Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 379/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

3ο ΤΜΗΜΑ

Αριθμός αποφάσεως   379 /2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Παπιγκιώτη, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και από τον Γραμματέα Σ.Τ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της καλούσας – εκκαλούσας: …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευγενία Φωτοπούλου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Του καθού η κλήση – εφεσίβλητου: …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Πηνελόπη Τσάτσα.

Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 20-9-2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2016 αγωγή του, ζητώντας τα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 1444/2018 απόφαση, με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εναγόμενη, με την από 8-5-2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά ………./2018 έφεσή της (αριθμός κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, ………/2018), με την οποία ζήτησε την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης και την απόρριψη της πιο πάνω αγωγής. Επί της έφεσης, αφού αυτή συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 5-12-2019, αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 753/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, η οποία δέχθηκε τυπικά και ουσιαστικά την έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε την αγωγή. Κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ο ενάγων – εφεσίβλητος άσκησε την από 24-2-2020 αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1092/2023 απόφαση του Αρείου Πάγου, που αναίρεσε την προσβληθείσα με την αναίρεση απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή. Ήδη, με την από 3-11-2023 και με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του Εφετείου Πειραιά ………./2023 κλήση της εκκαλούσας, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, ζητείται εκ νέου η συζήτηση της ανωτέρω έφεσης.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσίβλητου ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις του, η δε πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις, με τις οποίες ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την ανωτέρω από 3-11-2023 υπ’ αριθμ. κατάθεσης δικογράφου ………./2023 κλήση της εκκαλούσας – εναγόμενης νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 8-5-2018 έφεση της ιδίας κατά της υπ’ αριθμ. 1444/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατόπιν της έκδοσης της υπ’ αριθμ. 1092/2023 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η υπ’ αριθμ. 753/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, που είχε εκδοθεί αρχικά επί της ανωτέρω έφεσης και η υπόθεση παραπέμφθηκε προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 § 1 ΚΠολΔ «Αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση», ενώ κατά τις διατάξεις του άρθρου 581 του ίδιου Κώδικα «1. Στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση. Δεν είναι απαραίτητο να επιδοθεί η αναιρετική απόφαση. 2. Η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση…». Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 § 3 ΚΠολΔ, «Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα), μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Στην αντίθετη περίπτωση παραπέμπει την υπόθεση σε ιδιαίτερη συζήτηση και, αν πρόκειται για τους λόγους που αναφέρονται στους αριθμούς 1, 2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559, μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές. Αν, όμως αναιρεθεί η απόφαση του τελευταίου αυτού δικαστηρίου, δικάζει αυτός την ουσία της υπόθεσης. Στην περίπτωση αυτή η υπόθεση εισάγεται με κλήση στο ίδιο τμήμα». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολο της, αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, μη παράγουσα δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε αυτή, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην πριν από την έκδοση αυτής κατάσταση. Η αναίρεση της απόφασης και, επομένως, και η εξαφάνιση της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής (ΑΠ 251/2016 και ΑΠ 738/2012 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου, ΑΠ 975/2000 ΕλλΔνη 42.81). Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται η απόφαση, όταν η αναιρετική κατά το διατακτικό της, δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, ή προς μερικούς μόνο από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 27/2007 ΕλλΔνη 48.1012, ΑΠ 423/2014 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου, ΑΠ 845/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, μετά την αναίρεση της απόφασης στο σύνολό της, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση, με συνέπεια να αναβιώνει η σχετική αίτηση παροχής έννομης προστασίας (αγωγή ή έφεση, αναλόγως αν η αναιρεθείσα απόφαση εκδόθηκε στον πρώτο ή δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας), της οποίας επιλαμβάνεται το Δικαστήριο της παραπομπής μετά από κλήση (ΑΠ 45/2022 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου, ΑΠ 845/2010 ό.π., ΑΠ 1179/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η εκκρεμοδικία της κατ’ αυτής έφεσης, η οποία θα κριθεί πάλι από το Εφετείο, το οποίο, ως Δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 § 3, 581 §§ 2 και 3 και 579 § 1 ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση και στην περίπτωση της αντιμωλία συζήτησης της έφεσης, είτε θα δεχθεί αυτή και θα εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση είτε θα απορρίψει αυτήν, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1216/2020 και ΑΠ 758/2018 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου, ΑΠ 1421/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης και κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσης αυτής και, μάλιστα του, τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της έκτασης της αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης ως ολικής (ΑΠ 251/2016 ό.π. ΑΠ 304/2016 και ΑΠ 386/2014 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου). Το Εφετείο, ως Δικαστήριο της παραπομπής, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της έφεσης ως προϋπόθεσης του παραδεκτού της, θα (επαν)εξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση (ΕφΑθ 4924/2012, ΜΕφΑθ 507/2020, ΜΕφΑθ 220/2020 και ΜΕφΠειρ 33/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, ο εφεσίβλητος άσκησε κατά της εκκαλούσας την από 20-9-2016 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ζητώντας τα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1444/2018 οριστική απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή. Κατά της ως άνω απόφασης, η εκκαλούσα – εναγόμενη άσκησε την από 8-5-2018 έφεσή της, με την οποία ζήτησε να εξαφανιστεί η πρωτόδικη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή, η δε έφεσή της έγινε τυπικά και ουσιαστικά δεκτή με την υπ’ αριθμ. 753/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου. Ακολούθως, ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Αρείου Πάγου την από 24-2-2020 αίτηση αναίρεσης κατά της ως άνω απόφασης, η οποία έγινε δεκτή με την υπ’ αριθμ. 1092/2023 απόφαση, που την αναίρεσε και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ίδιου (του παρόντος) Δικαστηρίου, που θα συγκροτηθεί από διαφορετικό δικαστή. Περαιτέρω, η επαναφερόμενη από την εκκαλούσα προς εκδίκαση έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1444/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρο 614 αρ. 1), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511 επ. και 518 § 2 ΚΠολΔ), μετά την κατάθεση και του σχετικού παραβόλου της έφεσης (ηλεκτρονικό παράβολο ………/2018). Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 § 1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια ανωτέρω διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

Με την από 20-9-2016 αγωγή του, ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, ζήτησε: α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα των αναφερομένων σ’ αυτήν μισθωτικών συμβάσεων καταστήματος, που συνάφθηκαν μεταξύ της εναγομένης, ήδη εκκαλούσας, και της θείας της και γιαγιάς του, ………., λόγω εικονικότητας, καθώς και η συνακόλουθη ακυρότητα της παρεπόμενης αυτών σύμβασης υπεκμίσθωσης μεταξύ της εναγόμενης και της εταιρείας με την επωνυμία ……………., β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη και κάθε τρίτος, που κατέχει και έλκει δικαιώματα απ’ αυτήν ή στο όνομά της, να του αποδώσουν το μίσθιο κατάστημα, αποκλειστικός κύριος του οποίου είναι αυτός, που το απέκτησε με παράγωγο τρόπο και δη ως εκ διαθήκης κληρονόμος της ψιλής κυριότητας, που αποδέχθηκε με νομίμως μεταγραμμένο συμβολαιογραφικό έγγραφο, της επικαρπίας αποσβεσθείσας μετά το θάνατο της επικαρπώτριας θείας της και γιαγιάς του, ……….. και γ) να του αποδώσει τα μισθώματα που εισέπραξε μετά το θάνατο της έως και το Σεπτέμβριο του 2016, ποσό 145.080,00 €, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, καθ’ ο χρόνο παρακρατούσε κακόπιστα το μίσθιο. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της και την απόρριψη της εναντίον της αγωγής. Όπως προαναφέρθηκε, επί της έφεσης αυτής, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 753/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία δέχτηκε τυπικά και κατ’ ουσία την έφεση, εξαφάνισε την προαναφερόμενη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και αφού κράτησε και δίκασε την αγωγή, απέρριψε αυτήν στην ουσία της. Κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ο ενάγων – εφεσίβλητος άσκησε την από 24-2-2020 αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1092/2023 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η προσβληθείσα με την αναίρεση απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, για παράβαση του άρθρου 559 αριθμός 19 ΚΠολΔ και δη διότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει αιτιολογίες αντιφατικές και ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Επομένως, θα επανεξεταστεί η πιο πάνω έφεση, ως προς το ζήτημα της εικονικότητας των συμβάσεων μίσθωσης.

Από τις διατάξεις των άρθρων 138, 139 και 180 ΑΚ, προκύπτουν τα εξής: Δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά, παρά μόνο φαινομενικά, χαρακτηρίζεται ως εικονική και είναι άκυρη, θεωρούμενη σαν να μην έγινε. Εικονική είναι η δήλωση βούλησης, η οποία, σε γνώση του δηλούντος, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Σκοπός της εν λόγω δήλωσης είναι να δημιουργηθεί στους άλλους η εντύπωση μεταβολής νομικής κατάστασης, χωρίς να υπάρχει πράγματι στον δηλούντα πρόθεση τέτοιας μεταβολής. Εικονική μπορεί να είναι η δικαιοπραξία, όχι μόνο όταν είναι μονομερής, αλλά και όταν είναι σύμβαση, στην τελευταία δε αυτή περίπτωση για την ακυρότητα της σύμβασης προϋποτίθεται γνώση της εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο του δηλούντος. Για την ακυρότητα, ως εικονικής, μιας σύμβασης, ουσιώδες στοιχείο είναι η γνώση και η συμφωνία όλων των, κατά το χρόνο της κατάρτισής της συμβαλλομένων, για το ότι η συναφθείσα σύμβαση είναι εικονική και δεν παράγει έννομες συνέπειες. Για την εικονικότητα δηλαδή, της δικαιοπραξίας αρκεί το γεγονός, ότι η δηλωθείσα βούληση των δικαιοπρακτούντων βαρύνεται με ελάττωμα, που συνίσταται στο ότι δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των εννόμων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που καταρτίζεται. Ως εκ τούτου, δεν είναι ανάγκη να προκύπτει ο σκοπός ή τα αίτια που οδήγησαν στην ελαττωματική αυτή δήλωση. Η κατά τα άνω ακυρότητα της δικαιοπραξίας είναι απόλυτη, δηλαδή μπορεί να προταθεί από καθένα που έχει έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 180 ΑΚ και 68 και 70 ΚΠολΔ. Η εικονικότητα, εξάλλου, δεν εμποδίζεται, αν η δήλωση βούλησης έγινε ενώπιον συμβολαιογράφου, αφού αυτός είναι εντεταλμένος απλώς να πιστοποιεί τη δήλωση των δικαιοπρακτούντων, όπως αυτή εμφανίζεται εξωτερικά και όχι να συμπράττει με τη βούλησή του στη δικαιοπραξία (ΑΠ 563/2016, ΑΠ 1615/2013). Εξάλλου, σε περίπτωση καταχωρημένης σε συμβολαιογραφικό έγγραφο συμβάσεως εκμισθώσεως ακινήτου, αν οι αντίστοιχες για τη μίσθωση δηλώσεις βουλήσεως, αφενός του εκμισθωτή και αφετέρου του μισθωτή ήταν εικονικές, υπό την έννοια ότι δεν έγιναν στα σοβαρά παρά μόνον έγιναν φαινομενικά, διότι οι βουλήσεις εκείνων ήταν, είτε να μην υπάρχει υποχρέωση του εκμισθωτή να παραδώσει το εκμισθούμενο ακίνητο και η υποχρέωση του μισθωτή να πληρώσει το μίσθωμα, είτε να μην υπάρχει μία μόνον από αυτές τις εκατέρωθεν υποχρεώσεις, η σύμβαση αυτή λόγω της εικονικότητας είναι άκυρη, θεωρούμενη γι’ αυτό ως μη γενόμενη. Επίσης, από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει περαιτέρω, ότι απόλυτη είναι η εικονικότητα της μισθώσεως, όταν αυτή δεν καλύπτει άλλη δικαιοπραξία, δηλαδή όταν οι δικαιοπρακτούντες δεν ήθελαν να επέλθει με τη δικαιοπραξία καμιά έννομη μεταβολή. Αντιθέτως, σχετική είναι η εικονικότητα, όταν η εικονική δικαιοπραξία καλύπτει άλλη δικαιοπραξία. Ακολούθως, έχει γίνει δεκτό ότι είναι εικονική η μίσθωση, η οποία έχει συναφθεί για καταστρατήγηση των δικαιωμάτων του νέου κτήτορα του μισθίου. Στοιχεία που μπορούν να οδηγήσουν στην εικονικότητα της μίσθωσης είναι: η μεγάλη, σε σχέση με τη συνηθιζόμενη στις συναλλαγές, διάρκειά της, η προκαταβολή μισθωμάτων πολλών μηνών, το μικρό μίσθωμα σε σχέση με το ελεύθερο της αγοράς, η μη καταβολή εγγύησης, η πρόβλεψη μικρής αναπροσαρμογής του μισθώματος. Η ανωτέρω ακυρότητα χωρεί ipso jure και δεν απαιτείται να κηρυχθεί με δικαστική απόφαση. Δεν αποκλείεται, όμως, εκείνος που έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει σχετική αναγνωριστική αγωγή για να κηρυχθεί η ακυρότητα αυτή από το δικαστήριο (ΑΠ 382/2009, ΑΠ 1332/2005). Επίσης, εικονική μπορεί να είναι όχι μόνο σύμβαση μίσθωσης κατά την έννοια του άρθρου 573 επ. ΑΚ, αλλά και εμπορική μίσθωση διεπόμενη από τον ν. 813/1978 και ήδη π.δ. 34/1995 (ΑΠ 1995/2017, ιστοσελίδα ΑΠ).

Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1142 και 1147 ΑΚ προκύπτει ότι ο επικαρπωτής ασκεί ίδια νομή έναντι των τρίτων (οιονεί νομή), έναντι όμως του ψιλού κυρίου ασκεί νομή μόνον επ’ αλλοτρίω ονόματι. Ο ψιλός κύριος είναι ο πραγματικός νομέας του ακινήτου που ασκεί τη νομή του μέσω του επικαρπωτή, ενώ ο τελευταίος τεκμαίρεται εκ του νόμου ότι κατέχει στο όνομα του ψιλού κυρίου το πράγμα και δεν του έχει καταστήσει γνωστή πρόθεση αντιποίησης, ώστε, για όσο χρόνο διατηρείται το πράγμα στην κατοχή του επικαρπωτή δεν νοείται άλλη φυσική εξουσία επ’ αυτού με διάνοια κυρίου, κατ’ αποκλεισμό εκείνης του ψιλού κυρίου (ΑΠ 939/2000 Νόμος). Συμπληρωματικά, από τον συνδυασμό των άρθρων 1166 και 1167 εδ. α’ ΑΚ προκύπτει ότι η επικαρπία, εφόσον δεν ορίσθηκε διαφορετικά είναι αμεταβίβαστη και αποσβήνεται με το θάνατο του επικαρπωτή. Μετά το θάνατο του επικαρπωτή, η επικαρπία συνενώνεται με τη ψιλή κυριότητα και δεν μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του, εκτός αν ορίσθηκε διαφορετικά. Αν κατά τη διάρκεια της μίσθωσης, την οποία κατάρτισε ο επικαρπωτής του μισθίου, λήξει η επικαρπία, υπεισέρχεται από το νόμο στη μισθωτική σχέση ο ψιλός κύριος, στον οποίο επιστρέφει η επικαρπία και ο οποίος αποκτά όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από τη μίσθωση στην έκταση που τα είχε ο επικαρπωτής (Κλ. Ρούσσος σε Α. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, άρθρο 1167, αρ. 4, ΕφΑθ 7303/2000, ΕλλΔ/νη 43/229, ΕφΑθ 1270/2000, ΕλλΔ/νη 41/844). Δηλαδή, η συμβατική σχέση κατά το περιεχόμενο της μεταφέρεται όπως είχε διαμορφωθεί μέχρι τότε συμβατικά, ρητά ή σιωπηρά (ΕφΑθ 4920/2004, ΕΔΠ 2004/360). Εξάλλου, η μίσθωση ακινήτου για χρόνο περισσότερο από εννέα έτη, ισχύει έναντι του νέου κτήτορα, αν συνταχθεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφεί (άρθρο 618 Α.Κ.), ενώ από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1164 ΑΚ και 614 ΑΚ προκύπτει ότι ο ψιλός κύριος που έγινε πλήρης κύριος του ακινήτου με την λήξη της επικαρπίας θεωρείται νέος κτήτορας.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασής του, όλων των εγγράφων που μετ’ επικλήσεως και παραδεκτά προσκομίζουν οι διάδικοι, των υπ’ αριθμ. ………./5-3-2019 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά .. …, που ελήφθησαν κατόπιν νόμιμης, παραδεκτής και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντίδικης πλευράς (βλ. την υπ’ αριθμ. …/28-2-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή …), της υπ’ αριθμ. …/4-12-2019 ένορκης βεβαίωσης που ελήφθη κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντίδικης πλευράς (βλ. την υπ’ αριθμ. …/28-11-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή ………), οι οποίες νομίμως προσκομίζονται με επίκληση από την εκκαλούσα, των υπ’ αριθμ. …, …./12-3-2019 ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον της συμβολαιογράφου Κορυδαλλού ………, που ελήφθησαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντίδικης πλευράς (βλ. την υπ’ αριθμ. …/6-3-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή ………..), της υπ’ αριθμ. …/10-11-2017 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, που ελήφθη στα πλαίσια άλλης δίκης, κατόπιν νόμιμης, παραδεκτής και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντίδικης πλευράς, τις οποίες επικαλείται και παραδεκτά προσκομίζει ο εφεσίβλητος, της υπ΄αριθμ…./7-7-2023 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Χαλανδρίου ……., της υπ’ αριθμ. …../27-10-2023 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ………. που προσκομίζει η εκκαλούσα και οι οποίες ελήφθησαν στα πλαίσια άλλης δίκης, καθώς και της υπ’ αριθμ. …./20-9-2021 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της συμβολαιογράφου Κορυδαλλού ……….., η οποία προσκομίζεται εκ μέρους του εφεσίβλητου, ελήφθη δε στα πλαίσια άλλης δίκης, όλων δε των ως άνω αποδεικτικών μέσων είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 31-7-2002 δημόσιας διαθήκης του αποβιώσαντος στις 29-12-2006 ………., παππού του ενάγοντος, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ………, που δημοσιεύτηκε νόμιμα (βλ. το υπ’ αριθμ. ……../9-3-2007 Πρακτικό του Πρωτοδικείου Αθηνών), ο ανωτέρω άφησε μετά το θάνατό του μεταξύ άλλων την εφ’ όρου ζωής επικαρπία ενός ισόγειου καταστήματος 96 τ.