Αριθμός 556/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Αθανάσιο Θεοφάνη Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Δ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
- Οι από 26.09.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. ……….., ειδ. αριθμ. καταθ. …….) και 02.10.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. ……, ειδ. αριθμ. καταθ. …..) εφέσεις της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας – εφεσίβλητης και του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου -εκκαλούντος κατ΄ αλλήλων και της υπ΄ αριθμ. 2937/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 664 έως 676 ΚΠολΔ επί της από 11.11.2015 (γεν. αριθμ. καταθ. ….., αριθμ. καταθ. ……) αγωγής, ασκήθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως, εφόσον από τα σχετικά της δικογραφίας έγγραφα προκύπτει ότι η μεν επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως χώρησε την 01.09.2017 (βλ. την προσκομιζόμενη με νόμιμη επίκληση με αριθμό …… έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς …….) τα δε πρωτότυπα δικόγραφα των ένδικων εφέσεων κατατέθηκαν αρμοδίως στις 27.09.2017 και στις 02.10.2017 αντιστοίχως. Ασκήθηκαν δηλαδή σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 495§1,2,3, 496, 500, 511, 513§1 περ. β΄ εδάφ. α΄, 516§1, 517εδάφ. α΄, 518§1, 520§1, 591§1 εδάφ. α΄ Κ.Πολ.Δ. και 9§2 ν. 4335/2015. Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές (άρθρα 532, 591§1 εδάφ. α΄ΚΠολΔ) και, αφού διαταχθεί, αυτεπαγγέλτως, η ένωση και η συνεκδίκασή τους, εφόσον αφορούν τους αυτούς διαδίκους, υπό αντίθετες δικονομικές ιδιότητες παρισταμένους, υπάγονται στην αυτή ειδική διαδικασία και, με τον τρόπο αυτό, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 246, 524§1 εδάφ. α΄, 591§1 εδάφ. α΄ΚΠολΔ), να εξεταστούν περαιτέρω κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αριθμ. 3, 621 Κ.Πολ.Δ.) για να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 533§1, 591§1 εδάφ. α΄ Κ.Πολ.Δ.).
- Ο ενάγων (………..) στην από 11.11.2015 αγωγή του ισχυρίστηκε ότι, όντας Έλληνας ναυτικός με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, γραμμένος στο οικείο μητρών, σε εκτέλεση προκαταρκτικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας, ναυτολογήθηκε στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο, με το όνομα «ΙΠ», πλοιοκτησίας της εναγόμενης («………..»), και υπηρέτησε σ΄ αυτό, κατά τα χρονικά διαστήματα από τις 28.11.2013 έως και τις 02.05.2014 και από τις 21.06.2014 έως και τις 11.12.2014. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα άσκησε καθήκοντα αρχιθαλαμηπόλου τραπεζαρίας και προϊστάμενου αρχιθαλαμηπόλου. Ότι συμφωνήθηκε οι συμβάσεις ναυτικής εργασίας του, αναφορικά με τους όρους αμοιβής και απασχολήσεως, να διέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα σ.σ.ν.ε. Ότι, μετά την αφυπηρέτησή του από το προαναφερόμενο πλοίο, στις 05.03.2015, ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και τους αυτούς όρους αμοιβής και εργασίας, στο Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο, με το όνομα «CO», εφοπλισμού της εναγόμενης, υπηρέτησε δε σ΄ αυτό έως και τις 09.04.2015. Ότι κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του παρείχε τις υπηρεσίες του επί δεκατέσσερις ώρες ημερησίως επί επτά ημέρες την εβδομάδα καθώς και ότι αμειβόταν με τον μισθό και τα επιδόματα του θαλαμηπόλου. Ότι, ενόψει των ανωτέρω (καταβολή μικρότερου ποσού μηνιαίων αποδοχών, με πληρωμή του συνόλου του προκύπτοντος για την υπερωριακή του απασχόληση χρηματικού ποσού), για την ναυτολόγησή του στο πρώτο πλοίο, δικαιούται τα ακόλουθα χρηματικά ποσά: α. Διαφορά βασικών μισθών και επιδομάτων 8.338,86€, β. διαφορά αμοιβών για την παροχή υπερωριακής εργασίας 15.159,51€, και γ. για χρηματική του ικανοποίηση λόγω της μεταχειρίσεώς του εκ μέρους της εναγόμενης (μη καταβολή των δικαιούμενων αποδοχών του ενόψει των αυξημένων υποχρεώσεών του ως στελέχους του τομέα ενδιαιτημάτων κτλ) ποσό 10.000,00€. Ισχυρίστηκε, επιπλέον, ότι για διαφορά αμοιβών για την παροχή υπερωριακής εργασίας στο δεύτερο των ανωτέρω αναφερόμενων πλοίων δικαιούται να λάβει ποσό 2.125,32€ και συνολικά ποσό 35.673,69€. Ότι το προκύπτον, κατά τα ανωτέρω, χρηματικό ποσό αρνείται να του καταβάλει η εναγόμενη και, για τον λόγο αυτό, πρέπει να υποχρεωθεί με την έκδοση δικαστικής αποφάσεως. Ζήτησε δε να γίνει δεκτή η αγωγή του και, μετά παραδεκτό περιορισμό του όλου αρχικού καταψηφιστικού ποσού σε εν μέρει αναγνωριστικό, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει ποσό 18.388,86€ (8.338,86€ + 10.000,00€) νομιμοτόκως, να αναγνωριστεί ότι η αυτή διάδικος οφείλει να του καταβάλει ποσό 17.284,83€ (15.159,51€ + 2.125,32€) νομιμοτόκως και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων.
