ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 380/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Λέκκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τον Γραμματέα Σ.Τ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Μονοπρόσωπης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “………..”, η οποία εδρεύει στην …….. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η πληρεξουσία δικηγόρος της Μαρία Σταμούλη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………., τoν οποίo εκπροσώπησε στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η πληρεξουσία δικηγόρος τoυ Ειρήνη Ανδρουλάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Ο εκκαλών – εφεσίβλητος ……….., ήγειρε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 10.12.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ………/10.12.2020 αγωγή, σε βάρος της ήδη εκκαλούσας – εφεσίβλητης εταιρείας, επί της οποίας, συζητήσεως γενομένης την 16.09.2021, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, η με αριθμό 1308/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη.
Η εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό εναγομένη και ήδη εκκαλούσα εταιρεία με την επωνυμία “………..”, με την από 22.08.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ……../22-8-2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……../23-8-2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση αρχικώς για τη δικάσιμο της 21.9.2023 και κατόπιν της με αριθμό 75/27.9.2023 Πράξεως του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου.
Την ίδια απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, προσβάλλει και ο εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό ενάγων, …………., με την από 09.05.2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ………./09-05-2023 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………/11-05-2023 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή του, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση αρχικώς για τη δικάσιμο της 21.9.2023 και κατόπιν της με αριθμό 75/27.9.2023 Πράξεως του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου.
Κατά τη συζήτηση των ανωτέρω δικογράφων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, τα οποία συνεκφωνήθηκαν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες α) από 22.08.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ……./22-8-2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………./23-8-2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εκκαλούσας – εναγομένης [Α έφεση] και β) από 09.05.2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ……/09-05-2023 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………/11-05-2023 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος [Β έφεση], που στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 1308/21.04.2022 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε επί της από 10.12.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ……..10.12.2020 αγωγής, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ), με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η ανωτέρω αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία των δύο ετών από της δημοσιεύσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως η οποία έλαβε χώρα την 21.04.2022, ενόψει του ότι οι ένδικες εφέσεις κατετέθησαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 22-8-2022 και την 9-5-2023, αντίστοιχα, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε, οι ένδικες εφέσεις, αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή τους (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ. α΄ του N.2172/1993), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό τη διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω, κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.
ΙΙ. Ο ενάγων, ……….., με την ένδικη από 10.12.2020 αγωγή του και κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, ισχυρίσθηκε ότι, κατόπιν συμβάσεων ναυτικής εργασίας που κατήρτισε με την εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία “……………”, ναυτολογήθηκε επτά (7) φορές με την ειδικότητα της Επικούρου κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, χρονικά διαστήματα, εντός της χρονικής περιόδου από 30.12.2018 έως 11.9.2020, στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίο «BS1», κόρων ολικής χωρητικότητας (κ.ο.χ.) 16.390,82, αντί συμφωνηθείσας αμοιβής των προβλεπομένων αποδοχών (μηνιαίου μισθού και επιδομάτων) από τη Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) για τα μέλη των πληρωμάτων των Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2018 κατά την πρώτη ναυτολόγησή του στο ανωτέρω πλοίο, από την ίδια ΣΣΝΕ έτους 2019 κατά τη δεύτερη, τέταρτη, πέμπτη και έβδομη των ενδίκων ναυτολογήσεών του σε αυτό και αντί των προβλεπομένων αποδοχών (μηνιαίου μισθού και επιδομάτων) από τη Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών πλοίων του έτους 2019 κατά την τρίτη και έκτη των ενδίκων ναυτολογήσεων. Παρείχε δε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο, που εκτελούσε καθημερινά, κατά τον ένδικο χρόνο, δρομολόγια μεταξύ ελληνικών λιμένων, μεταξύ των οποίων και δρομολόγια εξπρές, πλην των περιπτώσεων της τρίτης και έκτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, οπότε εκτελούσε μεσογειακούς πλόες από Πάτρα προς Ιταλία, εργαζομένος ημερησίως επί δέκα τέσσερις [14] ώρες. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενος περαιτέρω ότι απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των αποδοχών του που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις ημέρες Κυριακής, Σαββάτου και αργιών και χωρίς να συνυπολογιστούν αυτές στο σύνολό τους για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2019 και 2020, τα οποία δικαιούται, ούτε τη νόμιμη αποζημίωσή του λόγω μη χορήγησης αδειών διανυκτέρευσης, ούτε πλήρη την πρόσθετη αμοιβή του για τα αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια εξπρές, που εκτέλεσε το πλοίο κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα, ούτε την νόμιμη και προβλεπομένη στην οικεία ΣΣΝΕ αποζημίωση λόγω απολύσεως του, κατά την τελευταία αποναυτολόγησή του την 11.9.2020, συνεπεία επιθεωρήσεως του ανωτέρω πλοίου και μη επαναπρόσληψής του, ζητούσε, επικαλούμενος επικουρικά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, όπως το αρχικώς συνολικά καταψηφιστικό αίτημά του παραδεκτώς, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναλήφθηκε στις πρωτόδικες προτάσεις του [άρθρα 223, 295§1 και 297 ΚΠολΔ], περιορίστηκε πρωτοδίκως σε εν μέρει αναγνωριστικό, να του επιδικαστεί, δι’ αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής, α] καταψηφηστικώς το συνολικό χρηματικό ποσό των 7.678,30 ευρώ και β] αναγνωριστικώς το συνολικό χρηματικό ποσό των 7.678,30 ευρώ, νομιμότοκα από της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του την 11.9.2020, άλλως από της επιδόσεως της ένδικης αγωγής, για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης, για διαφορές επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2019 και 2020, διαφορά πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές, αποζημίωσης για μη ληφθείσες άδειες διανυκτερεύσεων και αποζημίωση για την απόλυσή του την 11.9.2020 και τη μη επαναπρόσληψή του. Ζητούσε, τέλος, να υποχρεωθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ’ αριθμ. 1308/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία αφού έγινε δεκτή, ως ορισμένη, απορριφθέντος, σχετικού περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης και νόμιμη η ένδικη αγωγή κατά την κύρια βάση της, ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 648 επ. ΑΚ, 70, 176, 907 και 908 ΚΠολΔ, άρθρα 1, 2, 53, 54, 57, 60, 72, 75, 75, 84 του Κ.Ι.Ν.Δ, άρθρο μόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82 «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς», της ΣΣΝΕ πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων έτους 2019, που κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β’ 3170/12-8-2019), της ΣΣΝΕ πληρωμάτων μεσογειακών και τουριστικών επιβατηγών πλοίων του έτους 2018, που κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.10/81307/2018 (ΦΕΚ Β 5124/15.11.2018) και της ΣΣΝΕ πληρωμάτων μεσογειακών και τουριστικών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, που κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5- 1.10/56166/2019 (ΦΕΚ Β 3097/01.08.2019), απορρίφθηκε ως μη νόμιμη κατά την επικουρική της βάση, ήτοι καθό μέρος επεχειρήθη όπως θεμελιωθεί στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις. Ως μη νόμιμο απερρίφθη και το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής κατά το αναγνωριστικό της αίτημα. Ακολούθως, αυτή (ένδικη αγωγή), έγινε εν μέρει δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της. Ειδικότερα, με την ανωτέρω απόφαση, επιδικάσθηκε στον ενάγοντα [i] καταψηφιστικώς το ποσό των ευρώ 10.191,61 και επιπλέον, αναγνωριστικώς το ποσό των ευρώ 1.222,92, ως υπόλοιπο οφειλομένης αμοιβής του για την υπερωριακή αυτού απασχόληση κατά τις διακόσιες πενήντα τέσσερις [254] καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής και πενήντα πέντε [55] ημέρες Σαββάτου και αργιών, καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκά δρομολόγια και κατά τις εκατόν ενενήντα [190] ημέρες καθημερινές και ημέρες Κυριακής και σαράντα τρεις [43] ημέρες Σαββάτου και αργιών καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε μεσογειακούς πλόες, που εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο, διότι κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, αυτός (ενάγων) εργαζόταν επί δώδεκα [12] ώρες καθ’ εκάστη ημέρα, απορριφθείσας της αγωγής ως αβάσιμης στην ουσία της καθό μέρος ο ενάγων αξίωνε αμοιβή για υπερωριακή του απασχόληση δέκα τεσσάρων [14] ωρών ημερησίως και αφού δέχθηκε ως βάσιμη στην ουσία της την περί μερικής καταβολής ένσταση της εναγομένης για το ποσό των ευρώ 8.528,02, [ii] καταψηφιστικώς το ποσό των ευρώ 565,64 και επιπλέον αναγνωριστικώς το ποσό των ευρώ 160,58 για διαφορά αναλογίας επιδόματος εορτών Πάσχα έτους 2019, καταψηφιστικώς το ποσό των ευρώ 1.295.71 για διαφορά αναλογίας επιδόματος εορτών Χριστουγέννων έτους 2019, αφού δέχθηκε ως βάσιμη στην ουσία της την περί μερικής καταβολής ένσταση της εναγομένης για το ποσό των ευρώ 1.221,55, καταψηφιστικώς το ποσό των ευρώ 216,18 και επιπλέον αναγνωριστικώς το ποσό των ευρώ 32,61 για διαφορά αναλογίας επιδόματος εορτών Πάσχα έτους 2020, αφού δέχθηκε ως βάσιμη στην ουσία της την περί μερικής καταβολής ένσταση της εναγομένης για το ποσό των ευρώ 230,15, καταψηφιστικώς το ποσό των ευρώ 336,05 για διαφορά αναλογίας επιδόματος εορτών Χριστουγέννων έτους 2020, αφού δέχθηκε ως βάσιμη στην ουσία της την περί μερικής καταβολής ένσταση της εναγομένης για το ποσό των ευρώ 300,50, [iii] καταψηφιστικώς το ποσό των ευρώ 199,77 ως πρόσθετη αμοιβή για την εκτέλεση 14,66 δρομολογίων εξπρές, αφού δέχθηκε ως βάσιμη στην ουσία της την περί μερικής καταβολής ένσταση της εναγομένης για το ποσό των ευρώ 1.406,95 και [iv] καταψηφιστικώς το ποσό των ευρώ 1.855,90 και επιπλέον αναγνωριστικώς το ποσό των ευρώ 555,08, ως αποζημίωση απολύσεως, αφού, κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, η τελευταία των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος ελύθη την 11-9-2020, λόγω διακοπής των πλόων του ανωτέρω πλοίου συνεπεία επιθεωρήσεως αυτού και μη επαναπρόσληψής του. Συνολικά, επιδικάσθηκε στον ενάγοντα, για τις προαναφερόμενες αιτίες, καταψηφιστικώς το ποσό των ευρώ 14.660,87 και αναγνωριστικώς το ποσό των ευρώ 1.971,19, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, αφού έγινε δεκτός ως βάσιμος στην ουσία του ο ισχυρισμός της εναγομένης περί απόρριψης του αιτήματος επιδίκασης νομίμων τόκων (επιδικίας) λόγω της εύλογης αντιδικίας αναφορικά με τη βασιμότητα και το ύψος των επιδίκων αξιώσεων του ενάγοντος, από της επομένης της τελευταίας αποναυτολογήσεως αυτού, που έλαβε χώρα την 11.09.2020, πλην της αναλογίας δώρου Χριστουγέννων 2020, ήτοι του ποσού των ευρώ 336,05, το οποίο επιδικάσθηκε με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 01.01.2021. Περαιτέρω, απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή καθό μέρος ο ενάγων αξίωνε αποζημίωση για τη μη χορήγηση σε αυτόν από την εναγομένη είκοσι τριών αδειών διανυκτέρευσης, διότι κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, ο ενάγων εδικαιούτο δώδεκα ημέρες αδείας διανυκτέρευσης κατά το επίδικο διάστημα, εκ των οποίων, πράγματι έλαβε τέσσερις εξ αυτών και για τις υπόλοιπες, οκτώ ημέρες άδειας διανυκτέρευσης, για τις οποίες έχει πλήρως εξοφληθεί, κατόπιν αποδοχής ως βάσιμης στην ουσία της σχετικής περί καταβολής ένστασης της εναγομένης. Περαιτέρω, απορρίφθηκε ως αβάσιμος στην ουσία του ο ισχυρισμός της εναγομένης περί συμβατικού συμψηφισμού – καταλογισμού στις ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντος για υπόλοιπο οφειλομένης αμοιβής του για την υπερωριακή αυτού απασχόληση, του ποσού των ευρώ 3.013,04, που αυτή κατέβαλε εξ ελευθεριότητας στον ενάγοντα και με τη συμφωνία ότι το ποσό αυτό θα συμψηφίζονταν με την αμοιβή αυτού για τυχόν πραγματοποιούμενες υπερωρίες, σιωπηρά ο περί καταλογισμού – συμψηφισμού ισχυρισμός της εναγομένης με τις ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντος του ποσού των ευρώ 15.411,17 που αυτή κατέβαλε στον ενάγοντα, πλέον των νομίμων αποδοχών και ως μη νόμιμη η περί καταχρηστικής ασκήσεως της ένδικης αγωγής, ένσταση της εναγομένης. Περαιτέρω, κήρυξε την καταψηφιστική διάταξη αυτής προσωρινώς εκτελεστή για το ποσό των 7.000 ευρώ και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα μέρος της δικαστικής του δαπάνης και δη το ποσό των ευρώ πεντακοσίων πενήντα (550). Κατά της απόφασης αυτής, παραπονούνται τόσο ο ενάγων όσο και η εναγομένη, ως εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό, έχοντες έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη τους, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της ως άνω αποφάσεως, με τις συνεκδικαζόμενες με την παρούσα απόφαση εφέσεις τους. Ειδικότερα: 1) Η εναγόμενη άσκησε την υπό στοιχείο Α έφεσή της, με την οποία πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση, για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, αναφορικά με την κρίση του (α) επί του ύψους των συνομολογηθέντων αποδοχών του ενάγοντος, καθό μέρος κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση ότι όσον αφορά [i] στην πρώτη των ενδίκων ναυτολογήσεων για το ένδικο χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 31.1.2019 ότι, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, εφαρμοστέα ετύγχανε η ΣΣΝΕ των Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών πλοίων του έτους 2018, η οποία υπεγράφη την 4.9.2018 και κυρώθηκε την 2.11.2018, με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.10/81307/2018 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 5124) στις 15.11.2018, [ii] στη δεύτερη των ενδίκων ναυτολογήσεων, η οποία διήρκησε από 15.3.2019 έως 6.10.2019, όσον αφορά στο χρονικό διάστημα από 15.3.2019 έως 11.8.2019, στην τρίτη των ενδίκων ναυτολογήσεων η οποία διήρκησε από 6.12.2019 έως 2.2.2020, όσον αφορά στο χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 2.2.2020, στην τέταρτη των ενδίκων ναυτολογήσεων η οποία διήρκησε από 18.2.2020 έως 19.2.2020 και στην έβδομη των ενδίκων ναυτολογήσεων η οποία διήρκησε από 28.7.2020 έως 11.9.2020, ότι, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, εφαρμοστέα ετύγχανε η ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, που υπογράφηκε στις 8.7.2019 και κυρώθηκε στις 24.07.2019 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 3170) και [iii] στην τρίτη των ενδίκων ναυτολογήσεων η οποία διήρκησε από 6.10.2019 έως 17.11.2019 και στην έκτη των ενδίκων ναυτολογήσεων η οποία διήρκησε από 20.2.2020 έως 22.7.2020, ότι, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, εφαρμοστέα ετύγχανε η ΣΣΝΕ των Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, η οποία κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.10/56166/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 3097/01.08.2019), ακολούθως δε, κατ’ εφαρμογή των εν διατάξεων των εν λόγω ΣΣΝΕ υπελόγισε τα επιμέρους επίδικα κονδύλια, το αποδεικτικό πόρισμα της οποίας, με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης, πλήττεται για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, διότι κατά τη συμφωνία των διαδίκων, ο μηνιαίος μισθός είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων ως «κλειστός», με την επιπλέον πρόβλεψη περί εφαρμογής της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΕ μόνον στην περίπτωση που ήταν σε ισχύ σχετική ΣΣΝΕ, ελλείψει δε τοιαύτης θα ίσχυε μόνον ο συνομολογηθείς μηνιαίος μισθός, αλλά και για κακή εφαρμογή του νόμου και δη αφενός μεν της διατάξεως του άρθρου 5 παρ.1 του Α.Ν. 3276/1944, ενόψει του ότι η ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, κυρώθηκε στις 24.07.2019 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 3170) στις 12.08.2019, με αποτέλεσμα να καταλαμβάνει τις επίδικες ναυτολογήσεις μόνον κατά το χρονικό διάστημα από 12.8.2019 έως 5.10.2019 και από 6.12.2019 έως 31.12.2019, αφ’ ετέρου δε των διατάξεων του άρθρου 9 παρ.4 και 5 του Ν. 1876/1990 που αφορούν στη διάρκεια ισχύος και στη μετενέργεια των ΣΣΕ, οι οποίες δεν εφαρμόζονται στην ένδικη περίπτωση, εξυπονοώντας ότι εσφαλμένως εφαρμόσθηκαν με την εκκαλουμένη απόφαση, εκ του λόγου ότι εν προκειμένω πρόκειται για ναυτική εργασία με αποτέλεσμα, μετά την παύση της ισχύος των εκάστοτε κυρωθέντων ΣΣΝΕ να μην εφαρμόζονται στις επίδικες ναυτολογήσεις οι ΣΣΝΕ που ήδη είχαν λήξει, αλλά να ισχύει μόνον ο συνομολογηθείς μηνιαίο μισθός, (β) με τον δεύτερο λόγο έφεσης, πλήττεται το αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης αποφάσεως επί των εκτελεσθέντων, υπό του ενδίκου πλοίου, δρομολογίων, καθόν χρόνο αυτό ήταν δρομολογημένο προς εκτέλεση δρομολογίων μεταξύ των ελληνικών λιμένων, (γ) επί του γενομένου δεκτού, ως εν μέρει βασίμου στην ουσία του κονδυλίου διαφοράς αμοιβής του ενάγοντος λόγω της υπερωριακής του απασχόλησης, ως προς το οποίο (κονδύλιο) με τον τρίτο και τέταρτο, κατά το δεύτερο σκέλος του, λόγους της ένδικης εφέσεως ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι, εάν είχαν εκτιμηθεί ορθά τα προσαχθέντα από την ίδια αποδεικτικά μέσα, που κατονομάζει και είχαν ληφθεί υπόψη οι ισχυρισμοί που επίσης παραθέτει στην έφεση της θα είχε γίνει δεκτό ότι αυτός (ενάγων), δεν εργαζόταν υπερωριακά και μάλιστα επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως και επιπλέον, με το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου έφεσης, εάν ορθώς είχε εφαρμοσθεί ο νόμος, με τον συμφωνημένο, μεταξύ των διαδίκων, μηνιαίο «κλειστό» μισθό, εκαλύπτοντο και οι τυχόν υπερωρίες που εκτελούσε ο ενάγων. Περαιτέρω, με το τρίτο σκέλος του τετάρτου λόγου έφεσης, πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση κατά το αποδεικτικό της πόρισμα ότι τυγχάνει αβάσιμη στην ουσία της η, υπ’ αυτής (εναγομένης) υποβληθείσα, ένσταση περί αποσβέσεως της ένδικης απαίτησης του ενάγοντος για υπερωριακή αμοιβή του, κατά το ποσό των ευρώ 4.550,35 όσον αφορά στο έτος 2019 και κατά το ποσό των ευρώ 3.977,67 όσον αφορά στο έτος 2020, που κατέβαλε στον ενάγοντα για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές ημέρες, ημέρες Κυριακής, Σαββάτου και αργιών και επιπλέον, κατά το ποσό των ευρώ 1.951,39 όσον αφορά στο έτος 2019 και κατά το ποσό των ευρώ 1.061,65 όσον αφορά στο έτος 2020, ποσά τα οποία η ίδια κατέβαλε στον ενάγοντα εξ ελευθεριότητος με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές» και χωρίς να υπάρχει σχετική υποχρέωση προς τούτο, εφόσον οι εν λόγω καταβολές ήταν επιπλέον των ελαχίστων νομίμων αποδοχών του ενάγοντος, (δ) επί των γενομένων δεκτών, ως εν μέρει κατ’ ουσίαν βασίμων, κονδυλίων δώρων εορτών, ως προς τα οποία (κονδύλια) με τον πέμπτο λόγο της ένδικης έφεσής της ειδικότερα ισχυρίζεται ότι, (ι) εσφαλμένως δεν απερρίφθησαν ως νόμω αβάσιμα, ενόψει ότι οι εν λόγω απαιτήσεις περιελαμβάνοντο στον συνομολογηθέντα μηνιαίο «κλειστό» μισθό και εκ του λόγου τούτου ο ενάγων δεν εδικαιούτο καμία πρόσθετη περί τούτων αμοιβή, (ιι) εσφαλμένως συνυπολογίσθηκε στην αναλογία Δώρου Πάσχα 2019 και το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η σύμβαση ναυτολόγησης του ενάγοντος ρυθμίζονταν από τη ΣΣΝΕ των Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών πλοίων, εφόσον με την εν λόγω ΣΣΝΕ δεν προβλέπεται η καταβολή δώρων εορτών, (ιιι) εσφαλμένως στις τακτικές αποδοχές προς υπολογισμό των εν λόγω δώρων εορτών συνυπολογίσθηκε το αντίτιμο τροφής αν και ο ενάγων διατρέφονταν στο πλοίο, το επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας, εφόσον πρόκειται για παροχή που δεν καταβάλλεται πάγια και σταθερά, επιπλέον δε υπολογίσθηκαν εσφαλμένα επί τη βάσει, συμπεριληφθέντος σ’ αυτά μη ανταποκρινόμενο στην πραγματικότητα, ποσού ως μέσου όρου αμοιβής του ενάγοντος για την υπερωριακή αυτού απασχόληση και (ιv) κατ΄ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων απερρίφθη η περί καταβολής ένστασή της, αν και αυτή (εναγομένη) απέδειξε με έγγραφες αποδείξεις που προσεκόμισε ότι, ο ενάγων για δώρο Πάσχα 2019 έλαβε το ποσό των ευρώ 314,97, για δώρο Χριστουγέννων 2019 έλαβε το ποσό των ευρώ 1,221,55, για δώρο Πάσχα 2020 έλαβε το ποσό των ευρώ 230,15 και για δώρο Χριστουγέννων 2020 έλαβε το ποσό των ευρώ 300,50, (ε) επί του γενομένου δεκτού, ως εν μέρει κατ’ ουσίαν βασίμου, κονδυλίου πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές, ως προς το οποίο (κονδύλιο) με τον έκτο λόγο της ένδικης έφεσής της ειδικότερα ισχυρίζεται ότι, (ι) εσφαλμένως δεν απερρίφθη ως νόμω αβάσιμο, ενόψει ότι η εν λόγω απαίτηση περιελαμβάνετο στον συμφωνηθέντα μηνιαίο «κλειστό» μισθό και εκ του λόγου τούτου ο ενάγων δεν εδικαιούτο καμία πρόσθετη αμοιβή για την εν λόγω αιτία, επικουρικώς (ιι) το πλοίο δεν εκτέλεσε τα εξπρές δρομολόγια που κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, επικουρικότερα (ιιι) διότι εσφαλμένως στις τακτικές αποδοχές, προς υπολογισμό της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής του ενάγοντος, συνυπολογίσθηκε το αντίτιμο τροφής, αν και ο ενάγων διατρέφονταν στο πλοίο, το επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας, εφόσον πρόκειται για παροχή που δεν καταβάλλεται πάγια και σταθερά, επιπλέον δε υπολογίσθηκαν εσφαλμένα επί τη βάσει, συμπεριληφθέντος σ’ αυτά μη ανταποκρινόμενο στην πραγματικότητα, ποσού ως μέσου όρου αμοιβής του ενάγοντος για την υπερωριακή αυτού απασχόληση και όλως επικουρικώς (ιv) κατ΄ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων απερρίφθη η περί καταβολής ένσταση αυτής (εναγομένης,) αν και αυτή απέδειξε με έγγραφες αποδείξεις που προσεκόμισε ότι, ο ενάγων για την εν λόγω αιτία έλαβε κατά το έτος 2019 το ποσό των ευρώ 1.129,99 και κατά το έτος 2020 το ποσό των ευρώ 276,96, (στ) επί του γενομένου δεκτού, ως εν μέρει κατ’ ουσίαν βασίμου, κονδυλίου αποζημιώσεως για την απόλυση του ενάγοντος την 11.9.2020 λόγω διακοπής των πλόων του πλοίου, ως προς το οποίο (κονδύλιο) με τον έβδομο λόγο της ένδικης έφεσής της πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και δη των διατάξεων των παρ.3α και 8 του άρθρου έκτου του Ν. 2932/2001, αλλά και των διατάξεων των άρθρων 75 παρ.3 και 76 του ΚΙΝΔ, εφόσον ο ενάγων δεν εδικαιούτο αποζημίωση απολύσεως και πάντως όχι είκοσι δύο ημερών, αλλά δέκα πέντε ημερών, κονδύλιο το οποίο πλήττεται και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, επικουρικά δε διότι υπολογίσθηκε εσφαλμένα όχι επί τη βάσει των συμφωνημένων μηνιαίως αποδοχών του («κλειστός μισθός»), αλλά αφού εσφαλμένως στις τακτικές αποδοχές προς υπολογισμό της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής συνυπολογίσθηκε το αντίτιμο τροφής, αν και ο ενάγων διατρέφονταν στο πλοίο, το επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας, εφόσον πρόκειται για παροχή που δεν καταβάλλεται πάγια και σταθερά, επιπλέον δε υπολογίσθηκαν εσφαλμένα επί τη βάσει, συμπεριληφθέντος σ’ αυτά μη ανταποκρινόμενο στην πραγματικότητα, ποσού ως μέσου όρου αμοιβής του ενάγοντος για την υπερωριακή αυτού απασχόληση και (ζ) αναφορικά με την κρίση του, κατ’ εκτίμηση του ογδόου λόγου έφεσης, ότι τυγχάνει αβάσιμη στην ουσία της η, υπ’ αυτής (εναγομένης) υποβληθείσα επικουρικώς, ένσταση συμψηφισμού και εξοφλήσεως των ενδίκων απαιτήσεων του ενάγοντος, ως αναλύεται και κατωτέρω. Ζήτησε δε με την έφεσή της, τη μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτως ώστε ν’ απορριφθεί στο σύνολό της η, σε βάρος της ασκηθείσα ανωτέρω, αγωγή, καθώς επίσης την καταδίκη του ενάγοντος στη δικαστική της δαπάνη, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας. Επιπλέον, η εναγομένη – εκκαλούσα της υπό στοιχεία Α έφεσης, υποβάλλει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 Κ.Πολ.Δ, επειδή κατέβαλε στον αντίδικό της το χρηματικό ποσό των επτά χιλιάδων (7.000) ευρώ, που η εκκαλουμένη απόφαση του επιδίκασε προσωρινά, τα οποία ζητά νομιμοτόκως από της επομένης της καταβολής, ήτοι από την 14-05-2022. Το τελευταίο αυτό αίτημα, ήτοι το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, είναι νόμιμο (άρθρο 914 ΚΠολΔ), πλην του παρεπομένου αιτήματος επιδίκασης τόκων από την επομένη της ημέρας καταβολής του, το οποίο είναι νόμιμο από την επίδοση της προκειμένης αποφάσεως, εφόσον στο μείζον αίτημα περιλαμβάνεται και το έλασσον, καθόσον πριν από την έκδοση της, περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, απόφασης, δεν υπάρχει απαίτηση για επιστροφή των καταβληθέντων, δυνάμει προσωρινώς εκτελεστής απόφασης και, κατά τα άρθρα 340, 345 και 346 ΑΚ, απαιτείται επίδοση της απόφασης, για να επέλθει όχληση (Εφ.Πειρ. 31/2022, Εφ.Πειρ. 593/2021, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Αθ. 490/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). 2) Ο ενάγων άσκησε κατά της ως άνω αποφάσεως την ανωτέρω, υπό στοιχείο Β, έφεσή του, με την οποία πλήττει αυτήν για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες εκτιμώμενες, ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αναφορικά με την κρίση του επί α) επί του γενομένου δεκτού, ως εν μέρει κατ’ ουσίαν βασίμου, κονδυλίου της διαφοράς της αμοιβής του για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερωριακή εργασία και συγκεκριμένα, με τον πρώτο λόγο έφεσης όσον αφορά τα αποδεικτικά πορίσματα της εκκαλουμένης αποφάσεως επί των ημερών, κατά τη διάρκεια των οποίων, ο ενάγων εργάσθηκε υπερωριακά, αλλά και των ωρών της ημερήσιας απασχόλησής του στο πλοίο της εναγομένης, σύμφωνα με τα οποία εργαζόταν επί δώδεκα [12] ώρες και όχι επί δέκα τέσσερις [14] ώρες, όπως ισχυρίσθηκε με την αγωγή του, επιπροσθέτως δε διότι έγινε δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της, η περί καταβολής ένσταση της εναγομένης για το ποσό των ευρώ 8.528,02, ενώ έπρεπε να γίνει δεκτή μόνον για το ποσό των ευρώ 7.490,36, β) επί των επίσης γενομένων εν μέρει δεκτών ως κατ’ ουσίαν βασίμων αγωγικών κονδυλίων διαφοράς επιδομάτων εορτών ετών 2019 και 2020 και συγκεκριμένα με τον δεύτερο λόγο έφεσης, όσον αφορά στα αποδεικτικά πορίσματα της εκκαλουμένης αποφάσεως και δη στον τρόπο υπολογισμού από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του ποσού, το οποίο έγινε δεκτό ότι του οφείλεται ως τέτοια αμοιβή, διότι, όπως διατείνεται, τούτο κατ’ εσφαλμένη του νόμου ερμηνεία και εφαρμογή και κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων, υπολογίσθηκε εσφαλμένα επί τη βάσει μικρότερων συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών, συμπεριληφθέντος σ’ αυτό, χαμηλότερου ποσού ως μέσου όρου της αμοιβής του για την υπερωριακή του απασχόληση σε σχέση με το πράγματι οφειλόμενο και χωρίς να συμπεριληφθεί η αποζημίωσή του για τις μη χορηγηθείσες άδειες διανυκτερεύσεως, καθώς επίσης και η πρόσθετη αμοιβή του για δρομολόγια εξπρές που εκτέλεσε τον εν λόγω πλοίο. Ειδικώς δε όσον αφορά στην αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019, διότι δεν υπολογίσθηκαν όλες οι ημέρες εργασίας του προς ανεύρεση της δικαιούμενης από αυτόν αναλογίας και όσον αφορά στην αναλογία Δώρου Πάσχα 2020, διότι έγινε δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της, η περί καταβολής ένσταση της εναγομένης για το ποσό των ευρώ 230,15, ενώ έπρεπε να γίνει δεκτή μόνον για το ποσό των ευρώ 216,00, γ) επί του απορριφθέντος ως αβασίμου στην ουσία του, κατόπιν παραδοχής της περί καταβολής ένστασης της εναγομένης, κονδυλίου αποζημίωσης λόγω μη χορήγησης αδειών διανυκτέρευσης και συγκεκριμένα με τον τρίτο λόγο έφεσης, όσον αφορά στα αποδεικτικά πορίσματα της εκκαλουμένης αποφάσεως, διότι, όπως διατείνεται, κατά κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, έγινε δεκτό ότι, αυτός εδικαιούτο μόνον δώδεκα άδειες διανυκτερεύσεως και επεδίκασε αποζημίωση μόνον για οκτώ εξ αυτών, αφού δέχθηκε ότι έλαβε τέσσερις άδειες διανυκτερεύσεως, ενώ αυτός, επιπλέον αυτών (οκτώ) που δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, εδικαιούτο εννέα ακόμη διανυκτερεύσεις κατά τους μήνες απασχόλησής του Μάρτιο, Οκτώβριο, Δεκέμβριο του έτους 2019, Φεβρουάριο και Σεπτέμβριο του έτους 2020, επιπροσθέτως δε διότι έγινε δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της, η περί καταβολής ένσταση της εναγομένης για το ποσό των ευρώ 395,99, ενώ έπρεπε να γίνει δεκτή μόνον για το ποσό των ευρώ 395,57, δ) επί του επίσης γενομένου εν μέρει δεκτού ως κατ’ ουσίαν βασίμου αγωγικού κονδυλίου πρόσθετης αμοιβής του για δρομολόγια εξπρές και συγκεκριμένα, με τον τέταρτο λόγο έφεσης, όσον αφορά στα αποδεικτικά πορίσματα της εκκαλουμένης αποφάσεως η οποία πλήττεται και για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 33 της ΣΣΝΕ που εφαρμόσθηκε εν προκειμένω και δη τον αριθμό δρομολογίων που δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση ότι εκτέλεσε το εν λόγω πλοίο, καθώς επίσης όσον αφορά στον τρόπο υπολογισμού από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του ποσού, το οποίο έγινε δεκτό ότι του οφείλεται ως τέτοια αμοιβή, διότι, όπως διατείνεται, τούτο υπολογίσθηκε εσφαλμένα επί τη βάσει μικρότερων συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, συμπεριληφθέντος σ’ αυτό, χαμηλότερου ποσού ως μέσου όρου της αμοιβής της για την υπερωριακή του απασχόληση σε σχέση με το πράγματι οφειλόμενο, καθώς επίσης διότι έγινε δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της η περί καταβολής ένσταση της εναγομένης για το ποσό των ευρώ 1.406,95, ενώ έπρεπε να γίνει δεκτή μόνον για το ποσό των 982,48 ευρώ, ε) επί του επίσης γενομένου εν μέρει δεκτού ως κατ’ ουσίαν βασίμου αγωγικού κονδυλίου αποζημιώσεως απολύσεως, και συγκεκριμένα με τον πέμπτο λόγο έφεσης, όσον αφορά στα αποδεικτικά πορίσματα της εκκαλουμένης αποφάσεως και δη στον τρόπο υπολογισμού από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του ποσού, το οποίο έγινε δεκτό ότι του οφείλεται ως τέτοια αμοιβή, διάταξη η οποία πλήττεται και για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και δη των διατάξεων του άρθρου 27 της εφαρμοσθείσας εν προκειμένω ΣΣΝΕ, διότι, όπως διατείνεται, τούτο υπολογίσθηκε εσφαλμένα επί τη βάσει μικρότερων συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, συμπεριληφθέντος σ’ αυτό, χαμηλότερου ποσού ως μέσου όρου της αμοιβής του για την υπερωριακή του απασχόληση σε σχέση με το πράγματι οφειλόμενο, επίσης διότι δεν συνυπολογίσθηκε η αποζημίωση για μη χορηγηθείσες άδειες διανυκτέρευσης, η πρόσθετη αμοιβή του δρομολογίων εξπρές, καθώς επίσης και η αναλογία δώρων εορτών και τέλος στ) πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση, καθό μέρος απέρριψε το αίτημα αυτού για επιδίκαση νομίμων τόκων με τον έκτο λόγο έφεσης, εφόσον, κατ’ εσφαλμένη του νόμου και δη των διατάξεων του άρθρου 346 ΑΚ και 216 ΚΠολΔ, ερμηνεία και εφαρμογή και κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων, απεδέχθη ως ορισμένο και βάσιμο στην ουσία του το αίτημα της αντιδίκου του και επεδίκασε σε αυτόν μόνον τόκους υπερημερίας επί του επιδικασθέντως κεφαλαίου, ενώ έπρεπε να απορρίψει αυτό (αίτημα εναγομένης περί επιδίκασης μόνον τόκων υπερημερίας) προεχόντως ως αόριστο, άλλως ως αβάσιμο στην ουσία του. Ζητείται δε, με την εν λόγω έφεση, να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και αναδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή του ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.
ΙΙΙ. Από την υπ’ αριθμ. …./15.9.2019 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα, …….., η οποία ελήφθη ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, με την επιμέλεια του ενάγοντος, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης, κατ’ άρθρο 422 παρ.1 ΚΠολΔ (σχετικά υπ’ αριθμ. …../10.9.2021 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, …….) και την υπ’ αριθμ. …/ 14.9.2021 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα, ……, η οποία ελήφθη ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς, ….., με την επιμέλεια της εναγομένης, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμη, κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ, κλήτευσης του ενάγοντος (σχετικά υπ’ αριθμ. …/9.9.2021 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς . …), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρος, χωρίς το γεγονός ότι ο, εξετασθείς με επιμέλεια του ενάγοντος, μάρτυρας τυγχάνει αντίδικος της εναγομένης, επειδή έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (ΜονΕφΠειρ. 196/2020, ΤριμΕφΑθ. 5117/2018, 3879/2012, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), έστω κι αν σε εκείνη την αγωγή ο ήδη ενάγων εξετάσθηκε ως μάρτυρας υπέρ των αγωγικών ισχυρισμών αυτού (μάρτυρος ……), όπως επίσης, χωρίς ομοίως να αποκλείει την αποδεικτική αξία των λεγομένων του, το γεγονός ο εξετασθείς με επιμέλεια της εναγομένης μάρτυρας ………. συνεχίζει να εργάζεται για λογαριασμό της εναγομένης, και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, μεταξύ των οποίων και όσα προσκομίζονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου για πρώτη φορά, καθόσον δεν κρίνεται ότι δεν προσκομίσθηκαν στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια (529 ΚΠολΔ), απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των διαδίκων, με την επισήμανση ότι όσον αφορά στο προσκομιζόμενο ως σχετικό 6 υπό του ενάγοντος, δεν αμφισβητήθηκε υπό της εναγομένης η γνησιότητα της υπογραφής στην πρώτη σελίδα αυτού του εγγράφου του υπογράφοντος αυτό, καθώς επίσης τα προσκομιζόμενα, στο παρόν Δικαστήριο για πρώτη φορά, υπό του ενάγοντος με αριθμό 6 και 7 σχετικά, δεν προσεβλήθησαν ως πλαστά υπό της εναγομένης, τα οποία (έγγραφα), λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, μεταξύ των οποίων και οι ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν στα πλαίσια άλλης δίκης, ανεξάρτητα αν τα προσκομιζόμενα έγγραφα πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει συμβάσεων ναυτολογήσεως που καταρτίσθηκαν μεταξύ αφενός του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης εταιρείας “……………..”, υπό την προηγούμενη επωνυμία της “……………..”, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού-οχηματαγωγού πλοίου με την ονομασία «BS1», με αριθμό νηολογίου Πειραιά ………., κ.ο.χ. 16.390,82 και αφετέρου του ενάγοντος, ………., Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του Επικούρου, στο ως άνω πλοίο και παρείχε τις υπηρεσίες του σε αυτό, ως μέλος του οργανωμένου πληρώματός του, κατά τα χρονικά διαστήματα (α) από 30.12.2018 έως 31.1.2019, (β) από 15.3.2019 έως 6.10.2019, (γ) από 6.10.2019 έως 17.11.2019, (δ) από 6.12.2019 έως 2.2.2020, (ε) από 18.2.2020 έως 20.2.2020, (στ) από 20.2.2020 έως 27.7.2020 και (ζ) από 28.7.2020 έως 11.9.2020. Το εν λόγω πλοίο, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και δεν αμφισβητείται ειδικώς από κανέναν των διαδίκων, εκτελούσε ακτοπλοϊκούς πλόες εντός ελληνικών λιμένων, ως ειδικότερα αναλύεται κατωτέρω, κατά τα χρονικά διαστήματα από 15.3.2019 έως 6.10.2019, από 6.12.2019 έως 2.2.2020, από 18.2.2020 έως 20.2.2020 και από 28.7.2020 έως 11.9.2020, κατά τα υπόλοιπα δε επίδικα χρονικά διαστήματα και συγκεκριμένα από 1.1.2019 έως 31.1.2019, από 6.10.2019 έως 17.11.2019 και από 20.2.2020 έως 27.7.2020 εκτελούσε Μεσογειακούς πλόες και δη το ταξίδι Πάτρα – Ηγουμενίτσα – Αγκόνα.
