Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 344/2024

Αριθμός     344/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα    

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από το Γραμματέα   Σ.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «………….», η οποία εδρεύει στην …. Τουρκίας (οδός ………) (άνευ ελληνικού ΑΦΜ) και εκπροσωπείται νόμιμα,   εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο ΡΟΝΤΗΡΗ ΑΓΓΕΛΟ (ΔΕ Ν. ΓΩΓΙΟΣ- Α. ΝΑΣΙΚΑΣ Δικηγορική Εταιρεία).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……..», η οποία εδρεύει στη …. Αττικής (……………) (ΑΦΜ ….) και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΜΠΑΛΛΑ.

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  9.6.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  1645/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από  10.7.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ  ………../2020- ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………../2023) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων,  αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στο άρθρο 271 παρ.3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 29 του Ν.3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-7-2011), ορίζεται ότι, «στην περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία και η αγωγή γίνεται δεκτή, εφόσον κρίνεται νομικά βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως». Εξάλλου, στο άρθρο 513 παρ.1 στοιχ.β` του ΚΠολΔ ορίζεται ότι «κατά των (οριστικών) αποφάσεων που έχουν εκδοθεί ερήμην, έφεση επιτρέπεται από τη δημοσίευσή τους», ενώ στο άρθρο 528 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 44 παρ.2 του Ν.3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-7-2011), ορίζεται ότι, «αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, αν η ερήμην απόφαση  είναι πρωτόδικη και οριστική, υπόκειται εξαρχής και σε έφεση, η προθεσμία της οποίας συντρέχει με την προθεσμία ασκήσεως της (αιτιολογημένης) ανακοπής ερημοδικίας (άρθρο 501 ΚΠολΔ). Αν ασκηθεί έφεση κατά ερήμην απόφασης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην με συνέπεια να έχει συναχθεί σε βάρος του το τεκμήριο της σιωπηρής ομολογίας ή παραίτησης ως προς την αγωγή (άρθρα 271§3, 272§1 ΚΠολΔ), με την τυπική παραδοχή της έφεσης εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης και αναδικάζεται η υπόθεση από το εφετείο, ενώπιον του οποίου η συζήτηση γίνεται πλέον προφορικά, οπότε και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει (με το δικόγραφο της εφέσεως και τις προτάσεις του) όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως, του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, να ακουσθεί και να προβάλει στο Εφετείο, όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που η απουσία του επέφερε αντίστοιχα. Συνεπώς, επί εκδοθείσας πρωτόδικης απόφασης ερήμην του εναγομένου, οπότε, κατά το άνω άρθρο 271 παρ.3 του ΚΠολΔ, εφόσον η αγωγή είναι νόμιμη και δεν υπάρχει ένσταση εξεταζόμενη αυτεπαγγέλτως, θεωρούνται ομολογημένοι οι κατ’ αυτού πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος, εφόσον είναι επιτρεπτή η ομολογία, αν ασκηθεί έφεση κατ’ αυτής από τον ερημοδικασθέντα εναγόμενο, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως και των πρόσθετων λόγων της, προκειμένου να ανατραπεί το σε βάρος του τεκμήριο ομολογίας, έχει δε αυτός το δικαίωμα να προβάλει στο εφετείο, που μετατρέπεται ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, χωρίς να δεσμεύεται από τους περιορισμούς του άρθρου 527 αριθ. 3 του ΚΠολΔ (ΜονΕφΑιγ 74/2019 δημ. νόμος). Περαιτέρω η άσκηση έφεσης από τον ερημοδικασθέντα σε χρόνο που έχει ήδη ασκήσει κατά της αυτής ερήμην απόφασης ανακοπή ερημοδικίας δεν ισχύει ως σιωπηρή παραίτηση απ` αυτή, αφού η παραίτηση από ασκημένο ένδικο μέσο απαιτείται να είναι ρητή κατά τις διατάξεις των άρθρ. 297 και 299 ΚΠολΔ (ΑΠ 1738/2002). Στην περίπτωση αυτή η συζήτηση της έφεσης, ακόμη και αν η άσκησή της δεν θεωρηθεί ως επικουρική (άρθρ. 219 ΚΠολΔ αναλόγως), δηλαδή υπό την αίρεση απόρριψης της ανακοπής ερημοδικίας, είναι απαράδεκτη όσο εκκρεμεί η ανακοπή σε πρώτο ή και σε δεύτερο βαθμό, ενώ αν η ανακοπή γίνει δεκτή και εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η έφεση κατά της ερήμην πρωτόδικης απόφασης στερείται πλέον αντικειμένου και είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΑΠ 1782/2002). Αντίστοιχα παραδεκτή είναι και η άσκηση έφεσης κατά της απόφασης που απέρριψε σε πρώτο βαθμό την ανακοπή ερημοδικίας, αφού η απόρριψη προηγουμένως της έφεσης κατά της πρωτόδικης ερήμην απόφασης δεν καθιστά χωρίς αντικείμενο την εκκρεμή κατ` αυτής ανακοπή ερημοδικίας, εφόσον αυτή επιτρεπτώς μπορεί να οδηγήσει στην εξαφάνιση της ερήμην πρωτόδικης απόφασης που δικαιολογεί ακριβώς και το έννομο συμφέρον για την άσκηση της έφεσης κατά της απορριπτικής της ανακοπής ερημοδικίας απόφασης  (ΑΠ 1261/2011 δημ. νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη από 10.7.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2020 και προσδιορισμού ……/2023 έφεση της εκκαλούσας-εναγομένης ανώνυμης εταιρείας με έδρα τη …….. Τουρκίας, που στρέφεται κατά της με αριθμό 1645/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε ερήμην της, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 9.6.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2019 αγωγής της εφεσίβλητης ενάγουσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με έδρα την Αθήνα, την οποία έκανε δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη, λόγω της τεκμαιρόμενης εκ της ερημοδικίας της ομολογίας (άρθρο 271 παρ.3 του ΚΠολΔ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 19 του ΚΠολΔ, σε συνδ.με 72 παρ.13 του Ν.3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-7-2011), 495 παρ.1 και 2, 498, 499, 500, 511, 513 παρ.1β, 516, 517, 518 παρ.2, 522, 524 και 525 του ΚΠολΔ, εντός της διετούς μη γνήσιας προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Να σημειωθεί ότι είχε ασκηθεί κατά της εκκαλουμένης εντός της προθεσμίας που έτρεχε παράλληλα η με αριθμό ………../2020 ανακοπή ερημοδικίας η οποία απερρίφθη με τη με αριθμό 1720/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε η με αριθμό κατάθεσης …………./2021 και με αριθμό προσδιορισμού ………./2021 έφεση η οποία απορρίφθηκε στην ουσία της με τη με αριθμό 374/2023 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου. Επομένως παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομική σκέψη η προαναφερόμενη έφεση. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή εφόσον για το παραδεκτό της εφέσεως αυτής επισυνάπτεται στην προαναφερόμενη έκθεση κατάθεσης του ενδίκου μέσου, το καταβληθέν από την εκκαλούσα με αριθμό …………… παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ, όπως προβλέπεται από την παράγραφο 3 περ.Α΄, υποπερ.β΄ του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 35 παρ.2 και 45 του Ν. 4446/2016  (ΦΕΚ Α 240/22.12.2016), με έναρξη ισχύος από 23-1-2017. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις προηγηθείσες νομικές σκέψεις, εφόσον η εκκαλούσα ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, με ανατροπή του τεκμηρίου σιωπηρής  ομολογίας που είχε συναχθεί από την ερημοδικία της, προκειμένου να απορριφθεί η κατ’ αυτής αγωγή της ήδη εφεσίβλητης ενάγουσας, πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή και κατ` ουσίαν και αφού εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς όλες τις διατάξεις της, χωρίς περαιτέρω διερεύνηση ως προς τους λόγους της έφεσης (άρθρο 528 του ΚΠολΔ), να κρατηθεί στη συνέχεια η υπόθεση από το παρόν δικαστήριο, κατ` άρθρα 533 παρ.1 και 535 παρ.1 του ΚΠολΔ και να ερευνηθεί εκ νέου η ένδικη αγωγή, κατά την ίδια άνω τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα.

