν.Π. «Νόμος», ΕφΑθ 5900/2006 ΔΕΕ 13. 327). Εξάλλου, ούτε το ποσό του τόκου χρειάζεται να προσδιορίζεται, καθόσον το μεν κεφάλαιο είναι δεδομένο, τα δε νόμιμα επιτόκια είναι καθορισμένα με τους νόμους, τις πράξεις Υπουργικού Συμβουλίου και τις αποφάσεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και επομένως, το ποσό των τόκων που θα καταβληθεί μπορεί να βρεθεί με απλό μαθηματικό υπολογισμό, με βάση το ποσοστό αυτού και το χρονικό διάστημα που θα έχει παρέλθει μέχρι την ημερομηνία εξοφλήσεως της επιταγής (ΕφΔωδ 7/2017, ΕφΠατρ 445/2005 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ενώ το ίδιο πρέπει να γίνει δεκτό και για το κυμαινόμενο συμβατικό επιτόκιο, το οποίο στην κρινόμενη περίπτωση καθορίστηκε με βάση το επιτόκιο διατραπεζικών δανείων σε Ευρώ τρίμηνης διάρκειας το οποίο είναι γνωστό, καθώς καθορίζεται από το τραπεζικό ίδρυμα και δημοσιεύεται στον πολιτικό ή οικονομικό τύπο. (ΕφΠειρ. 153/2023 ΤΝΠ Νομος) Με το δεύτερο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα επαναφέρει τον τρίτο λόγο της ανακοπής της με τον οποίο επικαλέστηκε ακυρότητα της διαταγής πληρωμής για το λόγο ότι δεν μνημονεύεται σε αυτήν, το ύψος του συμβατικού επιτοκίου, καθώς και του, καθοριζόμενου σε συνάρτηση προς αυτό, επιτοκίου υπερημερίας, γεγονός που καθιστά αδύνατο τον υπολογισμό του κονδυλίου των τόκων, που επιτάσσεται να καταβάλει στην εφεσίβλητη Τράπεζα, και συνακόλουθα και το κονδύλιο των τόκων, που ανατοκίστηκαν και κεφαλαιοποιήθηκαν. Σύμφωνα, όμως, με όσα στην αμέσως προηγηθείσα μείζονα σκέψη της παρούσας εκτίθενται, η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, εμφανίζει πληρότητα και η αναγραφή του ύψους του συμβατικού επιτοκίου, βάσει του οποίου υπολογίστηκαν οι τόκοι και εκτοκιζόταν το εκάστοτε εναπομείναν κεφάλαιο, δεν ήταν αναγκαίο να καταχωρίζεται ούτε στην κίνηση του δανειακού λογαριασμού ούτε να προκύπτει ευθέως από το απόσπασμα, που προσκομίστηκε για την έκδοση διαταγής πληρωμής και στη συνέχεια και σ’ αυτήν την ίδια, αφού τα λοιπά σταθερά στοιχεία (κεφάλαιο – χρόνος) επιτρέπουν τον υπολογισμό του επιτοκίου βάσει απλών μαθηματικών υπολογισμών, με δεδομένο ότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, η ανακόπτουσα με το από 16.10.2013 πρόσθετο σύμφωνο ρύθμισης στεγαστικού δανείου αναγνώρισε ως οφειλόμενο το χρεωστικό υπόλοιπο ποσού 125.925,90 ευρώ και συμφωνήθηκε η ρύθμιση του δανείου με εξόφλησή του σε 320 μήνες με κυμαινόμενο επιτόκιο  διατραπεζικών δανείων τρίμηνης διάρκειας σε ευρώ, το οποίο ανερχόταν την 16.10.2013 σε 0,2250%  πλέον περιθωρίου 3,30% και εισφοράς Ν 128/75 0,12 % ενώ δεν απαιτείται να αναφέρεται ούτε το ύψος του τόκου που αντιστοιχεί σε κάθε δόση, ούτε άλλωστε απαιτείται να εξειδικεύονται τα επιμέρους οφειλόμενα ποσά κεφαλαίου, τόκων, κεφαλαιοποιημένων τόκων, φόρων και επιβαρύνσεων πάσης φύσεως, αφού το ποσό των τόκων και τόκων εξ ανατοκισμού, που θα προκύψουν μετά την καταγγελία της σύμβασης και το κλείσιμο του λογαριασμού είναι δυνατό να εξευρεθεί και με απλό μαθηματικό υπολογισμό με βάση το ισχύον σε κάθε περίπτωση επιτόκιο και το χρονικό διάστημα που θα έχει παρέλθει την ημερομηνία πληρωμής των παραπάνω ποσών (ΑΠ 370/2012, ΕφΑΘ 133/2022 ΝΟΜΟΣ).  Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που προέβη στις ίδιες παραδοχές και απέρριψε τον τρίτο κατά σειρά λόγο της ανακοπής ως μη νόμιμο, δεν έσφαλλε, παρά τα περί του αντιθέτου διατεινόμενα από την εκκαλούσα, καθώς ορθά ερμήνευσε το Νόμο, απορριπτόμενου του σχετικού λόγου της υπό κρίση εφέσεως.

Περατέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 919 παρ. 1 και 925 παρ. 1 του KΠολΔ, συνάγεται ότι όταν ο επισπεύδων δεν είναι ο αρχικός φορέας της αξίωσης, της οποίας η ικανοποίηση επιχειρείται με την αναγκαστική εκτέλεση, η επιταγή προς πληρωμή πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή των πραγματικών περιστατικών, τα οποία στηρίζουν τη νομιμοποίησή του (Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκ. Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, εκδ. 1998, σελ. 435) . Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 925 παρ. 2 KΠολΔ, «ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου δεν μπορεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση πριν κοινοποιηθούν σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση η επιταγή και τα έγγραφα που τον νομιμοποιούν». Επομένως, ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου οφείλει να κοινοποιήσει στον καθ’ ου η εκτέλεση επιταγή προς εκτέλεση και τα νομιμοποιούντα αυτόν έγγραφα. Ως έγγραφα που νομιμοποιούν το διάδοχο νοούνται εκείνα, δημόσια είτε ιδιωτικά, που αποδεικνύουν τη διαδοχή. Απαιτείται δε, η επίδοση ολόκληρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων, τα οποία πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα ή επίσημα αντίγραφα και δεν αρκεί η απλή μνεία τους στην επιταγή. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται τόσο για την έναρξη, όσο και για τη συνέχιση της υπό του δικαιοπαρόχου αρξαμένης εκτελέσεως, είναι δε, ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθ’ ου η εκτέλεση έλαβε με άλλο τρόπο γνώση της διαδοχής (Π. Μάζη, Ερμ, KΠολΔ Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, έκδοση 2021, άρθρο 925, σελ. 163-165) . Για το λόγο αυτό, στην περίπτωση της εκχώρησης, ο εκδοχέας της απαιτήσεως πρέπει να κοινοποιήσει την αναγγελία της εκχωρήσεως στον οφειλέτη και μάλιστα ολόκληρο το εκχωρητήριο. Η ratio legis της θεσπισθείσας ειδικής πρόσθετης διατύπωσης του άρθρου 925 KΠολΔ εντοπίζεται στην αποφυγή αιφνιδιασμού του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη ως προς τη διαδοχή στο πρόσωπο του επισπεύδοντας δανειστή και εφαρμόζεται και επί μετάθεσης της νομιμοποιήσεως προς δικαστική επιδίωξη της απαιτήσεως από το πρόσωπο του δικαιούχου της απαιτήσεως σε τρίτο – μη δικαιούχο διάδικο (ΕΑ 8/2023, ΕΘ 1557/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α. Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, σελ. 380). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 1 και 2 του ν. 3156/2003, η τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ «μεταβιβάζοντος» και «αποκτώντος» σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται με τους προβλεπόμενους στον ανωτέρω νόμο τρόπους. «Μεταβιβάζων» είναι μόνο έμπορος με κατοικία ή έδρα στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, εφόσον έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα (άρα και τραπεζικές ανώνυμες εταιρίες) και «αποκτών» είναι το νομικό πρόσωπο ή νομικά πρόσωπα, που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίησή τους σύμφωνα με το νόμο αυτό («εταιρεία ειδικού σκοπού»), προς τα οποία μεταβιβάζονται λόγω πώλησης οι επιχειρηματικές απαιτήσεις, εκδότης δε των ομολογιών είναι ο ίδιος ο αποκτών. Οι απαιτήσεις που μεταβιβάζονται με σκοπό την τιτλοποίηση μπορεί να είναι απαιτήσεις κατά οποιουδήποτε τρίτου ακόμη και των καταναλωτών, υφιστάμενες ή μελλοντικές, εφόσον αυτές προσδιορίζονται ή είναι δυνατόν να προσδιοριστούν με οποιονδήποτε τρόπο (βλ. άρθρο 10 παρ. 6 του ως άνω νόμου) . Περαιτέρω, η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων καταχωρίζεται σε δημόσια βιβλία σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (βλ. άρθρο 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003) . Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η δε μεταβίβαση (εκχώρηση) αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την Εταιρία Ειδικού Σκοπού στον οφειλέτη (βλ. άρθρο 10 παρ. 9 του ν. 3156/2003). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του αρ. 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παραγράφου 1 (βλ. άρθρο 10 παρ. 10 του ν. 3156/2003) . Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161/337/2003 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης-ΦΕΚ Β ` 1688/2003 και ήδη με την ΥΑ 207/2020) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυσή τους με π.δ. ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η μεταβίβαση απαιτήσεων κατά τους ορισμούς τους γίνεται με έγγραφο τύπο και συντελείται με την καταχώριση της σύμβασης πώλησης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, από την οποία (καταχώριση) αποκτώνται τα δικαιώματα του αναδόχου έναντι του τρίτου οφειλέτη και πριν την αναγγελία της εκχώρησης στον τελευταίο, αφού ως τέτοια ισχύει πλασματικά εκ του νόμου η καταχώριση της σύμβασης στο βιβλίο αυτό κατά τους ορισμούς του άρθρου 10 παρ. 10 του ν. 3156/2003, εφόσον πρόκειται για τιτλοποίηση απαιτήσεων, η δε διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων ανατίθεται υποχρεωτικά σε εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά το ν. 4354/2015 από την Τράπεζα της Ελλάδος. Έτσι, μολονότι κατά τα αναφερόμενα στην πρώτη παράγραφο της νομικής τούτης σκέψης ο ειδικός διάδοχος του δικαιούχου (δανειστή), ο οποίος δεν αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο και δικαιούται κατ’ άρθρο 919 παρ. 1 KΠολΔ ή άλλη ειδική διάταξη να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση, υποχρεούται για το έγκυρο της αναγκαστικής εκτέλεσης που ενεργείται απ’ αυτόν, να κοινοποιήσει στον καθ’ου η εκτέλεση νέα επιταγή, καθώς και τα νομιμοποιητικά της διαδοχής του έγγραφα δημόσια είτε ιδιωτικά, ολόκληρα και όχι σε αποσπάσματα, τα οποία πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα ή επίσημα αντίγραφα, στην ειδικότερη περίπτωση της διαδοχής του δικαιούχου λόγω σύμβασης μεταβιβάσεως των τιτλοποιούμενων τραπεζικών απαιτήσεων κατά τους ορισμούς των ν. 4354/2015 και 3156/2003, με δεδομένη τη συνθετότητα και την έκταση των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται η μεταβίβαση των απαιτήσεων και εν συνεχεία η ανάθεση της διαχείρισης αυτών, άρα και των αντιστοίχων εγγράφων που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθ’ου η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 KΠολΔ, ολόκληρων των σχετικών συμβάσεων μεταβιβάσεως και ανάθεσης της διαχείρισης, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου 925 παρ. 1 KΠολΔ, είναι ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή, στείρα τυπολατρική και παρεμβάλει σοβαρά εμπόδια στην εκτελεστική διαδικασία, παρεμποδίζοντας αδικαιολογήτως την πρόσβαση σε αυτήν των δανειστών. Η αναγκαστική εκτέλεση θέτει μεν συνήθως τον τύπο πριν από την ουσία, όχι, όμως, σε βαθμό που να εγγίζει τα όρια της κατάχρησης. Κατ’ ανάγκη λοιπόν, θα πρέπει να επιλεγούν εκείνα μόνο τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την συντέλεση της μεταβιβάσεως και στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση του επισπεύδοντος (πρβλ. ΑΠ 345/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) . Καθώς δε τα αποτελέσματα της μεταβιβάσεως επέρχονται αυτοδικαίως εκ του νόμου και χωρίς άλλη διατύπωση και έναντι τρίτων από την καταχώριση της κάθε σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του αρ. 3 του ν. 2844/2000, είναι προφανές ότι και η νομιμοποίηση της εταιρίας που αναλαμβάνει τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων αρχίζει ακριβώς από τότε. Άρα, τα έγγραφα, που πιστοποιούν τις ανωτέρω πράξεις και ολοκληρώνουν τη μεταβίβαση και την ανάθεση της διαχείρισης, είναι τα μόνα κρίσιμα και θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή. Όλα τα υπόλοιπα, οσηδήποτε σπουδαιότητα και σοβαρότητα αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της μεταβιβάσεως καθ’ εαυτή, δεν παύουν να αποτελούν στοιχεία, που αφορούν στις εσωτερικές σχέσεις των εταιρειών. Τα έγγραφα που νομιμοποιούν, συνεπώς, την εταιρεία που ανέλαβε τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, είναι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβιβάσεως και ανάθεσης της διαχείρισης, σύμφωνα με το αρ. 3 του ν. 2844/2000, ήτοι η δημοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε με την υπ’ αριθμ. 161/337/2003 (ήδη ΥΑ 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, με το σχετικό απόσπασμα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων απ’ όπου θα φαίνεται η καταχώριση της μεταβιβάσεως της απαιτήσεως του καθ’ ου η εκτέλεση και η ανάθεση της διαχείρισης αυτής. Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925 παρ. 1 KΠολΔ (βλ. ΕΑ 5722/2022, ΕΘ 177/22 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΘ 160/2022 αδημ. , ΕΘ 1643/2019, αδημ., Π. Γιαννόπουλο, Η Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης – Κριτική επισκόπηση των ρυθμίσεων του Ν. 4354/2015 και de lege ferenda προτάσεις, Αρμ 2019/233 επ. , Ν.Κατηφόρης σχόλιο κάτωθι ΜΠρΝαξ 57/2020, ΕΠολΔ 2020 σελ. 432 επ, αντίθετα Κ. Παπαχρήστου-Δημητράς. Η νομιμοποίηση των διαδίκων στην πολιτική δίκη εκδ. 2021 σελ. 137-140 με παραπομπές σε σύγχρονη νομολογία Πρωτοβάθμιων Δικαστηρίων, Γ. Αποστολάκης, Ζητήματα από την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των εταιρειών διαχειρίσεως απαιτήσεων από τραπεζικά δάνεια ΕπΑΚ 2021 σελ. 703-704) . Αυτά τα έγγραφα  πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα ή επίσημα έγγραφα, μη αρκούσης της απλής μνείας τούτων στην επιταγή. (Εφ.Αθ.1017/2024 ΤΝΠ Νομος). Η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 KΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας (ΑΠ 1343/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 3577/2022 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑΘ 832/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 494/2022 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΘεσ 177/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ  Π. Μάζης, Ερμηνεία KΠολΔ – Αναγκαστική Εκτέλεση, 2021, υπό άρθρο 925 σελ. 164-165, I. Κατράς Σύστημα Ασφαλιστικών Μέτρων, Αναγκαστικής Εκτέλεσης, Διαταγών Πληρωμής και Απόδοση, Γ’ εκδ. παρ. 164 Β.2) Τέλος, η εκ μέρους του ανακόπτοντος αμφισβήτηση της τήρησης των οριζομένων στην παρ. 1 του άρθρου 925 KΠολΔ, συνιστά άρνηση των προϋποθέσεων της αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον του, με αποτέλεσμα το βάρος απόδειξης της προσήκουσας συγκοινοποίησης των απαραίτητων εγγράφων από τον διάδοχο του αρχικού δικαιούχου της απαίτησης για τη θεμελίωση της νομιμοποίησής του να το φέρει ο επισπεύδων δανειστής (Γ7. Γέσιου – Φάλτση, Δίκαιο Αναγκαστικής εκτέλεσης-Γενικό Μέρος, 2018, σελ. 563,564). Εξάλλου, το δικαστήριο, που δικάζει ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης εφόσον διαπιστώσει ότι δεν κοινοποιήθηκαν στον οφειλέτη τα αναγκαία έγγραφα για την απόδειξη της ειδικής διαδοχής του επισπεύδοντος την εκτέλεση σε βάρος του, σύμφωνα με το άρθρο 925 KΠολΔ, δεν