Ι. Ο ενάγων, με την αγωγή του, υποστήριξε ότι (α) στα πλαίσια της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεων είχε συμφωνηθεί ότι θα λαμβάνει τις αποδοχές που προβλέποταν από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών επιβατηγών Πλοίων έτους 2018, (β) στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησής του είχε συμφωνηθεί ότι θα λαμβάνει τις αποδοχές που προβλέποταν από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών επιβατηγών Πλοίων έτους 2019, καθώς αναφέρει στην αγωγή του κατά πιστή αντιγραφή «με προσύμφωνο ναυτολογήσεως που καταρτίστηκε στον Πειραιά ανάμεσα σε μένα και την αντίδικο δια του εκπροσώπου της, ναυτολογήθηκα στον Πειραιά την 15 Μαρτίου 2019 για αόριστο χρόνο κατά τα άρθρα 53 και 54 ΚΙΝΔ, με την ίδια ειδικότητα του Επίκουρου Θαλαμηπόλου, επί του ίδιου πλοίου, αντί μηνιαίου βασικού μισθού, επιδόματος Κυριακών, υπερωριακής αμοιβής, αδείας, δώρων και λοιπά επιδόματα κλπ, σύμφωνα με την Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών πλοίων του έτους 2018, ως και του έτους 2019, που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 3170/2019, την ισχύ της οποίας ρητά συμφωνήσαμε με την αντίδικο», υπολογίζει δε ακολούθως την αιτούμενη, για το χρονικό διάστημα από 15.3.2019 έως 6.10.2019, αμοιβή του, για την υπερωριακή του απασχόληση κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, με ωρομίσθιο 6,98 ευρώ για τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής και με ωρομίσθιο 8,37 ευρώ για τις ημέρες Σαββάτου και αργίας, ήτοι με το προβλεπόμενο στο άρθρο 13 της από 8.7.2019 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων (ΣΣΝΕ) του έτους 2019, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β΄ 3170/12.8.2019), ωρομίσθιο για την ανωτέρω ειδικότητά του (ενάγοντος), όπως επίσης, με τον βασικό μισθό (μισθό ενεργείας και Επίδομα Κυριακής) της εν λόγω ΣΣΝΕ υπολογίζει τις λοιπές ένδικες απαιτήσεις του, υποστηρίζοντας στην αγωγή του, τοιουτοτρόπως, κατ’ εκτίμηση αυτής ότι, με συμφωνία των διαδίκων, η ένδικη δεύτερη σύμβαση ναυτολόγησης θα καταλαμβάνονταν στο σύνολό της από τη μέλλουσα να ισχύσει Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών επιβατηγών Πλοίων έτους 2019, όπως αυτή ίσχυε κατ’ έτος και αναδρομικά, (γ) η ανωτέρω ΣΣΝΕ [από 8.7.2019 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων (ΣΣΝΕ) του έτους 2019], είχε συμφωνηθεί ως εφαρμοστέα μεταξύ των διαδίκων κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή και στα πλαίσια της τέταρτης [ισχύσασας από 6.12.2019 έως 2.2.2020], της πέμπτης [ισχύσασας από 18.2.2020 έως 20.2.2020] και έβδομης [ισχύσασας από 28.7.2020 έως 11.9.2020] των ενδίκων ναυτολογήσεων και (δ) όσον αφορά στην τρίτη [ισχύσασα από 6.10.2019 έως 17.11.2019] και έκτη [ισχύσασα από 28.7.2020 έως 11.9.2020] των ενδίκων ναυτολογήσεων ότι εφαρμοστέα ετύγχανε, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, ως προς τους όρους αμοιβής και εργασίας του ενάγοντος η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019. Με την εκκαλουμένη απόφαση, έγινε δεκτό ότι, [α] κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 31.1.2019, οπότε ο ενάγων εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο και αυτό εκτελούσε Μεσογειακούς πλόες, οι όροι εργασίας του ενάγοντος και ιδίως το ύψος των αποδοχών του, διέπονταν από την από 4.9.2018 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2018, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.10/81307/2018 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β΄ 5124), κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων, διότι με όρο της σχετικής από 1.1.2019 ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, τα συμβαλλόμενα μέρη παρέπεμψαν προς ρύθμιση των εν λόγω θεμάτων στη ΣΣΕ, μολονότι η ανωτέρω ΣΣΝΕ Πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2018, είχε λήξει, με αποτέλεσμα, κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, κατόπιν ερμηνείας των δηλώσεων βούλησης των διαδίκων που περιείχοντο στον ανωτέρω όρο, ελλείψει νεωτέρας ΣΣΝΕ, η εν λόγω πρώτη σύμβαση ναυτολόγησης να εξακολουθεί να διέπεται, από την τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ και δη, εν προκειμένω, από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2018, [β] για το χρονικό διάστημα εργασίας του ενάγοντος από 15.3.2019 έως 5.10.2019, στα πλαίσια δηλαδή της δεύτερης σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος, οπότε το πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκούς πλόες εντός ελληνικών λιμένων, οι όροι εργασίας του ενάγοντος και ιδίως το ύψος των αποδοχών του, διέπονταν από την από 8.7.2019 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων (ΣΣΝΕ) του έτους 2019, που κυρώθηκε με την υπ’αριθμ.2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β΄ 3170/12.8.2019), διότι η εν λόγω ΣΣΝΕ όριζε ότι η ισχύς της εκκινείται αναδρομικά από την 1.1.2019 και επιπλέον, κατά την υπογραφή αυτής (ΣΣΝΕ) την 8.7.2019, η εν λόγω (δεύτερη) σύμβαση ναυτολόγησης του ενάγοντος ήταν εν ισχύ, [γ] για το χρονικό διάστημα εργασίας του ενάγοντος από 6.10.2019 έως 17.11.2019, ίσχυσε μεταξύ των διαδίκων η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019, [δ] για τα χρονικά διαστήματα εργασίας του ενάγοντος από 6.12.2019 έως 2.2.2020, από 18.2.2020 έως 19.2.2020 και από 28.7.2010 έως 11.9.2020 ίσχυσε μεταξύ των διαδίκων, ελλείψει νεωτέρας, η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων (ΣΣΝΕ) του έτους 2019, που κυρώθηκε με την υπ’αριθμ.2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β΄ 3170/12.8.2019) και τέλος [ε] για το χρονικό διάστημα εργασίας του ενάγοντος από 20.2.2020 έως 27.7.2020, ίσχυσε η ΣΣΝΕ Πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019. Το ανωτέρω αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης αποφάσεως όσον αφορά στους συνομολογηθέντες, μεταξύ των διαδίκων, όρους αμοιβής του ενάγοντος, καθόλα τα ένδικα χρονικά διαστήματα [πλην του χρονικού διαστήματος από 12.8.2019 έως 5.10.2019 και από 6.12.2019 έως 31.12.2019] πλήττει η εναγομένη με την υπό στοιχείο Α πρώτη κρινόμενη έφεση και δη με τον πρώτο λόγο αυτής, υποστηρίζοντας ότι, μεταξύ των διαδίκων, με όρο που είχε περιληφθεί στις έγγραφες συμβάσεις ναυτολόγησης του ενάγοντος, υπήρχε συμφωνία «περί κλειστού μισθού» και εφαρμογή της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΕ, υπό την προϋπόθεση όμως ότι ήταν σε ισχύ αντίστοιχη ΣΣΝΕ. Σε διαφορετική περίπτωση, δηλαδή στην περίπτωση κατά την οποία δεν ήταν σε ισχύ ΣΣΝΕ, κατά την εναγομένη, με τον ίδιο όρο των ενδίκων συμβάσεων εργασίας, είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων ότι θα ισχύει μόνον ο «κλειστός» συνομολογηθείς μηνιαίος μισθός. Μάλιστα, κατά την εναγομένη, σε καμία εκ των ενδίκων συμβάσεων ναυτικής εργασίας του ενάγοντος δεν γίνεται αναφορά περί εφαρμογής των ΣΣΝΕ Πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2018 ή του έτους 2019 ή ΣΣΝΕ των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019. Επομένως, κατ’ αυτήν (εναγομένη), η οποία υποστηρίζοντας στη σελίδα 4 της ένδικης έφεσής της ότι «η ισχύς της συλλογικής σύμβασης που κυρώθηκε για να δεσμεύονται τρίτοι αρχίζει από της κυρώσεως», υπολαμβάνει ότι δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στις ανωτέρω ΣΣΝΕ, κατ΄ εσφαλμένη του νόμου εφαρμογή και δη των διατάξεων του άρθρου 5 παρ.1 του Α.Ν. 3276/1944, αλλά και των διατάξεων του άρθρου 9 παρ. 4 και 5 του Ν. 1876/1990 οι οποίες αν και δεν τυγχάνουν εφαρμογής εν προκειμένω, εφαρμόσθηκαν υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, και περαιτέρω, κατά πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως (α) ότι η ΣΣΝΕ Πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2018, ετύγχανε εφαρμογής στα πλαίσια της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 31.1.2019, αν και η ισχύς αυτής είχε λήξει ήδη από την 31.12.2018, (β) ότι η ΣΣΝΕ των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019 ίσχυσε μεταξύ των διαδίκων στα πλαίσια της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων και προ της κυρώσεώς της, ήτοι κατά το χρονικό διάστημα από 15.3.2019 έως 11.8.2019, (γ) ότι η ΣΣΝΕ των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019 ίσχυσε μεταξύ των διαδίκων στα πλαίσια της τέταρτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 2.2.2020, στα πλαίσια της πέμπτης των ενδίκων ναυτολογήσεων από 18.2.2020 έως 20.2.2020 και της έβδομης των ενδίκων ναυτολογήσεων από 28.7.2020 έως 11.9.2020, ενώ η ισχύς αυτής είχε λήξει ήδη από την 31.12.2019 και τέλος (δ) ότι η ΣΣΝΕ Πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019, ετύγχανε εφαρμογής στα πλαίσια της έκτης των ενδίκων ναυτολογήσεων από 20.2.2020 έως 27.7.2020, ενώ η ισχύς αυτής είχε λήξει ήδη από την 31.12.2019, ενώ εάν η εκκαλουμένη απόφαση ορθά εφάρμοζε το νόμο και ορθά εκτιμούσε τις αποδείξεις, έπρεπε να δεχθεί ότι, σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, ίσχυε ο συνομολογηθείς μεταξύ των διαδίκων, για εκάστη των ανωτέρω χρονικών περιόδων, μηνιαίος μισθός, όπως αυτός αποτυπώθηκε στις έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, ο ενάγων, με την προσθήκη επί των προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αλλά και με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώπιόν μας, αναφέρει ότι αποτελεί μέλος της Ένωσης θαλαμηπόλων, μέλος της ΠΝΟ συμβαλλομένης στις ανωτέρω ΣΣΝΕ, χωρίς περαιτέρω εν τούτοις να αναφέρει ότι και η εναγομένη ήταν μέλος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας που μετείχε στην κατάρτιση των ανωτέρω ΣΣΝΕ. Από την πλευρά της δε η εναγομένη αρνείται ουσιαστικά ότι ήταν μέλος του ανωτέρω Συνδέσμου, εφόσον αναφέρει στη σελίδα 4 της ένδικης έφεσής της «… Ειδικότερα, η ισχύς της συλλογικής συμβάσεως που κυρώθηκε για να δεσμεύονται οι τρίτοι αρχίζει από της κυρώσεως …», « … Όπως αναφέραμε, από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ.1 του α.ν. 3276/1944… αλλά προσδιορίζεται με αυτήν η χρονική διάρκεια της δεσμεύσεως των τρίτων, η οποία αρχίζει από της επεκτάσεως…» και «… Ενόψει του ότι με τις ΣΣΝΕ … τίθενται κανόνες που εφαρμόζονται αναγκαστικά και άμεσα στις σχέσεις τρίτων μη συμβαλλομένων προσώπων …».
Επί των ανωτέρω ισχυρισμών της εναγομένης που περιέχονται στον πρώτο λόγο της έφεσής της, πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα:
[Α] Το κανονιστικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη σύναψη των συλλογικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας συνθέτουν οι διατάξεις του ΑΝ 3276/1944 «Περί Συλλογικών Συμβάσεων εν τη Ναυτική Εργασία», που εκδόθηκε στη Μέση Ανατολή και αναδημοσιεύθηκε στην Ελλάδα με τη Συντακτική Πράξη 21/1945, που κυρώθηκε με τον Ν. 32/1945, ο οποίος δεν τον κατήργησε ρητώς με αποτέλεσμα να εξακολουθεί, όπως συνάγεται έμμεσα, να ισχύει (ΜονΕφΠειρ. 3096/2022 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στο άρθρο 1 § 1 του νόμου αυτού ορίζεται ότι «Δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινομένων ελευθέρως υπό του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολιτικά επιδόματα…». Επί των συλλογικών αυτών συμβάσεων δεν εφαρμόζεται ο Ν. 1876/1990 «Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 27/8.3.1990) και τούτο προκύπτει από την όλη διατύπωση και το πνεύμα του, μολονότι ο ίδιος δεν περιέχει σχετική ρητή διάταξη, όπως αντιθέτως συνέβαινε με τον προϊσχύσαντα Ν. 3239/1955 «Περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας (ΦΕΚ Α 125/18.5.1955), ο οποίος στο άρθρο 42 § 3 όριζε ρητά ότι οι διατάξεις του δεν εφαρμόζονται επί της ρυθμίσεως των όρων, των συνθηκών και της αμοιβής της εργασίας των πληρωμάτων των πλοίων της εμπορικής ναυτιλίας (ΑΠ 87/2000 ΕλλΔνη 2000/967, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 50, Γ. Μικρούδης, Η σύμβαση της ναυτικής εργασίας, σε ΕΕΔ 449 επομ. [453], βλ. όμως, και Δ. Παπασταύρου, Απεργία – Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2002, αρ. 063, σελ. 87 και τον ίδιο, Συλλογικές Συμβάσεις και Διαιτησία, 1997, αρ. 010, σελ. 30 – 31, κατά τον οποίο οι διατάξεις του ΑΝ 3276/1944, πέραν του ότι είναι αντισυνταγματικές, έχουν καταργηθεί με το άρθρο 23 § 3 του Ν. 1876/1990). Επομένως, στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται ούτε οι διατάξεις του Ν. 1876/1990 για τη χρονική διάρκεια της συλλογικής διευθέτησης, την έναρξη της ισχύος της και τη λήξη της. Έτσι, οι ΣΣΝΕ μπορεί να είναι ορισμένου ή αόριστου χρόνου, χωρίς ως προς το ζήτημα της χρονικής διάρκειάς τους να τίθεται νόμιμος περιορισμός, όπως συμβαίνει στις συλλογικές ρυθμίσεις της χερσαίας εργασίας, κατ’ άρθρο 12 του Ν. 1876/1990. Διχογνωμία ανέκυψε, όμως, ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της δεσμεύσεως από τη ΣΣΝΕ με αφετηρία τη διατύπωση του άρθρου 5 § 1 εδαφ. α του ΑΝ 3276/1944, κατά το οποίο «Συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφόσον ήθελον κυρωθή δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν άλλας υφισταμένας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν, ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων». Κατά την ορθότερη άποψη, ratione personae, η ΣΣΝΕ ισχύει και πριν την κύρωσή της από τον Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας [ΥΕΝ] και δεσμεύει τις οργανώσεις που συμβλήθηκαν για τη σύναψή της και τα μέλη τους, μετά δε την κύρωσή της και τη νόμιμη δημοσίευση της κυρωτικής υπουργικής απόφασης η ισχύς της επεκτείνεται και πέραν των οργανώσεων αυτών, δεσμεύοντας έκτοτε εργοδότες και εργαζομένους, που είναι τρίτοι ως προς τα συμβληθέντα μέρη (ΑΠ 350/2021, 1905/1987 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι σχετίζονται με πλοίο το οποίο ανήκει στην ίδια κατηγορία, την οποία αφορά η επεκτεινόμενη συλλογική σύμβαση (ΑΠ 1702/1991, Δνη 1992/1606). Κατ’ άλλη άποψη, η ΣΣΝΕ ισχύει αφότου κυρωθεί από τον ΥΕΝ με απόφασή του, που αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη, δημοσιευτέα, ως εκ τούτου, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και πριν από την κύρωσή της δεν δεσμεύει ούτε τα συμβαλλόμενα μέρη, ανεξαρτήτως αν αυτά καθόρισαν ως εναρκτήριο της ισχύος της προγενέστερο χρονικό σημείο, αφού ελλείπει νομοθετική διάταξη που να τους παρέχει εξουσία αναδρομικής ρυθμίσεως των σχέσεών τους δια των όρων της συλλογικής σύμβασης, που θεσπίζει αναγκαστικούς κανόνες ουσιαστικού δικαίου ισχύοντες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 ΑΚ, μόνο για το μέλλον (ΜονΕφΠειρ. 177/2016, 218/2016, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όμως, η υπουργική κύρωση καθιστά τη ΣΣΝΕ πηγή εξ αντικειμένου δικαίου, αφού της προσδίδει κανονιστικό χαρακτήρα (ΕφΠειρ. 498/2008, ΕΝαυτΔ 2008/281), χωρίς ταυτόχρονα να αλλοιώνει τη συμβατική φύση της, εξ ης απορρέει αυτοτελώς η δέσμευση των μερών ήδη από το χρόνο καταρτίσεώς της, που συμπίπτει καταρχήν με την υπογραφή της (πριν από την οποία συλλογική ρύθμιση αυτονόητα δεν υφίσταται), είναι, όμως, δυνατόν να ανατρέχει και σε χρόνο προγενέστερο αυτής, επιτρεπτώς καθοριζόμενο χωρίς κρατική παρέμβαση από τους συμβαλλόμενους, στα πλαίσια της συνταγματικώς προστατευόμενης συλλογικής αυτονομίας και χωρίς τούτο να προσκρούει στη ρύθμιση του άρθρου 2 ΑΚ, αφού η ΣΣΝΕ που δεν έχει επικυρωθεί νόμιμα δεν συνιστά μεν (ακόμα) ουσιαστικό νόμο, αποτελεί όμως σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου, τους όρους της οποίας διαμορφώνουν ελεύθερα, κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, τα μέρη (για την παρόμοια νομοθετική ρύθμιση στις συλλογικές συμβάσεις της χερσαίας εργασίας βλ. άρθρο 9 § 3 του Ν. 1876/1990 και ΑΠ 43/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από την άποψη αυτή η, δια του άρθρου 5 § 1 του ΑΝ 3276/1944, παρεχόμενη στον ΥΕΝ νομοθετική εξουσιοδότηση για την κύρωση της ΣΣΝΕ, που καταρτίστηκε υπό τους όρους του ιδίου νόμου, αφορά μόνον την επέκταση της συμβατικής δέσμευσης σε τρίτους, που δεν έχουν συμπράξει στη σύναψή της, η οποία είναι φυσικό να άρχεται από το χρονικό σημείο της δημοσιεύσεως της κυρωτικής απόφασης, αφού αυτή, ως κανονιστική διοικητική πράξη, μπορεί να ορίζει μόνο για το μέλλον, δεδομένου ότι με την πιο πάνω διάταξη δεν παρασχέθηκε στον Υπουργό νομοθετική εξουσιοδότηση αναδρομικής επεκτάσεως των κυρουμένων συλλογικών συμβάσεων, αλλά απλώς προσδιορίστηκε η χρονική διάρκεια της δεσμεύσεως των τρίτων, η οποία αρχίζει από της επεκτάσεως και συνεχίζεται μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειας της επεκτεινόμενης συλλογικής συμβάσεως (ΜονΕφΠειρ. 285/2015, 459/2015, 591/2014, 842/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 12/2011, ΕΝαυτΔ 2011/406). Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, η διάταξη του άρθρου 5 § 1, επιτρέποντας τον μη ετεροκαθοριζόμενο ορισμό της χρονικής διάρκειας της δεσμεύσεως των συμβαλλομένων, θέτει η ίδια εξουσιοδοτικό κανόνα προς τους φορείς της συλλογικής αυτονομίας να καθορίσουν τα χρονικά όρια ισχύος της κοινής βουλήσεώς τους. Επομένως, εφόσον εγκύρως δίδεται στις ΣΣΝΕ αναδρομική ισχύς, κατά τη σύναψή τους, οι ρυθμίσεις τους καταλαμβάνουν και όσες ατομικές συμβάσεις καταρτίστηκαν πριν την υπογραφή τους και δεν είχαν λυθεί ή λήξει μέχρι αυτήν (ΜονΕφΠειρ. 371/2016, 376/2016, 719/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1132/2005, ΕΝαυτΔ 2005/425, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895). Αυτά αποδεχόμενος ο νομοθέτης διευθέτησε το ζήτημα με το άρθρο 49 του Ν. 4597/2019 «Για την κύρωση των Συμβάσεων Παραχώρησης που έχουν συναφθεί μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των Οργανισμών Λιμένος Α.Ε. – Διατάξεις για τη λειτουργία του συστήματος λιμενικής διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 35/28.2.2019), με το οποίο ορίστηκε ότι «Η αληθής έννοια της παρ. 1 του άρθρου 5 του α.ν. 3276/1944 (Α΄ 24, αναδημ. Α΄ 172/1945) είναι ότι η απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, με την οποία κυρώνεται συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας σύμφωνα με τον ανωτέρω νόμο ισχύει αναδρομικά από την έναρξη ισχύος που ορίζεται στην οικεία συλλογική σύμβαση, ανεξαρτήτως του χρόνου σύναψης ή/και κύρωσής της από τον Υπουργό». Η διάταξη αυτή, που αναφέρεται σε ζήτημα επί του οποίου είχε ανακύψει η ανωτέρω ερμηνευτική διχογνωμία σε νομολογία και επιστήμη, διευκρινίζει πράγματι την αληθή έννοια του άρθρου 5 § 1 εδαφ. α του ΑΝ 3276/1944 και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, από το εφετείο χωρίς τους περιορισμούς από την § 2 του άρθρου 533 ΚΠολΔ. Εξάλλου, στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 1876/1990 για την επιβίωση των κανονιστικών όρων της συλλογικής σύμβασης που έληξε ή καταγγέλθηκε υπό τη μορφή αρχικώς της παράτασης της ισχύος τους για ένα διάστημα και ακολούθως, μετά την παρέλευσή του, της μετενέργειάς τους επί των ατομικών συμβάσεων εργασίας (ΑΠ 1107/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, με τη λήξη της χρονικής διάρκειας της ΣΣΝΕ παύει ευθύς αυτή να ισχύει και τις συνθήκες παροχής και τις αμοιβές της εργασίας των ναυτικών ρυθμίζουν στο εξής οι όροι της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας για την υπόλοιπη συμφωνημένη διάρκειά της. Συναφώς, αν ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συναφθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξεως της ισχύος της τελευταίας σχετικής ΣΣΝΕ, το εργασιακό καθεστώς δεν διέπεται πλέον από τη λήξασα ΣΣΝΕ, αλλά προσδιορίζεται αυτοτελώς από τους όρους της ατομικής σύμβασης. Άλλως, βέβαια, θα έχει το πράγμα αν οι συμβαλλόμενοι κατά τη σύναψη της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας συμφωνήσουν να καταστούν περιεχόμενο της σύμβασης αυτής οι όροι κάποιας ΣΣΝΕ και μέλλουσας ακόμα (ΑΠ 692/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή και αυτής που έληξε. Τούτο είναι σύμφωνο με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, από την οποία συνάγεται ότι είναι δυνατόν να συμφωνηθεί εγκύρως λ.χ. το ύψος του μισθού με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 51/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συγκεκριμένης ΣΣΕ, τότε οι όροι αυτοί αποκτούν συμβατική δύναμη (ΑΠ 773/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δηλαδή καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας σα να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητάς τους είναι τότε η ατομική βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανόμενου εργαζομένου (ΑΠ 256/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Στ. Βλαστός, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, αρ. 124, σελ. 263 – 264). Η παραπομπή μπορεί να γίνει και σε ΣΣΝΕ της οποίας η ισχύς έχει ήδη λήξει, ή ακόμη και μέλλουσα να ισχύσει ΣΣΕ (ΑΠ 1035/2020 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου), καθόσον στην περίπτωση αυτή τα μέρη δεν ενδιαφέρει η δεσμευτική της δύναμη αλλά η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιείχε. Για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (ΑΠ 874/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 567/2004, ΕΕΔ 2005/589, ΕφΑθ. 6808/1994, ΔΕΝ 1995/665). Για να καταστεί, όμως, οποιοσδήποτε όρος ΣΣΝΕ και όρος της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και των ναυτικών ΣΣΝΕ, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει είτε η νεότερη, αν υπάρχει, ΣΣΝΕ, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερες για τους ναυτικούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε µε την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμοστεί η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ (ΑΠ 277/2009, ΕΕΔ 2010/1353, ΑΠ 860/2010, ΔΕΝ 2010/1061) είτε, ελλείψει νεότερης, η τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ εωσότου συναφθεί νέα ΣΣΝΕ, η οποία για τον ίδιο λόγο θα καταλάβει και την ατομική σύμβαση [ΜονΕφΠειρ. 3096/2022 ο.π.]. Αποτελεί δε, αυτονόητα, ζήτημα πραγματικό το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας των μερών (ΑΠ 515/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και το δικαστήριο κρίνει περί αυτού με βάση καταρχάς τους όρους που αποτυπώθηκαν στο έγγραφο της ατομικής συμφωνίας και, σε περίπτωση άτυπης κατάρτισης της σύμβασης ναυτολόγησης, με βάση το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, όπως [και] το ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος (ΜονΕφΠειρ. 160/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του (ΜονΕφΠειρ. 740/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ασχέτως αν αυτές συντάχθηκαν σε συμμόρφωση προς τις επιταγές του Ν. 4254/2014 «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 85/7.4.2014), αφού μεταξύ των σκοπών του τελευταίου νόμου περιλαμβάνεται και η διευκόλυνση της απόδειξης ότι ο εργαζόμενος έλαβε πράγματι τις συμφωνηθείσες αποδοχές (ΑΠ 1385/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και
Β] Κατά την έννοια των άρθρων 680 § 3 ΑΚ και 7 του Ν. 1876/1990, η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων, συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης (ΑΠ 1934/2008, ΔΕΕ 2009/993). Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις, όπως εκείνες που απορρέουν από την υπερωριακής απασχόληση του ναυτικού, διότι η διάταξη του άρθρου 8 § 4 του ΝΔ 4020/1959, με την οποία προβλέπεται στη χερσαία εργασία η ακυρότητα των συμβάσεων με τις οποίες συμφωνείται η κάλυψη των αξιώσεων καταβολής υπερωριακής αμοιβής με τις πέραν των ελαχίστων ορίων καταβαλλόμενες υπέρτερες αποδοχές, δεν εφαρμόζεται για την πάγια κατ’ αποκοπή αμοιβή υπερωριών στη ναυτική εργασία (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69).
Εν προκειμένω, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη από 30.12.2018 έγγραφη σύμβαση ναυτικής εργασίας, η οποία καταρτίσθηκε στα πλαίσια της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος, όσον αφορά στους όρους εργασίας και αμοιβής αυτού (ενάγοντος), συνομολογήθηκε μεταξύ των διαδίκων όρος κατά τον οποίο, υπό τον τίτλο «Μισθοί» προβλέφθηκε, κατ’ ακριβή διατύπωση αυτού, ότι «Ο μηνιαίος μισθός του Ναυτικού θα είναι κλειστός και θα ανέρχεται στο ποσό των 1.894,91 ευρώ μεικτά. Ο βασικός μισθός ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το Πλοίο. Όλες οι αποδοχές του Ναυτικού υπόκεινται σε κρατήσεις και εισφορές. Διευκρινίζεται και ρητά συνομολογείται από τα μέρη, ότι στον εν λόγω κλειστό μηνιαίο μισθό συμπεριλαμβάνονται: βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα αδείας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρίας, καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που περιλαμβάνονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας. Ο Ναυτικός δεν θα δικαιούται οποιαδήποτε άλλη πληρωμή πέραν του κατά τα ως άνω ποσού του κλειστού μισθού.». Παράλληλα, υπό τον τίτλο «Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας που έχει εφαρμογή» προβλέφθηκε με την εν λόγω έγγραφη σύμβαση ναυτικής εργασίας ότι «Εφαρμοστέα τυγχάνει η εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων». Κατά τον χρόνο κατάρτισης της πρώτης ένδικης σύμβασης ναυτικής εργασίας και πρώτης ένδικης ναυτολόγησης του ενάγοντος, ήτοι την 30.12.2018, ενόψει του ότι το ένδικο πλοίο εκτελούσε Μεσογειακούς Πλόες, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και δεν αμφισβητείται από κανέναν των διαδίκων, οι πάσης φύσεως όροι εργασίας και αποδοχές της ειδικότητός του (ενάγοντος) για τα Επιβατηγά Μεσογειακά Πλοία τα οποία εκτελούσαν πλόες στον Μεσογειακό χώρο, μη δρομολογημένων κατά τας περί ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών διατάξεις, ρυθμίζονταν από την ισχύουσα τότε Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2018, που υπογράφηκε στις 04.09.2018, κυρώθηκε στις 02.11.2018 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.10/81307/2018 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 5124) στις 15.11.2018. Παράλληλα, απεδείχθη ότι, αν και κατά τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 42 της ανωτέρω ΣΣΝΕ, υπό τον τίτλο «Ισχύς – Τροποποιήσεις – Καταγγελία», προβλέφθηκε ότι «1. Η παρούσα Συλλογική Σύμβαση ισχύει από 1.1.2018 μέχρι 31.12.2018.», ήτοι η διάρκεια ισχύος της έληξε την 31.12.2018, οι όροι αυτής [Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2018], εξακολούθησαν να ισχύουν μεταξύ των διαδίκων και μετά την λήξη ισχύος της (31.12.2018), μέχρι την αποναυτολόγηση του ενάγοντος την 31.1.2019. Τούτο αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη από 31.1.2019 απόδειξη μισθοδοσίας του ενάγοντος, που συντάχθηκε με επιμέλεια της εναγομένης, κατά την οποία, οι συνολικές εκ ποσού 2.080,93 μεικτές αποδοχές που κατεβλήθησαν στον ενάγοντα για την εργασία του στο ανωτέρω πλοίο κατά τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2019, καταλογίσθηκαν από την ίδια την εναγομένη, κατά την καταβολή τους, κατά το ποσό των ευρώ 722,27 ως μισθός ενεργείας και κατά το ποσό των ευρώ 158,90 ως επίδομα Κυριακών, ποσά τα οποία, κατά το άρθρο 1 της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2018, αποτελούσαν το μισθό ενεργείας και αντίστοιχα το επίδομα Κυριακών της ειδικότητας του ενάγοντος. Περαιτέρω, το ποσό των ευρώ 21,65 καταλογίσθηκε σε άλλα επιδόματα ΣΣΕ (αντίστοιχη πρόβλεψη περί επιδόματος βαρέως και ανθυγιεινού εκ ποσού ευρώ 21,66 με το άρθρο 36 της ανωτέρω ΣΣΝΕ), το ποσό των ευρώ 285,95 σε εργασία κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, το ποσό των ευρώ 255,72 σε αμοιβή υπερωριών, το ποσό των ευρώ 186,02 σε «έκτακτες αμοιβές», το ποσό των ευρώ 320,42 σε αποδοχές αδείας, επιπλέον δε το ποσό των ευρώ 130,00 σε επίδομα τροφής αδείας. Αξίζει μάλιστα να αναφερθεί ότι, το καταλογισθέν υπό της εναγομένης στις αποδοχές αδείας ποσό των ευρώ 320,42, καθώς επίσης και το καταλογισθέν στο επίδομα τροφοδοσίας αδείας ποσό των ευρώ 130,00, υπολογίσθηκε υπό της εναγομένης, ως αναλύεται και κατωτέρω, επαυξημένο κατά τους ορισμούς του άρθρου 8 της ανωτέρω ΣΣΝΕ, ενόψει του ότι, ως αναλύεται κατωτέρω, σε αυτό περιλαμβάνεται και το επίδομα εορτών. Και πράγματι, όπως η εναγομένη στα πλαίσια του πρώτου λόγου της ένδικης έφεσης ισχυρίζεται, στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των §§ 4 και 5 του άρθρου 9 του Ν.1876/1990 για την επιβίωση των κανονιστικών όρων της συλλογικής σύμβασης, που έληξε ή καταγγέλθηκε υπό τη μορφή αρχικώς της παράτασης της ισχύος τους για ένα διάστημα και ακολούθως, μετά την παρέλευση του, της μετενέργειας τους επί των ατομικών συμβάσεων εργασίας (ΑΠ 1107/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), με αποτέλεσμα, με τη λήξη της χρονικής διάρκειας της ΣΣΝΕ να παύει ευθύς αυτή να ισχύει και τις συνθήκες παροχής και τις αμοιβές της ναυτικής εργασίας να ρυθμίζουν στο εξής οι όροι της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας για την υπόλοιπη συμφωνημένη διάρκεια της, πλην όμως, εν προκειμένω, εφόσον, όπως απεδείχθη, η εναγομένη και μετά την 1.1.2019, έως την 31.1.2019, συνέχισε, ως αναλύεται ανωτέρω, να καταβάλει στον ενάγοντα τις αποδοχές που προβλέπονταν με την ανωτέρω λήξασα την 31.12.2018 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2018, δεδομένου μάλιστα ότι δεν κατέβαλε μεικτές αποδοχές εκ ποσού ευρώ 1.894,91 αλλά συνολικές μεικτές αποδοχές εκ ποσού ευρώ 2.080,93, όπως αποδεικνύεται από την ανωτέρω μνημονευόμενη απόδειξη μισθοδοσίας του ενάγοντος, κατ΄ ερμηνεία των δηλώσεων βούλησης των συμβαλλομένων διαδίκων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, κρίνεται ότι, όσον αφορά στην αμοιβή του ενάγοντος, με βάση τους ανωτέρω όρους της έγγραφης σύμβασης ναυτολόγησης αυτού (ενάγοντος), όπως οι σχετικοί όροι οι ρυθμίζοντες την αμοιβή αυτού αποτυπώθηκαν στο έγγραφο της ανωτέρω σύμβασης ναυτικής εργασίας και παρατίθενται κατ’ ακριβή διατύπωση ανωτέρω, οι διάδικοι ήθελαν και αυτό εφαρμόσθηκε στα πλαίσια της πρώτης ένδικης σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος, να ισχύει δηλαδή μεταξύ τους και μετά τη λήξη της, η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2018, όπως ισχυρίσθηκε ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του. Το γεγονός ότι παράλληλα, προβλέφθηκε μεταξύ των διαδίκων ως «κλειστός μισθός» μηνιαίως το ποσό των ευρώ 1.894,91 μεικτά, δεν δύναται να οδηγήσει σε κρίση το παρόν Δικαστήριο, όπως η εναγομένη ισχυρίζεται με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής της, ότι δηλαδή η συμφωνία των διαδίκων ήταν η ανωτέρω ΣΣΝΕ [Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2018], να ισχύει μεταξύ τους έως της λήξεως της ισχύος της την 31.12.2018 και έκτοτε ο συνομολογηθείς ως άνω μηνιαίος μισθός ποσού ευρώ 1.984,91, εφόσον αυτό δεν το όρισαν σαφώς οι διάδικοι στην ανωτέρω έγγραφη σύμβαση ναυτικής εργασίας, ενόψει μάλιστα και του γεγονότος ότι η ένδικη πρώτη σύμβαση ναυτολόγησης καταρτίσθηκε μόλις δύο ημέρες προ της λήξεως της ισχύος της εν λόγω ΣΣΝΕ, αλλά κυρίως διότι η εναγομένη και μετά τη λήξη ισχύος της εν λόγω ΣΣΝΕ, συνέχισε να καταβάλλει στον ενάγοντα τις οριζόμενες με αυτήν [Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2018], αποδοχές, ως αναλύεται ανωτέρω. Επομένως, ενόψει τούτων, η εκκαλουμένη απόφαση, που έκρινε ότι οι όροι αμοιβής του ενάγοντος στα πλαίσια της πρώτης ένδικης σύμβασης ναυτολόγησης αυτού, ρυθμίζονταν από την, ως άνω, ΣΣΝΕ του έτους 2018 καθόλη τη διάρκεια ισχύος της, ήτοι και κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 31.1.2019, ορθά εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με συνοπτική αιτιολογία και για το λόγο αυτό, αφού συμπληρωθούν και αντικατασταθούν οι σχετικές αιτιολογίες της (άρθρο 534 ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος, ο πρώτος λόγος της έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο η εκκαλούσα της αποδίδει σφάλμα περί την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων όσον αφορά στο αποδεικτικό της πόρισμα ότι δηλαδή εν προκειμένω, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 31.1.2019 στην επίδικη πρώτη σύμβαση ναυτολόγησης του ενάγοντος εφαρμοστέα ετύγχανε η ανωτέρω Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2018. Περαιτέρω, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη από 15.3.2019 έγγραφη σύμβαση ναυτικής εργασίας, όσον αφορά όσον αφορά στους όρους αμοιβής και εργασίας του ενάγοντος, στα πλαίσια της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων, οπότε όπως αποδεικνύεται και αναλύεται κατωτέρω, το εν λόγω πλοίο ήταν δρομολογημένο κατά τις περί ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών διατάξεις και εκτελούσε ακτοπλοϊκούς πλόες εντός των ελληνικών λιμένων, συνομολογήθηκε ρητά μεταξύ των διαδίκων όρος κατά τον οποίο, υπό τον τίτλο «Μισθοί» προβλέφθηκε ότι «Ο μηνιαίος μισθός του Ναυτικού θα είναι κλειστός και θα ανέρχεται στο ποσό των 2.168,51 ευρώ μεικτά. Ο βασικός μισθός ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το Πλοίο. Όλες οι αποδοχές του Ναυτικού υπόκεινται σε κρατήσεις και εισφορές. Διευκρινίζεται και ρητά συνομολογείται από τα μέρη, ότι στον εν λόγω κλειστό μηνιαίο μισθό συμπεριλαμβάνονται: βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα αδείας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρίας, καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που περιλαμβάνονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας. Ο Ναυτικός δεν θα δικαιούται οποιαδήποτε άλλη πληρωμή πέραν του κατά τα ως άνω ποσού του κλειστού μισθού.». Παράλληλα, υπό τον τίτλο «Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας που έχει εφαρμογή» προβλέφθηκε ότι «Εφαρμοστέα τυγχάνει η εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων». Κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της δεύτερης ναυτολόγησης του ενάγοντος, είχε παύσει η ισχύς της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2018. Παράλληλα, εν τούτοις, την 8.7.2019 υπεγράφη νέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων (ΣΣΝΕ) έτους 2019, με το άρθρο 39 της οποίας υπό τον τίτλο «Ισχύς παρούσης», προβλέφθηκε ότι αυτή άρχεται από την 1.1.2019 και λήγει την 31.12.2019, η οποία κυρώθηκε με την υπ’αριθμ.2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β΄ 3170/12.8.2019), έκτοτε δε, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, και μέχρι της λήξεως της χρονικής διάρκειάς της κατέστη γενικά υποχρεωτική. Παράλληλα, απεδείχθη ότι, στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος, στα πλαίσια της εν λόγω (δεύτερης) σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος αναγράφεται ότι τους όρους παροχής της εργασίας του και τις αμοιβές του θα διείπε η συλλογική σύμβαση εργασίας («ΣΣ»), χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητα της σύμβασης αυτής. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, εφόσον ως άνω αναλύεται η εναγομένη εμμέσως αρνείται ότι ήταν μέλος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας, η συμβατική, μεταξύ των διαδίκων, παραπομπή στους όρους «συλλογικής σύμβασης εργασίας» θα μπορούσε να έχει την έννοια της αναφοράς στη ΣΣΝΕ των πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων (ΣΣΝΕ) του έτους 2018, αλλά και της μέλλουσας να ισχύσει αντίστοιχης του έτους 2019, κατά τον αγωγικό ισχυρισμό, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση. Από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντος, αποδεικνύεται περαιτέρω ότι, κατά τους μήνες Απρίλιο έως και Αύγουστο 2019 [μήνες πλήρους απασχόλησης του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο] η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα κατά τον μήνα Απρίλιο μεικτές αποδοχές εκ ποσού ευρώ 2.446,47, κατά τον μήνα Μάιο 2019 μεικτές αποδοχές εκ ποσού ευρώ 2.303,93, κατά τον μήνα Ιούνιο 2019 μεικτές αποδοχές εκ ποσού ευρώ 2.514,78, κατά τον μήνα Ιούλιο 2019 μεικτές αποδοχές εκ ποσού ευρώ 2.748,44 και κατά τον μήνα Αύγουστο 2019 μεικτές αποδοχές εκ ποσού ευρώ 2.823,53, ήτοι αποδοχές που υπερέβαιναν το ποσό των ευρώ 2.168,51 που είχε ορισθεί με τον ανωτέρω όρο [υπό τον τίτλο «Μισθοί»] της ανωτέρω σύμβασης ναυτικής εργασίας. Παράλληλα, όπως ο ενάγων αναφέρει με τις έγγραφες προτάσεις του και όπως προκύπτει από την από 25.10.2019 έγγραφη απόδειξη μισθοδοσίας αυτού [ενάγοντος], την οποία συνέταξε η ίδια η εναγομένη, αυτή (εναγομένη) την 25.10.2019, κατέβαλε αναδρομικά στον ενάγοντα για την απασχόλησή του κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 31.8.2019, εφόσον υπό του τίτλου «Απόδειξη Πληρωμής» η ίδια ανέγραψε «Αναδρομικά Περιόδου 01/01/2019 – 31/08/2019». Από την εν λόγω απόδειξη πληρωμής, αποδεικνύεται ότι, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα αναδρομικές αποδοχές για μισθό ενεργείας το ποσό των ευρώ 143,28, για επίδομα Κυριακών το ποσό των ευρώ 26,39, για άλλα επιδόματα ΣΣΕ το ποσό των ευρώ 4,47, για «Σάββατα και αργίες» το ποσό των ευρώ 47,46, για αποδοχές αδείας το ποσό των ευρώ 35,75 και για επίδομα τροφοδοσίας αδείας το ποσό των ευρώ 13,50. Και ναι μεν στην εν λόγω απόδειξη πληρωμής αναγράφεται ως μισθός ενεργείας το ποσό των ευρώ 736,72, ήτοι ο προβλεπόμενος μισθός ενεργείας σύμφωνα με τη ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019, πλην όμως στην εν λόγω απόδειξη δια της αναγραφής «Αναδρομικά Περιόδου 01/01/2019 – 31/08/2019», οι καταβολές στις οποίες προέβη η εναγομένη και αποτυπώθηκαν στην εν λόγω απόδειξη πληρωμής, κατ’ αυτήν (απόδειξη πληρωμής) αφορούσαν και την περίοδο που ο ενάγων εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο καθόν χρόνο αυτό εκτελούσε ακτοπλοϊκούς πλόες εντός των ελληνικών λιμένων, εφόσον όπως απεδείχθη το εν λόγω πλοίο εκτελούσε Μεσογειακούς πλόες μόνον κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 31.1.2019, ήτοι στα πλαίσια της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεων η οποία μάλιστα έληξε προ της δημοσιεύσεως της ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019, έκτοτε δε με τη δεύτερη ναυτολόγηση του ενάγοντος από την 15.3.2019 έως και την 12.8.2019, οπότε δημοσιεύθηκε η ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, το εν λόγω πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκούς πλόες εντός των ελληνικών λιμένων. Εάν πράγματι, όπως η εναγομένη ισχυρίσθηκε, οι συμβαλλόμενοι στην επίδικη σύμβαση ναυτολόγησης ήθελαν σε περίπτωση που δεν ευρίσκετο σε ισχύ ΣΣΝΕ να ισχύει μόνον ο εκ ποσού ευρώ 2.168,51 συνομολογηθείς με τον ανωτέρω όρο της από 15.3.2019 έγγραφης σύμβασης εργασίας μισθός, η ίδια θα κατέβαλε μόνον το εν λόγω ποσό μηνιαίως στο ενάγοντα και όχι τα ανωτέρω ποσά που κατά μήνα απεδείχθη ότι κατέβαλε σε αυτόν (ενάγοντα), χωρίς μάλιστα να προβαίνει σε καταλογισμό (στις εν λόγω αποδείξεις) της αιτίας καταβολής εκάστου επιμέρους ποσού, όπως προέβη εν προκειμένω και αποδεικνύεται από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του εν λόγω χρονικού διαστήματος, όπως επίσης δεν θα κατέβαλε στον ενάγοντα αναδρομικά αποδοχών τον μήνα Αύγουστο του 2019. Κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, κρίνεται ότι, κατ’ ερμηνεία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, των ανωτέρω όρων υπό τον τίτλο «μισθοί» και «Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας που έχει εφαρμογή» της από 15.3.2019 σύμβασης ναυτικής εργασίας που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, στα πλαίσια της οποίας ο ενάγων ναυτολογήθηκε και εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο με την ανωτέρω ειδικότητα από 15.3.2019 έως 6.10.2019, οι συμβαλλόμενοι στην ανωτέρω σύμβαση και ήδη διάδικοι συμφώνησαν ότι, στην εν λόγω δεύτερη σύμβαση ναυτολόγησης του ενάγοντος, θα ισχύσει και θα εφαρμόζεται ήδη από την 15.3.2019 η μέλλουσα τυχόν να ισχύσει ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων και δη εν προκειμένω η ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, πλήρως, ήτοι κατ’ έτος και αναδρομικά. Σε διαφορετική περίπτωση, η εναγομένη δεν θα κατέβαλε αναδρομικά αποδοχών στον ενάγοντα για το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 31.8.2019. Η συμφωνία αυτή, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, ήταν καθόλα έγκυρη, παράλληλα δε δια της εν λόγω συμφωνίας, οι συλλογικές ρυθμίσεις της ανωτέρω ΣΣΝΕ, με παραπομπή στις οποίες, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, ρυθμίσθηκε το ύψος της αμοιβής του ενάγοντος ενόψει της επίδικης δεύτερης ένδικης σύμβασης εργασία, απέκτησαν έναντι των συμβαλλομένων, συμβατική δύναμη και μάλιστα αναδρομικά από την 15.3.2019. Επομένως, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, η εκκαλουμένη απόφαση, που έκρινε ότι οι όροι αμοιβής του ενάγοντος στα πλαίσια της δεύτερης ένδικης σύμβασης ναυτολόγησης αυτού, ρυθμίζονταν από την ως άνω ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, καθόλη τη διάρκεια ισχύος της, ήτοι και κατά το χρονικό διάστημα από 15.3.2019 έως 11.8.2019 [εφόσον για το μεταγενέστερο διάστημα λειτουργίας της δεύτερης σύμβασης ναυτολόγησης η εναγομένη δεν πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση], ορθά εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με διαφορετική αιτιολογία και για το λόγο αυτό, αφού αντικατασταθούν οι σχετικές αιτιολογίες της (άρθρο 534 ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος, κατά τούτο ο πρώτος λόγος της έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο η εκκαλούσα αποδίδει στην εκκαλουμένη απόφαση σφάλμα περί την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων όσον αφορά στο αποδεικτικό της πόρισμα ότι δηλαδή εν προκειμένω, κατά το χρονικό διάστημα από 15.3.2019 έως 11.8.2019 στην επίδικη δεύτερη σύμβαση ναυτολόγησης του ενάγοντος εφαρμοστέα ετύγχανε η ανωτέρω Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, ο ενάγων συνέχισε να εργάζεται στο ανωτέρω πλοίο της εναγομένης και μετά την 6.10.2019 και δη αφού την εν λόγω ημερομηνία (6.10.2019) αποναυτολογήθηκε από αυτό, λόγω κλεισίματος ναυτολογίου, την ίδια ημέρα, δυνάμει της από 6.10.2019 νέας σύμβασης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου και δη διάρκειας έως την 6.5.2020, που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, ναυτολογήθηκε εκ νέου και εργάσθηκε σε αυτό, έως την 17.11.2019, οπότε αποναυτολογήθηκε λόγω λύσεως της σύμβασης εργασίας του «αμοιβαία συναινέσει». Κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα (από 6.10.2019 έως την 17.11.2019), το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε μεσογειακούς πλόες, ως θα αναλυθεί και κατωτέρω. Δυνάμει δε όρου της εν λόγω από 6.10.2019 έγγραφης σύμβασης ναυτικής εργασίας που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, προβλέφθηκαν οι όροι αμοιβής του ενάγοντος για την εν λόγω εργασία και συγκεκριμένα, υπό τον τίτλο «Μισθοί», προβλέφθηκε ότι «Ο μηνιαίος μισθός του Ναυτικού θα είναι κλειστός και θα ανέρχεται στο ποσό των 1.932,86 ευρώ μεικτά. Ο βασικός μισθός ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το Πλοίο. Όλες οι αποδοχές του Ναυτικού υπόκεινται σε κρατήσεις και εισφορές. Διευκρινίζεται και ρητά συνομολογείται από τα μέρη, ότι στον εν λόγω κλειστό μηνιαίο μισθό συμπεριλαμβάνονται: βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα αδείας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρίας, καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που περιλαμβάνονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας. Ο Ναυτικός δεν θα δικαιούται οποιαδήποτε άλλη πληρωμή πέραν του κατά τα ως άνω ποσού του κλειστού μισθού.». Παράλληλα, υπό τον τίτλο «Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας που έχει εφαρμογή» προβλέφθηκε με την εν λόγω έγγραφη σύμβαση ναυτικής εργασίας ότι «Εφαρμοστέα τυγχάνει η εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων». Κατά τον επίδικο χρόνο εργασίας του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο, ήτοι από 6.10.2019 έως 17.11.2019, ήταν σε ισχύ η ΣΣΝΕ πληρωμάτων μεσογειακών και τουριστικών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, που κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.10/56166/2019 (ΦΕΚ Β 3097/01.08.2019), η οποία και με συμφωνία των διαδίκων εφαρμόζονταν στην επίδικη σύμβαση ναυτολόγησης, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση. Ακολούθως, ο ενάγων ναυτολογήθηκε εκ νέου στο εν λόγω πλοίο την 6.12.2019 και εργάσθηκε σε αυτό έως της αποναυτολογήσεώς του την 2.2.2020, λόγω διακοπής των πλόων του, συνεπεία της ετήσιας επιθεωρήσεως αυτού (ανωτέρω πλοίου). Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα (6.12.2019 έως 2.2.2020), το εν λόγω πλοίο ήταν δρομολογημένο και εκτελούσε ακτοπλοϊκούς πλόες εντός των ελληνικών λιμένων. Στα πλαίσια της εν λόγω (τέταρτης) ναυτολόγησης του ενάγοντος καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων δύο έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας. Ειδικότερα, την 6.12.2019 καταρτίσθηκε η με την αυτή ημερομηνία έγγραφη σύμβαση ναυτικής εργασίας, αορίστου χρόνου, στα πλαίσια της οποίας μεταξύ άλλων, υπό τον τίτλο «Μισθοί» προβλέφθηκε ότι «Ο μηνιαίος μισθός του Ναυτικού θα είναι κλειστός και θα ανέρχεται στο ποσό των 2.211,87 ευρώ μεικτά. Ο βασικός μισθός ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το Πλοίο. Όλες οι αποδοχές του Ναυτικού υπόκεινται σε κρατήσεις και εισφορές. Διευκρινίζεται και ρητά συνομολογείται από τα μέρη, ότι στον εν λόγω κλειστό μηνιαίο μισθό συμπεριλαμβάνονται: βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα αδείας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρίας, καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που περιλαμβάνονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας. Ο Ναυτικός δεν θα δικαιούται οποιαδήποτε άλλη πληρωμή πέραν του κατά τα ως άνω ποσού του κλειστού μισθού.». Παράλληλα, υπό τον τίτλο «Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας που έχει εφαρμογή» προβλέφθηκε ότι «Εφαρμοστέα τυγχάνει η εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων». Την 3.1.2020, καταρτίσθηκε η με την αυτή ημερομηνία έγγραφη σύμβαση ναυτικής εργασίας, αορίστου χρόνου, στα πλαίσια της οποίας μεταξύ άλλων, υπό τον τίτλο «Μισθοί» προβλέφθηκε ότι «Ο μηνιαίος μισθός του Ναυτικού θα είναι κλειστός και θα ανέρχεται στο ποσό των 2.196,18 ευρώ μεικτά. Ο βασικός μισθός ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το Πλοίο. Όλες οι αποδοχές του Ναυτικού υπόκεινται σε κρατήσεις και εισφορές. Διευκρινίζεται και ρητά συνομολογείται από τα μέρη, ότι στον εν λόγω κλειστό μηνιαίο μισθό συμπεριλαμβάνονται: βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα αδείας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρίας, καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που περιλαμβάνονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας. Ο Ναυτικός δεν θα δικαιούται οποιαδήποτε άλλη πληρωμή πέραν του κατά τα ως άνω ποσού του κλειστού μισθού.». Παράλληλα, υπό τον τίτλο «Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας που έχει εφαρμογή» προβλέφθηκε ότι «Εφαρμοστέα τυγχάνει η εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων». Κατά τον χρόνο κατάρτισης της από 6.12.2019 σύμβασης ναυτικής εργασίας, ήταν σε ισχύ η από 8.7.2019 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων (ΣΣΝΕ) του έτους 2019, η ισχύς της οποίας έληξε την 31.12.2019 (σχετικά άρθρο 39 ανωτέρω ΥΑ). Κατά τη διάρκεια ισχύος της εν λόγω ΣΣΝΕ, αυτή εφαρμόζονταν στην επίδικη σύμβαση ναυτολόγησης, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, τα αποδεικτικά πορίσματα της οποίας δεν πλήττονται από τους διαδίκους. Παράλληλα, απεδείχθη ότι, μεταξύ των διαδίκων, οι όροι αυτής [Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων (ΣΣΝΕ) του έτους 2019 ], εξακολούθησαν να ισχύουν και μετά την λήξη ισχύος της την 31.12.2019, μέχρι την αποναυτολόγηση του ενάγοντος την 2.2.2020. Τούτο αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη από 31.1.2020 απόδειξη μισθοδοσίας του ενάγοντος, που συντάχθηκε με επιμέλεια της εναγομένης κατά την οποία, οι συνολικές εκ ποσού 2.403,13 μεικτές αποδοχές που κατεβλήθησαν στον ενάγοντα για την εργασία του στο ανωτέρω πλοίο κατά τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2020 (μήνας πλήρους απασχόλησης του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο), καταλογίσθηκαν από την ίδια την εναγομένη, κατά την καταβολή τους, κατά το ποσό των ευρώ 965,87 ως μισθός ενεργείας και κατά το ποσό των ευρώ 212,49 ως επίδομα Κυριακών, ποσά τα οποία, κατά το άρθρο 1 της Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων (ΣΣΝΕ) του έτους 2019, αποτελούσαν το μισθό ενεργείας και αντίστοιχα το επίδομα Κυριακών, της ειδικότητας του ενάγοντος. Περαιτέρω, το ποσό των ευρώ 36,64 καταλογίσθηκε σε άλλα επιδόματα ΣΣΕ (αντίστοιχη πρόβλεψη περί επιδόματος βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας στο άρθρο 8 της ανωτέρω ΣΣΝΕ), το ποσό των ευρώ 382,38 σε εργασία κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, το ποσό των ευρώ 28,84 σε αμοιβή υπερωριών, το ποσό των ευρώ 105,18 σε «έκτακτες αμοιβές», το ποσό των ευρώ 18,63 με αιτιολογία «διπλά δρομολόγια», το ποσό των ευρώ 82,10 με αιτιολογία «διανυκτερεύσεις ως αποδοχές αδείας το ποσό των 267,82 ευρώ μετά τροφοδοσίας εκ ποσού ευρώ 99,90 και το ποσό των ευρώ 147,29 σε αποδοχές δώρων. Παράλληλα, από την προσκομιζόμενη απόδειξη πληρωμής μισθοδοσίας μηνός Φεβρουαρίου 2020 που αφορά το χρονικό διάστημα από 1.2.2020 έως 2.2.2020, προκύπτει ότι, σε αυτήν αναγράφηκε ότι ο μισθός ενεργείας του ενάγοντος ανήρχετο στο ποσό ανωτέρω ποσό των ευρώ 965,87. Και πράγματι, όπως προαναφέρθηκε και όπως η εναγομένη, στα πλαίσια του πρώτου λόγου της ένδικης έφεσης, ισχυρίζεται, στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των §§ 4 και 5 του άρθρου 9 του Ν.1876/1990 για την επιβίωση των κανονιστικών όρων της συλλογικής σύμβασης, που έληξε ή καταγγέλθηκε υπό τη μορφή αρχικώς της παράτασης της ισχύος τους για ένα διάστημα και ακολούθως, μετά την παρέλευση του, της μετενέργειας τους επί των ατομικών συμβάσεων εργασίας (ΑΠ 1107/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), με αποτέλεσμα, με τη λήξη της χρονικής διάρκειας της ΣΣΝΕ να παύει ευθύς αυτή να ισχύει και τις συνθήκες παροχής και τις αμοιβές της ναυτικής εργασίας να ρυθμίζουν στο εξής οι όροι της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας για την υπόλοιπη συμφωνημένη διάρκεια της, πλην όμως, εν προκειμένω, εφόσον, όπως απεδείχθη η εναγομένη και μετά την 1.1.2020 έως την 2.2.2020 συνέχισε, ως αναλύεται ανωτέρω, να καταβάλει στον ενάγοντα τις αποδοχές που προβλέπονταν από την ανωτέρω, λήξασα την 31.12.2019, Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων (ΣΣΝΕ) του έτους 2019, κατ΄ ερμηνεία των δηλώσεων βούλησης των συμβαλλομένων διαδίκων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, κρίνεται ότι με βάση τους ανωτέρω όρους των από 6.12.2019 και 3.1.2020 εγγράφων συμβάσεων ναυτολόγησης του του ενάγοντος, υπό τον τίτλο «Μισθοί» και «Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας που έχει εφαρμογή», όσον αφορά στην αμοιβή αυτού (ενάγοντος), όπως οι σχετικοί όροι αποτυπώθηκαν στα έγγραφα των εν λόγω [από 6.12.2019 και 3.1.2020] συμβάσεων ναυτικής εργασίας, οι διάδικοι ήθελαν και αυτό εφαρμόσθηκε στα πλαίσια της ένδικης τέταρτης σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος, δηλαδή να ισχύει μεταξύ τους και μετά τη λήξη της η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων (ΣΣΝΕ) του έτους 2019. Το γεγονός ότι παράλληλα, προβλέφθηκε μεταξύ των διαδίκων ως «κλειστός μισθός» το ποσό των ευρώ 2.211,87 μεικτά με την από 6.12.2019 έγγραφη σύμβαση και το ποσό των ευρώ 2.196,18 μεικτά με την από 3.1.2020 έγγραφη σύμβαση, δεν δύναται να οδηγήσει σε κρίση το παρόν Δικαστήριο, όπως η εναγομένη ισχυρίζεται με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής της, ότι δηλαδή η συμφωνία των διαδίκων ήταν η ανωτέρω ΣΣΝΕ [Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων (ΣΣΝΕ) του έτους 2019], να ισχύει μεταξύ τους έως της λήξεως της ισχύος της την 31.12.2019 και έκτοτε να ισχύει μόνον ο συνομολογηθείς με τις εν λόγω έγγραφες συμβάσεις, ως άνω, μηνιαίος μισθός, εφόσον αυτό δεν το όρισαν σαφώς στον εν λόγω όρο οι διάδικοι, αλλά κυρίως διότι η εναγομένη και μετά τη λήξη ισχύος της εν λόγω ΣΣΝΕ [Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων (ΣΣΝΕ) του έτους 2019] την 31.12.2019, συνέχισε να καταβάλλει στον ενάγοντα τις προβλεπόμενες με αυτήν [Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων (ΣΣΝΕ) του έτους 2019], αποδοχές, όπως αναλύεται ανωτέρω. Επομένως, ενόψει τούτων, η εκκαλουμένη απόφαση, που έκρινε ότι οι όροι αμοιβής του ενάγοντος στα πλαίσια της τέταρτης ένδικης σύμβασης ναυτολόγησης αυτού, ρυθμίζονταν από την, ως άνω, ΣΣΝΕ του έτους 2019 καθόλη τη διάρκεια ισχύος της, ήτοι και κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 2.2.2020, ορθά εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με διαφορετική αιτιολογία και για το λόγο αυτό, αφού αντικατασταθούν οι σχετικές αιτιολογίες της (άρθρο 534 ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος, ο πρώτος λόγος της έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο η εκκαλούσα της αποδίδει σφάλμα περί την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων όσον αφορά στο αποδεικτικό της πόρισμα ότι δηλαδή εν προκειμένω, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 2.2.2020 στην επίδικη τέταρτη σύμβαση ναυτολόγησης του ενάγοντος εφαρμοστέα ετύγχανε η ανωτέρω Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων (ΣΣΝΕ) του έτους 2019. Ακολούθως, απεδείχθη ότι, ο ενάγων ναυτολογήθηκε εκ νέου στο ανωτέρω πλοίο την 18.2.2020 και εργάσθηκε σε αυτό με την ίδια ως άνω ειδικότητα έως και την 20.2.2020, οπότε αποναυτολογήθηκε, όπως αποδεικνύεται από το ναυτικό του φυλλάδιο στην Πάτρα, με αιτιολογία αποναυτολογήσεως «κλείσιμο ναυτολογίου», χωρίς να προσκομίζεται έγγραφη σύμβαση ναυτικής εργασίας. Στο προσκομιζόμενο από τον ενάγοντα ναυτικό του φυλλάδιο αναγράφηκε ως μισθός η φράση «Σ.Σ.», εξυπονοώντας «Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Παράλληλα, στην προσκομιζόμενη από 29.2.2020 έγγραφη απόδειξη μισθοδοσίας που συνέταξε η εναγομένη και αφορά τον ενάγοντα, προκύπτει ότι σε αυτή ανεγράφη ως μισθός ενεργείας του ενάγοντος το ποσό των ευρώ 965,87, ποσό το οποίο, κατά το άρθρο 1 της Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων (ΣΣΝΕ) του έτους 2019, αποτελούσε το μισθό ενεργείας της ειδικότητας του ενάγοντος. Από την εν λόγω απόδειξη, προκύπτει ότι, για το χρονικό διάστημα από 18.2.2020 έως 19.2.2020, ο ενάγων έλαβε ως συνολικές μικτές αποδοχές το ποσό των 144,08 ευρώ εκ των οποίων, ποσό ευρώ 64,39 για μισθό ενεργείας, ποσό ευρώ 14,17 για επίδομα Κυριακών, ποσό ευρώ 2,44 με αιτιολογία «λοιπά επιδόματα ΣΣΕ», το ποσό των ευρώ 25,49 για αμοιβή εργασίας κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, ποσό ευρώ 17,68 για αποδοχές αδείας και ευρώ 6,59 για αναλογούν στην άδεια επίδομα τροφοδοσίας και ποσό ευρώ 9,82 για αποδοχές δώρων. Αποδεικνύεται δηλαδή ότι για δύο ημέρες εργασίας και δη την 18.2.2020 και 19.2.2020 ο ενάγων έλαβε αναλογία δύο ημερών των αποδοχών που προβλέπονταν από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων (ΣΣΝΕ) του έτους 2019. Επομένως, αποδεικνύεται ότι, με προφορική συμφωνία των διαδίκων για το εν λόγω χρονικό διάστημα, συμφωνήθηκε ότι, στην επίδικη σύμβαση ναυτολόγησης του ενάγοντος θα ετύγχανε ως προς τους όρους αμοιβής του οι όροι αμοιβής της ανωτέρω Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων (ΣΣΝΕ) του έτους 2019, έστω κι αν η διάρκειά της είχε λήξει ήδη από την 31.12.2019. Επομένως, ενόψει τούτων, η εκκαλουμένη απόφαση, που έκρινε ότι οι όροι αμοιβής του ενάγοντος στα πλαίσια της πέμπτης ένδικης σύμβασης ναυτολόγησης αυτού, ρυθμίζονταν από την ως άνω ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019 ορθά εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με συνοπτική αιτιολογία και για το λόγο αυτό, αφού συμπληρωθούν και αντικατασταθούν οι σχετικές αιτιολογίες της (άρθρο 534 ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος, ο πρώτος λόγος της έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο η εκκαλούσα της αποδίδει σφάλμα περί την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων όσον αφορά στο αποδεικτικό της πόρισμα ότι δηλαδή εν προκειμένω, κατά το χρονικό διάστημα από 18.2.2020 έως 19.2.2020, στην επίδικη πέμπτη σύμβαση ναυτολόγησης του ενάγοντος εφαρμοστέα ετύγχανε η ανωτέρω Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων (ΣΣΝΕ) του έτους 2019. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι την 20.2.2020, ο ενάγων ναυτολογήθηκε εκ νέου στο ανωτέρω πλοίο, με την αυτή ειδικότητα. Το εν λόγω πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 20.2.2020 έως 27.7.2020 οπότε ο ενάγων εργάσθηκε σε αυτό, στα πλαίσια της έκτης των ενδίκων συμβάσεων ναυτολογήσεως, εκτελούσε μεσογειακούς πλόες, όπως αναλύεται και κατωτέρω. Προκειμένου και για την εν λόγω ναυτολόγηση του ενάγοντος, καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων η από 20.2.2020 έγγραφη σύμβαση ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, ως προς τους όρους αμοιβής του ενάγοντος, με όρο της εν λόγω έγγραφης σύμβασης υπό τον τίτλο «Μισθοί» προβλέφθηκε ότι «Ο μηνιαίος μισθός του Ναυτικού θα είναι κλειστός και θα ανέρχεται στο ποσό των 1.932,86 ευρώ μεικτά. Ο βασικός μισθός ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το Πλοίο. Όλες οι αποδοχές του Ναυτικού υπόκεινται σε κρατήσεις και εισφορές. Διευκρινίζεται και ρητά συνομολογείται από τα μέρη, ότι στον εν λόγω κλειστό μηνιαίο μισθό συμπεριλαμβάνονται: βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα αδείας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρίας, καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που περιλαμβάνονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας. Ο Ναυτικός δεν θα δικαιούται οποιαδήποτε άλλη πληρωμή πέραν του κατά τα ως άνω ποσού του κλειστού μισθού.». Παράλληλα, υπό τον τίτλο «Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας που έχει εφαρμογή» προβλέφθηκε με την εν λόγω έγγραφη σύμβαση ναυτικής εργασίας ότι «Εφαρμοστέα τυγχάνει η εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών Πλοίων». Κατά την εν λόγω ένδικη περίοδο (από 20.2.2020 έως 27.7.2020) δεν ευρίσκονταν σε ισχύ ΣΣΝΕ των Πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών Πλοίων ενόψει του ότι αυτή του έτους 2019 είχε ήδη λήξει από την 31.12.2019. Στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος, δίπλα στη λέξη μισθός καταχωρήθηκε η συντομογραφία «Σ.Σ.». Παράλληλα, από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντος, τις οποίες συνέτασσε η εναγομένη αποδεικνύεται ότι, κατά τους μήνες Μάρτιο 2020, Απρίλιο 2020, Μάιο 2020 και Ιούνιο 2020, ήτοι κατά τους, εντός της εν λόγω ένδικης περιόδου, μήνες πλήρους απασχόλησης του ενάγοντος, η εναγομένη κατέβαλε σε αυτόν (ενάγοντα) κατά τον μήνα Μάρτιο 2020 μεικτές αποδοχές εκ ποσού ευρώ 2.058,27, κατά τον μήνα Απρίλιο 2020 μεικτές αποδοχές εκ ποσού ευρώ 2.029,88, κατά τον μήνα Μάιο 2020 μεικτές αποδοχές εκ ποσού ευρώ 2.045,91 και κατά τον μήνα Ιούνιο 2020 μεικτές αποδοχές εκ ποσού ευρώ 2.043,16, εκ των οποίων η ίδια καταλόγισε, κατά την καταβολή τους, το ποσό των ευρώ 736,72 ως μισθός ενεργείας και το ποσό των ευρώ 162,08 ως επίδομα Κυριακών, ποσά τα οποία, κατά το άρθρο 1 της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019, αποτελούσαν το μισθό ενεργείας και αντίστοιχα το επίδομα Κυριακών της ειδικότητας του ενάγοντος. Επίσης, η ίδια (εναγομένη) καταλόγισε το ποσό των ευρώ 22,09 σε άλλα επιδόματα ΣΣΕ (αντίστοιχη πρόβλεψη περί επιδόματος βαρέως και ανθυγιεινού εκ ποσού ευρώ 21,66 με το άρθρο 36 της ανωτέρω ΣΣΝΕ). Παράλληλα, στις αποδείξεις μισθοδοσίας των μηνών Φεβρουαρίου και Ιουλίου 2020, οπότε ο ενάγων εργάσθηκε ορισμένες ημέρες κατά τη διάρκεια των εν λόγω μηνών, η ίδια η εναγομένη ως μισθό ενεργείας στις αποδείξεις αυτές, ανέγραψε το ποσό τω ευρώ 736,72 ποσό το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, κατά το άρθρο 1 της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019, αποτελούσε το μισθό ενεργείας της ειδικότητας του ενάγοντος, παράλληλα δε αναλογία των αποδοχών που προβλέπονταν στην εν λόγω ΣΣΝΕ κατέβαλε στον ενάγοντα. Επομένως, κατ΄ ερμηνεία των δηλώσεων βούλησης των συμβαλλομένων διαδίκων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, κρίνεται ότι, με βάση τους ανωτέρω όρους της από 20.2.2020 εγγράφου συμβάσεως ναυτολόγησης του ενάγοντος, υπό τον τίτλο «Μισθοί» και «Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας που έχει εφαρμογή», όσον αφορά στην αμοιβή αυτού (ενάγοντος), όπως οι σχετικοί όροι αποτυπώθηκαν στο έγγραφο της εν λόγω [από 20.2.2020] συμβάσεως ναυτικής εργασίας, οι διάδικοι ήθελαν και αυτό εφαρμόσθηκε στα πλαίσια της ένδικης έκτης σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος, να ισχύει μεταξύ τους και μετά τη λήξη της την 31.12.2019, η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019. Το γεγονός ότι παράλληλα, προβλέφθηκε μεταξύ των διαδίκων με τον ανωτέρω όρο της έγγραφης σύμβασης ναυτικής εργασίας, ως «κλειστός μισθός» το ποσό των ευρώ 1.932,86 μεικτά, δεν δύναται να οδηγήσει σε κρίση, όπως η εναγομένη ισχυρίζεται με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής της, ότι η συμφωνία των διαδίκων ήταν να ισχύσει ο συνομολογηθείς ως άνω μηνιαίος μισθός και μόνον και όχι η ανωτέρω ήδη λήξασα ΣΣΝΕ, εφόσον αυτό οι διάδικοι δεν το όρισαν σαφώς στον εν λόγω όρο, αλλά κυρίως διότι η εναγομένη κατά την ένδικη περίοδο, κατέβαλε στον ενάγοντα τις οριζόμενες με την εν λόγω ΣΣΝΕ [Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019], αποδοχές, όπως αναλύεται ανωτέρω. Επομένως, ενόψει τούτων, η εκκαλουμένη απόφαση, που έκρινε ότι οι όροι αμοιβής του ενάγοντος στα πλαίσια της έκτης ένδικης σύμβασης ναυτολόγησης αυτού, ρυθμίζονταν από την, ως άνω, ΣΣΝΕ του έτους 2019 καθόλη τη διάρκεια ισχύος της (από 20.2.2020 έως 27.7.2020), ορθά εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με συνοπτική αιτιολογία και για το λόγο αυτό, αφού συμπληρωθούν οι σχετικές αιτιολογίες της (άρθρο 534 ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος, ο πρώτος λόγος της έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο η εκκαλούσα της αποδίδει σφάλμα περί την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων όσον αφορά στο αποδεικτικό της πόρισμα ότι δηλαδή εν προκειμένω, κατά το χρονικό διάστημα από 20.2.2020 έως 27.7.2020 στην επίδικη έκτη σύμβαση ναυτολόγησης του ενάγοντος εφαρμοστέα ετύγχανε η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019. Τέλος, την 28.7.2020, ο ενάγων ναυτολογήθηκε εκ νέου στο ανωτέρω πλοίο και εργάσθηκε με τη ανωτέρω ειδικότητα ως μέλος του οργανωμένου πληρώματός του έως την 11.9.2020, οπότε αποναυτολογήθηκε λόγω της διακοπής των πλόων του, συνεπεία της ετήσιας επιθεωρήσεώς του. Καθόλο το εν λόγω χρονικό διάστημα από την 28.7.2020 έως την 11.9.2020, το εν λόγω πλοίο ήταν δρομολογημένο και εκτελούσε ακτοπλοϊκούς πλόες εντός των ελληνικών λιμένων. Κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα δεν ήταν σε ισχύ κάποια ΣΣΝΕ ρυθμίζουσα τους όρους εργασίας και αμοιβής των πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων. Μεταξύ των διαδίκων καταρτίσθηκε η από 28.7.2020 προσκομιζόμενη σύμβαση ναυτικής εργασίας, με την οποία ρυθμίσθηκαν και οι όροι αμοιβής του ενάγοντος στα πλαίσια της εν λόγω έβδομης ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο. Συγκεκριμένα, υπό τον τίτλο «Μισθοί» προβλέφθηκε ότι «Ο μηνιαίος μισθός του Ναυτικού θα είναι κλειστός και θα ανέρχεται στο ποσό των 2.211,87 ευρώ μεικτά. Ο βασικός μισθός ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το Πλοίο. Όλες οι αποδοχές του Ναυτικού υπόκεινται σε κρατήσεις και εισφορές. Διευκρινίζεται και ρητά συνομολογείται από τα μέρη, ότι στον εν λόγω κλειστό μηνιαίο μισθό συμπεριλαμβάνονται: βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα αδείας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρίας, καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που περιλαμβάνονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας. Ο Ναυτικός δεν θα δικαιούται οποιαδήποτε άλλη πληρωμή πέραν του κατά τα ως άνω ποσού του κλειστού μισθού.». Παράλληλα, υπό τον τίτλο «Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας που έχει εφαρμογή» προβλέφθηκε με την εν λόγω έγγραφη σύμβαση ναυτικής εργασίας ότι «Εφαρμοστέα τυγχάνει η εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων». Από την προσκομιζόμενη από 31.8.2020 απόδειξη μισθοδοσίας του ενάγοντος, την οποία συνέταξε η ίδια η εναγομένη, αποδεικνύεται ότι, αυτή, κατέβαλε στον ενάγοντα για την εργασία του κατά τον μήνα Αύγουστο 2020 (μήνα πλήρους απασχόλησης αυτού), το ποσό των ευρώ 2.665,85 ως μεικτές αποδοχές, εκ των οποίων, κατά την καταβολή του, κατελόγισε το ποσό των ευρώ 965,87 ως μισθός ενεργείας και κατά το ποσό των ευρώ 212,49 ως επίδομα Κυριακών, ποσά τα οποία, κατά το άρθρο 1 της Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων (ΣΣΝΕ) του έτους 2019, αποτελούσαν το μισθό ενεργείας και αντίστοιχα το επίδομα Κυριακών, της ειδικότητας του ενάγοντος. Περαιτέρω, το ποσό των ευρώ 36,64 η ίδια κατελόγισε σε άλλα επιδόματα ΣΣΕ (αντίστοιχη πρόβλεψη περί επιδόματος βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας στο άρθρο 8 της ανωτέρω ΣΣΝΕ), το ποσό των ευρώ 382,38 σε εργασία κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, το ποσό των ευρώ 41,87 σε αμοιβή υπερωριών, το ποσό των ευρώ 151,76 σε «έκτακτες αμοιβές», το ποσό των ευρώ 258,33 με αιτιολογία «διπλά δρομολόγια», το ποσό των ευρώ 43,90 με αιτιολογία «διανυκτερεύσεις» ως αποδοχές αδείας το ποσό των 267,82 ευρώ μετά τροφοδοσίας εκ ποσού ευρώ 99,90 και το ποσό των ευρώ 147,29 σε αποδοχές δώρων. Παράλληλα, στις αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας μηνών Ιουλίου και Σεπτεμβρίου 2020 που εξέδωσε η εναγομένη και αφορούν τον ενάγοντα, αυτή (εναγομένη) ανέγραψε επ’ αυτών ως μισθό ενεργείας το ποσό των ευρώ 965,87, ήτοι τον προβλεπόμενο με την ανωτέρω ΣΣΝΕ έτους 2019 μισθός ενεργείας για την ειδικότητα του ενάγοντος. Εν προκειμένω, κατ΄ ερμηνεία των δηλώσεων βούλησης των συμβαλλομένων διαδίκων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, κρίνεται ότι με βάση τους ανωτέρω όρους της από 28.7.2020 εγγράφου συμβάσεως ναυτολόγησης του ενάγοντος, υπό τον τίτλο «Μισθοί» και «Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας που έχει εφαρμογή», όσον αφορά στην αμοιβή αυτού (ενάγοντος), όπως οι σχετικοί όροι αποτυπώθηκαν στο έγγραφο της εν λόγω [από 28.7.2020] συμβάσεως ναυτικής εργασίας, οι διάδικοι ήθελαν και αυτό εφαρμόσθηκε στα πλαίσια της ένδικης έβδομης σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος, να ισχύει μεταξύ τους και μετά τη λήξη της η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων (ΣΣΝΕ) του έτους 2019. Το γεγονός ότι παράλληλα, προβλέφθηκε μεταξύ των διαδίκων ως «κλειστός μισθός» το ποσό των ευρώ 2.211,87 μεικτά με την ανωτέρω έγγραφη σύμβαση, δεν δύναται να οδηγήσει σε κρίση το παρόν Δικαστήριο, όπως η εναγομένη ισχυρίζεται με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής της, ότι μεταξύ των διαδίκων ίσχυε ο συνομολογηθείς ως άνω μηνιαίος μισθός και μόνον και όχι και η ανωτέρω ΣΣΝΕ, διότι, παρά το γεγονός ότι είχε παύσει η ισχύς της εν λόγω ΣΣΝΕ [Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων (ΣΣΝΕ) του έτους 2019] την 31.12.2019, αυτή (εναγομένη) συνέχισε να καταβάλλει στον ενάγοντα τις προβλεπόμενες με την εν λόγω ΣΣΝΕ [Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων (ΣΣΝΕ) του έτους 2019], αποδοχές, όπως αναλύεται ανωτέρω. Επομένως, ενόψει τούτων, η εκκαλουμένη απόφαση, που έκρινε ότι οι όροι αμοιβής του ενάγοντος στα πλαίσια της έβδομης ένδικης σύμβασης ναυτολόγησης αυτού, ρυθμίζονταν από την, ως άνω, ΣΣΝΕ του έτους 2019 καθόλη τη διάρκεια ισχύος της, ορθά εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με συνοπτική αιτιολογία και για το λόγο αυτό, αφού συμπληρωθούν και αντικατασταθούν οι σχετικές αιτιολογίες της (άρθρο 534 ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος, ο πρώτος λόγος της έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο η εκκαλούσα της αποδίδει σφάλμα περί την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων όσον αφορά στο αποδεικτικό της πόρισμα ότι δηλαδή εν προκειμένω, κατά το χρονικό διάστημα από 28.7.2020 έως 11.9.2020 στην επίδικη έβδομη σύμβαση ναυτολόγησης του ενάγοντος, εφαρμοστέα ετύγχανε η ανωτέρω Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων (ΣΣΝΕ) του έτους 2019.