μ., κειμένου στον Κορυδαλλό Αττικής επί της πλατείας …….., στη εν ζωή σύζυγό του ………. υπ’ αριθμ. …/2007 και …../2007 πράξεων αποδοχής κληρονομιάς των συμβολαιογράφων Αθηνών, …………. και Αγ. Θεοδώρων Κορίνθου, ………., αντίστοιχα, νομίμως μεταγραμμένων στο κτηματολογικό γραφείο Νίκαιας, οι ως άνω τιμημένοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομιά. Το πιο πάνω ισόγειο κατάστημα ήταν εκμισθωμένο από τον διαθέτη στον . …., αντί μηνιαίου μισθώματος 2.964,00 € από 1-8-2022. Δυνάμει του από 21-5-2007 ιδιωτικού συμφωνητικού εμπορικής μίσθωσης η ως άνω επκαρπώτρια εκμίσθωσε το ως άνω κατάστημα στην εναγόμενη για χρονικό διάστημα 12 ετών, αρχομένου από 21-5-2007 και λήγοντος την 20-5-2019, για να το χρησιμοποιήσει μεταξύ άλλων και για οποιαδήποτε εμπορική χρήση και με δικαίωμα υπομίσθωσης, με μηνιαίο μίσθωμα 1.100 € πλέον τελών και φόρων. Την ίδια ακριβώς ημερομηνία η εναγομένη, με το από 21-5-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό, υπεκμίσθωσε το ως άνω κατάστημα στον ……. για 12 έτη αντί μηνιαίου μισθώματος 5.000,00 €. Στη συνέχεια, στις 19-1-2010, και προτού ακόμη λήξει η μίσθωση της εναγομένης με την ως άνω επικαρπώτρια, η εναγομένη και η ………… προέβησαν στη σύναψη νέας σύμβασης μίσθωσης, που περιλήφθηκε το τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, καταρτισθείσας προς τούτο της υπ’ αριθμ. ……../19-1-2010 πράξης του συμβολαιογράφου Λουτρακίου Κορίνθου . ……….., που καταχωρίστηκε στο Κτηματολογικό Γραφείο Νίκαιας με αριθμό ……../29-1-2010. Σύμφωνα με αυτήν, η επικαρπώτρια εκμίσθωσε το επίδικο κατάστημα στην εναγόμενη με τους ίδιους όρους και δικαίωμα υπομίσθωσης, όπως και πριν, για χρονικό διάστημα 12 ετών, με έναρξη την 1-5-2010 και λήξη την 30-4-2022, έναντι συνολικού μισθώματος για όλα τα έτη της μίσθωσης, ποσού 194.144,43 €. Στη συνέχεια, με το από 4-9-2012 ιδιωτικό συμφωνητικό, η εναγόμενη υπεκμίσθωσε το κατάστημα στην εταιρεία «………………», για έξι (6) έτη, έναντι μηνιαίου μισθώματος 4.680,00 €. Σε εκτέλεση των ως άνω συμβάσεων μίσθωσης (ήτοι των από 21-5-2007 και από 19-1-2010 μισθώσεων) μεταξύ της επικαρπώτριας ……….. και της εναγομένης, η πρώτη παρέδωσε τη χρήση του μισθίου καταστήματος στην εναγομένη και η τελευταία, σε εκτέλεση των παρεπόμενων συμβάσεων υπομίσθωσης, στους εκάστοτε υπομισθωτές. Επίσης, η εναγομένη ως μισθώτρια, προκατέβαλε στην εκμισθώτρια – επικαρπώτρια ……….., το σύνολο των μισθωμάτων για τη μισθωτική χρονική περίοδο από 21-5-2007 έως και 30-4-2022, συνολικού ποσού 233.744,43 € [δηλαδή από 21-5-2007 έως 30-4-2010 (για την πρώτη μίσθωση μέχρι την έναρξη της νέας δεύτερη μίσθωση) ποσό 1.100,00 € Χ 36 μήνες = 39.600,00 € και από 1-5-2010 έως 30-4-2011 συνολικού ποσού 194.144,43 €, όπως αναγράφεται το συνολικό μίσθωμα στο ως άνω συμβολαιογραφικό έγγραφο)]. Η καταβολή έγινε ως εξής: α) με την προκαταβολή στις 21-5-2007 με μετρητά εις χείρας της εκμισθώτριας επικαρπώτριας ποσού 8.379,49 € (βλ. την από 21-5-2007 απόδειξη ενοικίου υπογεγραμμένη από την ίδια την εν ζωή τότε εκμισθώτρια – επικαρπώτρια), β) με την πληρωμή από την εναγόμενη τριών συναλλαγματικών, ποσού 61.000,00 € η πρώτη και από 50.000,00 € καθεμιά από τις άλλες δύο, συνολικά 161.000,00 €, με μετρητά στον τραπεζικό λογαριασμό της επικαρπώτριας – εκμισθώτριας στην  τράπεζα Eurobank EFG με αριθμό …………., στις 21-1-2008, 6-2-2008 και 14-2-2008 (βλ τα αντίστοιχα δελτία μεταφοράς και κατάθεσης με την αντίστοιχες ημερομηνίες της τράπεζας και τις από 21-5-2007 αποδείξεις καταβολής μισθωμάτων, υπογεγραμμένες από την ίδια την εκμισθώτρια). Με τις ως άνω (α’ και β’) πληρωμές η εναγόμενη προεξόφλησε το σύνολο των μισθωμάτων της πρώτης σύμβασης μίσθωσης μέχρι τη συμφωνημένη λήξη αυτής έως τις 30-4-2019, συνολικού ποσού 169.379,49 €. Τις ίδιες ως άνω ημερομηνίες, κατά τις οποίες έγιναν οι καταθέσεις των 50.000,00 €, ήτοι στις 5-2-2008 και 14-2-2008, έγιναν και αναλήψεις των ποσών αυτών. Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, πριν λήξει η ισχύς της ως άνω σύμβασης μίσθωσης, οι δύο συμβαλλόμενες (η εναγομένη και η επικαρπώτρια), προχώρησαν στην κατάρτιση νέας συμβολαιογραφικής σύμβασης μίσθωσης, που άρχισε από την 1-5-2010. Μέχρι τότε το σύνολο των συμφωνημένων από την πρώτη σύμβαση μισθωμάτων είχε προεξοφληθεί (169.379,49 €), όμως τα δεδουλευμένα, πραγματικά οφειλόμενα μισθώματα ήταν μόνο 41.025,60 € (1100 Χ 36 μήνες πλέον τέλους χαρτοσήμου 3,6% – από Μάιος 2007 έως Απρίλιος 2010). Είχαν δηλαδή καταβληθεί περισσότερα χρήματα από αυτά που αναλογούσαν στα δεδουλευμένα μισθώματα και δη επιπλέον ποσό 128.353,89 € (169.379,49 – 41.025,60). Με την κατάρτιση της νέας σύμβασης, από το ως άνω επιπλέον καταβληθέν ποσό των 128.353,89 €, συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων (εναγόμενης και επικαρπώτριας), όπως ποσό 128.174,37 € χαρακτηριστεί προκαταβολή μέρους του νέου συμφωνηθέντος μισθώματος (194.144,43 €) για όλη τη διάρκεια της νέας σύμβασης λήγουσας στις 30-4-2022. Έτσι, στο σημείο εκείνο του ως άνω συμβολαίου της νέας μίσθωσης αναφέρεται χαρακτηριστικά «…από το οποίο (εννοεί το συνολικό μίσθωμα των 194.144,43 € που προαναφέρεται στο συμβόλαιο) € 128.174,37 € κατέβαλε η μισθώτρια (εναγόμενη) στην εκμισθώτρια και αυτή εισέπραξε σε μετρητά προηγούμενα και εκτός της παρουσίας μου (δηλ. του συμβολαιογράφου) όπως οι συμβαλλόμενες αυτές δήλωσαν σήμερα ενώπιον μου…». Το υπόλοιπο ποσό των 65.970,06 € (194.144,43 – 128.174,37) κατέβαλε η εναγόμενη με μετρητά 57.456,15 €, κατά την υπογραφή του συμβολαίου παρουσία του συμβολαιογράφου και με τραπεζική επιταγή με αριθμ. …-…./19-1-2010 της τράπεζας Eurobank EFG, ποσού 8.513,91 € σε διαταγή της Δ.