Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 388/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     388/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από το Γραμματέα Σ.Τ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α.ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Ανδρουλάκη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Εταιρίας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στα …….. Κρήτης, οδός ……… και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Εταιρίας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην ……….., οδός ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Γαρουφαλιά Δάρρα. Β.ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ: 1) Εταιρίας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στα ……. Κρήτης, ………. και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Εταιρίας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην …….., οδός ………….. και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Γαρουφαλιά Δάρρα.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Ανδρουλάκη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.             Ο εκκαλών στην Α έφεση – εφεσίβλητος στη Β έφεση άσκησε την από 22-12-2021 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …../24-12-2021 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, απευθυνόμενη κατά των εκκαλούντων στη Β έφεση – εφεσίβλητων στην Α έφεση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η με αριθ. 43/2023 οριστική απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται: α) ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την κρινόμενη από 30-6-2023 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ……./5-7-2023 και ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ……../7-7-2023 έφεση (υπό στοιχείο Α) και β) οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες με την κρινόμενη από 12-10-2023 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ …………/13-10-2023 και ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ……../2-2-2024 έφεση (υπό στοιχείο Β), οι οποίες ορίσθηκαν να συζητηθούν για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκαν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος – εφεσίβλητου, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος των εκκαλουσών – εφεσίβλητων, αφού έλαβε το λόγο από το Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑΣ

ΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Οι υπό κρίση: α) από 30-6-2023 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ………/5-7-2023 και ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ……../7-7-2023 έφεση των εταιριών 1) «…………….» και 2) «……………..», κατά του ……… (στο εξής: Α έφεση) και β) η από 12-10-2023 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ………./13-10-2023 και ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ………/2-2-2024 έφεση των εφεσίβλητων στην Α έφεση κατά του εκκαλούντος στην ίδια έφεση (στο εξής: Β έφεση), οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης (και δη κατά της με αριθ. 43/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, επί της από 22-12-2021 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …../24-12-2021 αγωγής του εκκαλούντος στην Α έφεση κατά των εφεσίβλητων στην ίδια έφεση / εκκαλουσών στη Β έφεση), είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ). Οι άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό των άνω εφέσεων δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ. 3 του άρθρου 495 Κ.Πολ.Δ,  λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (Εφ.Πειρ. 447/2023, www.efeteio-peir.gr).

2. Ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος, με την προαναφερθείσα από 22-12-2021 αγωγή του, όπως το δικόγραφό της εκτιμάται από το Δικαστήριο, εξέθεσε ότι, δυνάμει προσυμφώνου ναυτολόγησης που καταρτίστηκε στον Πειραιά στις 9 Φεβρουάριου 2020 μεταξύ αυτού και της πρώτης εναγόμενης, ναυτολογήθηκε στο Κερατσίνι για αόριστο χρόνο, ως ναύτης, επί του υπό ελληνική σημαία Ρ/Κ «Π», αριθ. νηολ. Πειραιά …, ΙΜΟ ……, κ.ο.χ. 389, αντί μηνιαίου κλειστού μισθού, ο οποίος, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή, περιλάμβανε βασικό μισθό, επίδομα Κυριακών, υπερωριακή αμοιβή, άδεια, τροφοδοσία και λοιπά επιδόματα, όπως αυτά καθορίζονταν στη Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας Πληρωμάτων Ρυμουλκών πλοίων ετών 2019 – 2020, της οποίας η ισχύς ρητά συμφωνήθηκε όσον αφορά τους όρους αμοιβής και εργασίας του και η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική δυνάμει της Υ.Α. 2242.5-1.9/87292/2019 που δημοσιεύτηκε στο Φ.Ε.Κ. Β’ 4580/13-12-2019. Ότι στο ως άνω πλοίο παρέμεινε ναυτολογημένος έως την 5 Μαρτίου 2021 οπότε η σύμβασή του λύθηκε στον Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου. Ότι για την απασχόλησή του στο ως άνω πλοίο καθ’ όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα δικαιούται για διαφορές αποδοχών του βάσει της άνω συμφωνηθείσας ΣΣΝΕ (βασικό μισθό, επίδομα Κυριακών, επίδομα μερικής τροφοδοσίας, επίδομα εξειδικευμένης εργασίας, άδεια και τροφή άδειας, ενοίκιο, οδοιπορικά, επίδομα τροφοδοσίας, αμοιβή για υπερωριακή εργασία κατά τις αναφερόμενες καθημερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες, κατά τις οποίες απασχολήθηκε υπερωριακά τις αναφερόμενες ώρες ανά αναφερόμενη ημέρα, αμοιβή για μη παροχή ημέρας ανάπαυσης, ειδικό επίδομα ταξιδιών εσωτερικού με τροφοδοσία, έξτρα αμοιβή πληρωμάτων βάσεων και αμοιβή για επιφυλακή ρυμουλκού ασφαλείας λιμένα Πειραιά), το συνολικό ποσό των 64.669,81, ως αναλυτικά εξειδικεύεται κατά τα επιμέρους κονδύλια, έναντι του οποίου του καταβλήθηκε το ποσό των 28.339,44 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται για τις ως άνω αιτίες διαφορά συνολικού ποσού 36.330,37 ευρώ. Ότι υπόχρεη για την καταβολή του ποσού αυτού είναι η πρώτη εναγόμενη, τόσο ατομικά ως πλοιοκτήτρια και εργοδότης του, όσο καθώς και εις ολόκληρο με την πρώτη και η δεύτερη εναγόμενη, κατά τις διατάξεις του 479 Α.Κ, καθόσον αυτή αγόρασε το άνω Ρ/Κ πλοίο με σύμβαση πώλησης, δυνάμει της οποίας της μεταβιβάστηκε αυτό στις 26-7-2021, εν γνώσει της ότι αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της πωλήτριας πρώτης εναγόμενης και ότι δεν καταλείπονταν στην τελευταία άλλα εμφανή και άξια λόγου περιουσιακά στοιχεία. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζήτησε, μετά την παραδεκτή, με τις πρωτόδικες προτάσεις του και με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου i) παραίτησή του από τα κονδύλια καταβολής ενοικίου και οδοιπορικών, ποσών 2.860,00 και 650.00,00 ευρώ αντίστοιχα και ii) μετατροπή από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό κατά ποσοστό κλάσματος ½ του αιτήματός του για έκαστο από τα λοιπά  αγωγικά κονδύλια συνολικού ποσού 32.880,37 ευρώ α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, εις ολόκληρον έκαστη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλλουν για τις άνω αιτίες το συνολικό ποσό των 16.440,18 ευρώ και β) να αναγνωριστεί ότι οι υποχρεούνται ακόμη να του καταβάλουν για τις ίδιες αιτίες υπόλοιπο ποσό 16.440,18 ευρώ, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας απόλυσής του (15-3-2021), άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Ακόμη, ζήτησε να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί για τα αιτούμενα ποσά, να αναγνωριστεί κατ’ άρθρο 207 Κ.Ι.Ν.Δ, ότι το προνόμιο των απαιτήσεών του επί του ανωτέρω Ρ/Κ πλοίου (που μετά την άνω μεταβίβασή του μετονομάσθηκε σε «ΛΣ») εξακολουθεί να υφίσταται έναντι της δεύτερης εναγόμενης και μετά την άνω εκποίησή του, η οποία ενεγράφη στο νηολόγιο στις 26-7-2021 και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στα δικαστικά του έξοδα.

3. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε την αγωγή ως ορισμένη, νόμιμη (πλην του κονδυλίου για επίδομα τροφοδοσίας και του παρεπόμενου αιτήματος για κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής για το αναγνωριστικό μέρος της αγωγής, τα οποία απορρίφθηκαν ως μη νόμιμα) και εν μέρει βάσιμη κατ’ ουσία, υποχρέωσε τις εναγόμενες να καταβάλουν, εις ολόκληρον εκάστη εξ αυτών, στον ενάγοντα ποσό 4.960,62 ευρώ για διαφορές μικτών αποδοχών (βασικού μισθού, επιδόματος Κυριακών, επιδόματος μερικής τροφοδοσίας, επιδόματος εξειδικευμένης εργασίας, άδειας και τροφής άδειας, αμοιβή υπερωριακής εργασίας καθημερινών, Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, αμοιβή για μη παροχή ημέρας ανάπαυσης, ειδικό επίδομα ταξιδιών εσωτερικού με τροφοδοσία και αμοιβή για επιφυλακή ρυμουλκού ασφαλείας λιμένος Πειραιά) βάσει της συμφωνηθείσας άνω ΣΣΝΕ και αναγνώρισε ότι οι εναγόμενες υποχρεούται ακόμη να του καταβάλουν για τις άνω αιτίες υπόλοιπο ποσό 4.960,62 ευρώ, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λήξης της επίδικης εργασιακής σχέσης (6-3-2021). Επίσης, κήρυξε την απόφαση, κατά την ανωτέρω καταψηφιστική διάταξη, προσωρινά εκτελεστή, αναγνώρισε το προνόμιο των απαιτήσεων του ενάγοντος έναντι της δεύτερης εναγόμενης επί του άνω Ρ/Κ πλοίου και μετά την άνω εκποίησή του και καταδίκασε τις εναγόμενες στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, ποσού 500,00 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται τόσο ο ενάγων όσο και οι εναγόμενες με τους λόγους των εφέσεών τους, που συνιστούν παράπονα για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να αναδικαστεί η αγωγή από το Δικαστήριο τούτο και να γίνει δεκτή εν όλω ή να απορριφθεί στο σύνολό της αντιστοίχως. Επιπλέον, η πρώτη εκκαλούσα – εναγόμενη, με τις προτάσεις της, ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν την εκτέλεση της εκκαλουμένης απόφασης, με την επιστροφή σ’ αυτή του ποσού των 4.960,92 ευρώ, κατά το οποίο κηρύχθηκε η τελευταία προσωρινά εκτελεστή, πλέον καταβληθέντων τόκων 847,37 ευρώ, με το νόμιμο τόκο επί του κεφαλαίου των 4.960,92 ευρώ από την επομένη της καταβολής του (13-2-2023). Σημειώνεται εδώ ότι το άνω αίτημα επαναφοράς είναι νόμιμο (άρθρο 914 Κ.Πολ.Δ.), ενώ το παρεπόμενο αίτημα επιδίκασης τόκων είναι νόμιμο από την επίδοση της απόφασης που θα εκδοθεί, εφόσον στο μείζον αίτημα περιλαμβάνεται και το έλασσον, καθόσον, πριν την έκδοση της περί επαναφοράς των πραγμάτων απόφασης δεν υπάρχει απαίτηση για επιστροφή των καταβληθέντων δυνάμει προσωρινά εκτελεστής απόφασης και, κατά τα άρθρα 340, 345 και 346 Α.Κ, απαιτείται επίδοση της απόφασης για να επέλθει όχληση (Εφ.Πειρ. 447/2023, Εφ.Πειρ. 31/2022, Εφ.Πειρ. 593/2021, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά).

4. Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, για να είναι ορισμένη η αγωγή πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζονται στα άρθρο 117-118 του ίδιου κώδικα α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα, για να είναι ορισμένη η αγωγή του απασχολούμενου με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου μισθωτού, με την οποία ζητούνται διαφορές μεταξύ των αποδοχών τις οποίες ο εργαζόμενος δικαιούται, κατ’ εφαρμογή ΣΣΕ ή ΔΑ ή με βάση το νόμο και εκείνων που του καταβλήθηκαν, πρέπει να προσδιορίζονται στην αγωγή, πλην άλλων, οι αποδοχές που αυτός δικαιούται με χωριστή αναφορά στο βασικό μισθό και τα τυχόν επιδόματα που αυτός δικαιούται κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα (Α.Π. 276/2015, Α.Π. 2203/2014, Α.Π. 1133/2010, ιστοσελίδα Αρείου Πάγου). Δεν απαιτείται όμως για το ορισμένο της αγωγής η αναγραφή των ποσών που ο ενάγων μισθωτός τυχόν έλαβε από τον εναγόμενο εργοδότη του χωριστά για κάθε επί μέρους αγωγικό κονδύλιο (βασικός μισθός, επιδόματα κλπ), διότι οι καταβολές αυτές θεμελιώνουν κατά το άρθρο 416 Α.Κ. ένσταση εξόφλησης εκ μέρους του εναγομένου εργοδότη, η δε αναφορά στο δικόγραφο της αγωγής του συνόλου του ληφθέντος ποσού ενέχει καθ’ υποφοράν άρνηση του ισχυρισμού (ένστασης) του εναγομένου εργοδότη περί περαιτέρω καταβολών και δεν καθιστά αόριστη και ως εκ τούτου απαράδεκτη την αγωγή, στην οποία αναφέρονται συνολικές μόνο καταβολές έναντι των αγωγικών αξιώσεων, χωρίς επιμερισμό των καταβολών κατά κονδύλιο. Και τούτο διότι οι καταβολές αυτές αποτελούν μέρος του συνόλου των αξιώσεων του μισθωτού από διάφορες αιτίες που θεμελιώνουν και την ιστορική βάση της αγωγής, από το άθροισμα δε όλων των επίδικων απαιτήσεων του ενάγοντος που θα προκύψουν από την αποδεικτική διαδικασία και αποτελούν το αντικείμενο της διαφοράς, θα αφαιρεθεί το συνολικό ποσό που στην αγωγή αναγράφεται ως καταβληθέν και κατά συνέπεια δεν διώκεται από τον ενάγοντα (Α.Π. 274/2023, Α.Π. 1031/2022, Α.Π. 241/2022, Α.Π. 1242/2020, Α.Π. 424/2018, ιστοσελίδα Αρείου Πάγου). Εξάλλου, αντικείμενο της αξίωσης, άρα και της δίκης για αποδοχές μισθωτού είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, δηλαδή εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών, τις οποίες πρέπει ο εργοδότης να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού. Επομένως, οι γινόμενες από τον εργοδότη σχετικές καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα αυτά ποσά αποδοχών και δεν καθίσταται αόριστο το δικόγραφο της αγωγής αν δεν καθορίζεται σ’ αυτό ότι οι καταβολές αφορούν καθαρά ή ακαθάριστα ποσά (Α.Π. 2101/2022, Α.Π. 2126/2007, ιστοσελίδα Αρείου Πάγου, π.ρ.β.λ. και Α.Π. 346/2019, Α.Π.1645/2018, Α.Π. 723/2011, Α.Π. 2018/2007, ίδια ιστοσελίδα).

5. Με τον πρώτο λόγο της Β έφεσης οι εκκαλούσες παραπονούνται ότι η εκκαλουμένη απόφαση, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου απέρριψε τη νομίμως υποβληθείσα απ’ αυτές πρωτοδίκως ένσταση αοριστίας της αγωγής, καθόσον, καίτοι ο ενάγων επικαλείται  κλειστό μισθό βάσει ΣΣΝΕ και συνολική απαίτηση εξ αυτού 64.669,91 ευρώ, έναντι της οποίας έλαβε από την πρώτη απ’ αυτές συνολικό καθαρό ποσό 28.339,44 ευρώ: Α) δεν αναφέρει  α) το ύψος του κλειστού μισθού που ισχυρίζεται ότι λάμβανε και β) τι ποσό του καταβλήθηκε για κάθε αξίωση που ισχυρίζεται ότι του οφείλεται. Και Β) Υπολογίζει τις μικτές αποδοχές που θεωρεί ότι δικαιούται βάσει της άνω ΣΣΝΕ και αφαιρεί απ’ αυτές το σύνολο των καθαρών αποδοχών που έχει ήδη λάβει βάσει του άρθρου 11 της ΣΣΝΕ, χωρίς καμία ανάλυση των ποσών που έχει λάβει. Ο λόγος αυτός έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος α) κατά το πρώτο μέρος του, διότι, από την επισκόπηση του όλου κειμένου της αγωγής προκύπτει ότι γίνεται επίκληση συμφωνημένου μηνιαίου μισθού, που περιλαμβάνει βασικό μισθό, επίδομα Κυριακών, υπερωριακή αμοιβή, άδεια, τροφοδοσία και λοιπά επιδόματα, όπως αυτά καθορίζονται στην άνω Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ρυμουλκών πλοίων ετών 2019-2020, ενώ για το ορισμένο της αγωγής, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, δεν απαιτείται να αναφέρονται οι καταβολές για κάθε επιμέρους αγωγική αξίωση, αφού αυτές θεμελιώνουν, κατά το άρθρο 416 του ΑΚ, ένσταση εξόφλησης εκ μέρους του εναγόμενου εργοδότη και η τυχόν αναφορά τους στην αγωγή ενέχει καθ’ υποφοράν άρνηση του ισχυρισμού (ένστασης) του εναγόμενου εργοδότη περί περαιτέρω καταβολών, οι οποίες αφαιρούνται από το άθροισμα των επιμέρους αξιώσεων που θα προκύψουν από την αποδεικτική διαδικασία. Και β) κατά το δεύτερο μέρος του διότι, όπως εκτέθηκε στην ανωτέρω νομική σκέψη,  αντικείμενο της αξίωσης, άρα και της δίκης για αποδοχές μισθωτού είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, δηλαδή εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών, τις οποίες πρέπει ο εργοδότης να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού, ενώ οι γινόμενες από τον εργοδότη σχετικές καταβολές, αναφέρονται στα ακαθάριστα αυτά ποσά αποδοχών και δεν καθίσταται αόριστο το δικόγραφο της αγωγής όταν δεν καθορίζεται σ’ αυτό εάν οι καταβολές αφορούν καθαρά ή ακαθάριστα ποσά. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση και απέρριψε την άνω ένσταση αοριστίας της αγωγής που πρόβαλαν οι εναγόμενες, δεν έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος της Β έφεσης των εναγόμενων, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

6. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 223 του Κ.Πολ.Δ. «όταν επέλθει η εκκρεμοδικία είναι απαράδεκτη η μεταβολή του αιτήματος της αγωγής. Κατ’ εξαίρεση μπορεί ο ενάγων με τις προτάσεις εωσότου περατωθεί η δίκη στον πρώτο βαθμό να περιορίσει το αίτημα της αγωγής ..».  Με τη διάταξη αυτή επιτρέπεται, μεταξύ των άλλων, η ολική ή μερική παραίτηση του ενάγοντος από το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής και, έτσι, περιορίζεται η αγωγή στο αναγνωριστικό του δικαιώματος αίτημα, το οποίο υποκρύπτεται στο καταψηφιστικό. Στην περίπτωση αυτή ο περιορισμός του αιτήματος, αν και θεωρείται, κατά τη διάταξη του άρθρου 295 παρ. 1 εδ. β’ Κ.Πολ.Δ, μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής (Ολ. Α.Π. 6/1997 και 5/1997), δεν κρίνεται κατά τις διατάξεις που αφορούν την παραίτηση από το δικόγραφο (άρθρο 297 Κ.Πολ.Δ.), αλλά θα εφαρμοστούν οι διατάξεις, που προβλέπουν ειδικά τη θεμιτή μεταβολή του αιτήματος της αγωγής, με συνέπεια να μην υπόκειται στον διαγραφόμενο, από το άρθρο 297 Κ.Πολ.Δ, τύπο. Κατά συνέπεια, ο περιορισμός του αιτήματος γίνεται με βάση τη διάταξη του άρθρου 223 Κ.Πολ.Δ, η οποία είναι ειδική σε σχέση με εκείνη του άρθρου 297 του ιδίου κώδικα, δηλαδή γίνεται με τις προτάσεις ή όπου δεν είναι υποχρεωτική η υποβολή αυτών, με δήλωση που καταχωρείται στα πρακτικά, άλλως θεωρείται ανίσχυρος και δεν λαμβάνεται υπόψη. Με την παραίτηση, βέβαια, δεν πρέπει να προκαλείται αοριστία ως προς το υπόλοιπο τμήμα της αγωγής, η οποία εμποδίζει την συγκεκριμενοποίηση της διαφοράς, η οποία έχει αχθεί σε δικαστική κρίση. Όταν το αγωγικό αίτημα συντίθεται από περισσότερα κονδύλια, ο περιορισμός του επιχειρείται παραδεκτά μόνον εφόσον διευκρινίζεται σε ποια κονδύλια αφορά ή όταν περιορίζεται κατά σαφή δήλωση του ενάγοντος αναλόγως κατά ποσοστό του όλου αιτήματος και επέρχεται έτσι αντίστοιχη μείωση όλων των κονδυλίων (Ολ ΑΠ 3/2008, Α.Π. 652/2023, Α.Π. 965/2020, Α.Π. 405/2017, Α.Π. 291/2015, Α.Π. 1817/2014, Α.Π. 1079/2013, ιστοσελίδα Αρείου Πάγου).

7. Με το δεύτερο λόγο της Β έφεσης οι εκκαλούσες παραπονούνται ότι η εκκαλουμένη απόφαση, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου απέρριψε τη νομίμως υποβληθείσα απ’ αυτές πρωτοδίκως ένσταση απαραδέκτου της αγωγής λόγω αοριστίας επειδή ο ενάγων,  με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με τις πρωτόδικες προτάσεις του, περιόρισε από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό κάθε κονδύλι της αγωγής κατά ποσοστό κλάσματος ½, καίτοι δεν ζητεί με την αγωγή την καταβολή κάποιου ποσού ανά κονδύλι, αλλά παραθέτει όλες τις αποδοχές που δικαιούται βάσει της ΣΣΝΕ για όλο το διάστημα της ναυτολόγησής του, πλέον υπερωριών, επιδόματος έξτρα αμοιβής πληρωμάτων βάσεων, επιδόματος ταξιδίων εσωτερικού κ.λ.π. τα οποία θεωρεί ότι δικαιούται και αφαιρεί απ’ αυτές το συνολικό καθαρό ποσό αποδοχών που έχει λάβει, χωρίς ανάλυση αυτού ανά κονδύλι. Όμως, ο άνω περιορισμός του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό, παρά τα άνω υποστηριζόμενα από τις εναγόμενες, είναι παραδεκτός, κατά τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη και δεν δημιουργείται αοριστία εξ’ αυτού, διότι με την άνω σαφή δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του ενάγοντος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με τις πρωτόδικες προτάσεις της, περιορίστηκε αναλόγως κατά ποσοστό το όλο αίτημα της αγωγής και επήλθε έτσι αντίστοιχη μείωση όλων των κονδυλίων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ομοίως και απέρριψε την άνω ένσταση αοριστίας της αγωγής που πρόβαλαν οι εναγόμενες, δεν έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της Β έφεσης των εναγόμενων, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

8. Απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 Κ.Πολ.Δ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται στη συνέχεια, χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς (Α.Π. 983/2021, ιστοσελίδα Αρείου Πάγου), την υπ’ αριθ. ……/26-9-2022 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ……….. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά και την υπ’ αριθ. ……../26-9-2022 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ………. ενώπιον της συμβολαιογράφου Νεάπολης Βοιών Λακωνίας ……….., οι οποίες λήφθηκαν με πρωτοβουλία του ενάγοντος μετά από νομότυπη (άρθρα 421, 422 Κ.Πολ.Δ.) κλήτευση των εναγόμενων (βλ. τις υπ’ αριθ. ………./21-9-2022 και ……../21-9-2004 εκθέσεις επίδοσης του  δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Θράκης, με έδρα το Πρωτοδικείο Αλεξ/λης, ……….), την υπ’ αριθ. …………/4-10-2022 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ………. ενώπιον της συμβολαιογράφου Χανίων ……….. και την υπ’ αριθ. ………../4-10-2022 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ………… ενώπιον της ιδίας άνω συμβολαιογράφου, οι οποίες λήφθηκαν με πρωτοβουλία της πρώτης εναγόμενης, μετά από νομότυπη (άρθρα 421, 422 Κ.Πολ.Δ.) κλήτευση του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθ. ……../28-9-2022 έκθεση επίδοσης του  δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιά, . …………), προς αντίκρουση ισχυρισμών του ενάγοντος που προτάθηκαν το πρώτον στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πριν τη συζήτηση της υπόθεσης (άρθρο 422 αριθ. 2 Κ.Πολ.Δ.), χωρίς το γεγονός ότι οι άνω μάρτυρες του ενάγοντος τυγχάνουν αντίδικοι των εναγόμενων επειδή έχουν ασκήσει εναντίον της άλλη, δική τους, αγωγή με παρόμοιο αντικείμενο, να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (Εφ.Πειρ. 543/2022, Εφ.Πειρ. 509/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 149/2022, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενες, οι οποίες άλλωστε προσκομίζουν και επικαλούνται ένορκες βεβαιώσεις ναυτικών που βρίσκονται σε σχέση (εργασιακής) εξάρτησης από την πρώτη απ’ αυτές, σε συνδυασμό, τέλος, με τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους όπου εκτίθεται παρακάτω και εκτιμώνται σύμφωνα με τα άρθρα 261 εδ.β, 352 παρ.1 και 591 παρ.1 Κ.Πολ.Δ, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε μεταξύ του ενάγοντα, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, και της πρώτης εναγομένης, ο ενάγων στις 9-2-2020 ναυτολογήθηκε στο Κερατσίνι με την ειδικότητα του ναύτη στο υπό ελληνική σημαία Ρ/Κ πλοίο Π, αριθ. νηολ. Πειραιά …., ΙΜ0 ……, κ.ο.χ. 389, αντί μηνιαίων αποδοχών που προβλέπονταν από τη Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας Πληρωμάτων Ρυμουλκών πλοίων ετών 2019-2020 και απασχολήθηκε στο ως άνω πλοίο έως τις 5-3-2021, οπότε η σύμβασή του λύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου. Σύμφωνα με την άνω Σ.Σ.Ν.Ε, η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική με την Υ.Α. 2242.5-1.9/87292/2019 (Φ.Ε.Κ. Β’ 4580/13-12-2019), ο ενάγων δικαιούταν να λαμβάνει ως τακτικές (μικτές) μηνιαίες αποδοχές: Βασικό μισθό 1.392,36 ευρώ, επίδομα μερικής τροφοδοσίας 83,54 ευρώ (άρθρο 2 ΣΣΝΕ), επίδομα εξειδικευμένης εργασίας 69,61 ευρώ (άρθρο 2 ΣΣΝΕ), επίδομα Κυριακών 306,31 ευρώ (άρθρο 7 ΣΣΝΕ), αποδοχές αδείας 494,56 ευρώ (άρθρο 8 ΣΣΝΕ) και τροφή αδείας 69,20 ευρώ (8,65 ευρώ ανά ημέρα Χ 8 ημέρες) (άρθρο 8 ΣΣΝΕ) = 2.415,58 ευρώ και όχι 2.410,38 ευρώ, όπως εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα, κατόπιν υπολογισμού της τροφής αδείας σε ποσό 64,00 ευρώ αντί του άνω ορθού ποσού των 69,20 ευρώ. Επειδή όμως το σφάλμα αυτό δεν πλήττεται με λόγο έφεσης, το άνω ποσό των 2.410,38 ευρώ που δέχθηκε η εκκαλουμένη λογίζεται ως το σύνολο των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του ενάγοντος. Σημειώνεται ότι στις τακτικές (μικτές) μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος δεν περιλαμβάνεται ποσό 220,00 ευρώ για έξοδα ενοικίου ούτε ποσό 50,00 ευρώ για έξοδα οδοιπορικών, καθώς αυτός παραιτήθηκε από τα σχετικά κονδύλια της αγωγής του με τις πρωτόδικες προτάσεις του και με σχετική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Εκ του περισσού προστίθεται εδώ για τα κονδύλια αυτά ότι ο ενάγων δεν εκθέτει και αναγκαία στοιχεία που να τα θεμελιώνουν για την κατηγορία του συγκεκριμένου Ρ/Κ, καθώς δεν επικαλείται κατ’ άρθρο 15 παρ. 2α’ της άνω ΣΣΝΕ ότι το Ρ/Κ αυτό «απασχολείτο αποκλειστικά και προσέφερε βοηθητικές υπηρεσίες στην κατασκευή ή την εκμετάλλευση σε έργα {κατασκευές λιμένων, προσχώσεις, μόλοι, προβλήτες, σήραγγες, γέφυρες, διώρυγες, κ.λ.π.} τα οποία ανήκουν ή διαχειρίζονται διάφορες ιδιωτικές εργοληπτικές εταιρίες»). Ακόμη, στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος δεν περιλαμβάνεται ποσό 259,60 για επίδομα τροφοδοσίας που δεν του παρέχονταν σε είδος, καθώς τέτοιο επίδομα δεν προβλέπεται από την άνω ΣΣΝΕ για ναυτικούς που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στην έδρα Ρ/Κ πλοίου όπως ο ενάγων, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στη συνέχεια, στην παράγραφο 14 της παρούσας, παρά μόνο επίδομα μερικής τροφοδοσίας (άρθρο 2 παρ. 1) και αντίτιμο τροφής σε περίπτωση νοσηλείας εκτός νοσοκομείου ή κλινικής, ατυχήματος ή χειρουργικής επέμβασης (άρθρο 12), περιπτώσεις που  ούτε εκτίθεται ούτε αποδείχθηκε ότι συντρέχουν εν προκειμένω. Επομένως, είναι αβάσιμα και απορριπτέα τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον πρώτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος για τα ανωτέρω αιτούμενα κονδύλια. Κατόπιν τούτων, για όλο το άνω χρονικό διάστημα της απασχόλησής του ο ενάγων έπρεπε να λάβει για τις άνω αιτίες συνολικό ποσό {[(2.410,38 / 30) Χ 21 =] 1.687,27 + (2.410,38 X 12=) 28.924,56 +[(2.410,38/30)Χ 5=] 401,73 =} 31.013,56 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού του καταβλήθηκε για όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα της απασχόλησής του, όπως προκύπτει από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την πρώτη εναγόμενη μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής αποδοχών του, σε συνδυασμό με τα προσκομιζόμενα παραστατικά μεταφοράς στο λογαριασμό του, το συνολικό ποσό των (17.630,21 ευρώ για βασικό μισθό + 1.057,81 ευρώ για επίδομα μερικής τροφοδοσίας + 881,53 ευρώ για επίδομα εξειδικευμένης εργασίας + 3,881,06 ευρώ για επίδομα Κυριακών + 6.262,26 ευρώ για αποδοχές αδείας + 810,30 ευρώ για αντίτιμο τροφής αδείας=) 30.523,17 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε «μικτές αποδοχές», και ως τέτοιο πρέπει να αφαιρεθεί, κατά τα διαλαμβανόμενα ειδικότερα στην σχετική προηγηθείσα νομική σκέψη, από το ανωτέρω συνολικό ποσό των 31.013,56 ευρώ που επίσης αντιστοιχεί σε «μικτές αποδοχές». Συνεπώς, γενομένης δεκτής και ως κατ’ ουσία βάσιμης της σχετικής ένστασης της πρώτης εναγόμενης ως προς το ποσό αυτό, εξακολουθεί να οφείλεται στον ενάγοντα το ποσό των (31.013,56 – 30.523,17 =) 490,39 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση όσον αφορά τις άνω οφειλόμενες τακτικές αποδοχές του ενάγοντος, δεν έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι αβάσιμα και απορριπτέα τα αντίθετα υποστηριζόμενα απ’ αυτόν με τον πρώτο λόγο της έφεσής του.

