Αριθμός 352/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από το Γραμματέα Σ.Τ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
Α. ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «………..», η οποία εδρεύει στην ……. Αττικής (οδός ……………) (ΑΦΜ ….) και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Μαρία Σταμούλη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……….. ο οποίος εκπρσοωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Άννα Κοντοσέα.
Β. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Άννα Κοντοσέα.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «…………..», η οποία εδρεύει στον Πειραιά (………..) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 2) Εταιρείας με την επωνυμία «…………», η οποία εδρεύει στην ……. Αττικής (οδός ……….) (ΑΦΜ ………..) και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Μαρία Σταμούλη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Ο υπό στοιχ Α εφεσίβλητος-Β εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 29.12.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2021) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2503/2022 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αφ΄ενός η δεύτερη εκ των εναγομένων-ήδη υπό στοιχ Α εκκαλούσα-δεύτερη εκ των υπό στοιχ Β εφεσιβλήτων με την από 26.6.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ……../2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ………../2023) έφεσή της, αφ΄ετέρου ο ενάγων -ήδη υπό στοιχ Α εφεσίβλητος- Β εκκαλών με την από 12.4.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………./2024-ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2024) έφεσή του. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Η πληρεξούσια δικηγόρος της υπό στοιχ Α εκκαλούσας- δεύτερης εκ των υπό στοιχ Β εφεσιβλήτων, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος του υπό στοιχ Α εφεσιβλήτου-Β εκκαλούντος, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη με αριθμό …../9.2.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς ………… που προσκομίζει και επικαλείται ο εκκαλών με τη με αριθμό ……../2024 έφεση προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην απολιπομένη εφεσίβλητη. Επομένως αυτή που δεν εμφανίστηκε δικονομικά στο ακροατήριο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και, συνεπώς, πρέπει να δικασθεί ερήμην, θα θεωρηθεί όμως δικαζόμενη σαν να είναι παριύσα (άρθρο 524 παρ.4 ΚΠολΔ) και θα οριστεί παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της.
Οι κρινόμενες από 26.6.2023 και 12.4.2024 και με αριθμούς κατάθεσης ………./2023 και ……../2024 και προσδιορισμού ………./2023 και ………/2024 εφέσεις κατά της οριστικής με αριθμό 2503/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 621 του ΚΠολΔ και 82 του τότε ισχύοντος ΚΙΝΔ), επί της από 29.12.2021 με αριθμό κατάθεσης …………/2021 αγωγής, έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αρμοδίως (άρθρο 19 του ΚΠολΔ όπως ίσχυε κατά το χρόνο κατάθεσης του ενδίκου μέσου) και εμπροθέσμως, αφού αφενός δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση, ενώ δεν έχει παρέλθει διετία από την έκδοση της εκκαλουμένης την (άρθρα 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Ακολούθως οι προαναφερόμενες εφέσεις πρέπει να γίνουν δεκτές κατά το τυπικό τους μέρος και να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012, συνεκδικαζόμενες, λόγω της προφανούς συνάφειας αυτών αφού πλήττουν την ίδια απόφαση (άρθρα 246, 524 και 591 ΚΠολΔ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από 29.12.2021 με αριθμό κατάθεσης ………/2021 αγωγή του ο ενάγων ήδη εκκαλών εφεσίβλητος ναυτικός εξέθετε ότι µε διαδοχικές συµβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατάρτισε για πρώτη φορά την 16.12.2019 µε την δεύτερη εναγοµένη που εδρεύει στην ….. Αττικής, πλοιοκτήτρια του πλοίου BS1, ναυτολογήθηκε σε αυτό µε την ειδικότητα του θαλαµηπόλου, κατά τα αναφερόµενα στην αγωγή χρονικά διαστήµατα και στη συνέχεια ότι ναυτολογήθηκε στο πλοίο BG, κυριότητας της πρώτης εναγόµενης που εδρεύει στον Πειραιά και εφοπλισμού της δεύτερης, µε την ίδια ειδικότητα, µε διαδοχικές συµβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατάρτισε και πάλι µε την δεύτερη εναγόµενη που ασκούσε κατά τον επίδικο χρόνο τον εφοπλισµό του. Ότι από τις ως άνω ναυτολογήσεις του, διατηρεί αξιώσεις για διαφορές δεδουλευµένων αποδοχών του, κατά τα ειδικότερα αναφερόµενα στην αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων αιτήθηκε για την ναυτολόγησή του στο πρώτο πλοίο (BS1) να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόµενη να του καταβάλει με προσωρινά εκτελεστή απόφαση το συνολικό ποσό των 11.046.42 ευρώ για υπερωριακή αµοιβή κατά τις καθηµερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες, δώρα εορτών, αποζηµίωση διανυκτέρευσης και αποζηµίωση απόλυσης, µε το νόµιµο τόκο από την απόλυσή του (11.09.2020), άλλως από την επίδοση της αγωγής, για δε την δεύτερη ναυτολόγησή του (στο πλοίο BG), να υποχρεωθούν οι εναγόµενες, ευθυνόµενες εις ολόκληρον, η δε πρώτη εξ αυτών, δια του ως άνω πλοίου, να του καταβάλουν το ποσό των 15.509,25 ευρώ για υπερωριακή αµοιβή κατά τις καθηµερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες, δώρα εορτών, αποζηµίωση διανυκτέρευσης και πρόσθετη αµοιβή για δροµολόγια εξπρές, µε το νόµιµο τόκο από την απόλυσή του (08.12.2021), άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα (άρθρα 14 παρ. 2 και 25 του ΚΠολΔ, σε συνδυασµό µε το άρθρο 51 Ν. 2172/1993) προς εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο του προϊσχύοντος 82 ΚΙΝΔ σε συνδ. µε άρθρα 591, 614, 621, 622 ΚΠολΔ και έκρινε ότι έχει το απαιτούμενο από το νόμο περιεχόμενο απορρίπτοντας ισχυρισμό περί του αντιθέτου της παρισταμένης δεύτερης εναγομένης. Αφού έκρινε ότι έχει νομική βασιμότητα στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 481, 648 επ. ΑΚ, άρθρα 1, 2, 53, 54, 57,60, 72, 75, 76, 84, 105, 106 του Ν. 3816/1958 περί Κ.Ι.Ν.Δ., άρθρο µόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εµπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.8117.1.82. «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδοµάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουµένους ναυτικούς σε συνδυασμό με τις ναυτικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας α) της ΣΣΝΕ πληρωµάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων έτους 2019, που κυρώθηκε µε την ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β’ 3170/12L8-2019) και β) της ΣΣΝΕ πληρωµάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών πλοίων του ίδιου έτους (2019), που κυρώθηκε µε την ΥΑ 2242.5-1.10/56166/2019 (ΦΕΚ Β 3097/01.08.2019). Αφού διαπίστωσε ότι έχει προηγηθεί η διαδικασία διαμεσολάβησης και έχει καταβληθεί το δικαστικό ένσημο για το ποσό που υπερβαίνει την αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, δέχθηκε κατά ένα μέρος στην ουσία της την αγωγή και αφενός υποχρέωσε τη δεύτερη εναγομένη να καταβάλει για διαφορές δευδουλευμένων από τη ναυτολόγηση του ενάγοντος στο BsI το ποσό των 6.710,33 ευρώ και αφετέρου αμφότερες τις εναγόμενες την πρώτη ευθυνόμενη μέχρι την αξία του πλοίου να καταβάλουν στον ενάγοντα ναυτικό το ποσό των 9317,62 ευρώ και αμφότερα τα ποσά με τον τόκο υπερημερίας και όχι επιδικίας από την επίδοση της αγωγής πλην του επιδόματος εορτών που έκρινε ότι υφίστατο μεταγενέστερη της επίδοσης δήλη μέρα καταβολής. Κατά την απόφασης αυτής παραπονούνται τώρα ο ναυτικός και η πλοιοκτήτρια του πρώτου και εφοπλίστρια του δεύτερου πλοίου για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων και ζητούν ο ναυτικός τη μεταρρύθμιση της ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολο της και η εργοδότρια την εξαφάνιση της προκειμένου να απορριφθεί αγωγή ενώ υποβάλει και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση αιτούμενη να της επιστραφεί το ποσό των 7.900 ευρώ που κατέβαλε στις 19.9.2022 στον ενάγοντα συμμορφούμενη στη διάταξη της εκκαλουμένης περί προσωρινά εκτελεστού αυτής.
Οι διατάξεις του α.ν. 3276/1944 «Περί Συλλογικών Συμβάσεων εν τη Ναυτική Εργασία», που εκδόθηκε στη Μέση Ανατολή και αναδημοσιεύθηκε στην Ελλάδα με τη Συντακτική Πράξη 21/1945, κυρωθείς με το ν. 32/1945, ο οποίος δεν τον κατάργησε ρητά, με συνέπεια, όπως συνάγεται έμμεσα, να εξακολουθεί αυτός να ισχύει (ΜΕφΠειρ. 739/2015, τνπ ΝΟΜΟΣ), διέπουν τη σύναψη των συλλογικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας (σσνε). Στο άρθρο 1 παρ. 1 του άνω νόμου ορίζεται ότι «Δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινομένων ελευθέρως υπό του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολιτικά επιδόματα…». Επί των συλλογικών αυτών συμβάσεων δεν εφαρμόζεται ο ν. 1876/1990 περί «Ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 27/8.3.1990), όπως προκύπτει από την όλη διατύπωση και το πνεύμα του νόμου, παρά το ότι ο ίδιος δεν περιέχει σχετική ρητή διάταξη, όπως, αντίθετα, περιείχε ο προϊσχύων νόμος 3239/1955 «Περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας» (ΦΕΚ Α 125/18.5.1955), ο οποίος στο άρθρο 42 παρ. 3 όριζε ρητά ότι οι διατάξεις του δεν εφαρμόζονται επί της ρυθμίσεως των όρων, των συνθηκών και της αμοιβής της εργασίας των πληρωμάτων των πλοίων της εμπορικής ναυτιλίας (ΑΠ 87/2000 Δνη 2000,967, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 50). Επομένως, στις σσνε δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άνω νόμου (1876/1990) για τη χρονική διάρκεια της συλλογικής διευθέτησης, την έναρξη της ισχύος της και τη λήξη της και έτσι οι σσνε μπορεί να είναι ορισμένου ή αόριστου χρόνου, χωρίς να τίθεται νόμιμος περιορισμός ως προς το ζήτημα της χρονικής διάρκειάς τους, όπως, αντίθετα, συμβαίνει στις συλλογικές ρυθμίσεις της χερσαίας εργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 12 του ν 1876/1990. Ωστόσο ανέκυψε διαφωνία και διατυπώθηκαν διαφορετικές απόψεις ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της δέσμευσης από τη σανέ, με αφετηρία τη διατύπωση του άρθρου 5 παρ. 1 εδαφ. α του α.