Με την ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από 9.6.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……………/2019 αγωγής της η ενάγουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με έδρα τη ………. Αττικής, εξέθετε ότι κατά τους αναφερόµενους στο δικόγραφο χρόνους η µη διάδικος ανώνυμη εταιρία µε την επωνυµία «………» ανέλαβε τη συνδυασµένη µεταφορά των αναφερόμενων στην αγωγή φορτίων από τις εγκαταστάσεις της εδρεύουσας στην Ιταλία πωλήτριας εταιρίας µε την επωνυµία «…………..» στις εγκαταστάσεις της αγοράστριας εδρεύουσας στον ….. Αττικής αγοράστριας εταιρίας µε την επωνυµία «………». Ότι η «…………», ενεργώντας για λογαριασµό της αγοράστριας µε την ιδιότητα της παραγγελιοδόχου µεταφοράς, ανέθεσε στην εναγόµενη ναυτιλιακή εταιρία με έδρα τη …. Τουρκίας τη θαλάσσια µεταφορά των πωληθέντων εµπορευµάτων από το λιμάνι La Spezia lταλίας στο λιμάνι του Πειραιά. Ότι σε εκτέλεση της σύµβασης η εναγόµενη απέστειλε στις εγκαταστάσεις της πωλήτριας κενά περιεχοµένου εµπορευµατοκιβώτια, ιδιοκτησίας της, τα οποία φορτώθηκαν µε τα πωληθέντα εµπορεύµατα και ακολούθως παραδόθηκαν σε αυτή (στην εναγόµενη) στο προαναφερόμενο λιμάνι φόρτωσης. Ότι µεταξύ των παραδοθέντων εµπορευµατοκιβωτίων περιλαµβάνονταν: Α) Το με αριθμό ………. εµπορευµατοκιβώτιο, στο οποίο φορτώθηκαν 18 ρόλοι χαρτιού, αξίας 20.665,26 ευρώ, το οποίο φορτώθηκε επί του πλοίου «M», και εκδόθηκε από την εναγόµενη η με αριθμό ……… θαλάσσια φορτωτική, στην οποία αναγραφόταν ως φορτώτρια η πωλήτρια εταιρία και ως παραλήπτρια η ως άνω παραγγελιοδόχος µεταφοράς, και Β) Το με αριθμό ……….. εµπορευµατοκιβώτιο, στο οποίο φορτώθηκαν 17 ρόλοι χαρτιού, αξίας 19.426,55 ευρώ, το οποίο φορτώθηκε επί του πλοίου «H», και εκδόθηκε από την εναγόµενη η με αριθμό …………… θαλάσσια φορτωτική, στην οποία αναγραφόταν ως φορτώτρια η πωλήτρια εταιρία και ως παραλήπτρια η παραγγελιοδόχος µεταφοράς. Ότι κατά τους αναφερόµενους στο δικόγραφο χρόνους τα παραπάνω εµπορευµατοκιβώτια εκφορτώθηκαν στον λιµένα προορισµού και µεταφέρθηκαν από την «……………» στις εγκαταστάσεις της αγοράστριας, όπου διαπιστώθηκε έντονη δυσοσµία στο εσωτερικό των εµπορευµατοκιβωτίων και τους περιεχόµενους σε αυτά ρόλους χαρτιού. Ότι κατά την επιθεώρηση που διενεργήθηκε διαπιστώθηκε οσµή υδρογονάνθρακα στο εσωτερικό των εµπορευµατοκιβωτίων, καθώς και ίχνη διαποτισµού από ξένη ύλη, ενώ από εργαστηριακό έλεγχο που ακολούθησε σε δείγµατα των ρόλων διαπιστώθηκαν υπολείµµατα ναφθαλενίου. Ότι η ζηµία που υπέστησαν τα δύο φορτία, αν υπολογιστεί µε βάση τη συνήθη αξία εµπορευµάτων του ίδιου είδους και ποιότητας στον τόπο και τους χρόνους που εκφορτώθηκαν, ελλείψει χρηµατιστηριακής αξίας ή τρέχουσας τιµής της αγοράς, ανέρχεται αντίστοιχα σε 17.291,34 ευρώ και σε 16.155,19 ευρώ. Ότι σε εκτέλεση των υποχρεώσεων από την περιγραφόµενη στο δικόγραφο σύµβαση ασφάλισης, που καταρτίσθηκε µεταξύ της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρίας και της µη διαδίκου εταιρίας παραγγελιοδόχου μεταφοράς «…………..», η πρώτη, λόγω επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, αποζηµίωσε την αγοράστρια – παραλήπτρια των φορτίων κατά το συνολικό ποσό των (17.091,34 + 15.955,19 =) 33.046,53 ευρώ και υποκαταστάθηκε στις απαιτήσεις της έναντι της εναγόµενης. Ότι πέραν της ενδοσυµβατικής ευθύνης της εναγόµενης – θαλάσσιας µεταφορέα, η οποία διέθεσε κενά περιεχοµένου εµπορευµατοκιβώτια, τα οποία ήταν ακατάλληλα προς χρήση, η ίδια ευθύνεται και κατά τις διατάξεις της αδικοπραξίας. Ακολούθως των ανωτέρω ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόµενη να της καταβάλει με προσωρινά εκτελεστή απόφαση το συνολικό ποσό των 33.046,53 ευρώ  νοµιµότοκα από την επίδοση της αγωγής µέχρι την εξόφληση.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68 και 73 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι η νομιμοποίηση του διαδίκου, δηλαδή η εξουσία διεξαγωγής του δικαστικού αγώνα για συγκεκριμένη έννομη σχέση, αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης (ΑΠ 75/2018, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ) και ερευνάται και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της (ΑΠ 1617/2011, ΝοΒ 2012.890). Η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν με την ιδιότητα του υποκειμένου του επίδικου δικαιώματος ή της υπό κρίση έννομης σχέσης, όπως αυτή ως προς το αντικείμενο και τους φορείς της καθορίζεται από τον κανόνα του ουσιαστικού δικαίου που καλείται σε εφαρμογή (Ολ. ΑΠ 18/2005 ΕλλΔνη 2005.706, Δ.2005.703). Για το λόγο αυτό τα γεγονότα στα οποία θεμελιώνεται η (κατά κανόνα ή συνήθης) νομιμοποίηση ταυτίζονται με τα περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση και της ιστορικής βάσης της αγωγής (Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, σελ. 68). Επομένως, νομιμοποιείται καταρχήν ως ενάγων ή εναγόμενος εκείνος που εμφανίζεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο ως δικαιούχος ή υπόχρεος αντίστοιχα (ΑΠ 82/2016 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στο στάδιο της έρευνας του παραδεκτού της αγωγής η κατά κανόνα νομιμοποίηση έχει χαρακτήρα τυπικό (Λ. Κιτσαράς, Η πλαγιαστική άσκηση των δικαιωμάτων, 2007, σελ.22) ή υποθετικό (Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος, 2016, § 38, σελ. 912, σημ. 1087), υπό την έννοια ότι ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της καταγόμενης προς κρίση έννομης σχέσης αρκεί για τη νομιμοποίηση αμφοτέρων (ΑΠ 380/2017 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς να ασκεί καταρχήν επιρροή η αλήθεια ή η αναλήθεια αυτού, έστω δηλαδή και αν το επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα δεν υφίσταται στην πραγματικότητα ή είναι ξένο ως προς τους διαδίκους. Η επίκληση περιστατικών θεμελιωτικών της νομιμοποίησης καθιστά δυνατή την έκδοση απόφασης επί της ουσίας της διαφοράς (Α. Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, 2014, σελ. 24), ενώ η έλλειψη συνδρομής της παραπάνω διαδικαστικής προϋπόθεσης συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής (ΑΠ 1736/2017, ΤριμΕφΠειρ. 224.2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 112/2006 ΕπισκΕμπΔ 2006.520 ΑχΝομ 2007.443, ΕφΠειρ. 455/2005, ΠειρΝ 2005.361, ΕφΑθ. 5685/1999 ΕλλΔνη 2000.528, ΜεφΘεσ. 