9. Εξάλλου, ο ενάγων εργαζόταν χειρωνακτικά μαζί με άλλον ένα ναύτη και κατά τη ρυμούλκηση των πλοίων προσέγγιζε στην πρύμνη του ρυμουλκούμενου και ανάλογα με τις οδηγίες που δεχόταν, είτε έριχνε τον κάβο του ρυμουλκού που ήταν δεμένος στον γάντζο, είτε στερέωνε τον κάβο του ρυμουλκούμενου πλοίου στον γάντζο του ρυμουλκού, προκειμένου να δεθεί το ρυμουλκούμενο πάνω στο ρυμουλκό, να ρυμουλκηθεί και να δεθεί στην προβλήτα μέσα στο λιμάνι, ενώ όταν το πλοίο ήταν σε αναμονή ρυμούλκησης πραγματοποιούσε εργασίες συντήρησης, ματσακόνια, βαψίματα κλπ. Κατά δε την επιστροφή του ρυμουλκού στην έδρα του, πραγματοποιούσε εργασίες πρόσδεσης του ρυμουλκού στην προβλήτα, συλλογής και τακτοποίησης των εργαλείων, κ.λ.π. Ωστόσο, όπως αποδεικνύεται από το ημερολόγιο του πλοίου, ο ενάγων δεν απασχολήθηκε υπερωριακά μισή ώρα το πρωί, και επιπλέον μισή ώρα μετά την επιστροφή του ρυμουλκού στη βάση του, κατά τις κάτωθι ημερομηνίες, ήτοι στις 10/2, 19/2, 23/2, 25/2, 5/3, 12/3, 24/3, 3/4, 22/4, 2/5, 4/5, 5/5, 7/5, 8/5, 12/5, 13/5, 18/5, 20/5, 21/5, 22/5, 25/5, 26/5, 27/5, 29/5, 4/6, 8/6, 9/6, 15/6, 16/6, 23/6, 24/6, 25/6, 26/6, 29/6, 6/7, 7/7;8/7, 13/7, 15/7, 16/7, 20/7, 29/7, 3/8, 4/8, 6/8, 9/8, 10/8, 11/8, 12/8, 17/8,18/8, 19/8, 25/8, 26/8, 28/8, 2/9, 3/9, 4/9, 7/9, 9/9, 10/9, 11/9, 15/9, 17/9, 22/9, 23/9, 24/9, 25/9, 27/9, 30/9, 1/10, 2/10, 5/10, 6/10, 7/10, 8/10, 9/10, 12/10, 13/10, 14/10, 15/10, 16/10, 21/10, 22/10, 23/10, 27/10, 3/11, 4/11, 5/11, 6/11, 18/11, 20/11, 23/11, 26/11, 27/11, 30/11, 1/12, 2/12, 4/12, 7/12, 9/12, 10/12, 11/12, 18/12, 21/12, 28/12, 29/12, 30/12, 31/12, 3/1/2021, 4/1/, 6/1, 8/1,  11/1, 12/1, 13/1, 14/1, 18/1, 21/1, 22/1, 27/1, 28/1, 1/2, 2/2, 3/2, 4/2, 5/2, 8/2, 10/2, 11/2, 14/2, 16/2, 17/2, 23/2, 1/3, 2/3, 4/3, 5/3, και, συνεπώς, πρέπει το σχετικό κονδύλι για υπερωριακή του απασχόληση, κατά τις ανωτέρω ημερομηνίες, να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ’ ουσία. Σημειώνεται δε, εξάλλου, ότι, σύμφωνα με το ημερολόγιο του πλοίου, για ορισμένες εκ των ανωτέρω ημερομηνιών (ενδεικτικά στις 13/2, 27/2, 28/2, 10/3, 11/3, 17/3, 27/3, 30/3, 31/3, 1/4, 2/4, 6/4, 14/4, 15/4, 16/4, 21/4, 27/4, 28/4, 29/4, 30/4 και 11/5) δεν προκύπτει απόπλους, άρα και εργασίες ρυμούλκησης, που θα απαιτούσαν την επικαλούμενη από τον ενάγοντα υπερωριακή εργασία του για μία ώρα για την αιτία αυτή, ενώ, σε κάθε περίπτωση από τις εγγραφές στο ημερολόγιο του πλοίου, προκύπτει ότι οι απαιτούμενες εργασίες για συντήρηση του πλοίου ή προετοιμασίας απόπλου αναγράφονται σε αυτό. Αντίθετα, από το ημερολόγιο του πλοίου προκύπτει ότι ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά την αιτούμενη μία ώρα τις κάτωθι καθημερινές, ήτοι στις 10/2, 24/3, 4/5, 8/5, 24/6, 9/8, 18/11, 4/12, 7/12/2020, 12/1/2021, 11/2, 14/2/2021 και δικαιούται, επομένως, για υπερωριακή απασχόληση μίας ώρας κατά τις ανωτέρω 12 καθημερινές, το ποσό των (12 X 10,66=) 127,92 ευρώ. Εξάλλου, στις 17.02.2020, 17.06.2020 και 26.02.2021, οπότε το άνω Ρ/Κ πλοίο πραγματοποίησε ταξίδι, ο ενάγων δικαιούταν ειδικού επιδόματος ταξιδιού και δεν δικαιούται οποιασδήποτε άλλης υπερωριακής αμοιβής, κατ’ άρθρο 13 της Σ.Σ.Ε, απορριπτομένου του σχετικού αιτήματός του για τις ως άνω ημερομηνίες. Κατά τα λοιπά, ο ενάγων εργάσθηκε υπερωριακά κατά μέσο όρο επί 3 ώρες ημερησίως πέραν του οκτάωρου κατά τις παρακάτω καθημερινές ημέρες: 11/2/2020, 19/3/2020, 6/5/2020, 19/5/2020, 10/6/2020, 24/6/2020, 5/8/2020, 7/8/2020, 16/8/2020, 20/8/2020, 8/9/2020, 28/9/2020, 4/10/2020, 20/10/2020, 2/11/2020, 18/11/2020, 25/11/2020, 27/11/2020, 4/12/2020, 14/12/2020, 16/12/2020,17/12/2020, 24/12/2020, 20/1/2021, 25/1/2021, 11/2/2021, 15/2/2021, 19/2/2021, 22/2/2021, 3/3/2021. Για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ανωτέρω συνολικά 30 ημέρες, δικαιούται το ποσό των [(30 Χ 3) X 10,66=] 959,40 ευρώ. Επιπλέον, κατά τις κατωτέρω καθημερινές, ήτοι στις 6/3/2020, 9/3/2020, 26/3/2020, 7/4/2020, 10/4/2020, 15/5/2020, 27/7/2020, 1/9/2020, 21/9/2020, 17/10/2020, 19/11/2020, 3/12/2020, ο ενάγων εργάσθηκε υπερωριακά κατά μέσο όρο επί 5 ώρες ημερησίως πέραν του οκτάωρου, και, συνεπώς, δικαιούται το συνολικό ποσό των [(12 X 5) X 10,66=] 639,60 ευρώ, ενώ στις 9/11/2020, οπότε το ρυμουλκό πραγματοποίησε ταξίδι, ο ενάγων δικαιούταν ειδικού επιδόματος ταξιδιού και δεν δικαιούται οποιασδήποτε άλλης υπερωριακής αμοιβής, κατ’ άρθρο 13 της Σ.Σ.Ε, απορριπτομένου του σχετικού αιτήματός του για την ημερομηνία αυτή. Ωστόσο, δεδομένης της συνομολόγησης εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης περισσότερων ωρών υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, κατά τις ανωτέρω ημερομηνίες, ποσού 671,58 ευρώ, ο τελευταίος δικαιούται το ποσό των 671,58 ευρώ για την αιτία αυτή. Εξάλλου, κατά τις κατωτέρω καθημερινές, ήτοι στις 13/3/2020, 18/3/2020, 8/4/2020, 9/4/2020, 30/7/2020, 27/8/2020, 19/1/2021 και 12/2/2021, ο ενάγων εργάσθηκε υπερωριακά κατά μέσο όρο επί 7,5 ώρες ημερησίως πέραν του οκτάωρου και συνεπώς δικαιούται το συνολικό ποσό των [(10 X 7,5) X 10,66=] 799,50 ευρώ, ενώ κατά τις καθημερινές της 10ης /4/2020, 13/4/2020, 13/8/2020, 31/8/2020 και 9/2/2021 εργάσθηκε υπερωριακά κατά μέσο όρο επί 10 ώρες ημερησίως πέραν του οκτάωρου και συνεπώς δικαιούται το συνολικό ποσό των [(10X5) X 10,66=] 533,00 ευρώ. Επιπλέον, για τη νυχτερινή εργασία που ο ενάγων παρείχε, κατά τις ως άνω τελευταίες 5 ημέρες, από ώρα 22:00 έως ώρα 00:00, ήτοι 2 ώρες ημερησίως, δικαιούται το ποσό των [(2X5) X 10,66] 106,60 ευρώ (άρθρο 4δ ΣΣΝΕ). Περαιτέρω, ο ενάγων εργάσθηκε υπερωριακά κατά τα παρακάτω Σάββατα, Κυριακές, εορτές και αργίες, και ειδικότερα: α) Κατά το Σάββατο 14/2/2020 9 ώρες (σημειώνεται σε κάθε περίπτωση ότι από το ημερολόγιο του πλοίου δεν προκύπτει απασχόληση από 06:00 έως 07:30, ήτοι μία ώρα και 30 λεπτά, όπως υποστηρίζει η πρώτη εναγομένη, καθώς η σχετική σημείωση στις 07:30 αναφέρει «πέρας κινήσεως» του αναφερόμενου πλοίου και όχι πέρας εργασιών και αποδέσμευση του πληρώματος), το Σάββατο 7/3/2020 8 ώρες, το Σάββατο 21/3/2020 24 ώρες, το Σάββατο 25/4/2020 περί τις 8 ώρες, το Σάββατο 30/5/2020 14 ώρες, το Σάββατο 19/9/2020 6 ώρες, το Σάββατο 28/11/2020 3 ώρες, το Σάββατο 12/12/2020 9 ώρες, το Σάββατο 19/12/2020 4 ώρες, το Σάββατο 30/1/2021 6 ώρες, το Σάββατο 13/2/2021 6 ώρες, το Σάββατο 27/2/2021 18 ώρες, και συνεπώς δικαιούται για την συνολική εργασία του 115 ωρών (εκ των οποίων η πρώτη εναγομένη συνομολογεί την υπερωριακή του εργασία για 106 ώρες) επί 12,68 το ωρομίσθιο, το ποσό των 1.458,20 ευρώ, β) Την Κυριακή 8/3/2020 5 ώρες άνω του οκταώρου, την Κυριακή 15/3/3020 11 ώρες άνω του οκταώρου, την Κυριακή 22/3/20 10 ώρες άνω του οκταώρου, και την Κυριακή 13/2/2021 6 ώρες άνω του οκταώρου, ήτοι εργάσθηκε συνολικά 32 ώρες, τις οποίες, σημειωτέον, συνομολογεί η πρώτη εναγομένη, επί 12,68 ευρώ την ώρα, ήτοι συνολικά το ποσό των 405,76 ευρώ, ενώ η Κυριακή 9/2/2020 ήταν αργία (βλ. ημερολόγιο πλοίου), απορριπτομένου ως κατ’ ουσία αβάσιμου του σχετικού αιτήματος του κατά την ημερομηνία αυτή, γ) κατά τις εορτές του Αγίου Γεωργίου 23/4/2020 εργάσθηκε 9 ώρες, στις 28 Οκτωβρίου 2020 6 ώρες, την 1η/1/2021 8 ώρες, και στις 5/1/2021 8 ώρες, ήτοι συνολικά 31 ώρες εορτών (εκ των οποίων η πρώτη εναγομένη συνομολογεί την υπερωριακή του απασχόληση για 29 ώρες), για τις οποίες δικαιούται το συνολικό ποσό των 235,67 ευρώ. Ήτοι, για την ανωτέρω υπερωριακή απασχόληση ο ενάγων δικαιούται ποσό (127,92 + 959,40 + 671,58 + 799,50 + 533 + 106,60 + 1.458,20 + 405,76 + 235,67=) 5.297,63 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση όσον αφορά τις ώρες υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος και τα ποσά υπερωριακής αμοιβής που δικαιούται κατά τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, δεν έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι αβάσιμα και απορριπτέα τα αντίθετα υποστηριζόμενα απ’ αυτόν με το δεύτερο λόγο της έφεσής του.

10. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 416, 417 παρ. 1 και 424 εδ. α’ Α.Κ. συνάγεται ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, δηλαδή με εκπλήρωση της παροχής που αποτελεί το αντικείμενό της. Σε περίπτωση προβολής από τον οφειλέτη της ένστασης καταβολής (εξόφλησης), πρέπει αυτός να επικαλεστεί και να αποδείξει  την παροχή που καταβλήθηκε. Αν πρόκειται για χρηματική παροχή, πρέπει, για το ορισμένο της ένστασης, να αναφέρει τόσο στο συνολικό ποσό, όσο και τα επί μέρους κονδύλια τα οποία το απαρτίζουν, την αιτία, καθώς και τον χρόνο καταβολής, όχι, όμως, και τον ισχυρισμό ότι η καταβολή αφορά το επίδικο χρέος, το οποίο εξυπακούεται (Α.Π. 920/2023, Α.Π. 1004/2017, Α.Π. 575/2015, Α.Π. 1522/2011, ιστοσελίδα Α.Π.). Η ένσταση αυτή, με περιεχόμενο τη δήλωση του εναγομένου, καθώς και την επίκληση απ’ αυτόν σχετικής έγγραφης απόδειξης του μισθωτού περί του ότι πληρώθηκε όλες τις απαιτήσεις του, χωρίς να γίνεται ειδικότερα ανάλυση του ποσού που καταβλήθηκε για την κάθε μία αιτία, είναι αόριστη, έστω και αν αναφέρεται το καταβληθέν συνολικό ποσό. Εκτός και αν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, οπότε είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος ως προς το αν η καταβολή ήταν πλήρης και έγινε απόσβεση του σχετικού χρέους. Τούτο όμως δεν συμβαίνει όταν ασκούνται με την αγωγή αξιώσεις από τη σύμβαση εργασίας και προσκομίζεται από τον εργοδότη έγγραφη απόδειξη του εργαζομένου περί καταβολής σ’ αυτόν συνολικού ποσού, που καλύπτει κατά ένα μέρος τις αγωγικές αξιώσεις, χωρίς να αναφέρει την κάθε αιτία και το επί μέρους ποσό, που καταβλήθηκε γι’ αυτή. Διότι στην εν λόγω περίπτωση δεν αποκλείεται να καταβλήθηκε το ποσό αυτό προς εξόφληση άλλων αξιώσεων του εργαζομένου που δεν περιλήφθηκαν στην αγωγή, γιατί μόνο με αυτές τις διευκρινίσεις είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος και η προστασία του εργαζομένου από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελαχίστων ορίων αποδοχών (άρθρα 3, 174, 679 Α.Κ, 8 ν. 2112/1920, 8 παρ. 4 ν.δ. 4020/1959). Άλλωστε, για το λόγο αυτό με τα άρθρα 18 παρ. 1 ν. 1082/1980 και 26 παρ. 9 περ. ε’ α.ν.1846/1951, όπως η περ. ε’ προστέθηκε με το άρθρο 20 παρ. 2 ν. 1469/1984, επιβάλλεται στους εργοδότες η υποχρέωση να χορηγούν, εφόσον πρόκειται περί φυσικών ή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού τους, εκκαθαριστικό σημείωμα ή, σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος, ανάλυση μισθοδοσίας. Και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να απεικονίζονται αναλυτικά οι πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού, καθώς και οι κρατήσεις που έγιναν σ’ αυτές (Α.Π. 701/2023, Α.Π. 1623/2022, Α.Π. 415/2021, Α.Π. 123/2020, Α.Π. 667/2019, ιστοσελίδα Α.Π.). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 424 Α.Κ. ο οφειλέτης, καταβάλλοντας έχει το δικαίωμα να απαιτήσει έγγραφη εξοφλητική απόδειξη και, αν εξοφλήσει ολοσχερώς, απόδοση του χρεωστικού εγγράφου. Από την απόδοση του χρεωστικού εγγράφου τεκμαίρεται η εξόφληση του χρέους. Στο κείμενο της απόδειξης πρέπει να προσδιορίζεται αναλυτικά, το είδος της παροχής που καταβλήθηκε και η αιτία της καταβολής, άλλως η απόδειξη είναι αόριστη (Α.Π. 1218/2020, Α.Π. 24/2000, Α.Π. 1537/2013, ιστοσελίδα Α.Π.).

11. Με τον τρίτο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του, η πρώτη εναγόμενη – εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την ένσταση εξόφλησης που είχε υποβάλει ως προς το κονδύλι αμοιβής για υπερωριακή εργασία, ενώ εάν ορθώς εφάρμοζε το νόμο και εκτιμούσε τα αποδεικτικά μέσα, θα είχε δεχθεί τον παραδεκτά και νόμιμα προβληθέντα ισχυρισμό της περί πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης του παραπάνω κονδυλίου. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι η πλημμέλεια της εκκαλουμένης οφείλεται στο γεγονός ότι, ενώ πλήρως αποδεικνύεται από τις ενσωματωμένες στην έφεση και στις προτάσεις της 14 αποδείξεις πληρωμής μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος για τους μήνες Φεβρουάριο 2020 έως και Μάρτιο 2021, ότι αυτός εισέπραξε για αποδοχές αυτού 37.393,03 ευρώ «μικτά», άλλως, όπως και ο ίδιος ομολογεί, 28.339,44 ευρώ καθαρά, παρά ταύτα η εκκαλουμένη αφαίρεσε μόνο το καταβληθέν άνω ποσό των 30.523,17 ευρώ μικτά από τη διαφορά αποδοχών βάσει της ΣΣΝΕ (βασικό μισθό + επίδομα μερικής τροφοδοσίας + επίδομα εξειδικευμένης εργασίας + επίδομα Κυριακών + αποδοχές αδείας + αντίτιμο τροφής), ενώ δεν αφαίρεσε το υπόλοιπο καταβληθέν ποσό των 6.869,86 ευρώ μικτά από το άνω ποσό που αναγνώρισε ότι οφείλεται στον ενάγοντα για αμοιβή υπερωριακής εργασίας. Διευκρινίζει δε ότι, με βάση τις άνω αποδείξεις πληρωμής αποδοχών του ενάγοντος, το επιπλέον καταβληθέν σ’ αυτόν άνω ποσό των 6.869,86 ευρώ αναλύεται ως εξής: 1.013,21 ευρώ υπερωρίες για 21 ημέρες Φεβρουαρίου 2020 (2.627,03 ευρώ – 1.613,84 ευρώ), 1.497,06 ευρώ υπερωρίες Μαρτίου 2020 (3.142,95  ευρώ – 2.305,49 ευρώ), 107,00 ευρώ υπερωρίες Μαϊου 2020 (2.412,70 ευρώ – 2.305,49 ευρώ), 107,21 ευρώ υπερωρίες Ιουνίου 2020 (2.412,70 ευρώ – 2.305,49 ευρώ), 429,09 ευρώ υπερωρίες Ιουλίου 2020 (2.902,50 ευρώ – 2.410,41 ευρώ), 20,18 ευρώ υπερωρίες Αυγούστου 2020 (2.430,59 ευρώ – 2.410,41 ευρώ), 330,00 ευρώ υπερωρίες Σεπτεμβρίου 2020 (2.740,85 ευρώ – 2.410,41 ευρώ), 289,59 ευρώ υπερωρίες Οκτωβρίου 2020 (2.700,02 ευρώ – 2.410,41 ευρώ), 942,43 υπερωρίες Νοεμβρίου 2020 (3.352,84 ευρώ – 2.410,41 ευρώ), 273,28 ευρώ υπερωρίες Δεκεμβρίου 2020 (2.683,69 ευρώ – 2.40,41 ευρώ), 374,58 ευρώ υπερωρίες Ιανουαρίου 2021 (2.784,99 ευρώ – 2.410,41 ευρώ) και 583,41 ευρώ υπερωρίες Φεβρουαρίου 2021 (2.993,82 ευρώ – 2.410,41 ευρώ). Ο λόγος έφεσης αυτός, με τον οποίο η πρώτη εκκαλούσα – εναγόμενη επαναφέρει την ένσταση εξόφλησης του άνω κονδυλίου αμοιβής υπερωριακής εργασίας, δια της καταβολής του μεγαλύτερου ποσού των 6.869,86 ευρώ που είχε προτείνει ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ’ ουσία, είναι ορισμένος, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον ενάγοντα με τις προτάσεις του, καθώς αναφέρεται το ποσό που καταβλήθηκε στον ενάγοντα ανά ειδικότερο κονδύλι της αγωγής – αιτία της καταβολής, καθώς και ο χρόνος κάθε επιμέρους καταβολής, ενώ είναι και νόμιμος, σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρονται στην ανωτέρω νομική σκέψη. Περαιτέρω, όμως, με βάση το εισφερθέν άνω αποδεικτικό υλικό, δεν αποδεικνύεται και βάσιμος κατ’ ουσία. Και τούτο διότι, στις επικαλούμενες από την πρώτη εναγόμενη – εκκαλούσα αποδείξεις πληρωμής αποδοχών του ενάγοντος για το επίδικο χρονικό διάστημα, προς απόδειξη ότι το καταβληθέν άνω συνολικό ποσό των 6.867,04 ευρώ έγινε σε εξόφληση του οφειλόμενου άνω ποσού των 5.297,63 ευρώ για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, δεν υπάρχει αιτιολογία για καταβολή αμοιβής υπερωριών για το ανωτέρω ή για οποιοδήποτε άλλο ποσό, καταβολή που σε κάθε περίπτωση ο ενάγων αρνείται ότι έλαβε χώρα σε εξόφληση της άνω οφειλής. Η προκύπτουσα στις ανωτέρω αποδείξεις πληρωμής διαφορά μεταξύ του νόμιμου προβλεπόμενου από τη ΣΣΕ μισθού, με τον οποίο είχε συμφωνηθεί η πληρωμή του, ως η ίδια η πρώτη εναγόμενη συνομολογεί με τις προτάσεις της, και μεγαλύτερου ποσού, μη σταθερού μηνιαίως, αναφερόμενου ως «συμφωνηθέντος μισθού» που εκάστοτε καταβαλλόταν, δε μπορεί να καταλογισθεί στις υπερωρίες του, καθώς δεν προκύπτει ότι δόθηκε έναντι αυτών, ούτε, εξάλλου, γίνεται επίκληση ή προκύπτει συμφωνία περί καταλογισμού του στις υπερωρίες του. To αντίθετο δεν δύναται να συναχθεί από τις καταθέσεις των μαρτύρων της πρώτης εναγόμενης – εκκαλούσας, εκ των οποίων ο …………… εμφανίζει την άνω διαφορά ως το επιπλέον ποσό των προβλεπόμενων από την οικεία ΣΣΝΕ αποδοχών που συμφωνεί ο ναυτικός με τον πλοίαρχο για υπερωρίες / επιφυλακή / εσωτερικά ταξίδια, ο δε ……………. καταθέτει μόνο ότι συμφωνηθείσες αποδοχές του ενάγοντος ήταν οι προβλεπόμενες από την οικεία ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ρυμουλκών Πλοίων, πλέον υπερωριών, επιφυλακών που πράγματι θα εκτελούνταν. Σε κάθε περίπτωση, δεν δικαιολογείται αδυναμία της πρώτης εναγόμενης εργοδότριας να έχει στην κατοχή της αποδείξεις πληρωμής αποδοχών του ενάγοντος με σαφή αναγραφή αιτίας «υπερωρίες», οι οποίες να είναι πρόσφορες να αποδείξουν προσήκουσα καταβολή και εξόφληση της άνω οφειλόμενης σχετικής πρόσθετης αμοιβής και δεν αρκεί μόνη η επικαλούμενη απ’ αυτήν αδυναμία να εξηγηθεί τι αφορά το καταβληθέν στον ενάγοντα επιπλέον ποσό των 6.867,04 ευρώ ώστε να καταλογιστεί αυτό στην άνω οφειλόμενη αμοιβή για υπερωριακή εργασία. Ας προστεθεί εδώ εκ του περισσού και ότι, τυχόν καταβολή πρόσθετου χρηματικού ποσού μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικίες Σ.Σ.Ν.Ε. αποδοχές, μόνο όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί του καταλογισμού αυτού στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές, γεγονός που δεν επικαλούνται εν προκειμένω οι διάδικοι, ούτε, εξάλλου, προέκυψε από τις αποδείξεις. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο, ορισμένως και ειδικώς, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας, έτσι, μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (Α.Π. 1013/2003, Α.Π. 225/2002,  Εφ.Πειρ. 485/2022, Εφ.Πειρ. 173/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 72/2019, Εφ.Πειρ. 588/2018, Εφ.Πειρ. 213/2016, Εφ.Πειρ. 441/2015, Εφ.Πειρ. 465/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κοροτζή, «Ναυτικό Δίκαιο, τ. 1ος, υπ’ άρθρο 60, σ. 326).  Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του επίσης απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσία την ένσταση εξόφλησης της πρώτης εναγόμενης ως προς το κονδύλι αμοιβής υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος, έστω με πιο συνοπτική αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτή της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι αβάσιμα και απορριπτέα τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την πρώτη εναγόμενη με τον τρίτο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του.