- Η εναγόμενη, απαντώντας στην αγωγή, αρνήθηκε την διαδικαστική προϋπόθεση του παραδεκτού αυτής υπό την έννοια ότι αρνήθηκε το ορισμένο αυτής αναφορικά με την παροχή εκ μέρους του ενάγοντος υπερωριακής εργασίας και, επιπλέον την ουσιαστική βασιμότητα των πραγματικών περιστατικών, των συγκροτούντων την ιστορική της βάση. Περαιτέρω και για την περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι ο ενάγων δικαιούται να λάβει χρηματικό ποσό από αυτή (ενάγουσα), προέβαλε τον ισχυρισμό της εξοφλήσεως αυτού. Επιπλέον, για την αξίωση του ενάγοντος από την ναυτολόγησή του στο δεύτερο πλοίο, αρνήθηκε τον ισχυρισμό αυτού (ενάγοντος) ότι υπήρξε εφοπλίστρια του πλοίου ενώ, για την περίπτωση αντίθετης κρίσεως, ισχυρίστηκε ότι την ένδικη σύμβαση διέπει το Ιταλικό δίκαιο καθώς και ότι η απαίτηση του ενάγοντος έχει εξοφληθεί. Ζήτησε δε να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αντίδικός της στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων.
- Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα) με την εκκαλούμενη απόφασή του (υπ΄ αριθμ. 2937/2017) έκρινε ότι η ως άνω έχουσα αγωγή είναι παραδεκτή και εν μέρει νόμιμη. Ακολούθως, έκρινε την ουσιαστική της βασιμότητα και αποφάνθηκε ότι είναι εν μέρει κατ΄ ουσίαν βάσιμη ως προς τις αξιώσεις του ενάγοντος από την ναυτολόγησή του στο πρώτο πλοίο αναφορικά δε με την αξίωσή του για την ναυτολόγησή του στο δεύτερο πλοίο αποφάνθηκε ότι η εναγόμενη υπήρξε χρονοναυλώτρια του πλοίου και όχι εφοπλίστριά του με αποτέλεσμα να μην νομιμοποιείται σχετικά παθητικά. Μετά ταύτα, υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό 5.832,70€ νομιμοτόκως από τις 11.12.2014, αναγνώρισε ότι η αυτή διάδικος οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό 6.552,54€ νομιμοτόκως ως άνω επέβαλε δε εις βάρος της εναγόμενης τα δικαστικά έξοδα προσδιορίζοντας το ποσό τους σε 500,00€.
- Κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που έκρινε όπως ανωτέρω αναφέρεται παραπονούνται αμφότερα τα διάδικα μέρη με τις από 29.09.2017 και 02.10.2017 εφέσεις τους. Ειδικότερα η εκκαλούσα – εφεσίβλητη – εναγόμενη με την από 29.09.2017 έφεσή της που διαρθρώνεται σε δύο λόγους παραπονείται για κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, του εισφερθέντος κατά την πρωτόδικη εκδίκαση της υποθέσεως, εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντοπίζοντας τα παράπονά της στην παραδοχή της εκκαλούμενης αποφάσεως ότι ο ενάγων ασκούσε καθήκοντα αρχιθαλαμηπόλου και στην παραδοχή της αναφορικά με τα χρονικά όρια παροχής της εργασίας αυτού (ενάγοντος). Περαιτέρω, ο εφεσίβλητος – εκκαλών – ενάγων με την από 02.10.2017 έφεσή του που διαρθρώνεται σε τέσσερις λόγους παραπονείται τόσο για κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, του εισφερθέντος κατά την πρωτόδικη εκδίκαση της υποθέσεως, όσο για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, ο αμέσως προαναφερόμενος διάδικος παραπονείται για την κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου περί του ότι ουδέποτε άσκησε κατά την ναυτολόγησή του στο πρώτο πλοίο καθήκοντα προϊστάμενου αρχιθαλαμηπόλου, για την κρίση του αναφορικά με τα χρονικά όρια της εργασίας του, για την αρνητική κρίση του σχετικά με την επικαλούμενη από αυτόν προσβολή της προσωπικότητας τους εκ μέρους της εργοδότριάς του όπως και για την κρίση του ότι η εναγόμενη δεν υπήρξε εργοδότριά του κατά την ναυτολόγησή του στο πλοίο «CO». Σύμφωνα, λοιπόν, με τα παραπάνω αμφότερα τα διάδικα μέρη ζητούν την τυπική και κατ΄ ουσίαν παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως κατά το μέρος της το απορριπτικό των ισχυρισμών και αιτημάτων τους, την διακράτηση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο, την αναδίκαση της αγωγής, την απόρριψη και την παραδοχή αυτής (αναλόγως) στο σύνολό της και την επιβολή των δικαστικών εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας εις βάρος του αντιδίκου τους.