Ο.Υ. Κορίνθου, που είχε ζητήσει και παρέλαβε η εναγομένη από την τράπεζα, καταβάλλοντάς της το ισόποσο σε μετρητά, την οποία παρέδωσε στην εκμισθώτρια και αυτή παρέλαβε κατά την υπογραφή του συμβολαίου παρουσία του συμβολαιογράφου, στον οποίο εν συνεχεία την παρέδωσε περαιτέρω για να την αποδώσει στη Δ.Ο.Υ. Κορίνθου για τη Δ.Ο.Υ Κορυδαλλού, για να έχει ισχύ το αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας της τελευταίας Δ.Ο.Υ. επ’ ονόματι της εκμισθώτριας που προσαρτήθηκε στο συμβόλαιο (βλ. υπ’ αριθμ. ……/19-1-2010 συμβολαιογραφική πράξη). Ωστόσο αμφότερες οι ανωτέρω επίδικες συμβάσεις είναι εικονικές και οι δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων μερών, που περιελήφθησαν σε εκάστη από αυτές, ήτοι εκμισθώτριας – επικαρπώτριας και μισθώτριας – εναγομένης, δεν έγιναν στα σοβαρά, αλλά μόνον φαινομενικά. Αμφότερες οι συμβαλλόμενες ουδόλως αποσκοπούσαν στην παραγωγή των εννόμων αποτελεσμάτων των καταρτιζομένων διά των ως άνω εγγράφων δικαιοπραξιών, αλλά στην παρεμπόδιση άσκησης των δικαιωμάτων τρίτων, και εν προκειμένου του ενάγοντος. Επομένως οι συμβάσεις αυτές είναι άκυρες. Την κρίση του αυτή το Δικαστήριο στηρίζει στα αμέσως κατωτέρω αναφερόμενα: 1) Στην μεγάλη διαφορά του συμφωνηθέντος μισθώματος, σε σχέση με τις επικρατούσες τιμές στην ελεύθερη αγορά. Ειδικότερα, με το από 21-5-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, το συμφωνηθέν μηνιαίο μίσθωμα ήταν ποσού 1.100,00 € για χρονικό διάστημα 12 ετών, ενώ με το από το με ίδια ημερομηνία 21-5-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό υπομίσθωσης μεταξύ της εναγομένης και του επί χρόνια μισθωτή του ίδιου ακινήτου ………… το συμφωνηθέν μηνιαίο μίσθωμα συμφωνήθηκε σε ποσό 5.000,00 €, για χρονικό διάστημα 12 ετών, που απέδιδε προφανώς την πραγματική μισθωτική αξία του ακινήτου. Επιπλέον, με το υπ. αριθμ. ……../19-1-2010 συμβολαιογραφικό μισθωτήριο ακινήτου, με το οποίο η εναγόμενη – μισθώτρια συνήψε νέα σύμβαση μίσθωσης, – χρονική επιμήκυνση της ήδη υφισταμένης μίσθωσης – με την εκμισθώτρια για 12 έτη (1-5-2010 έως 30-4-2022), με σύνολο μισθωμάτων 12ετίας 194.000,00 € (μηνιαίο μίσθωμα 1.348,00 €). Όπως όμως προκύπτει από την παραπάνω σύμβαση υπομίσθωσης με υπομισθωτή τον ………., η ενάγουσα είχε υπομισθωμένο το επίδικο μίσθιο, συνυπολογίζοντας τις αναπροσαρμογές που μεσολάβησαν, αντί 5.408,00 € μηνιαία και όπως προκύπτει από το από 4-9-2012 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής υπομίσθωσης. Στη συνέχεια δε η εναγόμενη, στις 4-9-2012 υπομίσθωσε το επίδικο στην εταιρεία με την επωνυμία «………….» για έξι (6) έτη, αντί μηνιαίου μισθώματος 4.680,00 € για το 1ο έτος της μίσθωσης (μέχρι 3-9-2013), με ετήσια αναπροσαρμογή στη συνέχεια ποσοστού 4%. Τα ως άνω καταδεικνύουν ότι το επιτευχθέν υπομίσθωμα, το οποίο και αντικατοπτρίζει την πραγματική εικόνα της αγοράς, είναι σχεδόν πενταπλάσιο του συμφωνηθέντος μισθώματος. 2) Στην προπληρωμή μισθωμάτων, όχι απλώς πολλών μηνών, αλλά του συνόλου της διάρκειας της 12ετούς μίσθωσης. Ειδικότερα, στο δεύτερο υπ’ αριθμ. ……./19-1-2010 συμβολαιογραφικό μισθωτήριο, περιλήφθηκε όρος περί προκαταβολής όλων των μισθωμάτων της δωδεκαετίας, συνολικού ποσού 194.000,00 €. Στην πρώτη δε μίσθωση, που συνήφθη στις 21-5-2007, δεν περιλήφθηκε όρος για προκαταβολή μισθωμάτων. Ωστόσο, παρά την απουσία του ως άνω ιδιαίτερα σημαντικού όρου, η εναγόμενη εμφανίζεται να έχει προεξοφλήσει το σύνολο των μισθωμάτων ποσού 169.379,49 € και με την κατάρτιση της δεύτερης σύμβασης (όπου πια προβλέπεται ρητά ο όρος της προεξόφλησης), φέρεται να καταβάλει επιπλέον ποσό 65.970,06 €. Συνολικά δηλαδή, κατέβαλε τα μισθώματα δεκαπέντε (15) ετών. 3) Στη μεγάλη διάρκεια της μίσθωσης. Συγκεκριμένα, με το από 21-5-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, συμφωνήθηκε δωδεκαετής διάρκεια, ήτοι έως 20-5-2019. Εν συνεχεία, και ενώ ήταν σε ισχύ η ως άνω σύμβαση, η εναγομένη δε είχε προκαταβάλει τα μισθώματα, υπογράφηκε το υπ’ αριθμ. ……/19-1-2010 συμβολαιογραφικό μισθωτήριο, διάρκειας δώδεκα (12) ετών, δηλαδή έως 30-4-2022. Για την ανανέωση της ως άνω μίσθωσης, δεν προέκυψε ότι υπήρχε για τα συμβαλλόμενα μέρη συγκεκριμένος λόγος από τον οποίο να αιτιολογείται η ανανέωση της ισχύουσας συμφωνίας, δοθέντος μάλιστα ότι η εκμισθώτρια το 2010 ήταν ηλικίας 84 