ΙΙ. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 της ως εφαρμοζομένης εν προκειμένω, κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων, ως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, ΣΣΝΕ των μελών των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, η οποία υπεγράφη την 8.7.2019 και κυρώθηκε την 24.7.2019 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β΄ 3170/2019), οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα, ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά την Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜΕΠειρ 328/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕΠειρ 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 735/2006 ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005 ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 11 και 13 § 5), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 18). Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ της ίδιας ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους ÷ 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2), ενώ, κατά το άρθρο 18 § 2, για τον υπολογισμό των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αργίας ανά μήνα πολλαπλασιάζεται ο μέσος μηνιαίος όρος αργιών (16 αργίες ετησίως δια 12 μήνες = 1,33) με τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης για κάθε αργία (1,33 Χ 8 ώρες = 10,67 ώρες μηνιαίως). Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, κατά τη ΣΣΝΕ των μελών των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019 (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4 και 15 §§ 1, 2), η οποία εφαρμόζεται επί των ενδίκων δεύτερης, τέταρτης, πέμπτης και έβδομης ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο, ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του Επικούρου ορίστηκε σε εννιακόσια εξήντα πέντε ευρώ και ογδόντα επτά λεπτά (965,87 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας, δηλαδή σε διακόσια δώδεκα ευρώ και σαράντα εννέα λεπτά (212,49 €), το ημερήσιο αντίτιμο της σε είδος παρεχομένης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτά (19,98 €), δηλαδή σε πεντακόσια ενενήντα εννέα ευρώ και σαράντα λεπτά (19,98 € Χ 30 ημέρες = 599,40 €) μηνιαίως, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα έξι ευρώ και εξήντα τέσσερα λεπτά του ευρώ (36,64 €), οι αποδοχές της αδείας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια τέσσερα ευρώ και τέσσερα λεπτά {(965,87 € + 212,49 € + 599,40 €: 22 Χ 5 ημέρες = 404,04€ (κατόπιν στρογγυλοποίησης)}, το ωρομίσθιο του Επικούρου καθορίσθηκε στο χρηματικό ποσό των πέντε ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (5,58 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε έξι ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτά (6,98 €) και σε οκτώ ευρώ και τριάντα επτά λεπτά (8,37 €), αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες συμφωνημένες αλλά και νόμιμες για τα χρονικά διαστήματα από 12.8.2019 έως 5.10.2019 και από 6.12.2019 έως 31.12.2019 αποδοχές του ενάγοντος κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεων στο πλοίο της εναγομένης, καθόν χρόνο αυτό εκτελούσε ακτοπλοϊκούς Πλόες, ανέρχονταν σε (965,87 € + 212,49 € + 599,40 € + 36,64 € + 404,04 =) δύο χιλιάδες διακόσια δέκα οκτώ ευρώ και σαράντα τέσσερα λεπτά (2.218,44 ευρώ), πλην όμως, ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του προσδιορίζει το επίδομα αδείας σε ευρώ 367,71 μηνιαίως, με αποτέλεσμα, κατά την αγωγή, οι ελάχιστες νόμιμες αποδοχές αυτού (ενάγοντος), κατά το επίδικο διάστημα κατά το οποίο το εν λόγω πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκούς πλόες εντός των ελληνικών λιμένων, να ανέρχονται σε (965,87 € + 212,49 € + 599,40 € + 36,64 € + 367,71 =) δύο χιλιάδες εκατόν ογδόντα δύο ευρώ και ένδεκα λεπτά (2.182,11 ευρώ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ.1 της Σ.Σ.Ν.Ε. των μελών των πληρωμάτων των Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2018, η οποία υπογράφηκε στις 4.9.218 και κυρώθηκε στις 2.11.2018 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.10/81307/2.11.2018 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 15.11.2018 (ΦΕΚ Β΄5124/15.11.2018) καθώς επίσης και της Σ.Σ.Ν.Ε. των μελών των πληρωμάτων της ιδίας κατηγορίας πλοίων του επομένου έτους 2019, η οποία υπογράφηκε στις 8.7.2019 και κυρώθηκε στις 24.7.2019 με την υπ’αριθμ.2242.5-1.10/56166/24.7.2019 Απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 1η.8.2019 (Φ.Ε.Κ. τεύχος Β΄, υπ’αριθμ.3097/1.8.2019), οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με την παράγραφο 1 εδαφ. α΄του άρθρου 5, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με τη διάταξη του εδαφίου α΄ της ίδιας παραγράφου του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής, αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50%. Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 10 και 13 παρ. 1), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 10). Στο άρθρο 20 των ιδίων ΣΣΝΕ προβλέπονται τα κάτωθι: 1. Εάν ο ναυτικός διαταχθεί να εκτελέσει πρόσθετη εργασία, πέραν δηλαδή των κεκανονισμένων ωρών, είναι υποχρεωμένος να την εκτελέσει, δεν δύναται όμως η πρόσθετος αυτή εργασία να υπερβαίνει τις τέσσερις ώρες εντός του 24ώρου. 2. Για την πρόσθετη αυτή εργασία ο εκτελέσας αυτήν ναυτικός δικαιούται σε πρόσθετη αμοιβή (υπερωρία) η οποία υπολογίζεται ως εξής: Το ποσόν του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ.1 διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου (4,33) επί τας ώρας της εκάστοτε ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού οι ώρες μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως ανέρχονται εις (173). 3. Για κάθε πρόσθετη εργασία πέραν δηλαδή των κεκανονισμένων ωρών, η υπερωριακή αμοιβή των ναυτικών που προκύπτει από την εφαρμογή της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, προσαυξάνεται κατά ποσοστό 25%. 3α. Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα, και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρο 10 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ. 1, προσαυξημένου κατά ποσοστό 50%, για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες”. Με την ανωτέρω ΣΣΝΕ του έτους 2018 το ωρομίσθιο του Επικούρου καθορίσθηκε με τις προσαυξήσεις του 25% και του 50% σε 5,21 ευρώ και σε 6,26 ευρώ αντίστοιχα, ενώ τα αντίστοιχα ποσά με βάση τη ΣΣΝΕ του επόμενου έτους ανήλθαν σε 5,33 ευρώ και σε 6,39 ευρώ. Επίσης, απεδείχθη ότι, κατά την ένδικη χρονική περίοδο απεδείχθη ότι, στο ένδικο πλοίο στην υπηρεσία ενδιαιτημάτων απασχολούνταν προσωπικό που αριθμούσαν κατά τη θερινή περίοδο, είκοσι έναν [21] θαλαμηπόλους και δέκα έξι [16] Επικούρους και κατά τη χειμερινή περίοδο δώδεκα [12] θαλαμηπόλους και δέκα [10] επικούρους. Τα γενικά καθήκοντα της ειδικότητας του ενάγοντος και δη του Επικούρου, στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία, προβλέπονται από το ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α 158/4.10.1960), κατά τις διατάξεις του άρθρου 120 του οποίου «Οι Επίκουροι βοηθούσι τους θαλαμηπόλους εις τα ειδικά καθήκοντά των ασχολούμενοι ειδικώτερον εις την σάρωσιν και στίλβωσιν των δαπέδων, την στίλβωσιν των μεταλλίνων και εκ πορσελάνης σκευών και ειδών, την πλύσιν των επιτραπεζίων σκευών και την ευθέτησιν αυτών εις τας συσκευοθήκας, εις την παραλαβήν και μεταφοράν των αποσκευών των επιβατών εκ του καταστρώματος εις τας θέσεις και τανάπαλιν κατά την επιβίβασιν και αποβίβασίν των και εν γένει εις πάσαν βοηθητικήν εργασίαν ειδικότητος, θαλαμηπόλου, ανατιθεμένη αυτοίς υπό του Αρχιθαλαμηπόλου της θέσεως, εις ην ανήκουσιν.». Κατά τις διατάξεις δε του άρθρου 118 του ανωτέρω ΒΔ 683/1960 όπου προβλέπονται τα ειδικά καθήκοντα των θαλαμηπόλων, ορίζεται ότι «1. Οι θαλαμηπόλοι, αναλόγως της εκτελουμένης παρ` αυτών ειδικής εργασίας, διακρίνονται εις θαλαμηπόλους α) ενδιαιτημάτων β) εστιατορίων και γ) κυλικείων. 2. Οι θαλαμηπόλοι εστιατορίων βοηθούμενοι υπό Επικούρων και υπό την άμεσον εποπτείαν και διεύθυνσιν του Αρχιθαλαμηπόλου επιμελούνται του ευπρεπισμού των αιθουσών των επιβατών (φαγητού, υποδοχής, χορού, μουσικής, αναγνωστηρίου, καπνιστηρίου κ.λ.π.) και της κοινωνικής προετοιμασίας των τραπεζών διά το πρωϊνόν ρόφημα, πρόγευμα, γεύμα, πρόδειπνον και δείπνον και εξυπηρετούσι τους εν αυταίς επιβάτας μετά προθυμίας και συμφώνως προς τους κανόνας της καλής συμπεριφοράς και της ξενοδοχειακής εθιμοτυπίας. 3. Οι θαλαμηπόλοι κυλικείων βοηθούμενοι υπό Επικούρων επιμελούνται του ευπρεπισμού του κυλικείου και εξυπηρετούσι τους επιβάτας, παρέχοντες αυτοίς κατά την παραγγελίαν των αφεψήματα, ποτά και είδη κυλικείου, εις την κεκανονισμένην ποσότητα και τιμήν, βάσει τιμολογίου μονίμως ανηρτημένου εις πινακίδα. 4. Οι θαλαμηπόλοι ενδιαιτημάτων βοηθούμενοι υπό Επικούρων επιμελούνται του ευπρεπισμού των κοιτωνίσκων των επιβατών και τίθενται προθύμως, και ανελλιπώς εις την διάθεσίν των διά την αρτιωτέραν εξυπηρέτησίν των κατά την διάρκειαν του ταξειδίου εξασφαλίζουσι την ησυχίαν κατά την νυκτερινήν φυλακήν των, και επιμελούνται της παραλαβής και μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών από του καταστρώματος εις τας θέσεις και τανάπαλιν κατά την επιβίβασιν και αποβίβασιν των.». Κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα από 1.1.2019 έως 31.1.2019, από 6.10.2019 έως 17.11.2019 και από 20.2.2020 έως 27.7.2020, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και δεν αμφισβητήθηκε από κανέναν των διαδίκων, το εν λόγω πλοίο εκτελούσε μεσογειακούς πλόες και δη εκτελούσε το ταξίδι Πάτρα – Ηγουμενίτσα – Αγκόνα. Ειδικότερα, αναχωρούσε από το λιμάνι της Πάτρας ώρα 17.00 για Ηγουμενίτσα (αφ. 23.30 – αναχ. 24.00) και κατέπλεε στο λιμάνι της Αγκόνα ώρα 16.00, της επομένης ημέρας. Από τον εν λόγω λιμένα αναχωρούσε εκ νέου την επομένη ημέρα ώρα 14.00 για Ηγουμενίτσα, όπου κατέπλεε ώρα 06.20 και μετά την ολοκλήρωση των εργασιών αποβίβασης – επιβίβασης, αναχωρούσε για το λιμάνι της Πάτρας, όπου κατέπλεε ώρα 15.00. Στην εκκαλουμένη απόφαση, αλλά και από τους διαδίκους δεν γίνεται αναφορά ότι το ανωτέρω πλοίο διανυκτέρευε στο εν λόγω λιμάνι της Πάτρας. Από τη συνεκτίμηση, επομένως, του συνόλου των αποδείξεων, κρίνεται ότι το εν λόγω πλοίο απέπλεε εκ νέου την ίδια ημέρα με την άφιξή του από το προηγούμενο δρομολόγιο και ώρα 17.00 από το λιμάνι της Πάτρας προς εκτέλεση του ανωτέρω δρομολογίου Πάτρα – Ηγουμενίτσα – Αγκόνα, με επιστροφή. Η εναγομένη με την ένδικη έφεσή της υποστήριξε ότι το εν λόγω πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια κατά τις ημέρες 1.1.2019 λόγω αργίας, καθώς επίσης δεν εκτέλεσε δρομολόγιο κατά τις ημερομηνίες 9.1.2019 και 10.1.2019, λόγω απαγορευτικού. Εν τούτοις, προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού της καμία απόδειξη δεν προσεκόμισε, εφόσον τα αντίγραφα αποσπάσματος του βιβλίου γέφυρας του εν λόγω πλοίου που προσεκόμισε δεν αφορούν τις ανωτέρω ημερομηνίες, επιπλέον δε ο εξετασθείς με επιμέλεια αυτής μάρτυρας, ουδέν περί τούτου κατέθεσε. Οι αναφορές, εξάλλου, στους προσκομιζόμενους υπ’ αυτής, ως σχετικό 11, πίνακες δρομολογίων, περί ανεκτέλεστου δρομολογίου την 1.1.2019 από Ρόδο, την 9.1.2019 από Πειραιά λόγω απαγορευτικού και την 10.1.2019 προς Πειραιά λόγω του απαγορευτικού της 9.1.2019, δεν δύνανται να οδηγήσουν σε διαφορετική κρίση το παρόν Δικαστήριο, εφόσον οι εν λόγω πίνακες δεν φέρουν κάποια βεβαίωση αλλά, όπως η ίδια η εναγομένη αναφέρει συντάχθηκαν υπ’ αυτής με βάση το αρχείο της, αλλά κυρίως διότι, όπως απεδείχθη, κατά τις εν λόγω ημερομηνίες το πλοίο εκτελούσε πλόες μεσογειακούς και δεν προσέγγιζε το λιμάνι του Πειραιά, αλλά ούτε άλλους λιμένες των νησιών του Αιγαίου. Επομένως, όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζει η εναγομένη στα πλαίσια του δευτέρου λόγου έφεσης, ότι δηλαδή τις ανωτέρω ημερομηνίες 1.1.2019, 9.1.2019 και 10.1.2019, το πλοίο δεν εκτέλεσε το ανωτέρω δρομολόγιο Πάτρα – Ηγουμενίτσα – Αγκόνα με επιστροφή, δεν κρίνονται βάσιμα στην ουσία τους. Περαιτέρω, εν τούτοις, όπως βασίμως υποστηρίζει η εναγομένη με τον δεύτερο λόγο έφεσής της την 26.7.2020 και 27.7.2020, το εν λόγω πλοίο δεν εκτέλεσε το ανωτέρω δρομολόγιο, εφόσον από τις εγγραφές στο ημερολόγιο γέφυρας του εν λόγω πλοίου, αντίγραφα του οποίου προσκομίζει η εναγομένη, αυτό (ένδικο πλοίο) ήδη από ώρας 12.00 της 26.7.2020 ευρίσκετο στο λιμάνι του Πειραιά αγκυροβολημένο όπου και παρέμεινε και την 27.7.2020. Περαιτέρω, καθόν χρόνο το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε πλόες μεταξύ των ελληνικών λιμένων, απεδείχθη ότι, εκτελούσε τα ακόλουθα δρομολόγια: (α) Κατά το χρονικό διάστημα από 15.3.2019 έως 9.6.2019, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση και δεν αμφισβητείται από κανέναν των διαδίκων, το ανωτέρω πλοίο, την μία εβδομάδα την ημέρα Δευτέρα, αφού κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 08.05, απέπλεε εκ νέου ώρα 19.00 της ίδιας ημέρας (Δευτέρας) για Σύρο, όπου κατέπλεε ώρα 22.50, Πάτμο, όπου κατέπλεε ώρα 03.15 της επομένης ημέρας Τρίτης, Λέρο (αφ. 04.35), Κω (αφ. 06.35) και κατέπλεε στο λιμάνι της Ρόδου ώρα 10.10 της ίδιας ημέρας, από το οποίο απέπλεε εκ νέου ώρα 17.00 για Κω (αναχ. 20.35), Λέρο (αναχ. 22.35), Πάτμο (αναχ. 23.55), Σύρο (αναχ. 04.20 της επομένης ημέρας Τετάρτης) και κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 08.05 της επομένης ημέρας Τετάρτης. Απέπλεε δε εκ νέου από τον εν λόγω λιμένα την ίδια ημέρα ώρα 19.00 για Σύρο (αφ. 22.50), Πάτμο (αφ. 03.15 της επομένης ημέρας Πέμπτης), Λέρο (αφ. 04.55), Κάλυμνο (αφ. 06.05), Κώ (αφ. 07.30) κατέπλεε δε στο λιμάνι της Ρόδου ώρα 10.20 της ίδιας ημέρας, απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 17.00 της ίδιας ημέρας για Κω (αναχ. 20.35), Κάλυμνο (αναχ. 21.40), Λέρο (αναχ. 22.50) Πάτμο (αναχ. 23.55), Σύρο (αναχ. 04.20 της επομένης ημέρας Παρασκευής), κατέπλεε δε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 08.05 της επομένης ημέρας Παρασκευής. Απέπλεε εκ νέου από το εν λόγω λιμάνι ώρα 19.00 της ίδιας ημέρας για Σύρο (αφ. 22.50), Πάτμο (αφ. 03.15 της επομένης ημέρας Σαββάτου), Λέρο (αφ. 04.55), Κάλυμνο (αφ. 06.05), Κώ (αφ. 07.30) κατέπλεε δε στο λιμάνι της Ρόδου ώρα 10.20 της ίδιας ημέρας, απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 17.00 της ίδιας ημέρας για Κω (αναχ. 20.35), κατέπλεε δε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 06.30 της επομένης ημέρας Κυριακής. Από το εν λόγω λιμάνι αναχωρούσε εκ νέου ώρα 18.00 της ίδιας ημέρας (Κυριακής) προς εκτέλεση του ετέρου δρομολογίου και δη για Σαντορίνη (αφ. 00.35 της επομένης ημέρας Δευτέρας), Κω (αφ. 05.45), Σύμη (αφ. 08.25), Ρόδο (αφ. 10.00), απ’ όπου απέπλεε ώρα 16.00 της ίδιας ημέρας για Σύμη (αναχ. 17.15), Κω (αναχ. 19.45), Σαντορίνη (αναχ. 01.25 της επομένης ημέρας Τρίτης), κατέπλεε δε στο λιμάνι του Πειραιά την ίδια ημέρα Τρίτη και ώρα 07.45. Το εν λόγω πλοίο απέπλεε εκ νέου από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 18.00 της ίδιας ημέρας Τρίτης για Σαντορίνη (αφ. 00.35 της επομένης ημέρας Τετάρτης), Κω (αφ. 05.45), Σύμη (αφ. 08.25), Ρόδο (αφ. 09.00), απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 16.00, της ίδιας ημέρας, για Κω (αναχ. 19.45), Σαντορίνη (αναχ. 01.25 της επομένης ημέρας Πέμπτης), κατέπλεε δε στο λιμάνι του Πειραιά την ίδια ημέρα (Πέμπτη) και ώρα 07.45. Το εν λόγω πλοίο απέπλεε εκ νέου από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 18.00 της ίδιας ημέρας για Βαθύ (αφ. 01.20 της επομένης ημέρας Παρασκευής), Κω (αφ. 05.45), Ρόδο (αφ. 09.00), απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 16.00 της ίδιας ημέρας για Κω (αναχ. 19.15), Βαθύ (αναχ. 23.20) κατέπλεε δε στο λιμάνι του Πειραιά την επομένη ημέρα (Σάββατο) και ώρα 07.45. Το εν λόγω πλοίο απέπλεε εκ νέου από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 18.00 της ίδιας ημέρας (Σάββατο) προς εκτέλεση του πρώτου δρομολογίου, εκτελώντας εναλλάξ ανά εβδομάδα τα ανωτέρω δρομολόγια. (β) Κατά το χρονικό διάστημα από 10.6.2019 ημέρα Δευτέρα έως 11.7.2019 ημέρα Πέμπτη, την πρώτη εβδομάδα, το εν λόγω πλοίο απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά [αφού είχε καταπλεύσει σε αυτό ώρα 08.05 της ίδιας ημέρας] ώρα 19.00 της ημέρας Δευτέρας για Σύρο (αφ. 21.50 – αναχ. 22.10), Πάτμο (αφ. 02.15 της επομένης ημέρας Τρίτης – αναχ. 02.35), Λέρο (αφ. 03.35 – αναχ. 03.55), Κώ (αφ. 05.35 – αναχ. 06.05) και κατέπλεε στο λιμάνι της Ρόδου ώρα 09.10 της ίδιας ημέρας, απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 17.00 για Κω (αφ. 20.05 – αναχ. 20.35), Λέρο (αφ. 22.15 – αναχ. 22.35), Πάτμο (αφ. 23.35 – αναχ. 23.55), Σύρο (αφ. 04.00 της επομένης ημέρας Τετάρτης – αναχ. 04.20) και κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 08.05 της ιδίας ημέρας Τετάρτης. Απέπλεε δε εκ νέου από τον εν λόγω λιμένα την ίδια ημέρα ώρα 18.00 για Σύρο (αφ. 21.30 – αναχ. 21.50), Πάτμο (αφ. 01.10 της επομένης ημέρας Πέμπτης – αναχ. 01.40), Λέρο (αφ. 02.40 – αναχ. 03.00), Κω (αφ. 04.30 – αναχ. 05.00) κατέπλεε δε στο λιμάνι της Ρόδου ώρα 08.00, απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 10.00 της ίδιας ημέρας (Πέμπτης) για Κω (αφ. 12.40 – αναχ. 13.00), κατέπλεε δε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 21.00 απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 23.59 της ίδιας ημέρας για Βαθύ (αφ. 07.30 της επομένης ημέρας Παρασκευής – αναχ. 07.50), Κω (αφ. 11.10 – αναχ. 11.40) Ρόδο (αφ. 14.30) απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 18.00 της ίδιας ημέρας για Κω (αφ. 20.45 – αναχ. 21.15), Βαθύ (αφ. ώρα 00.25 της επομένης ημέρας Σαββάτου – αναχ. 00.55) κατέπλεε δε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 08.00 της ίδιας ημέρας, απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 21.30 της επομένης ημέρας Κυριακής για Σαντορίνη (αφ. 02.55 της επομένης ημέρας Δευτέρας – αναχ. 03.20), Κω (αφ. 07.50 – αναχ. 08.30), Σύμη (αφ. 10.30 – αναχ. 10.45), Ρόδο (αφ. 12.00), απ’ όπου απέπλεε ώρα 16.00 της ίδιας ημέρας για Σύμη (αφ. 17.00 – αναχ. 17.15), Κω (αφ. 19.15 – αναχ. 19.45), Σαντορίνη (αφ. 0015 της επομένης ημέρας Τρίτης αναχ. 00.30 κατέπλεε δε στο λιμάνι του Πειραιά την ίδια ημέρα Τρίτη και ώρα 06.00 ακολούθως δε εκτελούσε το δρομολόγιο της δεύτερη εβδομάδας. Συγκεκριμένα, την δεύτερη εβδομάδα, μετά την άφιξή του στο λιμάνι του Πειραιά ημέρα Τρίτη και ώρα 06.00 απέπλεε εκ νέου ώρα 08.00 της ίδιας ημέρας Τρίτης για Σύρο (αφ. 11.30 – αναχ. 11.50), Μύκονο (αφ. 12.40 – αναχ. 13.45) Σύρο (αφ. 14.35 – αναχ. 15.00), Πειραιά (αφ. 18.30) απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 21.30 της ίδιας ημέρας για Σαντορίνη (αφ. 02.55 της επομένης ημέρας Τετάρτης – αναχ. 03.20), Κω (αφ. 07.50 – αναχ. 08.30, Ρόδο (αφ. 11.10), απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 16.00 της ίδιας ημέρας για Κω (αφ. 18.40 – αναχ. 19.10), Σαντορίνη (αφ. 23.40 – αναχ. 23.59), Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 05.30 της επομένης ημέρας Πέμπτης, απ’ όπου απέπλεε εκ νέου την ίδια ημέρα και ώρα 09.00 για Κω (αφ. 17.00 αναχ. 17.30), Ρόδο (αφ. 20.15), απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 23.59 της ίδιας ημέρας για Κω (αφ. 02.35 της επομένης ημέρας Παρασκευής αναχ. 03.00), Λέρο (αφ. 04.25 – αναχ. 04.45), Πάτμο (αφ. 05.35 – αναχ. 05.55), Σύρο (αφ. 09.20 – αναχ. 09.40), Πειραιά (αφ. 12.55) απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 18.00 της ίδιας ημέρας για Σύρο (αφ. 21.30 – αναχ. 21.45), Κάλυμνο (αφ. 02.20 της επομένης ημέρας Σαββάτου αναχ. 02.40), Κω (αφ. 03.40), Ρόδο (αφ. 07.10), απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 09.00 της ίδιας ημέρας για Κω (αφ. 11.35 – αναχ. 12.00), Κατάπολα (αφ. 15.05 – αναχ. 15.25), Πειραιά (αφ. 20.40) απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 23.55 της ίδιας ημέρας για Κατάπολα (αφ. 05.30 της επομένης ημέρας Κυριακής – αναχ. 05.50), Πάτμο (αφ. 08.00 – αναχ. 08.20), Λέρο (αφ. 09.20 – αναχ. 09.40), Κω (αφ. 11.10 – αναχ. 11.40, Ρόδο (αφ. 14.30), απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 17.00 της ίδιας ημέρας για Κω (αφ. 20.05 – αναχ. 20.35), Κάλυμνο (αφ. 21.20 – αναχ. 21.40), Λέρο (αφ. 22.30 – αναχ. 22.50), Πάτμο (αφ. 23.40 – αναχ. 23.55), Σύρο (αφ. 04.00 της επομένης ημέρας Δευτέρας – αναχ. 04.20), Πειραιά (αφ. 08.05) απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 18.00 της ίδιας ημέρας προς εκτέλεση του δρομολογίου της δεύτερης εβδομάδας. Ειδικώς κατά το χρονικό διάστημα από 14.6.2019 ημέρα Παρασκευή έως 18.6.2019 ημέρα Τρίτη, αποδείχθηκε ότι, το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά την 14.6.2019 ώρα 18.00 για Σύρο (αφ. 21.30 – αναχ. 21.45), Πάτμο (αφ. 01.20 της επομένης ημέρας Σαββάτου 15.6.2019 – αναχ. 01.35), Κάλυμνο (αφ. 03.25 – αναχ. 03.40), Κω (αφ. 04.25 – αναχ. 04.55), Ρόδο (αφ. 07.40), όπου παρέμεινε έως 17.6.2019 ώρα 07.00 οπότε απέπλευσε για Κω (αφ. 09.45 – αναχ. 10.15) Κάλυμνο (αφ. 11.00 – αναχ. 11.20), Λέρο (αφ. 12.10 – αναχ. 12.30), Πάτμο (αφ. 13.20 – αναχ. 13.40), Σύρο (αφ. 17.20 – αναχ. 17.35), Πειραιά (αφ. 21.05 – αναχ. 23.30) για Σύρο (αφ. 02.50 της επομένης ημέρας Τρίτης 18.6.2019 – αναχ. 03.05), Πάτμο (αφ. 06.25 – αναχ. 06.40), Λέρο (αφ. 07.35 – αναχ. 07.50), Κω (αφ. 09.15 – αναχ. 09.45), Ρόδο (αφ. 12.15) και ακολούθως συνέχισε το δρομολόγιο της πρώτης εβδομάδας της ανωτέρω χρονικής περιόδου. Η εναγομένη, στα πλαίσια του δευτέρου λόγου της ένδικης έφεσής της πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση, κατ’ εκτίμηση των όσων αναφέρει, ειδικώς όσον αφορά στις παραδοχές αυτής (εκκαλουμένης αποφάσεως) ότι την ημέρα Τρίτη της δεύτερης εβδομάδας του εν λόγω χρονικού διαστήματος, το ανωτέρω πλοίο, μετά την άφιξή του στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 06.00 εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς (αναχ. 08.00), Σύρος (αφ. 11.30 – αναχ. 11.50), Μύκονος (αφ. 12.40 – αναχ. 13.45), Σύρος (αφ. 14.35 – αναχ. 15.00), Πειραιάς (αφ. 18.30), ισχυριζόμενη ουσιαστικά ότι τις ημέρες Τρίτης της δεύτερης εβδομάδας του εν λόγω χρονικού διαστήματος, το πλοίο μετά την άφιξή του στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 06.00, απέπλεε εκ νέου ώρα 21.30 για Σαντορίνη. Εν τούτοις, η ίδια η εναγομένη με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (σχετικά σελ. 5-6), ισχυρίσθηκε ότι το ανωτέρω πλοίο, κατά το χρονικό διάστημα από 11.6.2019 έως 11.7.2019, κάθε δεύτερη Τρίτη εκτελούσε ένα κυκλικό δρομολόγιο στη γραμμή Πειραιάς – Σύρος – Μύκονος με επιστροφή. Συγκεκριμένα ισχυρίσθηκε ότι τις εν λόγω ημέρες αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 08.00 για Σύρο (αφ. 11.30), Μύκονο (αφ. 12.40 – αναχ. 13.45) Σύρο (αφ. 15.00), Πειραιά (αφ. 18.30), ισχυριζόμενη περαιτέρω με τις εν λόγω προτάσεις της ότι το εν λόγω δρομολόγιο ήταν ημερινό και για το λόγο τούτο εξαιρούνταν της καταβολής πρόσθετης αμοιβής για εκτέλεση δρομολογίου εξπρές. (γ) Κατά το χρονικό διάστημα από 12.7.2019 ημέρα Παρασκευή έως 8.9.2019 ημέρα Κυριακής, το πλοίο πράγματι όπως ισχυρίσθηκε η εναγομένη, εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς, Σαντορίνη, Βαθύ (Ίσαμος), Κως, Σύμη, Ρόδος, με επιστροφή. Ειδικότερα, κάθε Κυριακή, το πλοίο απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 21.30 για Σαντορίνη (αφ. 02.55 της επομένης ημέρας Δευτέρας – αναχ. 03.20), Κω (αφ. 07.50 – αναχ. 08.30), Σύμη (αφ. 10.30 – αναχ. 10.45), Ρόδο (αφ. 12.00), απ’ όπου απέπλεε ώρα 16.00 της ίδιας ημέρας για Σύμη (αφ. 17.00 – αναχ. 17.15), Κω (αφ. 19.15 – αναχ. 19.45), Σαντορίνη (αφ. 00.15 της επομένης ημέρας Τρίτης αναχ. 00.30 κατέπλεε δε στο λιμάνι του Πειραιά την ίδια ημέρα Τρίτη και ώρα 06.00 απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 21.30 της ίδιας ημέρας για Σαντορίνη (αφ. 02.55 της επομένης ημέρας Τετάρτης – αναχ. 03.20), Κω (αφ. 07.50 – αναχ. 08.30), Ρόδο (αφ. 11.10), απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 16.00 της ίδιας ημέρας για Κω (αφ. 18.40 – αναχ. 19.10), Σαντορίνη (αφ. 23.40 – αναχ. 23.59), Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 05.30 της επομένης ημέρας Πέμπτης, απ’ όπου απέπλεε εκ νέου την ίδια ημέρα και ώρα 23.59 για Βαθύ (αφ. 07.30 της επομένης ημέρας Παρασκευής – αναχ. 07.50), Κω (αφ. 11.10 αναχ. 11.40), Ρόδο (αφ. 14.30), απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 18.00 της ίδιας ημέρας για Κω (αφ. 20.45 – αναχ. 21.15), Βαθύ (αφ. 00.25 της επομένης ημέρας Σαββάτου – αναχ. 00.45), Πειραιά (αφ. 08.00) απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 21.30 της επομένης ημέρας Κυριακής για Σαντορίνη. Αντίθετα, δεν προέκυψε όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση ότι και το εν λόγω διάστημα από 12.7.2019 ημέρα Παρασκευή έως 8.9.2019, εκτελούσε τα δρομολόγια που εκτελούσε κατά τη χρονική περίοδο από 10.6.2019 ημέρα Δευτέρα έως 11.7.2019 ημέρα Πέμπτη, όπως αρχικά είχε δρομολογηθεί το εν λόγω πλοίο, διότι το εν λόγω δρομολόγιο [Πειραιάς, Σαντορίνη, Βαθύ (Ίσαμος), Κως, Σύμη, Ρόδος με επιστροφή] αναφέρει ότι εκτέλεσε από 12.7.2019 έως 16.7.2019 και από 8.8.2019 έως 8.9.2017 και ο …….. ……… [εξετασθείς με επιμέλεια του ενάγοντος μάρτυρας στα πλαίσια της παρούσας δίκης], στην ιδική του από 28.12.2020 αγωγή του σε βάρος της εναγομένης. Και ναι μεν, παραλείπει ο εν λόγω μάρτυρας του ενάγοντος την περιγραφή των δρομολογίων από 17.7.2019 έως 7.8.2019, εφόσον αυτός, κατά την ανωτέρω αγωγή του δεν εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο και επομένως δεν είχε λόγο να αναφέρει τούτο, πλην όμως κρίνεται ότι ο βασικός ισχυρισμός της εναγομένης ότι δηλαδή, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, είχε τροποποιηθεί το αρχικά προβλεπόμενο δρομολόγιο του εν λόγω πλοίου για την εν λόγω περίοδο, το οποίο ήταν αυτό που δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, και πλέον ίσχυε αυτό που αναφέρεται στους προσκομιζόμενους ως σχετικό 11, από αυτήν (εναγομένη) πίνακες δρομολογίων του εν λόγω πλοίου. Κατά τους εν λόγω πίνακες δρομολογίων που προσκομίζει η ίδια εναγομένη, και κατά τους ισχυρισμούς της προκύπτει από τα αρχεία της, αποδεικνύεται επίσης ότι πλέον του ανωτέρω βασικού δρομολογίου (α) το εν λόγω πλοίο κάθε ημέρα Τρίτη του εν λόγω χρονικού διαστήματος από 12.7.2019 έως 8.9.2019, μετά τον κατάπλου στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 06.00 απέπλεε εκ νέου ώρα 08.00 για Σύρο (αφ. 11.30 – αναχ. 11.50), Μύκονο (αφ. 12.40 – αναχ. 13.45, Σύρο (αφ. 14.35 – αναχ. 15.00), Πειραιάς (αφ. 18.30 – αναχ. 21.30) για Σαντορίνη, ως αναλύεται ανωτέρω, β) τις ημέρες Σαββάτου της 13.7, 20.7, 27.7, 3.8 και 10.8.2019 το πλοίο απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 12.00 (αφού είχε καταπλεύσει σε εκτέλεση του ανωτέρω βασικού δρομολογίου της εν λόγω χρονικής περιόδου ώρα 08.00) για Πάρο (αφ. 16.06 – αναχ. 16.25), Νάξο (αφ. 17.15 – αναχ. 17.35), Πάτμο (αφ. 20.40 – αναχ. 21.00), Λέρο (αφ. 21.50 – αναχ. 22.10), Κω (αφ. 23.40 – αναχ. 00.15 της επομένης ημέρας Κυριακής) Πειραιάς (αφ. 09.15) και γ) τις ημέρες Σαββάτου 17.8, 24.8. και 31.08.2019 το πλοίο απέπλευσε ώρα 23.59 από Πειραιά για Λέρο (αφ. 08.30 της επομένης ημέρας Κυριακής – αναχ. 09.10) Πάτμο (αφ. 10.05 – αναχ. 10.40), Σύρο (αφ. 14.20 – αναχ. 14.50), Πειραιάς (αφ. 18.30) [σχετικά παρατηρήσεις στο τρίτο φύλλο φέρον ημερομηνία 01/10/29 στο ανωτέρω σχετικό που προσκομίζει με αριθμό 11 η εναγομένη όπου αναφέρεται ότι από 12/07/19 – 04/10/29 τα δρομολόγια θα εκτελούνται από το F/B BS1 σε συνδυασμό με παρατηρήσεις στη δεύτερη σελίδα του εν λόγω φύλλου]. (δ) Κατά το χρονικό διάστημα από 09.09.2019 ημέρα Κυριακή έως 01.10.2019, όπως κατ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, το εν λόγω πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιά – Σαντορίνη – Βαθύ (Σάμος) – Κως – Σύμη – Ρόδος και επιπλέον κάθε Τρίτη [πλην της ημέρας Τρίτης 24.9.2019] και το δρομολόγιο Πειραιάς – Σύρος – Μύκονος – Σύρος – Πειραιάς. Ειδικότερα, κάθε Κυριακή, το πλοίο απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 18.00 για Σαντορίνη (αφ. 00.35 της επομένης ημέρας Δευτέρας – αναχ. 00.50), Κω (αφ. 05.45 – αναχ. 06.15), Σύμη (αφ. 08.25 – αναχ. 08.40), Ρόδο (αφ. 10.00), απ’ όπου απέπλεε ώρα 16.00 της ίδιας ημέρας για Σύμη (αφ. 17.00 – αναχ. 17.15), Κω (αφ. 19.15 – αναχ. 19.45), Σαντορίνη (αφ. 00.15 της επομένης ημέρας Τρίτης αναχ. 00.30 κατέπλεε δε στο λιμάνι του Πειραιά την ίδια ημέρα Τρίτη και ώρα 06.00 απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 08.00 της ίδιας ημέρας για Σύρο (αφ. 11.30 – αναχ. 11.50), Μύκονο (αφ. 12.40 – αναχ. 13.45, Σύρο (αφ. 14.35 – αναχ. 15.00), Πειραιάς (αφ. 18.30 – αναχ. 21.30) για Σαντορίνη (αφ. 02.55 της επομένης ημέρας Τετάρτης – αναχ. 03.20), Κω (αφ. 07.50 – αναχ. 08.30), Ρόδο (αφ. 11.10), απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 16.00 της ίδιας ημέρας για Κω (αφ. 19.15 – αναχ. 19.45), Σαντορίνη (αφ. 01.10 της επομένης ημέρας Πέμπτης- αναχ. 01.25), Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 07.45, απ’ όπου απέπλεε εκ νέου την ίδια ημέρα και ώρα 18.00 για Βαθύ (αφ. 01.20 της επομένης ημέρας Παρασκευής – αναχ. 01.40), Κω (αφ. 05.45 αναχ. 06.15), Ρόδο (αφ. 09.00), απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 16.00 της ίδιας ημέρας για Κω (αφ. 18.45 – αναχ. 19.15), Βαθύ (αφ. 23.00 – αναχ. 23.20), Πειραιά (αφ. 06.40 της επομένης ημέρας Σαββάτου) απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 18.00 της επομένης ημέρας Κυριακής για Σαντορίνη, εκτελώντας το ανωτέρω δρομολόγιο. Η εναγομένη με τον δεύτερο λόγο εφέσεως κατ’ εκτίμηση των ισχυρισμών της, ουσιαστικά υποστηρίζει ότι το εν λόγω πλοίο, κατά το εν λόγω διάστημα από 09.09.2019 ημέρα Κυριακή έως 01.10.2019, την ημέρα Τρίτη δεν εκτελούσε επιπλέον το δρομολόγιο Πειραιάς – Σύρο – Μύκονος – Σύρος – Πειραιάς. Οι ισχυρισμοί της αυτοί, πλην της ημέρας Τρίτης 24.9.2019 οπότε πράγματι το εν λόγω δρομολόγιο [Πειραιάς – Σύρο – Μύκονος – Σύρος – Πειραιάς] δεν εκτελέσθηκε, για τις υπόλοιπες ημέρες Τρίτης του εν λόγω χρονικού διαστήματος, δεν κρίνονται πειστικοί, διότι η ίδια (εναγομένη) με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (σχετικά σελ. 7) δέχθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα από 11.8.2019 έως 1.10.2019 το εν λόγω πλοίο κάθε Τρίτη εκτελούσε το ανωτέρω δρομολόγιο. Το γεγονός αυτό ενισχύεται και από τους πίνακες δρομολογίων του πλοίου που η ίδια προσκομίζει ως σχετικό 11, στο τελευταίο φύλλο των οποίων σαφώς αναφέρεται ότι κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα το ανωτέρω δρομολόγιο [Πειραιάς – Σύρο – Μύκονος – Σύρος – Πειραιάς] κάθε Τρίτη εκτελούσε το ένδικο πλοίο. Εν τούτοις, ειδικώς την ημέρα Τρίτη 24.9.2019, το εν λόγω πλοίο δεν εκτέλεσε το ανωτέρω δρομολόγιο Πειραιάς – Σύρο – Μύκονος – Σύρος – Πειραιάς, διότι όπως προκύπτει από το αντίγραφο του ημερολογίου γέφυρας του εν λόγω πλοίου που προσκομίζεται, το πλοίο δεν ηδυνήθη να αποπλεύσει από το λιμάνι του Πειραιά, προς εκτέλεση του εν λόγω δρομολογίου, λόγω απεργίας της ΠΝΟ. Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία έγιναν δεκτά τα ανωτέρω, ήτοι ότι το εν λόγω πλοίο εκτελούσε, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, δρομολόγια στη γραμμή Πειραιάς – Σαντορίνη – Βαθύ (Σάμος) – Κως – Σύμη – Ρόδος και επιπλέον, κάθε Τρίτη, το δρομολόγιο Πειραιάς – Σύρο – Μύκονος – Σύρος – Πειραιάς, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε [πλην της ημέρας Τρίτης 24.9.2019], ο δε δεύτερος λόγος έφεσης της εναγομένης, κατά το σκέλος που αυτή (εναγομένη) ισχυρίζεται ότι «γ) Για το διάστημα από 09.09.2019 έως 04.10.2019 και όχι 01.10.2019 που δέχεται η εκκαλουμένη, το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια στη γραμμή Πειραιάς – Σαντορίνη – Βαθύ (Σάμος) – Κως – Σύμη – Ρόδος όπως ορθά περιγράφονται στην εκκαλουμένη απόφαση (εμπρόσθια όψη 7ου φύλλου)…», υπολαμβάνοντας ουσιαστικά ότι η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε ότι το ανωτέρω πλοίο, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα από (9.9.2019 έως 1.10.2019) δεν εκτελούσε κάθε Τρίτη το δρομολόγιο Πειραιάς – Σύρο – Μύκονος – Σύρος – Πειραιάς, τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος στην ουσία του, πλην της επιμέρους ημερομηνίας της 24.9.2019 που τυγχάνει βάσιμος στην ουσία του. (ε) Κατά το χρονικό διάστημα από 02.10.2019 έως 05.10.2019, όπως κατ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, το εν λόγω πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιά – Σαντορίνη – Βαθύ (Σάμος) – Κως – Σύμη – Ρόδος. Ειδικότερα, την ημέρα Τρίτη, το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 18.00 για Σαντορίνη (αφ. 00.35 της επομένης ημέρας Τετάρτης – αναχ. 00.50), Κω (αφ. 05.45 – αναχ. 00.50), Ρόδο (αφ. 09.00), απ’ όπου απέπλευσε εκ νέου ώρα 16.00 της ίδιας ημέρας για Κω (αφ. 19.15 – αναχ. 19.45), Σαντορίνη (αφ. 01.10 της επομένης ημέρας Πέμπτης- αναχ. 01.25), Πειραιά, όπου κατέπλευσε ώρα 07.45, απ’ όπου απέπλευσε εκ νέου την ίδια ημέρα και ώρα 18.00 για Βαθύ (αφ. 01.20 της επομένης ημέρας Παρασκευής – αναχ. 01.40), Κω (αφ. 05.45 αναχ. 06.15), Ρόδο (αφ. 09.00), απ’ όπου απέπλευσε εκ νέου ώρα 16.00 της ίδιας ημέρας για Κω (αφ. 18.45 – αναχ. 19.15), Βαθύ (αφ. 23.00 – αναχ. 23.20), Πειραιά (αφ. 06.40 της επομένης ημέρας Σαββάτου). (στ) Κατά το χρονικό διάστημα από 06.12.2019 έως 02.1.2020 και από 2.2.2020 έως 20.2.2020, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση και το αποδεικτικό της πόρισμα δεν πλήττεται από κανέναν των διαδίκων, το πλοίο κάθε Δευτέρα αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 19.00 (όπου είχε καταπλεύσει ώρα 08.05 της ίδιας ημέρας) για Σύρο (αφ. 22.50), Πάτμο (αφ. 03.15 της επομένης ημέρας Τρίτης), Λέρο (αφ. 04.35), Κώ (αφ. 06.36) Ρόδο (αφ. 10.10), απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 17.00 της ίδιας ημέρας για Κω (αναχ. 20.35), Λέρο (αναχ. 22.35), Πάτμο (αναχ. 23.55) και κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 08.05 της επομένης ημέρας Τετάρτης, απ’ όπου απέπλεε εκ νέου την ίδια ημέρα (Τετάρτη) και ώρα 19.00 για Σύρο (αφ. 22.50), Πάτμο (αφ. 03.15 της επομένης ημέρας Πέμπτης), Λέρο (αφ. 04.35), Κάλυμνο (αφ. 05.55) Κω (αφ. 07.00), Ρόδο (αφ. 10.20), απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 17.00 της ίδιας ημέρας για Κω (αναχ. 20.35), Κάλυμνο (αναχ. 21.40), Λέρο (αναχ. 22.50), Πάτμο (αναχ. 23.55) και κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 08.05 της επομένης ημέρας Παρασκευής, απ’ όπου απέπλεε εκ νέου την ίδια ημέρα (Παρασκευή) και ώρα 19.00 για Σύρο (αφ. 22.50), Πάτμο (αφ. 03.15 της επομένης ημέρας Σαββάτου), Λέρο (αφ. 04.35), Κάλυμνο (αφ. 05.55) Κώ (αφ. 07.00), Ρόδο (αφ. 10.20), απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 17.00 της επομένης ημέρας Κυριακής για Κω (αναχ. 20.35), Κάλυμνο (αναχ. 21.40), Λέρο (αναχ. 22.50), Πάτμο (αναχ. 23.55), Σύρο (αναχ. 04.20 της επομένης ημέρας Δευτέρας) και κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 08.05 της ίδιας ημέρας Δευτέρας, και ακολούθως εκτελούσε το ανωτέρω δρομολόγιο. (ζ) Κατά το χρονικό διάστημα από 03.1.2020 έως 30.1.2020, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση και το αποδεικτικό της πόρισμα δεν πλήττεται από κανέναν των διαδίκων, το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια στη γραμμή Πειραιάς – Ηράκλειο μετ’ επιστροφής και συγκεκριμένα, κάθε δεύτερη ημέρα αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 21.00 και κατέπλεε στο λιμάνι του Ηρακλείου την επομένη ημέρα ώρα 06.15, αναχωρούσε δε εκ νέου ώρα 21.00 για Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 06.15 της επομένης ημέρες και ακολούθως απέπλεε εκ νέου για το λιμάνι του Ηρακλείου την ίδια ημέρα ώρα 21.00. (η) Κατά το χρονικό διάστημα από 29.07.2020 έως 14.08.2020, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση και το αποδεικτικό της πόρισμα δεν πλήττεται από κανέναν των διαδίκων, το πλοίο κάθε Κυριακή, απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά περί ώρας 19.00 για Κω (αφ. 04.45 της επομένης ημέρας Δευτέρας – αναχ. 5.15), Σύμη (αφ. 08.10 – αναχ. 08.35), Ρόδο (αφ. 09.40), απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 17.00 της ίδιας ημέρας για Σύμη (αφ. 18.05 – αναχ. 18.25), Κω (αφ. 20.50 – αναχ. 21.35), Πειραιά όπου κατέπλεε 07.00 της επομένης ημέρας Τρίτης, απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 17.00 της ίδιας ημέρας (Τρίτη) για Πάρο (αφ. 20.50 – αναχ. 21.10), Νάξο (αφ. 22.00 – αναχ. 22.20), Σαντορίνη (αφ. 00.40 της επομένης ημέρας Τετάρτης – αναχ. 01.00), Κω (αφ. 07.10 – αναχ. 07.40), Ρόδο (αφ. 10.45), απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 17.00 της ίδιας ημέρας για Κω (αφ. 19.50 – αναχ. 20.20), Σαντορίνη (αφ. 02.40 της επομένης ημέρας Πέμπτης- αναχ. 03.00), Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 09.10, απ’ όπου απέπλεε εκ νέου την ίδια ημέρα και ώρα 17.00 για Πάρο (αφ. 20.50 – αναχ. 21.10), Νάξο (αφ. 22.00 – αναχ. 22.20), Βαθύ (αφ. 03.15 της επομένης ημέρας Παρασκευής – αναχ. 03.35), Κω (αφ. 08.05 αναχ. 08.35), Ρόδο (αφ. 11.40), απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 17.00 της ίδιας ημέρας για Κω (αφ. 19.50 – αναχ. 20.20), Βαθύ (αφ. 00.50 της επομένης ημέρας Σαββάτου – αναχ. 01.10), Πειραιά (αφ. 09.25) απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 19.00 της επομένης ημέρας Κυριακής για Κω, εκτελώντας το ανωτέρω δρομολόγιο. (θ) Κατά το χρονικό διάστημα από 15.08.2020 έως 05.09.2020, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και το αποδεικτικό της πόρισμα δεν πλήττεται από κανέναν των διαδίκων, το πλοίο κάθε Κυριακή, απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά περί ώρας 21.30 για Κω (αφ. 06.00 της επομένης ημέρας Δευτέρας – αναχ. 06.30), Σύμη (αφ. 08.40 – αναχ. 09.00), Ρόδο (αφ. 10.00), απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 17.00 της ίδιας ημέρας για Σύμη (αφ. 18.05 – αναχ. 18.25), Κω (αφ. 20.50 – αναχ. 21.35), Πειραιά όπου κατέπλεε 07.00 της επομένης ημέρας Τρίτης απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 19.00 της ίδιας ημέρας (Τρίτη) για Σαντορίνη (αφ. 00.40 της επομένης ημέρας Τετάρτης – αναχ. 01.00), Κω (αφ. 07.20 – αναχ. 07.50), Ρόδο (αφ. 10.55), απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 17.00 της ίδιας ημέρας για Κω (αφ. 19.50 – αναχ. 20.20), Σαντορίνη (αφ. 02.40 της επομένης ημέρας Πέμπτης- αναχ. 03.00), Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 09.10, απ’ όπου απέπλεε εκ νέου την ίδια ημέρα και ώρα 19.00 για Βαθύ (αφ. 03.15 της επομένης ημέρας Παρασκευής – αναχ. 03.35), Κω (αφ. 08.05 αναχ. 08.35), Ρόδο (αφ. 11.40), απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 17.00 της ίδιας ημέρας για Κω (αφ. 19.50 – αναχ. 20.20), Βαθύ (αφ. 00.50 της επομένης ημέρας Σαββάτου – αναχ. 01.10), Πειραιά (αφ. 09.25) απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 21.30 της επομένης ημέρας Κυριακής για Κω, εκτελώντας το ανωτέρω δρομολόγιο. (ι) Κατά το χρονικό διάστημα από 05.09.2020 έως 11.09.2020, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και το αποδεικτικό της πόρισμα δεν πλήττεται από κανέναν των διαδίκων, το πλοίο κάθε Σάββατο, απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 23.55 για Κατάπολα (αφ. 05.30 της επομένης ημέρας Κυριακής – αναχ. 05.50), Πάτμο (αφ. 08.00 – αναχ. 08.20), Λέρο (αφ. 09.20 – αναχ. 09.40), Κω (αφ. 11.10 – αναχ. 11.40) Ρόδο (αφ. 14.30) απ’ όπου απέπλεε εκ νέου την ίδια ημέρα ώρα 17.00 για Κω (αφ. 20.05 – αναχ. 20.35), Κάλυμνο (αφ. 21.20 – αναχ. 21.40), Λέρο (αφ. 22.35 – αναχ. 22.55), Πάτμο (αφ. 23.50 – αναχ. 00.05 της επομένης ημέρας Δευτέρας), Σύρο (αφ. 04.00 – αναχ. 04.20) Πειραιάς, όπου κατέπλεε ώρα 08.05 και απέπλεε εκ νέου ώρα 18.00 για Σύρο (αφ. 21.50 – αναχ. 22.10), Πάτμο (αφ. 02.15 της επομένης ημέρας Τρίτης – αναχ. 02.35), Λέρο (αφ. 03.35 – αναχ. 03.55), Κω (αφ. 05.35 – αναχ. 06.05), Ρόδο (αφ. 09.10) απ’ όπου απέπλεε εκ νέου την ίδια ημέρα ώρα 17.00 για Κω (αφ. 20.05 – αναχ. 20.35), Λέρο (αφ. 22.15 – αναχ. 22.35), Πάτμο (αφ. 23.35 – αναχ. 23.55), Σύρο (αφ. 04.00 τα επομένης ημέρας Τετάρτης – αναχ. 04.20) Πειραιάς, όπου κατέπλεε ώρα 08.05 και απέπλεε εκ νέου ώρα 19.00 για Σύρο (αφ. 22.50 – αναχ3 22.10), Πάτμο (αφ. 03.15 της επομένης ημέρας Πέμπτης – αναχ. 03.35), Λέρο (αφ. 04.35 – αναχ. 04.55), Κω (αφ. 07.00 – αναχ. 07.30), Ρόδο (αφ. 10.20) απ’ όπου απέπλεε εκ νέου την ίδια ημέρα ώρα 17.00 για Κω (αφ. 20.05 – αναχ. 20.35), Κάλυμνο (αφ. 21.20 – αναχ. 21.40), Λέρο (αφ. 22.30 – αναχ. 22.50), Πάτμο (αφ. 23.40 – αναχ. 23.55), Σύρο (αφ. 04.00 τα επομένης ημέρας Παρασκευής – αναχ. 04.20) Πειραιάς, όπου κατέπλεε ώρα 08.05 και απέπλεε εκ νέου ώρα 23.55 της επομένης ημέρας Σαββάτου και εκτελούσε το ίδιο ως άνω δρομολόγιο. Ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του ισχυρίσθηκε ότι, καθ’ άπαντα τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα εργαζόταν καθημερινά επί δεκατέσσερις [14] ώρες καθ’ εκάστη και δη από ώρας 21.30 έως ώρας 11.30 της επομένης ημέρας, απασχολούμενος όπως διευκρίνισε με τις προτάσεις του, στον καθαρισμό των κοινόχρηστων χώρων του πλοίου και ειδικά των κοινόχρηστων τουαλετών, στον καθαρισμό των οποίων προέβαινε ανά μία ώρα, και επιπλέον (α) καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκούς πλόες σε λιμάνια των νησιών του Αιγαίου, συμμετείχε στις αφυπνίσεις των επιβατών, στις αποβιβάσεις και επιβιβάσεις των επιβατών σε όλα τα ενδιάμεσα λιμάνια, στους καθαρισμούς των καμπινών, επί του πλοίου κατά τη διάρκεια της νύχτας, στις αποβιβάσεις των επιβατών στο λιμάνι προορισμού του, ήτοι στο λιμάνι της Ρόδου και στον καθαρισμό ακολούθως σαράντα καμπινών, καθόν δε χρόνο το πλοίο παρέμενε στο λιμάνι για αρκετές ώρες, μετείχε και στον γενικό καθαρισμό των κοινόχρηστων μερών του πλοίου εσωτερικά μαζί με όλο το προσωπικό που εργαζόταν στο ξενοδοχειακό τμήμα, (β) καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο με επιστροφή, στην αποβίβαση και επιβίβαση των επιβατών, στον καθαρισμό σαράντα καμπινών μετά την αποβίβαση και στη γενική καθαριότητα των εσωτερικών χώρων μαζί με το υπόλοιπο προσωπικό που εργαζόταν στο ξενοδοχειακό τμήμα και (γ) καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε μεσογειακούς πλόες στον καθαρισμό σαράντα περίπου καμπινών και όταν το πλοίο αναχωρούσε την επομένη ημέρα, μετείχε και σε εργασίες γενικής καθαριότητας των κοινοχρήστων χώρων εσωτερικά του πλοίου, μαζί με το υπόλοιπο προσωπικό που απασχολείτο στο ξενοδοχειακό τμήμα. Με την προσθήκη επί τω προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι αυτός, όπως και όλοι οι Επίκουροι, οι οποίοι απασχολούντο στο εν λόγω πλοίο, εργαζόταν στην επιβίβαση των επιβατών, τόσο στο λιμάνι προορισμού Ρόδο, όσο και στο λιμάνι αφετηρίας Πειραιά, εργασία που διαρκούσε τρεις ώρες προ της αναχωρήσεως του πλοίου, αλλά και στην αποβίβαση των επιβατών. Η εναγομένη, με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ισχυρίσθηκε ότι, ο ενάγων εργαζόταν μόνον οκτώ ώρες ημερησίως, από ώρας 23.00 έως ώρας 08.00 της επομένης ημέρας με μία ώρα διάλειμμα, ήταν δε επιφορτισμένος με την καθαριότητα των κοινόχρηστων χώρων των επιβατών και δη με την καθαριότητα τεσσάρων χώρων τουαλετών, απασχολούμενος επί μισή ώρα, εργασία που επαναλάμβανε ανά μισή ώρα. Επίσης, κατά τη διάρκεια της βάρδιάς του μετείχε και στις εργασίες αποβίβασης επιβίβασης επιβατών στα ενδιάμεσα λιμάνια. Δια της προσθήκης δε των προτάσεών της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η εναγομένη αρνήθηκε ότι ο ενάγων μετείχε στον καθαρισμό των καμπινών, καθώς επίσης και στους γενικούς καθαρισμούς του πλοίου. Με την εκκαλουμένη απόφαση, έγινε δεκτό ότι ο ενάγων εργάσθηκε επί δώδεκα ώρες ημερησίως κατά μέσο όρο καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκούς πλόες για 254 ημέρες καθημερινές και 55 ημέρες Σαββάτου και αργιών, καθόν δε χρόνο το πλοίο εκτέλεσε μεσογειακούς πλόες επί εκατόν ενενήντα [190] ημέρες καθημερινές και Κυριακής και σαράντα τρεις [43] ημέρες Σαββάτου και αργιών, απασχολούμενος κατά κύριο λόγο στη ρεσεψιόν υποδοχής και στον καθαρισμό των κοινόχρηστων χώρων (σαλόνια και κλιμακοστάσια) και σε δέκα κοινόχρηστους χώρους τουαλετών του πλοίου, στις αποβιβάσεις των επιβατών στα λιμάνια και στους καθαρισμούς καμπινών μετά την αποβίβαση των επιβατών. Οι αντικρουόμενοι ισχυρισμοί των διαδίκων επί του χρόνου διάρκειας εργασίας του ενάγοντος επιβεβαιώνονται πλήρως και από τα εμμάρτυρα αποδεικτικά μέσα που καθένας τους προσκομίζει, με αποτέλεσμα, αλληλοαναιρούμενοι, να μην παρέχουν βάση εξαγωγής ασφαλούς συμπεράσματος. Συγκεκριμένα, ο εξετασθείς με επιμέλεια της εναγομένης μάρτυρας ………., ο οποίος υπηρέτησε με την ειδικότητα του Προϊσταμένου Θαλαμηπόλου στο ανωτέρω πλοίο κατά τα έτη 2019 και 2020, συνυπηρετώντας με τον ενάγοντα, κατέθεσε ότι, ο ενάγων εργαζόταν από ώρας 23.00 το βράδυ έως ώρας 08.00 το πρωί, κατά τη διάρκεια δε της βάρδιάς του απασχολείτο με την καθαριότητα τεσσάρων κοινόχρηστων χώρων τουαλετών του πλοίου, εργασία που περιελάμβανε «το άδειασμα των καλαθιών απορριμμάτων και ένα σκούπισμα στους νιπτήρες για να απομακρυνθούν τα νερά». Για την εργασία αυτή απασχολείτο περί τη μισή ώρα και ακολούθως, είτε αναπαύονταν έως τον εκ νέου καθαρισμό των εν λόγω χώρων, είτε μετείχε στην αποβίβαση – επιβίβαση των επιβατών στα λιμάνια που προσέγγιζε το πλοίο κατά τη διάρκεια της βάρδιάς του. Κατά τον ίδιο μάρτυρα, τα καθήκοντα και οι ώρες απασχόλησης του ενάγοντος ήταν σταθερά, ανεξαρτήτως των δρομολογίων του πλοίου, ήτοι τόσο καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκούς πλόες εντός των ελληνικών λιμένων, όσο και καθόν χρόνο εκτελούσε μεσογειακούς πλόες. Επίσης, κατά τον εν λόγω μάρτυρα, ο ενάγων άπαξ μηνιαίως εκτελούσε και υπηρεσία πυρασφάλειας. Επομένως, κατά την εν λόγω μαρτυρική κατάθεση ο ενάγων εργαζόταν επί εννέα ώρες καθημερινά όταν το πλοίο εκτελούσε πλόες και επιπλέον άπαξ μηνιαίως εκτελούσε υπηρεσία πυρασφάλειας, χωρίς να προσδιορίζεται ο χρόνος διάρκειας αυτής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο ανωτέρω μάρτυρας της εναγομένης, δεν κατέθεσε, όπως η εναγομένη αναφέρει, ότι ο ενάγων κατά τη διάρκεια του ωραρίου εργασίας του από 23.00 έως 08.00 ελάμβανε μία ώρα διάλειμμα. Ο εξετασθείς με επιμέλεια του ενάγοντος μάρτυρας, …….., ο οποίος εργάσθηκε με την ειδικότητα του Θαλαμηπόλου στο ανωτέρω πλοίο, συνυπηρετώντας με τον ενάγοντα κατά τα χρονικά διαστήματα από 30.11.2018 έως 02.01.2019, από 02.04.2019 έως 16.7.2019, από 08.08.2019 έως 14.11.2019, από 08.01.2020 έως 2.2.2020, από 18.02.2020 έως 14.05.2020 και από 29.07.2020 έως 11.9.2020, κατέθεσε ότι, ο ενάγων εργαζόταν από ώρας 21.30 έως την επομένη ημέρα τουλάχιστον έως ώρας 11.30, απασχολούμενος με τον καθαρισμό των κοινοχρήστων χώρων του πλοίου και ειδικά όλων των κοινόχρηστων τουαλετών (στα σαλόνια, μπαρ), εργασία για την οποία απασχολείτο ανά μία ώρα, συμμετείχε στις αφυπνίσεις επιβατών, βοηθούσε στις αποβιβάσεις και επιβιβάσεις επιβατών σε όλα τα ενδιάμεσα λιμάνια, σε όλα δε τα νυχτερινά ενδιάμεσα λιμάνια προέβαινε και σε καθαρισμούς καμπινών. Με την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι προορισμού τη νήσο Ρόδο, καθώς επίσης καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο και Πάτρα – Αγκόνα, με την άφιξη του πλοίου στα λιμάνια αφετηρίας και προορισμού, απασχολείτο και στην αποβίβαση των επιβατών, ακολούθως δε απασχολείτο στον καθαρισμό περίπου σαράντα καμπινών. Όταν το πλοίο παρέμενε για πολλές ώρες στο λιμάνι καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε ακροπλοϊκούς πλόες εντός των ελληνικών λιμένων, αλλά και στο λιμάνι της Αγκόνα, όταν το πλοίο διανυκτέρευε σε αυτό, εκτός των παραπάνω εργασιών ο ενάγων μετείχε, ομού μετά του λοιπού πληρώματος που υπηρετούσαν στο ξενοδοχειακό τμήμα του εν λόγω πλοίου και σε εργασίες γενικής καθαριότητας των εσωτερικών χώρων του πλοίου. Περαιτέρω, κατά το προσκομιζόμενο ως σχετικό 18 από την εναγομένη και συνταχθέν υπ’ αυτής, «αρχείο ωρών αναπαύσεως ναυτικών», ο ενάγων εργάσθηκε: Κατά τον μήνα Ιανουάριο 2019 εννέα ώρες ημερησίως επί δέκα έξι ημέρες, επτά ώρες ημερησίας επί οκτώ ημέρες και δύο ώρες ημερησίως επί επτά ημέρες και δη την 3.1.2019, 8.1.2019, 11.1.2019, 16.1.2019, 22.1.2019, 25.1.2019 και 30.1.2019. Κατά τον μήνα Μάρτιο 2019 και δη κατά το χρονικό διάστημα από 15.3. έως 31.3 δέκα ώρες ημερησίως επί δέκα τρεις ημέρες, πέντε ώρες ημερησίως καθ’ εκάστη των ημερών 15.3.2019 και 25.3.2019, οκτώ ώρες την 24.3.2019 και τέσσερις ώρες την 30.3.2019. Κατά τον μήνα Απρίλιο 2019 επί δέκα ώρες και μισή ώρα την 7.4.2019 και 21.4.2019, δέκα ώρες ημερησίως επί είκοσι πέντε ημέρες, τέσσερις ώρες την 29.4.2019 και οκτώ ώρες την 27.4.2019. Κατά τον μήνα Μάιο 2019, επί δέκα ώρες ημερησίως, πλην της 23.5.2019 που φέρεται να μην εργάσθηκε καμία ώρα, επί δύο ώρες την 24.5.2019 και επί οκτώ ώρες την 21.5.2019. Κατά τον μήνα Ιούνιο 2019 μία ώρα την 16.6.2019, δύο ώρες την 30.6.2019, επτά ώρες την 29.6.2019 και τις υπόλοιπες ημέρες επί οκτώ ώρες ημερησίως επί δέκα εννέα ημέρες και εννέα ώρες ημερησίως επί οκτώ ημέρες. Κατά τον μήνα Ιούλιο 2019 οκτώ ώρες ημερησίως επί είκοσι δύο ημέρες και τις υπόλοιπες ημέρες του μήνα επί εννέα ώρες καθ’ εκάστη. Κατά τον μήνα Αύγουστο 2019, εμφανίζεται να μην εργάσθηκε την 9.8.2019, να εργάσθηκε μία ώρα την 10.8.2019, επτά ώρες την 8.8.2019, επί οκτώ ώρες ημερησίως επί είκοσι μία ημέρες και εννέα ώρες ημερησίως επί επτά ημέρες. Τον μήνα Σεπτέμβριο 2019 επί επτά ώρες ημερησίως την 14.9.2019 και 21.9.2019, επί οκτώ ώρες ημερησίως επί είκοσι ημέρες και επί εννέα ώρες ημερησίως επί οκτώ ημέρες. Τον μήνα Οκτώβριο 2019 οκτώ ώρες ημερησίως επί δέκα εννέα ημέρες και τις υπόλοιπες ημέρες του μήνα επί ένδεκα ώρες ημερησίως. Τον μήνα Νοέμβριο 2019 και δη κατά το χρονικό διάστημα από 1.11.2019 έως 17.11.2019, επί ένδεκα ώρες ημερησίως επί έξι ημέρες και τις υπόλοιπες ημέρες του εν λόγω χρονικού διαστήματος επί οκτώ ώρες. Τον μήνα Δεκέμβριο 2019, κατά το χρονικό διάστημα από 6.12.2019 έως 31.12.2019, έξι ώρες ημερησίως επί πέντε ημέρες, επτά ώρες ημερησίως επί δύο ημέρες και τις υπόλοιπες ημέρες του εν λόγω χρονικού διαστήματος επί εννέα ώρες ημερησίως. Τον μήνα Ιανουάριο 2020, τέσσερις ώρες την 31.1.2020, έξι ώρες την 6.1.2020, 6,5 ώρες την 1.1.2020 και 2.1.2020, 8,5 ώρες την 3.1 και 4.1, δέκα ώρες την 5.1.2020, εννέα ώρες την 8.1.2019 και οκτώ ώρες τις υπόλοιπες ημέρες του μήνα. Κατά το χρονικό διάστημα από 18.2.2020 έως 29.2.2020, επί 1,5 ώρες την 25.2.2020, πέντε ώρες την 20.2.2020, 8,5 ώρες την 24.2.2020 και τις υπόλοιπες ημέρες του εν λόγω χρονικού διαστήματος επί δέκα ώρες καθ’ εκάστη ημερησίως. Τον μήνα Μάρτιο 2020, οκτώ ώρες ημερησίως τέσσερις ημέρες του εν λόγω μηνός και τις υπόλοιπες ημέρες επί 9,5 ώρες ημερησίως καθ’ εκάστη. Τον μήνα Απρίλιο 2020, επί 7,5 ώρες ημερησίως επί επτά μέρες, οκτώ ώρες ημερησίως επί οκτώ ημέρες και τις υπόλοιπες ημέρες του μήνα επί 9,5 ώρες ημερησίως καθ’ εκάστη. Τον μήνα Μάιο 2020, πέντε ώρες την 1.5.2020, οκτώ ώρες ημερησίως δέκα επτά ημέρες και τις υπόλοιπες ημέρες του εν λόγω μηνός επί δέκα ώρες ημερησίως καθ’ εκάστη. Τον μήνα Ιούνιο 2020, 6,5 ώρες ημερησίως επί οκτώ ημέρες και τις υπόλοιπες ημέρες του εν λόγω μηνός, επί δέκα ώρες ημερησίως καθ’ εκάστη. Τον μήνα Ιούλιο 2020 επί 6,5 ώρες την 2.7.2020, επί 7,5 ώρες την 26.7, 27.7. και 28.7, επί 8,5 ώρες την 13.7, επί δέκα ώρες ημερησίως την 3.7., 21.7, 29.7, 30.7. και 31.7, επί 10,5 ώρες την 1.7. και τις υπόλοιπες ημέρες του μήνα επί 9,5 ώρες ημερησίως καθ’ εκάστη. Τον μήνα Αύγουστο 2020, επί εννέα ώρες ημερησίως καθ’ εκάστη ημέρα του εν λόγω μηνός. Τέλος, κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.2020 έως 11.9.2020 επί εννέα ώρες ημερησίως καθ’ εκάστη, πλην της 11.9.2020 που φέρεται να εργάσθηκε οκτώ ώρες. Επιπλέον, από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντος που συνέτασσε η εναγομένη, προκύπτει ότι, κατά τους μήνες πλήρους απασχόλησης αυτού (ενάγοντος) [α] καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε μεσογειακούς πλόες, αυτή (εναγομένη) ανέγραφε επ’ αυτών ότι ο ενάγων εκτελούσε 49,00 ώρες υπερωριακή εργασία μηνιαίως και του κατέβαλε για την εν λόγω αιτία το ποσό των ευρώ 285,95 για την εργασία του κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και το ποσό των ευρώ 255,72 για υπερωριακή του εργασία κατά τον μήνα Ιανουάριο 2019, κατά δε τους μήνες πλήρους απασχόλησης εντός του έτους 2020 το ποσό των ευρώ 291,66 για εργασία αυτού κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και το ποσό των ευρώ 260,83 για υπερωριακή του εργασία κατά τους μήνες Μάρτιο 2020, Απρίλιο 2020, Μάιο 2020 και Ιούνιο 2020 και του υπόλοιπες μήνες αναλογία των ποσών αυτών και [β] καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε πλόες εντός των ελληνικών λιμένων, αυτή (εναγομένη) ανέγραφε στις εν λόγω αποδείξεις ότι ο ενάγων εκτελούσε 6,00 ώρες υπερωριακή εργασία μηνιαίως και κατέβαλε στον ενάγοντα τους μήνες Απρίλιο, Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο 2019 το ποσό των ευρώ 374,88 για εργασία αυτού κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και το ποσό των ευρώ 41,06 για αμοιβή υπερωριών, κατά τον μήνα Μάιο 2019 το ποσό των ευρώ 374,88 για εργασία αυτού κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και το ποσό των ευρώ 41,06 για αμοιβή υπερωριών, τον μήνα Σεπτέμβριο 2019 και Αύγουστο 2020 το ποσό των ευρώ 382,39 για εργασία αυτού κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και το ποσό των ευρώ 41,87 για αμοιβή υπερωριών, τον μήνα Ιανουάριο 2020 το ποσό των ευρώ 382,38 για εργασία αυτού κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και το ποσό των ευρώ 28,84 για 4,14 ώρες υπερωρία και τους υπόλοιπους μήνες αναλογία των ποσών αυτών. Περαιτέρω, ο ενάγων παραδεκτώς, κατά την ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου διαδικασία, προσεκόμισε ως σχετικό (6) φωτοαντίγραφα δύο δακτυλογραφημένων σελίδων, φέρουσες τα στοιχεία του ενδίκου πλοίου στην αρχή αυτών και ακολούθως το πρώτο εξ αυτών τη φράση «ΑΠΟ 01/06/2019 ΕΩΣ 30/06/2019» και το δεύτερο εξ αυτών τη φράση «ΑΠΟ 19/05/2019 ΕΩΣ 31/05/2019» κάτωθι δε των εν λόγω φράσεων, αμφότερα φέροντα τον τίτλο «Διαίρεση Θαλαμηπόλων & Επικούρων». Η πρώτη εκ των εν λόγω σελίδων στο τέλος αυτής φέρει τη μη αμφισβητούμενη υπογραφή του μάρτυρα της εναγομένης …… και τη φράση «Προιστ. Αρχιθαλαμηπόλος». Στο πρώτο (ενυπόγραφο) εκ των εν λόγω δύο φωτοαντιγράφων αναφέρονται το όνομα και το επώνυμο είκοσι δύο θαλαμηπόλων και δέκα πέντε Επικούρων και οι θέσεις υπηρεσίας εκάστου. Σύμφωνα με την ενυπόγραφη σελίδα του εν λόγω σχετικού, υπό τον τίτλο Επίκουροι αναφέρονται τα ονοματεπώνυμα προσώπων τα οποία δεν αμφισβητήθηκε από την εναγομένη ότι υπηρέτησαν στο εν λόγω πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.2019 έως 30.6.2019 και καθορίζονται οι θέσεις απασχόλησής τους και δη τέσσερις στο εστιατόριο a la cart του πλοίου, εκ των οποίων στο πλύσιμο των πιάτων δύο και οι έτεροι δύο ως καθαριστές ημέρας, ένας Επίκουρος στο εστιατόριο self – service του πλοίου, ένας Επίκουρος στο bar …, ένας Επίκουρος στο bar …, ένας Επίκουρος στο bar …, ένας Επίκουρος στο Bar …., ένας Επίκουρος στη Reception κατά τη διάρκεια της ημέρας, δύο Επίκουροι στη Reception κατά τη διάρκεια της Νύχτας, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων και ένας Επίκουρος στην Τραπεζαρία Αξιωματικών – Πληρώματος. Στο δεύτερο (ανυπόγραφο) εκ των εν λόγω φωτοαντιγράφων το οποίο δεν προσεβλήθη ως πλαστό, αναφέρονται το όνομα και το επώνυμο είκοσι δύο θαλαμηπόλων και δέκα τεσσάρων Επικούρων και οι θέσεις υπηρεσίας εκάστου. Σύμφωνα με την ανυπόγραφη σελίδα του εν λόγω σχετικού, υπό τον τίτλο Επίκουροι αναφέρονται τα ονοματεπώνυμα προσώπων τα οποία δεν αμφισβητήθηκε από την εναγομένη ότι υπηρέτησαν στο εν λόγω πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 19.5.2019 έως 31.5.2019 και καθορίζονται οι θέσεις απασχόλησής τους και δη δύο στο εστιατόριο a la cart του πλοίου, εκ των οποίων ένας στο πλύσιμο των πιάτων και ένας ως καθαριστής ημέρας, δύο Επίκουροι στο εστιατόριο self – service του πλοίου, ένας Επίκουρος στο bar …, ένας Επίκουρος στο bar …, ένας Επίκουρος στο bar …, τρεις Επίκουροι στο Bar …., ένας Επίκουρος στη Reception κατά τη διάρκεια της ημέρας, δύο Επίκουροι στη Reception κατά τη διάρκεια της νύχτας, μεταξύ των και ο ενάγων και ένας Επίκουρος στην Τραπεζαρία Αξιωματικών – Πληρώματος. Τα ανωτέρω έγγραφα δεν αμφισβητήθηκαν ως προς το περιεχόμενό τους από την εναγομένη και μάλιστα η τελευταία (εναγομένη) με την προσθήκη επί των προτάσεων που κατέθεσε ενώπιόν μας (σχετικά σελ. 5) δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν στη βραδινή ρεσεψιόν του πλοίου, πλην όμως ισχυρίσθηκε ότι αυτός εργάσθηκε λιγότερες ώρες από όσες ο ενάγων ανέφερε. Περαιτέρω, ο ενάγων προσκομίζει παραδεκτώς με τις προτάσεις του ως σχετικό 7, ένδεκα σελίδες σε φωτοαντίγραφο, περιέχουσες καταστάσεις καμπινών στις οποίες αναφέρεται στο τέλος αυτών το επώνυμο του ενάγοντος, σε ορισμένες εκ των οποίων δακτυλογραφημένα και σε ορισμένες χειρόγραφα. Στις εν λόγω καταστάσεις έχει αναγραφεί στην πρώτη σελίδα χειρόγραφα η φράση «Καμπίνες 2019» και στην τέταρτη σελίδα η φράση «Καμπίνες 2020». Επιπλέον, επ’ αυτών υπάρχουν χειρόγραφες σημειώσεις και χειρόγραφα ημερομηνίες και δη σε ορισμένες σελίδες στην εμπρόσθια όψη και σε ορισμένες στην οπίσθια όψη αυτών. Η εναγομένη δεν αμφισβητεί ότι στις εν λόγω σελίδες αποτυπώνονται καταστάσεις καμπινών. Αναφέρει εν τούτοις «… ούτε μπορούμε να διαπιστώσουμε αν αυτές έχουν εκδοθεί από τους αρχιθαλαμηπόλους της εταιρείας μας, λόγω της βραδείας προσκόμισής τους στο εφετείο, ενώ σε πολλές από αυτές το όνομα του ενάγοντος έχει συμπληρωθεί χειρόγραφα, αφού το προηγούμενο όνομα σβήστηκε με μπλάνκο…». Με την εν λόγω αποστροφή στη σελίδα [5] της προσθήκης επί των προτάσεων που κατέθεσε ενώπιόν μας η εναγομένη δεν προβάλλει και μάλιστα σαφώς ισχυρισμό περί πλαστότητας ή μη γνησιότητας των εν λόγω εγγράφων έστω κι αν κάνει αναφορά «περί χρήσεως μπλάνκο», χρήση η οποία δεν αποδεικνύεται στα προσκομιζόμενα αντίγραφα, εφόσον η ίδια (εναγομένη) δεν αναφέρει ότι οι εν λόγω καταστάσεις στο σημείο που χειρόγραφα αναφέρουν το επώνυμο του ενάγοντος αλλοιώθηκαν ακολούθως αντίθετα με τη βούληση των συνταξάντων αυτά. Περαιτέρω, η εναγομένη αναφέρει σχετικά με τις εν λόγω καταστάσεις έτους 2019 «… Οι φερόμενες καταστάσεις 2019 εμφανίζουν τον αντίδικο να συμμετέχει σε καθαρισμούς κατά το ταξίδι επιστροφής από Ρόδο προς Πειραιά, που όπως είπαμε γινόταν πάντα νύχτα και συνέπιπτε με τη βάρδια του αντιδίκου.». Όσον αφορά στις εν λόγω καταστάσεις έτους 2020 «Οι φερόμενες καταστάσεις 2020 αφορούν πλόες από Πάτρα προς Ηγουμενίτσα – Ανκόνα, δείχνουν ελάχιστο αριθμό κατειλημμένων κλινών (5-10 σε κάθε ταξίδι) και μπορεί να αφορούν καθαρισμούς που γίνονταν όταν το πλοίο κατέπλεε στην Ανκόνα διημέρευε, διανυκτέρευε και απέλεε την επομένη μέρα προς Πάτρα, οπότε στο πλήρωμα δινόταν άνετος χρόνος για καθαρισμούς, ενώ προδήλως δεν συγκροτείτο η νυχτερινή βάρδια καθαρισμών κοινοχρήστων, αφού το πλοίο δεν ταξίδευε τις ημέρες εκείνες…». Τέλος, η εναγομένη προσκομίζει (α) τις δοθείσες την 3.9.2015 και 18.3.2016, περιεχόμενες στις με αριθμό ….. και …… αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες ελήφθησαν ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πατρών ………….., ένορκες καταθέσεις του μάρτυρος ………………., (β) τις δοθείσες την 11.8.2008, 24.3.2011 και 17.4.2015, περιεχόμενες στις με αριθμό …/2008, …/2011 και …../2015 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες ελήφθησαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς οι δύο πρώτες και του Συμβολαιογράφου Ρόδου ……. η τρίτη, ένορκες καταθέσεις του μάρτυρος …., (γ) τις δοθείσες την 14.3.2006, 2.5.2006 και 6.6.2007, περιεχόμενες στις με αριθμό …../2006, …../2006 και ……/2007 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες ελήφθησαν ενώπιον του Συμβολαιογράφου Ερμούπολης ……… η πρώτη και της Συμβολαιογράφου Πατρών ………………… η δεύτερη και τρίτη, ένορκες καταθέσεις του μάρτυρος …………, (δ) τις δοθείσες την 15.3.2006 και 2.5.2006, περιεχόμενες στις με αριθμό …./2006 και …../2006 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες ελήφθησαν ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πατρών …………, ένορκες καταθέσεις του μάρτυρος ……., (ε) τις δοθείσες την 2.5.2006 και 6.6.2007, περιεχόμενες στις με αριθμό ……/2006 και ……/2007 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες ελήφθησαν ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πατρών ……………., ένορκες καταθέσεις του μάρτυρος ……., (στ) τη δοθείσα την 17.4.2015 και περιεχομένη στη με αριθμό …… ένορκη βεβαίωση η οποία ελήφθη ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατάθεση του μάρτυρος ……………, (ζ) τη δοθείσα την 1.9.2008 και περιεχομένη στη με αριθμό ….. ένορκη βεβαίωση η οποία ελήφθη ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πατρών ……., κατάθεση του μάρτυρος ……………, (η) τη δοθείσα την 1.9.2008 και περιεχομένη στη με αριθμό …… ένορκη βεβαίωση η οποία ελήφθη ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πατρών …….., κατάθεση του μάρτυρος ………….., (θ) τη δοθείσα την 15.3.2006 και περιεχομένη στη με αριθμό …… ένορκη βεβαίωση η οποία ελήφθη ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πατρών ………….., κατάθεση του μάρτυρος …………, (ι) τη δοθείσα την 21.5.2008 και περιεχομένη στη με αριθμό ….. ένορκη βεβαίωση η οποία ελήφθη ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….. κατάθεση του μάρτυρος ……………… και (ια) τη δοθείσα την 24.3.201 και περιεχομένη στη με αριθμό ……/2011 ένορκη βεβαίωση η οποία ελήφθη ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατάθεση του μάρτυρος ………, από τις οποίες εν τούτοις δεν δύνανται να εξαχθούν συμπεράσματα ως προς τις ώρες εργασίας του ενάγοντος, λόγω της χρονικής απόστασης των εν λόγω καταθέσεων με τις ένδικες ναυτολογήσεις του ενάγοντος. Από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων κρίνεται ότι ο ενάγων κατ’ εντολή του Προϊσταμένου του Αρχιθαλαμηπόλου, απασχολείτο κατά τη διάρκεια της βάρδιάς του η οποία ήταν συνεχόμενη και ξεκινούσε περί ώρας 11.00 νυχτερινής, με την καθαριότητα των κοινοχρήστων χώρων του πλοίου (σαλόνια, κλιμακοστάσια, wc επιβατών) και στις αποβιβάσεις και επιβιβάσεις επιβατών σε όλα τα ενδιάμεσα λιμάνια, καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε πλόες στα λιμάνια του Αιγαίου. Επιπλέον, καθόν χρόνο το πλοίο ταξίδευε, μεθ’ ενός θαλαμηπόλου και ενός ετέρου Επικούρου, εκτελούσε υπηρεσία στο γραφείο υποδοχής (reception) του πλοίου κατά τη διάρκεια της νύχτας. Μάλιστα, όπως προκύπτει από το μη αμφισβητούμενης γνησιότητας σχετικό 6 προσκομιζόμενο υπό του ενάγοντος έγγραφο, το οποίο δεν προσεβλήθη ως πλαστό υπό της εναγομένης, ως αναλύεται και ανωτέρω, η υπηρεσία στο χώρο υποδοχής (reception) του πλοίου, κατανέμονταν σε δύο βάρδιες, ήτοι μία νυχτερινή και μία ημερήσια εκ των οποίων στη νυχτερινή βάρδια μετείχε και ο ενάγων. Με την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι προορισμού και δη στη νήσο Ρόδο, καθώς επίσης καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο, αλλά και το δρομολόγιο Πάτρα – Αγκόνα, με την άφιξη του πλοίου στα λιμάνια αφετηρίας και προορισμού, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας του ενάγοντος και η κατάθεσή του κρίνεται πειστική, ο ενάγων απασχολείτο και στην αποβίβαση των επιβατών, ακολούθως δε επικουρούσε τους θαλαμηπόλους στον καθαρισμό των ανατεθειμένων σε αυτούς καμπινών των επιβατών από τον Προϊστάμενό τους, ο αριθμός των οποίων (καμπινών) δεν ήταν σταθερός, αλλά ήταν ανάλογος με τον εκάστοτε αριθμό επιβατών και δεν ξεπερνούσε τις σαράντα. Παράλληλα, καθόν χρόνο το πλοίο παρέμενε στο λιμάνι επί αρκετές ώρες, όπως επίσης και όταν αυτό διανυκτέρευε στο λιμάνι (εσωτερικού ή εξωτερικού), ο ενάγων μετείχε και στις εργασίες γενικής καθαριότητας των κοινόχρηστων χώρων στο εσωτερικό του πλοίου, μαζί με το υπόλοιπο προσωπικό του τμήματος ενδιαιτήσεως του εν λόγω πλοίου. Εν τούτοις, προς εκτέλεση των ανωτέρω ανατεθειμένων σε αυτόν καθηκόντων, από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, αποδείχθηκε ότι, ο ενάγων δεν εργάσθηκε πέραν των οκτώ ωρών την ημέρα Παρασκευή 15.3.2019 ημερομηνία πρόσληψής του, εφόσον όπως απεδείχθη η βάρδιά του ήταν νυχτερινή, την 27.4.2019 (και όχι 28.4.2019 όπως αναφέρει η εκκαλουμένη απόφαση από προφανή παραδρομή, δεδομένου ότι εξειδικεύει περαιτέρω ότι αφορά την ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου), η οποία (εκκαλουμένη απόφαση) εσφαλμένως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του πρώτο λόγο έφεσης του ενάγοντος, δέχθηκε ότι ο ενάγων την εν λόγω ημερομηνία δεν εργάσθηκε καμία ώρα εντός της εν λόγω ημέρας, ενώ όπως απεδείχθη εργάσθηκε επί οκτώ ώρες, τις καθημερινές ημέρες 21.5.2019, 22.5.2019 και 23.5.2019, ημέρες κατά τις οποίες, όπως απεδείχθη, ο ενάγων έλαβε άδεια διανυκτέρευσης εκτός του πλοίου, τις ημέρες Κυριακής 30.6.2019, 1.9.2019, 8.9.2019, 15.9.2019, 22.9.2019 και 29.9.2019 (οι ημέρες Σαββάτου 5.10 και Κυριακής 6.10.2019 δεν τυγχάνουν επίδικες) και τις ημέρες αργίας 25.12.2019 και 26.12.2019. Περαιτέρω, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της εναγομένης ο ενάγων δεν εργάσθηκε πέραν των οκτώ ωρών την 16.6.2019 ημέρα Κυριακής, καθόσον το πλοίο παρέμεινε στο λιμάνι της Ρόδου ολόκληρη την εν λόγω ημέρα και αναχώρησε την επομένη ημέρα 17.6.2019 ώρα 07.00, όπως εξάλλου δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση στη δεύτερη σελίδα του έκτου φύλλου, πλην όμως, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ακολούθως υπολογίσθηκε αμοιβή για τον ενάγοντα για υπερωριακή αυτού απασχόληση κατά την εν λόγω ημέρα, την 24.9.2019, ημέρα Τρίτη, καθόσον το πλοίο, μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά και την ολοκλήρωση της εκφόρτωσής του περί ώρας 06.30, αυτό (ένδικο πλοίο) δεν ηδυνήθη να αποπλεύσει προς εκτέλεση του δρομολογίου Πειραιάς – Σύρος – Μύκονος – Σύρος – Πειραιάς (ώρα 08.00), λόγω απεργίας της ΠΝΟ και την 30.12.2019 καθόσον, από το ημερολόγιο γέφυρας του εν λόγω πλοίου που προσκομίζεται, αποδεικνύεται ότι, το πλοίο παρέμεινε αγκυροβολημένο στο λιμάνι του Πειραιά από ώρας 16.00 της 29.12.2019 έως την 31.12.2019 ώρα 08.00, λόγω κακών καιρικών συνθηκών. Επίσης, δεν εργάσθηκε πέραν των οκτώ ωρών την ημέρα Κυριακής την 2.2.2020, όπως επίσης δεν εργάσθηκε πέραν των οκτώ ωρών την 20.2.2020 οπότε ναυτολογήθηκε για έκτη φορά στο εν λόγω πλοίο για την εκτέλεση μεσογειακών πλόων, όπως επίσης και κατά την ημέρα Κυριακής 26.7.2020 και την ημέρα Δευτέρας 27.7.2020, οπότε το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγιο. Τέλος, ο ενάγων δεν εργάσθηκε υπερωριακά την 28.7.2020, ημέρα Τρίτη, όταν επαναπροσλήφθηκε στο ένδικο πλοίο στα πλαίσια της έβδομης των ενδίκων ναυτολογήσεων, καθώς επίσης και την 11.9.2020 όταν αποναυτολογήθηκε από το εν λόγω πλοίο. Περαιτέρω, με βάση τις ως άνω παραδοχές συνάγεται και κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου το συμπέρασμα ότι ο ενάγων, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του, απαιτήθηκε να εργασθεί και πράγματι εργάσθηκε καθημερινά στο πλοίο της εναγομένης [πλην των ανωτέρω αναφερομένων ημερών] πέραν του νομίμου ωραρίου, που προβλέπονταν από τις ισχύσασες και εν προκειμένω εφαρμοστέες κατά τη συμφωνία των διαδίκων, ως αναλύεται ανωτέρω, κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα των ναυτολόγησεών του στο συγκεκριμένο πλοίο ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., στα οποία ανάγονται οι ένδικες απαιτήσεις του. Λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών και περιστάσεων, που επικρατούσαν κατά την απασχόλησή του επί του πλοίου αυτού, των δρομολογίων που αυτό εκτελούσε, ως αναλύονται ανωτέρω, της αυξομείωσης της επιβατικής κίνησης αναλόγως των περιόδων του έτους, κατά τις οποίες ήταν ναυτολογημένος (περισσότερο αυξημένη κατά τη θερινή, σε σχέση με τη χειμερινή), που επιδρούσε στο ημερήσιο ωράριο εργασίας του, λαμβανομένης υπόψη και της περιόδου της πανδημίας, της σταθερής και ανελλιπούς καταβολής σ’ αυτόν κάθε μήνα από την εναγόμενη κατ’ αποκοπήν χρηματικών ποσών ως αμοιβή για την εκτέλεση υπερωριών και κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές και όχι μόνον για την παροχή εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπερ εκ των πραγμάτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αντίδικός του αναγνώριζε στην πράξη την ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης των μελών του πληρώματος της υπηρεσίας ενδιαιτημάτων του πλοίου της για την εύρυθμη λειτουργία του, της φύσεως και του αντικειμένου της απασχόλησής του και των καθηκόντων της ειδικότητάς του, όπως αυτά εκτενώς περιγράφηκαν ανωτέρω, με αποτέλεσμα η ναυτολόγηση θαλαμηπόλων και ετέρων Επικούρων, που ασκούσαν άλλα καθήκοντα, καθώς και η πληρότητα εν γένει της οργανικής σύνθεσης του πληρώματος του πλοίου όσον αφορά την υπηρεσία ενδιαιτήσεως, ουδεμία επίδραση να ασκεί στο ημερήσιο ωράριο εργασίας του, ενόψει μάλιστα του ότι, από το προσκομιζόμενο από τον ενάγοντα ως σχετικό 6, για το οποίο έγινε ειδική αναφορά ανωτέρω, προκύπτει ότι, έκαστος θαλαμηπόλος και έκαστος Επίκουρος που υπηρετούσε στο εν λόγω πλοίο είχε διαφορετικά καθήκοντα, των εγγραφών στο προσκομιζόμενο αρχείο ανάπαυσης ναυτικών, όπως οι επιμέρους εγγραφές αναλύονται ανωτέρω, ορισμένες εκ των οποίων κάνουν αναφορά ακόμη και για ενδεκάωρη απασχόληση του ενάγοντος στη διάρκεια της ημέρας και των εν γένει ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, και το παρόν Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι η διάρκεια της ημερήσιας εργασίας του ενάγοντος, κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του στο πλοίο της εναγομένης ανερχόταν σε δώδεκα (12) ώρες κατά μέσο όρο, πλην (α) των ημέρων Κυριακής 8.12.2019, 15.12.2019 και 22.12.2019, οπότε απεδείχθη ότι αυτός εργάσθηκε επί εννέα ώρες καθ’ εκάστη, (β) της ημέρας Κυριακής 29.12.2019, οπότε απεδείχθη ότι εργάσθηκε επί δέκα ώρες, (γ) την 31.12.2019 οπότε απεδείχθη ότι εργάσθηκε επί εννέα ώρες και (δ) την 6.12.2019 ημέρα αργίας, οπότε ο ενάγων ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο για τέταρτη φορά, οπότε απεδείχθη ότι εργάσθηκε επί έξι ώρες. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, αν και πράγματι αποδεικνύεται ότι την 21.3.2019 και ώρα 15.00, μετά την έναρξη των εργασιών φόρτωσης και επιβίβασης του εν λόγω πλοίου (σχετικά εγγραφή στην πρώτη σελίδα του αντιγράφου ημερολογίου γέφυρας του εν λόγω πλοίου που προσκομίζει η εναγομένη), απαγορεύθηκε ο απόπλους αυτού, λόγω κακών καιρικών συνθηκών. Εν τούτοις, αποδεικνύεται παράλληλα ότι ήδη είχε ξεκινήσει η φόρτωση του πλοίου και αναμένετο για τον απόπλου αυτού η βελτίωση των καιρικών. Κρίνεται, επομένως ότι, ο ενάγων, ο οποίος εργάζονταν στο τμήμα ενδιαιτήσεως, απασχολήθηκε κανονικά την εν λόγω ημερομηνία (21.3.2019) στο εν λόγω πλοίο, εφόσον υπήρχε επιβατηγό κοινό, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από την εναγομένη με τον δεύτερο λόγο έφεσής της. Τούτο μάλιστα προσεπιβεβαιώνεται και από το σχετικό προσκομιζόμενο με αριθμό 18 από αυτήν (εναγομένη) αρχείο ωρών αναπαύσεως, έστω κι αν σε αυτό την εν λόγω ημερομηνία (21.3.2019) ανεγράφη ότι ο ενάγων εργάσθηκε μόνον δέκα ώρες. Ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι ο ενάγων δεν εργάσθηκε πέραν του νομίμου ωραρίου των οκτώ ωρών την 22.3.2019 λόγω απαγορευτικού, ομοίως κρίνεται αβάσιμος στην ουσία του, διότι αφενός μεν, όπως απεδείχθη, ήδη από την 21.3.2019 στο εν λόγω πλοίο ευρίσκοντο επιβάτες, επιπλέον δε από το προσκομιζόμενο αντίγραφο του ημερολογίου γέφυρας δεν προκύπτει ότι το απαγορευτικό απόπλου συνεχίσθηκε και μετά την ώρα 04.00 της 22.3.2019. Επίσης, από κανένα προσκομιζόμενο αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι το ανωτέρω πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγιο την 24.3.2019, λόγω απαγορευτικού. Περαιτέρω, όσον αφορά στην αναφερομένη από την εναγομένη ημερομηνία 29.3.2019, στο πλοίο κατά την εκτέλεση του δρομολογίου Ρόδο – Κω- Κάλυμνο – Λέρο – Πάτμο – Σύρο – Πειραιά, μετά την είσοδό του στο λιμάνι της Σύρου, απαγορεύθηκε ο απόπλους του λόγω κακών καιρικών συνθηκών, πλην όμως το πλοίο ακολούθως συνέχισε το ταξίδι του και κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά. Μάλιστα, κατά το ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου που προσκομίζεται σε απόσπασμα σε αντίγραφο, προκύπτει ότι, περί ώρα 08.00 πραγματοποιήθηκε αποβίβαση των επιβατών (σχετικά εγγραφές στο προσκομιζόμενο ως σχετικό 28 αντίγραφο του ημερολογίου γέφυρας του εν λόγω πλοίου). Ακολούθως, όσον αφορά στην επικαλούμενη από την εναγομένη ημέρα Σαββάτου 30.3.2019, δεν προέκυψε ότι το πλοίο συνέχισε να παραμένει στο λιμάνι του Πειραιά και μετά την ώρα 16.00, εφόσον δεν προσκομίζεται το μετά την ώρα αυτή αντίγραφο του ημερολογίου γέφυρας αυτού. Περαιτέρω, δεν απεδείχθη, όπως η εναγομένη ισχυρίζεται με τον δεύτερο λόγο έφεσής της, ότι το εν λόγω πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγιο την 6.4.2019, εφόσον δεν προσκομίζεται το αντίστοιχο απόσπασμα από το ημερολόγιο γέφυρας του εν λόγω πλοίου. Αντίθετα, κατά το αρχείο ωρών αναπαύσεως ναυτικού που προσκομίζει η εναγομένη φέρεται ο ενάγων την εν λόγω ημερομηνία (6.4.2019) να εργάσθηκε επί δέκα ώρες. Την 4.7.2019 ημέρα Πέμπτη, δεν προκύπτει από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα ότι το πλοίο δεν εκτέλεσε τα προγραμματισμένα δρομολόγιά του λόγω απεργίας της ΠΝΟ που ισχυρίζεται η εναγομένη. Εξάλλου, πράγματι, όπως επικαλείται η εναγομένη την 22.12.2019 ημέρα Κυριακή, το πλοίο δεν ηδυνήθη να αποπλεύσει από το λιμάνι του Πειραιά προς εκτέλεση του προγραμματισμένου ταξιδιού του, λόγω κακών καιρικών συνθηκών. Εν τούτοις, ήδη είχε ξεκινήσει η επιβίβαση των επιβατών, εφόσον στο απόσπασμα του ημερολογίου γέφυρας που προσκομίζεται αναφέρεται ότι ώρα 16.30 έλαβε χώρα έναρξη φόρτωσης και επιβίβασης, όπως επίσης ώρα 19.00 ότι έλαβε χώρα σχετική ενημέρωση προς τους επιβάτες. Επομένως, κρίνεται ότι ο ενάγων εργαζόταν κανονικά προς εξυπηρέτηση των επιβατών του πλοίου και το εν λόγω απαγορευτικό δεν επηρέασε τις ώρες εργασίας του. Όμοια, δεν αποδεικνύεται από κανένα αποδεικτικό μέσο ότι την 24.12.2019, το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγιο λόγω κακών καιρικών συνθηκών. Ο αγωγικός ισχυρισμός περί απασχόλησης του ενάγοντος επί δεκατέσσερις (14) ώρες καθημερινά, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης αυτού (ενάγοντος), δεν κρίνεται, ενόψει των προεκτεθέντων, πειστικός για το πέραν των ως άνω ωρών καθημερινής απασχόλησης σκέλος του. Ομοίως και ο ισχυρισμός της εναγομένης, που επαναφέρεται με τον δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγο της έφεσής της, ότι ο ενάγων δεν απασχολείτο υπερωριακά, αλλά εργαζόταν επί οκτώ ώρες καθ’ εκάστη, κρίνεται ενόψει όλων των ανωτέρω ομοίως ουσιαστικά αβάσιμος, πλην των ανωτέρω ειδικώς μνημονευόμενων ημερών, οπότε κρίθηκε ότι ο ενάγων δεν εργάσθηκε υπερωριακά ή εργάσθηκε λιγότερες ώρες από αυτές που δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, όπως κατά περίπτωση αναλύεται ανωτέρω. Το γεγονός, εξάλλου, ότι το εν λόγω πλοίο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος, δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, σύμφωνα με όσα ήδη προεκτέθηκαν, αλλά και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124). Εξάλλου, το γεγονός ότι η ανωτέρω υπερωριακή απασχόληση δεν απεικονίζεται επί του «Αρχείου Ανάπαυσης Ναυτικών» που διατηρούσε η εναγομένη, επί του οποίου, ο ενάγων υπέγραφε χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων αγωγικών ισχυρισμών αυτού, καθό μέρος κρίθηκαν βάσιμοι στην ουσία τους. Αλλά και η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα επί των μισθοδοτικών του καταστάσεων και η μη διαμαρτυρία του καθόν χρόνο απασχολείτο στο ανωτέρω πλοίο είτε στον Προϊστάμενό του, είτε στον Πλοίαρχο του πλοίου για τη μη καταβολή του συνόλου της αμοιβής του για την υπερωριακή του απασχόληση, η μη αξίωση ναυτολόγησής του σε έτερο πλοίο της εναγομένης, καθώς επίσης και η μη διατύπωση παραπόνων στην αρμόδια λιμενική αρχή ή η μη παραίτησή του και αναζήτηση εργασίας σε έτερο πλοίο άλλης εταιρείας, δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω δελτίων μισθοδοσίας και του «Αρχείου Ανάπαυσης Ναυτικών» και η μη διαμαρτυρία του, ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 361/2013 ΕΝαυτΔ 2013.208), απορριπτομένων συνεπώς ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ειδικότερων ισχυρισμών της εναγομένης, που επαναφέρονται στα πλαίσια του τρίτου λόγου της έφεσής της. Κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο και τρίτο λόγο έφεσης της εναγομένης όσον αφορά τις ειδικότερες ανωτέρω αναφερόμενες ημέρες που απεδείχθη ότι ο ενάγων δεν εργάσθηκε πέραν των οκτώ ωρών τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής και κατά τις ανωτέρω ημέρες που απεδείχθη ότι εργάσθηκε λιγότερες των δώδεκα ωρών. Αντίθετα, κατά τις υπόλοιπες ημέρες, οπότε ως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω λεπτομερώς, ο ενάγων εργάζονταν επί δώδεκα ώρες ημερησίως, οι ίδιοι (δεύτερος και τρίτος) λόγοι έφεσης της εναγομένης τυγχάνουν αβάσιμοι στην ουσία τους, καθόσον όμοια κρίνοντας και η εκκαλουμένη απόφαση, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Απορριπτέος ως αβάσιμος στην ουσία του τυγχάνει και ο πρώτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος, καθό μέρος πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση για κακή εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, καθό μέρος με την εκκαλουμένη απόφαση απορρίφθηκε ο αγωγικός ισχυρισμός του περί εργασίας αυτού επί δέκα τέσσερις ώρες ημερησίως και μάλιστα όλες τις αναφερόμενες στην αγωγή του ημέρες. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων και δη αφενός μεν ότι με συμφωνία των διαδίκων, οι όροι εργασίας και αμοιβής του ενάγοντος ρυθμίζονταν με τις ανωτέρω αναφερόμενες κατά περίπτωση ΣΣΝΕ, αφ’ ετέρου δε των ωρών και ημερών εργασίας αυτού (ενάγοντος) στο ανωτέρω πλοίο με την ανωτέρω ειδικότητα, με δεδομένο ότι η καθ’ υπέρβαση του, προβλεπομένου στις εν προκειμένω, κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων, εφαρμοστέες ως άνω ΣΣΝΕ, ημερησίου ωραρίου εργασίας των οκτώ (8) ωρών, επί τέσσερις (4) ώρες την ημέρα, ενώ η δωδεκάωρη εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες των ιδίων χρονικών διαστημάτων των ναυτολογήσεών του, θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή, σύμφωνα με τα επίσης οριζόμενα στις ανωτέρω ΣΣΝΕ, ο ενάγων εδικαιούτο αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση ως ακολούθως: [1] Καθόν χρόνο το εν λόγω πλοίο εκτελούσε Μεσογειακούς Πλόες το συνολικό ποσό των ευρώ (971,72 + 1.304,28 + 4.986,72=) 7.262,72 και δη (Α) Κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2019 έως 31-1-2019 (πρώτη ένδικη ναυτολόγηση του ενάγοντος): για την υπερωριακή του απασχόληση επί είκοσι δύο [22] καθημερινές ημέρες και τρεις [3] ημέρες Κυριακής, που αποδείχθηκε ότι εργάσθηκε υπερωριακά ήτοι για [25 επί 4 =] εκατό [100] ώρες υπερωριακής εργασίας, το ποσό των ευρώ (100 επί 5,21=) 521,00 και για την απασχόλησή του κατά τις δύο [2] ημέρες αργίας της 1.1 και 6.1 και τις τέσσερις [4] ημέρες Σαββάτου, που αποδείχθηκε ότι εργάσθηκε υπερωριακά, ήτοι για απασχόλησή του επί [6 επί 12=] εβδομήντα δύο [72] ώρες εργασίας, το ποσό των ευρώ (72 επί 6,26=) 450,72 και συνολικά το ποσό των ευρώ (521,00 + 450,72=) 971,72. (Β) Κατά το χρονικό διάστημα από 6-10-2019 έως 17-11-2019 (τρίτη ένδικη ναυτολόγηση του ενάγοντος): για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ανωτέρω δέκα οκτώ [18] καθημερινές ημέρες και τέσσερις [4] ημέρες Κυριακής τον μήνα Οκτώβριο 2019 και κατά τις ανωτέρω ένδεκα [11] καθημερινές ημέρες και τρεις [3] ημέρες Κυριακής τον μήνα Νοέμβριο 2019, που αποδείχθηκε ότι εργάσθηκε υπερωριακά, ήτοι για [36 επί 4 =] εκατόν σαράντα τέσσερις [144] ώρες υπερωριακής εργασίας, το ποσό των ευρώ (144 επί 5,33=) 767,52 και για την απασχόλησή του κατά μία [1] ημέρα αργίας της 28.10 και τις τρεις [3] ημέρες Σαββάτου τον μήνα Οκτώβριο 2019 και κατά τις ανωτέρω τρεις [3] ημέρες Σαββάτου τον μήνα Νοέμβριο 2019, ήτοι για απασχόλησή του επί [7 επί 12=] ογδόντα τέσσερις [84] ώρες εργασίας, το ποσό των ευρώ (84 επί 6,39=) 536,76 και συνολικά το ποσό των ευρώ (767,52 + 536,76 =) 1.304,28. (Γ) Κατά το χρονικό διάστημα από 20-2-2020 έως 27-7-2020 (έκτη ένδικη ναυτολόγηση του ενάγοντος) το συνολικό ποσό των (2.686,32 + 2.300,40 =) 4.986,72 και δη για την υπερωριακή του απασχόληση επί έξι [6] καθημερινές ημέρες και μία [1] ημέρα Κυριακής τον μήνα Φεβρουάριο 2020, επί είκοσι [20] καθημερινές ημέρες και πέντε [5] ημέρες Κυριακής τον μήνα Μάρτιο 2020, επί δέκα εννέα [19] καθημερινές ημέρες και τέσσερις [4] ημέρες Κυριακής τον μήνα Απρίλιο 2020, επί δέκα εννέα [19] καθημερινές ημέρες και πέντε [5] ημέρες Κυριακής τον μήνα Μάιο 2020, επί είκοσι δύο [22] καθημερινές ημέρες και τέσσερις [4] ημέρες Κυριακής τον μήνα Ιούνιο 2020 και επί δέκα οκτώ [18] καθημερινές ημέρες και τρεις [3] ημέρες Κυριακής τον μήνα Ιούνιο 2020, ήτοι για [126 επί 4 =] πεντακόσιες τέσσερις [504] ώρες υπερωριακής εργασίας, το ποσό των ευρώ (504 επί 5,33=) 2.686,32 και για την απασχόλησή του επί δύο [2] ημέρες Σαββάτου τον μήνα Φεβρουάριο 2020, επί τέσσερις [4] ημέρες Σαββάτου και δύο [2] ημέρες αργίας ήτοι 2.3. και 25.3 τον μήνα Μάρτιο 2020, επί τέσσερις [4] ημέρες Σαββάτου και τρεις [3] ημέρες αργίας ήτοι 17.4., 20.4 και 23.4 τον μήνα Απρίλιο 2020, επί πέντε [5] ημέρες Σαββάτου και δύο [2] ημέρες αργίας ήτοι 1.5. και 28.5 τον μήνα Μάιο 2020, επί τέσσερις [4] ημέρες Σαββάτου τον μήνα Ιούνιο 2020 και επί τέσσερις [4] ημέρες Σαββάτου τον μήνα Ιούλιο 2020, ήτοι για απασχόλησή του επί [30 επί 12=] τριακόσιες εξήντα [360] ώρες εργασίας, το ποσό των ευρώ (360 επί 6,39=) 2.300,40. [2] Καθόν χρόνο το πλοίο ήταν δρομολογημένο κατά, τις περί ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, διατάξεις το συνολικό ποσό των ευρώ (7.709,08 + 2.146,22 + 55,84 + 1.663,60 =) 11.574,74 και συγκεκριμένα: (Α) Κατά το χρονικό διάστημα από 15.3.2019 έως 6.10.2019 (δεύτερη ναυτολόγηση του ενάγοντος), το συνολικό ποσό των (1.976,04 + 5.733,04 =) 7.709,08 και δη (Ι) Για το χρονικό διάστημα από 15-3-2019 έως 30.4.2019, συνολικά το ποσό των ευρώ (736,80 + 1.239,24=) 1.976,04 και δη (α) κατά το χρονικό διάστημα από 15.3.2019 έως 31.3.2019 για την υπερωριακή του απασχόληση επί εννέα [9] καθημερινές ημέρες και τρεις [3] ημέρες Κυριακής, που αποδείχθηκε ότι εργάσθηκε υπερωριακά, ήτοι για [12 επί 4 =] σαράντα οκτώ [48] ώρες υπερωριακής εργασίας, το ποσό των ευρώ (48 επί 6,98 =) 335,04 και για την απασχόλησή του κατά την μία [1] ημέρα αργίας της 25.3 και τις τρεις [3] ημέρες Σαββάτου, ήτοι για απασχόλησή του επί [4 επί 12=] σαράντα οκτώ [48] ώρες εργασίας, το ποσό των ευρώ (48 επί 8,37=) 401,76 και συνολικά το ποσό των ευρώ (335,04 + 401,76 =) 736,80. (β) κατά μήνα Απρίλιο 2019 για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ανωτέρω είκοσι [20] καθημερινές ημέρες και τέσσερις [4] ημέρες Κυριακής, που αποδείχθηκε ότι εργάσθηκε υπερωριακά, ήτοι για [24 επί 4 =] ενενήντα έξι [96] ώρες υπερωριακής εργασίας, το ποσό των ευρώ (96 επί 6,98 =) 670,08 και για την απασχόλησή του κατά τις δύο [2] ημέρα αργίας της 26.4 και 29.4, τις τρεις [3] ημέρες Σαββάτου (6.4, 13.4, 20.4) που εργάσθηκε επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη και την ημέρα Σαββάτου 27.4 οπότε εργάσθηκε επί οκτώ ώρες, ήτοι για απασχόλησή του επί [(5 επί 12=) 60 + (1 επί 8=) 8=] εξήντα οκτώ [68] ώρες εργασίας, το ποσό των ευρώ (68 επί 8,37=) 569,16 και συνολικά το ποσό των ευρώ (670,08 + 569,16 =) 1.239,24. (ΙΙ) Για το χρονικό διάστημα από 1-5-2019 έως 6.10.2019, συνολικά το ποσό των ευρώ (3.322,48 + 2.410,56 =) 5.733,04 και δη για την υπερωριακή του απασχόληση επί δέκα εννέα [19] καθημερινές ημέρες και τέσσερις [4] ημέρες Κυριακής κατά τον μήνα Μάιο 2019, επί δέκα εννέα [19] καθημερινές ημέρες και τρεις [3] ημέρες Κυριακής κατά τον μήνα Ιούνιο 2019, επί είκοσι τρεις [23] καθημερινές ημέρες και τέσσερις [4] ημέρες Κυριακής κατά τον μήνα Ιούλιο 2019, επί δέκα εννέα [19] καθημερινές ημέρες και τέσσερις [4] ημέρες Κυριακής κατά τον μήνα Αύγουστο 2019, επί είκοσι [20] καθημερινές ημέρες κατά τον μήνα Σεπτέμβριο 2019 και επί τέσσερις [4] καθημερινές ημέρες κατά τον μήνα Οκτώβριο 2019 που αποδείχθηκε ότι εργάσθηκε υπερωριακά, ήτοι για [119 ημέρες καθημερινές και Κυριακές επί 4 =] τετρακόσιες εβδομήντα έξι [476] ώρες υπερωριακής εργασίας, το ποσό των ευρώ (476 επί 6,98 =) 3.322,48 και για την απασχόλησή του κατά την μία [1] ημέρα αργίας της 1.5 και τις τέσσερις [4] ημέρες Σαββάτου τον μήνα Μάιο 2019, κατά τη μία [1] ημέρα αργίας της 6.6 και τις πέντε [5] ημέρες Σαββάτου κατά τον μήνα Ιούνιο 2019, κατά τις τέσσερις [4] ημέρες Σαββάτου κατά τον μήνα Ιούλιο 2019, κατά τη μία [1] ημέρα αργίας της 15.8 και τις τέσσερις [4] ημέρες Σαββάτου τον μήνα Αύγουστο 2019 και κατά τη μία [1] ημέρα αργίας της 14.9 και τις τρεις [3] ημέρες Σαββάτου τον μήνα Σεπτέμβριο 2019, ήτοι για απασχόλησή του επί [24 επί 12=] διακόσια ογδόντα οκτώ [288] ώρες εργασίας, το ποσό των ευρώ (288 επί 8,37=) 2.410,56. (Β) Κατά το χρονικό διάστημα από 6.12.2019 έως 2.2.2019 (τέταρτη ναυτολόγηση του ενάγοντος), το συνολικό ποσό των (856,82 + 1.289,40 =) 2.146,22 και συγκεκριμένα (Ι) Για το χρονικό διάστημα από 6-12-2019 έως 31.12.2019, συνολικά το ποσό των ευρώ (404,84 + 451,98 =) 856,82 και δη για την υπερωριακή του απασχόληση επί δέκα τρεις [13] καθημερινές ημέρες που όπως απεδείχθη εργάσθηκε επί δώδεκα ώρες, μία καθημερινή ημέρα (31.12) που όπως απεδείχθη εργάσθηκε επί εννέα ώρες, τρεις [3] ημέρες Κυριακής και δη την 8.12, 15.12 και 22.12 που όπως απεδείχθη εργάσθηκε επί εννέα ώρες και μία [1] ημέρα Κυριακής της 29.12 που όπως απεδείχθη εργάσθηκε επί δέκα ώρες, ήτοι για [(13 επί 4=) 52 + (1 επί 1=) 1 + (3 επί 1=) 3 + (1 επί 2=) 2 =] πενήντα οκτώ [58] ώρες υπερωριακής εργασίας, το ποσό των ευρώ (58 επί 6,98 =) 404,84 και για την απασχόλησή του κατά τη μία [1] ημέρα αργίας της 6.12 οπότε εργάσθηκε επί έξι ώρες και τις τέσσερις [4] ημέρες Σαββάτου οπότε εργάσθηκε επί δώδεκα ώρες, ήτοι για απασχόλησή του επί [(1 επί 6=) 6 + (4 επί 12) = 48=] πενήντα τέσσερις [54] ώρες εργασίας, το ποσό των ευρώ (54 επί 8,37=) 451,98. (ΙΙ) Για το χρονικό διάστημα από 1-1-2020 έως 2.2.2020, συνολικά το ποσό των ευρώ (586,32 + 703,08 =) 1.289,40 και δη για την υπερωριακή του απασχόληση επί είκοσι [21] καθημερινές ημέρες και τέσσερις [4] ημέρες Κυριακής τον μήνα Ιανουάριο 2020, ήτοι για [21 επί 4=] ογδόντα τέσσερις [84] ώρες υπερωριακής εργασίας, το ποσό των ευρώ (84 επί 6,98 =) 586,32 και για την απασχόλησή του κατά τις δύο [2] ημέρα αργίας της 1.1 και 6.1 και τις τέσσερις [4] ημέρες Σαββάτου τον μήνα Ιανουάριο και τη μία [1] ημέρα Σαββάτου τον μήνα Φεβρουάριο, ήτοι για απασχόλησή του επί [7 επί 12 =] ογδόντα τέσσερις [84] ώρες εργασίας, το ποσό των ευρώ (84 επί 8,37=) 703,08. (Γ) Κατά το χρονικό διάστημα από 18.2.2020 έως 20.2.2019 (πέμπτη ναυτολόγηση του ενάγοντος), το συνολικό ποσό των 55,84 και δη για την υπερωριακή του απασχόληση επί δύο [2] καθημερινές ημέρες, ήτοι για [2 επί 4 =] οκτώ [8] ώρες υπερωριακής εργασίας, το ποσό των ευρώ (8 επί 6,98 =) 55,84. Τέλος, (Δ) κατά το χρονικό διάστημα από 28.7.2020 έως 11.9.2020 (έβδομη ναυτολόγηση του ενάγοντος), το συνολικό ποσό των (1.060,96 + 602,64 =) 1.663,60 και δη για την υπερωριακή του απασχόληση επί τρεις [3] καθημερινές ημέρες τον μήνα Ιούλιο 2020, επί είκοσι μία [21] καθημερινές ημέρες και πέντε [5] ημέρες Κυριακής τον μήνα Αύγουστο 2020 και επί οκτώ [8] καθημερινές ημέρες και μία [1] ημέρα Κυριακής τον μήνα Σεπτέμβριο 2020, ήτοι για [38 επί 4=] εκατόν πενήντα δύο [152] ώρες υπερωριακής εργασίας, το ποσό των ευρώ (152 επί 6,98 =) 1.060,96 και για την απασχόλησή του κατά τη μία [1] ημέρα αργίας της 15.8 και τις τέσσερις [4] ημέρες Σαββάτου τον μήνα Αύγουστο 2020 και μίας [1] ημέρας Σαββάτου του μήνα Σεπτεμβρίου 2020, ήτοι για απασχόλησή του επί [6 επί 12 =] εβδομήντα δύο [72] ώρες εργασίας, το ποσό των ευρώ (72 επί 8,37=) 602,64. Συνολικά, κατά τους εν μέρει βασίμους στην ουσία τους τρίτο και τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσης της εναγομένης, απορριπτομένου του πρώτου λόγου έφεσης του ενάγοντος κατά τούτο ως αβασίμου στην ουσία του, ο ενάγων εδικαιούτο για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ένδικες ναυτολογήσεις του το συνολικό ποσό των ευρώ [7.262,72 + 11.574,74=] 18.837,46 και όχι το ποσό των ευρώ 19.942,56 όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως. Έναντι του ποσού αυτού, όπως ισχυρίσθηκε η εναγομένη, αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας και τις αποδείξεις κατάθεσης στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος και κατ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου πρώτου λόγου έφεσης του ενάγοντος ο οποίος υποστηρίζει ότι έλαβε μόνον το ποσό των ευρώ 7.490,36 για την εν λόγω αιτία, ο ενάγων έλαβε συνολικά το ποσό των ευρώ 8.528,02. Συγκεκριμένα, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα ως αμοιβή του για την εργασία του κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών των ενδίκων χρονικών διαστημάτων, το ποσό των ευρώ 285,95 την 31.1.2019, το ποσό των ευρώ 212,44 την 31.3.2019, το ποσό των ευρώ 374,88 την 30.4.2019, το ποσό των ευρώ 374,89 την 31.5.2019, το ποσό των ευρώ 374,88 την 30.6.2019, το ποσό των ευρώ 374,88 την 31.7.2019, το ποσό των ευρώ 374,88 την 31.8.2019, το ποσό των ευρώ 382,39 την 1.10.2019, το ποσό των ευρώ 63,73 και 243,05 την 31.10.2019, το ποσό των ευρώ 165,28 την 17.11.2019, το ποσό των ευρώ 331,40 την 31.12.2019, το ποσό των ευρώ 47,46 την 25.10.2019, το ποσό των ευρώ 382,38 την 31.1.2020, το ποσό των ευρώ 25,49 την 2.2.2020, το ποσό των ευρώ 25,49 την 29.2.2020, το ποσό των ευρώ 97,22 την 29.2.2020, το ποσό των ευρώ 291,66 την 31.3.2020, το ποσό των ευρώ 291,66 την 30.4.2020, το ποσό των ευρώ 291,66 την 31.5.2020, το ποσό των ευρώ 291,66 την 30.6.2020, το ποσό των ευρώ 262,50 την 27.7.2020, το ποσό των ευρώ 38,24 την 31.7.2020, το ποσό των ευρώ 382,39 την 31.8.2020 και το ποσό των ευρώ 140,20 την 11.9.2020. Επιπλέον, απεδείχθη ότι, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα ως αμοιβή του με αιτιολογία «αμοιβή υπερωριών» κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα, το ποσό των ευρώ 255,72 την 31.1.2019, το ποσό των ευρώ 23,26 την 31.3.2019, το ποσό των ευρώ 41,05 την 30.4.2019, το ποσό των ευρώ 41,06 την 31.5.2019, το ποσό των ευρώ 41,05 την 30.6.2019, το ποσό των ευρώ 41,05 την 31.7.2019, το ποσό των ευρώ 41,06 την 31.8.2019, το ποσό των ευρώ 41,87 την 1.10.2019, το ποσό των ευρώ 6,98 και επιπλέον 217,36 την 31.10.2019, το ποσό των ευρώ 147,81 την 17.11.2019, το ποσό των ευρώ 36,29 την 31.12.2019, το ποσό των ευρώ 9,86 την 25.10.2019, το ποσό των ευρώ 28,84 την 31.1.2020, το ποσό των ευρώ 1,86 την 2.2.2020, το ποσό των ευρώ 86,94 την 29.2.2020, το ποσό των ευρώ 260,83 την 31.3.2020, το ποσό των ευρώ 260,83 την 30.4.2020, το ποσό των ευρώ 260,83 την 31.5.2020, το ποσό των ευρώ 260,83 την 30.6.2020, το ποσό των ευρώ 234,75 την 27.7.2020, το ποσό των ευρώ 4,19 την 31.7.2020, το ποσό των ευρώ 41,87 την 31.8.2020 και το ποσό των ευρώ 15,35 την 11.9.2020. Τις ανωτέρω καταβολές η εκκαλουμένη απόφαση έλαβε υπόψη της παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από την εναγομένη στα πλαίσια του τετάρτου λόγου έφεσης. Επομένως, κατόπιν των ανωτέρω καταβολών, ο ενάγων δικαιούται ως υπόλοιπο αμοιβής για την ανωτέρω υπερωριακή του απασχόληση, το ποσό των ευρώ [18.837,46 μείον 8.528,02 =] 10.309,44 και όχι το ποσό των ευρώ 11.414,54 όπως κατά τον, εν μέρει βάσιμο στην ουσία του, τρίτο λόγο της έφεσης της εναγομένης, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Η εναγομένη, με τον τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσής της, ισχυρίσθηκε ότι, ο ενάγων δεν δικαιούται καμία επιπλέον αμοιβή για την ανωτέρω αποδειχθείσα υπερωριακή του απασχόληση, πέραν του «κλειστού» μισθού που είχε συμφωνηθεί μηνιαίως υπό των διαδίκων, εξυπονοώντας ότι στο ποσό των ευρώ 1.894,91 μεικτά που συμφωνήθηκε με την από 30.12.2018 σύμβαση ναυτικής εργασίας και αφορά την πρώτη των ενδίκων ναυτολογήσεων, στο ποσό των ευρώ 2.168,51 μεικτά που συμφωνήθηκε με την από 15.3.2019 σύμβαση ναυτικής εργασίας και αφορά τη δεύτερη των ενδίκων ναυτολογήσεων, στο ποσό των ευρώ 1.932,86 μεικτά που συμφωνήθηκε με την από 6.10.2019 σύμβαση ναυτικής εργασίας και αφορά την τρίτη των ενδίκων ναυτολογήσεων, στο ποσό των ευρώ 2.211,87 μεικτά που συμφωνήθηκε με την από 6.12.2019 και στο ποσό των ευρώ 2.196,18 μεικτά που συμφωνήθηκε με την από 3.1.2019 συμβάσεις ναυτικής εργασίας και αφορά την τέταρτη των ενδίκων ναυτολογήσεων, στο ποσό των ευρώ 1.932,86 μεικτά που συμφωνήθηκε με την από 20.2.2020 σύμβαση ναυτικής εργασίας και αφορά την έκτη των ενδίκων ναυτολογήσεων και στο ποσό των ευρώ 2.211,87 μεικτά που συμφωνήθηκε με την από 28.7.2020 σύμβαση ναυτικής εργασίας και αφορά την έβδομη των ενδίκων ναυτολογήσεων, περιλαμβάνονταν και η αμοιβή του ενάγοντος για την ανωτέρω αποδειχθείσα υπερωριακή του εργασία. Εν τούτοις, όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος, υπήρχαν εν ισχύ και είχαν κηρυχθεί υποχρεωτικές η από 8.7.2019 ΣΣΝΕ πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων έτους 2019, που κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β’ 3170/12-8-2019), αφορώσα τα χρονικά διαστήματα εργασίας του ενάγοντος από 12.8.2019 έως 5.10.2019 και από 6.12.2019 έως 31.12.2019 καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκούς πλόες εντός των ελληνικών λιμένων, καθώς επίσης και η από 8.7.2019 ΣΣΝΕ πληρωμάτων μεσογειακών και τουριστικών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, που κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5- 1.10/56166/2019 (ΦΕΚ Β 3097/01.08.2019), αφορώσα το χρονικό διάστημα από 6.10.2019 έως 17.11.2019 καθόν χρόνο το πλοίο εκτελούσε μεσογειακούς πλόες, ενόψει του ότι η εναγομένη δια των εγγράφων προτάσεών της αρνήθηκε ουσιαστικά, ως αναλύεται ανωτέρω, ότι ήταν μέλος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας. Παράλληλα, δυνάμει της πρώτης των ανωτέρω ΣΣΝΕ πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων έτους 2019, οι ελάχιστες κατά μήνα νόμιμες μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανήρχοντο στο ποσό των {[μισθός ενεργείας 965,87 €+ επίδομα Κυριακών 212,49 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 367,71 €=] 2.182,11 μεικτά, πλέον αναλογίας δώρων εορτών και αμοιβής υπερωριακής εργασίας, με αποτέλεσμα το ποσό των ευρώ 2.168,51 μεικτά που συμφωνήθηκε με την από 15.3.2019 έγγραφη σύμβαση ναυτικής εργασίας και το ποσό των ευρώ 2.211,87 μεικτά με την από 6.12.2019 έγγραφη σύμβαση ναυτικής εργασίας να υπολείπονται των ανωτέρω ελάχιστων νομίμων αποδοχών του. Εξάλλου, δυνάμει της δεύτερης των ανωτέρω ΣΣΝΕ πληρωμάτων μεσογειακών και τουριστικών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, οι ελάχιστες κατά μήνα μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανήρχοντο στο ποσό των {μισθός ενεργείας 736,72 € + επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας 162,08 € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 22,09 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 497,40 € + επίδομα αδείας από 8 ημερομίσθια το μήνα € 459,48 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) (μισθός ενεργείας € 736,72 + επίδομα Κυριακών € 162,08 : 22 Χ 8 = 326,84 (κατόπιν σγτρογγυλοποίησης) + αντίτιμο τροφής 8 ημερών εξ € 132,64 (€ 16,58 ημερησίως Χ 8 ημέρες)=] 1.877,77, πλέον αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης, με αποτέλεσμα, ο συνομολογηθείς με την ανωτέρω από 6.10.2019 σύμβαση εκ ποσού ευρώ 1.932,86 να υπολείπεται του νομίμου. Εξάλλου, ως προς τα έτερα [πλην των χρονικών διαστημάτων από 12.8.2019 έως 5.10.2019, από 6.12.2019 έως 31.12.2019 και από 6.10.2019 έως 17.11.2019] χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία δεν είχαν κηρυχθεί υποχρεωτικές ΣΣΝΕ, ενόψει και του ότι η εναγομένη, δια των εγγράφων προτάσεών της, αρνήθηκε, ως αναλύεται ανωτέρω, ότι ήταν μέλος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας, όπως αποδείχθηκε και αναλύεται ανωτέρω, με συμφωνία των διαδίκων, οι όροι εργασίας και το ύψος της αμοιβής του ενάγοντος ρυθμίσθηκε, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, με παραπομπή οι συλλογικές ρυθμίσεις της η πρώτη των ενδίκων ναυτολογήσεων στη ΣΣΝΕ Πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2018, η δεύτερη, τέταρτη, πέμπτη και έβδομη των ενδίκων ναυτολογήσεων στη ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019 και η έκτη εξ αυτών στη ΣΣΝΕ Πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019, οι οποίες απέκτησαν έναντι των συμβαλλομένων, συμβατική δύναμη. Επομένως, κρίνεται αβάσιμος ο περιεχόμενος στον τέταρτο λόγο έφεσης ισχυρισμός της εναγομένης ότι κατά τη συμφωνία των διαδίκων, υπήρχε συμφωνία περί κλειστού μισθού και για το λόγο τούτο δεν δικαιούται καμία πρόσθετη αμοιβή για την ανωτέρω αποδειχθείσα πρόσθετη εργασία του. Η εναγομένη, κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου διαδικασία, ισχυρίσθηκε ότι, ο ενάγων, κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεών του, ελάμβανε μηνιαίως, χρηματικό ποσό το οποίο ονομαζόταν «έκτακτες αμοιβές». Το εν λόγω ποσό, το οποίο αντιστοιχούσε σε ποσοστό 7% επί των εισπράξεων των εστιατορίων και των μπαρ του πλοίου, η εναγομένη ισχυρίζεται ότι, κατέβαλε στα μέλη του πληρώματος ενδιαιτημάτων του πλοίου και δη στους απασχολούμενους Θαλαμηπόλους και Επίκουρους ως επιμίσθιο (bonus), εξ ελευθεριότητος, χωρίς να υπάρχει σχετική υποχρέωση. Επιπλέον, ισχυρίσθηκε ότι, δυνάμει του συμπληρωματικού όρου 1 των εγγράφων ατομικών συμβάσεων εργασίας που κατήρτισαν οι διάδικοι, είχε προβλεφθεί ότι κάθε ποσό το οποίο θα καταβάλλει η εταιρεία στο ναυτικό το οποίο θα υπερβαίνει τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές, μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ενάγοντα – ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτόν, στα πλαίσια των ενδίκων συμβάσεων εργασίας. Περαιτέρω, η ίδια (εναγομένη), επικαλούμενη τις διατάξεις των άρθρων 361, 648, 653 και 680 παρ. 3 ΑΚ, ισχυρίσθηκε ομοίως ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι, με τον ανωτέρω όρο των εγγράφων συμβάσεων ναυτολόγησης, καταρτίσθηκε έγκυρη συμφωνία των διαδίκων περί καταλογισμού στις ανώτερες των νομίμων αποδοχών του ενάγοντος, του καταβληθέντος ανωτέρω προσθέτου χρηματικού ποσού (επιμισθίου). Ζήτησε δε να καταλογισθούν, στο ανωτέρω τυχόν οφειλόμενο για υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος ποσό, τα ποσά που αυτή κατέβαλε με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές» στον ενάγοντα και τα οποία ανέρχονται σε ευρώ 1.951,39 για το έτος 2019 και σε ευρώ 1.061,65 για το έτος 2020. Με την εκκαλουμένη απόφαση, ο ανωτέρω, περί καταλογισμού στις ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντος για αμοιβή του για την υπερωριακή του απασχόληση των ανωτέρω ποσών, ισχυρισμός της εναγομένης απορρίφθηκε ως αβάσιμος στην ουσία του, διότι κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, ο επικαλούμενος από την εναγομένη συμπληρωματικός όρος (1) των εγγράφων συμβάσεων ναυτολόγησης, ερμηνευόμενος κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει τοιούτου είδους συμψηφισμό των ανωτέρω παροχών της εναγομένης. Η εναγομένη με τον τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσής της, διαμαρτύρεται επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημά της να καταλογιστούν στο αιτούμενο και επιδικασθέν ποσό της υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος το ποσό των (1.951,39 + 1.061,65=) 3.013,04 ευρώ, που εκείνος έλαβε ως «έκτακτες αμοιβές» του, κατά το χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεών του, αν και, κατά τους ισχυρισμούς της, τα ποσά αυτά η ίδια κατέβαλε εξ ελευθεριότητος και, εκ του λόγου τούτου, δύνανται να συμψηφισθούν, με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ενάγοντα ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της, σχετικές με τη σύμβαση εργασίας, καθώς υπερβαίνουν τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του ναυτικού. Με τον συναφή όγδοο δε λόγο έφεσης, με τον οποίο η εναγομένη ομοίως διαμαρτύρεται κατά του ανωτέρω αποδεικτικού πορίσματος της εκκαλουμένης αποφάσεως, ισχυρίζεται περαιτέρω ότι, έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση, καθό μέρος απέρριψε τον περί καταλογισμού των ανωτέρω χρηματικών ποσών που κατέβαλε στον ενάγοντα ως «έκτακτες αμοιβές», νόμιμο ισχυρισμό της, εφόσον από τις διατάξεις των άρθρων 361, 648, 653 και 680 παρ. 3 ΑΚ, που εφαρμόζονται και επί συμβάσεως ναυτικής εργασίας, προκύπτει ότι, μπορεί να συμφωνηθεί πρόσθετο χρηματικό ποσό (επιμίσθιο), αποκαλούμενο κατά τη ναυτική ορολογία bonus, όπως κατ’ εκτίμηση του υπό κρίση (ογδόου) λόγου έφεσης είναι και τα ποσά που κατέβαλε η εναγομένη με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», θα συμψηφίζονται με τις λοιπές υποχρεώσεις αυτής ως εργοδότριας, αν υπάρχει σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού των ανωτέρω των νομίμων αποδοχών στις νόμιμες, επιπλέον δε εν προκειμένω, υπάρχει τέτοια συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, η οποία συμπεριελήφθη στις ατομικές συμβάσεις εργασίας που υπεγράφησαν μεταξύ των διαδίκων και συγκεκριμένα, στο συμπληρωματικό όρο 1 αυτών, ορίζεται ότι, οι υπέρτερες των νομίμων αποδοχές του ενάγοντος συμψηφίζονται με τυχόν πραγματοποιούμενες από αυτόν υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρείας σχετικές με τη σύμβαση εργασίας του. Κατά την εναγομένη, από τη διατύπωση του εν λόγω συμπληρωματικού όρου 1 των ατομικών συμβάσεων εργασίας, ερμηνευμένου σύμφωνα με την καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών, προκύπτει ότι πράγματι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε να συμψηφίζονται, οι υπέρτερες των νομίμων καταβαλλόμενες αμοιβές από την εναγομένη, με τυχόν απαιτήσεις του ενάγοντος για υπερωριακή εργασία, διότι διαφορετικά δεν υπήρχε λόγος να τεθεί στις συμβάσεις εργασίας τέτοιος όρος περί συμψηφισμού, όπως άλλωστε κατ’ επανάληψη ο όρος αυτός ερμηνεύθηκε από τα Δικαστήρια. Επί των ανωτέρω ισχυρισμών, πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314 = ΕΕΔ 2003/1166, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές ή με απαιτήσεις για έκτακτη ή υπερωριακή εργασία, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 557/2022, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010, ΕφΑΔ 2010/1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58/729, ΑΠ 142/2003, Δνη 44/1305,). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 648, 649, 653 ΑΚ και 1 της κυρωθείσας με το ν. 3248/1955 διεθνούς συμβάσεως εργασίας με αριθμό 95, προκύπτει ότι μισθό αποτελεί και κάθε πρόσθετη παροχή που δίδεται σταθερά και μόνιμα ως τακτικό συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα για την παρεχόμενη από το μισθωτό εργασία. Δεν έχουν επομένως το χαρακτήρα μισθού οι παροχές που δίδονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση ή από πρόθεση, εκδηλουμένη από αμφότερα τα μέρη, να αποτελέσουν αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία, με αποτέλεσμα να μην ιδρύεται υποχρέωση και αντίστοιχο δικαίωμα γι΄ αυτές τις παροχές και να έχει τη δυνατότητα ο εργοδότης να τις ανακαλέσει οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγησή τους, ιδίως όταν έχει επιφυλάξει υπέρ αυτού ένα τέτοιο δικαίωμα. Η ανάκληση όμως των παροχών αυτών ενεργεί από ταύτης και για το μέλλον και δεν έχει αναδρομική δύναμη και συνεπώς δεν έχει δικαίωμα ο εργοδότης να συμψηφίσει τέτοιες παροχές του πριν από την ανάκλησή τους χρόνου με οφειλόμενες νόμιμες αποδοχές του εργαζόμενου ή να τις αναζητήσει ως αχρεωστήτως καταβληθείσες [ΑΠ 1220/2005 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ]. Εν προκειμένω, πράγματι αποδεικνύεται ότι η εναγομένη, κατά τη διάρκεια λειτουργίας των ενδίκων συμβάσεων ναυτολογήσεως κατέβαλε στον ενάγοντα, με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», το ποσό των ευρώ 1.951,39 κατά το έτος 2019 και το ποσό των ευρώ 1.061,65 κατά το έτος 2020. Αμφότερες οι διάδικες πλευρές ομονοούν ότι το ποσό αυτό ήταν μέρος ποσοστού 7% επί των εισπράξεων των εστιατορίων και μπαρ του εν λόγω πλοίου, το οποίο καταβάλλονταν κάθε μήνα στο πλήρωμα ενδιαιτημάτων και δη στους Θαλαμηπόλους και Επικούρους που υπηρετούσαν σε αυτό και μάλιστα, ανεξαρτήτως εάν το μέλος του εν λόγω πληρώματος, εργαζόταν σε εστιατόριο ή μπαρ του πλοίου, όπως εν προκειμένω απεδείχθη ότι ο ενάγων δεν εργαζόταν στο χώρο των εστιατορίων ή των μπαρ του εν λόγω πλοίου. Οι ισχυρισμοί της εναγομένης που περιέχονται στον τέταρτο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή κατέβαλε τα ανωτέρω ποσά στον ενάγοντα εξ ελευθεριότητος [ενόψει του ότι η ίδια στα πλαίσια του ογδόου λόγου έφεσης ισχυρίζεται ότι κατέβαλε αυτό ως «επιμίσθιο», όρος ο οποίος στη ναυτική ορολογία, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, αποδίδει το αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του ναυτικού, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και αποτελεί μέρος του μισθού], δεν είναι ικανοί να οδηγήσουν σε συμψηφισμό των ανωτέρω ποσών με τις επίδικες απαιτήσεις του ενάγοντος για αμοιβή του για την υπερωριακή του απασχόληση, εφόσον όπως αναφέρεται στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, η ανάκληση των παροχών αυτών ενεργεί από ταύτης και για το μέλλον και δεν έχει αναδρομική δύναμη και συνεπώς δεν έχει δικαίωμα ο εργοδότης να συμψηφίσει, τέτοιες παροχές του, πριν από το χρόνο ανάκλησή τους, με οφειλόμενες νόμιμες αποδοχές του εργαζόμενου. Ο περί συμψηφισμού κατ’ ακριβολογία καταλογισμού των ανωτέρω ποσών με τις επίδικες αξιώσεις του ενάγοντος, λόγω ρητής περί τούτου συμφωνίας των διαδίκων, που προέβαλε η εναγομένη κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία και επαναφέρει με τον όγδοο λόγο έφεσης, τυγχάνει εν τούτοις νόμιμος. Από τις προσκομιζόμενες έγγραφες συμβάσεις εργασίας που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων, αποδεικνύεται ότι, πράγματι σε αυτήν συμπεριελήφθη όρος με τον οποίο συμφωνήθηκε ότι «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρεία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρείας σχετικά με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος, εν τούτοις, κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον δι’ αυτού δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εναγομένης. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς τον ενάγοντα, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …»), δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των ποσών που κατεβλήθησαν υπό της εναγομένης με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», με τις ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντος προς καταβολή της αμοιβής του για την υπερωριακή του απασχόληση, όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητώς ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος (ΕφΠειρ. 464/2021 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Άλλωστε, τα καταβληθέντα για την εν λόγω αιτία χρηματικά ποσά, στα εκκαθαριστικά σημειώματα πληρωμής των αμοιβών του τελευταίου, η εναγομένη καταχώρησε όχι υπό την ένδειξη «αμοιβή υπερωριών» αλλά ως «έκτακτες αμοιβές». Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε ως αβάσιμο στην ουσία του τον ισχυρισμό της εναγομένης, περί μερικής καταβολής δια συμβατικού συμψηφισμού μέρους της ένδικης εκ ποσού ευρώ 10.309,44 απαίτησης του ενάγοντος, για αμοιβή του από την υπερωριακή του απασχόληση, ως ανωτέρω αναλύεται, του ποσού των ευρώ 3.013,04 που η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα, κατά τη λειτουργία των επιδίκων συμβάσεων ναυτολογήσεως, με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», το οποίο κατέληξε σε όμοιο συμπέρασμα, δεχόμενο ως αβάσιμο στην ουσία του τον ανωτέρω ισχυρισμό της εναγομένης, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζει η εναγομένη με τον τέταρτο και όγδοο λόγο έφεσης πρέπει, να απορριφθούν ως αβάσιμα στην ουσία τους.