- Από το άρθρο 216§1 Κ.Πολ.Δ., στο οποίο ορίζεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117 του ιδίου κώδικα, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με τον νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η μη πλήρης αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψή της ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋποθέσεως, η οποία αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611/2008 Δ 2008.1131, 187/2006 Δ 2006.907). Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσεώς της, που πρέπει ο ενάγων να παραθέσει και να αποδείξει, είναι, κατά το άρθρο 53 Κ.Ι.Ν.Δ., η σύμβαση ναυτολογήσεως, η παροχή από τον ναυτικό της εργασίας του στον εργοδότη (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή) και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με το είδος ή τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η σ.σ.ν.ε. που αρμόζει (ΑΠ 365/2005 ΕλλΔνη 47.1663 =ΕΝαυτΔ 2005.81 = ΔΕΕ 2005.1087, 225/2002 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος = ΕλλΔνη 44.160 = ΔΕΕ 2003.331 = ΕΕργΔ 2003.1166, ΕΠ 567/2005 ΕΝαυτΔ 33.345 = δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος, ΜονΕΠ 168/2014 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος). Περαιτέρω, για την κατ΄ άρθρο 216§1 Κ.Πολ.Δ. πληρότητα του δικόγραφου της αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή διαφοράς αποδοχών για παρασχεθείσα κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες εργασία συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται οι συγκεκριμένες ημέρες και ο αριθμός αυτών, αλλ΄ αρκεί να αναφέρεται ο αριθμός ωρών εργασίας που παρέσχε ο εργαζόμενος κατά το διάστημα τούτο (ΑΠ 1600/2006 ΕλλΔνη 48.808, 725/1999 ΕλλΔνη 41.343 = ΔΕΝ 2000.499 = ΕΕΝ 2000.648 = ΕπιθΙΚΑ 2000.586 = δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος, ΜονΕΠ 168/2014 όπ. π.). Εξάλλου, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρεται σ΄ αυτήν ο χρόνος, από τον οποίο αρχίζει η υπερεργασία ή η υπερωρία κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από τον νόμο, ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεσή της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή (ΕΠ 892/2002 ΕΝαυτΔ 30.437, 1239/1996 Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιώς 1996 – 1997, σελ. 122). Επιπροσθέτως, από το άρθρο 416 Α.Κ., το οποίο ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία για την πληρότητα του σχετικού περί εξοφλήσεως ισχυρισμού, αλλά και του αιτιολογικού της αποφάσεως, που δέχεται τον ισχυρισμό αυτόν, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος, είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Όταν δε με την αγωγή ασκούνται πλείονες αξιώσεις, πηγάζουσες από διαφορετικές αιτίες, όπως στην περίπτωση των εργατικών αξιώσεων, δεν αρκεί να αναφέρεται στην απόφαση που δέχεται σχετικό περί εξοφλήσεως ισχυρισμό του εναγόμενου, ότι όλες γενικώς οι αξιώσεις του ενάγοντος εξοφλήθηκαν, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται το δικαιούμενο καθώς και το καταβληθέν για κάθε αξίωση ποσό. Για τον λόγο αυτό, εξάλλου, με το άρθρο 18§1 ν. 1082/1980, επιβάλλεται στον εργοδότη η υποχρέωση να χορηγεί, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού του, εκκαθαριστικό σημείωμα ή, σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος, έγγραφη ανάλυση της μισθοδοσίας, στην οποία θα απεικονίζονται αναλυτικά οι κάθε φύσεως αποδοχές του προσωπικού καθώς και οι επ΄ αυτών κρατήσεις. Διαφορετικά καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, αφού ενδέχεται το καταβληθέν συνολικό ποσό να αφορά και σε άλλες αξιώσεις μη ασκούμενες με την αγωγή, ή ακόμη να υπερκαλύπτει ορισμένες και άλλες να μην τις καλύπτει ή να τις καλύπτει εν μέρει (ΑΠ 381/2014 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος = ΧρΙΔ 2014.498). Περαιτέρω, από τα άρθρα 914 και 932 Α.Κ. συνάγεται ότι για την γέννηση ευθύνης προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση από αδικοπραξία πρέπει να υπάρχει: α) Συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, β) επέλευση ζημίας και γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του ενός και της ζημίας του άλλου. Η παράνομη συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται είτε σε θετική ενέργεια, είτε σε παράλειψη. Ο χαρακτηρισμός της παραλείψεως ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρεώσεως για επιχείρηση της θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύπτει είτε από δικαιοπραξία, οπότε μάλιστα μπορεί να συρρέουν αδικοπρακτική και δικαιοπρακτική ευθύνη, είτε από ειδική διάταξη νόμου – όπως είναι και το άρθρο 919 Α.Κ., εφόσον συντρέχει αντίθεση στα χρηστά ήθη και πρόθεση βλάβης – είτε από την αρχή της καλής πίστεως, υπό την αντικειμενική έννοια που απαντάται στα άρθρα 200, 281 και 288 Α.