μπορεί να διαγνώσει στηριζόμενο σε άλλα στοιχεία, διαφορετικά από αυτά που συγκοινοποιήθηκαν, δηλαδή σε έγγραφα προσκομιζόμενα για πρώτη φορά στη δίκη της ανακοπής αλλά οφείλει να δεχθεί τον σχετικό λόγο και το αίτημα της ανακοπής και να απαγγείλει την προβαλλόμενη ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης (σχετ. ΑΠ 914/2018 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης, η εκκαλούσα παραπονείται για την απόρριψη ως ουσία αβάσιμου, του πρώτου λόγου ανακοπής της με τον οποίο επικαλέστηκε ακυρότητα της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της εφεσίβλητης άλλως λόγω αοριστίας, επειδή δεν της κοινοποιήθηκε με την επιταγή προς εκτέλεση, παράρτημα της από 11.4.2022 σύμβασης από το οποίο να αποδεικνύεται ότι η  επίδικη απαίτηση, μεταβιβάστηκε στην επισπεύδουσα την εκτέλεση, εταιρεία με την επωνυμία «…………….», επιπλέον δε δεν της κοινοποιήθηκε κανένα έγγραφο από το οποίο να προκύπτει το ύψος της μεταβιβασθείσας απαίτησης. Από την επανεκτίμηση όλων των εγγράφων που προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται σε σχέση με τον ως άνω λόγο έφεσης, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Μετά την από 29.11.2019 αίτηση της αρχικής δανείστριας τράπεζας-ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…….» εκδόθηκε από τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η με αριθμό ……./2019 διαταγή πληρωμής με την οποία η εκκαλούσα διατάχθηκε να καταβάλλει στην παραπάνω τράπεζα το συνολικό ποσό των 139.871,96 ευρώ, εντόκως με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από 18.5.2019 πλέον τόκων υπερημερίας επί των καθυστερούμενων τόκων, ανατοκιζόμενο ανά εξάμηνο μέχρι την εξόφληση καθώς και το ποσό των 4.500 ευρώ για δικαστικά έξοδα, για απαίτηση που πηγάζει από την με αριθμό …………/7.4.2006 σύμβαση στεγαστικού δανείου, το με ίδια ημερομηνία παράρτημα και τα από 18.42007, 5.7,2011 και 1610.2013 πρόσθετα σύμφωνα. Ακριβές αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της διαταγής πληρωμής με την από 11.2.2019 επιταγή προς πληρωμή που συντάχθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Τράπεζας επιδόθηκε για πρώτη φορά στην εκκαλούσα. Ακολούθως με την προσβαλλόμενη από 20.5.2022 επιταγή, η οποία συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της παραπάνω διαταγής πληρωμής, η εφεσίβλητη, ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………….», επικαλέσθηκε ότι: Α) Δυνάμει της από 30.04.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης τιτλοποιημένων απαιτήσεων, σύμφωνα με το Ν, 3156/2003, η οποία δημοσιεύθηκε σε περίληψη με αριθμό πρωτοκόλλου …/30.04.2020 στον τόμο … με αριθμό … του βιβλίου που τηρείται στο ενεχυροφυλακείο Αθηνών, η αλλοδαπή εταιρία «………..» απέκτησε απαιτήσεις λόγω τιτλοποίησης από την Τράπεζα …….. και κατέστη ειδική διάδοχος ως προς την έννομη σχέση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής. Β) Ότι δυνάμει της από 10.01.2022 σύμβασης πώλησης και εκχώρησης απαιτήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, για την οποία έγινε σχετική εγγραφή στο ενεχυροφυλακείο Αθηνών την 17.01.2022 «………» μεταβίβασε απαιτήσεις της από δάνεια και πιστώσεις προς την εδρεύουσα στην Αθήνα εταιρία «…………….». Γ) Ότι, στη συνέχεια, δυνάμει της από 11.04.2022 σύμβασης πώλησης και εκχώρησης απαιτήσεων, που καταχωρήθηκε στο ενεχυροφυλακείο Αθηνών η εταιρία «……….» μεταβίβασε απαιτήσεις από δάνεια και  πιστώσεις, σύμφωνα με το Ν. 3156/2003, στην εταιρία «…………..». Δ) Ότι δυνάμει της από 08.04.2022 σύμβασης διαχείρισης, η οποία καταχωρήθηκε την 11.04.2022 στα βιβλία του ενεχυροφυλακείου Αθηνών η εφεσίβλητη ανέλαβε τη διαχείριση των απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν στην τελευταία ως άνω εταιρία, και επιτάσσει την  εκκαλούσα να της καταβάλει τα αναφερόμενα με την επιταγή ποσά Περαιτέρω, κατά τα αναγραφόμενα στην ίδια επιταγή προς πληρωμή η εφεσίβλητη φέρεται να συγκοινοποίησε στην εκκαλούσα ανακόπτουσα τα εξής έγγραφα: 1) Αντίγραφο της υπ’ αριθ. Πρωτ……./30.04.2020 δημοσίευσης στον τόμο … με αριθμό … του βιβλίου που τηρείται στο ενεχυροφυλακείο Αθηνών της από 30.04.