ν. 3276/1944, που όριζε ότι «Συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφόσον ήθελον κυρωθή δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν άλλας υφισταμένας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν, ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων». Κατά την ορθότερη άποψη, η σσνε ισχύει και πριν την κύρωσή της από τον Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας και δεσμεύει τις οργανώσεις που συμβλήθηκαν για τη σύναψή της καθώς και τα μέλη τους, μετά δε την κύρωσή της και τη νόμιμη δημοσίευση της κυρωτικής υπουργικής απόφασης, η ισχύς της επεκτείνεται και πέραν των άνω οργανώσεων και δεσμεύει πλέον εργοδότες και εργαζομένους, που είναι τρίτοι ως προς τα συμβληθέντα μέρη, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί σχετίζονται με πλοίο το οποίο ανήκει στην ίδια κατηγορία, την οποία αφορά η επεκτεινόμενη συλλογική σύμβαση (ΑΠ 1702/1991 Δνη 1992/1606, ΑΠ 1905/1987, Δνη 1988.1387, ΑΠ 1263/1987, ΕΕΝ 1988.669, ΜονΕφΠειρ 603/2015 τνπ ΝΟΜΟΣ, 120/2019, 205/2019,755/2019 αδημ). Σύμφωνα με την αντίθετη άποψη, η σσνε ισχύει αφότου κυρωθεί από τον Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας με απόφασή του, η οποία αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη και κατά συνέπεια δημοσιευτέα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, πριν δε από την κύρωσή της δεν δεσμεύει ούτε τα συμβαλλόμενα μέρη, ανεξαρτήτως αν αυτά καθόρισαν ως εναρκτήριο της ισχύος της προγενέστερο χρονικό σημείο, αφού ελλείπει νομοθετική διάταξη που να τους παρέχει εξουσία αναδρομικής ρύθμισης των σχέσεών τους με τους όρους της συλλογικής σύμβασης, που θεσπίζει αναγκαστικούς κανόνες ουσιαστικού δικαίου, ισχύοντες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 ΑΚ, μόνο για το μέλλον (ΜονΕφΠειρ. 376/2017, 177/2016, 218/2016, σε τνπ ΝΟΜΟΣ). Επί αυτού, ωστόσο, πρέπει να λεχθεί ότι η υπουργική κύρωση καθιστά τη σσνε πηγή εξ αντικειμένου δικαίου, αφού της προσδίδει κανονιστικό χαρακτήρα (ΕφΠειρ. 498/2008 ΕΝαυτΔ 2008,281), χωρίς ταυτόχρονα να αλλοιώνει τη συμβατική φύση της, από την οποία, ακριβώς, απορρέει, αυτοτελώς, η δέσμευση των συμβληθέντων μερών, ήδη από το χρόνο κατάρτισής της, το οποίο συμπίπτει καταρχήν με την υπογραφή της (πριν από την οποία συλλογική ρύθμιση αυτονόητα δεν υφίσταται), είναι, όμως, δυνατόν να ανατρέχει και σε χρόνο προγενέστερο αυτής, που καθορίζεται επιτρεπτά και χωρίς κρατική παρέμβαση, από τους συμβαλλόμενους, στα πλαίσια της συνταγματικά προστατευόμενης συλλογικής αυτονομίας, χωρίς μάλιστα να υφίσταται αντίθεση στη ρύθμιση του άρθρου 2 ΑΚ, αυτό διότι η σσνε που δεν έχει επικυρωθεί νόμιμα, δεν συνιστά μεν (ακόμα) ουσιαστικό νόμο, αποτελεί όμως σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου, τους όρους της οποίας διαμορφώνουν ελεύθερα σύμφωνα με το άρθρο 361 ΑΚ, τα μέρη. Παρόμοια εξάλλου νομοθετική ρύθμιση στις συλλογικές συμβάσεις της χερσαίας εργασίας περιέχει το άρθρο 9 του ν. 1876/1990 (σχετ. ΑΠ 43/2017, 1107/2017 τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 453/1995 Δνη 1996.652). Έτσι η παρεχόμενη με το άρθρο 5 παρ. 1 του α.ν. 3276/1944 στον αρμόδιο Υπουργό (ΥΕΝ) νομοθετική εξουσιοδότηση για την κύρωση της σσνε, αφορά μόνον την επέκταση της συμβατικής δέσμευσης σε τρίτους, που δεν έχουν συμπράξει στη σύναψή της, η οποία είναι φυσικό να αρχίζει από το χρονικό σημείο της δημοσίευσης της κυρωτικής απόφασης, αφού αυτή, ως κανονιστική διοικητική πράξη, μπορεί να ορίζει μόνο για το μέλλον, δεδομένου ότι με την άνω διάταξη δεν παρασχέθηκε στον Υπουργό νομοθετική εξουσιοδότηση επέκτασης αναδρομικά των κυρουμένων συλλογικών συμβάσεων, αλλά προσδιορίστηκε, απλά, η χρονική διάρκεια της δέσμευσης των τρίτων, η οποία αρχίζει από την επέκτασή της και συνεχίζεται μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειας της επεκτεινόμενης συλλογικής σύμβασης. Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του άνω α.ν., επιτρέποντας τον, μη ετεροκαθοριζόμενο, ορισμό της χρονικής διάρκειας της δέσμευσης των συμβαλλομένων, θέτει η ίδια εξουσιοδοτικό κανόνα προς τους φορείς της συλλογικής αυτονομίας να καθορίσουν τα χρονικά όρια ισχύος της κοινής βούλησής τους. Επομένως, εφόσον δίνεται έγκυρα στις σσνε αναδρομική ισχύς κατά τη σύναψή τους, οι ρυθμίσεις τους καταλαμβάνουν και όσες ατομικές συμβάσεις καταρτίστηκαν πριν την υπογραφή τους, αρκεί να μην είχαν λυθεί ή λήξει μέχρι αυτήν (ΜονΕφΠειρ. 371/2016, 376/2016, 285/2015, 459/2015, 591/2014, 842/2014, 719/2014 τνπ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα ο ίδιος ο νομοθέτης διευθέτησε πρόσφατα το εν λόγω ζήτημα της χρονικής ισχύος των σσνε, ως προς το οποίο προέκυψε όπως προελέχθη διχογνωμία, με το άρθρο 49 του ν. 4597/2019 «Για την κύρωση των Συμβάσεων Παραχώρησης που έχουν συναφθεί μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των Οργανισμών Λιμένος Α.Ε. – Διατάξεις για τη λειτουργία του συστήματος λιμενικής διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 35/28.2.2019), με το οποίο ορίστηκε ότι «Η αληθής έννοια της παρ. 1 του άρθρου 5 του α.ν. 3276/1944 (Α΄ 24, αναδημ. Α΄ 172/1945) είναι ότι η απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, με την οποία κυρώνεται συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας σύμφωνα με τον ανωτέρω νόμο ισχύει αναδρομικά από την έναρξη ισχύος που ορίζεται στην οικεία συλλογική σύμβαση, ανεξαρτήτως του χρόνου σύναψης ή/και κύρωσής της από τον Υπουργό». Με τη διάταξη αυτή διευκρινίζεται η αληθής έννοια του άρθρου 5 παρ. 1 εδαφ. α του α.ν. 3276/1944 και επομένως ως ερμηνευτική διάταξη εφαρμόζεται από το εφετείο χωρίς να περιορίζεται από το άρθρο 533 παρ. 2 ΚΠολΔ, ανατρέχουσα ως προς το χρόνο έναρξης της ισχύος της, σε εκείνον (χρόνο ισχύος) της ερμηνευόμενης διάταξης (ΟλΑΠ 1/2014, 22/1997 και 10/1990). Κατά συνέπεια με τη λήξη της καθορισθείσας χρονικής διάρκειας της σσνε, παύει άμεσα αυτή να ισχύει και στο εξής, τις συνθήκες παροχής και τις αμοιβές της εργασίας των ναυτικών, ρυθμίζουν οι όροι της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας για την υπόλοιπη συμφωνημένη διάρκειά της. Επομένως, αν καταρτιστεί ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας μετά τη λήξη της ισχύος της τελευταίας σχετικής σσνε, το εργασιακό καθεστώς δεν διέπεται πλέον από τη λήξασα σσνε, αλλά προσδιορίζεται αυτοτελώς από τους όρους της ατομικής σύμβασης. Έτσι μπορούν οι συμβαλλόμενοι κατά τη σύναψη της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας να συμφωνήσουν και να καταστούν περιεχόμενο αυτής οι όροι συγκεκριμένης σσνε ακόμα και μέλλουσας (ΑΠ 692/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή, ακόμα και αυτής που έληξε και αυτό είναι έγκυρο και επιτρεπτό διότι είναι σύμφωνο με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, από την οποία συνάγεται ότι είναι δυνατόν να συμφωνηθεί έγκυρα λ.χ. το ύψος του μισθού με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 51/2017 ΑΠ 251/2012, ΑΠ 1494/2010, ΑΠ 637/2004, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤρΕφΠειρ 720/2015, ΤρΕφΘεσ. 262/2011, τνπ ΝΟΜΟΣ). Επομένως αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συγκεκριμένης σσνε, τότε οι όροι αυτοί αποκτούν συμβατική δύναμη (ΑΠ 773/2017, τνπ ΝΟΜΟΣ), δηλαδή καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας, σαν να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση, σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητάς τους είναι τότε η ατομική βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανόμενου εργαζομένου (ΑΠ 256/2016, τνπ ΝΟΜΟΣ, Στ. Βλαστός, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, αρ. 124, σελ. 263 – 264). Η παραπομπή μπορεί να γίνει και σε σσνε της οποίας η ισχύς έχει ήδη λήξει και αυτό διότι, στην περίπτωση αυτή, δεν ενδιαφέρει τα μέρη η δεσμευτική της δύναμη, αλλά η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιείχε, ενώ για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (ΑΠ 874/2018, τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 567/2004, ΕΕΔ 2005/589, ΕφΑθ 6808/1994, ΔΕΝ 1995.665). Ωστόσο, για να καταστεί οποιοσδήποτε όρος σσνε και όρος της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας, πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη σσνε και όχι αόριστα στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και των ναυτικών σσνε, διότι τότε θα ισχύει, είτε η νεότερη, αν υπάρχει, σσνε, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερες για τους ναυτικούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε µε την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμοστεί η εκάστοτε ισχύουσα σσνε (ΑΠ 277/2009, ΕΕΔ 2010/1353, ΑΠ 860/2010, ΔΕΝ 2010/1061) είτε, ελλείψει νεότερης, η τελευταία ισχύσασα σσνε, εωσότου συναφθεί νέα (σσνε), η οποία για τον ίδιο λόγο θα καταλάβει και την ατομική σύμβαση. Είναι, επομένως, πραγματικό ζήτημα το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας των μερών (ΑΠ 515/2017, τνπ ΝΟΜΟΣ) και το δικαστήριο θα κρίνει επί αυτού κατά πρώτον με βάση τους όρους που αποτυπώθηκαν στο έγγραφο της ατομικής συμφωνίας και, σε περίπτωση άτυπης κατάρτισης της σύμβασης ναυτολόγησης, με βάση το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, όπως το ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος ή τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του (ΜΕφΠειρ 234/2022 δημ. σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς).
Κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Αντιθέτως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές στην περίπτωση, αλλά μόνον σ’ αυτήν, κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ο.π., ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010, ΕφΑΔ 2010/1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58/729, ΑΠ 142/2003, Δνη 44/1305, ΑΠ 737/2001, Δνη 43/723, ΑΠ 1700/1998, ΕΝαυτΔ 1999/465, ΕφΠειρ. 670/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895).
Περαιτέρω και σύμφωνα με αμφότερες τις προαναφερόμενες σσνε πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως δηλαδή οκτώ (8) ώρες την ημέρα από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, της εργασίας του Σαββάτου και των αργιών αμειβομένης υπερωριακώς. Το οκτάωρο της Κυριακής πληρώνεται με επίδομα που προβλέπεται στη σύμβαση. Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%. Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Σεπτεμβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων». Στο άρθρο 20 των ιδίων ΣΣΝΕ προβλέπονται τα κάτωθι:”1. Εάν ο ναυτικός διαταχθεί να εκτελέσει πρόσθετη εργασία, πέραν δηλαδή των κεκανονισμένων ωρών, είναι υποχρεωμένος να την εκτελέσει, δεν δύναται όμως η πρόσθετος αυτή εργασία να υπερβαίνει τις τέσσαρες ώρες εντός του 24ώρου. 2. Για την πρόσθετη αυτή εργασία ο εκτελέσας αυτήν ναυτικός δικαιούται σε πρόσθετη αμοιβή (υπερωρία) η οποία υπολογίζεται ως εξής: Το ποσόν του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ.1 διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου (4,33) επί τας ώρας της εκάστοτε ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού οι ώρες μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως ανέρχονται εις (173). 3. Για κάθε πρόσθετη εργασία πέραν δηλαδή των κεκανονισμένων ωρών, η υπερωριακή αμοιβή των ναυτικών που προκύπτει από την εφαρμογή της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, προσαυξάνεται κατά ποσοστό 25%. 3α. Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα, και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρο 10 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ. 1, προσαυξημένου κατά ποσοστό 50%, για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες”. Επίσης στην εκάστοτε σσνε ορίζεται επακριβώς το ωρομίσθιο της κάθε ειδικότητας με τις προαναφερόμενες προσαυξήσεις.
Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων του ……. …., ενώπιον της Συµβολαιογράφου Αιγίου, ………. και του ………., ενώπιον της Συµβολαιογράφου Πειραιά, ………, που λήφθηκαν µε επιµέλεια του ενάγοντος, όπως προκύπτει από τις ……. – και ………/09.02.2022 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιµελήτριας στο Εφετείο Πειραιά, …………. και των ………. και …/14.02.2022 ενόρκων βεβαιώσεων των . … και …………., αντίστοιχα, ενώπιον της Συµβολαιογράφου Πειραιά, ………, που λήφθηκαν µε επιµέλεια της δεύτερης εναγόµενης, όπως προκύπτει από τις …. – και …./09.02.2022 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιµελητή στο Εφετείο Πειραιώς ………. και των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και νοµίµως προσκοµίζουν, τα οποία λαµβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά µέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκµηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: Ο ενάγων σωρεύει στην αγωγή του αμφότερα τα διαστήματα απασχόλησης του σε πλοία πλοιοκτησίας ή εφοπλισμού της δεύτερης εναγομένης. Ειδικότερα και κατά τις παραδοχές της εκκαλουμένης που δεν προσβάλλονται με λόγο εφέσεως αυτός αρχικά απασχολήθηκε στο πλοίο πλοιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης «BS1» αριθµό νηολογίου Πειραιά ….., Κ.Ο.Χ. 16391 µε την ειδικότητα του θαλαµηπόλου στο ως άνω πλοίο και παρείχε τις υπηρεσίες του 1) από 16.12.2019 έως 05.03.2020, οπότε απολύθηκε µε αµοιβαία συναίνεση των συµβληθέντων, 2) από 26.05.2020 έως 11.08.2020. που αποναυτολογήθηκε στον Πειραιά, επειδή του χορηγήθηκε άδεια ανάπαυσης διάρκειας ενός µήνα (ήτοι έως την 11.09.2020) και 3) από 27.08.2020 έως 11.09.2020, οπότε απολύθηκε λόγω ετήσιας επιθεώρησης. Το ανωτέρω πλοίο κατά το χρονικό διάστηµα από 20.02.2020 έως 05.03.2020 και από 26.05.2020 έως 28.07.2020 εκτελούσε δροµολόγια εξωτερικού στη γραµµή Πάτρα – Ηγουµενίτσα και της Ανκόνας ή του Μπάρι της Ίταλίας, ενώ κατά τα χρονικά διαστήµατα από 01.01.2020 έως 19.02.2020 (πλην του διαστήµατος από 02.02.2020 έως 19.02.2020, που το πλοίο διέκοψε τα δροµολόγιά του, λόγω διενέργειας επισκευών), 29.07.2020 έως 11.08.2020 και 27.08.2020 έως 11.09.2020, εκτελούσε δροµολόγια σε γραµµή ενταγµένη στο γενικό δίκτυο ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών και συγκεκριµένα αποδείχθηκε ότι εκτέλεσε τα εξής δροµολόγια: α) Κατά το χρονικό διάστηµα από 1.1.2020 έως και 3.1.2020 (πρωί) αυτό εκτέλεσε δρομολόγιο προς Σύρο, Πάτμο, Λέρο, Κάλυμνο, Κω, Ρόδο και επιστροφή προς Πειραιά με κατάπλου σε όλα τα προαναφερόμενα λιμάνια πλην της Σύρου. Τον Ιανουάριο του 2020 εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς Ηράκλειο χωρίς ενδιάμεσες στάσεις, ενώ στις 31.1.2020 και την 1.2.2020 εκτέλεσε το δρομολόγιο Πειραιάς Πάρος Νάξος Θήρα με επιστροφή στον Πειραιά μετά από κατάπλου σε όλα τα προαναφερόμενα λιμάνια. Τους καλοκαιρινούς μήνες που απασχολήθηκε ο ενάγων το 2020 το πλοίο αναχωρούσε την Κυριακή από Πειραιά για Δωδεκάνησα δηλαδή Κω, Σύμη και Ρόδο με επιστροφή προς Πειραιά μετά από προηγούμενο κατάπλου σε όλα τα προαναφερόμενα νησιά. Την Τρίτη αναχωρούσε από Πειραιά για Πάρο Νάξο Θήρα Κω Ρόδο και επιστροφή σε Κω Θήρα Πειραιά. Την Πέμπτη αναχωρούσε για Πάρο Νάξο Βαθύ Κω Ρόδο και επιστροφή σε Κω, Βαθύ και Πειραιά. Το Σεπτέμβριο του 2020 αναχωρούσε το Σάββατο από Πειραιά για Αμοργό Πάτμο Λέρο Κω Ρόδο και από κει για Κω Κάλυμνο Λέρο Πάτμο Σύρο και Πειραιά. Το απόγευμα της Δευτέρας αναχωρούσε από Πειραιά για Σύρο Πάτμο Λέρο Κω Ρόδο και επιστροφή προς Πειραιά με κατάπλου προς όλα τα πραναναφερόμενα λιμάνια, ενώ το ίδιο δρομολόγιο εκτελούσε και την Τετάρτη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά την πρόσληψη του ενάγοντος συµφωνήθηκε αυτός να λαµβάνει κλειστό μισθό ύψους 2.831 ευρώ (μεικτά) την 3.1.2020, την 14.4.2021 και την 18.10.2021, την 3.2.2020 συμφωνήθηκε αυτός να λαμβάνει κλειστό μισθό ύψους 2.704,48 ευρώ, στις 27.8.2020 κλειστό μισθό ύψους 2.939,52 ευρώ, και στις 20.2.2020 και στις 26.5.2020 κλειστό μισθό ύψους 2.973 ευρώ. Σε όλες τις ατομικές συμβάσεις του συμφωνήθηκε ρητά ότι ο βασικός μισθός ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα σσνε της κατηγορίας που υπάγεται το πλοίο. Ότι στον κλειστό μισθό περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός, το επίδομα Κυριακών, το επίδομα Σαββάτων και αργιών, το επίδομα αδείας και τροφοδοσίας, το επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρίας και όλα τα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα σσνε. Να σημειωθεί ότι για το έτος 2019 ίσχυσε η ΣΣΝΕ των Πληρωµάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, που υπογράφηκε στις 08.07.2019, κυρώθηκε στις 24.07.2019 µε τη με αριθμό 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δηµοσιεύθηκε στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 3170) στις 12.08.2019, µε την οποία ορίστηκε ότι η ισχύς της αρχίζει αναδροµικά από την 01.01.2019 και η οποία έληξε στις 31.12.2019. Με βάση αυτή οι αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν µηνιαίως, σύµφωνα µε την ισχύουσα κατά τα ως άνω ΣΣΕ του 2019, στο ποσό των 2.539,81 ευρώ [µισθός ενεργείας 1.204,77 ευρώ + επίδοµα Κυριακών 265.05 ευρώ + αντίτιµο της σε είδος παρεχόµενης τροφοδοσίας 19,98 ευρώ την ηµέρα ή 599,4 ευρώ το µήνα επίδοµα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 ευρώ + επίδοµα άδειας µετά τροφοδοσίας 433,95 ευρώ (µισθός ενεργείας + επίδοµα Κυριακών δια 22 Χ 5 ηµέρες + αντίτιµο τροφής 5 ηµερών αδείας)]. Από τα προαναφερόμενα αποδεικνύεται ότι και για τα τρία από τα ως άνω επίδικα χρονικά διαστήµατα της ναυτολόγησης του [01.01.2010 έως 19.02.2020, 29.07.2020 έως 11.08.2020 και 27.08.2020 έως 11.09.2020] που το επίδικο πλοίο (BS1) εκτελούσε ακτοπλοϊκούς πλόες, οι όροι εργασίας του και ιδίως το ύψος των καταβαλλόµενων σε αυτόν αποδοχών διέπονταν από την προαναφερόμενη ελλείψει άλλης νεότερης, όπως κρίθηκε ορθά από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, και αλυσιτελώς παραπονείται η δεύτερη εναγομένη εργοδότρια με τον πρώτο λόγο έφεσης ότι έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για τη μετενέργεια των σσνε, αφού δεν επικαλείται ότι ίσχυσε τα έτη 2020 και 2021 νεώτερη σσνε και η παραπομπή στη σχετική συλλογική σύμβαση γίνεται ρητά στις ατομικές συμβάσεις του ενάγοντος και επομένως εφαρμόζεται ελλείψει νεότερης, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, η τελευταία ισχύσασα σσνε, εωσότου συναφθεί νέα (σσνε), η οποία θα καταλάβει και την ατομική σύμβαση. Η συμφωνία περί κλειστού μισθού γινόταν ώστε να οριστεί εκ των προτέρων το σταθερό ποσό που θα λάμβανε ο ναυτικός μηνιαίως για υπερωριακή απασχόληση καθημερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες. Να σημειωθεί ότι το διάστημα που το συγκεκριμένο πλοίο ναυτολόγησης του ενάγοντος πραγματοποιούσε μεσογειακούς πλόες προς Ιταλία όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω σχετικά µε τη συµφωνία για πληρωµή του ενάγοντος µε βάση την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ, ισχύουν και εν προκειµένω, ως εκ τούτου οι αποδοχές του ενάγοντος διέπονταν από την ισχύουσα κατά τα ως άνω ΣΣΝΕ των πληρωµάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, που κυρώθηκε µε την υπ’ αριθµ. 2242.5-1.10/56166/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, η οποία δηµοσιεύθηκε στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 3097/01.08.2019). Με το δεύτερο λόγο έφεση η εργοδότρια παραπονείται για τις ώρες υπερωριακής απασχόλησης του ναυτικού με βασικό επιχείρημα της ότι η περίοδος απασχόληση του συνέπιπτε με διαστήματα που στη χώρα είχε επιβληθεί lock down λόγω έξαρσης του covid 19, οπότε οι μετακινήσεις ήταν περιορισμένες. Όμως σύμφωνα με την ένορκη κατάθεση του …………… ο οποίος εργάστηκε στο συγκεκριμένο πλοίο με την ίδια ειδικότητα με τον ενάγοντα και συνεπώς γνωρίζει πολύ καλά τις συνθήκες εργασίας του στο πόστο εργασίας του ενάγοντος δεν επηρέασε το καθεστώς εργασίας του το αν το πλοίο εκτελούσε ή όχι μειωμένα δρομολόγια λόγω της πανδημίας και πόσους επιβάτες μεταφέρει. Ειδικότερα στο πόστο ενδιαιτήσεως του πληρώματος που απασχολούνταν ο ενάγων ήταν εσωτερικό και δεν σχετιζόταν με τον αριθμό δρομολογίων ούτε επηρεαζόταν από αυτό. Σε αυτό το εσωτερικό πόστο εργαζόταν ένας θαλαμηπόλος και ένας επίκουρος και τις περισσότερες ώρες της ημέρας ο θαλαμηπόλος έμενε μόνος του. Το πλήρωμα του πλοίου ήταν συνολικά γύρω στα 70 άτομα, διέθετε μία χωριστή τραπεζαρία για τους αξιωματικούς και μια χωριστή για το υπόλοιπο πλήρωμα και στις δύο σερβίρονταν τρία γεύματα ημερησίως πρωινό μεσημεριανό και βραδινό επί δύο ώρες τουλάχιστον το καθένα. Ο ενάγων έπρεπε να βρίσκεται στο χώρο των τραπεζαριών από τις 6 το πρωί για να προετοιμάσει τα πάντα για το πρωινό γεύμα, να καθαρίζει 19 καμπίνες που του είχαν ανατεθεί, να διατηρεί καθαρό το χώρο του 9ου καταστρώματος που αφορούσε το πλήρωμα, ενώ συχνά έπρεπε να φροντίζει για τον ανεφοδιασμό από την αποθήκη τροφοδοσίας. Επομένως τόσο το γεγονός ότι τα δρομολόγια ήταν περιορισμένα την περίοδο έξαρσης του covid 19, όσο και το ότι δεν εκτελέστηκαν δρομολόγια το διάστημα από 26.7 έως και 28.7.2020 δεν επηρεάζει τις ώρες απασχόλησης του οι οποίες κρίνεται ότι ανέρχονταν στις 12 ώρες την περίοδο των δρομολογίων του πλοίου και στις 11 ώρες την περίοδο των επισκευών, όπως ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με ορθή εκτίμηση αποδείξεων έκρινε ότι για το προαναφερόμενο διάστημα από 1.1.2020 έως 19.7.2020, από 29.7.2020 έως 11.8.2020 και από 11.8.2020 έως 11.9.2020 εργάστηκε για 9 Σάββατα (ήτοι τις 4,11,18,25/7,1/2,1,8,29/8,5/9) και 2 αργίες (ήτοι, τις 1.1.2020 και 6.1.2020) και συνολικά επί 11 ηµέρες επί 12 ώρες ηµερησίως επί ωροµίσθιο 10,44 €, ίσον (11 Χ 12 Χ 10,44 €=) 1.378,08 € και για 2 Σάββατα (8, 15/2), ήτοι επί 2 ηµέρες επί 11 ώρες ηµερησίως επί το ίδιο ωροµίσθιο (10,44 ε), ίσον (2 Χ 11 Χ 10,44=) 229,68 και ότι συνολικά δικαιούται για τις υπερωρίες αυτές (1.378,08 + 229,68=) 1.607,76 ευρώ και ότι του οφείλεται μετά από καταβολές της δεύτερης εναγομένης που ανέρχονταν σε (476,97+ 302,08 + 47,7+ 174,89+ 79,49+ 174,89=) 1.256,02 ευρώ, η διαφορά, ποσού (1.607,76 – 1.256,02=) 351,74 ευρώ ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις. Ομοίως ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις κρίνοντας ότι ο ενάγων εργάστηκε υπερωριακά το προαναφερόμενο διάστημα 5 καθηµερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες ηµερησίως Χ ωροµίσθιο 8,70 ευρώ ίσον (51 Χ 4 Χ 8,70 =) 1.774,8 ευρώ και 16 καθηµερινές και Κυριακές Χ 3 ώρες ηµερησίως Χ ωροµίσθιο 8,70 ευρώ ίσον (16 Χ 3 Χ 8,70 =) 4] 7,6 ευρώ. Ακολούθως ορθά έκρινε ότι συνολικά δικαιούται για τις υπερωρίες αυτές (1.774,8 + 417,6=) 2.192,4 ευρώ και ότι επειδή η δεύτερη εναγομένη εργοδότρια του κατέβαλε το συνολικό ποσό των (154,37+ 29,59+24,37+89,37+40,63+89,37=) 427,7 ευρώ, ότι κατά εν μέρει παραδοχή της ένστασης εξόφλησης της δεύτερης εναγομένης, δικαιούται το ποσό των (2.192,4- 427,7=) 1.764,7 ευρώ. Η κρίση αυτή δεν αναιρείται από την κατάθεση του μάρτυρα που πρότεινε η εργοδότρια για το σχετικό διάστημα …………… αφού αυτός αναφέρει ότι το ωράριο του ενάγοντος ναυτικού ήταν σταθερό και δεν άλλαζε, ότι κάποιες φορές μέσα στη βάρδια του του ανατίθετο και η εργασία να επιβλέπει την αποβίβαση των επιβατών. Εξάλλου παρά το φόβο των Ελλήνων επιβατών να μετακινηθούν με πλοίο εκείνο το διάστημα και των περιορισμών που έθετε η πολιτεία ως προς των αριθμό των επιβατών που μπορούσαν να μεταφερθούν, η πλοιοκτήτρια διατήρησε το ίδιο προσωπικό και δεν έθεσε σε αναστολή τους εργαζόμενους, ενώ συνέχισε να καταβάλει μηνιαίως ποσό για πραγματοποίηση υπερωριών. Επομένως τα όσα περί του αντιθέτου δηλαδή περί μη ανάγκης τέλεσης υπερωριών λόγω της πανδημίας αναφέρονται στο πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου έφεσης της εργοδότριας που αφορούν αποκλειστικά το συγκεκριμένο πλοίο είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Με βάση τα προαναφερόμενα είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι πρώτος, τέταρτος και πέμπτος από τους λόγους εφέσεως του ναυτικού διότι δεν αποδείχθηκε ότι υφίστατο ανάγκη καθημερινής 14ωρης απασχόλησης το διάστημα ναυτολόγησης του σε αμφότερα τα πλοία.
Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 14 των προαναφερθεισών Σ.Σ.Ν.Ε., Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών πλοίων σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι το επίδομα εορτών Χριστουγέννων καταβάλλεται ακέραιο εφόσον η σχέση εργασίας διήρκεσε από 1.5 έως 31.12 και σε διαφορετική περίπτωση καταβάλλονται τα 2/25 του μισθού ή δύο ημερομίσθια για κάθε 19ημερο εργασίας ενώ αναφορικά με το επίδομα εορτών Πάσχα οι ναυτικοί δικαιούνται μισθό 15 μερών, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου αντιστοίχως, ή 1/15 ημίσεος μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου. Επιπλέον να λεχθεί ότι λαμβάνεται υπόψη ο μισθός που καταβαλλόταν την 15η ημέρα προ του Πάσχα και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβαλλόταν ή έπρεπε να καταβληθεί από την εργοδότρια ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, δηλαδή το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, το επίδομα αδείας, η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας, καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές μεταξύ των οποίων είναι και η τροφοδοσία είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της εν λόγω Υπουργικής Απόφασης θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας, τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση : α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος πάγια και τακτικά ανά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικά, γ) οι λοιπές, τακτικά και πάγια, καταβαλλόμενες παροχές στις οποίες συμπεριλαμβάνονται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜΕφΠειρ. 647/2014, 412/2014, τνπ ΝΟΜΟΣ), η τροφοδοσία, είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτούσια και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜΕφΠειρ. 18/2016, 19/2016, 371/2016, 73/2016, 160/2014, 36/2014, 71/2014, όλες σε τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της σσνε (ΜΕφΠ 442/2023 δημ. σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Το κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 20 της σσνε πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, μηνιαίως καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, στα οποία ανήκουν και τα μέλη του πληρώματος καταστρώματος (ναύκληρος και ναύτες), χρηματικό ποσό ως επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των δώρων εορτών (ΜΕφΠειρ 196/2020, 117/2016, 676/2014 δημοσ σε τνπ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΠειρ 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΜΕφΠειρ 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262), για το λόγο ότι δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, αιτία της χορήγησής του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 226/2003, ΕΕΔ 2004/790, ΕφΠειρ 177/2012, ΠειρΝ 2012/354, 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜΕφΠειρ 671/2015, 647/2014, 605/2014, σε τνπ ΝΟΜΟΣ και ΜΕφΠειρ 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204). Μετά την παραδοχή ότι ορθά υπολογίστηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος κρίνεται ότι επίσης ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι ο ενάγων δικαιούται ως αναλογία δώρου Πάσχα 2020, για την άνω περίοδο από 1.1.2020 έως και 19.2.2020, δεδοµένου ότι εργάστηκε αυτός για 50 ηµέρες, [µισθό ενεργείας 1.204,77 ευρώ + επίδοµα Κυριακών 265,05 ευρώ + αντίτιµο της σε είδος παρεχόµενης τροφοδοσίας 19,98 ευρώ την ηµέρα ή 599,4 ευρώ το µήνα + επίδοµα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 ευρώ + επίδοµα άδειας µετά τροφοδοσίας 433,95 ευρώ (µισθός ενεργείας + επίδοµα Κυριακών δια 22 Χ 5 ηµέρες + αντίτιµο τροφής 5 ηµερών αδείας)=] 2.539,81 ευρώ + κατά µέσο όρο µηνιαία υπερωριακή αµοιβή (3800,16 € διά 80 ηµέρες, ίσον 47,5 €, επί 30 ηµέρες=) 1.425 ευρώ, σύνολο 3.964,81 ευρώ, Χ 1/2 Χ 1/15 Χ (50 ηµέρες αναφοράς /8 =) 6,25 οκταήµερα = 826 ευρώ και ακολούθως αφαιρέθηκε το ποσό που του είχε καταβάλει η δεύτερη εναγομένη εργοδότρια ύψους 428,31 ευρώ, κατά εν μέρει παραδοχή της σχετικής ένστασης εξόφλησης που αυτή προέβαλε και κρίθηκε ότι του οφείλεται το ποσό των (826-428,31 =) 397,69 ευρώ. Τούτο δε διότι, όπως προαναφέρθηκε, η τροφοδοσία, είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτούσια και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας συνυπολογίζονται στα επιδόματα εορτών και δεν υποβλήθηκε ισχυρισμός ότι έλαβε την άδεια του. Επομένως αβασίμως παραπονείται η εργοδότρια με τον τέταρτο λόγο έφεσης. Επίσης ορθά κρίθηκε ότι αυτός δικαιούται ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2020 και για το διάστηµα της υπηρεσίας του από 29.07.2020 έως 11.08.2020 και 27.08.2020 έως 11.09.2020, ήτοι για περίοδο 30 ηµερών, [3.964,81 ευρώ µηνιαίο µισθό Χ 2/25 Χ (30 ηµέρες αναφοράς/19 =) 1,58 δεκαεννεαήµερα=] 501,15 ευρώ, και ότι επειδή έλαβε το ποσό των 279,16 ευρώ, κατά εν μέρει παραδοχή της σχετικής ένστασης εξόφλησης που πρότεινε η δεύτερη εναγομένη, ότι εξακολουθεί να του οφείλεται το ποσό των (501,15- 279,16 =) 501,15-279,16= 221,99 ευρώ.
Όπως ήδη προαναφέρθηκε το πλοίο στο οποίο ήταν ναυτολογημένος ο ενάγων κατά το χρονικό διάστηµα από 20.02.2020 έως 05.03.2020 και από 26.05.2020 έως 28.07.2020 εκτελούσε δροµολόγια εξωτερικού στη γραµµή Πάτρα – Ηγουµενίτσα και της Αγκόνας ή του Μπάρι της Ιταλίας. Ειδικότερα, κατά το χρονικό διάστηµα από 20.2.2020 έως και 29.2.2020, το πλοίο δροµολογήθηκε στη γραµµή Πάτρα – Ηγουµενίτσα – Μπάρι. Κάθε δύο µέρες αναχωρούσε από Πάτρα στις 18.00 για Ηγουµενίτσα στην οποία κατέπλεε στις 23.59 και αναχωρούσε την 00.30 εποµένης για Μπάρι όπου κατέπλεε στις 9.30. Από το Μπάρι αναχωρούσε στις 19.30 για Ηγουµενίτσα όπου κατέπλεε στις 5.30 της εποµένης και αναχωρούσε στις 6.00 για Πάτρα όπου κατέπλεε στις 13.00. Από 01/03/2020 έως 05/03/2020 το πλοίο αναχώρησε την Τρίτη στις 13.30 από Ανκόνα για Ηγουµενίτσα όπου κατέπλεε στις 8.00 της εποµένης και αναχωρούσε στις 8.30 για Πάτρα όπου κατέπλεε στις 14.30 και αναχωρούσε στις 17.30 για Ηγουµενίτσα όπου κατέπλεε στις 23.30 και αναχωρούσε στις 23.59 και επέστρεφε στην Ανκόνα 16.30 της Πέµπτης. Το ίδιο δροµολόγιο ακολούθησε ξεκινώντας την Παρασκευή από Ανκόνα 13.30 για Ηγουµενίτσα όπου κατέπλεε στις 8.00 και αναχωρούσε στις 8.30 για Πάτρα, όπου κατέπλεε στις 14.30 και αναχωρούσε στις 17.30 για Ηγουµενίτσα, όπου κατέπλεε στις 23.30 και αναχωρούσε στις 23.15 επιστρέφοντας την Κυριακή στις 15.00 στην Ανκόνα. Από 26/05/2020 έως 28/07/2020 το πλοίο αναχωρούσε κάθε δύο µέρες από Πάτρα για Ηγουµενίτσα και Ανκόνα και επέστρεφε εκτελώντας την αντίστροφη πορεία δηλαδή Ανκόνα- Ηγουµενίτσα- Πάτρα. Από 08/07/2020 έως 18/07/2020 το εν λόγω δροµολόγιο διαφοροποιήθηκε, µε την προσέγγιση του πλοίου και στην Κέρκυρα την Τετάρτη 08/07/2020, την Τετάρτη 15/07/2020 και την Παρασκευή 17/07/2020. Σύμφωνα με την προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα απόδειξης ο εργαζόμενος με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου ναυτικός αναλάμβανε εργασία στις 22.00 το βράδυ εκτελώντας εργασία σερβιτόρου μέχρι τις 6 το πρωί, φροντίζοντας για την ευπρέπεια και καθαριότητα της τραπεζαρίας κατά τη διάρκεια του μεσογειακού πλου, ενώ όταν το πλοίο διανυκτέρευε σε λιµάνι, εκτελούσε νυχτερινή βάρδια στη ρεσεψιόν του πλοίου. Επιπλέον όµως και πέραν του ωραρίου αυτού, απασχολείτο στις εργασίες επιβίβασης και υποδοχής των επιβατών, καθώς και αποβίβασης, ενώ, µετά την αποβίβαση των επιβατών, απασχολείτο και σε εργασίες καθαριότητας των καµπινών, αφού ήταν επιφορτισμένος με 22 καμπίνες δίκλινες και τετράκλινες, τις οποίες έπρεπε να καθαρίζει, να αλλάζει τον ιματισμό και να τις ετοιμάζει για το επόμενο ταξίδι, ενώ εργαζόμενος κατά τη διάρκεια της επιβίβασης συνόδευε τους ταξιδιώτες στην καμπίνα τους. Να σημειωθεί ότι στην Πάτρα και την Αγκόνα η επιβίβαση των επιβατών ξεκινούσε τρεις ώρες πριν την αναχώρηση. Επίσης, τις ηµέρες που το πλοίο παρέµενε στο λιµάνι, ο ναυτικός απασχολείτο και σε εργασίες γενικής καθαριότητας στα διαµερίσµατα και στους κοινόχρηστους χώρους του πλοίου, ανάλογα µε τις εντολές των προϊσταµένων του. Επιμένως με βάση τα προαναφερόμενα κρίνεται ότι ο ενάγων για την εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων του απασχολείτο κατά µέσο όρο επί 12 ώρες ηµερησίως, δηλ. εργαζόταν υπερωριακώς κατά 4 ώρες τις καθηµερινές και Κυριακές και κατά 12 ώρες τα Σάββατα και τις αργίες, όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατ’ορθή εκτίμηση αποδείξεων έκρινε ότι το διάστημα από 20.02.2020 έως 05.03.2020 και 26.05.2020 έως 28.07.2020 και για 11 Σάββατα (ήτοι, τις: 22, 29/2, 30/5, 6,13,20,27/6,4,11,18,25/7) και 2 αργίες (ήτοι, τις 2.3.2020 και 28.5.2020), συνολικά δηλαδή για 13 ηµέρες, επί 12 ώρες ηµερησίως, επί ωροµίσθιο 9,45 ευρώ, ο ενάγων δικαιούται (13 Χ 12 Χ 9,45=) 1.474,2 ευρώ, και μετά την εν μέρει παραδοχή της ένστασης εξόφλησης της δεύτερης εναγομένης που απέδειξε ότι του κατέβαλε (158,14+ 71,88+ 86,26+ 431,29+ 388,16= ) 1.135,73 ευρώ, έκρινε ότι του οφείλεται το ποσό των (1.474,2 – 1.135,73=) 338,47 ευρώ. Επιπλέον έκρινε ορθά ότι κατά το ίδιο διάστηµα από 20.02.2020 έως 05.03.2020 και 26.05.2020 έως 28.07.2020 ο ενάγων εργάστηκε υπερωριακά, 66 καθηµερινές και Κυριακές με αποτέλεσμα να του οφείλεται για 66 ημέρες Χ 4 υπερωρίες Χ 7,88 ωρομίσθιο το ποσό 2.080,32 ευρώ, και μετά από εν μέρει παραδοχή της σχετικής ένστασης εξόφλησης της δεύτερης εναγομένης που ισχυριζόταν ότι κατέβαλε 210,69+ 95,77+114,92+574,61+517,15= 1.513,14 ευρώ ότι του οφείλεται το ποσό των (2.080,32 – 1.513,14=) 567,18 ευρώ.