Κ. και είναι η συναλλακτική ευθύτητα, την οποία επιδεικνύει ο χρηστός και εχέφρων συναλλασσόμενος. Έτσι, αδικοπρακτική ευθύνη, κατά τα άρθρα 914 επόμ. Α.Κ., γεννιέται όταν το ζημιογόνο γεγονός είναι ανεξάρτητο από προηγουμένη υποχρέωση και μπορεί να προέλθει από οποιονδήποτε τρίτο, ο οποίος με παράνομη πράξη ή παράλειψή του προσβάλλει απόλυτο δικαίωμα του προσώπου, που ζημιώθηκε. Αν, αντίθετα, η πράξη ή παράλειψη που προκάλεσε την ζημία δεν είναι καθ’ εαυτή παράνομη, αλλά συνιστά αθέτηση υποχρεώσεως, που έχει ήδη αναληφθεί, δεν υπάρχει αδικοπρακτική, αλλά ενδοσυμβατική ευθύνη, συνιστάμενη στο διαφέρον, το οποίο συνδέεται αιτιωδώς με την αθέτηση (υπερημερία, αδυναμία, θετική προσβολή κτλ). Τέλος, από την διάταξη του άρθρου 919 Α.Κ. προκύπτει, ότι η από πρόθεση πρόκληση ζημίας σε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη είναι πράξη παράνομη και δημιουργεί υποχρέωση προς αποζημίωση (και προς καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, κατ’ άρθρο 932 Α.Κ.). Ως κριτήριο των χρηστών ηθών, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, χρησιμεύουν οι ιδέες του εκάστοτε κατά την γενική αντίληψη χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Ενόψει, όμως, του ότι ζημιογόνος συμπεριφορά από πρόθεση, με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, τότε μόνο μπορεί να θεμελιώσει και αξίωση αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 919 Α.Κ., όταν και χωρίς την συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, μόνη δε η από τον ένα των συμβαλλόμενων αθέτηση κάποιας από την σύμβαση υποχρεώσεως, που ανέλαβε έναντι του άλλου, δεν αποτελεί πράξη αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, ώστε να θεμελιώνει και αξίωση αποζημιώσεως κατά το προαναφερόμενο άρθρο του Α.Κ. (ΑΠ 292/2015, 997/2012 δημοσιευμένες στην τ.ν.π. Νόμος). Εξάλλου, κατά την αντικατασταθείσα με το άρθρο 8§1 ν. 2336/1995 πρώτη παράγραφο του άρθρου μόνου του α ν. 690 της 4/5-12-1945 «Περί συμπληρώσεως και τροποποιήσεως του Α.Ν. 28/1944 περί εξουσιοδοτήσεως των Υπουργών Εργασίας και Οικονομικών, όπως προβαίνουν εις καθορισμόν μισθών και ημερομισθίων», που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 15 ν. 2053/1952, τιμωρείται με τις ποινές που προβλέπονται εκεί κάθε εργοδότης που δεν καταβάλλει εμπροθέσμως στους απασχολούμενους σ’ αυτόν με μισθό τις αποδοχές ή κάθε φύσεως χορηγίες που τους οφείλει από τη σχέση εργασίας. Με την διάταξη αυτήν ανάγεται σε ποινικό αδίκημα η μη εκπλήρωση από τον εργοδότη της υποχρεώσεώς του για πληρωμή του μισθού που απορρέει από την σύμβαση εργασίας. Με την παράλειψη, όμως, της πληρωμής (εν όλω ή εν μέρει) αυτού ο εργαζόμενος δεν χάνει τις καθυστερούμενες αποδοχές και, συνεπώς, δεν υπάρχει ζημία, που να έχει αιτία τη, σε σχέση με τον α. ν. 690/1945, παράνομη συμπεριφορά του εργοδότη. Παρέπεται δε ότι η μη εκπλήρωση της προς καταβολή του οφειλόμενου μισθού υποχρεώσεως του εργοδότη και η παρακράτηση από αυτόν του μισθού, τον οποίο ενοχικώς οφείλει, δεν συνιστά αδικοπραξία (ΑΠ 670/2016 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος, ΕΠ 154/2015, 109/2015, 25/2015, 91/2013 δημοσιευμένες στην τ.ν.π. Νόμος). Εξάλλου, σύμφωνα με όσα γίνονται δεκτά στην θεωρία και στην νομολογία, καθώς και στην διεθνή ναυτιλιακή πρακτική, είδος της υπό ευρεία έννοια ναυλώσεως είναι η χρονοναύλωση γυμνού πλοίου («bareboat charter» ή «charter by demise»), κατά την οποία ο κύριος του πλοίου – εκναυλωτής θέτει, έναντι ανταλλάγματος, στην διάθεση του ναυλωτή, για ορισμένο χρόνο, πλοίο κατάλληλο μεν για θαλασσοπλοΐα, αλλά χωρίς εξοπλισμό και επάνδρωση ή με ατελή επάνδρωση και εξοπλισμό, τους δε τελευταίους προσλαμβάνει και αναλαμβάνει ο χρονοναυλωτής, στις εντολές του οποίου αυτοί υπακούουν, αναφορικά με την ναυτική και εμπορική διεύθυνση του πλοίου (ΕΠ 452/2008 ΕΝΔ 2009.39 = ΕπισκΕμπΔ 2008.1086 = δημοσιευμένη στην τνπ Νόμος, 2/1998 ΠειρΝομ 1998.44 = ΕΕμπΔ 1998.121 = δημοσιευμένη στην τνπ Νόμος, 1961/1988 ΕΝΔ 17.409 = ΕΕμπΔ 1989.623 = δημοσιευμένη στην τνπ Νόμος, ΜονΕΠ 809/2014 δημοσιευμένη στην τνπ Νόμος, Αντ. Αντάπασης, Εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, στον τόμο Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου, σελ. 437-454, Ν. Δελούκας, Ναυτικό Δίκαιο, έκδοση 1979, § 169). Περαιτέρω, από τα άρθρα 105 και 106 εδάφ. β΄ Κ.Ι.Ν.Δ. προκύπτει ότι η εκμετάλλευση του πλοίου με την έννοια του εφοπλισμού υπάρχει και στην σύμβαση χρονοναυλώσεως (εφοπλιστική χρονοναύλωση), όταν στον ναυλωτή ανήκει η εκμετάλλευση και η ναυτική διεύθυνση αυτού (πλοίου). Στην περίπτωση αυτή ο μεν ναυλωτής τυγχάνει εφοπλιστής του πλοίου, ο δε κύριος αυτού ευθύνεται έναντι των τρίτων πραγματοπαγώς και συγκεκριμένα μόνο δια του πλοίου, κατ΄ άρθρο 106 εδάφ. β΄ Κ.Ι.Ν.