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης, δυνάμει της οποίας η «………..» μεταβίβασε λόγω τιτλοποίησης απαιτήσεις της προς την «………», 2) Αντίγραφο της υπ’ αριθ. πρωτ. ………/30.04.2020 δημοσίευσης στον τόμο … με αριθμό … του βιβλίου που τηρείται στο ενεχυροφυλακείο Αθηνών της από 30.04.2020 σύμβασης διαχείρισης που καταρτίσθηκε μεταξύ της η «…….» και της παραπάνω τράπεζας, 3) Αντίγραφο αποσπάσματος του παραρτήματος της από 30.04.2020 σύμβασης, από το οποίο προκύπτει ότι μεταξύ των απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν είναι και εκείνες από την παραπάνω αναφερόμενη σύμβαση δανείου, 4) Αντίγραφο της υπ’ αριθ. πρωτ. …/20.04.2021 δημοσίευσης σε περίληψη στον τόμο … με αριθμό ….. του βιβλίου του ενεχυροφυλακείου Αθηνών μεταβολής/προσθήκης στην από 30.04.2020 σύμβαση πώλησης, 5) Αντίγραφο της υπ’ αριθ. πρωτ. …/20.04.2021 δημοσίευσης σε περίληψη στον τόμο … με αριθμό …. μεταβολής/προσθήκης στην από 30.04.2020 σύμβαση διαχείρισης, 6) Αντίγραφο του υπ’ αριθ. ……./2021 ειδικού πληρεξουσίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………, 7) Την υπ’ αριθ. ……../02.10.2020 Ανακοίνωση ως προς την έγκριση του σχεδίου πράξης διάσπασης της αρχικής δανείστριας τράπεζας, 8) Την υπ’ αριθ. πρωτ. …./16.04.2021 Ανακοίνωση περί καταχώρισης στο Γ.Ε.ΜΗ. της εγκριτικής πράξης διάσπασης της τράπεζας, με απόσχιση κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και εισφορά του σε νεοσυσταθείσα εταιρία, 9) Τις υπ’ αριθ. πρωτ. …/16.04.2021 και …/16.04.2021 Ανακοινώσεις περί καταχώρισης στο Γ.Ε.ΜΗ. της εγκριτικής απόφασης, 10) Το από 18.06.2021 ιδιωτικό συμφωνητικό διαχείρισης απαιτήσεων στην αγγλική γλώσσα με την μετάφρασή του στην ελληνική, 11) Την υπ’ αριθ. πρωτ. …./22.06.2021 δημοσίευση στο ενεχυροφυλακείο Αθηνών της σύμβασης διαχείρισης, 12) Αντίγραφο πληρεξουσίου, 13) Αντίγραφο της από 10.01.2022 σύμβασης πώλησης και εκχώρησης απαιτήσεων που καταρτίσθηκε μεταξύ της «………..» και της εταιρίας «……………..», 14) Αντίγραφο της υπ’ αριθ. πρωτ. …../17.01.2022 δημοσίευσης σε περίληψη στον τόμο … με αριθμό … του βιβλίου που τηρείται στο ενεχυροφυλακείο Αθηνών της από 10.01.2022 σύμβασης πώλησης και εκχώρησης απαιτήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, που καταρτίσθηκε μεταξύ της «………..» και της «………. με απόσπασμα του παραρτήματος της σύμβασης, 15) Αντίγραφο του από 17.01.2022 ιδιωτικού συμφωνητικού διαχείρισης απαιτήσεων σε ακριβή μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, 16) Αντίγραφο του με αριθ. ………./04.02.2022 πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών….., 17) Αντίγραφο της υπ’ αριθ. …/11.04.2022 δημοσίευσης σε περίληψη στον τόμο … με αριθμό … της από 11.04.2022 σύμβασης διαχείρισης που καταρτίσθηκε μεταξύ της «………….» και της καθ’ ης, 18) Αντίγραφο του υπ’ αριθ. ………../11.04.2022 ειδικού πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών …………, 19) Αντίγραφο της από 11.04.2022 ελληνικής σύμβασης πώλησης και εκχώρησης με το συνημμένο σε αυτήν αγγλικό κείμενο, 20) Αντίγραφο της υπ’ αριθ. …./11.04.2022 δημοσίευσης σε περίληψη στον τόμο … με αριθμό … της από 11.04.2022 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταρτίσθηκε μεταξύ της «……………» και της «……………», δυνάμει της οποίας η πρώτη μεταβίβασε στη δεύτερη, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, απαιτήσεις από δάνεια, όπως τροποποιημένο ισχύει εντός της οποίας περιλαμβάνεται ακριβές αντίγραφο του αποσπάσματος του παραρτήματος της από 11.44.2022 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από το οποίο προκύπτει ότι στις εκχωρηθείσες απαιτήσεις συμπεριλαμβάνεται και η ανωτέρω απαίτηση. 