ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης 321 /2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(2° Τμήμα)
Αποτελούμενο από το Δικαστή Βασίλειο Τζελέπη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα, Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος: …….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια του δικηγόρο Ρωξάνη Κατόπη (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Της εφεσίβλητης: Της ατομικής επιχείρησης με την επωνυμία «…………..» που εδρεύει στη …. Αττικής, με ΑΦΜ ….., όπως νομίμως εκπροσωπείται από τον …………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο της δικηγόρο Ιωάννη Καρούζο [ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ] (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Ο εκκαλών άσκησε την από 17.7.2023 (αριθ. καταθ. Πρωτοδικείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ…./…/2023, αριθ. καταθ. Εφετείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ …../2023) έφεσή κατά της με αριθμό 1439/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτικής διαδικασίας), η οποία εγγράφηκε στο πινάκιο της οποίας η συζήτηση ορίστηκε αρχικώς για τη δικάσιμο της 11.1.2024 και μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας δικάσιμος.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων που παραστάθηκαν όπως ανωτέρω αναφέρεται κατέθεσαν παραδεκτώς προτάσεις, αιτούμενοι να γίνουν δεκτοί οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
I.Η κρινόμενη έφεση κατά της με αριθμό 1439/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε αντιμωλίαν κατά την τακτική διαδικασία ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα καθότι το δικόγραφο της έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 18.7.2023, ενώ η επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης έλαβε χώρα την 19.6.2023, όπως τούτο προκύπτει από την σχετική επισημείωση του επιδόσαντος την απόφαση δικαστικού επιμελητή …………., ήτοι εντός της τριακονθήμερης κατά νόμο προβλεπόμενης προθεσμίας άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης (άρθρα 495, 511,513 παρ.1, περ β, 516 παρ.1 και 518 παρ.1 του ΚΠολΔ). Επομένως η κρινόμενη έφεση, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, σύμφωνα με το άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ κατά την προαναφερόμενη διαδικασία, ενόψει του ότι για το παραδεκτό αυτής κατατέθηκε το προβλεπόμενο εκ του άρθρου 495 παρ.3 του ΚΠολΔ παράβολο ποσού εκατό ευρώ (100,00) ευρώ (βλ. σχετικά την έκθεση κατάθεσης δικογράφου του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, το με αριθμ. 60048847595401150030/2023 ηλεκτρονικό παράβολο και το σχετικό έγγραφο εξόφλησης αυτού).
II.Ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, με τη με αριθμό κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ……/…./2018 αγωγή τακτικής διαδικασίας την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, εξέθεσε ότι η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη του ανέθεσε προφορικά τον Ιανουάριο του έτους 2018, με σύμβαση έργου, ως εργολάβο, την εκτέλεση των αναφερόμενων στην αγωγή ηλεκτρολογικών εργασιών σε δύο υπό ένωση πολυώροφες οικοδομές στη ….. Αττικής, χωρίς να ορισθεί ακριβής χρόνος παράδοσης του έργου, λόγω των διαρκών τροποποιήσεων των σχεδίων των εργασιών από την εναγομένη. Ότι μολονότι αποπεράτωσε το 95% του έργου, συνολικής αξίας 83.700,00 ευρώ, ως αναλυτικά εκτίθεται στην υπό κρίση αγωγή, η εναγομένη του κατέβαλε μόνο το ποσό των 16.276,00 (πλέον Φ.Π.