ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 336/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και το Γραμματέα Σ.Τ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …….., για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:
Α) Του εκκαλούντος: ……… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κοντοσέα (ΑΜ ΔΣΑ …….. ΔΕ Γ.Κοντοσέας και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία ΔΣΠ ….), που κατέθεσε την από 29-05-2024 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Της εφεσίβλητης: Της νόμιμα εκπροσωπούμενης εταιρείας με την επωνυμία <<……..>> και ήδη μετονομασθείσας σε <<……….>>, που εδρεύει στην ……. Αττικής, οδός …….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευαγγελία Παπαντωνοπούλου (ΑΜ ΔΣΑ ….).
Β) Της εκκαλούσας: Της εταιρείας με την επωνυμία <<……….>> και το διακριτικό τίτλο <<…….>>, που εδρεύει στην ….. Αττικής, οδός …. ……, νομίμως εκπροσωπουμένης, με ΑΦΜ ……… ΔΟΥ Πλοίων, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευαγγελία Παπαντωνοπούλου (ΑΜ ΔΣΑ …).
Του εφεσίβλητου: ……….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κοντοσέα (ΑΜ ΔΣΑ ……… ΔΕ Γ.Κοντοσέας και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία ΔΣΠ ……….), που κατέθεσε την από 29-05-2024 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Ο εκκαλών της υπό στοιχ. Α) έφεσης και εφεσίβλητος της υπό στοιχ. Β) έφεσης, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 19-10-2020 (με γεν.αριθ.κατάθ. …./2020 και ειδ.αριθ.καταθ. δικογρ. ……/2020) αγωγή, με την οποία ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’αριθ. 400/2022 οριστική απόφαση, με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, διατάσσοντας τα σε αυτήν αναφερόμενα.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ο ενάγων και ήδη εκκαλών της υπό στοιχ. Α) έφεσης, με την από 23-08-2022 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/30-08-2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …/30-08-2022 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …/30-08-2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …/30-08-2022) έφεση και η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχ. Β) έφεσης, με την από 25-07-2023 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/27-07-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …/27-07-2023 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …/27-07-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …/27-07-2023) έφεση, οι οποίες προσδιορίστηκαν για τη δικάσιμο της 21-09-2023, κατά την οποία δεν εισήχθησαν προς συζήτηση λόγω ανώτερης βίας που αφορά τη συμμετοχή των δικαστικών υπαλλήλων σε απεργία της ΑΔΕΔΥ και της Ομοσπονδίας Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδος, προσδιορίστηκαν δε αυτεπαγγέλτως δυνάμει της υπ’αριθ. 75/27-09-2023 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο.
Οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν στη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν αντιμωλία των διαδίκων.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω, αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: α) η από 23-08-2022 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/30-08-2022 και ειδ.αριθ.καταθ…./30-08-2022 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …/30-08-2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …/30-08-2022) έφεση και β) η από 25-07-2023 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/27-07-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …/27-07-2023 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …/27-07-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …/27-07-2023) έφεση, στρεφόμενες κατά της υπ’αριθ. 400/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά τη διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, κατ’αντιμωλία των διαδίκων, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, λόγω της προδήλου μεταξύ τους συνάφειας, καθ’ όσον βάλλουν κατά της αυτής οριστικής αποφάσεως, υπάγονται στην αυτή διαδικασία και με την ένωση και συνεκδίκασή τους επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και αποτρέπεται το ενδεχόμενο εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων (άρθρα 246 και 524παρ.1 ΚΠολΔ, ΕφΑθ4299/2006 ΕλλΔνη 47 1508).
Οι κρινόμενες αντίθετες, από 23-08-2022 υπό στοιχ. Α) έφεση και από 25-07-2023 υπό στοιχ. Β) έφεση, που στρέφονται κατά της υπ’αριθ. 400/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρ. 82 ΚΙΝΔ σε συνδ. με άρθρ. 591, 614, 621, 622 ΚΠολΔ), κατ’αντιμωλία των διαδίκων και έκανε δεκτή εν μέρει την από 19.10.2020 αγωγή, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 02.02.2022, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής (Εφ.Πειρ. 315/2023, Εφ.Πειρ. 2632/2023, www.efeteio-peir.gr). Εφόσον δε οι ένδικες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.
Ο ενάγων εξέθετε με την από 19-10-2020 αγωγή του, ότι με σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που κατήρτισε με την εναγομένη την 4.6.2018, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε στο υπό ελληνική σημαία και με αριθμό Νηολογίου Πειραιά ……… Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο <<ΕΠ>>, ολικής χωρητικότητας 4.863,46 κόρων, υπό Διεθνές Διακριτικό Σήμα ………, πλοιοκτησίας της εναγομένης, με την ειδικότητα του Γ’ Μηχανικού, έως την 15.5.2019, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας διάρκειας ενός μηνός, ήτοι έως την 15.6.2019 και ότι επαναυτολογήθηκε σε αυτό την 20.6.2019 και απασχολήθηκε έως την 16.12.2019 που απολύθηκε με αίτηση του Πλοιάρχου, χωρίς δικό του παράπτωμα. Ότι από τις ως άνω ναυτολογήσεις του, οι οποίες διέπονταν κατά τη συμφωνία των μερών από τη ΣΣΝΕ πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων έτους 2019, διατηρεί αξιώσεις για πρόσθετη αμοιβή λόγω υπερωριακής απασχόλησης, διαφορά επιδομάτων εορτών έτους 2019, αμοιβή για δρομολόγια εξπρές, αποζημίωση διανυκτέρευσης και αποζημίωση απόλυσης. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλει το ποσό των 20.108,87 ευρώ νομιμοτόκως από την τελευταία απόλυσή του, άλλως από την επίδοση της αγωγής και να καταδικαστεί αυτή στη δικαστική του δαπάνη. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, έκανε αυτήν εν μέρει δεκτή και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 8.934,00 ευρώ νομιμοτόκως με τις αναφερόμενες στο σκεπτικό διακρίσεις μέχρις εξοφλήσεως, κηρύσσοντας την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για μέρος της καταψηφιστικής της διάταξης ποσού 4.500,00 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονούνται αμφότερα τα διάδικα μέρη με τις κρινόμενες εφέσεις τους και με τους διαλαμβανόμενους σε αυτές λόγους, οι οποίοι, κατά τη συνολική τους εκτίμηση, ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, άλλως τη μεταρρύθμισή της, ο μεν ενάγων – εκκαλών της υπό στοιχ. Α) έφεσης με σκοπό να γίνει δεκτή καθ’ολοκληρία η ανωτέρω αγωγή του, η δε εναγομένη – εκκαλούσα της υπό στοιχ. Β) έφεσης με σκοπό την απόρριψη της από 19-10-2020 αγωγής, αιτούμενοι αμφότεροι οι διάδικοι να καταδικαστούν οι αντίδικοι αυτών στη δικαστική τους δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
I].Με τα άρθρα 11, 12 παρ. 1, 13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ. 1 της ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β’ 3170/12.8.2019) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2019», του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ορίζονται τα ακόλουθα: οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού. Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, Δνη 2015/508), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 735/2006, ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες, δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου, όπως προκύπτει από το σχετικό άρθρο 18 της ως άνω ΣΣΝΕ. Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β΄ και γ΄ της ιδίας ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους ÷ 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 138 του ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α΄ 158/1960), όταν το πλοίο ταξιδεύει («εν πλω») το προσωπικό μηχανής κατανέμεται σε φυλακές (βάρδιες) με τη μέριμνα του Α΄ μηχανικού, ο οποίος, στην εξαιρετική περίπτωση, κατά την οποία στο πλοίο υπηρετούν τρεις [3] ακόμη αξιωματικοί μηχανής, κατώτεροι από αυτόν σε βαθμό, δεν μετέχει σ’ αυτές, όπως το ίδιο προβλέπεται και για τον Β΄ μηχανικό υπό τις αυτές περιστάσεις. Καθεμία από τις φυλακές, που κατά κανόνα δεν μπορεί να είναι συνολικά λιγότερες από τρεις [3] ανά εικοσιτετράωρο ούτε να διαρκούν περισσότερο από τέσσερις [4] ώρες εκάστη, απαρτίζει κατά το νόμο ένας [1] από τους (λοιπούς) αξιωματικούς μηχανής και ένα [1] μέλος του κατώτερου πληρώματος και, συγκεκριμένα, μηχανοδηγός (άρθρο 140 § 4), θερμαστής ή καθαριστής. Τα γενικά καθήκοντα του αξιωματικού φυλακής μηχανής καθορίζονται στο άρθρο 139 του ιδίου ΒΔ, όπου προβλέπεται ότι αυτός τελεί υπό τον έλεγχο και τις διαταγές του Α΄ μηχανικού και είναι επιφορτισμένος με τη φροντίδα εν γένει των μηχανών και της κανονικής λειτουργίας τους. Ως προς τα ειδικότερα καθήκοντά του ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι « … β) … αφ’ ης … παραλάβει [την φυλακήν] απαγορεύεται απολύτως εις τούτον να απομακρυνθή του μηχανοστασίου διαρκούσης της φυλακής του, είτε εν ημέρα είτε εν νυκτί, εκτός εάν αναπληρωθή αδεία του Α΄ Μηχανικού ή αντικατασταθή κανονικώς, γ) παρακολουθεί με εντεταμένην προσοχήν την λειτουργίαν των μηχανών και λοιπών μηχανημάτων και των λεβήτων, επιμελείται της λιπάνσεως αυτών, μεριμνά περί της διατηρήσεως της οριζομένης ατμοθλίψεως και του αριθμού των διατασσομένων στροφών, εκτελεί αμέσως τα εκ της γεφύρας μεταβιβαζόμενα παραγγέλματα χειρισμού των μηχανών και εποπτεύει την μεταφοράν της καυσίμου ύλης, δ) εκτελεί πάσαν σχετικήν προς τα καθήκοντά του εντολήν διδομένην εκ της γεφύρας και ειδοποιεί πάραυτα περί τούτου ως και εν περιπτώσει ανωμαλίας τινός τον Α΄ Μηχανικόν και διά τούτου τον Αξιωματικόν φυλακής γεφύρας, απαγορευομένης εις αυτόν αυστηρώς της μετατροπής του χειρισμού της μηχανής άνευ προηγουμένης συγκαταθέσεως του Πλοιάρχου ή του Αξιωματικού φυλακής γεφύρας, εκτός εις περιπτώσεις κατεπειγούσης ανάγκης….». Ως αντιστάθμισμα της εντάσεως της προσοχής που απαιτείται να επιδεικνύουν οι αξιωματικοί μηχανής κατά τη διάρκεια της βάρδιας τους ορίζεται στο άρθρο 138 § 4 ότι μετά το πέρας της φυλακής τους « … δεν διατίθενται εις άλλας εργασίας, αλλ’ αναπαύονται…». Τούτο σημαίνει ότι η εντολή του Α΄ Μηχανικού, που κατά το άρθρο 138 § 6 εποπτεύει τις φυλακές, στον υφιστάμενό του αξιωματικό μηχανής να μετάσχει εν πλω σε άλλες εργασίες μετά τη λήξη της τετράωρης βάρδιας του είναι παράνομη. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι τα υπηρεσιακά καθήκοντα του κατώτερου σε βαθμό αξιωματικού μηχανής (Β΄ και Γ΄ μηχανικού) εξαντλούνται στη συμμετοχή στις φυλακές του μηχανοστασίου εν πλω. Αντιθέτως, αφορούν και ειδικές εργασίες, όπως η συντήρηση του ξενοδοχειακού και υδραυλικού εξοπλισμού του πλοίου αλλά και η εκτέλεση άλλων εργασιών, που του ανατίθενται λόγω της ειδικότητάς του και για τις οποίες παγίως στις ΣΣΝΕ της ακτοπλοΐας προβλέπεται είτε ειδικό επίδομα σε ποσοστό επί του μισθού ενέργειας, όπως συμβαίνει με τις πρώτες (κατ’ άρθρο 8 § 14 της ως άνω ΣΣΝΕ του έτους 2019) είτε ιδιαίτερη αμοιβή, όπως συμβαίνει με τις δεύτερες. Ως προς αυτές το άρθρο 29 § 1 της ιδίας ΣΣΝΕ προβλέπει ειδικότερα ότι στους αξιωματικούς μηχανής και στο κατώτερο προσωπικό του μηχανοστασίου καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, εφόσον τους ανατίθεται η εκτέλεση «έξτρα εργασιών μηχανοστασίου». Μάλιστα, κατά μεν την έκτη παρατήρηση του πίνακα που παρατίθεται στη διάταξη αυτή, η εκτέλεση των εν λόγω εργασιών είναι για τους αξιωματικούς της μηχανής υποχρεωτική, κατά δε την έβδομη, ορισμένες εργασίες (καθαρισμοί σχετικοί με την εκτέλεση των έξτρα εργασιών) γίνονται αποκλειστικά από το κατώτερο πλήρωμα της μηχανής. Επιπλέον, στη ΣΣΝΕ εξειδικεύονται οι έξτρα εργασίες μηχανοστασίου με λεπτομερείς αναφορές (εξαρμόσεις και καθαρισμοί εμβόλων, χιτωνίων, κυλίνδρων, βαλβίδων κινητήρα, βάκτρων, παρεμβυσμάτων, στροφάλων, τριβέων, διωστήρων, εδράνων, επιστομίων, λεβήτων, αεροσυμπιεστών, αντλιών κλπ) και καθορίζεται η αμοιβή για την εκτέλεσή τους, για δε τον τρόπο κατανομής της σε όλο το προσωπικό του μηχανοστασίου (αξιωματικούς και κατώτερο πλήρωμα) ορίζεται ότι γίνεται «κατά δικαία κρίση του Α΄ μηχανικού» και ότι στους συμμετέχοντες στους καθαρισμούς διανέμεται ποσοστό 15% της συνολικής ιδιαίτερης αμοιβής των έξτρα εργασιών. Με τις ρυθμίσεις αυτές, που πρέπει να ερμηνευθούν σε αρμονία προς τις διατάξεις α] του ΒΔ 683/1960, που προπαρατέθηκαν και στις οποίες δεν γίνεται μνεία της υποχρέωσης των κάθε βαθμού αξιωματικών μηχανοστασίου να εκτελούν εργασίες συντήρησης και επισκευής των μηχανών είτε κατά τους πλόες είτε καθ’ ον χρόνο το πλοίο παραμένει ελλιμενισμένο, β] του άρθρου 57 § 2 ΚΙΝΔ, που ορίζει ότι ο πλοίαρχος μπορεί κατά τη διάρκεια του πλου, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να αναθέτει προσωρινά στο ναυτικό υπηρεσία διαφορετική ή επιπλέον από εκείνη την οποία ανέλαβε με τη σύμβαση, εφόσον δεν είναι ασυμβίβαστη με το βαθμό του, γ] του άρθρου 659 ΑΚ, κατά το οποίο, αν παραστεί ανάγκη εργασίας πέρα από τη συνηθισμένη, ο εργοδότης μπορεί να ζητήσει την εκτέλεσή της και ο εργαζόμενος υποχρεούται να την παράσχει, εάν είναι σε θέση να την εκτελέσει και η άρνησή του θα προσέκρουε στην καλή πίστη και δ] των άρθρων 96, 97 και 98 § 1α ΚΔΝΔ, κατά τα οποία επιτρέπεται η υπέρβαση των ανώτατων ορίων κανονικού χρόνου εργασίας και των ανώτατων ορίων πρόσθετης εργασίας (βλ. σχετ. Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο, 1990, αρ. 216, ΙΙΙ, σελ. 130), η συλλογική αυτονομία επιχειρεί να αντιμετωπίσει τις πραγματικές ανάγκες που μπορεί να προκύψουν σε ακτοπλοϊκό πλοίο κατά τη διάρκεια του πλου ή στο λιμένα, σε περίπτωση επελθούσας ή απειλούμενης βλάβης των μηχανών, σε χρόνο κατά τον οποίο δεν είναι εφικτή η επέμβαση εξωτερικού συνεργείου επισκευής τους, απαρτιζόμενου από εξειδικευμένους μηχανικούς πλοίων, που δεν είναι μέλη του πληρώματός του, κατά τρόπον ώστε να εξακολουθήσει απρόσκοπτα και αδιάλειπτα το μεταφορικό έργο, χωρίς ζημία της επιχείρησης του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή αλλά και χωρίς βλάβη των οικονομικών συμφερόντων των εργαζομένων, που, επειδή παρέχουν πρόσθετη εργασία, πρέπει να δικαιούται και πρόσθετης, προκαθορισμένης, αμοιβής. Επομένως, κατά την έννοια των ιδίων ρυθμίσεων, ο εργοδότης του αξιωματικού μηχανής μπορεί να αξιώσει από αυτόν, που είναι ως εκ της εκπαιδεύσεώς του γνώστης της συνδεσμολογίας των μηχανών του πλοίου και εξοικειωμένος με τη λειτουργία τους, να εκτελέσει κάθε συναφή εργασία, καταβάλλοντάς του την προβλεπόμενη αμοιβή, η οποία χαρακτηρίζεται ως ιδιαίτερη, ακριβώς επειδή δεν περιλαμβάνεται στα νόμιμα ή στα συμβατικά καθήκοντά του. Οι εργασίες αυτές μπορούν να εκτελεστούν από τους αξιωματικούς μηχανής είτε εν πλω είτε κατά την ακινησία του πλοίου, καθώς η ΣΣΝΕ δεν διακρίνει, στην πρώτη όμως περίπτωση σ’ αυτές δεν επιτρέπεται από το νόμο να μετάσχει ο αξιωματικός φυλακής μηχανής αμέσως μετά τη λήξη της βάρδιας του (Εφ.Πειρ. 161/2024, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς).
ΙΙ].Από την διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ 2019, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί, τις ατομικές συμβάσεις εργασίας των οποίων αυτή διέπει, δικαιούνται επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 364/2012, αδημ.). Αντιθέτως, το κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 § 1 και 20 της ως άνω ΣΣΝΕ μηνιαίως καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων δώρων εορτών (ΜονΕφΠειρ. 676/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΜονΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262), για το λόγο ότι δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, αιτία της χορηγήσεώς του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 = ΔΕΝ 59/1300 = Δνη 2005/123, ΑΠ 226/2003, ΕΕΔ 2004/790 = ΔΕΝ 59/1138, ΤριμΕφΠειρ. 177/2012, ΠειρΝ 2012/354, ΤριμΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ. 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜονΕφΠειρ. 347/2016, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 671/2015, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204). Ακόμη, δεν συνυπολογίζονται τα εορταστικά επιδόματα (δώρα), καθόσον αυτά δεν περιλαμβάνονται στην έννοια των μηνιαίων αποδοχών, αφού κατά το άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΝΕ δεν καταβάλλονται τακτικά κάθε μήνα ως αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας που προσφέρεται, αλλά «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα» (Εφ.Πειρ. 569/2022, Εφ.Πειρ. 194/2022, Εφ.Πειρ. 423/2021, Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir.gr), ούτε η αμοιβή για εκτέλεση έξτρα εργασιών, εάν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα (Εφ.Πειρ. 237/2016, Εφ.Πειρ. 164/2014, Εφ.Πειρ. 434/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, π.ρ.β.λ. και Εφ.Πειρ. 569/2022, Εφ.Πειρ. 543/2022, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς).