12. Κατά τα λοιπά, αποδείχθηκε ότι για την εργασία του ενάγοντος κατά τις εορτές Αγίου Γεωργίου 23-4-2020, 28-10-2020, 1-1-2021 και 5-1-2021 (Θεοφάνεια) δεν του χορηγήθηκε άλλη εργάσιμη ημέρα ανάπαυσης (ρεπό) στη διάρκεια των επόμενων 15 ημερών και, συνεπώς αυτός δικαιούται, κατ’ άρθρ. 3 παρ. 4 ΣΣNΕ, το αιτούμενο ποσό των (4 ημέρες X 8 ώρες= 32 ώρες X 16,70 ευρώ/ώρα =) 534,40 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση όσον αφορά τις το άνω κονδύλι, δεν έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι αβάσιμα και απορριπτέα τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την πρώτη εναγόμενη με τον τρίτο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του. Ακόμη, απορριπτέος ως απαράδεκτος είναι ο ισχυρισμός του ενάγοντος με το δεύτερο λόγο της έφεσής του, κατά το σχετικό μέρος του, ότι εσφαλμένα δεν του χορηγήθηκε αμοιβή 534,40 ευρώ για μη παροχή άλλης ημέρας ανάπαυσης (ρεπό) για την εργασία του κατά τις 4 άνω εορτές, καθώς στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι με την εκκαλουμένη δεν του χορηγήθηκε η αιτούμενη άνω αμοιβή.

13. Περαιτέρω, ο ενάγων δικαιούται ειδικό επίδομα ταξιδιού εσωτερικού, κατ’ άρθρο 13 παρ. 1 α’ της ΣΣΝΕ, για τα κατωτέρω ταξίδια: 1. Στις 17/2/2020 και ώρα 17:00 το πλοίο απέπλευσε από Κερατσίνι για Σούδα, στην οποία έφθασε στις 18/2/2020 ώρα 07:35 και επέστρεψε στο Κερατσίνι στις 20/2/20 και ώρα 23.40. Δηλαδή το ταξίδι διήρκεσε 79 ώρες, εκ των οποίων οι ώρες αναμονής του σε λιμάνι διήρκεσαν από 07:35 της 18ης/2 μέχρι 07:15 της 19ης/02, και από 11:30 της 19ης/2 έως 07:15 της 20ης/2 (βλ. ημερολόγιο του πλοίου), ήτοι περί τις 43 ώρες (σημειώνεται ότι ο ενάγων με την προσθήκη στις πρωτόδικες προτάσεις του συνομολογεί αναμονή 16 ωρών), 2. Στις 20/3/2020 και ώρα 09:30, το ρυμουλκό απέπλευσε από Κερατσίνι για Πάτρα, όπου έφτασε στις 20:00, και αφού απέπλευσε από Πάτρα στις 23:00 της 21ης/3, επέστρεψε στο Κερατσίνι στις 22/3/2020 στις 17.40. Δηλαδή το ταξίδι αυτό διήρκεσε περί τις 56 ώρες, εκ των οποίων οι ώρες αναμονής του στο λιμάνι διήρκεσαν 27 ώρες. 3. Στις 30/5/2020 απέπλευσε στις 09:00 από Κερατσίνι για Αίγιο όπου κατέπλευσε στις 19:20, από εκεί δε αναχώρησε στις 31/5 και ώρα 01:00 για Λευκάδα, στην οποία κατέπλευσε στις 10:20, ενώ μέχρι την αποχώρησή του από τη Λευκάδα, στις 13:50 μέχρι τον κατάπλου του στον Πειραιά, στις 21:50 της 1/06/2020, ήτοι σύνολο ταξιδιού 61 ώρες, εκτελούνταν εργασίες ρυμούλκησης και δεν αποδείχθηκε χρόνος αναμονής σε λιμάνι, 4. Στις 12/6/2020 ώρα 04.30 απέπλευσε από Κερατσίνι για Ίσθμια, όπου κατέπλευσε στις 11:25, και αφού αναχώρησε στις 11:55’ επέστρεψε στο Κερατσίνι 15.15. Επομένως, το ταξίδι διήρκεσε 11 ώρες, χωρίς χρόνο αναμονής στο λιμάνι, σύμφωνα με το ημερολόγιο του πλοίου, 5. Στις 17/6/20 ώρα 17:30 απέπλευσε από Πειραιά για Χαλκίδα και επέστρεψε στον Πειραιά στις 19/6/20 στις 10:45, ήτοι το ταξίδι διήρκησε 39 ώρες, ενώ οι ώρες αναμονής του πλοίου σε λιμάνι ήταν περί τις 4 ώρες, 6. Στις 30/6/2020 απέπλευσε ώρα 19.00 από Κερατσίνι για Πάτρα και επέστρεψε στο Κερατσίνι στις 2/7 ώρα 22.00. Συνεπώς, το ταξίδι διήρκησε 75 ώρες, εκ των οποίων ο χρόνος αναμονής σε λιμάνι ήταν 7 ώρες, 7. Στις 9/11/2020 και ώρα 21.30 απέπλευσε από Κερατσίνι για Χαλκίδα και επέστρεψε στο Κερατσίνι στις 13/11/2020 στις 13.30. Το ταξίδι αυτό διήρκεσε 88 ώρες, εκ των οποίων ο χρόνος αναμονής σε λιμάνι ήταν από 18:20 της 10ης/11 μέχρι 13:20 της 11ης/11, όπου παρέμεινε στο αγκυροβόλιο Αυλίδας, λόγω καιρικών συνθηκών, και από 14:10 της 11ης/11, όπου το πλοίο παρέμεινε στο λιμάνι Χαλκίδας, λόγω απαγόρευσης απόπλου, εξαιτίας δυσμενών καιρικών συνθηκών, μέχρι τις 13:30 της 12ης/11, ήτοι περί τις 33 ώρες, και 8. Στις 26/2/2021 ώρα 00.01 αναχώρησε από Κερατσίνι για Ελευσίνα και επέστρεψε την επομένη ημέρα 27/2/2021 ώρα 17.00. Συνεπώς, το ταξίδι αυτό διήρκεσε 41 ώρες, εκ των οποίων ο χρόνος αναμονής στο λιμάνι ήταν από 11:30 της 26ης/2 μέχρι 15:30 της 27ης/2, οπότε το πλοίο αναχώρησε από Ελευσίνα, λόγω βλάβης του κατά την πρόσδεσή του, ήτοι 28 ώρες. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται ποσό ευρώ 181,65 για κάθε 24ωρο {δηλαδή 21 ώρες επί 8,65 ευρώ ίσον 181,65 ευρώ} και συνολικά για (450 ώρες ταξιδιού – 142 ώρες αναμονής =) 308 ώρες X 181,65/24=) 2.331,17 ευρώ και για 142 ώρες αναμονής το ποσό των (181,65 X 142/24 X 60%=) 644,86 ευρώ, ήτοι συνολικά (2.331,17 +644,86 =) 2.976,03 ευρώ, καθώς και, κατ’ άρθρο 13 παρ. 2 β’ της ΣΣΝΕ, επίδομα τροφοδοσίας ποσού (8,65 X 22 ημέρες=) 190,30 ευρώ. Δικαιούται, επομένως, συνολικά για τις ως άνω αιτίες ποσό (2.331,17 + 644,86 + 190,30 =) 3.166,33 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση όσον αφορά τα αιτούμενα κατ’ άρθρο 13 παρ. παρ. 1 α’ και 2β’ της άνω ΣΣΝΕ ειδικό επίδομα ταξιδιού εσωτερικού και επίδομα τροφοδοσίας, δεν έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι αβάσιμα και απορριπτέα τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον ενάγοντα με τον τρίτο λόγο της έφεσής του και από την πρώτη εναγόμενη με τον τρίτο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του.

14. Περαιτέρω, αναφορικά με τα κονδύλια της αγωγής, ποσού 1.300,00 ευρώ και 12.821,25 ευρώ, για κατ’ αποκοπή αμοιβή και έξτρα αμοιβή πληρωμάτων βάσεων, κατ’ άρθρ. 14 της εφαρμοζόμενης ΣΣΝΕ, σημειώνονται τα ακόλουθα. Σύμφωνα με το τελευταίο άρθρο «α) Τα πληρώματα των ρυμουλκών τα εργαζόμενα στις βάσεις (όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 5 της παρούσας), εάν η εταιρία στη βάση που εργάζεται έχει ένα μόνο ρυμουλκό χωρίς βάρδιες, έχουν υποχρέωση να διατηρούν επαφή με αυτό μετά τη λήξη της κανονικής ημερήσιας εργασίας και να επανέρχονται όποτε τους ζητηθεί για την εξυπηρέτηση των αναγκών και του σκοπού των ρυμουλκών, β) Οι κατά τα ανωτέρω απασχολούμενοι δικαιούνται, πέραν του βασικού μισθού του άρθρου 1, τα επιδόματα, 100,00 ευρώ για όλα τα μέλη του πληρώματος και κατ’ αποκοπή αμοιβή, που θα υπολογίζεται στα 13/24 του βασικού μισθού, για τον Πλοίαρχο ή Κυβερνήτη Ρ/Κ και τον Μηχανικό και στα 17/24 του βασικού μισθού, για το υπόλοιπο πλήρωμα (…)». Σύμφωνα δε με το άρθρο 5 της ίδιας ΣΣΝΕ «α) Έδρα των ελληνικών ρυμουλκών για την εφαρμογή των όρων της παρούσας συλλογικής σύμβασης ορίζεται ο Πειραιάς και η Θεσσαλονίκη, β) Όλοι οι άλλοι λιμένες, εκτός περιοχής λιμένος Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, θεωρούνται βάσεις, γ) Η περιοχή λιμένος Πειραιώς ορίζεται σε ακτίνα 35 Ν/Μ από τον Κεντρικό λιμένα, με όλους τους εντός αυτής συμπεριλαμβανομένους λιμένες, ακτές, εγκαταστάσεις, διυλιστήρια, ναυπηγεία, L.P.G, καρνάγια, επισκευαστική ζώνη κ.λπ. Για όλα τα άλλα λιμάνια της χώρας, ορίζεται ως περιοχή του λιμένα της βάσεως σε ακτίνα 30 Ν/Μ (…)». Στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι ο ενάγων αποτελούσε μέλος πληρώματος του επίδικου ρυμουλκού πλοίου, εργαζόμενο όχι σε βάση (όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 5 της ΣΣΝΕ) αλλά στον Πειραιά, που θεωρείται έδρα για την εφαρμογή των όρων της ΣΣΝΕ, καθώς εκεί το άνω Ρ/Κ πλοίο παρείχε υπηρεσίες και κατ’ εξαίρεση έκανε ταξίδια εκτός της έδρας του (βλ. χαρακτηριστικά το ημερολόγιο αυτού και τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες αποφάσεις Υπουργείου Ναυτιλίας και νησιωτικής πολιτικής/ Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά/Γραφείο Γενικής αστυνομίας, αναρτώμενες στο διαδίκτυο, που περιλάμβαναν το άνω Ρ/Κ στα ρυμουλκά ασφαλείας περιοχής λιμένος Πειραιώς και όριζαν ημερομηνία φυλακής αυτού ανά μήνα), δεν δικαιούται αυτός την ανωτέρω κατ’ αποκοπήν αμοιβή του άρθρου 14 της ΣΣΝΕ, απορριπτομένου του σχετικού κονδυλίου της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση όσον αφορά τα αιτούμενα κονδύλια για αμοιβή και έξτρα αμοιβή πληρωμάτων βάσεων κατ’ άρθρ. 14 της εφαρμοζόμενης ΣΣΝΕ, έστω με πιο συνοπτική αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτή της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι αβάσιμα και απορριπτέα τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον ενάγοντα με τον πέμπτο λόγο της έφεσής του.

15. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το ρυμουλκό Π ήταν σε επιφυλακή ως Ρ/Κ ασφαλείας από ώρες 20:00 μ.μ. έως 06:00 π.μ. της επόμενης, ήτοι συνολικά 10 ώρες, κατά τις ημερομηνίες της 18ης.09.2020, 29ης.10.2020, 15ης.11.2020, 7ης.12.2020, 29ης.01,2021, ενώ στις 17.11.2020 το ως άνω ρυμουλκό δεν ήταν σε επιφυλακή (βλ. τις άνω επικαλούμενες και προσκομιζόμενες αποφάσεις Υπουργείου Ναυτιλίας και νησιωτικής πολιτικής/ Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά/Γραφείο Γενικής αστυνομίας). Για τις ανωτέρω 50 ώρες επιφυλακής ρυμουλκού ασφαλείας λιμένος Πειραιά, τις οποίες, σημειωτέον, συνομολογεί η πρώτη εναγόμενη στις προτάσεις της, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των (50 X 8,65 =) 432,50 ευρώ, ως προς το οποίο πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, ως κατ’ ουσία βάσιμη η σχετική αξίωσή του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση όσον αφορά το αιτούμενο αυτό κονδύλι, δεν έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι αβάσιμα και απορριπτέα τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον ενάγοντα με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του. Εξάλλου, αβάσιμα τίθεται από την πρώτη εναγόμενη, με τον τρίτο λόγο της έφεσής της κατά το σχετικό μέρος του, θέμα εξόφλησης της άνω οφειλής για αμοιβή επιφυλακής Ρ/Κ ασφαλείας, όπως και των άνω οφειλών για πρόσθετη αμοιβή για μη παροχή ημέρας ανάπαυσης (ρεπό) και για ειδικό επίδομα ταξιδίων εσωτερικού, δια της καταβολής του μεγαλύτερου των ελαχίστων νομίμων αποδοχών του ενάγοντος άνω ποσού των 6.869,86 ευρώ που προκύπτει από τις αποδείξεις πληρωμής αποδοχών του. Και τούτο διότι στις σχετικές ενστάσεις κατ’ άρθρο 416 Α.Κ. που πρόβαλε πρωτόδικα για τις άνω οφειλές της από την ίδια έννομη σχέση και επαναφέρει με τον άνω λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του, δεν προσδιορίζει με σαφήνεια το ποσό που καταβλήθηκε στον ενάγοντα εκ του άνω ποσού των 6.869,86 ευρώ για κάθε ειδικότερη οφειλή της από τις ανωτέρω, στοιχείο αναγκαίο για το ορισμένο των άνω ενστάσεών της, κατά τα αναφερόμενα στην υπ’ αριθ. 10 άνω νομική σκέψη, το οποίο, σε κάθε περίπτωση, δεν δύναται να συναχθεί από το εισφερθέν άνω αποδεικτικό υλικό, για την ταυτότητα των λόγων που εκτέθηκαν στην υπ’ αριθ. 11 σκέψη της παρούσας προς απόρριψη της ως ουσία αβάσιμης όμοιας ένστασης εξόφλησης της πρώτης εναγόμενης ως προς την άνω οφειλόμενη αμοιβή υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε σιγή την άνω ένσταση εξόφλησης ως προς τα αμέσως παραπάνω κονδύλια, δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα κατά την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι αβάσιμα και απορριπτέα τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον ενάγοντα με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του.

16. Μετά ταύτα, το σύνολο, των αξιώσεων του ενάγοντος από την προαναφερθείσα απασχόλησή του στο άνω πλοίο ανέρχεται στο ποσό των (490,39 + 5.297,63 + 534,40 + 3.166,33 + 432,50 =) 9.921,25 ευρώ, το οποίο οφείλει να του καταβάλει η πρώτη εναγόμενη υπό την ιδιότητά της ως πλοιοκτήτρια του πλοίου αυτού και εργοδότριά του.

17. Με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη επαναφέρει τον ισχυρισμό που πρόβαλε πρωτόδικα και απορρίφθηκε ως μη νόμιμος, ότι είναι καταχρηστική η άσκηση της αγωγής, επειδή ο ενάγων, με θετικές ενέργειές του, της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις ένδικες περιουσιακές αξιώσεις του. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι ο ενάγων παρέμεινε επί 13 μήνες ναυτολογημένος στο άνω πλοίο χωρίς να ισχυριστεί ποτέ ότι δεν αμειβόταν κανονικά, έστω όταν στις 5-3-2021 απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει», οπότε κανονικά θα έπρεπε να καταγγείλει τη σύμβασή του λόγω οφειλομένων από τον πρώτο μήνα και να μην αναμένει 9 μήνες μετά την απόλυσή του για να ασκήσει την κρινόμενη αγωγή εναντίον της. Ο ισχυρισμός της αυτός δεν είναι νόμιμος, προεχόντως διότι η διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα (Εφ.Πειρ. 543/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 173/2022, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 593/2021, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά), όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση, κατά την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα, παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος, αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος του τελευταίου που απορρέει από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, υποστηρίζοντας ότι τον έχει εξοφλήσει πλήρως. Κι αν ακόμα γινόταν όμως δεκτό ότι ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219 Κ.Πολ.Δ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις πράγματι γεννήθηκαν, τα επικαλούμενα περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 Α.Κ, αφού ο ενάγων δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νόμιμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Τούτο διότι, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο, τις Σ.Σ.Ε. και άλλες κανονιστικές διατάξεις ελάχιστα όρια των αποδοχών του, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους, καθώς και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση και άλλες πρόσθετες αμοιβές που αποδεικνύονται (Α.Π. 1569/2017, Α.Π. 1554/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1089/2006, Δ.Ε.Ε. 2006, 1178, Α.Π. 75/2003, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Ληξουριώτη, «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», σ. 66). Εξάλλου, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νόμιμων ελάχιστων  αποδοχών του (Α.Π. 1158/2009, Α.Π. 1203/2000, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 173/2022, Εφ.Πειρ. 549/2022, Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ. 670/2019, ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά). Ακόμη, μόνο το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στην εναγόμενη η ευδοκίμηση της αγωγής δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (Εφ.Πειρ. 549/2022, ό.α.). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του επίσης απέρριψε ως μη νόμιμη την άνω ένσταση της πρώτης εναγόμενης κατ’ άρθρο 281 Α.Κ, έστω με πιο συνοπτική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο τέταρτος λόγος της έφεσής της, με τον οποίον αυτή υποστηρίζει τα αντίθετα.

18. Με τη διάταξη του άρθρου 479 Α.Κ, στην οποία ορίζεται ότι: «αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει. …», καθιερώνεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών με την έννοια του άρθρου 477 Α.Κ. και δημιουργείται έτσι παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, από αυτούς δε τους δύο ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα και συγκεκριμένα μέχρι την αξία των μεταβιβαζομένων κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Ο εν λόγω περιορισμός της ευθύνης του αποκτώντος επέρχεται κατόπιν ενστάσεως αυτού και δεν αποτελεί στοιχείο της κατ’ αυτού αγωγής η αναφορά και η αξία των μεταβιβασθέντων περιουσιακών αντικειμένων (Α.Π. 318/2008, ΕλλΔνη 2009, 482). Για τη δημιουργία, όμως, της σωρευτικής αυτής αναδοχής απαιτείται να περιλαμβάνει η μεταβίβαση ένα προς ένα όλα τα στοιχεία που συνιστούν το ενεργητικό της περιουσίας, έστω και αν εξαιρέθηκαν από αυτήν αντικείμενα ασήμαντης αξίας. Επί μεταβιβάσεως μεμονωμένων αντικειμένων πρέπει αυτά να αποτελούν όλο το ενεργητικό της περιουσίας ή το σημαντικότερο ποσοστό αυτής. Επιπλέον, ο αποκτών πρέπει να τελούσε εν γνώσει ότι του μεταβιβάστηκε όλη περιουσία ως σύνολο ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει και όταν, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, γνώριζε ο αποκτών την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η περιουσία που του μεταβιβάστηκε αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο ποσοστό της (Α.Π. 451/2012, Α.Π. 909 και 910/2010,  Α.Π. 1384/2005, Εφ.Πειρ. 726/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση δε κατά την οποία μεταβιβάσθηκε επιχείρηση ή άλλη περιουσιακή ομάδα, ως τέτοια, η γνώση του αποκτώντος προκύπτει από αυτή την ίδια τη σύμβαση και, ως εκ τούτου, δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίκληση και απόδειξη αυτής (Α.Π. 829/2003, Α.Π. 591/2002, Εφ.Πειρ. 459/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ως επιχείρηση η ελληνική νομολογία αντιλαμβάνεται και το εν λειτουργία ευρισκόμενο πλοίο (Α.Π. 1129/1983, Νο.Β. 32, 667, Εφ.Πειρ. 207/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), πολύ περισσότερο μάλιστα διότι συνηθέστατος τύπος οργάνωσης της εκμετάλλευσης πλοίου είναι η «μονοβάπορη» εταιρεία (Εφ.Πειρ. 726/2010, με περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία). Οι πιο πάνω ρυθμίσεις ισχύουν και όταν ολόκληρη η περιουσία ή η επιχείρηση του οφειλέτη μεταβιβάζεται σε άλλον όχι με μία, αλλά με περισσότερες μεταβιβαστικές πράξεις και μάλιστα είτε συγχρόνως είτε διαδοχικά, με την προϋπόθεση, όμως, στην τελευταία περίπτωση οι πράξεις να αποτελούν μεταξύ τους ενότητα ή, με άλλη διατύπωση, να βρίσκονται σε στενή χρονική και οικονομική σχέση. Οι διατάξεις, όμως, αυτές δεν εφαρμόζονται όταν το σύνολο περιουσίας ή επιχειρήσεως μεταβιβάζεται τμηματικά σε περισσότερα διαφορετικά πρόσωπα, εκτός αν εκείνοι που αποκτούν γνωρίζουν αυτό, ότι, δηλαδή, οι πλείονες συμβάσεις έγιναν με τον αυτό σκοπό της μεταβίβασης της περιουσίας, οπότε η ευθύνη καθενός από αυτούς περιορίζεται ανάλογα με το τμήμα της περιουσίας που αποκτά. Ως χρέη της περιουσίας που μεταβιβάστηκε νοούνται οποιασδήποτε φύσεως, είτε εκ συμβάσεως είτε εξ αδικοπραξίας (εκτός των προσωποπαγών), αρκεί ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος να υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης, με την έννοια δε αυτή περιλαμβάνονται και εκείνα που κατά το χρόνο της μεταβιβαστικής σύμβασης τελούν υπό προθεσμία ή αίρεση, καθώς και εκείνα που προέρχονται από μεταβολή ή επέκταση της ενοχής, η οποία υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Για την ευθύνη του αποκτώντος δεν απαιτείται να γνώριζε αυτός την ύπαρξη των χρεών, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, ούτε επίσης απαιτείται αυτά να είχαν αναγνωρισθεί δικαστικώς σε δίκη μεταξύ του μεταβιβάζοντος οφειλέτη και του δανειστή μέχρι του χρόνου της μεταβίβασης (Α.Π. 909/2010, Α.Π. 1948/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), αρκεί μόνο ο νομικός λόγος γένεσής τους να έχει προηγηθεί της σύμβασης μεταβίβασης, ακόμη και αν αυτά κατέστησαν μεταγενεστέρως ληξιπρόθεσμα και απαιτητά (Α.Π. 1154/1998, ΕλλΔνη 1998, 1572). Με τις παραπάνω διατάξεις επεκτείνεται απλώς ο ενοχικός δεσμός και στο πρόσωπο του αποκτώντος την περιουσία, ο οποίος καθίσταται πρόσθετος οφειλέτης του ίδιου χρέους, που περιέρχεται σε αυτόν στην κατάσταση που βρισκόταν κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως, χωρίς να μεταβάλλεται η φύση και το περιεχόμενό του εκ του ότι, μετά τη μεταβίβαση, η ενοχή κάθε συνοφειλέτη είναι αυτοτελής ως προς την ύπαρξη και την εξέλιξή της, αφού τα γεγονότα που αφορούν τους συνοφειλέτες μπορεί να ενεργούν αντικειμενικά για όλους ή υποκειμενικά για τον έναν από αυτούς, σύμφωνα με τα άρθρα 483 – 486 Α.Κ.. Επομένως, αν για τη δικαστική επιδίωξη της εκπλήρωσης του χρέους εφαρμόζονται ορισμένοι δικονομικοί κανόνες, οι ίδιοι δικονομικοί κανόνες θα εφαρμοσθούν και όταν η δικαστική επιδίωξη του χρέους γίνεται κατ’ εκείνου που το αναδέχτηκε (Α.Π. 776/2003, ΕλλΔνη 2005, 163, Εφ.Πειρ. 207/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Μεταξύ δε των άνω συνοφειλετών υπάρχει απλή ομοδικία (Εφ.Πειρ. 459/2015, Εφ.Πειρ. 207/2011, Εφ.Θεσ. 424/2008, Εφ.Αθ. 6812/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