Α.) κι, επομένως, εξακολουθεί να του οφείλει το ποσό των 67.424,00 ευρώ, το οποίο και αρνείται να του καταβάλει παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της. Οτι, επιπλέον, ο εναγόμενος τέλεσε σε βάρος του την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, αφενός με την αποστολή σε αυτόν της από 27-8-2018 εξώδικης δήλωσής του, στην οποία συμπεριέλαβε τους λεπτομερώς αναφερόμενους στην αγωγή ψευδείς και προσβλητικούς για τον ίδιο ισχυρισμούς, εν γνώσει της αναλήθειας τους και με σκοπό να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του και της οποίας, μεταξύ άλλων, έλαβε γνώση και η σύζυγος του και αφετέρου διαδίδοντας ενώπιον εργαζομένων στο άνω εργοτάξιο ψευδείς και εξυβριστικούς για τον ίδιο ισχυρισμούς. Ότι η παραπάνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου προσέβαλε την προσωπικότητά του και του προκάλεσε ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση. Ότι το παράνομο της συμπεριφοράς της εναγομένης ερείδεται αφενός στην αθέτηση των αναληφθεισών – δυνάμει της προφορικής τους συμφωνίας υποχρεώσεών της λόγω της μη εμπροθέσμου και εγκαίρου αποπληρωμής των αναληφθεισών από αυτόν υποχρεώσεών του στο πλαίσιο της εκτέλεσης του ίδιου έργου, αφετέρου στην αφερεγγυότητα της εναγομένης, η οποία συνίσταται στη μη καταβολή ούτε ποσοστού 1/5 της οφειλόμενης αμοιβής του, μομολονότι τυγχάνει οικονομικά εύρωστη επιχείρηση. Ότι η ζημιογόνα αυτή συμπεριφορά της εναγομένης είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 919 ΑΚ. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά και κατόπιν παραδεκτής μετατροπής του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής του σε έντοκο αναγνωριστικό, με τις προτάσεις του (αρθ. 223,295 παρ. 1β, 297 ΚΠολΔ), ζητεί να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης να του καταβάλει το ποσό των 67.424,00 ευρώ, ως εκ της ενδοσυμβατικής του ευθύνης εκ της άνω σύμβασης έργου, καθώς και το ποσό των 10.000,00 ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, αμφότερα δε τα ποσά αυτά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση. Ζητεί, επίσης, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού απέρριψε το μεν σωρευόμενο αιτούμενο κονδύλιο περί καταβολής της οφειλόμενης εργολαβικής αμοιβής ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, το έτερο κονδύλιο περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο, οπότε και απέρριψε στο σύνολό της της αγωγή και καταδίκασε τον ενάγοντα στη καταβολή της δικαστικής δαπάνης της αντιδίκου την οποία όρισε στο ποσό των 1.600 ευρώ. Ήδη με την κρινόμενη έφεση, ο εκκαλών παραπονείται κατά της εκκαλούμενης απόφασης για λόγους που ειδικότερα εκτίθενται, συνιστάμενοι σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή του, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να απορριφθεί στο σύνολό της η ασκηθείσα με αριθμ κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ…………/2018 αγωγή και να καταδικαστεί ο εφεσίβλητος στη δικαστική του δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
III. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2,118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση δε στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται, και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξίωσης, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξίωσης που θεμελιώνεται επ’ αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση (ΑΠ 1175/2020). Το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση της αγωγής και το υποβαλλόμενο αίτημα και εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως το νόμο, προσδίδει στα περιστατικά, που αναφέρονται σε αυτή, τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό στην, κατά την κρίση του, εφαρμοστέα διάταξη, για να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη της επίδικης έννομης σχέσης ή έννομης συνέπειας (δικαιώματος- υποχρέωσης). Ως ιστορική βάση της αγωγής, κατά το άρθρο 216 παρ. 1α ΚΠολΔ, νοείται το σύνολο των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν την αγωγή και χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης. Η δε πληρότητα ή μη του δικογράφου της αγωγής, ως προς την έκθεση των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση αυτής, εκτιμάται κυριαρχικώς από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 1175/2020, ΑΠ 917/2017). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 681, 682 και 694 ΑΚ συνάγεται ότι με τη σύμβαση του έργου ο μεν εργολάβος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο ο δε εργοδότης, να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή. Η αμοιβή, που συνιστά ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης μίσθωσης έργου, μπορεί να ορίζεται κατά την κατάρτιση αυτής εφάπαξ (κατ’ αποκοπήν), κατά μονάδα, επί τη βάσει προϋπολογισμού, απολογιστικώς, χρονικώς, με ποσοστά ή και να καταλείπεται ακαθόριστη (ΑΠ 682/2010). ‘Οταν δε αυτή (αμοιβή) έχει συμφωνηθεί εφάπαξ και όχι κατά μονάδα έργου, στοιχείο της βάσης της αγωγής του εργολάβου για την πληρωμή της, προκειμένου η αγωγή αυτή να είναι ορισμένη, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, είναι μόνο η συμφωνημένη εφάπαξ αμοιβή και η παράδοση του έργου, σε περίπτωση δε που έχει συμφωνηθεί η τμηματική καταβολή της με την πρόοδο του έργου, αρκεί η αναφορά εκάστης τμηματικής δόσης και της παράδοσης του αντιστοίχου τμήματος του έργου (ΑΠ 1506/2017, ΑΠ 329/2007, ΑΠ 1367/2003). Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ιδιαιτέρως, ως προς την έννοια της κατ’ αποκοπήν αμοιβής, ότι αυτή υπάρχει όταν η συνολική αμοιβή του εργολάβου έχει συμφωνηθεί επακριβώς εκ των προτέρων σε ορισμένο πάγιο (εφάπαξ) ποσό, ο εργολάβος, μάλιστα, στην περίπτωση αυτή, αναλαμβάνει τον κίνδυνο του ακριβούς υπολογισμού του κόστους του έργου και επιπλέον της μεταγενεστέρως αύξησης των τιμών των υλικών, των εργατικών αμοιβών ή της ανάγκης προσθέτων εργασιών, σε σχέση με εκείνες που αρχικώς είχαν προβλεφθεί, μη δυνάμενος, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, να απαιτήσει την αύξηση της συμφωνηθείσης εφάπαξ αμοιβής του (ΑΠ 1506/2017). Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά κακή ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων απέρριψε παρά το νόμο την ένδικη αγωγή ως αόριστη καθώς ο ενάγων είχε διαλάβει στο ιστορικό της όλα τα απαιτούμενα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται για το ορισμένο της αγωγής του για την καταψήφιση της εργολαβικής του αμοιβής. Πλέον συγκεκριμένα η εκκαλούμενη απόφαση έκρινε ότι το υπό κρίση αγωγικό δικόγραφο δεν είχε όλα τα απαραίτητα στοιχεία του άρθρου 694 παρ.1 ΑΚ καθώς σύμφωνα με τον σχετικό αγωγικό ισχυρισμό το έργο δεν αποπερατώθηκε πλήρως και συγκεκριμένα αποπερατώθηκε σε ποσοστό 95% του έργου. Ο ενάγων, ωστόσο διατείνεται ότι αναφορά του στο στοιχείο αυτό της αγωγής είναι επαρκής καθώς συμπληρώνεται με τον αναφερόμενο στην αγωγή του ισχυρισμό ότι στα πλαίσια της πλήρους έλλειψης οργάνωσης από μέρους της εναγομένης ουδέποτε τέθηκε σαφές χρονικό σημείο αποπεράτωσης του αναληφθέντος από αυτόν έργου. Πλην όμως ο ισχυρισμός του αυτός, αληθής υποτιθέμενος, δεν μπορεί να αναπληρώσει το ελλείπον στοιχείο του πραγματικού της αποπεράτωσης του έργου, καθώς σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν στην άνω μείζονα σκέψη της παρούσας η επίκληση του στοιχείου της παράδοσης του έργου αποτελεί όρο του ενεργού για την αξίωση της οφειλόμενης εργολαβικής αμοιβής, κατ’ άρθρο 694 παρ.1 εδ.α ΑΚ. Επιπλέον σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά δεν δύναται να γίνει λόγος για εφαρμογή της παρ.2 του άνω άρθρου, ήτοι περίπτωση τμηματικής καταβολής της εργολαβικής αμοιβής, η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη προηγούμενης συμφωνίας μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Τέλος ο ενάγων δεν επικαλείται οιοδήποτε διαλυτικό της μεταξύ τους σύμβασης λόγο έτσι ώστε να ενεργοποιηθεί η αξίωση του τελευταίου για την διεκδίκηση της οφειλόμενης μέχρι τότε αμοιβής του. Κατά συνέπεια η εκκαλούμενη απόφαση που έκρινε τα ίδια και απέρριψε λόγω αοριστίας το σωρευόμενο τούτο αγωγικό κονδύλιο δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των πραναφερθέντων κανόνων δικαίου και πρέπει εκ τούτου να απορριφθεί το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο.