21) Ακριβές αντίγραφο του από 11.04.2022 ιδιωτικού συμφωνητικού διαχείρισης απαιτήσεων (private agreement for the servicing of receivables σε ακριβή μετάφραση στην ελληνική, και 22) Αντίγραφο του υπ’ αριθ. …/12.04.2022 πληρεξουσίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών . …… Σε ότι αφορά τηn υπ’ αριθ. …./11.04.2022 δημοσίευση σε περίληψη στον … με αριθμό … της από 11.04.2022 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταρτίσθηκε μεταξύ της «…………» και της «……………», που κοινοποιήθηκε στην εκκαλούσα, την οποία προσκομίζει η τελευταία, αυτή δεν φέρει ακριβές αντίγραφο του αποσπάσματος του παραρτήματος της από 11.44.2022 στο οποίο να εμφανίζεται η επίδικη απαίτηση. Παρά ταύτα η εκκαλούσα συνομολογεί ότι της κοινοποιήθηκαν δυο αποσπάσματα, τα οποία προσκομίζει, τα οποία δεν είναι συνημμένα σε κάποια σύμβαση ούτε θεωρημένα, ούτε φέρουν σφραγίδα που να πιστοποιεί ότι είναι αποσπάσματα συγκεκριμένης σύμβασης μεταβίβασης απαιτήσεων. Η εφεσίβλητη, η οποία όπως στη μείζονα σκέψη της παρούσας εκτέθηκε, φέρει το βάρος απόδειξης της κοινοποίησης των εγγράφων που στηρίζουν την ενεργητική της νομιμοποίηση, κατ΄άρθρο 925 ΚΠολΔ, εκτός της γενικής άρνησης της ανακοπής και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της έφεσης, δεν προβάλλει κανέναν ειδικότερο ισχυρισμό ως προς το εξεταζόμενο ζήτημα. Επιπλέον δεν προσκομίζει έκθεση επίδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής με την επίσης ανακοπτόμενη επιταγή προς εκτέλεση, με τα συγκοινοποιηθέντα έγγραφα. Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προσκομίζει την υπ’ αριθ. ……/11.04.2022 δημοσίευση σε περίληψη στον τόμο…. με αριθμό ….. της από 11.04.2022 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταρτίσθηκε μεταξύ της «…………..α» και της «………» με το συνημμένο σε αυτήν παράρτημα. Στο παράρτημα αυτό όντως εμπεριέχεται η επίδικη σύμβαση με αύξοντα αριθμό 116, όπως ορθά εντόπισε η εκκαλουμένη απόφαση. Από την σύγκριση όμως του σημείου του παραρτήματος που είναι συνημμένο στην ως άνω σύμβαση διαχείρισης με τα αποσπάσματα των παραρτημάτων που κοινοποιήθηκαν στην εκκαλούσα, προκύπτει αδυναμία ταύτισής τους. Ειδικότερα, στο παράρτημα της από 11.4.2022 σύμβασης μεταβίβασης απαιτήσεων, που προσκομίζει η εφεσίβλητη ενώπιον του Δικαστηρίου, η επίδικη απαίτηση φέρεται στην πρώτη σειρά της αριθμημένης ως σελίδα έξι του παραρτήματος. Στο ένα από τα αποσπάσματα που κοινοποιήθηκαν στην εκκαλούσα και ομοιάζει ως προς την γραμματοσειρά με το παράρτημα της από 11.4.2022 σύμβασης μεταβίβασης απαιτήσεων, η απαίτηση κατά της εκκαλούσας αποτυπώνεται στην 4η σειρά του άνευ αριθμού σελίδας αποσπάσματος. Το έτερο δε απόσπασμα που κοινοποιήθηκε στην εκκαλούσα  δεν ομοιάζει κατά την γραμματοσειρά στο παράρτημα της από 11.4.2022 σύμβασης μεταβίβασης απαιτήσεων, ενώ αντίθετα από την συγκριτική επισκόπηση των παραρτημάτων των συμβάσεων που προσκομίζει η εφεσίβλητη, φέρεται ότι αυτό συμπίπτει με απόσπασμα του παραρτήματος της με αριθμό ……/17.1.2022 σύμβασης μεταβίβασης απαιτήσεων μεταξύ των εταιρειών «…………» και «…………..». Σημειώνεται ότι τα έγγραφα που προσκομίζει η εφεσίβλητη, τα οποία επικαλείται ως νομιμοποιητικά έγγραφα στις προτάσεις της, στα οποία περιλαμβάνονται όλες οι συμβάσεις