ετών. Η χρονική επιμήκυνση, λοιπόν της μίσθωσης μέχρι την συμπλήρωση από την επικαρπώτρια, της ηλικίας των 96 ετών, που κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και το προσδόκιμο επιβίωσης, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα παραμένει εν ζωή, επιπλέον δε και με προκαταβολή του συνόλου των μισθωμάτων, συνηγορεί στο συμπέρασμα περί εικονικότητας των παραπάνω συμβάσεων. Η δικαιοπραξία αυτή της μίσθωσης, συνήφθη σε βάρος του εν αναμονή δικαιώματος επί του μισθίου του ενάγοντος ψιλού κυρίου αυτού, σύμφωνα με την ανωτέρω αναφερόμενη υπ’ αριθμ. ……./31-7-2002 δημόσια διαθήκη του ……….., της απόσβεσης της επικαρπίας, που θα επέλθει με τον (ενδεχόμενο) θάνατο της επικαρπώτριας και την ενοποίησή της με την ψιλή κυριότητα (άρθρα 1167 και 1168 Α.Κ.), αναβάλλοντας από την ημερομηνία του θανάτου της μέχρι την 30-4-2022, που λήγει η μισθωτική διάρκεια, την άσκηση των δικαιωμάτων του που απορρέουν από την πλήρη κυριότητα. Τούτο, διότι η μισθωτική σύμβαση που καταρτίστηκε συμβολαιογραφικά, με την υπ’ αριθμ. ………/19-1-2010 πράξη του συμβολαιογράφου Λουτρακίου Κορίνθου … ……….., και καταχωρίστηκε στο Κτηματολογικό Γραφείο Νίκαιας με αριθμό …./29-1-2010, μέχρι την κήρυξη της ακυρότητάς της, ισχύει έναντι του νέου κτήτορα και εν προκειμένω του ενάγοντος. Επιπλέον, δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής, ότι οι αμφότερες οι συμβαλλόμενες γνώριζαν ότι η ψιλή κυριότητα του επίδικου ακινήτου, ανήκε ήδη στον ενάγοντα, δυνάμει της υπ’ αριθμ. …………/31-7-2002 δημόσιας διαθήκης του ………. και κατά συνέπεια, μετά τον θάνατο της επικαρπώτριας – εκμισθώτριας, αυτός θα αποκτούσε την πλήρη κυριότητα του εν λόγω ακινήτου, σύμφωνα με τα όσα αναλύονται ανωτέρω και στη νομική σκέψη. Πέραν τούτων, η εναγόμενη εμφανίζεται στις 21-5-2007, την ίδια ακριβώς ημερομηνία που μίσθωσε το επίδικο ακίνητο, να υπεκμισθώνει αυτό στον ……….., αντί όπως προαναφέρθηκε, σχεδόν πενταπλάσιου μισθώματος. Ο πιο πάνω υπεκμισθωτής δε ήταν ήδη μισθωτής. Επομένως, η επικαρπώτρια ……….., δεν είχε λόγο να προχωρήσει σε εκμίσθωση του ακινήτου στην εναγόμενη ανιψιά της. Οι ισχυρισμοί της εναγόμενης, περί υπογραφής των συμβάσεων για οικονομική εξασφάλιση της ηλικιωμένης επικαρπώτριας και αδυναμίας αλλά και έλλειψη επιθυμίας αυτής να ασχοληθεί με τα ζητήματα της εκμίσθωσης του ακινήτου, δεν βρίσκουν έρεισμα στα αποδεικτικά στοιχεία. Συγκεκριμένα, ο σύζυγός της …………., είχε εξασφαλίσει αυτήν οικονομικά, καθότι πέραν των λοιπών, κατέλιπε σε αυτήν ολόκληρη την κατάθεσή του στην Alpha Bank, η οποία κατά τον χρόνο σύνταξης της διαθήκης (31-7-2002) ανερχόταν στο ποσό των 110.000,00 €. Περαιτέρω, η εναγόμενη, η οποία και εκμίσθωσε το ακίνητο, δραστηριοποιείται ως συγγραφέας – ηθοποιός, χωρίς να προκύπτει ότι είχε ασχοληθεί, ή ότι διέθετε εμπειρία από αντίστοιχες επαγγελματικές δραστηριότητες (εκμίσθωση ακινήτων, μεσιτεία, real estate κλπ). Πέραν τούτων, όπως προαναφέρθηκε, στις 5-2-2008 και 14-2-2008, η εναγομένη προέβη σε δύο (2) τραπεζικές καταθέσεις ποσού εκάστης 50.000,00 €, σε τραπεζικό λογαριασμό της εκμισθώτριας …………, αυθημερόν δε έγιναν οι αναλήψεις των παραπάνω ποσών, χωρίς να προκύπτει ότι παρέμειναν κατατεθειμένες  σε κάποιον λογαριασμό της επικαρπώτριας, ούτε προσκομίστηκαν αποδεικτικά στοιχεία για την περαιτέρω πορεία των χρημάτων, ώστε να προκύπτει ότι παρέμειναν στην κυριότητα της επικαρπώτριας, ως καρποί της μίσθωσης. Έστω αν το γεγονός αυτό από μόνο του δεν καταδεικνύει εικονικότητα, αυτή προκύπτει, συνεκτιμώμενο με τα εξής στοιχεία: α) το υπ’ αριθμ. ………./26-10-2007 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της …….., που υπογράφηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αγίων Θεοδώρων ………, με το οποίο η εναγόμενη είχε τη δυνατότητα για λογαριασμό της θείας της να εισπράττει χρήματα από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, από την Alpha Bank ή οποιαδήποτε άλλη ελληνική τράπεζα, επίσης να ανοίγει, να κινεί και να κλείνει λογαριασμούς Τραπεζών, κλπ. Η εναγομένη, συνεπώς, μπορούσε να προβαίνει σε αναλήψεις από τραπεζικούς λογαριασμούς της ως άνω θείας της, δίχως περιορισμούς, β) η ……. εγκατέστησε κληρονόμους σε όλη την περιουσία της την εναγόμενη – ανιψιά της και τον αδελφό αυτής ……., γ) ο ενάγων και ο πατέρας του ουδέν ποσό κληρονόμησαν από τη ……… Η δε νόμιμη μοίρα των χρημάτων της στην τράπεζα Eurobank που κατέλιπε στον πατέρα του ενάγοντος …….. δεν υφίστατο, καθώς δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων στο όνομα της εν θέματι αποβιωσάσης σε ατομικό επίπεδο που να αποτελούν αντικείμενο κληρονομικής διαδοχής (βλ. από 17-5-2018 βεβαίωση της παραπάνω τράπεζας), δ) στην από 11-5-2007 δημόσια διαθήκη της, ήτοι πριν τη σύναψη της