1221/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς περαιτέρω έρευνα από το δικαστήριο. Στην κρινόμενη περίπτωση η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία με την αγωγή της ζήτησε την επιδίκαση αποζημίωσης για την αποκατάσταση της ζημίας, την οποία αυτή υπέστη λόγω καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης αφού επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση του ασφαλιζόμενου κινδύνου, η οποία ασφαλιστική εταιρεία υποκαταστάθηκε εκ του νόμου διότι κατέβαλε το ασφάλισμα, στη θέση της ασφαλισμένης της, παραγγελιοδόχου μεταφοράς, επειδή το φορτίο η θαλάσσια μεταφορά του οποίου είχε ασφαλιστεί καταστράφηκε λόγω διαποτισμού από ξένη ύλη. Επιπλέον ή επικουρικά νομιμοποιείται ενεργητικά με την ιδιότητα της εκδοχέως της απαίτησης αποζημίωσης σε χρήμα της δικαιούχου, παραλήπτριας του φορτίου, φορτώτριας και νόμιμης κομίστριας των φορτωτικών που εξεδόθησαν για την  επίδικη μεταφορά, η οποία χρηματική αποζημίωση συνίσταται στη συνήθη αξία των μεταφερομένων εμπορευμάτων στον αναφερόμενο στην αγωγή τόπο και το χρόνο. Να σημειωθεί ότι πράγματι μόνη η ιδιότητα του αγοραστή του φορτίου δεν αρκεί για να νομιμοποιήσει αυτόν στην έγερση της σχετικής αγωγής, αλλά απαιτείται επί πλέον όπως με τη μεταβίβαση σ’ αυτόν της κυριότητος του φορτίου, μεταβιβασθεί ταυτόχρονα και η ενοχική σχέση από τη σύμβαση μεταφοράς, και αυτή η μεταβίβαση πετυχαίνεται με την έκδοση ονομαστικής φορτωτικής ή την οπισθογράφηση της φορτωτικής εις διαταγή του παραλήπτη του φορτίου ή με εκχώρηση, και τα στοιχεία αυτά θεμελιώνουν τη διαδικαστική προϋπόθεση της ενεργητικής νομιμοποίησης στη σχετική αγωγή (ΕφΠειρ 201/2005 ΕΝΑΥΤΔ 2005.199, ΕφΠειρ 165/2002 ΕΝΔ 30.217 επομ., ΕφΠειρ 386/1999 ΕΝΔ 27.439 επομ.). Στη συγκεκριμένη περίπτωση εκτίθονταν στο δικόγραφο της αγωγής τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, τα οποία, ανεξαρτήτως της βασιμότητάς τους, αρκούσαν καταρχήν για την ενεργητική νομιμοποίηση της ενάγουσας ως φορέα της επίδικης αξίωσης και συνεπώς ο σχετικός πρώτος λόγος εφέσεως με τον οποίο η εναγομένη ήδη εκκαλούσα προβάλει ισχυρισμό περί του αντιθέτου είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Με το δεύτερο λόγο εφέσεως η εναγομένη εταιρία με έδρα τη ….. Τουρκίας ισχυρίζεται ότι τα ελληνικά δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας προς εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τη ρήτρα του άρθρου 5 που αναγράφεται στη φορτωτική με την οποία συμφωνήθηκε η αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου της Σμύρνης για τις μελλοντικές υποθέσεις που τυχόν θα προέκυπταν από τη μεταφορά. Όμως από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 και 43 ΚΠολΔ. και 159 παρ. 1, 160 και 180 Α.Κ. συνάγεται ότι προϋπόθεση της εγκυρότητας της δικονομικής συμφωνίας περί αποκλεισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων περί μελλοντικών διαφορών, η οποία δύναται να αναγράφεται επί της θαλάσσιας φορτωτικής ή άλλου εγγράφου της θαλάσσιας μεταφοράς, είναι η υπογραφή επί του εγγράφου πάντων των συμβαλλόμενων μερών, ή, προκειμένου περί εκδόσεως πλειόνων πρωτοτύπων, η υπογραφή εκάστου μέρους επί του πρωτοτύπου το οποίο λαμβάνει το έτερο μέρος, άλλως η εν λόγω συμφωνία θεωρείται ως μη γενομένη (Α.Π. 706/2003, Ε.Ν.Δ. 43, 181, Α.Π. 425/1998, ΔΕΕ 5, 511, Α.Π. 884/1994, ΕλλΔνη 37, 605, Α.Π. 883/1994, ΔΕΕ 1, 1085, Εφ.Πειρ. 715/2012, αδημ.). Να σημειωθεί ότι η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του υπ’ αριθ. 1215/2012 Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (Κανονισμός Βρυξέλλες Ια) [ο οποίος διαδέχθηκε τον, με όμοιο αντικείμενο, Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000 (Κανονισμός Βρυξέλλες Ι), που εκδόθηκε βάσει της Συνθήκης του Άμστερνταμ, η οποία έχει κυρωθεί δια του άρθρου πρώτου Ν. 2691/1999 και έχει υπερνομοθετική ισχύ δυνάμει του άρθρου 28 παρ 1 του Συντάγματος] δεν έχει εφαρμογή επί συμφωνίας περί ιδρύσεως διεθνούς δικαιοδοσίας κράτους μη μέλους (Αντ. Αντάπαση +/ Λία Αθανασίου, Ναυτικό δίκαιο, 2020, αριθ. 1166, σ. 582, Μιχ. Μαργαρίτη, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, 2020, Ι, υπ’  άρθρο 42, αριθ. 7, σ. 99, π.ρ.β.λ. και Εφ.Πειρ. 715/2012), όπως είναι η Τουρκία (βλ. και Δεληκωστόπουλο Ζητήματα από την εφαρμογή του κανονισμού 1215/2012 γ’ έκδοση Θεσσαλονίκη 2022, 72επ.). Εξάλλου όπως αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα σχετικά 4 και 5 στο αγγλικό κείμενο αλλά και σε μετάφραση στα ελληνικά  οι παραπάνω φορτωτικές των οποίων το σώμα προσκομίζεται, δεν φέρουν τις υπογραφές των δυο μερών και συνακόλουθα η επικαλούμενη άνω δικονομική συμφωνία πάσχει ακυρότητας και θεωρείται ως μη γενομένη. Να προστεθεί ότι οι όροι των προαναφερόμενων θαλάσσιων φορτωτικών δεν είχαν σε κάθε περίπτωση περιθώριο εφαρμογής, διότι, υπό τα εκτιθέμενα περιστατικά στην αγωγή τα οποία συνομολογεί η εναγομένη εκκαλούσα αλλοδαπή εταιρία (βλ. τη σελ. 22 των προτάσεων της ενώπιον αυτού του δικαστηρίου) η ζημία επήλθε στο χερσαίο στάδιο της μεταφοράς, το οποίο δεν καλύπτεται από την άνω θαλάσσια φορτωτική. Επομένως αφού απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται ότι το παρόν δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης κατά την τακτική διαδικασία  με βάση του άρθρο 3 του ΚΠολΔ, αφού είναι το καθ’ύλη και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 14 παρ. 2, 33 και 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ. 1α του ν. 2172/1993). Το εφαρμοστέο δίκαιο κρίνεται το ελληνικό σύμφωνα με τα προαναφερόμενα ως το δίκαιο με το οποίο η θαλάσσια μεταφορά συνδέεται στενότερα (άρθρο 25 ΑΚ και µε βάση τα άρθρα 1 παρ. 1, 4 παρ. 3 και 5 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 28 (διαχρονική εφαρμογή) του Κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρµοστέο δίκαιο στις συµβατικές ενοχές» (“Ρώµη Ι»), ενώ στο ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο παραπέμπουν και η διάταξη του άρθρου 14 του προαναφερόμενου κανονισμού ως προς τα θέματα υποκατάστασης και της εκχώρησης απαιτήσεων αφού η ασφάλιση εξαιρείται του προαναφερόμενου. Κατά το μέρος που με την αγωγή επιχειρείται θεμελίωση στην εξωσυμβατική ευθύνη (αδικοπραξία) το ελληνικό δίκαιο είναι εφαρµοστέο, µε βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 4 παρ. 1 του Κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρµοστέο δίκαιο στις εξωσυµβατικές ενοχές» (“Ρώµη ΙΙ»), ως το δίκαιο της χώρας στην οποία επήλθε η ζηµία (lex loci delicti commissi).