ΙΙΙ] Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 της ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προβλέπεται ότι, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται, από την αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΝ και από τους πλοιοκτήτες, η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης, καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ` εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου τέτοια δρομολόγια (Express) για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η κατά την παρ. 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. Όμως, σύμφωνα με τη παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ειδικά προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, του, κατά την προαναφερθείσα παρ. 2 προσδιορισμού. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή η μετάβαση στο λιμάνι ή τους λιμένας προορισμού και η επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7α). Εάν είναι μικρότερη των δώδεκα (12) ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7β). Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι, καθόσον αφορά την προβλεπόμενη απ` αυτές πρόσθετη αμοιβή, αυτή καταβάλλεται εφόσον σε κάθε δρομολόγιο το πλοίο δεν παραμείνει τουλάχιστον έξι (6) ώρες στο λιμάνι αφετηρίας πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο. Κατά τη σαφή δε έννοια της παρ. 1 του άρθρου αυτού, δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 170 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου», στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως “το κατά ημέρα και ώρα ιδιαίτερο ταξίδι προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής” (ΕΠ 71/2014 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ο δε λιμένας αφετηρίας ως “ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του”. Η υποχρέωση δε εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 των πιο πάνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει έξι (6) ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Δίδεται, όμως, η δυνατότητα, με τη διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν έξι (6) τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί έξι (6) ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του, προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του (Εφ.Πειρ.546/2016 ΕΝΔ 44.323). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο εκτελεί έως πέντε κυκλικά δρομολόγια εβδομαδιαίως, για τον προσδιορισμό της οφειλόμενης πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως έξι (6) ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή, εννοείται για τα δρομολόγια της εν λόγω εβδομάδας. Εν τούτοις, δεν καθίσταται απαράδεκτη ή νόμω αβάσιμη η αγωγή του εργαζομένου, με την οποία αυτός, έχοντας αξίωση λήψης πρόσθετης αμοιβής για πρόωρη αναχώρηση του πλοίου που εκτελεί έως πέντε κυκλικά δρομολόγια εβδομαδιαίως για περισσότερες της μίας εβδομάδας στα πλαίσια του χρόνου ναυτολόγησής του, υπολογίζει όλες τις ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου, καθόλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του, διότι εν τέλει και ο τρόπος αυτός υπολογισμού στο ίδιο αποτέλεσμα καταλήγει, εφόσον βάση προσδιορισμού της πρόσθετης αμοιβής, αποτελεί το πηλίκον της διαιρέσεως των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου με τον αριθμό 8. Είτε οι ώρες πρόωρης αναχώρησης ληφθούν σε εβδομαδιαία βάση και ακολούθως, αφού διαιρεθούν με τον αριθμό 8, γίνει άθροιση του πηλίκου των διαιρέσεων όλων των επιμέρους εβδομάδων απασχόλησης του εργαζομένου, είτε απευθείας όλες οι ώρες πρόωρης αναχώρησης διαιρεθούν με τον αριθμό 8, οδηγούν κατ’ αποτέλεσμα στον ίδιο αριθμό δρομολογίων. Εξάλλου, για την εφαρμογή της παραπάνω § 7, στο σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου συμπεριλαμβάνεται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το ναυτικό εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνυπολογίζονται, επομένως, ο μισθός ενέργειας, τα επιδόματα Κυριακών και βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, ο μέσος όρος της αμοιβής που καταβάλλεται τακτικά για επαναλαμβανόμενη υπερωριακή εργασία (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), το επίδομα αδείας (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΜονΕφΠειρ. 51/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και ο μέσος όρος των πρόσθετων αμοιβών που εισπράττει ο ναυτικός από τον εργοδότη του, αν αυτές του καταβάλλονται σταθερά και αδιαλείπτως κάθε μήνα (ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π.). Κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, στις μηνιαίες αποδοχές επί των οποίων υπολογίζεται η εν λόγω πρόσθετη αμοιβή, περιλαμβάνονται και τα εορταστικά επιδόματα (δώρα), έστω κι αν κατά το άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΝΕ καταβάλλονται «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα», εφόσον αυτά καταβάλλονται τακτικώς κάθε μήνα (όμοια ΕφΠειρ 328/2023 και ΕφΠειρ 433/2023, Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο 1977, σελ. 148).
IV]. Στο υπό τον τίτλο «Διανυκτέρευση εις λιμένα» άρθρο 16 εκάστης των ως άνω ΣΣΝΕ ορίζεται ότι «Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνας Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους λοιπούς μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν (§ 1). Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (§ 2). Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή.
V].Εξάλλου, στις διατάξεις των άρθρων 68 – 81 του Ν. 3816/1958 «Περί Κυρώσεως Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου ΚΙΝΔ» (ΦΕΚ Α 32/28.2.1958) καταστρώνονται οι προβλεπόμενοι από αυτόν λόγοι λύσεως της σύμβασης ναυτικής εργασίας, εφαρμοζομένων παραλλήλως των ρυθμίσεων του κοινού δικαίου επί των μη ρυθμιζόμενων περιπτώσεων. Οι λόγοι αυτοί διαρθρώνονται σε δύο [2] κατηγορίες και, συγκεκριμένα, αφενός μεν σ’ εκείνους που επιφέρουν αυτόματα τη λύση της σύμβασης με τη συνδρομή ορισμένων γεγονότων (άρθρα 68, 70, 71) και, αφετέρου, σ’ εκείνους που ανάγονται στη βούληση των συμβαλλομένων (άρθρα 69 και 72 – 74), οι οποίοι λειτουργούν ύστερα από ενέργεια ενός μόνον από αυτούς (Ι. Ρόκας – Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 148, σελ. 80, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 1989, σελ. 155 επομ.). Πέραν, όμως, αυτών είναι δυνατή η λύση της σύμβασης ναυτολογήσεως με τη θέληση αμφοτέρων των συμβαλλομένων (Α. Κιάντου – Παμπούκη, οπ., Γ. Μικρούδης, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, σε ΕΕΔ 66/449 επομ. [454, υποσ. 49]), στα πλαίσια της συμβατικής ελευθερίας και της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης που σε νομοθετικό επίπεδο θεμελιώνονται στην διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ. Η λύση αυτή της σύμβασης ναυτικής εργασίας, με κοινή συναίνεση, δεν προβλέπεται στον ΚΙΝΔ, ο οποίος προνοεί μόνον για τη λύση της με τη θέληση του ενός συμβαλλομένου, προς την οποία και συνάπτει έννομες συνέπειες. Τέτοια συνέπεια προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 76, κατά την οποία ο απολυόμενος ναυτικός δικαιούται αποζημιώσεως, εκτός άλλων, στην περίπτωση κατά την οποία, χωρίς τούτο να δικαιολογείται εξαιτίας παραπτώματός του, ο πλοίαρχος καταγγέλλει τη σύμβαση της ναυτολογήσεώς του. Σε περίπτωση απολύσεως ναυτικού που λαμβάνει χώρα σε λιμένα του εσωτερικού, συνεπεία καταγγελίας της συμβάσεώς του από τον πλοίαρχο, η αποζημίωσή του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 75 εδαφ. τελευταίο και 76 εδαφ. α ΚΙΝΔ, ισούται με τις πάσης φύσεως πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του και για τον υπολογισμό της λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης (μισθός ενέργειας), το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή του, η αποζημίωση αδείας, τα επιδόματα εορτών και κάθε άλλη παροχή καταβαλλομένη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του τακτικώς καθ’ έκαστο μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΜονΕφΠειρ. 351/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΕφΠειρ. 172/2008, ΕΝαυτΔ 36/100, ΕφΠειρ. 719/2006, ΕΝαυτΔ 34/355, βλ. και Δ. Καμβύση, ο.π., άρθρο 76, σελ. 265), το άθροισμα των οποίων διαιρείται δια δύο [2] (ΜονΕφΠειρ. 71/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 231/2013, ο.π.). Η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ δεν θεωρείται μισθός και δεν υφίσταται ως προς αυτή δήλη ημέρα καταβολής. Για το λόγο αυτό η νόμιμη τοκοφορία της σχετικής απαίτησης αρχίζει από την όχληση του οφειλέτη και, αν τέτοια δεν έχει προηγηθεί, από την επίδοση της αγωγής (ΜονΕφΠειρ. 161/2024, δημ. στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιά, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ο.π., ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 676/2010, ΕΝαυτΔ 2011/105).
Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος ανταπόδειξης, ……., που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, των υπ’αριθ. …/12.4.2021 και …/16.4.2021 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων απόδειξης …….. και …….., ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς …………, που λήφθηκαν με επιμέλεια του ενάγοντος, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης, όπως προκύπτει από την υπ’αριθ…./7.4.2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά . …. καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, τα οποία συνδυάζει με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, κατά τα χρονικά διαστήματα από 4.6.2018 έως 15.5.2019 (απολυθείς λόγω αδείας) και από 20.6.2019 έως 16.12.2019 (απολυθείς κατόπιν καταγγελίας του Πλοιάρχου χωρίς δικό του παράπτωμα), ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του Γ’ Μηχανικού, στο υπό ελληνική σημαία και αριθμό νηολογίου Πειραιά ……… Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο <<ΕΠ>>, ολικής χωρητικότητας 4.863,46 κόρων, υπό Διεθνές Διακριτικό Σήμα ……., πλοιοκτησίας της εναγομένης. Κατά τα ανωτέρω επίδικα χρονικά διαστήματα, οι όροι εργασίας του ενάγοντος και ιδίως το ύψος των καταβαλλόμενων σε αυτόν αποδοχών διέπονταν από την ΣΣΝΕ των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, η οποία κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β’ 3170/12.8.2019) του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και με την οποία ορίστηκε ότι η ισχύς της αρχίζει αναδρομικά από την 01.01.2019 και λήγει την 31.12.2019. Με βάση την ανωτέρω ΣΣΝΕ, οι μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν σε 1.531,69 ευρώ μισθός ενεργείας + 336,97 ευρώ επίδομα Κυριακών + 36.64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 599,40 ευρώ αντίτιμο της παρεχόμενης σε είδος τροφής (19,98 ευρώ χ 30 ημέρες) + 30,79 ευρώ ειδικό επίδομα Γ’ Μηχανικού + 107,21 ευρώ μηνιαίο επίδομα συντήρησης του ξενοδοχειακού και υδραυλικού εξοπλισμού + 524,59 αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [1.531,69 ευρώ μισθός ενεργείας + 336,97 ευρώ επίδομα Κυριακών = 1.868,66 ευρώ Χ 1/22 = 84,94 ευρώ Χ 5 ημέρες = 424,70 ευρώ + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,98 Χ 5) = 99,90 ευρώ]. Ακόμη, από τον περιλαμβανόμενο στην ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα υπερωριακής αμοιβής κατά βαθμό και ειδικότητα με βάση το ωρομίσθιο του άρθρου 13 παρ. 6 προκύπτει ότι, προκειμένου περί Γ ‘Μηχανικού η υπερωριακή αμοιβή ορίστηκε αντίστοιχα σε 11,06 ευρώ (με προσαύξηση 25%) για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και 13,28 ευρώ (με προσαύξηση 50%) για κάθε ώρα εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Επισημαίνεται, περαιτέρω, καθ’ όσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ήμερα της Κυριακής, ότι η ως άνω Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας προβλέπει στο άρθρο 6 ότι «Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος δια τας μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχομένη μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ. 1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας», δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής, αμειβόμενη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (Εφ.Πειρ. 132/2023, Εφ.Πειρ. 481/2023, Εφ.Πειρ. 300/2023, www.efeteio-peir.gr). Η εναγομένη προσκομίζει την από 1.1.2019 σύμβαση ναυτικής εργασίας, καταρτισθείσα μεταξύ της ίδιας και του ενάγοντος, που προβλέπει την καταβολή <<κλειστού>> μηνιαίου μισθού, ποσού 3.668,72 ευρώ, στον οποίο συμπεριλαμβάνονται βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτου και αργιών, επίδομα αδείας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρείας καθώς και διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας ενώ γίνεται μνεία ότι <<ο Ναυτικός δεν θα δικαιούται οποιαδήποτε άλλη πληρωμή πέραν του κατά τα ως άνω ποσού του κλειστού μισθού του>>. Ωστόσο από τις σχετικές εγγραφές στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος προκύπτει ότι συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων να του καταβάλλεται ο μισθός που προβλέπεται στη ΣΣΝΕ, αφού στο οικείο σημείο κάτω από την ένδειξη <<Μισθός>> αναγράφεται ΣΣ, δηλαδή Συλλογική Σύμβαση. Το αυτό συνάγεται και από τις αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του ενάγοντος από τις οποίες προκύπτει ότι ο καταβαλλόμενος μηνιαίος μισθός του ουδέποτε ανέρχονταν στο ίδιο ποσό ούτε συνέπιπτε με τον συμφωνηθέντα <<κλειστό>> αλλά πάντοτε διαφοροποιείτο (βλ. σχετ. Εφ.Δωδ. 122/2018, δημ. ΝΟΜΟΣ) και συγκεκριμένα τον Ιανουάριο 2019 ανήλθε σε 3.084,29 ευρώ, τον Φεβρουάριο 2019 σε 3.044,82 ευρώ, τον Μάρτιο 2019 σε 3.000,99 ευρώ, τον Απρίλιο 2019 σε 2.693,49 ευρώ, τον Ιούλιο 2019 σε 3.251,28 ευρώ, τον Αύγουστο 2019 σε 3.653,90 ευρώ, τον Σεπτέμβριο 2019 σε 3.301,45 ευρώ, τον Οκτώβριο 2019 σε 3.037,33 ευρώ, τον Νοέμβριο 2019 σε 3.057,79 ευρώ και το Δεκέμβριο (1-16) 2019 σε 1.362,86 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια δεν έσφαλε και επομένως ο πρώτος λόγος της υπό στοιχ. Β) έφεσης κατά το τέταρτο σκέλος αυτού, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατά το διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος, το ανωτέρω πλοίο εκτέλεσε τα ακόλουθα δρομολόγια:
Α. Από 1.1.2019 έως και 3.4.2019 (πρωϊ), από 10.5.2019 έως και 15.5.2019 και από 8.9.2019 έως και 31.10.2019
ΔΕΥΤΈΡΑ | ΤΡΙΤΗ | ΤΕΤΑΡΤΗ |
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝΑΧ. | ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝΑΧ. | ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝΑΧ. |
Λαύριο 06.40 21.00 | Αγ, Ευστράτιος 04.30 04.40 | Λαύριο 06.40 21.00 |
Μύρινα 06.00 08.00 | ||
Καβάλα 12.30 16.00 | ||
Μύρινα 20.30 21.30 | ||
Αγ.Ευστράτιος 23.00 23.10 |
ΠΕΜΠΤΗ | ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ | ΣΑΒΒΑΤΟ |
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝΑΧ. | ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝΑΧ. | ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝΑΧ. |
Αγ.Ευστράτιος 04.30 04.40 | Λαύριο 06.40 14.30 | Μύρινα 00.45 |
Μύρινα 06.00 08.00 | Αγ.Ευστράτιος 22.00 22.10 | Καβάλα 05.15 |
Καβάλα 12.30 16.00 | Μύρινα 23.40 | |
Μύρινα 20.30 21.30 | ||
Αγ.Ευστράτιος 23.00 23.10 |
ΚΥΡΙΑΚΗ |
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ |
Καβάλα 16.00 |
Μύρινα 20.30 21.30 |
Αγ.Ευστράτιος 23.00 23.10 |
Β. Από 20.6.2019 έως και 13.7.2019 και από 2.9.2019 έως και 7.9.2019
ΔΕΥΤΕΡΑ | ΤΡΙΤΗ | ΤΕΤΑΡΤΗ |
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝΑΧ. | ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝΑΧ. | ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝΑΧ. |