Περαιτέρω το διάστημα από 14.4.2021 έως την 2.10.2021, και στη συνέχεια από 18.10.2021 έως 8.12.2021, ο ενάγων απασχολήθηκε ως θαλαμηπόλος στο υπό ελληνική σηµαία επιβατηγό- οχηµαταγωγό πλοίου «BG», κυριότητας της πρώτης εναγόµενης, µε αριθµό νηολογίου Πειραιά ……, Κ.Ο.X. 15.150. Αυτός την 2.10.2021, απολύθηκε λόγω ετήσιας επιθεώρησης και επαναυτολογήθηκε στις 18.10.2021 έως 8.12.2021, που αποναυτολογήθηκε στον Πειραιά, επειδή του χορηγήθηκε άδεια ανάπαυσης διάρκειας ενός µήνα, έως την 8.1.2022. Το προαναφερόμενο πλοίο ήταν ενταγµένο σε ακτοπλοϊκή γραµµή και µε αφετηρία το λιµάνι του Πειραιά εκτελούσε τα εξής δροµολόγια: Από 14/04/2021 έως 26/06/2021 ανά δύο ηµέρες το πλοίο ξεκινούσε από τον Πειραιά στις 21.00 και έφτανε στα Χανιά στις 6.00 της εποµένης. Από τα Χανιά αναχωρούσε στις 22.00 µε προορισµό τον Πειραιά, όπου έφτανε στις 6.30 της εποµένης Κ.Ο.Κ. Στις 28/04/2021, 29/04/202] και 04/05/2021 το πλοίο ξεκίνησε από Πειραιά 22.00 αντί για 21.00 φτάνοντας στα Χανιά 6.30 της εποµένης. Στις 10/06/2021 και 16/06/2021 λόγω απεργίας ΠΝΟ το πλοίο ξεκίνησε 23.00 από Πειραιά για Χανιά 7.00 της εποµένης. Από 27/06/2021 έως 05/09/2021 το πλοίο ανά δύο ηµέρες ξεκινούσε από τον Πειραιά στις 22.00 για να φτάσει Χανιά 6.30 της εποµένης. Από τα Χανιά έφευγε 22.00 για Πειραιά όπου κατέπλεε στις 6.30 την εποµένη. Από 01/10/2021 έως 02/10/2021 και από 18/10/2021 έως 08/12/2021 το πλοίο ξεκινούσε 21.00 από Πειραιά και έφτανε Χανιά 5.30 της εποµένης και από Χανιά 22.00 για Πειραιά 6.00 της εποµένης. Επιπλέον, στις 17.7.2021, 18.7.2021, 21.7.2021,22.7.2021, 23.7.2021, 24.7.2021, 25.7.2021, 28.7.2021, 29.7.2021, 30.7.2021, 31.7.2021, 1.8.2021, 4.8.2021, 5.8.2021, 6.8.2021, 7.8.2021, 8.8.2021, 28.8.2021, 29.8.2021, 1.9.2021, 4.9.2021, 10.8.2021, 13.8.2021, 14.8.2021, 15.8.2021, 18.8.2021, 19.8.2021, 20.8.2021, 21.8.2021, 22.8.2021, 25.8.2021 και 26.8.2021 µετά την άφιξη του πλοίου στο λιµάνι των Χανίων την 06.30′ πµ. Σύμφωνα με την ένορκη κατάθεση του συναδέλφου του ……… που επίσης απασχολείτο στο προαναφερόμενο πλοίο από το 2015 έως τις 2.10.2021 και συνεπώς γνωρίζει πολύ καλά τους όρους εργασίας του ενάγοντος το προαναφερόμενο πλοίο είναι από τα πιο μεγάλα επιβατηγά αφού έχει μεταφορική ικανότητα 1.790 επιβατών, διαθέτει περίπου 176 καμπίνες τετράκλινες και δίκλινες, δύο εστιατόρια επιβατών, δύο εσωτερικά μπαρ και ένα εξωτερικό, ρεσεψιόν, αίθουσες με καθίσματα επιβατών, σαλόνια, τραπεζαρίες, καπνιστήρια, καμπίνες αξιωματικών και πληρώματος και επιπλέον αποθήκη ιματισμού και υλικών. Όλοι αυτοί οι χώροι όπως και οι κοινόχρηστοι λειτουργούσαν με εργασία των θαλαμηπόλων. Ειδικότερα ο ενάγων την περίοδο από 14.4.2021 έως και 31.5.2021, αναλάµβανε καθήκοντα καθηµερινά (στις 05.00 πµ περίπου) και απασχολείτο ως αποθηκάριος στην αποθήκη ιµατισµού και αναλωσίµων του πλοίου τουλάχιστον έως τις 12.00 πµ. Συγκέντρωνε και καταµετρούσε τα είδη ιµατισµού (σεντόνια, πετσέτες κλπ) που θα παραδίδονταν σε εξωτερικό συνεργείο για να καθαριστούν και παραλάµβανε και καταµετρούσε τα καθαρά που παραδίδονταν από το ίδιο συνεργείο στο πλοίο. Στη συνέχεια, αναλάµβανε πάλι εργασία στις 18.00 µµ περίπου εργαζόµενος αρχικά στη διαδικασία ελέγχου και τακτοποίησης των καµπίνων που θα δέχονταν επιβάτες και στη συνέχεια στην υποδοχή των επιβατών και αµέσως µετά απασχολείτο στο σελφ – σέρβις εστιατόριο του πλοίου µέχρι τα µεσάνυχτα. Κατά τα χρονικά διαστήµατα από 1.6.2021 έως 2.10.2021, αναλάµβανε καθηµερινά εργασία την 22.00 µµ και απασχολείτο ως σερβιτόρος σε ένα από τα σαλόνια του πλοίου συνεχόµενα έως και την 05.00 πµ της εποµένης και εν συνεχεία εκτελούσε χρέη βοηθού αποθηκάριου. Η απασχόληση του παρέμενε σταθερή και αυτός δεν τέλεσε υπερωρίες μόνο τις έξι μέρες που το πλοίο δεν τέλεσε δρομολόγια δηλαδή το Σάββατο στις 17.4.2021, την αργία της 1.5.2021, την Κυριακή της 2.5.2011, την Τετάρτη στις 10.11.2021, την Πέμπτη στις 11.11.2021 και τη Δευτέρα στις 29.11.2021, κατά εν μέρει παραδοχή του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου εφέσεως της εργοδότριας που αφορά την εργασία του στο προαναφερόμενο πλοίο. Επομένως κατά το μέρος αυτό θα εξαφανιστεί το σχετικό κεφάλαιο θα κρατήσει το παρόν δικαστήριο και θα επαναδικάσει την υπόθεση κατ’άρθρο 535 του ΚΠολΔ, ως προς το κεφάλαιο αυτό, και θα επαναπροσδιορίσει τα ποσά που οφείλονται λόγω υπερωριακής απασχόλησης. Ακολούθως το χρονικό διάστηµα από 18.10.2021 έως και 8.12.2021, αναλάµβανε εργασία καθηµερινά την 22.00 µµ και απασχολείτο ως µπάρµαν σε ένα από τα µπαρ του πλοίου, συνεχόµενα έως και την 05.00 πµ της εποµένης και εν συνεχεία απασχολείτο ένα πεντάωρο περίπου στην προετοιµασία των επιβατών για την αποβίβαση, στις εργασίες αποβίβασης και αµέσως µετά στην γενική καθαριότητα των καµπίνων και των κοινοχρήστων χώρων του πλοίου. Επιπλέον, κατά τη θερινή περίοδο δύο φορές το µήνα και κατά τη χειµερινή περίοδο µία φορά την εβδοµάδα, κατά τη διάρκεια της παραµονής του πλοίου τόσο στον Πειραιά, όσο και στα Χανιά, εκτελούσε βάρδια πυρασφάλειας στις ρεσεψιόν, συνεχίζοντας µετά στις προπεριγραφείσες εργασίες. Αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το πλοίο αυτό είχε πάντα αυξημένη επιβατική κίνηση αφού και το χειμώνα μετέφερε πολλούς εργάτες γης, φαντάρους, φοιτητές και άλλους εργαζόμενους που μετακινούνται με πλοίο, ενώ το χειμώνα μειωνόταν στο μισό η σύνθεση του πλοίου κρίνεται ότι πλην των προαναφερόμενων ημερών που δεν τελέστηκαν δρομολόγια η απασχόληση του υπερέβαινε το 8ωρο και ανερχόταν στις 12 ώρες ημερησίως, όπως ορθά κατά τα λοιπά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Η κρίση αυτή δεν αναιρείται από την κατάθεση του ενόρκως βεβαιώσαντα της δεύτερης εναγομένης εφοπλίστριας Παναγιώτη Κώστα που δεν αναφέρει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά για το ωράριο απασχόλησης του ενάγοντος. Οι αποδοχές του ενάγοντος διέπονταν, όπως προαναφέρθηκε, από την ισχύουσα κατά τα ως άνω ΣΣΝΕ των πληρωµάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019 και ανέρχονταν, σε 2.539,81 ευρώ [µισθός ενεργείας 1.204,77 ευρώ + επίδοµα Κυριακών 265,05 ευρώ + αντίτιµο της σε είδος παρεχόµενης τροφοδοσίας 19,98 ευρώ την ηµέρα ή 599,4 ευρώ το µήνα + επίδοµα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 ευρώ + επίδοµα άδειας µετά τροφοδοσίας 433,95 ευρώ (µισθός ενεργείας + επίδοµα Κυριακών δια 22 Χ 5 ηµέρες + αντίτιµο τροφής 5 ηµερών αδείας)]. Επομένως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι για τα 30 Σάββατα του επίδικου διαστήματος που εργάστηκε υπερωριακώς (ήτοι τις: 24/4, 8,15,22,29/5, 5,12,19,26/6, 3,10,17,24,31/7, 7,14,21,28/8, 4,11,18,25/9, 2,23,30/10, 6,13,20,27/11, και 4/12) και 7 αργίες (ήτοι τις 30/4, 3/5,10/6,15/8,14/9, 28/10, 6/12) και συνολικά επί 37 ηµέρες επί 12 ώρες ηµερησίως επί ωροµίσθιο 10,44 ευρώ, ίσον (37 Χ 12 Χ 10,44 ευρώ=) 4.635,36 ευρώ, επειδή έλαβε σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες αποδείξεις που επικαλείται προς απόδειξη της ενστάσεως εξόφλησης της εφοπλίστριας 3.497,72 ευρώ οφείλεται υπόλοιπο (4.635,36 – 3.497,72=) 1.137,64 ευρώ. Συνακόλουθα ορθά κρίθηκε ότι για τις 181 καθηµερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες ηµερησίως Χ ωροµίσθιο 8,70 ευρώ ίσον (181 Χ 4 Χ 8,70 =) 6.298,80 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 1085.24 ευρώ πρέπει να λάβει υπόλοιπο (6.298,80 – 1085,24=) 5.213,56 ευρώ. Συνακόλουθα κατά εν μέρει παραδοχή του συναφούς σκέλους του τετάρτου λόγου εφέσεως της εργοδότριας που αφορά τον εσφαλμένο υπολογισμό των επιδομάτων εορτών του επίδικου διαστήματος λόγω μεγαλύτερου μέσου όρου υπερωριακής αμοιβής αυτά τα επαναπροσδιοριστούν αφού θα εξαφανιστεί το σχετικό κεφάλαιο της εκκαλουμένης θα κρατήσει το παρόν δικαστήριο και θα επαναδικάσει την υπόθεση κατ’άρθρο 535 του ΚΠολΔ, ως προς το κεφάλαιο αυτό. Επομένως ο ενάγων δικαιούται για αναλογία δώρου Πάσχα 2021, για την άνω περίοδο από 14.4.2021 έως και 30.4.2021, δεδοµένου ότι εργάστηκε για 17 ηµέρες, ποσό [µισθό ενεργείας 1.204,77 ευρώ + επίδοµα Κυριακών 265.05 ευρώ + αντίτιµο της σε είδος παρεχόµενης τροφοδοσίας 19,98 ευρώ την ηµέρα ή 599,4 ευρώ το µήνα + επίδοµα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 ευρώ + επίδοµα άδειας µετά τροφοδοσίας 433,95 ευρώ (µισθός ενεργείας + επίδοµα Κυριακών δια 22 Χ 5 ηµέρες + αντίτιµο τροφής 5 ηµερών αδείας)=] 2.539,81 ευρώ + κατά µέσο όρο µηνιαία υπερωριακή αµοιβή (4.635,36 + 6.298,80 διά 224ηµ. ίσον 48,81, επί 30 ηµ.) 1.464,40 ευρώ= σύνολο 4.004,21 ευρώ : 2 : 15 Χ (17 ηµέρες αναφοράς /8 =) 2,13 οκταήµερα = 284,30 ευρώ και μετά από την ένσταση εξόφλησης και την καταβολή ύψους 151,34 ευρώ που απέδειξε η εναγομένη, ότι του οφείλεται υπόλοιπο (284,30 – 151,34=) 132,96 ευρώ. Ακολούθως για αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2021 και συγκεκριµένα για το διάστηµα της υπηρεσίας του από 1.5.2021 έως και 2.10.2021 και από 18.10.2021 έως 8.12.2021, ήτοι για περίοδο 207 ηµερών, δικαιούται να λάβει [4.004,21 ευρώ µηνιαίο µισθό Χ 2/25 Χ (207 ηµέρες αναφοράς/19 =) 10,89 δεκαεννεαήµερα=] 3.488,47 ευρώ και επειδή έλαβε από την εναγοµένη 1803,28 ευρώ του οφείλεται υπόλοιπο (3.488,47 – 1803,28=) 1.685,19 ευρώ. Ακολούθως θα πρέπει να απορριφθούν οι δεύτερος και έκτος από τους λόγους εφέσεως του ναυτικού περί εσφαλμένου υπολογισμού των επιδομάτων εορτών του σχετικού διαστήματος καθώς η πλημμέλεια που αποδίδεται είναι ότι υπολογίστηκε εσφαλμένος μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής λόγω του αριθμού των υπερωριών που αναγνωρίστηκε ότι πραγματοποίησε το επίδικο διάστημα ο ναυτικός. Επιπλέον κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος ο ένατος λόγος έφεσης του ναυτικού περί εσφαλμένης κρίσης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ως προς την τοκοφορία του τελευταίου επιδόματος εορτών Χριστουγέννων, με το επιχείρημα ότι κατά την απόλυση του ο ναυτικός δικαιούται και την καταβολή της αναλογίας του επιδόματος εορτών. Τούτο δε διότι το επίδομα δώρου εορτών Χριστουγέννων του έτους 2021 και είναι τοκοφόρο από 1.1.2022 (περί του ότι για την πληρωμή του επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων ως δήλη ημέρα καταβολής ορίζεται από το νόμο η 31η Δεκεμβρίου του έτους για το οποίο οφείλεται και, συνεπώς, η τοκοφορία του δεν άρχεται σε προγενέστερο χρονικό σημείο βλ. ΜονΕφΠειρ. 244/2024 ΜονΕφΠειρ 48/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 265/2020, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου τούτου στο διαδίκτυο, όπου και περαιτέρω παραπομπές), και η επικαλούμενη από το ναυτικό διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 της σχετικής σσνε εφαρμόζεται, όπως ήδη προαναφέρθηκε, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981) και δεν είναι ειδικότερη ως προς τη δήλη μέρα καταβολής του επιδόματος εορτών κρίση η οποία προκύπτει από την τελολογική ερμηνεία της διάταξης.
Κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955, η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως, ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης, είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων, συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Αντιθέτως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές στην περίπτωση, αλλά μόνον σ’ αυτήν, κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ο.π., ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι, σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010, ΕφΑΔ 2010/1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58/729, ΑΠ 142/2003, Δνη 44/1305, ΑΠ 737/2001, Δνη 43/723, ΑΠ 1700/1998, ΕΝαυτΔ 1999/465, ΕφΠειρ. 670/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895). Με τον τρίτο λόγο εφέσεως η δεύτερη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα εργοδότρια παραπονείται διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν δέχθηκε τον ισχυρισμό της περί συμψηφισμού εκτάκτων αμοιβών που λάμβανε ο εργαζόμενος και οι οποίες ανέρχονταν για το έτος 2020 στο ποσό των 1.389,11 ευρώ και για το έτος 2021 στο ποσό των 1298,55 ευρώ με τις αγωγικές του αξιώσεις οι οποίες τελικά κρίθηκαν βάσιμες, ισχυριζόμενη ότι ο συμψηφισμός αυτός προβλέπεται από τους 1 και 4 συμπληρωματικούς όρους. Όμως από τις προσκομιζόμενες ως σχετικά 4,5,6,7,8 και 9 πανομοιότυπες ατομικές συμβάσεις εργασίας του ναυτικού αποδεικνύεται ότι στους συμπληρωματικούς όρους αναφέρονται τα εξής: 1) κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. 4) Σε περίπτωση που για οποιαδήποτε αιτία πιστωθούν στο λογαριασμό μισθοδοσίας του Ναυτικού ποσά που δεν δικαιούται αυτός, είτε γιατί δεν προβλέπονται από την παρούσα σύμβαση εργασίας, είτε γιατί δεν πραγματοποιήθηκε η εργασία του, είτε γιατί δεν δικαιολογείται το πιστωθέν ποσό από την όλη εργασιακή σχέση, η Εταιρία ή ο Πλοίαρχος δικαιούται να καταλογίσει τα αχρεωστήτως πιστωθέντα ποσά στον επόμενο λογαριασμό μισθοδοσίας. Σύμφωνα προς όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, επιτρέπει συμψηφισμό, μόνο ως προς το σταθερό ποσό που καταβαλλόταν για υπερωρίες. Αναφορικά με τις εισπράξεις από το μπαρ (πέραν του ότι αυτές αφορούσαν επιστασία ξενοδοχειακού εξοπλισμού άσχετη προς την παροχή ναυτικής εργασίας) αυτές δεν επιτρέπεται να συμψηφιστούν με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω ως προς το δεύτερο ποσό οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκρινε ότι για το συμψηφισμό αυτών των “έκτακτων αμοιβών” απαιτείται ορισμένη και ειδική συμφωνία καταλογισμού που εν προκειμένω δεν υφίστατο, ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο σχετικό τρίτο λόγο εφέσεως της εργοδότριας, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 16 των ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει την υπηρεσία των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά το μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν. Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο, δηλαδή το 1/22 του μισθού ενεργείας. Για την παρεχόμενη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή. Από τη γραμματική ερμηνεία του νόμου προκύπτει ότι προϋπόθεση για τη χορήγηση της άδειας διανυκτέρευσης είναι να διήρκεσε ένα μήνα η σύμβαση ναυτικής εργασίας, όπως ορθά δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκρινε ότι για το διάστημα από 01.01.2020 έως 19.02.2020, 29.07.2020 έως 11.08.2020 και 27.08.2020 έως 11.09.2020), ο ενάγων δικαιούτο να λαµβάνει άδειες διανυκτέρευσης, 2 φορές το µήνα τους µήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο, που δεν αποδεικνύονταν από το ημερολόγιο του πλοίου και ότι του οφείλεται, ως αποζηµίωση για την αιτία αυτή, το ποσό που αναλογεί σε (2 Χ 2=) 4 διανυκτερεύσεις, ήτοι το ποσό των [(µισθός ενεργείας 1204,77 ευρώ Χ 1/22) Χ 4 διανυκτερεύσεις =] 219,04 ευρώ, και ότι επειδή έλαβε 139,1 ευρώ του οφείλεται υπόλοιπο (219,04 – 139,1 =) 79,94 ευρώ. Επιπλέον ορθά έκρινε ότι για το διάστημα ναυτολόγησης του το διάστημα από 14.4.2021 έως την 2.10.2021 και 18.10.2021 έως 8.12.2021), ο ενάγων δικαιούτο να λαµβάνει άδειες διανυκτέρευσης, 2 φορές το µήνα τους µήνες Μάιο, Ιούνιο και Νοέµβριο του έτους 2021 και από µία φορά τους µήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέµβριο του έτους 2021, και ότι για 9 διανυκτερεύσεις του οφείλεται το ποσό των 1.204,77:22χ9 = 492,86 ευρώ και ότι με την καταβολή του ποσού των 576,91 ευρώ έχει εξοφληθεί για την παραπάνω αιτία, ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στον όγδοο λόγο έφεσης του ναυτικού είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, ενώ αλυσιτελώς η εργοδότρια αλυσιτελώς παραπονείται για την αιτιολογία του σχετικού κεφαλαίου αναφέροντας ότι καταβλήθηκε για την παραπάνω αιτία το ποσό των 579,91 ευρώ και όχι το ποσό των 576,91 ευρώ που δέχθηκε η εκκαλουμένη.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 της ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, που υπογράφηκε στις 8.7.2019, κυρώθηκε στις 24.7.2019 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 3170/ 2019) στις 12.8.2019, υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προβλέπεται ότι, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται, από την αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΝ και από τους πλοιοκτήτες, η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης, καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ` εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου τέτοια δρομολόγια (Express) για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η κατά την παρ. 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. Όμως, σύμφωνα με τη παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ειδικά προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, του, κατά την προαναφερθείσα παρ. 2 προσδιορισμού. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή η μετάβαση στο λιμάνι ή τους λιμένας προορισμού και η επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7α). Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7β). Για την εφαρμογή της παραπάνω § 7 στο σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου συμπεριλαμβάνεται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το ναυτικό εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνυπολογίζονται, επομένως, ο μισθός ενέργειας, τα επιδόματα Κυριακών και βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, ο μέσος όρος της αμοιβής που καταβάλλεται τακτικά για επαναλαμβανόμενη υπερωριακή εργασία (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), το επίδομα αδείας (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΜονΕφΠειρ. 51/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και ο μέσος όρος των πρόσθετων αμοιβών που εισπράττει ο ναυτικός από τον εργοδότη του, αν αυτές του καταβάλλονται σταθερά και αδιαλείπτως κάθε μήνα (ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π.). Στις μηνιαίες αποδοχές επί των οποίων υπολογίζεται η εν λόγω πρόσθετη αμοιβή, περιλαμβάνονται και τα εορταστικά επιδόματα (δώρα), έστω κι αν κατά το άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΝΕ καταβάλλονται «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα», εφόσον αυτά καταβάλλονται τακτικώς κάθε μήνα (ΕφΠειρ 235/2024 σε Ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, όμοια ΕΠ 328/2023 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο 1977, σελ. 148). Κατά εν μέρει παραδοχή του σχετικού εβδόμου λόγου εφέσεως της εργοδότριας με τον οποίο πλήττεται το σχετικό κεφάλαιο ως προς το ύψος του μέσου όρου υπερωριακής αμοιβής και του μέσου όρου επιδομάτων εορτών του επίδικου διαστήματος θα εξαφανιστεί το σχετικό κεφάλαιο θα κρατήσει το παρόν δικαστήριο και θα επαναδικάσει την υπόθεση κατ’άρθρο 535 του ΚΠολΔ, ως προς το κεφάλαιο αυτό, και θα επαναπροσδιοριστεί η αμοιβή που οφείλεται στο ναυτικό για τα δρομολόγια εξπρές. Αντίθετα ο λόγος εφέσεως του ναυτικού με τον οποίο αυτός ζητεί συνυπολογισμό μέσης υπερωριακής αμοιβής κατά τα προεκτιθέμενα 14 ωρών και αντίστοιχο μέσο όρο επιδομάτων εορτών κρίνεται απορριπτέος. Ο αριθμός των δρομολογίων εξπρές δεν πλήττεται από τα διάδικα μέρη. Επομένως για 9,19 δρομολόγια διάρκειας άνω των 12 ωρών, ότι η αμοιβή που οφειλόταν ανερχόταν στο ποσό των [μισθό ενεργείας 1.204,77 ευρώ + επίδομα Κυριακών 265,05 ευρώ + αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας 19,98 ευρώ την ημέρα ή 599,4 ευρώ το μήνα + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 ευρώ + επίδομα άδειας μετά τροφοδοσίας 433,95 ευρώ (μισθός ενεργείας + επίδομα Κυριακών δια 22 Χ 5 ημέρες + αντίτιμο τροφής 5 ημερών αδείας)=] 2.539,81 ευρώ + κατά μέσο όρο μηνιαία υπερωριακή αμοιβή 1.464,40 ευρώ + μηνιαία αναλογία δώρων εορτών [(284,30 + 3.488,47=) 3.772,77 διά 12=] 314,40 ευρώ και συνολικά 4.318,61 ευρώ οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές του Χ 1/30 για κάθε δρομολόγιο εξπρές Χ 9,19 δρομολόγια =) 1.322,93 ευρώ, και ότι επειδή είχε λάβει 630,7 ευρώ, του οφειλόταν υπόλοιπο (1.322,93 – 630,7=) 692,23 ευρώ.