πρώτης σύμβασης μίσθωσης (21-5-2007), η ……….. ευχαριστούσε δημόσια την εναγόμενη «για την καλοσύνη που είχε να μου προκαταβάλει όλα τα ενοίκια και των 12 ετών του μαγαζιού…ώστε να μπορέσω με τη σειρά μου να βοηθήσω ανώνυμα το ίδρυμα παίδων,..». Από τα ως άνω εμφαίνεται ότι πριν την υπογραφή της σύμβασης μίσθωσης και την είσπραξη των μισθωμάτων, η διαθέτιδα, θεωρούσε αυτό δεδομένο και ευχαριστούσε την εναγόμενη. Επιπλέον, αποδεικνύει ότι αυτή δεν είχε οικονομική ανασφάλεια, ούτε οικονομική δυσπραγία, διότι η ίδια κάνει λόγο για φιλανθρωπία στο ίδρυμα παίδων. Περαιτέρω, η εκκαλούσα, με τις προτάσεις της επαναφέρει την ένσταση παραγραφής που είχε προτείνει πρωτοδίκως, βασιζόμενη στο άρθρο 157 ΑΚ, και η οποία είχε απορριφθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο ως νόμω αβάσιμη. Ωστόσο, απαραδέκτως προβάλλεται με τις προτάσεις η εν λόγω ένσταση, καθώς αυτή μπορούσε να προβληθεί εκ μέρους της εκκαλούσας μόνο με λόγο έφεσης ή με πρόσθετο λόγο και όχι απλά με τις προτάσεις της (ΑΠ 2312/2009, ΤΝΠ Νόμος). Επιπλέον, προβάλει το πρώτον την ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, ισχυριζόμενη ότι έχει δικαίωμα να την προτείνει κατ’ άρθρο 527 ΚΠολΔ, ήτοι δυνάμει οψιγενών στοιχείων και αποδεικτικών εγγράφων, των οποίων έλαβε γνώση μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 753/2019 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι ο εφεσίβλητος γνώριζε περί του μισθωτικού καθεστώτος του επίδικου ακινήτου και αδράνησε επί σειρά ετών. Ωστόσο, τα αναφερόμενα από την εκκαλούσα, πέραν του ότι δεν γίνεται να προβληθούν παραδεκτά, διότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ, ακόμη και αληθή υποτιθέμενα δεν δύναται να στοιχειοθετήσουν την ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ, διότι δεν υπήρξε εκ μέρους του εφεσίβλητου μακροχρόνια αδράνεια στην άσκηση των δικαιωμάτων του, ούτε αντίστοιχα εύλογη πεποίθηση της εκκαλούσας ότι δεν θα ασκήσει αυτά.

Κατ` ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, κρίνεται ότι οι ανωτέρω συμβάσεις μίσθωσης, αλλά και υπεκμίσθωσης στη συνέχεια, είναι εικονικές, μη παράγουσες έννομες συνέπειες και μη ανταποκρινόμενες στην πραγματική βούληση των συμβαλλομένων, σκοπώντας στη δέσμευση του ψιλού κυρίου και εν συνεχεία κυρίου – ενάγοντος. Επιπλέον, πέραν των όσων αναφέρθηκαν, οι ισχυρισμοί εκ μέρους της εκκαλούσας, ότι είχαν ακολουθηθεί όλες οι νόμιμες διαδικασίες και ότι τα μισθώματα δηλώνονταν κανονικά στη δήλωση φόρου εισοδήματος, δεν δύναται να οδηγήσουν στο συμπέρασμα περί μη εικονικότητας, αλλά, αντίθετα, σε συνεκτίμηση με τα λοιπά στοιχεία που αναφέρθηκαν ανωτέρω, οδηγούν στο συμπέρασμα περί μεθόδευσης κατά την προσπάθεια κάλυψης της εικονικότητας. Η βίαιη δε αποβολή του αρχικού μισθωτή ……….. από το μίσθιο, εκ μέρους της εκκαλούσας, ουδεμία επίδραση ασκεί εν προκειμένω, σύμφωνα και με τα όσα ήδη αναφέρθηκαν. Επομένως, εφόσον αποδείχθηκε ότι αμφότερες οι καταρτισθείσες συμβάσεις μίσθωσης ήταν εικονικές, συνήφθησαν δε προς το σκοπό να παρεμποδιστεί ο ενάγων, στην άσκηση των δικαιωμάτων του στο επίδικο ακίνητο, μόλις αποκτήσει πλήρες δικαίωμα κυριότητας, με σκοπό να ασκεί η εναγομένη την πραγματική διαχείριση, εκμετάλλευση και κάρπωσή του, και πρέπει, σε αρμονία με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, γενομένης δεκτής ως ουσία βάσιμης της αγωγής, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα των μισθωτικών συμβάσεων, λόγω εικονικότητας. Εφόσον λοιπόν η προσβαλλομένη απόφαση στο ίδιο αποτέλεσμα κατέληξε, έστω και με εν μέρει συνοπτικότερες αιτιολογίες, αντικαθισταμένων και συμπληρουμένων από αυτές της παρούσας (άρθρ. 534 ΚΠολΔ), και δέχθηκε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και τα περί αντιθέτου ισχυριζόμενα από την εκκαλούσα, με τους συνολικά εκτιμώμενους λόγους της έφεσής της, απορρίπτονται ως αβάσιμα.

Κατ’ ακολουθίαν όλων όσων αναφέρθηκαν και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και να καταδικαστεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά το νόμιμο αίτημα αυτού (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ, 69 ν. 4194/2013), Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του ηλεκτρονικού παραβόλου, που κατατέθηκε εκ μέρους της εκκαλούσας κατά την κατάθεση της έφεσής της.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 8-5-2018 έφεση αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000,00) €.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παράβολου, που έχει προκαταβληθεί από την εκκαλούσα, στο Δημόσιο Ταμείο.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στον Πειραιά, στις    31.7.2024

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                 Ο ΓPAMMATEAΣ