Καβάλα – 09.00 | Λαύριο 08.30 | Μύρινα 04.30 05.00 |
Μύρινα 13.30 14.00 | Αγ,Ευστράτιος 16.00 16.10 | Αγ,Ευστράτιος 06.20 06.30 |
Αγ,Ευστράτιος 15.20 15.30 | Μύρινα 17.30 18.00 | Λαύριο 14.00 15.00 |
Λαύριο 23.00 – | Καβάλα 22.30 23.59 | Αγ,Ευστράτιος 22.30 22.40 |
Μύρινα 23.59 |
ΠΕΜΠΤΗ | ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ | ΣΑΒΒΑΤΟ |
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝΑΧ. | ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝΑΧ. | ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝΑΧ. |
Μύρινα 00.30 | Αγ.Ευστράτιος 06.30 06.40 | Μεστά 03.40 04.00 |
Καβάλα 05.00 07.00 | Μύρινα 08.00 09.00 | Λαύριο 09.50 12.00 |
Μύρινα 11.30 12.00 | Καβάλα 13.30 16.00 | Μεστά 17.50 18.10 |
Αγ.Ευστράτιος 13.20 13.30 | Μύρινα 20.30 21.00 | Αγ.Ευστράτιος 23.20 23.30 |
Λαύριο 21.00 23.00 | Αγ.Ευστράτιος 22.20 22.30 |
ΚΥΡΙΑΚΗ |
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝΑΧ. |
Μύρινα 00.50 09.00 |
Καβάλα 13.30 – |
Γ. Από 14.7.2019 έως και 1.9.2019
ΔΕΥΤΕΡΑ | ΤΡΙΤΗ | ΤΕΤΆΡΤΗ |
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝΑΧ. | ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝΑΧ. | ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝΑΧ. |
Καβάλα 04.45 09.00 | Λαύριο 08.30 | Μύρινα 04.30 05.00 |
Μύρινα 13.30 14.00 | Αγ.Ευστράτιος 16.00 16.10 | Αγ.Ευστράτιος 06.20 06.30 |
Αγ.Ευστράτιος 15.20 16.30 | Μύρινα 17.30 18.00 | Λαύριο 14.00 15.00 |
Λαύριο 23.00 – | Καβάλα 22.30 23.59 | Αγ.Ευστράτιος 22.30 22.40 |
Μύρινα 23.59 |
ΠΕΜΠΤΗ | ΠΑΡΑΣΚΕΥΉ | ΣΑΒΒΑΤΟ |
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝΑΧ. | ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝΑΧ. | ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝΑΧ. |
Μύρινα 00.30 | Αγ.Ευστράτιος 06.30 06.40 | Μεστά 03.40 04.00 |
Καβάλα 05.00 07.00 | Μύρινα 08.00 09.00 | Λαύριο 09.50 12.00 |
Μύρινα 11.30 12.00 | Καβάλα 13.30 14.00 | Μεστά 17.50 18.10 |
Αγ.Ευστράτιος 13.20 13.30 | Μύρινα 20.30 21.00 | Αγ.Ευστράτιος 23.30 23.30 |
Λαύριο 21.00 23.00 | Αγ.Ευστράτιος 22.20 22.30 |
ΚΥΡΙΑΚΉ |
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝΑΧ. |
Μύρινα 00.50 09.00 |
Καβάλα 13.30 14.30 |
Λήμνος 19.00 23.55 |
Δ. Από 1.11.2019 έως και 16.12.2019
ΔΕΥΤΈΡΑ | ΤΡΙΤΗ | ΤΕΤΆΡΤΗ |
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝΑΧ. | ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝΑΧ. | ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝΑΧ. |
Λαύριο 06.30 21.00 | Αγ. Ευστράτιος 04.30 04.40 | Λαύριο 06.30 21.00 |
Μύρινα 06.00 08.00 | ||
Καβάλα 12.30 16.00 | ||
Μύρινα 20.30 21.30 | ||
Αγ.Ευστράτιος 22.50 23.00 |
ΠΕΜΠΤΗ | ΠΑΡΑΣΚΕΥΉ | ΣΑΒΒΑΤΟ |
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝΑΧ. | ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝΑΧ. | ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝΑΧ. |
Αγ.Ευστράτιος 04.30 04.40 | Λαύριο 06.30 14.30 | Μύρινα 00.45 |
Μύρινα 06.00 08.00 | Αγ.Ευστράτιος 22.00 22.10 | Καβάλα 05.15 |
Καβάλα 12.30 16.00 | Μύρινα 23.40 | |
Μύρινα 20.30 21.30 | ||
Αγ.Ευστράτιος 22.50 23.00 |
ΚΥΡΙΑΚΗ |
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦ. ΑΝΑΧ. |
Καβάλα 16.00 |
Μύρινα 20.30 21.30 |
Αγ.Ευστράτιος 22.50 23.00 |
Κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του, ο ενάγων απασχολούνταν καθημερινά με τα ανατιθέμενα σε αυτόν καθήκοντα, συναφή με την ειδικότητά του ως Γ’ Μηχανικού, στο ως άνω πλοίο, στο οποίο, σύμφωνα με την οργανική του σύνθεση (κατά το Π.Δ. 177/1974 «περί οργανικής σύνθεσης πληρωμάτων και επιβατηγών – ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών πλοίων» – Φ.Ε.Κ. Α’ 64/13-3-1974), παρείχαν την εργασία τους συνολικά δεκατέσσερα άτομα και συγκεκριμένα ένας Μηχανικός Α, δύο Μηχανικοί Β, δύο Μηχανικοί Γ, δύο δόκιμοι Μηχανικοί, ένας Μηχανοδηγός Α, τρεις Μηχανοδηγοί Β, ένας Ηλεκτρολόγος, ένας Βοηθός Ηλεκτρολόγου και ένας Καθαριστής Μηχανής. Η δουλειά στο μηχανοστάσιο ήταν οργανωμένη σε βάρδιες και όλοι οι μηχανικοί έπρεπε να εκτελούν δύο τετράωρες βάρδιες το 24ωρο. Ειδικότερα ο ενάγων εκτελούσε την μεσημβρινή βάρδια (12.00 -16.00) και τη νυχτερινή βάρδια (00.00 -04.00), στη διάρκεια των οποίων παρακολουθούσε τη λειτουργία των μηχανημάτων του μηχανοστασίου. Επίσης ο ενάγων απασχολούνταν πέραν του ανωτέρω ωραρίου, συμμετέχοντας όπως και το λοιπό προσωπικό του μηχανοστασίου, σε εργασίες συντήρησης των μηχανημάτων και των εγκαταστάσεων του πλοίου, συνιστάμενες σε καθαρισμούς μηχανών, γεννητριών, ψυγείων, ντελαβάλ, επισκευές και αντικαταστάσεις αντλιών, καθαρισμούς αυλών, σωληνώσεων κλπ, όπως προκύπτει από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων …… και …………, οι οποίοι αμφότεροι συνυπηρέτησαν με τον ενάγοντα, ο μεν πρώτος με την ειδικότητα του Α’ Μηχανικού, ο δε δεύτερος με την ειδικότητα του Γ’ και Β’ μηχανικού, καθ’όλο το διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος, Σημειώνεται ότι η μαρτυρία των ανωτέρω εκτιμάται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι οι ανωτέρω μάρτυρες αποδείξεως τυγχάνουν αντίδικοι της εναγομένης, επειδή έχουν ασκήσει εναντίον της άλλη, δική τους, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο, να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (ΕφΑθ. 3879/2012, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 698/2003, ΑχΝομ. 2004/266). Επομένως ο πρώτος λόγος της υπό στοιχ. Β) έφεσης κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επίσης αποδείχθηκε ότι ο ενάγων προσερχόταν στην εργασία του από τις 10.00 το πρωί, ήτοι δύο (2) ώρες πριν από την έναρξη της πρώτης βάρδιας του και εργαζόταν έως το πέρας αυτής, είτε το πλοίο βρισκόταν εν πλω είτε σε λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, συνεπώς απασχολούνταν κατά μέσο όρο επί 10 ώρες ημερησίως, εκ των οποίων υπερωριακές λογίζονται οι 2 ώρες πέραν του νομίμου οκταώρου κατά τις καθημερινές και Κυριακές, ενώ όλες θεωρούνται υπερωριακές για την παροχή των υπηρεσιών του κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Οι ισχυρισμοί του ενάγοντος και οι αναφορές των μαρτύρων αποδείξεως ότι ο ενάγων απασχολούνταν καθημερινά επί 12ωρο αποδίδουν μια πραγματική κατάσταση που δεν συνάδει με τις προβλέψεις του νόμου καθώς όπως προαναφέρθηκε (υπό στοιχ.