Περαιτέρω ειδικώς, επί επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων οι ΣΣΝΕ, που συνάπτονται για να καθορίσουν τους όρους εργασίας και αμοιβής των πληρωμάτων τους, περιλαμβάνουν παγίως, από το έτος 1993 τουλάχιστον, διάταξη (άρθρο 27), η οποία επαναλήφθηκε και ΣΣΝΕ 2019, ορίζουσα ότι: «Σε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιονδήποτε λόγο, πέραν των εξήκοντα [60] ημερών, καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο [22] ημερών». Ο όρος «διακοπή των πλόων», του οποίου γίνεται χρήση στη διάταξη αυτή, έχει την ίδια έννοια με τον όρο «διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων» του άρθρου 174 ΚΔΝΔ και σημαίνει την προσωρινή παύση των δρομολογίων που έχουν εγκριθεί για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο λόγος της διακοπής τους που προβλέπεται στο άρθρο 173 ΚΔΝΔ, θα μπορούσαν να συνεχιστούν μέχρι του πέρατος ισχύος της εγκριτικής τους πράξης (ΜονΕφΠειρ. 138/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 329/2003, ΔΕΕ 2004/82). Η ίδια διάταξη της ανωτέρω ΣΣΝΕ κρίθηκε νομολογιακά ευμενέστερη τόσο για τους ναυτικούς, που δικαιούνται αποζημιώσεως αν δεν επαναπροσληφθούν σε πλοίο που συνεχίζει τους πλόες του μετά τη διακοπή τους, ανεξαρτήτως αν η αιτία της διακοπής αυτής περιλαμβάνεται η όχι στην περιοριστική απαρίθμηση του άρθρου 173 ΚΔΝΔ, όσο και για τους εργοδότες, αφού παρατείνει το χρόνο υποχρεωτικής (και άνευ δικαιώματος αποζημιώσεως) αναμονής των ναυτικών για την επαναπρόσληψή τους στις εξήντα [60] ημέρες, λαμβάνοντας υπόψη την ισόχρονη ανοχή του νόμου για τη διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων στην, συνηθέστερη στην πράξη, περίπτωση της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του, που, όπως εκτέθηκε, συνιστά παροπλισμό του κατά την έννοια του άρθρου 77 ΚΙΝΔ [ΜΕΠ 464/2021 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ]. Εν τούτοις, όπως ορίζεται και στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4948/2022, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 173 του ΚΔΝΔ (ΝΔ 187/1973), καταργήθηκε σιωπηρά με τις διατάξεις του άρθρου δεύτερου παρ.4 και άρθρου έκτου παρ.1 έως και 5 του Ν. 2932/2001, καθώς επίσης καταργήθηκε και η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 174 του ΚΔΝΔ (ΝΔ 187/1973) με τις διατάξεις του άρθρου τετάρτου α παρ.6 και άρθρου έκτου παρ.6 έως 8 του Ν. 2932/2001, διατάξεις (άρθρα πρώτο έως ένατο, ενδέκατο και εικοστό όγδοο παρ.1 του Ν. 2932/2001), οι οποίες ήδη καταργήθηκαν με το άρθρο 48 περ.γ του Ν. 4948/2022. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις του άρθρου Τρίτου του ν. 2932/2001 υπό τον τίτλο «Τακτική δρομολόγηση – Προϋποθέσεις», προβλέφθηκε ότι «1. Η δρομολόγηση επιβατηγού και οχηματαγωγού, επιβατηγού ή φορτηγού πλοίου γίνεται για περίοδο ενός έτους, που αρχίζει την 1η Νοεμβρίου (τακτική δρομολόγηση).». Κατά τις διατάξεις του άρθρου έκτου του ιδίου Νόμου, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 Ν. 4676/2020 (ΦΕΚ A 67/19.3.2020) υπό τον τίτλο «Εκτέλεση και διακοπή δρομολογίων» «1. Η εκτέλεση των δρομολογίων που ανακοινώνονται είναι υποχρεωτική. 2. Ο πλοιοκτήτης ή περισσότεροι πλοιοκτήτες από κοινού δεν μπορούν να μεταβάλουν μονομερώς τα δρομολόγια, ούτε τον προγραμματισμένο χρόνο διακοπής τους. Η μεταβολή των δρομολογίων, συμπεριλαμβανομένης της δρομολογιακής γραμμής και του προγραμματισμένου χρόνου διακοπής τους, επιτρέπεται αν υποβάλλουν σχετικό αίτημα και κριθεί, με απόφαση του Υπουργού, ύστερα από γνώμη του Σ.Α.Σ., ότι δεν διαταράσσεται η εξυπηρέτηση της γραμμής, ούτε δημιουργούνται διακρίσεις σε βάρος άλλων πλοιοκτητών, με την αποδοχή του αιτήματος. Για τη διατύπωση της γνώμης προς το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, το Σ.Α.Σ. δεσμεύεται από τις αρχές που προβλέπονται στον Κανονισμό Αρχών και Λειτουργίας του Σ.Α.Σ. … 3. Διακοπή εκτέλεσης των δρομολογίων επιτρέπεται: α) Για χρονικό διάστημα μέχρι 60 ημέρες εντός του οποίου διενεργείται υποχρεωτικά, εφόσον απαιτείται, και η ετήσια επιθεώρηση του πλοίου. Το χρονικό αυτό διάστημα δύναται: i) Να αυξηθεί με απόφαση των αρμόδιων αρχών για λόγους ανωτέρας βίας, όπως γενική ή μερική απεργία, εμπορικός αποκλεισμός εισαγωγής ή μεταφοράς αναγκαίων υλικών, φυσικές καταστροφές, που επηρεάζουν άμεσα την πρόοδο και την αποπεράτωση των εργασιών του πλοίου, για ίσο χρονικό διάστημα διάρκειας των λόγων αυτών, ύστερα από αίτημα του πλοιοκτήτη από το οποίο προκύπτει επαρκώς και τεκμηριωμένα η επέλευση και η διάρκεια των λόγων ανωτέρας βίας. ιι) Να κατανεμηθεί ανεξαρτήτως του συνολικού αριθμού ημερών ανά πλοίο ως ακολούθως: … β) Για αποκατάσταση ζημίας ή βλάβης και για χρονικό διάστημα που κρίνεται αναγκαίο γι` αυτήν. γ) Για εκτέλεση μετασκευών ή διαρρυθμίσεων ή αντικατάσταση των κύριων μηχανών πρόωσης ή εργασιών ευρείας έκτασης συντήρησης του πλοίου. Οι εργασίες αυτές πρέπει να εκτελούνται μόνο κατά τη διάρκεια της προγραμματισμένης ακινησίας για ετήσια επιθεώρηση και κατά παράταση αυτής για τριάντα (30) ακόμα ημέρες, αν κρίνεται αναγκαία η συνέχιση τους και εφόσον οι συγκοινωνιακές ανάγκες της γραμμής το επιτρέπουν. Το χρονικό αυτό διάστημα μπορεί να αυξηθεί με απόφαση των αρμόδιων αρχών για λόγους ανωτέρας βίας, όπως γενική ή μερική απεργία, εμπορικός αποκλεισμός εισαγωγής ή μεταφοράς αναγκαίων υλικών, φυσικές καταστροφές, που επηρεάζουν άμεσα την πρόοδο και την αποπεράτωση των εργασιών του πλοίου, για ίσο χρονικό διάστημα διάρκειας των λόγων αυτών, ύστερα από αίτημα του πλοιοκτήτη από το οποίο προκύπτει επαρκώς και τεκμηριωμένα η επέλευση και η διάρκεια των λόγων ανωτέρας βίας. δ) Λόγω εξαιρετικής ανάγκης ή ανωτέρας βίας ή άλλης σοβαρής αιτίας, όπως δυσμενών καιρικών συνθηκών ή έκτακτης επιθεώρησης. Αμέσως μετά την άρση του γεγονότος το πλοίο εκτελεί τα δρομολόγια του κατά τον ενδεδειγμένο σύμφωνα με τις περιστάσεις τρόπο. 4. Για την ακινησία του πλοίου στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου, απαιτείται εγγραφή στο ημερολόγιο του πλοίου και θεώρηση αυτής από τη λιμενική αρχή. Για τις περιπτώσεις β` και γ` απαιτείται και αίτηση του πλοιοκτήτη, καθώς και έγκριση του Υπουργείου, η οποία δίνεται ύστερα από γνωμάτευση του Κλάδου Ελέγχου Εμπορικών Πλοίων ότι συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν την ακινησία. 5. Με απόφαση του Υπουργού, ύστερα από αίτηση του πλοιοκτήτη και γνώμη του Σ.Α.Σ., μπορεί να ορίζεται ειδικότερα η διακοπή εκτέλεσης δρομολογίων: α) μέχρι σαράντα πέντε συνεχόμενες ημέρες, εφόσον οι συγκοινωνιακές ανάγκες της γραμμής καλύπτονται από τα ήδη δρομολογημένα πλοία, β) σε γραμμή ή γραμμές μικρών αποστάσεων με εποχιακή μόνο κίνηση. Το αίτημα διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων της περίπτωσης α` της παραγράφου αυτής και μέχρι τη σύγκληση του Σ.Α.Σ. μπορεί να γίνεται αποδεκτό από υφιστάμενα όργανα, εξουσιοδοτημένα με απόφαση του Υπουργού. 6. Ο πλοιοκτήτης υποχρεούται να έχει το πλοίο στελεχωμένο, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις περί οργανικής σύνθεσης πληρώματος κατά το χρόνο δραστηριοποίησης του, εκτός από το χρονικό διάστημα διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων της παραγράφου 5, των περιπτώσεων α` και γ` της παραγράφου 3 και της περίπτωσης β` της παραγράφου 3 μετά την πάροδο τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ημερών και εφόσον διαρκεί η βλάβη ή η ζημία. 7. Εάν ο πλοιοκτήτης παραβεί τις πιο πάνω υποχρεώσεις, ανεξάρτητα από την επιβολή άλλων κυρώσεων, επιβάλλεται κάθε μήνα στον πλοιοκτήτη, με απόφαση της Λιμενικής Αρχής του αφετήριου λιμένα δρομολογίων του πλοίου, πρόστιμο ίσο προς τη μισθοδοσία, που θα καταβαλλόταν με βάση την οικεία Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας, στους ελλείποντες από την οργανική σύνθεση πληρώματος ναυτικούς, προσαυξημένο κατά είκοσι τοις εκατό (20%). Από το ποσό του προστίμου ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%) αποδίδεται στο Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (Ν.Α.Τ.) υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθένειας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.). 8. Οι ναυτικοί που απολύονται λόγω διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων δεν δικαιούνται την προβλεπόμενη από τις κείμενες διατάξεις αποζημίωση, αν ναυτολογηθούν στο πλοίο αμέσως μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων ή αν δεν αποδεχθούν την επαναυτολόγησή τους με τους ίδιους, όπως πριν την απόλυση τους, όρους.». Με την αμέσως ανωτέρω διάταξη επομένως, σε περίπτωση διακοπής των πλόων δρομολογημένου πλοίου, όπως εν προκειμένω, για χρονικό διάστημα μέχρι 60 ημέρες εντός του οποίου διενεργείται υποχρεωτικά, εφόσον απαιτείται, και η ετήσια επιθεώρηση του πλοίου, ο εργοδότης (πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής) ενέχεται σε αποζημίωση του απολυόμενου, μόνον εφόσον δεν τον επαναπροσλάβει αμέσως μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος των εν λόγω εξήντα [60] ημερών από την απόλυσή του συνεπεία της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του. Για τον υπολογισμό εξάλλου της εν λόγω αποζημιώσεως απολύσεως, σε συνάφεια με τα ισχύοντα και υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, η αποζημίωση μη πραγματοποιηθείσας αδείας, τα επιδόματα εορτών, ως και κάθε άλλη παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικώς, καθ’ έκαστο μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς, καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΕφΠειρ 214/2024 δημοσιευμένη σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς ΕφΠειρ 283/2009 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι, την 11.9.2020, ο ενάγων απολύθηκε λόγω (προσωρινής) διακοπής των εγκεκριμένων δρομολογίων του ενδίκου πλοίου και δη εξαιτίας ετήσιας επιθεώρησης αυτού. Στην επίδικη έννομη σχέση λόγω του είδους των δρομολογίων που εκτελούσε το πλοίο και επομένως της εφαρμοστέας ΣΣΝΕ τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 27 της ανωτέρω ΣΣΝΕ επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων 2019, κατά την οποία: «Σε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιονδήποτε λόγο, πέραν των εξήκοντα [60] ημερών, καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο [22] ημερών». Ο όρος «διακοπή των πλόων», του οποίου γίνεται χρήση στη διάταξη αυτή, έχει την ίδια έννοια με τον όρο «διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων» του άρθρου παλαιού άρθρου 174 ΚΔΝΔ, καθώς επίσης και του άρθρου έκτου του Ν. 2932/2001, που ίσχυε κατά την ένδικη περίοδο και σημαίνει την προσωρινή παύση των δρομολογίων που έχουν εγκριθεί για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο λόγος της διακοπής τους που προβλέπονταν στο άρθρο 173 ΚΔΝΔ και ακολούθως στο άρθρο έκτο του Ν. 2932/2001, θα μπορούσαν να συνεχιστούν μέχρι του πέρατος ισχύος της εγκριτικής τους πράξης (ΜονΕφΠειρ. 