[ΙΙ] Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 της ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, που υπογράφηκε στις 8.7.2019, κυρώθηκε στις 24.7.2019 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 3170/ 2019) στις 12.8.2019, υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προβλέπεται ότι, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται, από την αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΝ και από τους πλοιοκτήτες, η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης, καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ` εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου τέτοια δρομολόγια (Express) για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η κατά την παρ. 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. Όμως, σύμφωνα με τη παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ειδικά προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, του, κατά την προαναφερθείσα παρ. 2 προσδιορισμού. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή η μετάβαση στο λιμάνι ή τους λιμένας προορισμού και η επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7α). Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7β). Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι, καθόσον αφορά την προβλεπόμενη απ` αυτές πρόσθετη αμοιβή, αυτή καταβάλλεται εφόσον σε κάθε δρομολόγιο το πλοίο δεν παραμείνει τουλάχιστον έξι ώρες στο λιμάνι αφετηρίας πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο. Κατά τη σαφή δε έννοια της παρ. 1 του άρθρου αυτού, δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 170 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου», στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως “το κατά ημέρα και ώρα ιδιαίτερο ταξίδι προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής”, ο δε λιμένας αφετηρίας ως “ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του”. Η υποχρέωση δε εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 των πιο πάνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει 6 ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Δίδεται, όμως, η δυνατότητα, με τη διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν 6 τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί 6 ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του, προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του (Εφ.Πειρ.546/2016 ΕΝΔ 44.323). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο εκτελεί έως πέντε κυκλικά δρομολόγια εβδομαδιαίως, για τον προσδιορισμό της οφειλόμενης πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή, εννοείται για τα δρομολόγια της εν λόγω εβδομάδας. Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 6 του ίδιου ως άνω άρθρου 33 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ, οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια, καθώς και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή από 23.00 μέχρι 07.00 ώρας. Η παραπάνω έννοια της τοπικής γραμμής, ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται με το άρθρο 2 του προαναφερομένου Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, περίπτωση που δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω. Εξάλλου, για την εφαρμογή της παραπάνω § 7 στο σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου συμπεριλαμβάνεται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το ναυτικό εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνυπολογίζονται, επομένως, ο μισθός ενέργειας, τα επιδόματα Κυριακών και βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, ο μέσος όρος της αμοιβής που καταβάλλεται τακτικά για επαναλαμβανόμενη υπερωριακή εργασία (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), το επίδομα αδείας (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΜονΕφΠειρ. 51/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και ο μέσος όρος των πρόσθετων αμοιβών που εισπράττει ο ναυτικός από τον εργοδότη του, αν αυτές του καταβάλλονται σταθερά και αδιαλείπτως κάθε μήνα (ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π.). Εν προκειμένω, ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του, υποστήριξε ότι, το εν λόγω πλοίο, κατά τη διάρκεια της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων και συγκεκριμένα κατά τα χρονικά διαστήματα από 10.6.2019 έως 8.9.2019 και από 9.9.2019 έως 1.10.2019, με την άφιξή του στο λιμάνι αφετηρίας, ήτοι στο λιμάνι του Πειραιά, αναχωρούσε προώρως και δη προ της παρελεύσεως έξι ωρών στο λιμάνι από της αφίξεώς του, προς εκτέλεση νέου δρομολογίου, διάρκειας άνω των δώδεκα ωρών, εκτελώντας λιγότερα των πέντε δρομολογίων εβδομαδιαίως και συγκεκριμένα: [α] κατά το χρονικό διάστημα 10.6.2019 έως 8.9.2019 την πρώτη εβδομάδα κάθε Πέμπτη αναχωρούσε προώρως κατά τρεις ώρες, με αποτέλεσμα να πραγματοποιεί 0,38 δρομολόγια εξπρές ανά εβδομάδα και συνολικά για επτά εβδομάδες του εν λόγω χρονικού διαστήματος να έχει εκτελέσει 2,66 δρομολόγια εξπρές και τη δεύτερη εβδομάδα αναχωρούσε προώρως κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο κατά τέσσερις, 2,5 και τρεις ώρες αντίστοιχα, με αποτέλεσμα κάθε εβδομάδα να εκτελεί 1,57 δρομολόγια εξπρές και συνολικά για έξι εβδομάδες του εν λόγω χρονικού διαστήματος να έχει πραγματοποιήσει 9,42 δρομολόγια εξπρές, αξιώνοντας πρόσθετη αμοιβή συνολικά για 12,08 δρομολόγια εξπρές της εν λόγω χρονικής περιόδου εκ ποσού ευρώ 1.544,91 και [β] κατά το χρονικό διάστημα 9.9.2019 έως 1.10.2019, κάθε Τρίτη αναχωρούσε προώρως κατά επτά ώρες, με αποτέλεσμα να πραγματοποιεί 0,88 δρομολόγια εξπρές ανά εβδομάδα και συνολικά για τέσσερις εβδομάδες του εν λόγω χρονικού διαστήματος να έχει εκτελέσει 3,52 δρομολόγια εξπρές αξιώνοντας πρόσθετη αμοιβή εκ ποσού 450,18. Με την εκκαλουμένη απόφαση, ο ανωτέρω αγωγικός ισχυρισμός έγινε εν μέρει δεκτός ως βάσιμος στην ουσία του και συγκεκριμένα, αφού κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, κατά τα χρονικά διαστήματα από 10.6.2019 έως 8.9.2019 και από 9.9.2019 έως 1.10.2019, το ένδικο πλοίο, με την άφιξή του στο λιμάνι αφετηρίας, ήτοι στο λιμάνι του Πειραιά, αναχωρούσε προώρως και δη προ της παρελεύσεως έξι ωρών στο λιμάνι από της αφίξεώς του, προς εκτέλεση νέου δρομολογίου, διάρκειας άνω των δώδεκα ωρών και συγκεκριμένα: {α} κατά το χρονικό διάστημα από 10.6.2019 έως 8.9.2019 κάθε πρώτη εβδομάδα και για επτά εβδομάδες του εν λόγω διαστήματος κάθε Πέμπτη κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 21.00 και ακολούθως απέπλεε εκ νέου προς εκτέλεση νέου δρομολογίου ώρα 23.59, ήτοι προώρως κατά τρεις ώρες, εκτελώντας 0,38 δρομολόγιο εξπρές ανά εβδομάδα και συνολικά για διάστημα επτά εβδομάδων εκτέλεσε 2,66 δρομολόγια εξπρές, {β} κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα, κάθε δεύτερη εβδομάδα και για διάστημα έξι εβδομάδες συνολικά εντός του ανωτέρω χρονικού διαστήματος κάθε Τρίτη κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 06.00 και αναχωρούσε εκ νέου προς εκτέλεση του δρομολογίου Πειραιάς – Σύρος – Μύκονος – Σύρος – Πειραιάς, κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 18.00 και απέπλεε ώρα 21.30 για εκτέλεση νέου δρομολογίου Πειραιάς – Θήρα – Κω- Ρόδο – Κω – Θήρα – Πειραιάς, ήτοι την εν λόγω ημέρα αναχωρούσε προώρως κατά επτά ώρες, κάθε Πέμπτη το πλοίο κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 05.20 και αναχωρούσε εκ νέου ώρα 09.00 προς εκτέλεση του δρομολογίου Πειραιάς – Κω – Ρόδο – Κω – Λέρο – Πάτμο – Σύρο – Πειραιά, ήτοι την εν λόγω ημέρα αναχωρούσε προώρως κατά 2,5 ώρες και κάθε Σάββατο το πλοίο κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 20.40 και αναχωρούσε εκ νέου ώρα 23.55 προς εκτέλεση του δρομολογίου Πειραιάς – Κατάπολα – Πάτμο – Λέρο – Κω – Ρόδο – Κω – Κάλυμνο – Λέρο – Πάτμο – Σύρο – Πειραιά, ήτοι την εν λόγω ημέρα αναχωρούσε προώρως κατά τρεις ώρες και συνολικά, αναχωρούσε προώρως 12,5 ώρες εβδομαδιαίως, εκτελώντας 1,56 δρομολόγια εξπρές εβδομαδιαίως και συνολικά επί έξι εβδομάδες εκτέλεσε 9,36 δρομολόγια εξπρές και {γ} κατά το χρονικό διάστημα από 9.9.2019 έως 1.10.2019, κάθε Τρίτη κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 06.00 και ακολούθως, απέπλεε εκ νέου ώρα 08.00 προς εκτέλεση νέου δρομολογίου και δη του δρομολογίου Πειραιάς – Σύρος – Μύκονος – Σύρος Πειραιάς, ήτοι προώρως κατά τέσσερις ώρες και επιπλέον με την άφιξή του στο λιμάνι ώρα 18.30, την ίδια ημέρα μετά την εκτέλεση του ανωτέρω δρομολογίου, απέπλεε εκ νέου ώρα 21.30, ήτοι προώρως κατά τρεις ώρες προς εκτέλεση του δρομολογίου Πειραιάς – Θήρα – Κω- Ρόδο – Κω – Θήρα – Πειραιάς, εκτελώντας 0,88 δρομολόγιο εξπρές ανά εβδομάδα και συνολικά για διάστημα τριών εβδομάδων εκτέλεσε 2,64 δρομολόγια εξπρές. Για συνολικά 14,66 δρομολόγια εξπρές που το ανωτέρω πλοίο εκτέλεσε, κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, στα πλαίσια της εν λόγω δεύτερης ναυτολόγησης, επεδίκασε στον ενάγοντα αμοιβή υπολογιζομένη σε ποσοστό 1/30 επί των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του το ύψος των οποίων δέχθηκε ότι ανήρχετο στο ποσό των ευρώ 3.287,97, ποσού ευρώ 199,77, αφού δέχθηκε ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της την περί καταβολής ένσταση της εναγομένης, για το ποσό των 1.406,95 ευρώ. Το ανωτέρω αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης αποφάσεως, πλήττουν αμφότερες οι διάδικες πλευρές και δη η εναγομένη, με τον έκτο λόγο της ένδικης έφεσής της, κυρίως για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, διότι ο ενάγων δεν εδικαιούτο καμία πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές, εκ του γεγονότος ότι, εν προκειμένω υπήρχε συμφωνία περί κλειστού μισθού πλήττοντας την εκκαλουμένη απόφαση και για κακή εφαρμογή του νόμου εκ του λόγου τούτου, με αποτέλεσμα κανένα ποσό πέραν αυτού να μην δικαιούται ο ενάγων, επικουρικώς δε, διότι κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως έγινε δεκτό ότι το ανωτέρω πλοίο, κατά τις εν λόγω χρονικές περιόδους, εκτελούσε τα ανωτέρω δρομολόγια, έτι δε περαιτέρω διότι, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, συνυπολογίσθηκαν στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος και αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση εκ ποσού ευρώ 1.105,87, το αντίτιμο τροφοδοσίας αλλά και το επίδομα αδείας, επιπροσθέτως δε, διότι το δρομολόγιο Πειραιάς – Σύρος – Μύκονος – Σύρος – Πειραιάς, που το εν λόγω πλοίο εκτελούσε ορισμένες από τις ημέρες Τρίτης, ήταν ημερήσιο και επομένως δεν οφείλεται πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγιο εξπρές, κατά τους ορισμούς του άρθρου 33 παρ.6 της ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων του έτους 2019. Με τον ίδιο λόγο έφεσης, η εναγομένη επαναφέρει την περί καταβολής εκ ποσού ευρώ 1.406,95 ένσταση, η οποία έγινε δεκτή με την εκκαλουμένη απόφαση. Ο ενάγων με τον τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσής του, πλήττει τα αποδεικτικά πορίσματα της εκκαλουμένης αποφάσεως και ως προς τον αριθμό δρομολογίων εξπρές που έγινε δεκτό ότι το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε, καθό μέρος απέρριψε κατά ένα μέρος τον αγωγικό ισχυρισμό περί υπ’ αυτού εκτέλεση συνολικά 15,6 δρομολογίων εξπρές, επιπροσθέτως δε διότι κατά τον, επί σκοπώ καθορισμού της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής έλαβε υπόψη του μέσο όρο αμοιβής για υπερωριακή απασχόλησή του σαφώς μειωμένο. Όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω το εν λόγω πλοίο [α] κατά το χρονικό διάστημα από 10.6.2019 ημέρα Δευτέρα έως 11.7.2019 ημέρα Πέμπτη, την πρώτη εβδομάδα (10.6.2019 έως 16.6.2019, 24.6.2019 έως 30.6.2019 και 8.9.2019 έως 11.7.2019) κάθε ημέρα Πέμπτη κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 21.00 απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 23.59 της ίδιας ημέρας για Βαθύ, Κω, Ρόδο, Κω, Βαθύ, Πειραιάς (αφ. 08.00 της ημέρας Σαββάτου. [β] κατά το ίδιο χρονικό διάστημα (από 10.6.2019 έως 11.7.2019, το εν λόγω πλοίο τη δεύτερη εβδομάδα (17.6.2019 έως 23.6.2019 και 1.7.2019 έως 7.7.2019) (ι) την ημέρα Τρίτη κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 06.00 ακολούθως δε, απέπλεε εκ νέου την ίδια ημέρα ώρα 08.00 για Σύρο, Μύκονο, Σύρο, Πειραιά (αφ. 18.30) απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 21.30 της ίδιας ημέρας για Σαντορίνη (αφ. 02.55 της επομένης ημέρας Τετάρτης – αναχ. 03.20), Κω (αφ. 07.50 – αναχ. 08.30, Ρόδο (αφ. 11.10), απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 16.00 της ίδιας ημέρας για Κω (αφ. 18.40 – αναχ. 19.10), Σαντορίνη (αφ. 23.40 – αναχ. 23.59), Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 05.30 της επομένης ημέρας Πέμπτης και (ii) με την άφιξή του στο λιμάνι του Πειραιά την ανωτέρω ημέρα Πέμπτη απέπλεε εκ νέου την ίδια ημέρα και ώρα 09.00 για Κω (αφ. 17.00 αναχ. 17.30), Ρόδο (αφ. 20.15), απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 23.59 της ίδιας ημέρας για Κω (αφ. 02.35 της επομένης ημέρας Παρασκευής αναχ. 03.00), Λέρο (αφ. 04.25 – αναχ. 04.45), Πάτμο (αφ. 05.35 – αναχ. 05.55), Σύρο (αφ. 09.20 – αναχ. 09.40), Πειραιά (αφ. 12.55). Επιπλέον, (ιιι) με την άφιξή του στον Πειραιά ώρα 20.40 της ημέρας Σαββάτου, απέπλεε εκ νέου ώρα 23.55 της ίδιας ημέρας για Κατάπολα (αφ. 05.30 της επομένης ημέρας Κυριακής – αναχ. 05.50), Πάτμο (αφ. 08.00 – αναχ. 08.20), Λέρο (αφ. 09.20 – αναχ. 09.40), Κω (αφ. 11.10 – αναχ. 11.40, Ρόδο (αφ. 14.30), απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 17.00 της ίδιας ημέρας για Κω (αφ. 20.05 – αναχ. 20.35), Κάλυμνο (αφ. 21.20 – αναχ. 21.40), Λέρο (αφ. 22.30 – αναχ. 22.50), Πάτμο (αφ. 23.40 – αναχ. 23.55), Σύρο (αφ. 04.00 της επομένης ημέρας Δευτέρας – αναχ. 04.20), Πειραιά (αφ. 08.05). Ειδικώς κατά το χρονικό διάστημα από 14.6.2019 ημέρα Παρασκευή έως 18.6.2019 ημέρα Τρίτη, αποδείχθηκε ως αναλύεται ανωτέρω, ότι το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά την 14.6.2019 ώρα 18.00 για Σύρο (αφ. 21.30 – αναχ. 21.45), Πάτμο (αφ. 01.20 της επομένης ημέρας Σαββάτου 15.6.2019 – αναχ. 01.35), Κάλυμνο (αφ. 03.25 – αναχ. 03.40), Κω (αφ. 04.25 – αναχ. 04.55), Ρόδο (αφ. 07.40), όπου παρέμεινε έως 17.6.2019 ώρα 07.00 οπότε απέπλευσε για Κω (αφ. 09.45 – αναχ. 10.15) Κάλυμνο (αφ. 11.00 – αναχ. 11.20), Λέρο (αφ. 12.10 – αναχ. 12.30), Πάτμο (αφ. 13.20 – αναχ. 13.40), Σύρο (αφ. 17.20 – αναχ. 17.35), Πειραιά (αφ. 21.05 – αναχ. 23.30) για Σύρο (αφ. 02.50 της επομένης ημέρας Τρίτης 18.6.2019 – αναχ. 03.05), Πάτμο (αφ. 06.25 – αναχ. 06.40), Λέρο (αφ. 07.35 – αναχ. 07.50), Κω (αφ. 09.15 – αναχ. 09.45), Ρόδο (αφ. 12.15) και ακολούθως συνέχισε το δρομολόγιο της πρώτης εβδομάδας της ανωτέρω χρονικής περιόδου. Επιπλέον, την 11.7.2019 ημέρα Πέμπτη με την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 21.00 απέπλευσε εκ νέου την ίδια ημέρα και ώρα 23.59 για Βαθύ (αφ. 07.30 της επομένης ημέρας Παρασκευής – αναχ. 07.50), Κω (αφ. 11.10 αναχ. 11.40), Ρόδο (αφ. 14.30), απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 18.00 της ίδιας ημέρας για Κω (αφ. 20.45 – αναχ. 21.15), Βαθύ (αφ. 00.25 της επομένης ημέρας Σαββάτου – αναχ. 00.45), Πειραιά (αφ. 08.00). Ακολούθως, [β] κατά το χρονικό διάστημα από 12.7.2019 ημέρα Παρασκευή έως 8.9.2019 ημέρα Κυριακής, το πλοίο πράγματι όπως ισχυρίσθηκε η εναγομένη, εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς, Σαντορίνη, Βαθύ (Ίσαμος), Κως, Σύμη, Ρόδος, με επιστροφή. Ειδικότερα, κάθε Κυριακή, το πλοίο απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 21.30 για Σαντορίνη (αφ. 02.55 της επομένης ημέρας Δευτέρας – αναχ. 03.20), Κω (αφ. 07.50 – αναχ. 08.30), Σύμη (αφ. 10.30 – αναχ. 10.45), Ρόδο (αφ. 12.00), απ’ όπου απέπλεε ώρα 16.00 της ίδιας ημέρας για Σύμη (αφ. 17.00 – αναχ. 17.15), Κω (αφ. 19.15 – αναχ. 19.45), Σαντορίνη (αφ. 00.15 της επομένης ημέρας Τρίτης αναχ. 00.30 κατέπλεε δε στο λιμάνι του Πειραιά την ίδια ημέρα Τρίτη και ώρα 06.00 απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 21.30 της ίδιας ημέρας για Σαντορίνη (αφ. 02.55 της επομένης ημέρας Τετάρτης – αναχ. 03.20), Κω (αφ. 07.50 – αναχ. 08.30), Ρόδο (αφ. 11.10), απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 16.00 της ίδιας ημέρας για Κω (αφ. 18.40 – αναχ. 19.10), Σαντορίνη (αφ. 23.40 – αναχ. 23.59), Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 05.30 της επομένης ημέρας Πέμπτης, απ’ όπου απέπλεε εκ νέου την ίδια ημέρα και ώρα 23.59 για Βαθύ (αφ. 07.30 της επομένης ημέρας Παρασκευής – αναχ. 07.50), Κω (αφ. 11.10 αναχ. 11.40), Ρόδο (αφ. 14.30), απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 18.00 της ίδιας ημέρας για Κω (αφ. 20.45 – αναχ. 21.15), Βαθύ (αφ. 00.25 της επομένης ημέρας Σαββάτου – αναχ. 00.45), Πειραιά (αφ. 08.00) απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 21.30 της επομένης ημέρας Κυριακής για Σαντορίνη. Εν τούτοις, επιπλέον ως αναλύεται ανωτέρω, απεδείχθη ότι (α) το εν λόγω πλοίο κάθε ημέρα Τρίτη του εν λόγω χρονικού διαστήματος από 12.7.2019 έως 8.9.2019, μετά τον κατάπλου στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 06.00 απέπλεε εκ νέου ώρα 08.00 για Σύρο (αφ. 11.30 – αναχ. 11.50), Μύκονο (αφ. 12.40 – αναχ. 13.45, Σύρο (αφ. 14.35 – αναχ. 15.00), Πειραιάς (αφ. 18.30 – αναχ. 21.30) για Σαντορίνη, ως αναλύεται ανωτέρω, β) τις ημέρες Σαββάτου της 13.7, 20.7, 27.7, 3.8 και 10.8.2019 το πλοίο απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 12.00 (αφού είχε καταπλεύσει σε εκτέλεση του ανωτέρω βασικού δρομολογίου της εν λόγω χρονικής περιόδου ώρα 08.00) για Πάρο (αφ. 16.06 – αναχ. 16.25), Νάξο (αφ. 17.15 – αναχ. 17.35), Πάτμο (αφ. 20.40 – αναχ. 21.00), Λέρο (αφ. 21.50 – αναχ. 22.10), Κω (αφ. 23.40 – αναχ. 00.15 της επομένης ημέρας Κυριακής) Πειραιάς (αφ. 09.15) και γ) τις ημέρες Σαββάτου 17.8, 24.8. και 31.08.2019 το πλοίο (αφού είχε καταπλεύσει σε εκτέλεση του ανωτέρω βασικού δρομολογίου της εν λόγω χρονικής περιόδου ώρα 08.00 απέπλευσε ώρα 23.59 από Πειραιά για Λέρο (αφ. 08.30 της επομένης ημέρας Κυριακής – αναχ. 09.10) Πάτμο (αφ. 10.05 – αναχ. 10.40), Σύρο (αφ. 14.20 – αναχ. 14.50), Πειραιάς (αφ. 18.30). Επομένως, ενόψει των ανωτέρω δρομολογίων που απεδείχθη ότι το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε και με δεδομένο ότι ο ενάγων, με την ένδικη αγωγή του, για το χρονικό διάστημα από 10.6.2019 έως 8.9.2019, αξιώνει πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές που εκτέλεσε το ανωτέρω πλοίο κατά την πρώτη εβδομάδα για την ημέρα Πέμπτη και για τη δεύτερη εβδομάδα για τις ημέρες Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο (άρθρο 106 ΚΠολΔ), αποδεικνύεται ότι, το ανωτέρω πλοίο, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα (από 10.6.2019 έως 8.9.2019) εκτελούσε λιγότερα των πέντε δρομολογίων εβδομαδιαίως και περαιτέρω απεδείχθη ότι, με την άφιξή του στο λιμάνι αφετηρίας, ήτοι στο λιμάνι του Πειραιά, αναχώρησε προώρως και δη προ της παρελεύσεως έξι ωρών στο λιμάνι, προς εκτέλεση νέου δρομολογίου διάρκειας άνω των δώδεκα ωρών, ως ακολούθως: (α) τις ημέρες Πέμπτη 13.6.2019, 20.6.2091, 27.6.2019, 4.7.2019 και 11.7.2019 προώρως κατά 3,1 ώρες, πλην όμως ο ενάγων αξιώνει πρόσθετη αμοιβή για 3 ώρες πρόωρης αναχώρησης (άρθρο 106 ΚΠολΔ), (β) τις ημέρες Τρίτης 2.7.2019, 16.7.2019, 30.7.2019, 13.8.2019 και 27.8.2019, προώρως κατά τέσσερις ώρες όταν μετά την άφιξή του στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 06.00 απέπλεε ώρα 08.00 προς εκτέλεση του δρομολογίου Πειραιάς – Σύρος -, Μύκονος – Σύρος – Πειραιάς και ακολούθως με την άφιξή του στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 18.30 οπότε, απέπλεε εκ νέου ώρα 21.30 της ίδιας ημέρας για Σαντορίνη – Κω – Ρόδο – Κω – Σαντορίνη – Πειραιά, προώρως κατά τρεις ώρες, (γ) τις ημέρες Σαββάτου 22.6.2019 και 6.7.2019, αναχώρησε προώρως κατά 2,75 ώρες και όχι όπως αβασίμως υποστηρίζει ο ενάγων κατά τρεις ώρες και (δ) τις ημέρες Σαββάτου 20.7.2019, 3.8.2019 και 17.8.2019 αναχώρησε προώρως κατά τρεις ώρες. Αντίθετα, όπως απεδείχθη, (α) την Τρίτη 18.6.2019, το πλοίο δεν αναχώρησε ώρα 08.00 από το λιμάνι του Πειραιά πρόωρα κατά δύο ώρες, (β) τις ημέρες Πέμπτης 18.7.2019, 25.7.2019, 1.8.2019, 8.8.2019, 15.8.2019, 22.8.2019, 29.8.2019 και 5.9.2019 το ανωτέρω πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγιο εξπρές και (γ) την 31.8.2019, το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 23.59. Επομένως, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα από 10.6.2019 έως 8.9.2019, το ανωτέρω πλοίο αναχώρησε προώρως κατά [(5 επί 3,00=) 15 + (5 επί 7=) 35 + (2 επί 2,75=) 5,5 + (3 επί 3=) 9=] 64,50 ώρες. Περαιτέρω, όσον αφορά στο χρονικό διάστημα από 9.9.2019 έως 1.10.2019, αποδείχθηκε ως αναλύεται ανωτέρω ότι, το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιά – Σαντορίνη – Βαθύ (Σάμος) – Κως – Σύμη – Ρόδος και επιπλέον κάθε Τρίτη [πλην της ημέρας Τρίτης 24.9.2019] και το δρομολόγιο Πειραιάς – Σύρος – Μύκονος – Σύρος – Πειραιάς. Ειδικότερα, κάθε Κυριακή, το πλοίο απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 18.00 για Σαντορίνη (αφ. 00.35 της επομένης ημέρας Δευτέρας – αναχ. 00.50), Κω (αφ. 05.45 – αναχ. 06.15), Σύμη (αφ. 08.25 – αναχ. 08.40), Ρόδο (αφ. 10.00), απ’ όπου απέπλεε ώρα 16.00 της ίδιας ημέρας για Σύμη (αφ. 17.00 – αναχ. 17.15), Κω (αφ. 19.15 – αναχ. 19.45), Σαντορίνη (αφ. 00.15 της επομένης ημέρας Τρίτης αναχ. 00.30 κατέπλεε δε στο λιμάνι του Πειραιά την ίδια ημέρα Τρίτη και ώρα 06.00 απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 08.00 της ίδιας ημέρας για Σύρο (αφ. 11.30 – αναχ. 11.50), Μύκονο (αφ. 12.40 – αναχ. 13.45, Σύρο (αφ. 14.35 – αναχ. 15.00), Πειραιάς (αφ. 18.30 – αναχ. 21.30) για Σαντορίνη (αφ. 02.55 της επομένης ημέρας Τετάρτης – αναχ. 03.20), Κω (αφ. 07.50 – αναχ. 08.30), Ρόδο (αφ. 11.10), απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 16.00 της ίδιας ημέρας για Κω (αφ. 19.15 – αναχ. 19.45), Σαντορίνη (αφ. 01.10 της επομένης ημέρας Πέμπτης- αναχ. 01.25), Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 07.45. Εν τούτοις, ειδικώς την ημέρα Τρίτη 24.9.2019, το εν λόγω πλοίο δεν εκτέλεσε το ανωτέρω δρομολόγιο Πειραιάς – Σύρο – Μύκονος – Σύρος – Πειραιάς, διότι όπως προκύπτει από το αντίγραφο του ημερολογίου γέφυρας του εν λόγω πλοίου που προσκομίζεται, το πλοίο δεν ηδυνήθη να αποπλεύσει από το λιμάνι του Πειραιά, προς εκτέλεση του εν λόγω δρομολογίου, λόγω απεργίας της ΠΝΟ. Αποδεικνύεται επομένως ότι, το ανωτέρω πλοίο, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα (από 9.9.2019 έως 1.10.2019) εκτελούσε λιγότερα των πέντε δρομολογίων εβδομαδιαίως, με την άφιξή του στο λιμάνι αφετηρίας, ήτοι στο λιμάνι του Πειραιά, αναχώρησε δε προώρως και δη προ της παρελεύσεως έξι ωρών στο λιμάνι, προς εκτέλεση νέου δρομολογίου διάρκειας άνω των δώδεκα ωρών, τις ημέρες Τρίτης 10.9.2019, 17.9.2019 και 1.9.2019 κατά τέσσερις ώρες, προκειμένου να εκτελέσει το δρομολόγιο Πειραιάς – Σύρος – Μύκονος – Σύρος – Πειραιάς και ακολούθως κατά τρεις ώρες προς εκτέλεση του δρομολογίου Πειραιάς – Σαντορίνη – Κω – Ρόδο – Κω – Σαντορίνη – Πειραιάς και συνολικά κατά (4 + 3=) 7 ώρες καθ’ εκάστη και εν τέλει τις ανωτέρω τρεις ημέρες Τρίτης (10.9.2019, 17.9.2019 και 1.9.2019) πραγματοποίησε (7 επί 3=) 21 ώρες πρόωρης αναχώρησης. Επομένως, συνολικά, κατά τα χρονικά διαστήματα από 10.6.2019 έως 8.9.2019 και από 9.9.2019 έως 1.10.2019, το ανωτέρω πλοίο αναχώρησε προώρως κατά [64,50 + 21,00=] 85,50 ώρες και, ως εκ τούτου, πραγματοποίησε (85,50 δια 8=) 10,6875 δρομολόγια εξπρές και όχι 14,66 δρομολόγια εξπρές, όπως κατά τον εν μέρει βάσιμο κατά τούτο, τέταρτο λόγο της έφεσης της εναγομένης, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ούτε 15,60 δρομολόγια εξπρές κατά τον αγωγικό ισχυρισμό και τον τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, απορριπτομένου κατά τούτο ως αβασίμου στην ουσία του. Οι ισχυρισμοί της εναγομένης ότι, τα εκτελούμενα, υπό του ανωτέρω πλοίου δρομολόγια, την ημέρας Τρίτης και δη το δρομολόγιο Πειραιάς – Σύρος -Μύκονος – Σύρος – Πειραιάς ήταν ημερήσια δρομολόγια, διότι εκτελούντο από ώρας 08.00 έως ώρας 18.30 με αποτέλεσμα ως ημερήσια δρομολόγια να εμπίπτουν στην εξαίρεση του άρθρου 33 παρ. 6 της ανωτέρω ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2019, δεν κρίνονται βάσιμα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 παρ.6 της ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, που υπογράφηκε στις 8.7.2019, κυρώθηκε στις 24.7.2019 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 3170/ 2019) στις 12.8.2019, που κρίθηκε ως εφαρμοστέα στην επίδικη (δεύτερη σύμβαση ναυτολόγησης) κατά τη συμφωνία των διαδίκων, ως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», ορίζει ότι «Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν και δε εφαρμόζονται σε ημερόπλοια καθώς και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός αν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή 23.00 μέχρι 07.00 ώρας.». Εν τούτοις, το εν λόγω πλοίο, όπως αποδείχθηκε και αναλύεται ανωτέρω, δεν ήταν ημερόπλοιο, εφόσον, έπλεε προς εκτέλεση διαφόρων δρομολογίων και νυχτερινές ώρες, ήτοι από ώρας 23.00 έως ώρας 07.00. Το γεγονός ότι το συγκεκριμένο δρομολόγιο [Πειραιάς – Σύρος -Μύκονος – Σύρος – Πειραιάς] το ανωτέρω πλοίο, εκτελούσε την ημέρα, ήτοι μετά την 7.00 πμ και αυτό ολοκληρώνονταν πριν την 23.00 μ.μ., δεν δύνανται να οδηγήσουν σε διαφορετική κρίση, διότι κατά τη σαφή διατύπωση της παρ. 6 του άρθρου 33 της ανωτέρω ΣΣΝΕ, η εξαίρεση από την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως, αφορά στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο τυγχάνει ημερόπλοιο και όχι στο δρομολόγιο το οποίο εκτελείται κατά τη διάρκεια της ημέρας. Περαιτέρω, για τα ανωτέρω 10,6875 δρομολόγια εξπρές, τα οποία απεδείχθη ότι το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε κατά τη διάρκεια της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος, κατά τις ανωτέρω αναφερόμενες ημερομηνίες, οπότε το πλοίο εκτελούσε λιγότερα των πέντε δρομολογίων εβδομαδιαίως, με την άφιξή του δε στο λιμάνι αφετηρίας, ήτοι στο λιμάνι του Πειραιά, αναχώρησε προώρως και δη προ της παρελεύσεως έξι ωρών στο λιμάνι, προς εκτέλεση νέου δρομολογίου διάρκειας άνω των δώδεκα ωρών, ο ενάγων δικαιούται αμοιβής εκ ποσοστού 1/30 επί των τακτικών αποδοχών του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον, επί σκοπώ καθορισμού της πρόσθετης αμοιβής που εδικαιούτο ο ενάγων για δρομολόγια «εξπρές», προσδιορισμό των τακτικών, σε μηνιαία κλίμακα, καταβαλλόμενων αποδοχών του, συνυπολόγισε το επίδομα αδείας, με την σαφώς υπονοούμενη παραδοχή της σταθερής καταβολής του από την εναγομένη, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, κατά τούτο, ο τέταρτος λόγος της ένδικης έφεσης της εναγομένης. Όμοια, ως αβάσιμος στην ουσία του πρέπει να απορριφθεί ο ίδιος λόγος έφεσης καθό μέρος η εναγομένη διατείνεται ότι εσφαλμένως συνυπολογίσθηκε στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές, προς υπολογισμό της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής, το ημερήσιο αντίτιμο τροφής, δεδομένου ότι τούτο αποτελεί μέρος των παγίων και σταθερών αποδοχών του ναυτικού, ανεξαρτήτως αν παρέχεται σε χρήμα ή αυτούσια (Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 231/2013, Εφ.Πειρ. 377/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, πλημμέλεια της εκκαλουμένης αποφάσεως αποτελεί, κατά τα προαναφερθέντα, κατά παραδοχή ως βάσιμης στην ουσία της ένδικης εφέσεως του ενάγοντος, ως ειδικότερα αναλύεται κατωτέρω, ο, για τον ίδιο σκοπό, ενόψει των ανά μήνα διαφοροποιήσεων της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, συνυπολογισμός του μέσου όρου υπερωριακής αμοιβής αυτού στα πλαίσια της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων, γενομένου δεκτού κατά τούτο, ως αναλύεται κατωτέρω, του αντιστοίχου τετάρτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος, απορριπτομένου κατά τούτο του αντίστοιχου έκτου λόγου της έφεσης της εναγομένης. Ειδικότερα, προς υπολογισμό της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι συμφωνημένες τακτικές αποδοχές του ενάγοντος ανά μήνα και δη ο μισθός ενεργείας εκ ποσού ευρώ 965,87, το επίδομα Κυριακών εκ ποσού ευρώ 212,49, το μηνιαίο επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας εκ ποσού ευρώ 36,64, το μηνιαίο αντίτιμο τροφής εκ ποσού ευρώ 599,40 και το επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας εκ ποσού ευρώ 367,71 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι το ποσό των ευρώ 367,70 όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, κατά τον βάσιμο κατά τούτο τέταρτο λόγο έφεσης του ενάγοντος, ενόψει του ότι το επίδομα αδείας, απεδείχθη ότι καταβάλλονταν στον ενάγοντα κάθε μήνα. Τέλος, ενόψει των ανά μήνα διαφοροποιήσεων της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, θα πρέπει να συνυπολογισθεί και ο μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής του (ενάγοντος), ο οποίος (μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής) εν τούτοις, θα υπολογισθεί, λόγω των διαφορετικών ναυτολογήσεων και επομένως διαφορετικών συμβάσεων εργασίας, στα πλαίσια της δεύτερης ένδικης ναυτολόγηση ενάγοντος [πρβλ. ΑΠ 741/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Συγκεκριμένα, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο μέσος όρος μηνιαίως της αμοιβής του ενάγοντος για υπερωριακή του απασχόληση, κατά το χρονικό διάστημα από 15.3.2019 έως 6.10.2019 ανήρχετο στο ποσό των [(ευρώ 7.709,08 αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος κατά τον ένδικο χρονικό διάστημα/189 ημέρες του εν λόγω χρονικού διαστήματος επί 30=) 1.223,66 ευρώ και όχι στο ποσό των ευρώ 1.105,87, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τέταρτο λόγο έφεσης του ενάγοντος, απορριπτομένου κατά τούτο του έκτου λόγου έφεσης της εναγομένης. Ως εκ τούτου, ο ενάγων εδικαιούτο όπως λάβει από την εναγομένη ως αμοιβή δρομολογίων εξπρές για τα ανωτέρω αποδειχθέντα [10,6875] δρομολόγια εξπρές που πραγματοποίησε το ανωτέρω πλοίο τις ανωτέρω αναφερόμενες ημερομηνίες στα πλαίσια της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων, οπότε το πλοίο αναχώρησε πρόωρα από το λιμάνι αφετηρίας προς εκτέλεση δρομολογίων διάρκειας άνω των δώδεκα ωρών το ποσό των ευρώ {[μισθός ενεργείας 965,87 €+ επίδομα Κυριακών 212,49 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 367,71 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης 1.223,66 =] 3.405,77 επί 1/30 επί 10,6875=] 1.213,30 και όχι το ποσό των ευρώ 1.606,72, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον, εν μέρει βάσιμο στην ουσία του, έκτο λόγο έφεσης της εναγομένης δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, απορριπτομένου κατά τούτο του τετάρτου λόγου της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων καθό μέρος απορρίφθηκε ο αγωγικός του ισχυρισμός, ότι δηλαδή για την εν λόγω αιτία η εναγομένη του οφείλει το ποσό των ευρώ 1.995,09. Όπως η εναγομένη ισχυρίσθηκε κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία και αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντος, έναντι της ένδικης ανωτέρω απαίτησης του ενάγοντος, αυτή (εναγομένη) κατέβαλε σε αυτόν (ενάγοντα), τον μήνα Μάρτιο 2019 το ποσό των ευρώ 58,12, τον Απρίλιο 2019 το ποσό των ευρώ 60,27, τον μήνα Ιούνιο 2019 το ποσό των ευρώ 127,37, τον μήνα Ιούλιο 2019 το ποσό των ευρώ 298,58, τον μήνα Αύγουστο 2019 το ποσό των ευρώ 359,08, τον μήνα Σεπτέμβριο 2019 το ποσό των ευρώ 179,37, τον μήνα Οκτώβριο 2019 το ποσό των ευρώ 47,20, τον μήνα Ιανουάριο 2020 το ποσό των ευρώ 18,63 και τον μήνα Αύγουστο 2020 το ποσό των ευρώ 258,33 και συνολικά το ποσό των ευρώ 1.406,95. Με την εκκαλουμένη απόφαση, έγινε δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της η ανωτέρω περί καταβολής ένσταση της εναγομένης. Ο ενάγων, με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του, αρνείται ουσιαστικά το αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης απόφασης καθό μέρος με αυτή έγινε δεκτή η ανωτέρω περί καταβολής ένσταση, ισχυριζόμενος ότι έναντι των ενδίκων απαιτήσεων έλαβε μόνον το ποσό των ευρώ 982,48. Εν τούτοις, η καταβολή του ανωτέρω ποσού των ευρώ 1.406,95, αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες έγγραφες αποδείξεις μισθοδοσίας. Ο ενάγων περαιτέρω, δεν ισχυρίσθηκε ότι οι ανωτέρω επιμέρους καταβολές αφορούν άλλο χρέος και δη έτερα δρομολόγια εξπρές. Κατά συνέπεια, κρίνεται ότι οι ανωτέρω καταβολές αφορούν την ένδικη απαίτηση του ενάγοντος, όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση, με αποτέλεσμα, να αποδεικνύεται ότι η απαίτηση του ενάγοντος για πρόσθετη αμοιβή εκ ποσού ευρώ 1.213,30 για δρομολόγια εξπρές του εν λόγω πλοίου έχει αποσβεσθεί δια καταβολής. Τέλος, ενόψει του ότι η εναγομένη με την ένδικη έφεσή της ισχυρίσθηκε κυρίως ότι είναι μη νόμιμη [κατά την ακριβή διατύπωση κατά τούτο του έκτου λόγου εφέσεως] η αξίωση του ενάγοντος προς καταβολή αμοιβής για δρομολόγια εξπρές, εκ του λόγου ότι, κανένα ποσό δεν του οφείλεται, αφού στα πλαίσια της εν λόγω δεύτερης σύμβασης ναυτολόγησης υπήρχε συμφωνία περί κλειστού μισθού, ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει αβάσιμος καθόσον αφενός μεν για τα αποδειχθέντα ανωτέρω δρομολόγια εξπρές που αφορούν το χρονικό διάστημα από 12.8.2019 και εντεύθεν, οπότε πράγματι υπήρχε νόμιμος μισθός, ως αναλύεται ανωτέρω, η συμφωνία περί «κλειστού» μισθού εκ ποσού ευρώ 2.163,53 ευρώ μεικτά, δεν ήταν έγκυρη, εφόσον το ποσό των ευρώ 2.168,51 μεικτά που συμφωνήθηκε με την από 15.3.2019 έγγραφη σύμβαση ναυτικής εργασίας ως «κλειστός» μισθός υπολείπετο των κατώτατων νομίμων αποδοχών που προβλέπονταν από την από 8.7.2019 ΣΣΝΕ πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων έτους 2019, που κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β’ 3170/12-8-2019), εφόσον ανήρχετο στο ποσό των ευρώ {[μισθός ενεργείας 965,87 €+ επίδομα Κυριακών 212,49 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 367,71 €=] 2.182,11 μεικτά, πλέον αναλογίας δώρων εορτών και αμοιβής υπερωριακής εργασίας, όσον αφορά δε στο προγενέστερο χρονικό διάστημα, διότι, όπως αποδείχθηκε και αναλύεται ανωτέρω, με συμφωνία των διαδίκων, οι όροι εργασίας και το ύψος της αμοιβής του ενάγοντος ρυθμίσθηκε, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, με παραπομπή στις συλλογικές ρυθμίσεις της ίδιας ως άνω ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, οι οποίες απέκτησαν έναντι των συμβαλλομένων, συμβατική δύναμη. [ΙΙΙ] Από τη διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/ 9.12.1981), προκύπτει ότι, οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον, η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό τη μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003 ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 364/2012, αδημ.) και το ημερήσιο αντίτιμο τροφής, δεδομένου ότι τούτο αποτελεί μέρος των παγίων και σταθερών αποδοχών του ναυτικού, ανεξαρτήτως αν παρέχεται σε χρήμα ή αυτούσια (Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 231/2013, Εφ.Πειρ. 377/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον, επί σκοπώ καθορισμού των επιδομάτων δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων, προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλόμενων αποδοχών του συνυπολόγισε το επίδομα αδείας, με την σαφώς υπονοούμενη παραδοχή της σταθερής καταβολής του από την εναγομένη τακτικώς κάθε μήνα, καθώς και το ημερήσιο αντίτιμο τροφής, έστω κι αν αυτό παρείχετο σε είδος, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει να απορριφθεί, κατά τούτο, ως αβάσιμος ο πέμπτος λόγος της ένδικης έφεσης της εναγομένης. Όμοια, η εκκαλουμένη απόφαση η οποία για τον ίδιο σκοπό δεν συνυπολόγισε στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος την αποζημίωση για μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις, αλλά και εν προκειμένω την πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές, εφόσον δεν απεδείχθη ότι καταβάλλονταν σταθερά και μόνιμα, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του ενάγοντος που περιέχεται στον δεύτερο λόγο της έφεσής του. Αντιθέτως, πλημμέλεια της εκκαλουμένης αποφάσεως αποτελεί, κατά τα προαναφερθέντα, κατά παραδοχή ως εν μέρει βασίμων στην ουσία τους, ως κατωτέρω αναλύεται, του πέμπτου λόγου της έφεσης της εναγομένης και του δευτέρου λόγου της έφεσης του ενάγοντος, κατά περίπτωση ως ειδικώς αναλύεται κατωτέρω, ο μη συνυπολογισμός, επί σκοπώ καθορισμού των επιδομάτων δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων, κατά τον προσδιορισμό των τακτικών, σε μηνιαία κλίμακα, καταβαλλόμενων αποδοχών του του ορθού μέσου όρου υπερωριακής αμοιβής του, με τη σημείωση ότι, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 3 σε συνδυασμό με την παρ. 2 του άρθρου 1 της ΥΑ 19040/1981, αυτός (μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής) υπολογίζεται, λόγω των διαφορετικών ναυτολογήσεων του ενάγοντος, ανά ναυτολόγηση και επιπλέον, για τον υπολογισμό των Δώρων Χριστουγέννων 2019 και 2020 για τα διαστήματα απασχόλησης του ενάγοντος από 1.5 έως 31.12 κάθε έτους και του Δώρου Πάσχα 2020 για το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 30.4.2020 (ΑΠ 741/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Επιπροσθέτως, η εναγομένη, με τον πέμπτο λόγο της ένδικης έφεσής της, πλήττει ειδικώς το αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης αποφάσεως όσον αφορά στον υπολογισμό του Δώρου Πάσχα 2019 εκ του λόγου ότι αν και έκρινε ως εφαρμοστέα στα πλαίσια της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος, ήτοι κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 31.1.2019, τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2018, στο άρθρο 4 της οποίας προβλέπεται η μη καταβολή δώρων εορτών, εσφαλμένα κατά τον υπολογισμό του εν λόγω επιδόματος Πάσχα 2019, συνυπολόγισε στον χρόνο εργασίας του ενάγοντος και το εν λόγω χρονικό διάστημα, αναγνωρίζοντας ότι οφείλεται και για το εν λόγω διάστημα Δώρο Πάσχα 2019. Πράγματι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2018, που υπογράφηκε στις 04.09.2018, κυρώθηκε στις 02.11.2018 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.10/81307/2018 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 5124) στις 15.11.2018, υπό του τίτλου «Άδειες», προβλέφθηκε ότι «1. Ο ναυτικός, πέραν των χορηγουμένων πεντήκοντα (50) ημερών ετησίας αδείας δικαιούται και ετέρων τεσσαράκοντα εξ (46) ημερών προς τας οποίας συμψηφίζονται από 1.1.1982 και εφ’ εξής τα υπό του άρθρου 4 της Συλλογικής Σύμβασης 1981 προβλεπόμενα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, της ετησίας αδείας ανερχομένης ούτω εις (96) ενενήκοντα εξ ημέρας, υπολογιζόμενης εις οκτώ (8) ημέρας για κάθε μήνα υπηρεσίας, δια δε τας τυχόν ολιγώτερας του μηνός ημέρας αντίστοιχο κλάσμα. Η άδεια αυτή υπολογίζεται ως συντάξιμος χρόνος. 2. Κατά τας ημέρας αδείας του ο ναυτικός δικαιούται του αναλογούντος εις ταύτας ποσού επί του μισθού ενεργείας του άρθρον 2 παραγρ. 1, προσηυξημένου με το εξ (22%) επίδομα Κυριακών, με το αντίτιμο τροφής σε κάθε περίπτωση και με τα υπό του άρθρου 5 της παρούσης οριζόμενα ειδικά επιδόματα τα οποία υπολογίζονται ως εξής: To ποσόν του κατά περίπτωσιν μηνιαίου ειδικού επιδόματος προσαυξάνεται κατά 50% και διαιρείται δια της ετησίας αδείας των (96) ημερών, το δε πηλίκο πολλαπλασιάζεται επί τας ημέρας της δικαιούμενης αδείας. Το ούτω προκύπτον ποσόν αντιπροσωπεύει την αναλογία των ειδικών επιδομάτων επί των ενσωματουμένων εις την άδεια δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα. … 3. Η άδεια παρέχεται σε όλους από τον Πλοίαρχο εφόσον κατά την κρίση του επιτρέπουν την παροχή ταύτης οι ανάγκες του πλοίου, δύναται δε να χορηγείται και κατά την παραμονή του πλοίου σε λιμάνι επί επταήμερο καθώς και για επισκευές, ετήσια επιθεώρηση κ.λπ.. Οι ημέρες κατάπλου και απόπλου δεν λογίζονται σαν ημέρες αδείας αλλά σαν ημέρες εργασίας. Σε κάθε άλλη περίπτωση η χορηγούμενη άδεια δεν είναι δυνατόν να δοθεί για χρονικό διάστημα μικρότερο των επτά ημερών. Σε περίπτωση που οι ανάγκες του πλοίου δεν επιτρέπουν την χορήγηση της αδείας, η χορήγηση της κατ’ επιλογήν του ναυτικού, είτε αναβάλλεται για τον κατάλληλο χρόνο είτε θεωρείται ως παρασχεθείσα, καταβαλλομένου στην περίπτωση αυτή στο ναυτικό του αναλογούντος μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ. 1 και του εξ 22% επιδόματος Κυριακών μετά του αντιτίμου τροφής, έστω και αν ούτος παραμένει και διατρέφεται στο πλοίο. Εν πάση περιπτώσει πρέπει να καταβάλλεται κάθε προσπάθεια για να αποφεύγεται η μη παροχή της αδείας έναντι καταβολής χρηματικής αμοιβής. 4. Ο ναυτικός απολυόμενος από το πλοίο, δικαιούται οπωσδήποτε της υπό των παραγρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου προβλεπομένης αδείας και αν ακόμη δεν ζήτησε την χορήγησή της από τον Πλοίαρχο διαρκούσης της υπηρεσίας του και ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίον δεν εχορηγήθη στον ναυτικό η άδεια ή δεν κατεβλήθη εις τούτον ο αναλογούν εις αυτήν μισθός.». Εξάλλου, κατά το άρθρο 4 της ίδιας ΣΣΝΕ υπό τον τίτλο «Δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα», προβλέφθηκε ότι «1. Tα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, αντιπροσωπεύοντα αποδοχές σαράντα πέντε ημερών, καταργήθηκαν από 1.1.1982, ενσωματωθέντα στην κανονική άδεια η οποία έτσι αυξάνεται σε (96) ενενήντα έξι ημέρες το χρόνο και υπολογίζεται κατά τα ειδικώτερον καθοριζόμενα στο άρθρο 8 της παρούσης, (Βάσει ειδικών συμφωνητικών μεταξύ της ΕΕΕΠ (νύν ΣΕΕΝ) αφενός και των Π.Ε. Μηχανικών Ε.Ν. (ΠΕΜΕΝ) και Π.Ε. Πρακτικών Μηχανικών και Θερμαστών Θαλάσσης «…..» αφετέρου, η ανωτέρω διάταξη δεν ισχύει ως προς τα μέλη τους. Και επομένως ως προς αυτούς εξακολουθεί να ισχύει ως έχει το άρθρο 4 της προηγουμένης από 30.3.1981 Συλλογικής Σύμβασης Μεσογειακών Τουριστικών Πλοίων, το οποίον αναφέρεται εις τα δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα. … ». Εν προκειμένω, αποδεικνύεται ότι, κατ’ εφαρμογή των προβλέψεων της ανωτέρω ΣΣΝΕ και δη του άρθρου 8 αυτής, με το οποίο ορίσθηκε ότι οι ημέρες ετήσιας αδείας ορίζονται σε οκτώ ανά μήνα υπηρεσίας, με σκοπό τον συμψηφισμό τους με τα προβλεπόμενα επιδόματα εορτών, ο ενάγων εδικαιούτο ως επίδομα αδείας το ποσό των ευρώ [βασικός μισθός € 881,17 (μισθός ενεργείας € 722,27 + επίδομα Κυριακών € 158,90) δια 22, επί 8=] 320,42, πλέον αντιτίμου τροφής οκτώ (8) ημερών εκ ποσού ευρώ 130,00 (ήτοι € 16,25 ημερησίως επί 8 ημέρες). Από την προσκομιζόμενη από 31.1.2019 απόδειξη μισθοδοσίας αυτού (ενάγοντος) του μηνός Ιανουαρίου 2019, αποδεικνύεται ότι, η εναγομένη, εκ των μεικτών, εκ ποσού ευρώ 2.080,93, συνολικών αποδοχών που κατέβαλε στον ενάγοντα για την απασχόλησή του κατά τον μήνα Ιανουάριο 2019, κατελόγισε σε αποδοχές αδείας το ποσό των ευρώ 320,42 και επιπλέον κατέβαλε για αναλογούν επίδομα τροφής για την εν λόγω άδεια το ποσό των ευρώ 130,00. Επομένως, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της εναγομένης, που περιέχεται στον υπό κρίση πέμπτο λόγο έφεσης, ο οποίος παραδεκτώς προβάλλεται το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, εφόσον αποδεικνύεται δι’ εγγράφων, εφόσον όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, με συμφωνία των διαδίκων, η εν λόγω πρώτη επίδικη σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος θα ρυθμίζονταν από την ΣΣΝΕ Πληρωμάτων των Μεσογειακών – Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2018, καθορίσθηκε, ότι οι ρυθμίσεις τις εν λόγω ΣΣΝΕ περιελάμβαναν και τα άρθρα 4 και 8 της ανωτέρω ΣΣΝΕ με τις οποίες επιτρεπτώς (πρβλ. ΑΠ 392/2005 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), με τις υπέρτερες αποδοχές της αδείας κατά μήνα, θα εξοφλούντο συμψηφιστικώς και τα αναλογούντα στον αντίστοιχο μήνα επιδόματα εορτών. Έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία επεδίκασε στον ενάγοντα αναλογούν επίδομα εορτών Πάσχα 2019 στα πλαίσια της πρώτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, ήτοι για το διάστημα από 1.1.2019 έως 31.1.2019, κατά τον βάσιμο πέμπτο λόγο της ένδικης έφεσης της εναγομένης. Κατόπιν των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι, ο ενάγων εδικαιούτο για αναλογία δώρων εορτών τα ακόλουθα ποσά: [Α] Για αναλογία Δώρου Πάσχα 2019 και δη για το χρονικό διάστημα από 15-3-2019 έως 30-4-2019 (δεύτερη ένδικη σύμβαση ναυτολόγησης), οπότε εργάσθηκε ο ενάγων στο ανωτέρω πλοίο και αυτό ήταν δρομολογημένο και εκτελούσε ακτοπλοϊκούς πλόες εντός των ελληνικών λιμένων με την ανωτέρω ειδικότητα: [μισθός ενεργείας 965,87 € + επίδομα Κυριακών 212,49 € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 € + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 367,71 κατόπιν στρογγυλοποίησης όπως βασίμως υποστηρίζει ο ενάγων με τον δεύτερο λόγο έφεσης και όχι το ποσό των ευρώ 367,70 που δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, κατά το χρονικό διάστημα από 15.3.2019 έως 30.4.2019 [(ευρώ 1.976,04 δικαιούμενη αμοιβή του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση κατά το χρονικό διάστημα από 15.3.2019 έως 30.4.2019/47 ημέρες εργασίας εν λόγω χρονικού διαστήματος επί 30=) 1.261,30 και όχι το ποσό των ευρώ 1.105,87, όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης του ενάγοντος, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση =] 3.443,41 δια 2 επί 1/15 επί (47 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 8=) 5,87 οκταήμερα=] 673,76 και όχι το ποσό των ευρώ 1.446,25 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό, ούτε το ποσό των ευρώ 1.041,19, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του πέμπτο λόγο έφεσης της εναγομένης, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Έναντι του ποσού αυτού, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, αφού δέχθηκε ως βάσιμη στην ουσία της την περί μερικής καταβολής ένσταση της εναγομένης, απορριπτομένου ως αβασίμου κατά τούτο του πέμπτου λόγου έφεσης αυτής (εναγομένης), με τον οποίο, εκτιμώμενος, πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση ότι δήθεν δεν έλαβε υπόψη της την ένστασή της περί μερικής καταβολής, ο ενάγων έλαβε το ποσό ων ευρώ 314,97. Ως εκ τούτου, η εναγομένη συνεχίζει να του οφείλει ως υπόλοιπο αναλογίας δώρου Πάσχα 2019 το ποσό των ευρώ (673,76 μείον 314,97=) 358,79 και όχι το ποσό των ευρώ 726,22 όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του πέμπτο λόγο έφεσης της εναγομένης δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. [Β] Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019 αυτό ήταν δρομολογημένο και εκτελούσε ακτοπλοϊκούς πλόες εντός των ελληνικών λιμένων: (i) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019, κατά την απασχόληση του ενάγοντος στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης αυτού στο ανωτέρω πλοίο, για το χρονικό διάστημα εργασίας του από 1-5-2019 έως 5-10-2019, όπως αιτείται ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του (άρθρο 106 ΚΠολΔ) και όχι έως 6.10.2019, το ποσό των ευρώ: {[μισθός ενεργείας 965,87 € + επίδομα Κυριακών 212,49 € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 € + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 367,71 κατόπιν στρογγυλοποίησης όπως βασίμως υποστηρίζει ο ενάγων με τον δεύτερο λόγο έφεσης και όχι το ποσό των ευρώ 367,70 που δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης του ενάγοντος, κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2019 έως 6.10.2019 [(ευρώ 5.733,04 για υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος από 1-5-2019 έως 6-10-2019/159 ημέρες εργασίας εν λόγω χρονικού διαστήματος από 1-5-2019 έως 6-10-2019 επί 30=) 1.081,70 και όχι το ποσό των ευρώ 1.105,87, όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του πέμπτο λόγο έφεσης της εναγομένης, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση =] 3.263,81 επί 2/25 επί (158 ημέρες εργασίας για τις οποίες ο ενάγων αξιώνει αναλογία του εν λόγω επιδόματος κατά το εν λόγω διάστημα δια 19=) 8,31 δεκαεννιαήμερα=} 2.169,78 και (ii) Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019, στα πλαίσια της τέταρτης των ενδίκων ναυτολογήσεων (διάρκειας αυτής από 6.12.2019 έως 2.2.2020) και δη για το χρόνο απασχόλησης του ενάγοντος κατά το χρονικό διάστημα από 6.12.2019 έως 31.12.2019, το ποσό των ευρώ: {[μισθός ενεργείας 965,87 € + επίδομα Κυριακών 212,49 € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 € + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 367,71 κατόπιν στρογγυλοποίησης όπως βασίμως υποστηρίζει ο ενάγων με τον δεύτερο λόγο έφεσης και όχι το ποσό των ευρώ 367,70 που δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, στα πλαίσια της τέταρτης ναυτολόγησης του ενάγοντος, κατά το χρονικό διάστημα από 6.12.2019 έως 31.12.2019 [(ευρώ 856,82 για υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος από 6.12.2019 έως 31.12.2019/26 ημέρες εργασίας εν λόγω χρονικού διαστήματος από 6.12.2019 έως 31.12.2019 επί 30=) 988,64 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι το ποσό των ευρώ 1.105,87, όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του πέμπτο λόγο έφεσης της εναγομένης, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση =] 3.170,75 επί 2/25 επί (26 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 19=) 1,36 δεκαεννιαήμερα=} 344,98 (κατόπιν στρογγυλοποίησης). Συνολικά για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019 από την εργασία του στο ανωτέρω πλοίο στα πλαίσια της δεύτερης και τέταρτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, για συνολικά εκατόν ογδόντα τέσσερις ημέρες εργασίας όπως βασίμως υποστηρίζει ο ενάγων με τον δεύτερο λόγο έφεσης, οπότε το πλοίο ήταν δρομολογημένο και εκτελούσε ακτοπλοϊκούς πλόες εντός των ελληνικών λιμένων, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ (2.169,78 + 344,98 =) 2.514,76 και όχι το ποσό των ευρώ 3.917,68 κατά τον δεύτερο λόγο έφεσης του ενάγοντος, ούτε το ποσό των ευρώ 2.517,52 όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του πέμπτο λόγο έφεσης της εναγομένης, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Έναντι του ποσού αυτού, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, αφού δέχθηκε ως βάσιμη στην ουσία της την περί μερικής καταβολής ένσταση της εναγομένης, απορριπτομένου ως αβασίμου κατά τούτο του πέμπτου λόγου έφεσης αυτής (εναγομένης), με τον οποίο, εκτιμώμενος, πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση ότι δήθεν δεν έλαβε υπόψη της την ένστασή της περί μερικής καταβολής, ο ενάγων έλαβε το ποσό ων ευρώ 1.221,55. Ως εκ τούτου, η εναγομένη συνεχίζει να του οφείλει ως υπόλοιπο αναλογίας δώρου Χριστουγέννων 2019 το ποσό των ευρώ (2.514,76 μείον 1.221,55 =) 1.293,21 και όχι το ποσό των ευρώ 1.295,71 όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του πέμπτο λόγο έφεσης της εναγομένης δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. [Γ] Για αναλογία Δώρου Πάσχα 2020 (i) Για αναλογία δώρου Πάσχα 2020, κατά την απασχόληση του ενάγοντος στα πλαίσια της τέταρτης ναυτολόγησης αυτού στο ανωτέρω πλοίο (η οποία διήρκησε από 6.12.2019 έως 2.2.2020), για το χρονικό διάστημα εργασίας του από 1-1-2020 έως 2-2-2020, το ποσό των ευρώ: [μισθός ενεργείας 965,87 € + επίδομα Κυριακών 212,49 € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 € + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 367,71 κατόπιν στρογγυλοποίησης όπως βασίμως υποστηρίζει ο ενάγων με τον δεύτερο λόγο έφεσης και όχι το ποσό των ευρώ 367,70 που δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2020 έως 2-2-2020 [(ευρώ 1.289,40 δικαιούμενη αμοιβή του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2020 έως 2-2-2020/33 ημέρες εργασίας εν λόγω χρονικού διαστήματος επί 30=) 1.172,18 και όχι το ποσό των ευρώ 1.105,87, όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης του ενάγοντος, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση =] 3.354,29 δια 2 επί 1/15 επί (33 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 8=) 4,12 οκταήμερα=] 460,65 και (ii) Για αναλογία δώρου Πάσχα 2020, κατά την απασχόληση του ενάγοντος στα πλαίσια της πέμπτης ναυτολόγησης αυτού στο ανωτέρω πλοίο (η οποία διήρκησε από 18.2.2020 έως 20.2.2020), το ποσό των ευρώ: [μισθός ενεργείας 965,87 € + επίδομα Κυριακών 212,49 € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 € + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 367,71 κατόπιν στρογγυλοποίησης όπως βασίμως υποστηρίζει ο ενάγων με τον δεύτερο λόγο έφεσης και όχι το ποσό των ευρώ 367,70 που δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2020 έως 2-2-2020 [(ευρώ 55,84 δικαιούμενη αμοιβή του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση κατά το χρονικό διάστημα από 18.2.2020 έως 20.2.2020/3 ημέρες εργασίας εν λόγω χρονικού διαστήματος επί 30=) 558,39 και όχι το ποσό των ευρώ 1.105,87, όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του πέμπτο λόγο έφεσης της εναγομένης, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση =] 2.740,50 δια 2 επί 1/15 επί (3 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 8=) 0,37 οκταήμερα=] 33,80 κατόπιν στρογγυλοποίησης). Συνολικά, για αναλογία επιδόματος εορτών Πάσχα 2020 από την εργασία του στο ανωτέρω πλοίο στα πλαίσια της τέταρτης και πέμπτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, οπότε το πλοίο ήταν δρομολογημένο και εκτελούσε ακτοπλοϊκούς πλόες εντός των ελληνικών λιμένων, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ (460,65 + 33,80 =) 494,45 και όχι το ποσό των ευρώ 478,94 όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης του ενάγοντος, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Έναντι του ποσού αυτού, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, αφού δέχθηκε ως βάσιμη στην ουσία της την περί μερικής καταβολής ένσταση της εναγομένης, απορριπτομένου ως αβασίμου κατά τούτο του πέμπτου λόγου έφεσης αυτής (εναγομένης), με τον οποίο, εκτιμώμενος, πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση ότι δήθεν δεν έλαβε υπόψη της την ένστασή της περί μερικής καταβολής, ο ενάγων έλαβε το ποσό ων ευρώ 230,15 και δη το ποσό των ευρώ 203,28 την 31.1.2020, το ποσό των ευρώ 13,55 την 2.2.2020 και το ποσό των ευρώ 13,32 την 29.2.2020, όπως αποδεικνύεται από τις σχετικές αποδείξεις μισθοδοσίας, δύο εκ των οποίων φέρουν τη μη αμφισβητούμενη υπογραφή του ενάγοντος και για την καταβολή της 2.2.2020 προσκομίζεται αποδεικτικό κατάθεσης στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, τραπεζική κατάθεση την οποία ο ενάγων δεν αμφισβητεί ειδικώς. Επομένως, τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του ο ισχυρισμός του ενάγοντος που περιέχεται στον δεύτερο λόγο έφεσης ότι για την εν λόγω αιτία έλαβε μόλις το ποσό των ευρώ 216,00. Ως εκ τούτου, η εναγομένη συνεχίζει να του οφείλει ως υπόλοιπο αναλογίας δώρου Πάσχα 2020 το ποσό των ευρώ (494,45 μείον 230,15=) 264,30 και όχι το ποσό των ευρώ 248,79 όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του δεύτερο λόγο έφεσης του ενάγοντος, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Τέλος, [Δ] για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2020, στα πλαίσια της έβδομης των ενδίκων ναυτολογήσεων (διάρκειας αυτής από 28.7.2020 έως 11.9.2020), οπότε το πλοίο ήταν δρομολογημένο και εκτελούσε ακτοπλοϊκούς πλόες εντός των ελληνικών λιμένων, το ποσό των ευρώ: {[μισθός ενεργείας 965,87 € + επίδομα Κυριακών 212,49 € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 € + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 367,71 κατόπιν στρογγυλοποίησης όπως βασίμως υποστηρίζει ο ενάγων με τον δεύτερο λόγο έφεσης και όχι το ποσό των ευρώ 367,70 που δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, στα πλαίσια της έβδομης ναυτολόγησης του ενάγοντος, κατά το χρονικό διάστημα από 28.7.2020 έως 11.9.2020 [(ευρώ 1.663,60 για υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος από 28.7.2020 έως 11.9.2020/46 ημέρες εργασίας εν λόγω χρονικού διαστήματος από 28.7.2020 έως 11.9.2020 επί 30=) 1.084,96 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι το ποσό των ευρώ 1.105,87, όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του πέμπτο λόγο έφεσης της εναγομένης, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση =] 3.267,07 επί 2/25 επί (46 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 19=) 2,42 δεκαεννιαήμερα=} 632,50 και όχι το ποσό των ευρώ 979,44 κατά τον δεύτερο λόγο έφεσης του ενάγοντος, ούτε το ποσό των ευρώ 636,55 όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του πέμπτο λόγο έφεσης της εναγομένης, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Έναντι του ποσού αυτού, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, αφού δέχθηκε ως βάσιμη στην ουσία της την περί μερικής καταβολής ένσταση της εναγομένης, απορριπτομένου ως αβασίμου κατά τούτο του πέμπτου λόγου έφεσης αυτής (εναγομένης), με τον οποίο, εκτιμώμενος, πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση ότι δήθεν δεν έλαβε υπόψη της την ένστασή της περί μερικής καταβολής, ο ενάγων έλαβε το ποσό ων ευρώ 300,50. Ως εκ τούτου, η εναγομένη συνεχίζει να του οφείλει ως υπόλοιπο αναλογίας δώρου Χριστουγέννων 2020 το ποσό των ευρώ (632,50 μείον 300,50 =) 332,00 και όχι το ποσό των ευρώ 336,05 όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του πέμπτο λόγο έφεσης της εναγομένης δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Συνολικά, για υπόλοιπο αναλογίας επιδομάτων εορτών Πάσχα ετών 2019 και 2020 και εορτών Χριστουγέννων 2019 και 2020, στα πλαίσια της δεύτερης, τέταρτης, πέμπτης και έβδομης των ενδίκων ναυτολογήσεων οπότε το πλοίο ήταν δρομολογημένο και εκτελούσε ακτοπλοϊκούς πλόες εντός των ελληνικών λιμένων, το ποσό των ευρώ [358,79 + 1.293,21 + 264,30 + 332,00 =] 2.248,30. Οι αιτιάσεις της εναγομένης ότι ο ενάγων κανένα ποσό δεν εδικαιούτο, διότι είχε συμφωνηθεί μηνιαίος «κλειστός» μισθός και στο ποσό αυτό περιλαμβάνονταν και η κατά μήνα αναλογία των ανωτέρω δώρων εορτών, τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του ως ανωτέρω αναλύεται, προς αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων.