Με το ν. 2107/1992 κυρώθηκε από την Ελλάδα η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών της 25-8-1924, για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές και τα τροποποιητικά αυτής πρωτόκολλα της 23-2-1968 και της 21-12-1979 (Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ). Από τις διατάξεις των άρθρων 1 περ. β’, 2 παρ. 1-2, 3 παρ. 1, 5 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της άνω Δ.Σ, που εφαρμόζονται στην Ελλάδα από 23-6-1993, προκύπτει ότι αυτές έχουν ισχύ α) στις θαλάσσιες μεταφορές στις οποίες τα λιμάνια φόρτωσης και εκφόρτωσης βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη και εφόσον καλύπτονται από φορτωτική ή άλλο παρόμοιο έγγραφο που αποτελεί τίτλο για θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων και β) στις θαλάσσιες μεταφορές μεταξύ ελληνικών λιμένων είτε εκδόθηκε φορτωτική είτε όχι (Α.Π. 343/2019, Α.Π. 376/2008, Εφ.Θεσ. 1241/2019, Εφ.Πειρ. 738/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κιάντου – Παμπούκη, Η κύρωση των Κανόνων Χάγης – Βίσμπυ και το δίκαιο της ναυλώσεως, Ε.Ν.Δ. 21, 287 επ.). Οι κανόνες Χάγης – Βίσμπυ (όπως ονομάζονται οι ρυθμίσεις της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων των Βρυξελλών) στα άρθρα 3 παρ. 1 και 4 παρ. 1 θεσπίζουν τη νόθο αντικειμενική ευθύνη του μεταφορέα, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης του φορτίου, ο τελευταίος έχει το βάρος της απόδειξης του ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα. Η διαβάθμιση του πταίσματος είναι όμοια με αυτή του αστικού δικαίου στη συμβατική ευθύνη (ΑΚ 330, 334), δηλαδή ο μεταφορέας ευθύνεται για δόλο, βαριά και ελαφριά αφηρημένη αμέλεια. Η ελαφριά αφηρημένη αμέλεια έχει την έννοια της μη καταβολής της επιμέλειας του μέσου συνετού μεταφορέα. Η ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα αφορά καταρχήν τις απώλειες ή βλάβες πραγμάτων, αν και τούτο δεν αναφέρεται ρητά στο άρθρο 4 των κανόνων Χάγης – Βίσμπυ. Ο μόνος περιορισμός είναι ότι η απώλεια ή η βλάβη πρέπει να αναφύει σε συνάφεια με τη φόρτωση, μεταχείριση, στοιβασία, μεταφορά, φύλαξη, φροντίδα και εκφόρτωση των πραγμάτων (άρθρο 2 της Σύμβασης). Σύμφωνα με τους κανόνες Χάγης – Βίσμπυ (άρθρο 1 περ. ε) η θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων καλύπτει μόνο τη χρονική περίοδο της θαλάσσιας αποστολής, που αρχίζει από τη φόρτωση των εμπορευμάτων και τελειώνει με την εκφόρτωση τους.Έτσι η Σύμβαση δεν καλύπτει ευθύνη του μεταφορέα για τα ακραία στάδια της μεταφοράς, δηλαδή από την παράδοση των πραγμάτων μέχρι την παραλαβή τους από τον παραλήπτη, για τα οποία έγκυρα αυτός μπορεί να συμφωνήσει μείωση ή απαλλαγή από την ευθύνη του για απώλειες ή βλάβες που επέρχονται κατά τη διάρκεια των δύο αυτών φάσεων της μεταφοράς (άρθρο 7 των κανόνων). Το βάρος της απόδειξης για την ύπαρξη της απαλλακτικής ρήτρας έχει ο εναγόμενος μεταφορέας, με βάση την αρχή της νόθου αντικειμενικής ευθύνης (Ι. Κοροτζή Ναυτικό Δίκαιο 2ος τόμος 2005, παραγρ. 2, 3, 4, 6, 7 σελ. 15 επ.).. Περαιτέρω στην αμιγή (μονότροπη) διεθνή θαλάσσια υπό φορτωτική μεταφορά έχει εφαρμογή η προαναφερόμενη Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών της 25.8.1924, δηλαδή οι Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ, οι οποίοι και ρυθμίζουν την ευθύνη του (θαλάσσιου) μεταφορά από τη φόρτωση του πλοίου ως την εκφόρτωσή του και εφαρμόζονται στην Ελλάδα από 23-6-1993 για όλες τις θαλάσσιες μεταφορές, που εκτελούνται με φορτωτική μεταξύ λιμένων φόρτωσης και εκφόρτωσης διαφορετικών κρατών. Επί συνδυασμένης (σύνθετης), όμως, διεθνούς μεταφοράς, η οποία διενεργείται με περισσότερα από ένα, διαφορετικού τύπου, μεταφορικά μέσα, αλλά υπό μία – που καταλαμβάνει την όλη μεταφορά, από την παραλαβή μέχρι την παράδοση του εμπορεύματος στον παραλήπτη – ενιαία σύμβαση (και συνήθως με ενιαία φορτωτική), με εκφόρτωση και μεταφόρτωση του εμπορεύματος, η ευθύνη του μεταφορέα δεν ρυθμίζεται ενιαία, αλλά καθορίζεται βάσει του νομικού καθεστώτος που διέπει κάθε σκέλος της μεταφοράς, στο οποίο επήλθε η ζημία. Έτσι, αν αυτή (ζημία) επήλθε κατά το θαλάσσιο σκέλος της (μεταφοράς), θα εφαρμοσθούν οι ως άνω Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ, ενώ αν επήλθε κατά το χερσαίο, οι διατάξεις της CMR (ΔΣ της Γενεύης 1956 «επί του Συμβολαίου διά τη διεθνή μεταφορά εμπορεύματος οδικώς» – κ.ν. 559/1977), σύμφωνα με τη μέθοδο «κατακερματισμού της ευθύνης», την οποία και το παρόν Δικαστήριο ακολουθεί (Εφ.Πειρ. 554/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, X. Χρυσάνθη, Η ευθύνη στη συνδυασμένη και μικτή μεταφορά εμπορευμάτων, ΕΝΔ 37, 66 επ, Αντ. Αντάπαση +/ Λία Αθανασίου, ό.α, αριθ. 1486, σ. 755 και αριθ. 1492, σ. 758, ως και σχόλια Γ. Θεοχαρίδη υπό την Εφ.Πειρ. 767/2009, Ε.Εμπ.Δ. ΞΑ, 320). Πιο ειδικά όμως εάν πρόκειται για ζημία που επήλθε κατά το σκέλος εσωτερικής μεταφοράς οδικώς, δεν θα εφαρμοστούν οι διατάξεις της CMR αλλά αυτές των άρθρων 102 επ. ΕμπΝ. και συμπληρωματικά των άρθρων 681 επ. Α.Κ. (για τη μίσθωση έργου) και 334 Α.Κ. (για την ευθύνη πταίσματος προστηθέντος) (Αναστασία Ελπίδα Ευαγγέλου Αναγνώστη, Απαλλαγή από την ευθύνη του χερσαίου μεταφορέα, 2019, σ. 8, www.pergamos.lib.uoa.gr).  Να σημειωθεί πάντως ότι όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 102, 103, 104, 105, 107 του Εμπ.Ν., 330, 681, 685 και 690 του Α.Κ, και επί χερσαίας οδικής μεταφοράς πραγμάτων, η οποία αποτελεί ειδικά ρυθμισμένη περίπτωση σύμβασης έργου, ως αποβλέπουσα σε ορισμένο αποτέλεσμα, που συνίσταται στην εκτέλεση της μεταφοράς χωρίς βλάβη ή απώλεια, ο μεταφορέας ευθύνεται αντικειμενικά για κάθε απώλεια ή βλάβη των μεταφερομένων πραγμάτων από την παραλαβή μέχρι την παράδοσή τους, είτε αυτός ενήργησε τη μεταφορά τους προσωπικά, είτε με άλλο υποκατάστατο πρόσωπο (Α.Π. 860/1987). Απαλλάσσεται δηλαδή μόνον, αν αποδείξει ότι η απώλεια ή η βλάβη των πραγμάτων οφείλεται σε ανώτερη βία, που συνίσταται σε γεγονός τυχαίο κι απρόβλεπτο, μη δυνάμενο να αποτραπεί ακόμα και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης (Α.