Δ.. Αντιθέτως, αν ο κύριος του πλοίου – εκναυλωτής θέτει στη διάθεση του ναυλωτή, έναντι ανταλλάγματος και για ορισμένο χρόνο, πλοίο εξοπλισμένο μαζί με τις υπηρεσίες του πλοιάρχου ή του πληρώματος, διατηρώντας ο ίδιος (χρονοεκναυλωτής) την τεχνική (ναυτική) διαχείριση του πλοίου, παρέχοντας δε σε εκείνον (χρονοναυλωτή) τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί, επί ένα χρονικό διάστημα, το πλοίο και τις υπηρεσίες του πλοιάρχου και του πληρώματος, αυτός εξακολουθεί να είναι πλοιοκτήτης και να φέρει απεριορίστως τους κινδύνους από την εκμετάλλευση αυτή (ΕΠ 874/2013 ΕΝΔ 2013.422 = τνπ Νόμος, 452/2008 ΕΝΔ 2009.39, 882/2000 ΕΝΔ 2001.122 = τνπ Νόμος σε περίληψη, 2/1998 ΕΕμπΔ 1998.121 = ΠειρΝομ 1998.44 = δημοσιευμένη στην τνπ Νόμος, Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, έκδοση 2007, τόμος 2ος , §115, σελ. 20 επόμ.,). Δηλαδή, γίνεται δεκτό ότι υπάρχει εφοπλισμός, που συνεπάγεται την εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων, όταν ο πλοιοκτήτης παραχώρησε την χρήση του πλοίου του γυμνού, γιατί, στην τελευταία περίπτωση, ο μισθωτής – ναυλωτής του πλοίου εξουσιάζει τούτο, τόσο από την πλευρά της τεχνικής διευθύνσεως, όσο και από αυτή της εμπορικής του διαχειρίσεως, έχει δε την βούληση να ασκήσει και ασκεί πράγματι, για ίδιο λογαριασμό, την επιχείρηση της κερδοσκοπικής εκμεταλλεύσεώς του (Αντ. Αντάπασης, όπ.π., σελ. 458, Ν. Δελούκας, όπ.π., σελ. 128, Ι. Κοροντζής σε ΕλλΔνη 27. 1102). Στην περίπτωση αυτή ο μεν ναυλωτής τυγχάνει εφοπλιστής του πλοίου, ο δε κύριος αυτού ευθύνεται έναντι των τρίτων πραγματοπαγώς και συγκεκριμένα μόνο δια του πλοίου, κατ΄ άρθρο 106 εδ. β` του Κ.Ι.Ν.Δ.. Αντιθέτως, εάν την ναυτική διαχείριση του πλοίου διατηρεί ο εκναυλωτής, αυτός εξακολουθεί να είναι πλοιοκτήτης και να φέρει απεριορίστως τους κινδύνους από την εκμετάλλευση αυτή. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο πλοιοκτήτης ευθύνεται για τις δικαιοπραξίες που επιχειρούνται από τους αντιπροσώπους του μέσα στα πλαίσια της εκμεταλλεύσεως του πλοίου. Έτσι, οι συμβάσεις που συνάπτονται από τον χρονοναυλωτή ή τον πλοίαρχο χρονοναυλωμένου πλοίου με τρίτους δεσμεύουν τον πλοιοκτήτη, έστω και αν, σύμφωνα με τους όρους του ναυλοσύμφωνου, έχουν συναφθεί για λογαριασμό του χρονοναυλωτή. Και τούτο, γιατί οι όροι του ναυλοσύμφωνου αφορούν τις εσωτερικές σχέσεις των συμβληθέντων κατά την κατάρτισή του, δηλαδή τον εκναυλωτή και το χρονοναυλωτή, ενώ για τους τρίτους είναι res inter alios. Ο πλοιοκτήτης δεν ευθύνεται για τις ως άνω δικαιοπραξίες, μόνο στην περίπτωση που γνωστοποιήθηκε στους τρίτους, πριν την κατάρτιση της συμβάσεως, αφενός ότι το πλοίο είναι χρονοναυλωμένο και αφετέρου ότι, δυνάμει ειδικού όρου του ναυλοσύμφωνου, για την πληρωμή του συγκεκριμένου χρέους θα ευθύνεται μόνο ο χρονοναυλωτής (ΕΠ 2/2002 ΕπισκΕμπΔ 2002.237 = δημοσιευμένη στην τνπ Νόμος, με περαιτέρω παραπομπές στην θεωρία και στην νομολογία). Τέλος, κατά την διάταξη του άρθρου 522 Κ.Πολ.Δ., με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Από το μεταβιβαστικό αυτό αποτέλεσμα της εφέσεως το εφετείο αποκτά την εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται, κατά τις διατάξεις άρθρων 525 μέχρι 527 του ίδιου κώδικα, τόσο από τη μια πλευρά όσο και από την άλλη και, παρόλο ότι ο εκκαλών, με την έφεση, παραπονιέται γιατί η αγωγή του απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, μπορεί να κρίνει, μετά και από αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη. Στην περίπτωση αυτή, μη επιτρεπόμενης, κατά την διάταξη του άρθρου 534 του άνω κώδικα, της αντικαταστάσεως των αιτιολογιών της εκκαλούμενης αποφάσεως, διότι η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση και απορρίπτεται η αγωγή ως μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη και μάλιστα χωρίς ειδικό γιαυτό παράπονο, κατά την διάταξη του άρθρου 533 § 1 του κώδικα αυτού, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (άρθρα 68, 536 ΚΠολΔ – ΑΠ 356/2013 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος).
- Με τον τρίτο λόγο της από 02.10.2017 εφέσεώς του παραπονείται ο εκκαλών γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο το αίτημά του περί του να υποχρεωθεί η εφεσίβλητη να του καταβάλει χρηματικό ποσό 10.000,00€ ως χρηματική του ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης την οποία υπέστη από την συμπεριφορά της εργοδότριάς του εφεσίβλητης να μην του καταβάλλει συστηματικά, καίτοι το γνώριζε, τις δικαιούμενες λόγω της θέσεως ευθύνης του αποδοχές. Ο λόγος αυτός της εφέσεως παραδεκτά προβάλλεται πλην όμως είναι αβάσιμος, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν αμέσως προηγουμένως, και πρέπει να απορριφθεί. Ωστόσο, πρέπει, εφόσον το σχετικό αίτημα της αγωγής ήταν πρωτίστως μη νόμιμο, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απορριφθεί ως τέτοιο (δηλαδή ως μη νόμιμο) εφόσον το δημιουργούμενο δεδικασμένο είναι επωφελέστερο για τον εκκαλούντα.
- Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως ………., που κατέθεσαν, αφού τηρήθηκε η προβλεπόμενη στον νόμο προδικασία (βλ. τις με στοιχεία …… και ……. εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητριών των Εφετείων Πειραιώς και Ανατολικής Κρήτης …….. που προσκομίζονται με νόμιμη επίκληση), ενώπιον των συμβολαιογράφων Πειραιώς ….., Ηρακλείου Κρήτης ……, και των συμβολαιογράφων Κρανιδίου Αργολίδας …… και Αιγίου ……., συνταγεισών των υπ΄ αριθμ. ……… ένορκων βεβαιώσεων αυτών, και από το σύνολο, όλων ανεξαιρέτων των εγγράφων που προσκομίζονται με νόμιμη επίκληση είτε προς άμεση απόδειξη είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (στα χρησιμεύοντα ως δικαστικά τεκμήρια έγγραφα δεν συγκαταλέγεται η υπ΄ αριθμ. ………. ένορκη βεβαίωση του ……. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……. και τούτο γιατί είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, εφόσον δεν προηγήθηκε έγκυρη κλήτευση προ της λήψεώς της) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης αυτής: Ο ενάγων, Έλληνας ναυτικός, απογεγραμμένος στο Μ(ητρώο) Ε(ργατών) Θ(αλάσσης) στην ΛΒ ναυτική περιφέρεια, με αριθμό μητρώου …., σε εκτέλεση προκαταρκτικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας, που συνήφθησαν ατύπως στον Πειραιά, ναυτολογήθηκε, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, στο με Ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο, με το όνομα «ΙΠ», νηολογίου Ηρακλείου Κρήτης, με αριθμό …, κ.ο.χ. 29968, Δ.Δ.Σ. SWEW, με αριθμό Ι.Μ.Ο. ….., στις 28.11.2013, στον λιμένα του Λιβόρνο Ιταλίας, και υπηρέτησε σ΄ αυτό (πλοίο) έως και τις 02.05.2014, οπότε απολύθηκε, στον αυτό λιμένα, μετά από συμφωνία του με τον πλοίαρχο του πλοίου, αφού, προηγουμένως, είχε τυπικά απολυθεί, στις 09.01.2014, στον προαναφερόμενο λιμένα, λόγω αντικαταστάσεως του ναυτολογίου και μεταφοράς του σε νέο, επαναυτολογηθείς αυθημερόν. Επαναυτολογήθηκε στον λιμένα του Λιβόρνο Ιταλίας, στις 21.06.2014, με την αυτή ειδικότητα, στο αυτό πλοίο, και απολύθηκε από αυτό (πλοίο) στις 11.12.2014, στον λιμένα της ναυτολογήσεώς του, αφού, προηγουμένως, είχε απολυθεί τυπικά, στις 07.07.2014, εν πλω, λόγω αντικαταστάσεως του ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο, επαναυτολογηθείς αυθημερόν. Και κατά τις δύο ναυτολογήσεις του, ο ενάγων ασκούσε καθήκοντα αρχιθαλαμηπόλου τραπεζαρίας (maitre) του πλοίου, χωρίς να κατέχει σχετικό πτυχίο, και έπρεπε, κατά τα συμφωνηθέντα, να αμείβεται με τις προβλεπόμενες από την οικεία Ελληνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2014, δηλαδή αυτή από 08.04.2014 που κυρώθηκε με την υπ΄ αριθμ. 3525.1.10/01/ 13.06.2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου (Φ.Ε.Κ. Β΄1665 της 24.06.2014). Στα καθήκοντα του ενάγοντος ανήκαν η επίβλεψη του προσωπικού (θαλαμηπόλων και επικούρων) που εργάζονταν στα εστιατόρια, bars και κυλικεία του πλοίου, η τήρηση της καθαριότητας στους χώρους αυτούς, η προμήθειά τους με τα απαιτούμενα αγαθά, και ανάλογα. Καθήκοντα προϊστάμενου αρχιθαλαμηπόλου, όπως αυτά περιγράφονται στα άρθρα 112 και 113 β. δ. 683/1960 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 158 της 04.10.1960) «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογής Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω.», δεν άσκησε ο ενάγων στο πλοίο κατά τις ανωτέρω ναυτολογήσεις του και τούτο γιατί σ΄ αυτό (πλοίο) δεν απασχολιόταν υπαξιωματικός με τέτοιο αντικείμενο, παρά ένας ακόμη αρχιθαλαμηπόλος (chief steward) με αρμοδιότητα την επίβλεψη του σχετικού προσωπικού, την ευθύνη εύρυθμης λειτουργίας των κοιτώνων του πλοίου, την τακτοποίηση των επιβατών στους κοιτώνες και ανάλογα. Αμφότεροι οι ανωτέρω αρχιθαλαμηπόλοι λειτουργούσαν υπό την εποπτεία οικονομικού αξιωματικού του πλοίου (κομισάριου), ο οποίος αποτελούσε τον συνδετικό τους κρίκο με τον ύπαρχο του πλοίου. Ωστόσο, παρότι ο ενάγων ασκούσε τα ανωτέρω καθήκοντα, καταβάλλονταν σ΄ αυτόν μισθός ενέργειας και επιδόματα θαλαμηπόλου, με αποτέλεσμα να προκύψει υπέρ αυτού διαφορά μεταξύ καταβλητέων και καταβληθεισών αποδοχών για τα δύο χρονικά διαστήματα ναυτολογήσεώς του ποσού ύψους 5.832,70€, το οποίο καταψήφισε υπέρ αυτού το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Επομένως, εφόσον το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε στις αποδεικτικές παραδοχές στις οποίες καταλήγει και το Δικαστήριο τούτο καταψήφισε δε υπέρ αυτού το ανωτέρω χρηματικό ποσό (για τον υπολογισμό του οποίου ουδέν παράπονο διατυπώνεται) ορθά εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό που τέθηκε υπόψη του. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος των εφέσεων, που παραδεκτά προβλήθηκαν, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι το πλοίο, κατά τις δύο ναυτολογήσεις του ενάγοντος, διενεργούσε πλόες μεταξύ των λιμένων Λιβόρνο Ιταλίας, Βαρκελώνης Ισπανίας, Ταγγέρης Μαρόκο, Βαρκελώνης Ισπανίας και Λιβόρνο Ιταλίας. Συγκεκριμένα, το πλοίο απέπλεε από το Λιβόρνο κάθε Σάββατο στις 23:30, κατέπλεε στην Βαρκελώνη κάθε Κυριακή στις 20:00, απέπλεε από την Βαρκελώνη στις 23.59, κατέπλεε στην Ταγγέρη κάθε Τρίτη στις 10:30 – 11:30, απέπλεε από την Ταγγέρη την ίδια μέρα στις 18:30 για την Βαρκελώνη, κατέπλεε στην Βαρκελώνη κάθε Τετάρτη στις 20:00,απέπλεε από την Βαρκελώνη την ίδια μέρα στις 23:59 και κατέπλεε στο Λιβόρνο κάθε Πέμπτη στις 21:30. Έκτοτε και έως το Σάββατο στις 23:30, οπότε ξεκινούσε για νέο κυκλικό ταξίδι, το πλοίο παρέμενε στον λιμένα του Λιβόρνο αργό. Έτσι, κάθε Παρασκευή ο ενάγων εξαντλούσε το νόμιμο ωράριο απασχολήσεώς του, δηλαδή οκτώ ώρες, κάθε Σάββατο εργαζόταν μια ώρα επιπλέον, δηλαδή εννιά ώρες, για να είναι το πλοίο σε θέση να δεχτεί επιβάτες την 23:30 ώρα ενώ κατά τις λοιπές ημέρες (Κυριακή, Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη και Πέμπτη), ασκώντας πλήρως τα καθήκοντά του, εφόσον το πλοίο μετέφερε επιβάτες, παρείχε τις υπηρεσίες του επί δεκατρείς ώρες κατά μέσο όρο. Ωστόσο, για την παροχή της ανωτέρω υπερωριακής εργασίας του, ο ενάγων λάμβανε μικρότερη αμοιβή από την αναλογούσα. Η δικαιούμενη συνολική αμοιβή του και για τις δύο περιόδους ναυτολογήσεώς του, πέραν της ληφθείσης, υπολογίστηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στο ποσό των 6.522,54€ (για τον υπολογισμό του οποίου ουδέν παράπονο διατυπώνεται), το οποίο αναγνωρίστηκε με την πρωτόδικη απόφαση ότι πρέπει να του καταβάλει η εναγόμενη. Επομένως, ο δεύτερος λόγος των εφέσεων που παραδεκτά προβλήθηκαν πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Αναφορικά, τώρα, με την ναυτολόγηση του ενάγοντος στο Ε/Γ –Ο/Γ πλοίο, με το όνομα «CO», νηολογίου Παλέρμο Ιταλίας με αριθμό ….., πλοιοκτησίας της εταιρείας, με την επωνυμία «……….» και έδρα το Παλέρμο Ιταλίας, από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Ο ενάγων, στις 05.03.2015, στον λιμένα της Πάτρας Αχαΐας, κατήρτισε με το Ιταλικής υπηκοότητας πλοίαρχο του πλοίου έγγραφη σύμβαση ναυτολογήσεως, για να εργαστεί στο πλοίο, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, με την ειδικότητα δε αυτή εργάστηκε στο πλοίο έως τις 09.04.2015, οπότε αποναυτολογήθηκε στον λιμένα της ναυτολογήσεώς του. Η σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος συμφωνήθηκε να διέπεται από το Ιταλικό δίκαιο, εκτός από τους όρους αμοιβής και εργασίας που θα διέπονταν από το Ελληνικό δίκαιο. Το πλοίο, όπως ήδη σημειώθηκε, ανήκε κατά πλοιοκτησία στην εταιρεία «………» που ανήκει στον αυτό όμιλο εταιρειών με την εναγόμενη εταιρεία, τον όμιλο «….», και ήταν χρονοναυλωμένο από την πλοιοκτήτριά του στην εναγόμενη με το από 11.06.2010 ναυλοσύμφωνο τύπου «NYPE 93» για χρονικό διάστημα δεκαπέντε μηνών που σταδιακά παρατάθηκε έως και τις 30.09.2015. Στο ναυλοσύμφωνο προβλέφθηκε το πλοίο να είναι πλήρως στελεχωμένο από την πλοιοκτήτρια, η οποία αναλάμβανε και τα της πληρωμής του πληρώματος. Επομένως, εργοδότρια του ενάγοντος, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, ήταν η πλοιοκτήτρια του πλοίου εταιρεία. Το γεγονός ότι την λογιστική παρακολούθηση της μισθοδοσίας του ενάγοντος είχε η εναγόμενη δεν την μεταβάλει σε εργοδότριά του, ενόψει του ότι αυτή (εναγόμενη) απλώς συνέτρεχε με το μηχανογραφικό της σύστημα την πλοιοκτήτρια λόγω του ότι ανήκαν στον αυτό όμιλο και το μηχανογραφικό της σύστημα ήταν προσαρμοσμένο στα δεδομένα της Ελληνικής νομοθεσίας. Κρίσιμα στοιχεία για την κατάφαση της ιδιότητας της εργοδότριας στην υπόψη περίπτωση δεν είναι περιφερειακά στοιχεία αλλά τα στοιχεία που καθορίζουν τον πυρήνα της εργασιακής σχέσεως, δηλαδή ποια εταιρεία καθόριζε τον τόπο, τον χρόνο, το περιεχόμενο και τις συνθήκες παροχής της εργασίας του ενάγοντος επιπλέον δε ποια εταιρεία ασκούσε την εποπτεία και αξιολογούσε την εργασία του ενάγοντος. Αναμφισβήτητα η εταιρεία αυτή ήταν η πλοιοκτήτρια του πλοίου, στο στελεχιακό δυναμικό της οποίας ανήκε το σύνολο των αξιωματικών του πλοίου, του πλοιάρχου αυτού συμπεριλαμβανομένου. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι νομική βάση της αγωγής του δεν ήταν η εφοπλιστική ιδιότητα της εναγόμενης σε σχέση με το πλοίο, αλλά ανώνυμη σύμβαση, κατά το άρθρο 361 Α.Κ., δεν προκύπτει από αυτό το ίδιο το δικόγραφο της αγωγής του, στο οποίο γίνεται περιγραφή της σχέσεως της εναγόμενης με το πλοίο και η οποία ταυτίζεται με αυτή της εφοπλιστικής χρονοναυλώσεως. Ακόμη, ο ισχυρισμός του αυτού διαδίκου ότι τόσο αυτός όσο και οι άλλοι Έλληνες εργαζόμενοι αγνοούσαν το πλήρες περιεχόμενο της συμβάσεως χρονοναυλώσεως και ειδικότερα το τμήμα της που αφορά τα των σχέσεων εργασίας τους, δεν αντέχει στον έλεγχο της κοινής λογικής δεδομένου ότι έμπειροι ναυτικοί, όπως, τουλάχιστον, ο ενάγων, που κατέχει ναυτικό φυλλάδιο από το έτος 1979 (09.11.1979), δεν μπορούσε να κατανοήσει το περιεχόμενο της ατομικής συμβάσεως που συνυπέγραψε αναφορικά με το ποια εταιρεία ήταν η εργοδότριά του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατέληξε σε όμοιο αποδεικτικό συμπέρασμα με το ανωτέρω, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ενώπιόν του προσαχθείσες αποδείξεις εκτίμησε. Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος της από 02.10.2017 εφέσεως ο οποίος παραδεκτά προβλήθηκε πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, δεκτής γενομένης της από 02.10.2017 εφέσεως και από ουσιαστική άποψη και απορριπτομένης της από 26.09.2017 εφέσεως ως αβάσιμης από ουσιαστική άποψη, πρέπει η εκκαλούμενη απόφαση να εξαφανιστεί στο σύνολό της, ώστε να προκύψει ενιαίος προς εκτέλεση τίτλος, να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να αναδικαστεί η από 11.11.2015 αγωγή, να γίνει δεκτή εν μέρει, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό πέντε χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα δύο χιλιάδων ευρώ και εβδομήντα λεπτά του ευρώ (5.832,70€) νομιμοτόκως από τις 12.12.2014 και να αναγνωριστεί ότι η αυτή διάδικος οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό έξι χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι δύο ευρώ και πενήντα τεσσάρων ευρώ (6.522,54€) νομιμοτόκως ως άνω.
- Τα δικαστικά έξοδα, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα αναλογούντα στην έκταση της νίκης του ενάγοντος – εφεσίβλητου –εκκαλούντος, πρέπει, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός του, να επιβληθούν εις βάρος της εναγόμενης – εκκαλούσας – εφεσίβλητης, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 183, 178§1, 189§1, 191§2, 591§1 εδάφ. α΄ Κ.Πολ.Δ., 58§§1,3,4 α΄, 63§1 i α΄, 68§1, 69§1 εδάφ. α΄, 166 Παρ. Ι ν. 4194/2013, σύμφωνα με τα στο διατακτικό.
Γ Ι Α Τ Ο Υ Σ Λ Ο Γ Ο Υ Σ Α Υ Τ Ο Υ Σ
Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, τις από 26.09.2017 και 02.10.2017 εφέσεις κατά της οριστικής υπ΄ αριθμ. 2937/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα.
Δέχεται τυπικά αμφότερες τις εφέσεις.
Απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την πρώτη από αυτές και δέχεται κατ΄ ουσίαν την δεύτερη τούτων.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ΄ αριθμ. 2937/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα.
Κρατεί την υπόθεση.
Αναδικάζει την από 11.11.2015 αγωγή.
Δέχεται αυτή εν μέρει.
Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό πέντε χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα δύο χιλιάδων ευρώ και εβδομήντα λεπτά του ευρώ (5.832,70€) νομιμοτόκως από τις 12.12.2014.
Αναγνωρίζει ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό έξι χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι δύο ευρώ και πενήντα τεσσάρων ευρώ (6.522,54€) νομιμοτόκως ως άνω. Και
Καταδικάζει την εναγόμενη – εκκαλούσα – εφεσίβλητη να καταβάλει στον ενάγοντα – εφεσίβλητο – εκκαλούντα τα δικαστικά έξοδα το ποσό των οποίων ορίζει σε χίλια δέκα ευρώ (1.010,00€).
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 11 Σεπτεμβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