19. Με τη διάταξη του άρθρου 205 του προϊσχύσαντος Κ.Ι.Ν.Δ. (ν. 3816/1958) καθιερώνεται ειδική σειρά κατάταξης και προσδιορίζονται τα ναυτικά προνόμια σε τέσσερις κατηγορίες, που αποκαλούνται τάξεις, στις οποίες εντάσσονται και κατατάσσονται: 1) Στην πρώτη τάξη και κατά την οριζόμενη σειρά: α) τα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών γενόμενα δικαστικά έξοδα, β) τα τέλη και δικαιώματα που βαρύνουν το πλοίο, γ) οι συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόροι και δ) τα έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου από τον κατάπλου του στο τελευταίο λιμάνι. 2) Στη δεύτερη τάξη κατατάσσονται: α) οι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος από τη σύμβαση εργασίας και β) τα δικαιώματα υπέρ του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου. 3) Στην τρίτη τάξη κατατάσσονται τα έξοδα και οι αμοιβές λόγω επιθαλάσσιας αρωγής διάσωσης και ναυαγιαίρεσης και 4) στην τέταρτη τάξη κατατάσσονται οι λόγω σύγκρουσης ή πρόσκρουσης πλοίων οφειλόμενες αποζημιώσεις για ζημίες σε πλοία, επιβάτες και φορτία (Εφ.Πατρ. 286/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 207 του ιδίου Κώδικα,όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του ν. 1711/1987, «Όταν εκποιηθεί  το  πλοίο  συμβατικά,  το  προνόμιο  εξακολουθεί να υφίσταται, εφόσον με απόφαση δικαστηρίου αναγνωρισθεί έναντι αυτού που απόκτησε  το  πλοίο, κατόπιν σχετικής αγωγής η οποία εγείρεται μέσα σε αποσβεστική προθεσμία τριών μηνών  από  την  εγγραφή  της  εκποιητικής σύμβασης στο νηολόγιο. Προκειμένου περί προνομιούχων απαιτήσεων από τη σύμβαση  εργασίας  του πλοιάρχου και του πληρώματος, καθώς και των από την ναυτολόγηση αυτών δικαιωμάτων του Ναυτικού Απομαχικού  Ταμείου,  η ανωτέρω αποσβεστική προθεσμία ορίζεται σε ένα έτος». Από την τελευταία διάταξη συνάγεται ότι όταν το πλοίο εκποιείται συμβατικά, το ναυτικό προνόμιο δεν αποσβένεται, αλλά μπορεί να ασκηθεί, υπό προϋποθέσεις, κατά του νέου ιδιοκτήτη, ακόμα και καλόπιστου. Τούτο δε γίνεται είτε με την απευθείας επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης στο μεταβιβασθέν πλοίο, είτε με την άσκηση αγωγής αναγνώρισης του προνομίου ενώπιον των δικαστηρίων, ελλείψει εκτελεστού τίτλου. Κατ’ αυτό τον τρόπο το ναυτικό προνόμιο εξοπλίζεται με εξουσία παρακολούθησης και ο δανειστής της ναυτικής απαίτησης μπορεί να ικανοποιηθεί προνομιακά από το πλοίο, το οποίο περιέρχεται βεβαρημένο στον διάδοχο. Μετά τη συμβατική εκποίηση του πλοίου, η αναγνώριση με δικαστική απόφαση του ναυτικού προνομίου δεν έχει ως συνέπεια ότι ο νέος αγοραστής καθίσταται προσωπικός οφειλέτης έναντι του προνομιούχου δανειστή, αλλά ότι είναι υποχρεωμένος να ανεχθεί αναγκαστική εκτέλεση επί του πλοίου, εφόσον ασκηθεί η εμπράγματη αξίωση (Ιωάννη Ρόκα, Ναυτικό Δίκαιο, Γ’ έκδοση, σ. 61, π.ρ.β.λ. και Δ. Καμβύση, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιον, 1982, υπ’ άρθρο 207, σ. 583, Αντάπαση, Απαιτήσεις Απολαύουσαι Ναυτικών Προνομίων, σ. 120, 121, 122, 123, Δημ. Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών).

20. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως συνομολογείται από τη δεύτερη εναγομένη, με το από 28.06.2021 ιδιωτικό συμφωνητικό αγοραπωλησίας πλοίου, η πρώτη εναγομένη της μεταβίβασε, έναντι  τιμήματος 140.000,00 ευρώ, το πλοίο «Π», όπως καταχωρήθηκε στα βιβλία των Νηολογίων Πειραιά στις 26.07.2021 στα βιβλία των Νηολογίων Πειραιά, οπότε εκδόθηκε νέο έγγραφο στο όνομα της δεύτερης εναγομένης, με το νέο όνομα του πλοίου «ΛΣ». Το πλοίο δε αυτό μεταβιβάσθηκε ως σύνολο περιουσίας, δηλαδή ως μοναδικό περιουσιακό στοιχείο ή τουλάχιστον ως το πλέον σημαντικό περιουσιακό στοιχείο αυτής, γεγονός, το οποίο η δεύτερη εναγομένη γνώριζε κατά το χρόνο της μεταβίβασης, ευθυνόμενη συνεπώς για τα μέχρι το χρόνο της μεταβίβασης χρέη, κατ’ άρθρα 479 και 477 Α.Κ, εις ολόκληρο με την πρώτη εναγόμενη, ως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται.

21. Κατόπιν όλων αυτών, δεν έσφαλε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη, υποχρέωσε τις εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των 4.960,62 ευρώ, αναγνώρισε την εις ολόκληρον υποχρέωσή τους να του καταβάλουν υπόλοιπο ποσό 4.960,62 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης της σύμβασης ναυτολόγησής του, ήτοι από τις 6.3.2021 και επιπλέον αναγνώρισε, κατ’ άρθρο 207 Κ.Ι.Ν.Δ, ότι το προνόμιο των απαιτήσεων του ενάγοντος επί του ανωτέρω ρυμουλκού πλοίου, που μετονομάσθηκε σε ΛΣ, εξακολουθεί υφιστάμενο έναντι της δεύτερης εναγόμενης και μετά την συμβατική εκποίηση του πλοίου, καθώς ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Έτσι, όσα αντίθετα υποστηρίζονται από τους εκκαλούντες στις Α και Β εφέσεις κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος αυτών προς εξέταση [παρέλκει πλέον η εξέταση του πέμπτου και τελευταίου λόγου της Β έφεσης (με τον οποίο οι εκκαλούσες παραπονούνται για την επιβολή σε βάρος τους δικαστικών εξόδων επειδή πρωτόδικα έγινε δεκτή εν μέρει η αγωγή, ενώ θεωρούν ότι αυτή έπρεπε να απορριφθεί καθ’ ολοκληρία), αφού και σε δεύτερο βαθμό η αγωγή έγινε δεκτή εν μέρει ως πρωτοδίκως] πρέπει να απορριφθούν και οι εφέσεις αυτές στο σύνολό τους. Το αίτημα κατ’ άρθρο 914 Κ.Πολ.Δ. της πρώτης εκκαλούσας στη Β έφεση – πρώτης εναγόμενης περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ’ ουσία μετά την απόρριψη της Β έφεσης, αφού το τελικά επιδικασθέν ποσό είναι μεγαλύτερο του ποσού των 4.960,62 ευρώ που καταβλήθηκε σε εκτέλεση της προσωρινά εκτελεστής διάταξης της εκκαλουμένης απόφασης. Τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων σε κάθε έφεση για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός τους, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των ηττηθέντων εκκαλούντων (άρθρα 106, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, 69 παρ. 1 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), δικαστικά έξοδα που θα καθοριστούν ενιαία για τις εφεσίβλητες στην Α έφεση, λόγω της κοινής νομικής τους παράστασης (Α.Π. 21/2020, Εφ.Πειρ. 219/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις υπό στοιχεία Α και Β άνω εφέσεις κατά της με αριθ. 43/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Δέχεται τυπικά αυτές και απορρίπτει αυτές κατ’ ουσία.

Απορρίπτει το αίτημα της πρώτης εκκαλούσας στη Β έφεση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες σε κάθε έφεση στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 31 Ιουλίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