ΙV.Από τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ περί αδικοπραξιών προκύπτει ότι για να υπάρξει αδικοπραξία και υποχρέωση του ζημιώσαντος να αποζημιώσει τον παθόντα προϋποτίθεται ότι η ζημία (θετική ή αποθετική) προκλήθηκε παρά το νόμο (άρθρο 914 ΑΚ) ή από συμπεριφορά αντίθετη προς τα χρηστά ήθη (άρθρο 919 ΑΚ), από πράξη ή παράλειψη, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του δράστη, ήτοι σε δόλο ή αμέλεια και ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξεως ή της παραλείψεως και της ζημίας, που επήλθε. Η ζημία είναι παράνομη, όταν με την πράξη ή την παράλειψη του υπαιτίου προσβάλλεται δικαίωμα ή και απλό συμφέρον του παθόντος προστατευόμενο από ορισμένη διάταξη νόμου, η οποία παραβιάσθηκε, ενώ ως κριτήριο των χρηστών ηθών και συνακόλουθα της αντίθετης προς αυτά συμπεριφοράς λαμβάνονται υπόψη οι ιδέες, που κατά τη γενική αντίληψη του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου επικρατούν σε μια δεδομένη χρονική περίοδο. Κατά τα προεκτεθέντα, μόνη η αθέτηση προΰφισταμένης ενοχής είναι μεν πράξη παράνομη, δεν σονιστά όμως και αδικοπραξία κατά την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ. Είναι όμως δυνατόν μια ζημιογόνα ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Αυτό συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή, καθ’ εαυτή και χωρίς την προΰπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον ή ακόμη πιο γενικά, όταν η ενέργεια, χωρίς να συνιστά παράβαση συγκεκριμένου απαγορευτικού ή επιτακτικού κανόνα δικαίου, είναι αντίθετη στο γενικότερο πνεύμα του ή στις εν γένει επιταγές της έννομης τάξης, εφόσον ενέχει παράβαση των γενικών υποχρεώσεων) που επιβάλλουν να μην προσβάλλει κανένας το πρόσωπο ή τα προστατευόμενα αγαθά άλλου, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση κατά την οποία ο υπαίτιος με προηγούμενη πράξη του δημιούργησε κίνδυνο ζημίας άλλου και παραλείπει να λάβει τα επιβαλλόμενα από τις περιστάσεις αποτρεπτικά μέτρα, ενώ ήταν υπόχρεος από τη δικαιοπραξία ή έστω από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη να λάβει. Η ευθύνη δε εξ αδικοπραξίας θα κριθεί κατά τους γενικούς περί αδικοπραξιών κανόνες (Ολ.Α.Π. 967/1973 ΝοΒ 22,505, Α.Π. 25/1998 ΝοΒ 47,390, ΕφΑΘ 9671/1998 ΕλλΔ 41,533). Τέλος από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522,524 § 1,525,526 και 536 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, με την άσκηση της έφεσης, η υπόθεση μεταβιβάζεται, μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους τυχόν πρόσθετους λόγους, στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έχει, ως προς την αγωγή, την ίδια εξουσία που έχει και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το νόμω βάσιμο, το ορισμένο ή το παραδεκτό αυτής, μεταξύ άλλων περιπτώσεων και όταν ζητεί την απόρριψη της ο εκκαλών – εναγόμενος [ΑΠ 758/2018]. Έτσι αν η αγωγή, η οποία ήταν νόμω αβάσιμη, αόριστη ή απαράδεκτη, έγινε πρωτοδίκως δεκτή κατ’ ουσίαν (εν όλω ή εν μέρει), το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τις άνω ελλείψεις και ένεκα αυτών να την απορρίψει, αρκεί να ζητήσει την απόρριψή της ο εναγόμενος και να μην εκδοθεί επιβλαβέστερη γι’ αυτόν έφεση ή αντέφεση του ενάγοντος. Στην περίπτωση αυτή, εφόσον επέρχεται αλλαγή του διατακτικού, εξαφανίζεται προηγουμένως η προσβαλλόμενη απόφαση κατ’ άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ (Σαμουήλ Σαμουήλ, Η Έφεση”, έκδοση 2009, § 851, 852). Στη προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων, σύμφωνα με τα όσα εκθέτει στην υπό κρίση αγωγή επιχειρεί να θεμελιώσει το παράνομο της συμπεριφοράς του αντιδίκου του για να στοιχειοθετήσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ αποζημίωση στη αντίθεση προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά του τελευταίου, συνιστάμενη το μεν στην αθέτηση της ενοχικής του υποχρέωσης να καταβάλει την οφειλόμενη εργολαβική αμοιβή του, το δε στην αφερεγγυότητα του να καταβάλει αυτή μολονότι δεν αντιμετωπίζει οικονομική αδυναμία. Πλην όμως η σωρευόμενη αυτή αγωγική βάση υπό την ανωτέρω θεμελίωση πάσχει από αοριστία δεδομένου ότι στην αγωγή δεν διαλαμβάνονται όλα εκείνα πραγματικά περιστατικά για τη διαπίστωση της αντίθεσης στα χρηστά