Ι] νομική σκέψη), μετά τη λήξη της κάθε βάρδιας ήτοι στις 16.00 και στις 04.00 αντίστοιχα ο ενάγων δεν μπορούσε να απασχοληθεί σε άλλες εργασίες, αφού έπρεπε να αναπαύεται, ενώ δεν ήταν αναγκαία η απασχόληση του ενάγοντος πέραν των προαναφερόμενων ωρών, λόγω του μεγάλου αριθμού μηχανικών, οι οποίοι εκτελούσαν εκ περιτροπής της εργασίες συντήρησης και καθαρισμού. Η εναγομένη δεν αρνείται αλλά εμμέσως συνομολογεί το γεγονός της απασχόλησης του ενάγοντος πέραν του νομίμου ωραρίου του, αφού αποδέχεται ότι κατέβαλε σε αυτόν αμοιβή από υπερωριακή εργασία. Αμφισβήτηση όμως εγείρεται εκ μέρους της όσον αφορά την επικαλούμενη από τον ενάγοντα ημερήσια διάρκεια της απασχόλησης αυτής πέραν του ωραρίου του και όσον αφορά το ύψος της αιτούμενης υπερωριακής αμοιβής του. Ενόψει όσων προεκτέθηκαν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες επί δέκα (10) ώρες κατά μέσο όρο, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει οι σχετικοί λόγοι [πρώτος λόγος της υπό στοιχ. Α) έφεσης και πρώτος λόγος της υπό στοιχ. Β) έφεσης κατά το πρώτο σκέλος αυτού], που βάλλουν κατά της παραδοχής αυτής, να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Ομοίως απορριπτέος τυγχάνει και ο ισχυρισμός της εναγομένης που επαναφέρεται με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου της υπό στοιχ. Β) έφεσής της, ότι λόγω του μεγάλου αριθμού των υπηρετούντων ναυτικών μηχανοστασίου, δεν ήταν αναγκαία η παροχή εργασίας του ενάγοντος πέραν του νομίμου ωραρίου του, καθώς αποδείχθηκε ότι ο ενάγων παρείχε πράγματι την εργασία του καθημερινά επί δεκάωρο, ενώ το γεγονός ότι το εν λόγω πλοίο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308 = ΠειρΝομ. 2009/197, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124). Όπως και ο ισχυρισμός της εναγομένης που επαναφέρεται στο πλαίσιο του ίδιου ως άνω λόγου έφεσης, ότι ο ενάγων ναυτολογείτο συνεχώς σε πλοία της επί τουλάχιστον 10 έτη, όντας προφανώς ευχαριστημένος από τις συνθήκες και το ωράριο εργασίας του αλλά και την αμοιβή του, καθόσον η αποδοχή των συνθηκών εργασίας από τον εργαζόμενο ως και η τυχόν ανεπιφύλακτη υπογραφή των μισθοδοτικών του καταστάσεων αν εκτιμηθεί ότι ενέχει παραίτηση από επίδικες αξιώσεις από την προσφορά εργασίας του, είναι χωρίς έννομη επιρροή (Α.Π. 927/1997, Α.Π. 1397/1991, Εφ.Πειρ. 321/2016, Εφ.Πειρ. 722/2011, Εφ.Πειρ. 180/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ενώ η έλλειψη διαμαρτυρίας του ως προς τους όρους εργασίας του και το ύψος της αμοιβής του δεν συνιστά αναντίρρητη αποδοχή αυτών, δεδομένου ότι κατά την κοινή πείρα και λογική ο εργαζόμενος συχνά αποφεύγει να διαμαρτυρηθεί φοβούμενος το ενδεχόμενο ρήξης των σχέσεών του με τον εργοδότη του. Η εναγομένη με το πέμπτο (τελευταίο) σκέλος του πρώτου λόγου της υπό στοιχ.Β) έφεσης παραπονείται ότι η εκκαλουμένη, κατ’εσφαλμένη κρίση, απέρριψε τον πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό της ότι κατά το χρονικό διάστημα από 3.4.2019 έως 9.5.2019, που το επίδικο πλοίο βρισκόταν ακινητοποιημένο στο Λαύριο για τη διενέργεια ετήσιας επιθεώρησης και εργασιών κατασκευής, ο ενάγων δεν εργάστηκε υπερωριακά. Προς επίρρωση του ισχυρισμού της, προσκομίζει μετ’επικλήσεως αντίγραφο από το ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου, από τις εγγραφές του οποίου προκύπτει ότι κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα οι εκτελούμενες από το πλήρωμα εργασίες ξεκινούσαν καθημερινά περί τις 08.00 και ολοκληρώνονταν περίπου στις 17.00, χωρίς να γίνεται ειδικότερη μνεία στις εργασίες του μηχανοστασίου, οι οποίες προφανώς ολοκληρώνονταν και αυτές εντός του ανωτέρω ωραρίου και αφορούσαν, κατά την κοινή πείρα και λογική, εργασίες συντήρησης και καθαρισμού, αφού οι μηχανές του πλοίου ήταν αυτονοήτως εκτός λειτουργίας και δεν απαιτείτο η συνεχής και αδιάλειπτη παρακολούθηση της λειτουργίας τους από τους αξιωματικούς φυλακής μηχανοστασίου. Οι ανωτέρω παραδοχές άγουν στην κρίση ότι το προαναφερθέν χρονικό διάστημα ο ενάγων δεν απασχολήθηκε υπερωριακά, ήτοι πέραν του νομίμου οκταώρου και δεν αναιρούνται από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης, οι οποίοι αναφέρουν ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα <<….οι μηχανικοί έμεναν καθημερινά στις επισκευές ακόμη πιο αργά από το υπόλοιπο πλήρωμα, γιατί οι εργασίες που έπρεπε να εκτελεστούν στα μηχανήματα και στα δίκτυα του πλοίου είναι πιο σύνθετες και πολύ περισσότερες, και επομένως απαιτούν περισσότερο χρόνο>> καθώς και ότι ο ενάγων <<…ξεκινούσε να δουλεύει από τις 08.00 το πρωί και συνέχιζε μέχρις τις 20.00 το βράδυ και αν χρειαζόταν και περισσότερο>>, αφού με τη μαρτυρία τους δεν προσφέρουν πειστικούς ισχυρισμούς σχετικά με την αναγκαιότητα απασχόλησης του ενάγοντος ακόμη και μετά το πέρας των εργασιών του λοιπού πληρώματος. Στο χρονικό διάστημα από 3.4.2019 έως 9.5.2019 περιλαμβάνονται 29 καθημερινές και Κυριακές και 5 Σάββατα (6.4.2019, 13.4.2019, 20.4.2019, 27.4.2019 και 4.5.2019) και 3 αργίες (26.4.2019, 29.4.2019 και 1.5.2019). Συνεπώς εντοπίζεται σφάλμα στην εκκαλουμένη στο σημείο κατά το οποίο έγινε δεκτό ότι ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά επί δεκάωρο και κατά τις ανωτέρω ημερομηνίες, κατά παραδοχή ως βάσιμου του πέμπτου σκέλους του πρώτου λόγου της υπό στοιχ. Β) έφεσης. Κατά τα λοιπά η εναγομένη με τον ερευνώμενο (πρώτο) λόγο της έφεσής της, κατά τα επιμέρους σκέλη αυτού που ήδη απορρίφθηκαν, παραπονείται μόνο για τον αριθμό των ωρών που πρωτοδίκως κρίθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν υπερωριακώς. Αντίθετα οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ειδικώς και δεν πλήττουν με τις εφέσεις που άσκησαν, τα κεφάλαια του γενόμενου αριθμητικού υπολογισμού και της εξαγωγής των οικείων τελικών κονδυλίων. Συνεπώς με βάση τις παραδοχές της εκκαλουμένης ως προς τον αριθμό των ωρών της εργασίας του ενάγοντος, διορθούμενες μόνο ως προς το σημείο που προαναφέρθηκε, ο τελευταίος δικαιούται για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης: α) για 39 Σάββατα και 8 αργίες (44 – 5 Σάββατα και 11 – 3 αργίες) επί 10 ώρες ημερησίως επί ωρομίσθιο 13,28 ευρώ (47 ημ. χ 10ώρες χ 13,28 ευρώ) το ποσό των 6.241,60 ευρώ και Β) Για 231 καθημερινές και Κυριακές (260ημ – 29ημ) επί 2 ώρες ημερησίως χ 11,06 ευρώ ωρομίσθιο (231 ημέρες χ 2 ώρες/ημ χ 11,06 ευρώ ) το ποσό των 5.109,72 ευρώ ευρώ. Έναντι των ποσών αυτών έλαβε ως πρόσθετη αμοιβή υπερωριών Σαββάτου και αργιών το ποσό των 6.306,35 ευρώ και για καθημερινές και Κυριακές το ποσό των 1.986,19 ευρώ, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από αμφοτέρους τους διαδίκους αποδείξεις μισθοδοσίας και επομένως δικαιούται να λάβει από την εναγομένη για την αιτία αυτή το το ποσό των 3.123,53 (5.109,72-1.986,19) ευρώ για υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές και Κυριακές, ενώ ουδέν ποσό δικαιούται ως πρόσθετη αμοιβή υπερωριών Σαββάτου και αργιών, κατά μερική παραδοχή ως κατ’ουσίαν βάσιμης της ένστασης εξόφλησης που προβάλει η εναγομένη.