138/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 329/2003, ΔΕΕ 2004/82). Η εν λόγω διάταξη, ως ευμενέστερη για τον εργαζόμενο ενάγοντα. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, ο ενάγων δεν επαναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο ή σε έτερο πλοίο της εναγομένης, εντός εξήντα ημερών. Δεν αποδείχθηκε ότι το διάστημα που μεσολάβησε η εφοπλίστρια υπέβαλε πρόταση στον εργαζόμενο να ναυτολογηθεί σε άλλο πλοίο και μόνο το γεγονός ότι αυτός κατά το παρελθόν την 6.12.2012 που απολύθηκε λόγω ετήσιας επιθεώρησης και επέστρεψε στις 25.2.2013, ενώ την 31.1.2019 που κατά τον ισχυρισμό της εργοδότριας απολύθηκε και πάλι λόγω ετήσια επιθεώρησης και επέστρεψε 2.4.2019 δεν αρκεί για να καταστήσει αντίθετο στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη το αγωγικό αίτημα περί καταβολής αποζημίωσης λόγω της μη επαναπρόσληψης εντός των 60 ημερών, καθώς ο σκοπός του νομοθέτη, με τη θέσπιση της ανωτέρω διάταξης του άρθρου έκτου του Ν. 2932/2001 (πρώην άρθρο 174 παρ.3 ΚΔΝΔ) και της διατάξεως του άρθρου 27 της ανωτέρω ΣΣΝΕ επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων 2019, δεν καλύφθηκε αφού ο ναυτικός δεν κλήθηκε να ναυτολογηθεί εντός των 60 ημερών σε άλλο πλοίο πλοιοκτησίας ή εφοπλισμού της εναγομένης, δεδομένου ότι αυτός δεν εργάζεται αποκλειστικά μόνο σε ένα από τα πλοία της αλλά ενίοτε στο BSI το οποίο μπορεί να εκτελεί μεσογειακούς ή ακτοπλοϊκούς πλόες, ή στο BG. Κρίνοντας ομοίως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ και συνεπώς τα όσα περί του αντιθέτου αναγράφονται στον 6ο λόγο εφέσεως της εργοδότριας είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Το παράπονο του ναυτικού ότι δεν εκτιμήθηκε σωστά ο μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής και ο μέσος όρος επιδομάτων εορτών είναι απορριπτέο ως αβάσιμο διότι, όπως ήδη προαναφέρθηκε, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι με βάση τον τελευταίο μισθό πριν την απόλυση του έπρεπε να λάβει [µισθό ενεργείας 1.204,77 ευρώ + επίδοµα Κυριακών 265,05 ευρώ + αντίτιµο της σε είδος παρεχόµενης τροφοδοσίας 19,98 ευρώ την ηµέρα ή 599,4 ευρώ το µήνα + επίδοµα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 ευρώ + επίδοµα άδειας µετά τροφοδοσίας 433,95 ευρώ (µισθός ενεργείας + επίδοµα Κυριακών δια 22 Χ 5 ηµέρες + αντίτιµο τροφής 5 ηµερών αδείας)=] 2.539,81 ευρώ + κατά µέσο όρο µηνιαία υπερωριακή αµοιβή 1.425 ευρώ + µηνιαία αναλογία δώρων εορτών 110,59 ευρώ [(826 + 501,15) διά 12]= 4.075,4 ευρώ οι µηνιαίες τακτικές αποδοχές του διά 30 επί 22, ήτοι το ποσό των 2.988,62 ευρώ. Δηλαδή ορθά συνυπολόγισε τόσο το μέσο όρο υπερωριακής αμοιβής όσο και το μέσο όρο επιδομάτων εορτών του συγκεκριμένου διαστήματος.
Σύμφωνα με το άρθρο 341 του ΑΚ περί δήλης ημέρας “Αν για την εκπλήρωση της παροχής συμφωνηθεί ορισμένη ημέρα, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής.”. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 346 του ΑΚ όπως αντικαταστάθηκε από 2 Απριλίου 2012, των άρθρων 2 και 113 Ν.4055/2012, ΦΕΚ Α 51/12.3.2012, λαμβανομένων υπόψη και των διατάξεων του άρθρου 83 παρ.14 Ν.4790/2021,ΦΕΚ Α 48/31.3.2021 κατά το οποίο “14. Για το χρονικό διάστημα από τις 7.11.2020 έως και την ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας δεν τρέχουν τόκοι επιδικίας.”, και του άρθρου 74 παρ.15 Ν.4690/2020,ΦΕΚ Α 104/30.5.2020 με το οποίο ορίστηκε ότι για το χρονικό διάστημα της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων (13.3.2020 -31.5.2020) δεν τρέχουν τόκοι επιδικίας, περί τόκου επιδικίας : «Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και εάν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ` εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ` εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης.». Με τον τελευταίο λόγο εφέσεως ο εργαζόμενος ναυτικός παραπονείται διότι αναιτιολόγητα η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε εσφαλμένα το αποδεικτικό υλικό και έκανε δεκτό ισχυρισμό της πλοιοκτήτριας περί εύλογης αντιδικίας, επιδικάζοντας μόνο τόκους υπερημερίας και όχι επιδικίας. Ο λόγος αυτός όμως κρίνεται απορριπτέος διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, το παρόν δικαστήριο κρίνει ότι ευλόγως αντιδίκησε η δεύτερη εναγομένη εργοδότρια διότι η συγκεκριμένη περίπτωση πράγματι εμπίπτει σε αυτές τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί και επομένως κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε τις προαναφερόμενες διατάξεις και εκτίμησε τις αποδείξεις ως προς το κεφάλαιο αυτό, και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος εφέσεως του ναυτικού περί του αντιθέτου. Επομένως η παρισταμένη δεύτερη εναγομένη θα καταβάλει τα οφειλόμενα ποσά με τον τόκο υπερημερίας και η απολιπομένη πρώτη εναγομένη με τον τόκο επιδικίας όπως κρίθηκε και πρωτοδίκως
Ακολούθως των ανωτέρω και εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η με αριθμό ……./2024 (………./2024) έφεση και κατά παραδοχή κατά μέρους των δευτέρου, τετάρτου και εβδόμου εκ των λόγων της με αριθμό ……./2023 (………../2023) εφέσεως να εξαφανιστεί στο σύνολο της για το ενιαίο της εκτέλεσης η εκκαλουμένη απόφαση (ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48,1507, Σ.Σαμουήλ «Η έφεση» έκδ. Ε΄σελ. 430-431 παρ. 1143) αφού εφόσον όταν εξαφανίζεται ολικά ή εν μέρει η εκκαλούμενη απόφαση, εξαφανίζεται και το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, ολικά και στις δύο περιπτώσεις, στην μεν πρώτη ως αναγκαίο επακόλουθο της εξαφανίσεως της αποφάσεως, στη δε δεύτερη εν όψει της αναγκαιότητος ενιαίου καθορισμού των δικαστικών εξόδων ως προς όλα τα κεφάλαια της αποφάσεως (ΑΠ 192/1998 ΕλΔ 39.825), και το παρόν δικαστήριο να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει στην ουσία της (άρθρο 535 παρ.1 του ΚΠολΔ) τη με αριθμό …………./2021 αγωγή εφόσον αρμοδίως (άρθρα 16, 25 παρ. 2, 33 Κ.Πολ.Δ., 51 Ν. 2172/1993) και παραδεκτώς εισήχθη στο Δικαστήριο, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, και έχει νόμιμο έρεισμα σε όλες τις προαναφερόμενες διατάξεις και επιπλέον σε εκείνες των άρθρων 361, 648 επ. 340, 341 εδ. α’, 345 εδ. α’, 346 ΑΚ. Η αγωγή θα πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη και αναφορικά με την πρώτη ναυτολόγηση του ενάγοντος (στο πλοίο BS1), να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη, ως πλοιοκτήτρια του ανωτέρω πλοίου, να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των (351,74+ 1764,7(υπερωρίες)+ 397,69+ 221,99 (επιδόματα εορτών)+ 79,94 (υπόλοιπο διανυκτερεύσεων)+ 2988,62 (αποζημίωση) +338,47+ 567,18 (υπερωρίες)=) 6.710,33 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του, ήτοι της 11.09.2020, πλην του δώρου Χριστουγέννων (ποσού 221,99 ευρώ), το οποίο οφείλεται νομιμότοκα από την 01.01.2021 (2) αναφορικά δε με τη δεύτερη ναυτολόγησή του (στο πλοίο BG), να υποχρεωθούν αμφότερες οι εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, η μεν πρώτη ως κυρία του πλοίου, μόνον δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, η δε δεύτερη ως ασκούσα τον εφοπλισμό και την οικονομική εκμετάλλευση αυτού (κατά το επίδικο διάστημα), όπως αναφέρθηκε και στην αρχή της παρούσας, να του καταβάλουν το ποσό των 1.137,64 + 5.213,56 (υπερωρίες) + 132,96 + 1.685,19 (εποδόματα εορτών)+ 692,23 (εξπρές) = 8.861,58 ευρώ εντόκως από την επομένη της απόλυσης του την 8.12.2021 πλην του επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων (1.685,19) ευρώ το οποίο οφείλεται εντόκως από την 1.1.2022. Λόγω της ερημοδικίας της πρώτης εφεσίβητης θα οριστεί το προκαταβληθέν παράβολο για την περίπτωση της ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της ερημοδικαζομένης ως προς τη με αριθμό ………../2024 έφεση πρώτη εφεσίβλητη. Μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας βαρύνουν, μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος, εις ολόκληρον αμφότερες τις εναγόμενες λόγω της εν μέρει ήττας τους κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 178 παρ. 1, 191 παρ. 2 και 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει με δικονομικά απούσα την πρώτη εφεσίβλητη της με αριθμό ……./2024 εφέσεως και με τη δικονομική παρουσία των λοιπών διαδίκων τις από 26.6.2023 και 12.4.2024 και με αριθμούς κατάθεσης ………/2023 και ………/2024 και προσδιορισμού ……./2023 και ……../2024 εφέσεις κατά της οριστικής με αριθμό 2503/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών επί της από 29.12.2021 με αριθμό κατάθεσης ………./2021 αγωγής, από αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2021 αγωγής
Ορίζει το παράβολο για την περίπτωση της ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας εναντίον της παρούσης στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ
Δέχεται τυπικά τις εφέσεις
Απορρίπτει κατ’ουσίαν τη με αριθμό κατάθεσης ………/2024 και προσδιορισμού ……./2024 έφεση και ό,τι άλλο έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό
Δέχεται κατά ένα μέρος κατ’ουσίαν τη με αριθμό κατάθεσης ……../2023 και προσδιορισμού ………./2023 έφεση
Εξαφανίζει τη με αριθμό 2503/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς
Κρατεί και αναδικάζει την υπόθεση επί της με αριθμό ………/2021 αγωγής
Δέχεται κατά ένα μέρος τη με αριθμό …………./2021 αγωγή
Α) Ως προς τη ναυτολόγηση στο BSΙ: Υποχρεώνει την δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των έξι χιλιάδων επτακοσίων δέκα ευρώ και τριάντα τριών λεπτών του ευρώ (6.710,33), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας ως εξής: ως προς το ποσό των έξι χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα οκτώ ευρώ και τριάντα τεσσάρων λεπτών (6.488,34) με τον τόκο υπερημερίας από τις 11.09.2020 έως την εξόφληση, και ως προς το ποσό των διακοσίων είκοσι ενός ευρώ και ενενήντα εννιά λεπτών του ευρώ (221,99), με τον τόκο υπερημερίας από την 01.01.2021
Β) Ως προς τη ναυτολόγηση στο BG: Υποχρεώνει τις εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, την δε πρώτη μόνον δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα ενός ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών του ευρώ (8.861,58), ως εξής : ως προς το ποσό των επτά χιλιάδων εκατόν εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα εννέα λεπτών (7.176,39) από την επομένη της 08.12.2021, και ως προς το ποσό των χιλίων εξακοσίων ογδόντα πέντε ευρώ και δέκα εννέα λεπτών (1.685,19) από την 01.01.2022 και αμφότερα τα ποσό με τον τόκο υπερημερίας ως προς την δεύτερη εναγομένη και τον τόκο επιδικίας ως προς την πρώτη εναγομένη
Επιβάλει στις εκκαλούσες εφεσίβλητες εναγόμενες ένα μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος εφεσιβλήτου ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, δηλαδή συνολικά το ποσό των επτακοσίων ογδόντα (780) ευρώ το οποίο τις βαρύνει εις ολόκληρον
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 15 Ιουλίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