μεταβίβασης της επίδικης απαίτησης που ανωτέρω εκτέθηκαν με τα πλήρη παραρτήματα αυτών, δεν αποδεικνύεται ότι είναι αυτά που κοινοποιήθηκαν στην εκκαλούσα, καθώς έχουν σφραγιστεί και βεβαιωθεί ως ακριβή αντίγραφα των πρωτοτύπων εγγράφων με ημερομηνία 14.5.2024 από τον δικηγόρο .. …., ενώ τα κοινοποιηθέντα στην εκκαλούσα μαζί με την προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση είχαν  επικυρωθεί από την δικηγόρο …………. Από τα προαναφερθέντα περιστατικά αποδεικνύεται ότι η εφεσίβλητη, δεν κοινοποίησε μαζί με την προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση, το απόσπασμα του παραρτήματος της από 11.4.2022  σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταρτίσθηκε μεταξύ της «…………» και της επισπεύδουσας την εκτέλεση εταιρείας «……………..», από το οποίο να προκύπτει η καταχώρηση της μεταβίβασης της απαίτησης σε βάρος της καθ’ ης η εκτέλεση εκκαλούσας στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών `Εσφαλε, συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε τον ως άνω λόγο ανακοπής και δεν ακύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης  για το λόγο ότι δεν συγκοινοποιήθηκαν στην καθ’ ης η εκτέλεση όλα τα απαραίτητα κατ’ άρθρο 925 KΠολΔ έγγραφα. Επομένως, δεκτής γενομένης της έφεσης κατά το σκέλος αυτής πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το μέρος που απέρριψε τον πρώτο λόγο ανακοπής, να διαταχθεί η επιστροφή του e-παραβόλου για την κατάθεση της έφεσης, ποσού 100,00 ευρώ, στην εκκαλούσα (495 παρ. 3 εδ. ε’ του KΠολΔ), και αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και δικασθεί ο ως άνω πρώτος λόγος ανακοπής  να γίνει δεκτή η ανακοπή ως προς το λόγο αυτό και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι. η από  20.5.2022 επιταγή προς πληρωμή κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της αριθμό ……./2019 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Μετά την ακύρωση της ως άνω πράξης, παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης και του πρόσθετου λόγου αυτής, με τους οποίους ζητείται η ακύρωση της ίδιας πράξης. Τέλος, πρέπει να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη των διαδίκων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας λόγω της εν μέρει νιίκης και ήττας εκάστου (άρθρα 179 και 183 του KΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων α) την από 16.6.2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2023 έφεση και β) το από 10.4.2024 με αριθμό κατάθεσης στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2024 δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης. κατά της με αριθμό 503/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του e-παραβόλου για την κατάθεση της έφεσης, ποσού 100,00 ευρώ, στην εκκαλούσα.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ εν μέρει την εκκαλουμένη, ήτοι ως προς την απόρριψη του πρώτου λόγου της ανακοπής .

 ΔΙΑΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ α) την από 10.6.2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………./2022 ανακοπή και β) το από 14.11.2022 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2022 δικόγραφο πρόσθετων λόγων ανακοπής ανακοπή.

ΔΕΧΕΤΑΙ τον πρώτο λόγο ανακοπής.

 ΑΚΥΡΩΝΕΙ την από 20.5.2022 επιταγή προς πληρωμή κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της αριθμό ………./2019 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ την δικαστική δαπάνη των διαδίκων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας

 ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Κοζάνη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 31.7.2024.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