ήθη , όπως η έκθεση του συνόλου των συνθηκών και των περιστάσεων του αντιδίκου, κάτω από τις οποίες εκδηλώθηκε η όλη συμπεριφορά του και που σχετίζονται με τους σκοπούς, τα μέσα και τις μεθόδους που χρησιμοποίησε καθώς και την αναλογικότητα μεταξύ μέσου και σκοπού, ανεξάρτητα από τις δικές του αντιλήψεις αναφορικά με τα χρηστά ήθη. Ακολούθως από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής ο ενάγων επιχειρεί να θεμελιώσει την αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης επικαλούμενη το μεν την αντίθεση προς τα χρηστά ήθη της συμπεριφοράς της τελευταίας κατ’ άρθρο 919 ΑΚ, το δε στη προσβολή της προσωπικότητας κατά παράβαση των άρθρων 57, 59 ΑΚ ώστε υπό τη διπλή αυτή θεμελίωση να επιτύχει τη καταψήφιση αποζημίωσης σε για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης από τις συρρέουσες αδικοπρακτικές συμπεριφορές της εναγομένης. Η εκκαλουμένη στο πλαίσιο της εξέτασης ου ορισμένου της αγωγικής βάσης που αφορά τη προσβολή της προσωπικότητας έκρινε αυτή ως αόριστη για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους, οι οποίοι δεν πλήττονται με ειδικό λόγο έφεσης. Στη συνέχεια η εκκαλουμένη προχώρησε στην κατ’ ουσίαν εξέταση της αγωγικής βάσης που αφορούσε τη προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος συνεπεία της διάδοσης ψευδών ισχυρισμών ενώπιον τρίτων κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, την οποία τελικά απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές της εκκαλουμένης, η οποία αντιφατικά δέχθηκε ότι η αγωγή κατά το μέρος που αφορά την αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης είναι πλήρως ορισμένη ως ερειδόμενη επί των διατάξεων των άρθρων ΑΚ 57,59, 914 και 932 ΑΚ και απέρριψε αυτή ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν , έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερόμενων νομικών διατάξεων και πρέπει κατά παροχή της ουσιαστικής βασιμότητας του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου της έφεσης να απορρίψει την προκειμένη αγωγική βάση ως απαράδεκτη λόγω αοριστιας με τις εξής επισημάνσεις ότι: 1) ο εκκαλών με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου επισημαίνει την αντίφαση αυτή και ζητεί την απόρριψη της αγωγής του λόγω αοριστιας και όχι ως αβάσιμης κατ’ουσίαν, 2) η παρούσα απόφαση δεν καθιστά επιβλαβέστερη του θέση του εκκαλούντος αφού το δεδικασμένο που παράγεται από αυτήν είναι ευνοϊκότερο σε σχέση με το δεδικασμένο που θα παρήγαγε η εκκαλουμένη που απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την εξεταζόμενη βάση της αγωγής και 3) παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων της έφεσης καθώς αφορούν την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων.
V. Κατά συνέπεια το παρόν Δικαστήριο αφού εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, θα κρατήσει και θα δικάσει τη προαναφερόμενη βάση της αγωγής (άρθρο 535 του ΚΠολΔ), την οποία πρέπει να απορρίψει ως απαράδεκτη λόγω αοριστιας, γενομένης δεκτής της κρινόμενης έφεσης ως κατ’ ουσίαν βάσιμης. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του καταβληθέντος, εκ μέρους του εκκαλούντος ηλεκτρονικού παράβολου ποσού εκατόν (100,00) ευρώ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ, λόγω του ότι η υπό κρίση έφεση έγινε δεκτή. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος για τον παρόντα βαθμό πρέπει να επιβληθούν στην εφεσίβλητη λόγω της ήττας της (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.
Εξαφανίζει τη με αριθμό 1439/2023 απόφαση τακτικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά το μέρος με το οποίο έγινε δεκτή, η με αρ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ…………../2018 αγωγή.
Κρατεί και δικάζει τη σωρευόμενη βάση της αγωγής που εδράζεται στη καταβολή αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης κατ’ άρθρο 932 ΑΚ.
Απορρίπτει την αγωγή.
Διατάσσει την απόδοση στον εκκαλούντα του καταβληθέντος εκ μέρους του με αριθό ……………/2023 ηλεκτρονικού παράβολου, ποσού εκατό (100,00) ευρώ και
Καταδικάζει την εφεσίβλητη, στα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 2 Ιουλίου 2024 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
O ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