Π. 742/1998). Επίσης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 90 επ. του Εμπ.Ν, ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς πραγμάτων οδικώς αναλαμβάνει δια συμβάσεως με τον παραγγελέα, δηλαδή συνήθως με τον εντολέα (φορτωτή) ή τον παραλήπτη, να ενεργήσει στο δικό του όνομα, για λογαριασμό όμως του παραγγελέα, τη μεταφορά που ο τελευταίος του αναθέτει, ιδίως δε να μεριμνήσει για την ανεύρεση του μεταφορέα και τη σύναψη με αυτόν σύμβασης για την εκτέλεση της (υλικής) πράξης της μεταφοράς. Εκείνο που χαρακτηρίζει τη σχέση του παραγγελιοδόχου μεταφοράς με τον παραγγελέα δεν είναι το αν θα εκτελέσει τη μεταφορά με δικά του ή ξένα μεταφορικά μέσα, αλλά η ενέργεια της μεταφοράς στο όνομά του, η οποία έτσι εμφανίζεται προς τα έξω και ειδικότερα προς τον παραγγελέα ως υπόθεση του παραγγελιοδόχου, ο οποίος θα ενεργήσει στο δικό του όνομα ότι απαιτείται για την εκτέλεση της μεταφοράς (Α.Π.304/2007). Ο αρχικός παραγγελιοδόχος της όλης μεταφοράς είναι υπεύθυνος εγγυητικά μαζί με τον μεταφορέα για την καθυστέρηση, απώλεια ή φθορά που συνέβη σε οποιοδήποτε σημείο της διαδρομής και κατά την παραλαβή είτε οφείλονται σε ενέργειες ή παραλείψεις του ίδιου είτε του μεσολαβούντος μεταφορέα (Ολ.Α.Π.33/1998). Από τα προαναφερθέντα και όσα ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 288, 297, 299, 330, 334, 335, 914, 922, 926, 937, 102 και 107 του Εμπ.Ν, προκύπτει ότι, αυτός που ζημιώθηκε από μεταφορά πραγμάτων οδικώς εντός της Ελληνικής Επικράτειας, μπορεί να έχει εναντίον του αντισυμβαλλομένου του, παραγγελιοδόχου μεταφοράς, αξιώσεις που θεμελιώνονται, αφενός σε ενδοσυμβατική, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Εμπ.Ν, ευθύνη και αφετέρου, στις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (από την εξωσυμβατική ευθύνη), που συνδέεται με υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά του από εκείνον (μεταφορέα) προστηθέντος, λόγω μη εκπλήρωσης της από τη σύμβαση μεταφοράς οφειλόμενης παροχής υπηρεσιών κατά τρόπο σύμφωνο με την καλή πίστη (Ολ.Α.Π. 967/1993, ΜΕφΠειρ 139/2023 δημοσιευμένη σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Ακόμη, κατά το άρθρο 914 Α.Κ. «Όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει». Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298, και 330 Α.Κ, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρεώσεως προς αποζημίωση, είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξεως ή παραλείψεως, 3) υπαιτιότητα, 4) ζημία και 5) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως λήψεως μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, κατ’ άρθρο 330 Α.Κ, υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή δηλαδή που πρέπει να καταβάλλεται κατά τη συναλλακτική καλή πίστη από τον δράστη στον κύκλο της αρμοδιότητάς του, είτε υπάρχει προς τούτο σαφές νομικό καθήκον είτε όχι, αρκεί αυτός να συμπεριφέρεται κατά τρόπο αντίθετο από εκείνο που επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Όταν η ζημιογόνος συμπεριφορά συνίσταται σε υπαίτια παράλειψη, αμέλεια και εντεύθεν υποχρέωση αποζημιώσεως υφίσταται όταν υπήρχε υποχρέωση του υπαιτίου, προς ενέργεια της πράξεως που παραλήφθηκε, από το νόμο ή δικαιοπραξία ή την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητος του και ιδία την προηγούμενη συμπεριφορά του (υπαίτιου), από την οποία δημιουργήθηκε κατάσταση, η οποία επέβαλε τη λήψη μέτρων προς αποτροπή απειλούμενου κινδύνου. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (Α.Π. 354/2022, Α.Π. 459/2021, Α.Π. 1205/2018, Α.Π. 274/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, υπαίτια πράξη ή παράλειψη, η οποία συνιστά συμβατική αθέτηση και γεννά ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί να θεμελιώσει και αδικοπρακτική ευθύνη του, αν και χωρίς τη συμβατική σχέση ή ενέργειά του (πράξη ή παράλειψη) θα ήταν καθαυτή παράνομη υπό την ανωτέρω εκτεθείσα έννοια του άρθρου 914 Α.Κ. Έτσι, οι πράξεις ή παραλείψεις του εντολοδόχου, ο οποίος ενήργησε στα πλαίσια της εντολής που του δόθηκε και που συναρτώνται κατ’ ανάγκην προς αμελή εκπλήρωση της εντολής αυτής (άρθρα 713, 714 Α.Κ.) και ως εκ τούτου δεν μπορούν να νοηθούν χωρίς τη σύμβαση αυτή, δεν συνιστούν και αδικοπρακτική ευθύνη αυτού (Ολ.Α.Π. 967/1973, No.B. 22, 505, Α.Π. 47/1996, Ελλ.Δνη 37, 1316, Α.Π. 1268/1994, Ελλ.Δνη 37, 1360-1361, ΜΕφΠ 139/2023 δημοσιευμένη σε ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, Εφ.Αθ. 5925/1986, Ελλ.Δνη 28, 1057, Εφ.Αθ. 10288/1986, Ελλ.Δνη 28, 886 και ειδικά για την περίπτωση που η σύμβαση αφορά ναύλωση θαλάσσιας μεταφοράς Εφ.Πειρ. 719/2021, Ε.Ν.Δ. 2012, 592, Θεοχαρίδη, Η Αδικοπρακτική Ευθύνη του Θαλάσσιου Μεταφορέα, 2000, σελ. 128). Με βάση, λοιπόν, το ελληνικό ουσιαστικό και δικονοµικό δίκαιο η αγωγή ως προς την ενδοσυµβατική βάση είναι ορισµένη και νόµιµη ερειδόµενη στις προαναφερόμενες διατάξεις διατάξεις των άρθρων 1, 3 παρ. 1 περ, β’ και γ’ – 2, 4 παρ. 5 β’ Κανόνων Χάγης Βίσµπυ, και του παραγγελιοδόχου μεταφοράς 90, 91, 97, 98 ΕµπΝ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις 257, 264 περί θαλάσσιας ασφάλισης φορτίου του προϊσχύοντος ΚΙΝΔ, και τις διατάξεις περί υποκατάστασης 411, 455, 462, 487, 488 ΑΚ ειδικότερα του ασφαλιστή 1 παρ. 1 περ. α’, 7 παρ. 7, 14 παρ. 1 Ν. 2496/1997 και 330, 340, 345, 346 ΑΚ. Αντίθετα στερείται νομικού ερείσματος η αγωγή ως προς την αντικειµενικά σωρευόµενη αδικοπρακτική βάση, καθώς, µε βάση τα ιστορούµενα περιστατικά, η επικαλούµενη παράνοµη και υπαίτια συµπεριφορά της εναγόµενης, δηλαδή η µη λήψη των αναγκαίων µέτρων επιµέλειας δεν εµφανίζει αυτοτέλεια σε σχέση µε τις υποχρεώσεις της από τη σύµβαση θαλάσσιας µεταφοράς, ενώ επιπλέον η ζηµία των φορτίων επήλθε, σύµφωνα µε τα ιστορούµενα ως αποτέλεσµα της παράβασης των συµβατικών υποχρεώσεων εκ µέρους της εναγόµενης.  Ακολούθως και εφόσον με την εκκαλουμένη απόφαση βεβαιώνεται ότι καταβλήθηκε το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τα υπέρ τρίτων ποσοστά η κρινόμενη αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ουσίαν.

Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 4 παρ.1 και 5, εδ. β΄ της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, όπως η παράγραφος 5 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου του έτους 1968, ορίζεται ότι «… σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης των εμπορευμάτων σε θαλάσσια μεταφορά, το συνολικό ποσό της αποζημίωσης θα υπολογίζεται σε σχέση με την αξία αυτών των εμπορευμάτων στον τόπο και τον χρόνο που εκφορτώνονται από το πλοίο ή που θα έπρεπε να είχαν εκφορτωθεί, σύμφωνα με την σύμβαση μεταφοράς. Η αξία των εμπορευμάτων θα υπολογίζεται σύμφωνα με την χρηματιστηριακή τιμή για το εμπόρευμα ή αν δεν υπάρχει τέτοια τιμή, σύμφωνα με την τρέχουσα τιμή στην αγορά, ελλείψει δε αμφοτέρων, με βάση την συνήθη αξία των εμπορευμάτων του ίδιου είδους και ποιότητας …». Επομένως, η αξία των εμπορευμάτων υπολογίζεται σύμφωνα με την χρηματιστηριακή τιμή ή σύμφωνα με την τρέχουσα τιμή στην αγορά ή αν δεν υπάρχει καμία από τις δύο, θα υπολογίζεται με βάση την συνήθη αξία των εμπορευμάτων του ίδιου είδους και ποιότητας στον τόπο και χρόνο που εκφορτώνονται από το πλοίο ή που θα έπρεπε να έχουν εκφορτωθεί, σύμφωνα με την σύμβαση μεταφοράς. Από την διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο θαλάσσιος μεταφορέας, σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης των πραγμάτων, είναι υποχρεωμένος να αποκαταστήσει την αξία τους στον τόπο και χρόνο της εκφόρτωσης. Αποκαθίσταται δε η αξία που εξευρίσκεται με την απόδειξη της τιμής του χρηματιστηρίου εμπορευμάτων, εάν δε δεν υπάρχει τέτοια τιμή λαμβάνεται υπόψη η τρέχουσα τιμή της αγοράς και αν δεν υπάρχει ούτε αυτή, η συνηθισμένη τιμή των εμπορευμάτων του ίδιου είδους και της ίδιας ποσότητας. Με την άνω διάταξη, δηλαδή, καθορίζεται το μέτρο υπολογισμού της αποζημίωσης για την αποκατάσταση της ζημίας από την απώλεια ή βλάβη του φορτίου. Σύμφωνα δε με τη γενική αρχή του άρθρου 297 εδαφ. α΄του ΑΚ, η αποζημίωση από την απώλεια ή βλάβη του μεταφερομένου φορτίου, υπολογιζόμενη κατά τις άνω διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης, οφείλεται σε ημεδαπό νόμισμα, χωρίς η φύση της τελευταίας ως χρηματικής οφειλής να αλλοιώνεται στην περίπτωση που ο τόπος προορισμού των πραγμάτων βρίσκεται στην αλλοδαπή. Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση της ασφαλιστικής υποκατάστασης, όταν δηλαδή ο ασφαλιστής κατέβαλε στο δικαιούχο του απολεσθέντος ή βλαβέντος φορτίου, το ασφάλισμα και υποκατασταθείς στα δικαιώματα αυτού έναντι του υπευθύνου εκναυλωτή, υποχρέου σε αποκατάσταση της ζημίας, στρέφεται, κατ’άρθρο 14 παρ.1 του ν.2496/1997, κατά του τελευταίου ή βάσει της σύμβασης εκχώρησης των δικαιωμάτων του δικαιούχου του φορτίου έναντι του εκναυλωτού και επιδιώκει την αναγνώριση ή καταβολή της αποζημίωσης. Τούτο δε διότι ο ασφαλιστής υποκαθίσταται στην αξίωση του ασφαλισμένου και δικαιούχου του απολεσθέντος ή βλαβέντος φορτίου έναντι του εκναυλωτού, η οποία – λόγω μη εκπλήρωσης ή μη κανονικής εκπλήρωσης από τον τελευταίο της αρχικής παροχής της θαλάσσιας μεταφοράς του φορτίου στον τόπο προορισμού, διαμορφώθηκε σε αξίωση αποζημίωσης, το μέτρο της οποίας υπολογίζεται, κατά τα ανωτέρω, και ως αποζημίωση, επιδιωκόμενη στην Ελλάδα – πρέπει να ζητείται σε ευρώ, ασχέτως αν αυτός (ασφαλιστής) κατέβαλε το ασφάλισμα στο ζημιωθέντα σε αλλοδαπό νόμισμα (ΑΠ 343/2019 ΕΕΜΠΔ 2020.177, ΕφΠειρ 516/2009 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 76/2006 ΕΝΔ 2006.278, ΕφΠειρ 672/2005 ΠειρΝ 2005.513, ΕφΠειρ 201/2005 ΕΝΔ 2005.199, ΕφΠειρ 33/1996 ΕΝΔ 1997.140). Εξάλλου, ο θεσμός της παραγραφής είναι δημόσιας τάξης, γιατί εξυπηρετεί την ασφάλεια των συναλλαγών και τη βεβαιότητα του δικαίου, καθώς και την ανάγκη ταχύτερης εκκαθάρισης των σχετικών υποθέσεων, αποτελεί δε την από τον νόμο κύρωση στην αδράνεια του δανειστή να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξιώσεώς του εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος που προβλέπεται στο νόμο και γι’ αυτό δεν είναι νοητή η παραγραφή της αξίωσης, όταν αυτός έχει ενεργήσει ό,τι είναι αναγκαίο, στην συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε να μην χρειάζεται να κάνει κάτι ιδιαίτερο (ΑΠ 148/2017, ΑΠ 361/2019, ΑΠ 1819/2012, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.6 εδαφ. 4 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 παρ. 2 του Πρωτοκόλλου της 23.2.1968, ορίζεται ότι “ο μεταφορέας και το πλοίο θα απαλλάσσονται σε κάθε περίπτωση από οποιαδήποτε ευθύνη σχετικά με τα εμπορεύματα, εφόσον δεν έχει εγερθεί αγωγή εντός ενός έτους από την παράδοση τους ή από την ημερομηνία που θα έπρεπε να είχαν παραδοθεί”. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται για την ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα βραχυχρόνια ετήσια παραγραφή, η οποία αρχίζει από την παράδοση των πραγμάτων ή από την ημερομηνία που θα έπρεπε να είχαν παραδοθεί (ΑΠ 928/2011 ΕΕΜΠΔ 2011.880). Με την εν λόγω Διεθνή Σύμβαση όμως, δεν ορίζεται περαιτέρω ο,τιδήποτε για την διακοπή ή την αναστολή της παραγραφής. Όμως στο άρθρο 14 παρ. 5 Ν.2496/1997 το οποίο ερμηνεύεται σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 261επ. και 255 του ΑΚ ορίζεται ότι: «Σε περίπτωση υποκατάστασης του ασφαλιστή, η παραγραφή των αξιώσεων του λήπτη της ασφάλισης κατά του τρίτου δεν συμπληρώνεται πριν την παρέλευση έξι (6) μηνών από την υποκατάσταση και εφόσον αυτή έλαβε χώρα πριν από την παραγραφή ή την απόσβεση αυτών των αξιώσεων». Η διάταξη αυτή δεν έρχεται σε αντίθετη µε την ανωτέρω Διεθνή Σύµβαση, καθόσον δεν εισάγει ρύθµιση διαφορετική από εκείνην, αλλά την συµπληρώνει σε θέµα το οποίο δεν ρυθµίζεται από αυτήν και είναι σύµφωνη τόσο προς το άρθρο 28 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγµατος, όσο και προς το άρθρο 1 παρ. 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (ΑΠ 1092/2014 ΕΝΑΥΤΔ 2014.227 ΑΠ 1657/2008 δημ. νόμος).