Περαιτέρω οι διάδικοι παραπονούνται, ο ενάγων – εκκαλών με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου της υπό στοιχ. Α έφεσης και η εναγομένη – εκκαλούσα με τον δεύτερο λόγο της υπό στοιχ. Β έφεσης, για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όσον αφορά το ποσό που συνυπολογίσθηκε για τον προσδιορισμό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος, με σκοπό τον καθορισμό των οφειλόμενων σε αυτόν επιδομάτων εορτών του έτους 2019, ως μέσος όρος της μηνιαίας αμοιβής του για την παροχή υπερωριακής εργασίας κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του στο πλοίο της εναγομένης εντός του ανωτέρω έτους. Ειδικότερα, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη υπολόγισε εσφαλμένα το ανωτέρω ποσό επί τη βάσει της επίσης εσφαλμένης παραδοχής ότι αυτός απασχολήθηκε υπερωριακά κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεων του, λιγότερες ώρες από όσες πράγματι εργάσθηκε καθ’ υπέρβαση του προβλεπόμενου στην εφαρμοστέα ΣΣΝΕ ωραρίου, αφού έγινε δεκτό ότι η διάρκεια της ημερήσιας εργασίας του ανερχόταν κατά μέσο όρο σε δέκα (10) και όχι σε δώδεκα (12) ώρες, όπως επικαλούνταν με την αγωγή του, ενώ η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η αμοιβή για υπερωριακή εργασία που έπρεπε να συμπεριληφθεί στις συνολικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος για την εξεύρεση της αναλογίας των επιδομάτων εορτών είναι η μηνιαία καταβαλλόμενη κατ’ αποκοπή αμοιβή που αναγράφεται στις καταστάσεις μισθοδοσίας του και όχι η υπέρογκη υπερωριακή αμοιβή που υπολόγισε η εκκαλουμένη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση συνυπολόγισε στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, με βάση τις οποίες προσδιόρισε τα ποσά που δέχθηκε ότι του οφείλονται ως δώρα εορτών του έτους 2019, το μέσο όρο της μηνιαίας αμοιβής του ενάγοντος (με την παραδοχή ότι αυτός απασχολούνταν υπερωριακά επί δέκα ώρες ημερησίως), το αντίτιμο τροφής και το επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην υπό στοιχ. IV νομική σκέψη της παρούσας και επομένως οι ανωτέρω λόγοι έφεσης (ήτοι το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου της υπό στοιχ. Α έφεσης και ο δεύτερος λόγος της υπό στοιχ. Β έφεσης) τυγχάνουν απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Ωστόσο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με σκοπό τον καθορισμό των επιδομάτων δώρων εορτών που δικαιούνταν ο ενάγων, παρέλειψε κατά τον προσδιορισμό των τακτικών μηνιαίων καταβαλλόμενων αποδοχών του, να συναθροίσει μαζί με τα άλλα επιδόματα και το επίδομα δρομολογίων άγονης γραμμής, όπως και τις ιδιαίτερες αμοιβές για την εκτέλεση έξτρα εργασιών μηχανοστασίου, που κατά τα ανωτέρω λάμβανε σε μόνιμη βάση, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, κατά παραδοχή των συναφών αιτιάσεων του δεύτερου λόγου κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, της υπό στοιχ. Α έφεσης. Με βάση τις παραδοχές αυτές ο ενάγων δικαιούται: 1) για επίδομα Πάσχα 2019, τακτικές αποδοχές [μισθός ενεργείας 1.531,69 ευρώ μισθός ενεργείας + 336,97 ευρώ επίδομα Κυριακών + 36.64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 599,40 ευρώ αντίτιμο της παρεχόμενης σε είδος τροφής + 30,79 ευρώ ειδικό επίδομα Γ’ Μηχανικού + 107,21 ευρώ μηνιαίο επίδομα συντήρησης του ξενοδοχειακού και υδραυλικού εξοπλισμού + 524,59 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας + κατά μέσο όρο υπερωριακή αμοιβή (6.241,60 + 5.109,72 = 11.351,32 δια 315 ημέρες συνολικής εργασίας και των δύο ναυτολογήσεων = 36,04 χ 30 = ) 1.081,20 ευρώ =] 4.248,49 ευρώ + (350 € + 330 € + 250 € + 200 € = 11.130 € ÷ 4 μήνες =) 282,50 ευρώ η μηνιαία αναλογία των ιδιαίτερων αμοιβών για έξτρα εργασίες μηχανοστασίου + 80,70 ευρώ η αναλογία του επιδόματος άγονης γραμμής =) 4.611,68 ευρώ /2 = 2.305,85 ευρώ και 2) για επίδομα Χριστουγέννων (για τα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του από 1.5.2019 έως 15.5.2019 και από 20.6.2019 έως 16.12.2019) 4.248,49 ευρώ + 336,19 η μηνιαία αναλογία των ιδιαίτερων αμοιβών για έξτρα εργασίες μηχανοστασίου + 80,70 ευρώ η αναλογία του επιδόματος άγονης γραμμής =) 4.665,38 ευρώ χ 2/25 χ (15+180 ημέρες αναφοράς = 195 δια 19 =) 10,27 = 3.833,09 ευρώ. Έναντι των ανωτέρω οφειλόμενων, ο ενάγων έλαβε για επίδομα Πάσχα 2019 το ποσό των 1.383,94 ευρώ, όπως αμφότεροι οι διάδικοι συνομολογούν και για επίδομα Χριστουγέννων 2019 το ποσό των 2.264,20 ευρώ, όπως προκύπτει από τις οικείες καταστάσεις μισθοδοσίας των μηνών Μαΐου 2019 (1.5.2019 έως 15.5.2019), Ιουνίου 2019 (20.6.2019 έως 30.6.2019), Ιουλίου 2019, Αυγούστου 2019, Σεπτεμβρίου 2019, Οκτωβρίου 2019, Νοεμβρίου 2019 και Δεκεμβρίου 2019, γενομένου δεκτού του σχετικού ισχυρισμού εξόφλησης της εναγομένης και όχι το ποσό των 1.904,37 ευρώ το οποίο ισχυρίζεται ο ενάγων ότι έλαβε για την αιτία αυτή. Συνεπώς δικαιούται να λάβει επιπλέον το ποσό των ( 2.305,85 – 1.383,94) 921,91 ευρώ για επίδομα Πάσχα 2019 και το ποσό των (3.833,09 – 2.264,20) 1.568,89 ευρώ για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019.
Περαιτέρω, με την εκκαλουμένη απόφαση έγινε δεκτό ότι κατά το ένδικο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του ενάγοντος, το πλοίο <<ΕΠ>> εκτέλεσε εξπρές δρομολόγια. Ειδικότερα, κατά το χρονικό διάστημα από 20.6.2019 έως 8.9.2019, όπως δεν αμφισβητείται από την εναγομένη, το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε λιγότερα από 5 δρομολόγια εβδομαδιαίως, διάρκειας μεγαλύτερης των 12 ωρών το καθένα και είχε πρόωρες αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας (Λαύριο) ως ακολούθως:
Ημερομηνία | Ωρα άφιξης στο Λαύριο | Ωρα αναχώρησης από το Λαύριο | Ωρες πρόωρης αναχώρησης |
20.6.2019 | 21.00 | 23.00 | 4 |
22.6.2019 | 09.50 | 12.00 | 3.83 |
26.6.2019 | 14.00 | 15.00 | 5 |
27.6.2019 | 21.00 | 23.00 | 4 |
29.6.2019 | 09.50 | 12.00 | 3,83 |
3.7.2019 | 14.00 | 15.00 | 5 |
4.7.2019 | 21.00 | 23.00 | 4 |
6.7.2019 | 09.50 | 12.00 | 3.83 |
10.7.2019 | 14.00 | 15.00 | 5 |
11.7.2019 | 21.00 | 23.00 | 4 |
13.7.2019 | 09.50 | 12.00 | 3.83 |
17.7.2019 | 14.00 | 15.00 | 5 |
18.7.2019 | 21.00 | 23.00 | 4 |
20.7.2019 | 09.50 | 12.00 | 3,83 |
24.7.2019 | 14.00 | 15.00 | 5 |
25.7.2019 | 21.00 | 23.00 | 4 |
27.7.2019 | 09.50 | 12.00 | 3,83 |
31.7.2019 | 14.00 | 15.00 | 5 |
1.8.2019 | 21.00 | 23.00 | 4 |
3.8.2019 | 09.50 | 12.00 | 3,83 |
7.8.2019 | 14.00 | 15.00 | 5 |
8.8.2019 | 21.00 | 23.00 | 4 |
10.8.2019 | 09.50 | 12.00 | 3,83 |
14.8.2019 | 14.00 | 15.00 | 5 |
15.8.2019 | 21.00 | 23.00 | 4 |
17.8.2019 | 09.50 | 12.00 | 3,83 |
21.8.2019 | 14.00 | 15.00 | 5 |
22.8.2019 | 21.00 | 23.00 | 4 |
24.8.2019 | 09.50 | 12.00 | 3,83 |
28.8.2019 | 14.00 | 15.00 | 5 |
29.8.2019 | 21.00 | 23.00 | 4 |
31.8.2019 | 09.50 | 12.00 | 3,83 |
4.9.2019 | 14.00 | 15.00 | 5 |
5.9.2019 | 21.00 | 23.00 | 4 |
7.9.2019 | 09.50 | 12.00 | 3,83 |
Σύνολο | 148,96 |
Για τον προσδιορισμό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ναυτικού που λαμβάνονται ως βάση της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής, υπολογίζεται ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του και το επίδομα αδείας (ΤρΕφΠειρ. 53/2013, δημ. ΝΟΜΟΣ). Ενόψει όσων έχουν ήδη αναφερθεί περί της διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης και μετά την απόρριψη ως αβάσιμων των λόγων της υπό στοιχ. Α) έφεσης (πρώτος) και της υπό στοιχ.Β) έφεσης (πρώτος κατά το πρώτο σκέλος αυτού) που πλήττουν την κρίση της εκκαλουμένης περί δεκάωρης ημερήσιας εργασίας του, παρέλκει η έρευνα του τρίτου λόγου της υπό στοιχ. Α) έφεσης κατά το πρώτο σκέλος αυτού καθώς και του τρίτου λόγου της υπό στοιχ.Β) έφεσης ομοίως κατά το πρώτο σκέλος αυτού, με το οποίο οι διάδικοι παραπονούνται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά το ποσό που συνυπολογίσθηκε για τον προσδιορισμό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος, με σκοπό τον καθορισμό της οφειλόμενης σε αυτόν πρόσθετης ειδικής αμοιβής για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές, ως μέσος όρος της αμοιβής του για την παροχή υπερωριακής εργασίας. Επίσης ο τρίτος λόγος της υπό στοιχ. Β) έφεσης κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, με το οποίο η εναγομένη – εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά τον συνυπολογισμό των κατά μέσο όρο επιδομάτων εορτών, για τον προσδιορισμό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος, με σκοπό τον καθορισμό της οφειλόμενης σε αυτόν πρόσθετης ειδικής αμοιβής για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές, τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπό ΙΙΙ] νομική σκέψη, στις μηνιαίες αποδοχές επί των οποίων υπολογίζεται η εν λόγω πρόσθετη αμοιβή, περιλαμβάνονται και τα εορταστικά επιδόματα (δώρα). Ωστόσο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με σκοπό τον καθορισμό της οφειλόμενης στον ενάγοντα πρόσθετης ειδικής αμοιβής για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές, παρέλειψε κατά τον προσδιορισμό των τακτικών μηνιαίων καταβαλλόμενων αποδοχών του, να συναθροίσει μαζί με τα άλλα επιδόματα και το επίδομα δρομολογίων άγονης γραμμής, όπως και τις ιδιαίτερες αμοιβές για την εκτέλεση έξτρα εργασιών μηχανοστασίου, που κατά τα ανωτέρω λάμβανε σε μόνιμη βάση, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, κατά παραδοχή των συναφών αιτιάσεων του τρίτου λόγου κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, της υπό στοιχ. Α έφεσης. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, ο ενάγων έπρεπε να λάβει για την εκτέλεση από το πλοίο (148,96/8=) 18,62 δρομολογίων εξπρές το ποσό των [4.248,49 ευρώ μηνιαίος μισθός + (4.248,49 χ 1,5/12=) 531,06 ευρώ αναλογία δώρων εορτών=) + 336,19 η μηνιαία αναλογία των ιδιαίτερων αμοιβών για έξτρα εργασίες μηχανοστασίου + 80,70 ευρώ η αναλογία του επιδόματος άγονης γραμμής =) 5.196,44 χ 1/30 χ 18,62 =)] 3.225,26 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε το ποσό των 1.731,45, όπως προκύπτει από το άθροισμα των επιμέρους καταβολών για την ανωτέρω αιτία, σύμφωνα με τις οικείες αποδείξεις πληρωμής και επομένως δικαιούται να λάβει ακόμη το ποσό των 1.493,81 ευρώ.
Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο ενάγων δικαιούτο να λαμβάνει άδειες διανυκτέρευσης, στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, μία (1) φορά μηνιαίως κατά τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο και 2 φορές μηνιαίως κατά τους λοιπούς μήνες, τις οποίες δεν έλαβε κατά το διάστημα των ναυτολογήσεων του και επομένως δικαιούται αποζημίωσης για κάθε μη παρεχόμενη διανυκτέρευση ίση με το 1/22 του μισθού ενεργείας αυτού. Ειδικότερα για το χρονικό διάστημα που παρείχε την εργασία του, εντός του έτους 2019, δικαιούτο να λάβει 18 διανυκτερεύσεις, μη συνυπολογιζομένων των μηνών Μάιο, Ιούνιο και Δεκέμβριο που δεν εργάστηκε καθ’όλη τη διάρκειά τους, όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορριπτόμενων των σχετικών λόγων έφεσης των διαδίκων και συγκεκριμένα του πέμπτου λόγου της υπό στοιχ.Α) έφεσης, με τον οποίο ο ενάγων – εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα επιδικάστηκε σε αυτόν αποζημίωση για μη παρεχόμενη διανυκτέρευση για 18 μήνες αντί για 21 μήνες που δικαιούτο και του τέταρτου λόγου της υπό στοιχ. Β) έφεσης, με τον οποίο η εναγομένη – εκκαλούσα επαναφέρει τον πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό της ότι ο ενάγων είχε λάβει όσες διανυκτερεύσεις δικαιούνταν. Ο ισχυρισμός αυτός όμως δεν αποδείχθηκε καθώς από το προσκομιζόμενο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου προκύπτει ότι κατά το ένδικο χρονικό διάστημα δεν έχει καταχωρηθεί καμία άδεια διανυκτέρευσης του ενάγοντος. Με βάση τις παραδοχές αυτές, του οφείλεται, ως αποζημίωση για την αιτία αυτή, το ποσό των 1.253,20 ευρώ [(1.531,69 ευρώ ο μισθός ενεργείας Χ 1/22=) 69,63 Χ 18 διανυκτερεύσεις=], έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 582,03 ευρώ, όπως προκύπτει από τις οικείες αποδείξεις πληρωμής, γενομένης δεκτής της ένστασης εξοφλήσεως της εναγομένης και επομένως δικαιούται να λάβει ακόμη το ποσό των 671,17 ευρώ.
Περαιτέρω αποδείχθηκε, βάσει του ναυτικού φυλλαδίου του ενάγοντος, ότι ο τελευταίος απολύθηκε στις 16-12-2019 κατόπιν καταγγελίας της συμβάσεώς του από τον Πλοίαρχο. Η καταγγελία αυτή έγινε χωρίς υπαιτιότητα του ενάγοντος, όπως προκύπτει και από τις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις του ….. και του ……….., οι οποίοι μαρτυρούν ότι <<…ο Πλοίαρχος απέλυσε τον ……… γιατί όπως του είπαν είναι μεγάλος σε ηλικία και είναι πολιτική της εταιρείας να μην απασχολεί ναυτικούς άνω των 60 ετών>> και δεν αντικρούεται ειδικά από την εναγομένη. Ενόψει όσων έχουν ήδη αναφερθεί περί της διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης και μετά την απόρριψη ως αβάσιμων των λόγων της υπό στοιχ. Α) έφεσης (πρώτος) και της υπό στοιχ.Β) έφεσης (πρώτος κατά το πρώτο σκέλος αυτού) που πλήττουν την κρίση της εκκαλουμένης περί δεκάωρης ημερήσιας εργασίας του, παρέλκει η έρευνα του τέταρτου λόγου της υπό στοιχ. Α) έφεσης κατά το πρώτο σκέλος αυτού καθώς και του πέμπτου λόγου της υπό στοιχ.Β) έφεσης ομοίως κατά το πρώτο σκέλος αυτού, με το οποίο οι διάδικοι παραπονούνται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά το ποσό που συνυπολογίσθηκε για τον προσδιορισμό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος, με σκοπό τον καθορισμό της οφειλόμενης σε αυτόν αποζημίωσης απόλυσης, ως μέσος όρος της αμοιβής του για την παροχή υπερωριακής εργασίας. Επίσης το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που συνάθροισε τα επιδόματα εορτών για τον υπολογισμό των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος με σκοπό τον καθορισμό της αποζημίωσης απόλυσης , δεν έσφαλε και ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, καθόσον πρόκειται για παροχή καταβαλλομένη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του τακτικώς καθ’ έκαστο μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχ. V] νομική σκέψη της παρούσας, απορριπτόμενου του πέμπτου λόγου της υπό στοιχ.Β) έφεσης ομοίως κατά το πρώτο σκέλος αυτού, με τον οποίο η εναγομένη υποστηρίζει τα αντίθετα. Ωστόσο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο παρέλειψε να συναθροίσει μαζί με τα άλλα επιδόματα και το επίδομα δρομολογίων άγονης γραμμής, όπως και τις ιδιαίτερες αμοιβές για την εκτέλεση έξτρα εργασιών μηχανοστασίου, που κατά τα ανωτέρω λάμβανε σε μόνιμη βάση, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, κατά παραδοχή των συναφών αιτιάσεων του τέταρτου λόγου κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, της υπό στοιχ. Α έφεσης. Με βάση τις παραδοχές αυτές ο ενάγων δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση απόλυσης το ποσό των [( 5.196,44 οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του : 2 = 2.598,22 ευρώ, έναντι του οποίου ο ενάγων έλαβε το ποσό των 2.456,24 ευρώ, όπως αμφότεροι οι διάδικοι συνομολογούν και επομένως του οφείλεται από την αιτία αυτή το ποσό των (2.598,22 – 2.456,64=) 141,58 ευρώ. Επίσης πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο πέμπτος λόγος της υπό στοιχ. Β) έφεσης κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, με το οποίο η εναγομένη – εκκαλούσα παραπονείται ότι η εκκαλουμένη κατ’εσφαλμένη κρίση επιδίκασε στον ενάγοντα το κονδύλιο της αποζημίωσης νομιμότοκα από την τελευταία απόλυσή του, καθόσον σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχ. V] νομική σκέψη της παρούσας, η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ δεν θεωρείται μισθός και δεν υφίσταται ως προς αυτή δήλη ημέρα καταβολής, συνεπώς η νόμιμη τοκοφορία της εν λόγω απαίτησης αρχίζει από την επίδοση της αγωγής, εφόσον στην προκειμένη περίπτωση δεν προέκυψε όχληση του οφειλέτη.
Κατ’ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την ένδικη αγωγή και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 8.934,00 ευρώ, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές οι ένδικες εφέσεις ως και ουσιαστικά βάσιμες κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη πληγέν και μη ανατραπέν μέρος της για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτέλεσής της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των επτά χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτών (3.123,53 + 921,91 + 1.568,89 + 1.493,81 + 671,17 + 141,58= 7.920,89 ευρώ) ως διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης, διαφορές επιδομάτων δώρων εορτών, πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές, αποζημίωσης διανυκτέρευσης και αποζημίωση απόλυσης, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της τελευταίας απόλυσής του (ήτοι από 17.12.2020) μέχρις εξοφλήσεως, πλην του επιδόματος Χριστουγέννων 2019, η τοκοφορία του οποίου εκκινεί από 1.1.2020 και του κονδυλίου της αποζημίωσης απόλυσης, η τοκοφορία του οποίου εκκινεί από την επίδοση της αγωγής. Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ.1, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων α) την από 23-08-2022 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/30-08-2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …/30-08-2022 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …/30-08-2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …/30-08-2022) έφεση και β) την από 25-07-2023 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …./27-07-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …/27-07-2023 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …/27-07-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …/27-07-2023) έφεση, στρεφόμενες κατά της υπ’αριθ. 400/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,
Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ουσίαν τις εφέσεις.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.
Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ουσίαν.
Δέχεται αυτήν εν μέρει.
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των επτά χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτών (7.920,89), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της τελευταίας απόλυσής του (ήτοι από 17.12.2020) μέχρις εξοφλήσεως, πλην του επιδόματος Χριστουγέννων 2019, η τοκοφορία του οποίου εκκινεί από 1.1.2020 και του κονδυλίου της αποζημίωσης απόλυσης, η τοκοφορία του οποίου εκκινεί από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως.
Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 5 Ιουλίου 2024.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