Από όλα τα προσκομιζόμενα έγγραφα ξενόγλωσσα είτε σε μετάφραση την ελληνική γλώσσα μεταξύ των οποίων και οι φωτογραφικές απεικονίσεις, οι εκθέσεις των πραγματογνωμόνων της εφεσίβλητης, αλλά και η προσκομιζόμενη από 5.9.2016 τεχνική έκθεση (τιτλοφορείται πραγματογνωμοσύνη), από την ένορκη βεβαίωση στα πλαίσια της ανακοπής ερημοδικίας που εκτιμάται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, και τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κπινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), πλήρως αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η µη διάδικος εταιρία µε την επωνυµία «……………» ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς ανέλαβε τη συνδυασµένη µεταφορά πωληθέντων εμπορευμάτων δηλαδή ρολών χαρτιού (18 και 17 που τοποθετήθηκαν σε δυο εμπρευματοκιβώτια και εξεδόθησαν οι παρακάτων αναφερόμενες φορτωτικές), φορτίων που θα μεταφέρονταν από τις εγκαταστάσεις της εδρεύουσας στην Ιταλία πωλήτριας εταιρίας µε την επωνυµία «……….» στις εγκαταστάσεις της εδρεύουσας στον ……….. Αττικής αγοράστριας εταιρίας µε την επωνυµία «………». Η προαναφερόμενη παραγγελιοδόχος μεταφοράς «……….», ενεργώντας για λογαριασµό της αγοράστριας, ανέθεσε στην εναγόµενη αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρία με έδρα τη ……… Τουρκίας, τη θαλάσσια µεταφορά των πωληθέντων εµπορευµάτων από το λιμάνι La Spezia lταλίας στο λιμάνι του Πειραιά. Σε εκτέλεση της σύµβασης η εναγόµενη απέστειλε στις εγκαταστάσεις της πωλήτριας κενά περιεχοµένου εµπορευµατοκιβώτια, ιδιοκτησίας της, τα οποία φορτώθηκαν µε τα πωληθέντα εµπορεύµατα και ακολούθως παραδόθηκαν στην εναγόµενη στο προαναφερόμενο λιμάνι φόρτωσης. Τα παραδοθέντα εμπορευματοκιβώτια που αφορά η συγκεκριμένη περίπτωση ήταν : Α) Το με αριθμό ……… εµπορευµατοκιβώτιο, στο οποίο φορτώθηκαν 18 ρολά χαρτιού, αξίας 20.665,26 ευρώ, το οποίο φορτώθηκε επί του πλοίου «M», και εκδόθηκε από την εναγόµενη η με αριθμό …… θαλάσσια φορτωτική, στην οποία αναγραφόταν ως φορτώτρια η πωλήτρια εταιρία και ως παραλήπτρια η ως άνω παραγγελιοδόχος µεταφοράς, και Β) Το με αριθμό …………….. εµπορευµατοκιβώτιο, στο οποίο φορτώθηκαν 17 ρολά χαρτιού, αξίας 19.426,55 ευρώ, το οποίο φορτώθηκε επί του πλοίου «H», και εκδόθηκε από την εναγόµενη η με αριθμό ………………. θαλάσσια φορτωτική, στην οποία επίσης αναγραφόταν ως φορτώτρια η πωλήτρια εταιρία και ως παραλήπτρια η παραγγελιοδόχος µεταφοράς. Το πρώτο από αυτά αφίχθηκε στο λιμάνι του Πειραιά με το πλοίο M. εκφορτώθηκε την 1.6.2016 και μεταφέρθηκε αυθημερόν στις εγκαταστάσεις της παραγγελιοδόχου μεταφοράς όπου παρέμεινε για 14 ημέρες καθώς μεταφέρθηκε στις εγκαταστάσεις της αγοράστριας στις 16.6.2016, σύμφωνα με το με αριθμό …../16.6.2016 δελτίο αποστολής αποθήκευσης (σχετ. 8). Το δεύτερο από αυτά εκφορτώθηκε από το πλοίο H. στις 16.6.2016 και μεταφέρθηκε αυθημερόν στις εγκαταστάσεις της παραγγελιοδόχου μεταφοράς όπου παρέμεινε για 14 ημέρες, καθώς μεταφέρθηκε στις εγκαταστάσεις της αγοράστριας στις 30.6.2016, σύμφωνα και με την με αριθμό ……../10.11.2020 ένορκη βεβαίωση του ιδιωτικού υπαλλήλου και κατοίκου ……….. ………. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς …………. μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους σύμφωνα με τη με αριθμό ………./5.11.2020 του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς ……………, που δόθηκε στα πλαίσια της συζήτησης της ανακοπής ερημοδικίας. Αμφότερες οι μεταφορές ήταν ασφαλισμένες για τον κίνδυνο της ολικής απώλειας δυνάμει του με αριθμό ……… ασφαλιστηρίου της ενάγουσας με έναρξη ισχύος την 1.7.2015 και λήξη την 1.7.2016 (σχετ. 3α). Κατά τη μεταφορά από την «…………..» στις εγκαταστάσεις της αγοράστριας, διαπιστώθηκε έντονη δυσοσµία στο εσωτερικό των εµπορευµατοκιβωτίων και τους περιεχόµενους σε αυτά ρόλους χαρτιού, σύμφωνα με την από 17.6.2016 επιστολή της εταιρία ………… προς εκκαλούσα (σχετ. 10). Η εφεσίβλητη ενάγουσα ασφαλιστική εταιρία πραγματοποίησε αυτοψία στο αμέσως προαναφερόμενο στις 22.6.2016, στις 5.8.2016 και στις 28.3.2017 και στο προηγούμενο από αυτό στις 27.7.2016 και 28.3.2017 και διαπίστωσε τα ίχνη διαποτισμού από ξένη ύλη παρά το απαραβίαστο στο κέλυφος του κοντέηνερ, αφού ήταν ιδιαίτερα έντονη η οσμή υδρογονάνθρακα. Ακολούθως προσδιόρισε την αξία της ζημίας αφού αφαίρεσε την αξία του χαρτιού που θα ανακυκλωνόταν σε 17.291,34 και 16.155,19 ευρώ αντίστοιχα (βλ. σχετ. 13 και 9). Επίσης κατά την επιθεώρηση που διενεργήθηκε στις 5.8.2016 από την εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, σύμφωνα με την από 5.9.2016 τεχνική έκθεση του επιθεωρητή για λογαριασμό της εναγομένης ενώ παρίστατο και επιθεωρητής για λογαριασμό της ενάγουσας, διαπιστώθηκε οσµή υδρογονάνθρακα στο εσωτερικό των εµπορευµατοκιβωτίων, καθώς και ίχνη διαποτισµού από ξένη ύλη, ενώ από εργαστηριακό έλεγχο που ακολούθησε σε δείγµατα των ρόλων διαπιστώθηκαν υπολείµµατα  ναφθαλενίου, με αποτέλεσμα η παραλήπτρια να θεωρήσει ότι ρολά ήταν μη εμπορεύσιμα και λόγω της ολικής απώλειας του εμπορεύματος να απαιτήσει την πλήρη αξία του (σχετ. 10). Η ζηµία που υπέστησαν τα δύο φορτία, αν υπολογιστεί µε βάση τη αναφερόμενη στην αγωγή συνήθη αξία εµπορευµάτων του ίδιου είδους και ποιότητας στον Πειραιά και τους χρόνους που εκφορτώθηκαν, ελλείψει χρηµατιστηριακής αξίας ή τρέχουσας τιµής της αγοράς, ανέρχεται αντίστοιχα σε 17.291,34 ευρώ και σε 16.155,19 ευρώ αφού η εφεσίβλητη προσδιόρισε την αξία τους με βάση του τιμολόγιο και αφαίρεσε την αξία της ύλης που θα ανακυκλωνόταν, και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο πέμπτος λόγος εφέσεως με βάση τον οποίο υποβαλλόταν το παράπονο ότι η ενάγουσα δεν επικαλείτο έλλειψη της χρηματιστηριακής ή της τρέχουσας αξίας των εμπορευμάτων στον Πειραιά. Η εναγομένη ευθύνεται αντικειμενικά για την παραπάνω ζημία, όπως ήδη προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας, αφού δεν απέδειξε ότι αυτή οφειλόταν σε ανωτέρα βία και συνεπώς ο τέταρτος λόγος εφέσεως με τον οποίο η εναγομένη εκκαλούσα επικαλείται ότι δεν έχει ευθύνη διότι η ζημία έλαβε χώρα κατά το χερσαίο τμήμα της μεταφοράς είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ακολούθως και σε εκτέλεση των υποχρεώσεων από την προαναφερόμενη σύµβαση ασφάλισης, που καταρτίσθηκε µεταξύ της ενάγουσας και της µη διαδίκου εταιρίας «…………….», η πρώτη, λόγω επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, αποζηµίωσε στις 28.7.2017 την αγοράστρια – παραλήπτρια των φορτίων ……………. καταβάλοντας το  ποσό των 17.091,34  ευρώ (σχετ. 17) και το ποσό των 15.955,19 ευρώ (σχετ. 13) στον αναφερόμενο στα παραπάνω σχετικά λογαριασμό της στην Alpha bank. Η παραλήπτρια ασφαλισμένη αποζημιωθείσα εκχώρησε αυθημερόν την αξίωση της έναντι της εκκαλούσας θαλάσσιας μεταφορέα στην εφεσίβλητη ενάγουσα. Όμως αν και η ενάγουσα υποκαταστάθηκε στην απαίτηση της αγοράστριας έναντι της εναγομένης, η υποκατάσταση αυτή δεν έγινε πριν την προβλεπόμενη, κατ’άρθρο 3 παρ. 6 εδ. δ της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών 1924/1968/1979, παραγραφή της αξίωσης της λήπτριας της ασφάλισης αγοράστριας εταιρείας για αποζημίωση κατά της ζημιώσασας εναγομένης μεταφορέως, ήτοι εντός έτους από τις προαναφερόμενες παραδόσεις των εμπορευμάτων, που έγιναν στις 16.6.2016 και στις 30.6.2016 κατά τα προαναφερόμενα, και δεν αμφισβητείται από την ενάγουσα, δηλαδή πριν την πάροδο των 12 μηνών. Να σημειωθεί ότι όπως προαναφέρθηκε η παραγραφή της αξίωσης της υποκαθιστάμενης ασφαλίστριας, κατ’άρθρο 14 παρ.5 ν. 2496/1997, δεν συμπληρώνεται πριν την παρέλευση έξι μηνών από την υποκατάσταση της με την προϋπόθεση όμως ότι η υποκατάσταση αυτή έχει λάβει χώρα την πριν την παραγραφή της αξίωσης της αγοράστριας. Δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει παραγραφεί η αξίωση έναντι του θαλάσσιου του μεταφορέα, λόγω παρέλευσης έτους από την παράδοση των εμπορευμάτων, και δεν συρρέει στην συγκεκριμένη περίπτωση αξίωση με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, ώστε να μπορεί η σχετική αγωγή να ασκηθεί εντός τριετίας. Σε κάθε περίπτωση όμως όπως τα διάδικα μέρη συνομολογούν η αγωγή ασκήθηκε στις 21.6.2019 με την επίδοση της στον πράκτορα την 1.7.2019, επίδοση η οποία έχει κριθεί τελεσίδικα ότι συνιστά νόμιμο τρόπο επίδοσης της κρινόμενης αγωγής με τη με αριθμό 374/2023 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, δηλαδή και μετά το εξάμηνο αναστολής συμπλήρωσης της παραγραφής από την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, και κατά συνέπεια, η επίδικη αξίωση της ενάγουσας κατά της εναγομένης μεταφορέως, λόγω υποκατάστασης της την προαναφερόμενη ημερομηνία δηλαδή την 28.7.2017 στα δικαιώματα της ασφαλισμένης της παραλήπτριας του φορτίου, που έχει τον χαρακτήρα εκχώρησης εκ του νόμου, αλλά και με βάση την μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση εκχώρησης, έχει υποπέσει στην προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 6 εδ. 4 της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών παραγραφή, κατά παραδοχή του σχετικού τρίτου λόγου εφέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ο καταλυτικός ισχυρισμός περί παραγραφής, η οποία, όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας, μπορεί να προταθεί το πρώτον ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, δεδομένου ότι η εφεσίβλητη αντιτείνει αμυνόμενη ότι ο ισχυρισμός περί παραγραφής δεν μπορεί να προταθεί σε κάθε στάση της δίκης, αλυσιτελώς όπως διότι η εν προκειμένω εκκαλούσα ερημοδικάστηκε σε πρώτο βαθμό.

Κατόπιν όλων των ανωτέρω η αγωγική αξίωση της εφεσίβλητης που κρίθηκε βάσιμη κατ’ουσίαν, πρέπει να απορριφθεί κατ’ουσίαν λόγω παραγραφής. Θα πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του καταβληθέντος από την εκκαλούσα με αριθμό ……………….. παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, αφού το ένδικο μέσο έγινε δεκτό. Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων μερών λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 και 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 10.7.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2020 και προσδιορισμού ………../2023 έφεση κατά της με αριθμό 1645/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε ερήμην της εκκαλούσας, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 9.6.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2019 αγωγής

Δέχεται τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ  την επιστροφή στην εκκαλούσα του καταβληθέντος, κατά την άσκηση της κρινόμενης εφέσεως της, παραβόλου με αριθμό …………., ποσού εκατό (100) ευρώ

Εξαφανίζει τη με αριθμό με αριθμό 1645/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

Κρατεί την υπόθεση και Αναδικάζει επί της με αριθμό …………../2019  αγωγής

Απορρίπτει την αγωγή

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων μερών.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  15 Ιουλίου 2024,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Ο  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