[IV] Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, υπό του τίτλου «Διανυκτέρευση εις λιμένα» «1. Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνας Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν. 2. Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1. 3. Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή.». Η μνεία στο ημερολόγιο γέφυρας των χορηγούμενων στα μέλη του πληρώματος αδειών διανυκτέρευσης, συνιστά νόμιμη υποχρέωση του πλοιάρχου κάθε ακτοπλοϊκού πλοίου, που θεσπίστηκε όχι μόνο για λόγους ασφάλειας των πλόων του, δια της συμμετοχής σ’ αυτούς επαρκούς για την αξιοπλοΐα του αριθμού ναυτικών, αλλά και για αποδεικτικούς λόγους (ΕΠ 464/2021 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Εν προκειμένω, ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του, ισχυρίσθηκε ότι, η εναγομένη, κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2019 έως 31.1.2019, από 15.3.2019 έως 5.10.2019, από 6.12.2019 έως 2.2.2019, από 18.2.2020 έως 19.2.2020 και από 28.7.2020 έως 11.9.2020, δεν του χορήγησε, όπως προβλέπεται κατά τους ορισμούς του άρθρου 16 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ, είκοσι τρεις [23] συνολικά διανυκτερεύσεις. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο [α] απέρριψε ως αβάσιμη την απαίτηση του ενάγοντος για αποζημίωση λόγω μη λήψης άδειας διανυκτέρευσης όσον αφορά στον μήνα Ιανουάριο 2019, διότι, κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, το εν λόγω πλοίο, κατά τον εν λόγω μήνα, εκτελούσε μεσογειακούς πλόες, [β] απέρριψε σιωπηρά τον ισχυρισμό του ενάγοντος ότι αυτός εδικαιούτο δύο διανυκτερεύσεις καθ’ έκαστο των μηνών Μαρτίου, Οκτωβρίου, Δεκέμβριου του έτους 2019, Φεβρουάριου 2020 και μία διανυκτέρευση τον μήνα Σεπτέμβριο 2020 και [γ] αφού, κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, ο ενάγων, κατά τις ένδικες ναυτολογήσεις, οπότε ετύγχανε εφαρμοστέα η ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019, εδικαιούτο δώδεκα συνολικά ημέρες διανυκτέρευσης και δη δύο φορές κατά τους μήνες Απρίλιο, Μάιο, Ιούνιο του έτους 2019 και Ιανουάριο 2020 και μία διανυκτέρευση κατά τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο, Σεπτέμβριο έτους 2019 και Αύγουστο 2020, δέχθηκε ακολούθως ότι ο ενάγων έλαβε σχετική άδεια διανυκτέρευσης τέσσερις ημέρες και δη κατά το χρονικό διάστημα από 8.8.2019 έως 10.8.2019 και από 21.5.2019 έως 25.5.2019, με αποτέλεσμα να δικαιούται αποζημιώσεως για μη χορήγηση οκτώ διανυκτερεύσεων και δη το ποσό των ευρώ 351,22. Πλην όμως ακολούθως απέρριψε ως αβάσιμη την εν λόγω απαίτηση του ενάγοντος, αφού δέχθηκε ως βάσιμη στην ουσία της την περί καταβολής ένσταση της εναγομένης κατά το αντίστοιχο ποσό, αφού κατά το αποδεικτικό της πόρισμα για την εν λόγω αιτία η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των 395,99 ευρώ. Το αποδεικτικό αυτό συμπέρασμα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πλήττει ο ενάγων με τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσής του, ο οποίος τυγχάνει επαρκώς ορισμένος, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού που περιέχεται στις έγγραφες προτάσεις της εναγομένης (σελ. 10 προτάσεων αυτής που κατέθεσε επί της εφέσεως του ενάγοντος), για κακή εκτίμηση των αποδείξεων αλλά και κακή εφαρμογή και ερμηνεία της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 16 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, ισχυριζόμενος ότι, εσφαλμένως υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως απερρίφθη η αγωγή του καθό μέρος αυτός αξίωνε αποζημίωση για μη ληφθείσες δύο διανυκτερεύσεις καθ’ έκαστο των μηνών Μάρτιο, Οκτώβριο, Δεκέμβριο του έτους 2019, Φεβρουάριο 2020 και μία διανυκτέρευση για τον μήνα Σεπτέμβριο 2020. Εν προκειμένω, απεδείχθη ότι κατά τον μήνα Οκτώβριο 2019 ο ενάγων εργάσθηκε καθόν χρόνο το ανωτέρω πλοίο ήταν δρομολογημένο στους ακτοπλοϊκούς πλόες μόλις έξι ημέρες, κατά τον μήνα Φεβρουάριο 2020 στα πλαίσια της τέταρτης των ενδίκων ναυτολογήσεων μόλις δύο ημέρες και στα πλαίσια της πέμπτης τοιαύτης, μόλις τρεις ημέρες. Επίσης, τον μήνα Σεπτέμβριο 2020 ο ενάγων εργάσθηκε ένδεκα ημέρες. Ως εκ τούτου, η εκκαλουμένη απόφαση, ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 16 της ανωτέρω ΣΣΝΕ και ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις, απέρριψε έστω και σιωπηρά το αίτημα του ενάγοντος περί αποζημίωσης αυτού λόγω μη χορήγησης άδειας διανυκτέρευσης υπό της εναγομένης για τους εν λόγω μήνες [Μάρτιο, Οκτώβριο, Δεκέμβριο του έτους 2019, Φεβρουάριο και Σεπτέμβριο 2020], εφόσον τους μήνες αυτούς, ο ενάγων δεν εργάσθηκε έναν μήνα κατά τον μήνα Σεπτέμβριο 2020 για τον οποίο εδικαιούτο μία άδεια διανυκτέρευσης και τουλάχιστον δέκα πέντε ημέρες τους λοιπούς ως άνω μήνες, οπότε εδικαιούτο δύο άδειες διανυκτέρευσης. Αντίθετα, κατά τον μήνα Μάρτιο του έτους 2019, οπότε απεδείχθη ότι ο ενάγων εργάσθηκε επί είκοσι πέντε ημέρες, καθώς επίσης και κατά τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2019, οπότε ομοίως ο ενάγων αποδείχθηκε ότι εργάσθηκε επί είκοσι πέντε ημέρες, ήτοι διάστημα πλέον του ημίσεως των εν λόγω μηνών, ο ενάγων εδικαιούτο, για έκαστο των ανωτέρω, δύο μηνών, μία άδεια διανυκτερεύσεως. Πράγματι, κατά την αληθή έννοια της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 16 της Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, κατά τους μήνες κατά τους οποίους ο εργαζόμενος – ναυτικός δικαιούται δύο άδειες διανυκτερεύσεως, όπως εν προκειμένω, εφόσον αυτός (ναυτικός – εργαζόμενος) απασχολήθηκε επί δέκα πέντε ημέρες ήτοι για διάστημα μισού μηνός (άρθρο 244 εδ.β ΑΚ), θεμελιώνει δικαίωμα προς λήψη μίας άδειας διανυκτέρευσης. Μάλιστα, εν προκειμένω, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα κατά τον μήνα Μάρτιο 2019, αποζημίωση για μη χορηγηθείσα διανυκτέρευση, εκ ποσού ευρώ 48,64, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από 31.3.2019 απόδειξη μισθοδοσίας του ενάγοντος. Από τη συνεκτίμηση εξ άλλου του συνόλου των αποδείξεων, αποδεικνύεται ότι, πράγματι κατά τους ανωτέρω μήνες Μάρτιο και Δεκέμβριο του έτους 2019, δεν εξασφαλίσθηκαν για τον ενάγοντα οι προβλεπόμενες από το άρθρο 16 της ΣΣΝΕ διανυκτερεύσεις του στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου. Περί τούτου, σαφής ήταν η ένορκη κατάθεση του μάρτυρος του ενάγοντος κατά την οποία «… Θέλω να προσθέσω ότι διανυκτερεύσεις δεν μας έδιναν τις νόμιμες …», η αλήθεια της οποίας ενισχύεται όσον αφορά στον μήνα Μάρτιο 2019 και από το γεγονός ότι, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη απόδειξη μισθοδοσίας μηνός Μαρτίου 2019, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα σχετική αποζημίωση για μη χορήγηση άδειας διανυκτέρευσης, αναγνωρίζοντας τοιουτοτρόπως ότι δεν του χορήγησε τη νόμιμη άδεια μίας διανυκτέρευσης που ο ενάγων εδικαιούτο για τον εν λόγω μήνα υπηρεσίας του. Σε κάθε περίπτωση, η αλήθεια της ανωτέρω ενόρκου καταθέσεως του μάρτυρος του ενάγοντος, ενισχύεται και από το γεγονός ότι, εάν πράγματι είχαν χορηγηθεί οι εν λόγω άδειες διανυκτέρευσης κατά τους εν λόγω μήνες (Μάρτιο και Δεκέμβριο 2019) τούτο προδήλως θα είχε καταχωρηθεί στο Ημερολόγιο του πλοίου και θα είχε επικυρωθεί η σχετική εγγραφή από την αρμόδια Λιμενική Αρχή, όπως άλλωστε επιτάσσει η παράγραφος 3 του άρθρου 16 της ΣΣΝΕ και προς κατοχύρωση της εναγομένης, γεγονός το οποίο από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προσεπιβεβαιώθηκε ότι έλαβε χώρα, στη συγκεκριμένη περίπτωση. Μάλιστα, η εναγομένη προσεκόμισε σχετικές καταχωρήσεις στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου όσον αφορά στις άδειες διανυκτέρευσης που χορηγήθηκαν στον ενάγοντα κατά τον μήνα Μάιο 2019 και Αύγουστο 2019, δίχως αντίστοιχα να προσκομίζει σχετικές εγγραφές και για τους ανωτέρω μήνες. Σε αντίθετη κρίση, το Δικαστήριο δεν δύναται να αχθεί από την ένορκη κατάθεση του εξετασθέντος με επιμέλεια της εναγομένης μάρτυρος, …………., κατά την οποία ο ενάγων ελάμβανε κανονικά άδεια διανυκτέρευσης εφόσον το ζητούσε, καθώς επίσης ότι όλο το πλήρωμα ελάμβανε άδεια διανυκτέρευσης τις ημέρες που το πλοίο διανυκτέρευε είτε στο λιμάνι προορισμού είτε στο λιμάνι αφετηρίας, διότι η ίδια η εναγομένη, ειδικώς όσον αφορά τους εν λόγω μήνες (Μάρτιο 2019 και Δεκέμβριο 2019) που τυγχάνουν επίδικοι [η εκκαλουμένη απόφαση δεν επλήγη καθό μέρος έγινε υπ’ αυτής δεκτό ότι ο ενάγων εδικαιούτο οκτώ ημέρες άδειας διανυκτερεύσεις, ως αναλύεται ανωτέρω], στη σελίδα 10 των προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, [όσον αφορά ειδικώς τους εν λόγω μήνες (Μάρτιο 2019 και Δεκέμβριο 2019] υποστήριξε ότι, ο ενάγων δεν εδικαιούτο αδείας διανυκτερεύσεως εκτός του πλοίου, εκ του γεγονότος ότι δεν είχε συμπληρώσει έναν μήνα εργασίας, ισχυρισμός που δεν υιοθετείται εν προκειμένω από το παρόν Δικαστήριο. Όσον αφορά στους υπόλοιπους μήνες των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος, η εναγομένη αναφέρει στις εν λόγω προτάσεις της ότι ο ενάγων, όπως και τα λοιπά μέλη του πληρώματος, διανυκτέρευε εκτός πλοίου καθόν χρόνο το πλοίο διανυκτέρευε στο λιμάνι. Ως εκ τούτου, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τρίτο λόγο έφεσης του ενάγοντος, ο ενάγων εδικαιούτο, κατά τα άνω, αποζημιώσεως για τις εν λόγω δύο [2] ημέρες αδείας διανυκτερεύσεως που δεν του χορηγήθηκαν, ανερχομένη στο ποσό των ευρώ [(965,87 € ο μισθός ενεργείας X 1/22 X 2 διανυκτερεύσεις=] 87,81 (κατόπιν στρογγυλοποίησης). Επιπλέον του ποσού αυτού, όπως έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση η οποία δεν επλήγη, ο ενάγων εδικαιούτο και το ποσό των ευρώ 351,22 ως αποζημίωση για οκτώ άδειες διανυκτέρευσης, εκ των συνολικά δώδεκα αδειών διανυκτέρευσης που κατά το αποδεικτικό της πόρισμα εδικαιούτο ο ενάγων (αφορώσες δύο για έκαστο των μηνών Απρίλιο, Μάιο, Ιούνιο του έτους 2019, Ιανουάριο του έτους 2020 και μία για έκαστο των μηνών Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο 2019). Συνολικά, επομένως, για την εν λόγω αιτία ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ (351,22 + 87,81=) 439,03, έναντι του οποίου, όπως βασίμως ισχυρίζεται η εναγομένη με τις έγγραφες προτάσεις της και αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας ο ενάγων έλαβε το ποσό των ευρώ 48,64 τον μήνα Μάρτιο 2019, το ποσό των ευρώ 86,52 τον μήνα Απρίλιο 2019, το ποσό των ευρώ 86,51 τον μήνα Ιούνιο 2019, το ποσό των ευρώ 42,61 τον μήνα Ιούλιο 2019, το ποσό των ευρώ 82,10 τον μήνα Ιανουάριο 2019, το ποσό των ευρώ 43,90 τον μήνα Αύγουστο 2020 και το ποσό των ευρώ 5,71 τον μήνα Σεπτέμβριο 2020 και συνολικά, το ποσό των ευρώ 395,99 και όχι μόνον το ποσό των ευρώ 395,57, όπως υποστηρίζει ο ενάγων στα πλαίσια του τρίτου λόγου της ένδικης έφεσής του. Ως εκ τούτου, για την εν λόγω αιτία, η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ (439,03 μείον 395,99 =) 43,04.
[V] Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 72, 75 εδαφ. δ΄ και 76 του Ν. 3816/1958 «Περί κυρώσεως του Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α΄ 32/28.2.1958), όπως ίσχυσαν από της εισαγωγής του ΚΙΝΔ, προκύπτει ότι, στον ναυτικό του οποίου, χωρίς να βαρύνεται με υπαιτιότητα, η σύμβαση εργασίας καταγγέλλεται από τον πλοίαρχο, οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις πάσης φύσεως πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του. Μειωμένη αποζημίωση, πάντως όχι κατώτερη του μισθού δεκαπέντε (15) ημερών, προέβλεπε και η διάταξη του άρθρου 77 του ΚΙΝΔ, για την περίπτωση, μεταξύ άλλων και του, επί δεκαπενθήμερο τουλάχιστον, παροπλισμού του πλοίου, ο οποίος (παροπλισμός) έχει την έννοια της παραμονής του πλοίου αργού στο λιμένα, είτε ελλείψει συμφέροντος ναύλου, είτε προς διενέργεια επισκευών για τη διατήρηση ή ανανέωση της κλάσης του (ΕφΠειρ. 346/2011, ΕΝαυτΔ 2011/271, ΕφΠειρ. 929/2001, ΕΝαυτΔ 2001/15, ΕφΠειρ. 1252/1997, ΕΝαυτΔ 1997/461, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 77, σελ. 389, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 359, ο ίδιος, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 1982, άρθρο 77, σελ. 268). Στις περιπτώσεις παροπλισμού του πλοίου, έχει γίνει νομολογιακώς δεκτό ότι, υπάγεται και η υποβολή του σε ετήσια επιθεώρηση, διενεργούμενη προς ανανέωση των πιστοποιητικών της αξιοπλοΐας του και η, για την αιτία αυτή, διακοπή των πλόων του (ΜονΕφΠειρ. 429/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 440/2006, ΕΝαυτΔ 2006/367). Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η παύση (οριστική ή προσωρινή) των δρομολογίων του πλοίου, δηλαδή η ακινητοποίησή του, συνιστά ανυπαίτιο για το ναυτικό λόγο καταγγελίας της σύμβασής του, εφόσον αυτή δεν είχε συμφωνηθεί κατά πλου ή για ορισμένο αριθμό ταξιδιών, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η παραπάνω αποζημίωση. Με τη διάταξη του άρθρου 174 § 3 του μεταγενέστερου Ν.Δ. 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), που αναφέρεται στην επιτρεπτή διακοπή [μεταξύ άλλων και] των τακτικών δρομολογίων του πλοίου, εκείνων δηλαδή που έχουν εγκριθεί με διοικητική πράξη για ορισμένη χρονική περίοδο, ορίστηκε ότι, δεν δικαιούνται της, κατά τα άρθρα 75 και 76 ΚΙΝΔ, αποζημιώσεως, οι ναυτικοί που απολύονται λόγω διακοπής των δρομολογίων αυτών, εφόσον ναυτολογηθούν στο ίδιο πλοίο ή δεν αποδεχθούν την προσφερόμενη από τον εργοδότη επαναναυτολόγησή τους υπό τους αυτούς, όπως και προηγουμένως, όρους, εντός ορισμένης προθεσμίας από της απόλυσής τους. Η εν λόγω διάταξη αφορούσε μόνο στις περιπτώσεις διακοπής των εγκεκριμένων δρομολογίων, δηλαδή της προσωρινής παύσης εκτέλεσής τους, μολονότι υφίσταται δυνατότητα επανάληψής τους. Η δε νομοθετική αποστέρηση του δικαιώματος της αποζημίωσης των άρθρων 75 και 76 του ΚΙΝΔ αλλά, για την ταυτότητα του νομικού λόγου και της διάταξης του άρθρου 77 του ιδίου Κώδικα, όταν ο παροπλισμός του πλοίου οφείλεται στην υποβολή του σε ετήσια επιθεώρηση, θεμελιώθηκε στην αντίληψη ότι, στις προβλεπόμενες από το άρθρο 173 του ΚΔΝΔ περιπτώσεις διακοπής των τακτικών δρομολογίων και, συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις της ετήσιας επιθεώρησης του πλοίου για χρονικό διάστημα μέχρι εξήντα [60] ημερών, δυνάμενο υπό τους νομίμους όρους να παραταθεί επί τριάντα [30] ακόμη ημέρες, της ανάγκης αποκατάστασης ζημίας ή βλάβης και της συνδρομής εξαιρετικών αναγκών ή ανώτερης βίας ή άλλης σοβαρής αιτίας, όπως οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες, η απόλυση του ναυτικού δεν πρέπει να αποδοθεί σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αφού η μεν υποβολή του πλοίου σε ετήσια επιθεώρηση αποτελεί νόμιμη υποχρέωσή του, οι δε λοιπές περιστάσεις που επιβάλλουν τη διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων του πλοίου, δεν προκαλούνται από τον ίδιο, ούτε ανάγονται στη σφαίρα ευθύνης του. Για το λόγο αυτό, ορίστηκε με την ανωτέρω διάταξη ότι, ο εργοδότης (πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής) ενέχεται σε αποζημίωση του απολυόμενου για τις αιτίες αυτές ναυτικού, μόνον εφόσον δεν τον επαναπροσλάβει εντός σαράντα [40] ημερών από την απόλυσή του συνεπεία, είτε της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του, είτε της επέλευσης των λοιπών γεγονότων, αν και μετά την πάροδο του προσωρινού κωλύματος ναυσιπλοΐας, το πλοίο δύναται να επαναλάβει τα δρομολόγιά του, σύμφωνα με την εγκριτική αυτών διοικητική πράξη. Αν η διάταξη αυτή δεν είχε θεσπιστεί, θα παραγόταν υποχρέωση του εργοδότη να αποζημιώσει τον απολυόμενο ναυτικό, κατά τα άρθρα 75 εδαφ. δ΄ και 77 του ΚΙΝΔ, σε κάθε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο λόγω παύσης των δρομολογίων του πλοίου, εγκεκριμένων ή μη, οριστικής ή ακόμα και προσωρινής, διαρκούσης βέβαια, στη δεύτερη περίπτωση, δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες. Αντιθέτως, με την εν λόγω διάταξη του ΚΔΝΔ, ο απολυόμενος ναυτικός αποκτά δικαίωμα αποζημίωσης μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου από την απόλυσή του και με τη συνδρομή μιας αρνητικής προϋποθέσεως, της μη επαναπρόσληψής του μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας και, επιπλέον, εφόσον τα δρομολόγια που εκτελούσε πριν την απόλυσή του ήταν διοικητικώς εγκεκριμένα. Ειδικώς, επί επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων οι ΣΣΝΕ, που συνάπτονται για να καθορίσουν τους όρους εργασίας και αμοιβής των πληρωμάτων τους, περιλαμβάνουν παγίως, από το έτος 1993 τουλάχιστον, διάταξη (άρθρο 27), η οποία επαναλήφθηκε και ΣΣΝΕ 2019, ορίζουσα ότι: «Σε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιονδήποτε λόγο, πέραν των εξήκοντα [60] ημερών, καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο [22] ημερών». Ο όρος «διακοπή των πλόων», του οποίου γίνεται χρήση στη διάταξη αυτή, έχει την ίδια έννοια με τον όρο «διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων» του άρθρου 174 ΚΔΝΔ και σημαίνει την προσωρινή παύση των δρομολογίων που έχουν εγκριθεί για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο λόγος της διακοπής τους που προβλέπεται στο άρθρο 173 ΚΔΝΔ, θα μπορούσαν να συνεχιστούν μέχρι του πέρατος ισχύος της εγκριτικής τους πράξης (ΜονΕφΠειρ. 138/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 329/2003, ΔΕΕ 2004/82). Η ίδια διάταξη της ανωτέρω ΣΣΝΕ κρίθηκε νομολογιακά ευμενέστερη τόσο για τους ναυτικούς, που δικαιούνται αποζημιώσεως αν δεν επαναπροσληφθούν σε πλοίο που συνεχίζει τους πλόες του μετά τη διακοπή τους, ανεξαρτήτως αν η αιτία της διακοπής αυτής περιλαμβάνεται η όχι στην περιοριστική απαρίθμηση του άρθρου 173 ΚΔΝΔ, όσο και για τους εργοδότες, αφού παρατείνει το χρόνο υποχρεωτικής (και άνευ δικαιώματος αποζημιώσεως) αναμονής των ναυτικών για την επαναπρόσληψή τους στις εξήντα [60] ημέρες, λαμβάνοντας υπόψη την ισόχρονη ανοχή του νόμου για τη διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων στην, συνηθέστερη στην πράξη, περίπτωση της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του, που, όπως εκτέθηκε, συνιστά παροπλισμό του κατά την έννοια του άρθρου 77 ΚΙΝΔ [ΜΕΠ 464/2021 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ]. Εν τούτοις, όπως ορίζεται και στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4948/2022, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 173 του ΚΔΝΔ (ΝΔ 187/1973), καταργήθηκε σιωπηρά με τις διατάξεις του άρθρου δεύτερου παρ.4 και άρθρου έκτου παρ.1 έως και 5 του Ν. 2932/2001, καθώς επίσης καταργήθηκε και η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 174 του ΚΔΝΔ (ΝΔ 187/1973) με τις διατάξεις του άρθρου τετάρτου α παρ.6 και άρθρου έκτου παρ.6 έως 8 του Ν. 2932/2001, διατάξεις (άρθρα πρώτο έως ένατο, ενδέκατο και εικοστό όγδοο παρ.1 του Ν. 2932/2001), οι οποίες ήδη καταργήθηκαν με το άρθρο 48 περ.γ του Ν. 4948/2022. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου πρώτου του Ν. 2932/2001 υπό τον τίτλο «Θαλάσσιες μεταφορές από ή προς λιμένες νησιών» προβλέφθηκε ότι «1. Από την 1η Νοεμβρίου 2002 είναι ελεύθερη η παροχή υπηρεσιών θαλάσσιων μεταφορών που: α) παρέχονται έναντι αμοιβής από πλοιοκτήτη Κράτους – Μέλους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Ε.Κ.) ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (Ε.Ο.Χ.) ή της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (Ε.Ζ.Ε.Σ.), εκτός από την Ελβετία, και β) εκτελούνται μεταξύ λιμένων της ηπειρωτικής χώρας και νησιών ή μεταξύ λιμένων νησιών, από επιβατηγά και οχηματαγωγά πλοία, επιβατηγά ή φορτηγά, δρομολογημένα σε τακτική γραμμή επιβατικών μεταφορών και πορθμείων, καθώς και από πλοία που έχουν ολική χωρητικότητα μέχρι εξακόσιες πενήντα μονάδες υπολογισμού, σύμφωνα με τη διεθνή σύμβαση “Για την καταμέτρηση της χωρητικότητας των πλοίων του 1969″, την οποία κύρωσε ο ν, 1373/1983 (ΦΕΚ 92 Α), εφόσον τα πλοία αυτά είναι νηολογημένα στην Ελλάδα ή άλλο Κράτος – Μέλος της Ε.Κ. ή του Ε.Ο.Χ. ή της Ε,Ζ,Ε,Σ” εκτός από την Ελβετία, και φέρουν τη σημαία του.». Κατά τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου Τρίτου του ιδίου Νόμου υπό τον τίτλο «Τακτική δρομολόγηση – Προϋποθέσεις», προβλέφθηκε ότι «1. Η δρομολόγηση επιβατηγού και οχηματαγωγού, επιβατηγού ή φορτηγού πλοίου γίνεται για περίοδο ενός έτους, που αρχίζει την 1η Νοεμβρίου (τακτική δρομολόγηση).». Κατά τις διατάξεις του άρθρου έκτου του ιδίου Νόμου, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 Ν. 4676/2020 (ΦΕΚ A 67/19.3.2020) υπό τον τίτλο «Εκτέλεση και διακοπή δρομολογίων» «1. Η εκτέλεση των δρομολογίων που ανακοινώνονται είναι υποχρεωτική. 2. Ο πλοιοκτήτης ή περισσότεροι πλοιοκτήτες από κοινού δεν μπορούν να μεταβάλουν μονομερώς τα δρομολόγια, ούτε τον προγραμματισμένο χρόνο διακοπής τους. Η μεταβολή των δρομολογίων, συμπεριλαμβανομένης της δρομολογιακής γραμμής και του προγραμματισμένου χρόνου διακοπής τους, επιτρέπεται αν υποβάλλουν σχετικό αίτημα και κριθεί, με απόφαση του Υπουργού, ύστερα από γνώμη του Σ.Α.Σ., ότι δεν διαταράσσεται η εξυπηρέτηση της γραμμής, ούτε δημιουργούνται διακρίσεις σε βάρος άλλων πλοιοκτητών, με την αποδοχή του αιτήματος. Για τη διατύπωση της γνώμης προς το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, το Σ.Α.Σ. δεσμεύεται από τις αρχές που προβλέπονται στον Κανονισμό Αρχών και Λειτουργίας του Σ.Α.Σ. … 3. Διακοπή εκτέλεσης των δρομολογίων επιτρέπεται: α) Για χρονικό διάστημα μέχρι 60 ημέρες εντός του οποίου διενεργείται υποχρεωτικά, εφόσον απαιτείται, και η ετήσια επιθεώρηση του πλοίου. Το χρονικό αυτό διάστημα δύναται: i) Να αυξηθεί με απόφαση των αρμόδιων αρχών για λόγους ανωτέρας βίας, όπως γενική ή μερική απεργία, εμπορικός αποκλεισμός εισαγωγής ή μεταφοράς αναγκαίων υλικών, φυσικές καταστροφές, που επηρεάζουν άμεσα την πρόοδο και την αποπεράτωση των εργασιών του πλοίου, για ίσο χρονικό διάστημα διάρκειας των λόγων αυτών, ύστερα από αίτημα του πλοιοκτήτη από το οποίο προκύπτει επαρκώς και τεκμηριωμένα η επέλευση και η διάρκεια των λόγων ανωτέρας βίας. ιι) Να κατανεμηθεί ανεξαρτήτως του συνολικού αριθμού ημερών ανά πλοίο ως ακολούθως: … β) Για αποκατάσταση ζημίας ή βλάβης και για χρονικό διάστημα που κρίνεται αναγκαίο γι` αυτήν. γ) Για εκτέλεση μετασκευών ή διαρρυθμίσεων ή αντικατάσταση των κύριων μηχανών πρόωσης ή εργασιών ευρείας έκτασης συντήρησης του πλοίου. Οι εργασίες αυτές πρέπει να εκτελούνται μόνο κατά τη διάρκεια της προγραμματισμένης ακινησίας για ετήσια επιθεώρηση και κατά παράταση αυτής για τριάντα (30) ακόμα ημέρες, αν κρίνεται αναγκαία η συνέχιση τους και εφόσον οι συγκοινωνιακές ανάγκες της γραμμής το επιτρέπουν. Το χρονικό αυτό διάστημα μπορεί να αυξηθεί με απόφαση των αρμόδιων αρχών για λόγους ανωτέρας βίας, όπως γενική ή μερική απεργία, εμπορικός αποκλεισμός εισαγωγής ή μεταφοράς αναγκαίων υλικών, φυσικές καταστροφές, που επηρεάζουν άμεσα την πρόοδο και την αποπεράτωση των εργασιών του πλοίου, για ίσο χρονικό διάστημα διάρκειας των λόγων αυτών, ύστερα από αίτημα του πλοιοκτήτη από το οποίο προκύπτει επαρκώς και τεκμηριωμένα η επέλευση και η διάρκεια των λόγων ανωτέρας βίας. δ) Λόγω εξαιρετικής ανάγκης ή ανωτέρας βίας ή άλλης σοβαρής αιτίας, όπως δυσμενών καιρικών συνθηκών ή έκτακτης επιθεώρησης. Αμέσως μετά την άρση του γεγονότος το πλοίο εκτελεί τα δρομολόγια του κατά τον ενδεδειγμένο σύμφωνα με τις περιστάσεις τρόπο. 4. Για την ακινησία του πλοίου στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου, απαιτείται εγγραφή στο ημερολόγιο του πλοίου και θεώρηση αυτής από τη λιμενική αρχή. Για τις περιπτώσεις β` και γ` απαιτείται και αίτηση του πλοιοκτήτη, καθώς και έγκριση του Υπουργείου, η οποία δίνεται ύστερα από γνωμάτευση του Κλάδου Ελέγχου Εμπορικών Πλοίων ότι συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν την ακινησία. 5. Με απόφαση του Υπουργού, ύστερα από αίτηση του πλοιοκτήτη και γνώμη του Σ.Α.Σ., μπορεί να ορίζεται ειδικότερα η διακοπή εκτέλεσης δρομολογίων: α) μέχρι σαράντα πέντε συνεχόμενες ημέρες, εφόσον οι συγκοινωνιακές ανάγκες της γραμμής καλύπτονται από τα ήδη δρομολογημένα πλοία, β) σε γραμμή ή γραμμές μικρών αποστάσεων με εποχιακή μόνο κίνηση. Το αίτημα διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων της περίπτωσης α` της παραγράφου αυτής και μέχρι τη σύγκληση του Σ.Α.Σ. μπορεί να γίνεται αποδεκτό από υφιστάμενα όργανα, εξουσιοδοτημένα με απόφαση του Υπουργού. 6. Ο πλοιοκτήτης υποχρεούται να έχει το πλοίο στελεχωμένο, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις περί οργανικής σύνθεσης πληρώματος κατά το χρόνο δραστηριοποίησης του, εκτός από το χρονικό διάστημα διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων της παραγράφου 5, των περιπτώσεων α` και γ` της παραγράφου 3 και της περίπτωσης β` της παραγράφου 3 μετά την πάροδο τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ημερών και εφόσον διαρκεί η βλάβη ή η ζημία. 7. Εάν ο πλοιοκτήτης παραβεί τις πιο πάνω υποχρεώσεις, ανεξάρτητα από την επιβολή άλλων κυρώσεων, επιβάλλεται κάθε μήνα στον πλοιοκτήτη, με απόφαση της Λιμενικής Αρχής του αφετήριου λιμένα δρομολογίων του πλοίου, πρόστιμο ίσο προς τη μισθοδοσία, που θα καταβαλλόταν με βάση την οικεία Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας, στους ελλείποντες από την οργανική σύνθεση πληρώματος ναυτικούς, προσαυξημένο κατά είκοσι τοις εκατό (20%). Από το ποσό του προστίμου ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%) αποδίδεται στο Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (Ν.Α.Τ.) υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθένειας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.). 8. Οι ναυτικοί που απολύονται λόγω διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων δεν δικαιούνται την προβλεπόμενη από τις κείμενες διατάξεις αποζημίωση, αν ναυτολογηθούν στο πλοίο αμέσως μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος διακοπής εκτέλεσης δρομολογίων ή αν δεν αποδεχθούν την επαναυτολόγησή τους με τους ίδιους, όπως πριν την απόλυση τους, όρους.». Με την αμέσως ανωτέρω διάταξη επομένως, σε περίπτωση διακοπής των πλόων δρομολογημένου πλοίου, όπως εν προκειμένω, για χρονικό διάστημα μέχρι 60 ημέρες εντός του οποίου διενεργείται υποχρεωτικά, εφόσον απαιτείται, και η ετήσια επιθεώρηση του πλοίου, ο εργοδότης (πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής) ενέχεται σε αποζημίωση του απολυόμενου, μόνον εφόσον δεν τον επαναπροσλάβει αμέσως μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος των εν λόγω εξήντα [60] ημερών από την απόλυσή του συνεπεία της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του (ΕφΠειρ 283/2009 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι, την 11.9.2020, ο ενάγων απολύθηκε λόγω (προσωρινής) διακοπής των εγκεκριμένων δρομολογίων του ενδίκου πλοίου και δη εξαιτίας της ετήσιας επιθεώρησης αυτού, γεγονός που προσεπιβεβαιώνεται και από την εναγομένη με τον έβδομο λόγο της έφεσής της, εφόσον η ίδια αναφέρει ότι το πλήρωμα του εν λόγω πλοίου απολύθηκε χωρίς την καταβολή αποζημιώσεως, κατά τους ορισμούς της παραγράφου 8 του άρθρου έκτου του Ν. 2932/2001. Όπως επίσης απεδείχθη ότι, η έβδομη των ενδίκων ναυτολογήσεων, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, διέπονταν από την ανωτέρω ΣΣΝΕ επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων 2019, κατά τη διάταξη του άρθρου 27 της οποίας προβλέπονταν ότι: «Σε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιονδήποτε λόγο, πέραν των εξήκοντα [60] ημερών, καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο [22] ημερών». Ο όρος «διακοπή των πλόων», του οποίου γίνεται χρήση στη διάταξη αυτή, έχει την ίδια έννοια με τον όρο «διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων» του άρθρου παλαιού άρθρου 174 ΚΔΝΔ, καθώς επίσης και του άρθρου έκτου του Ν. 2932/2001, που ίσχυε κατά την ένδικη περίοδο και σημαίνει την προσωρινή παύση των δρομολογίων που έχουν εγκριθεί για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο λόγος της διακοπής τους που προβλέπονταν στο άρθρο 173 ΚΔΝΔ και ακολούθως στο άρθρο έκτο του Ν. 2932/2001, θα μπορούσαν να συνεχιστούν μέχρι του πέρατος ισχύος της εγκριτικής τους πράξης (ΜονΕφΠειρ. 138/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 329/2003, ΔΕΕ 2004/82). Η εν λόγω διάταξη του άρθρου 27 της ανωτέρω ΣΣΝΕ, ως ευμενέστερη για τον εργαζόμενο ενάγοντα, εφόσον προβλέφθηκε ότι εδικαιούτο αποζημιώσεως αν δεν επαναπροσλαμβάνονταν στο εν λόγω πλοίο που θα συνέχιζε τους πλόες του μετά τη διακοπή τους, ανεξαρτήτως αν η αιτία της διακοπής αυτής περιλαμβάνεται η όχι στην περιοριστική απαρίθμηση του άρθρου έκτου του Ν. 2932/2001, που ίσχυε κατά την ένδικη περίοδο, καθώς επίσης ότι η αποζημίωση θα ανέρχονταν σε τακτικές αποδοχές είκοσι δύο ημερών, εγκύρως συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων, εφόσον όπως απεδείχθη, με την από 28.7.2020, έγγραφη σύμβαση ναυτικής εργασίας που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, οι όροι αμοιβής και εργασίας του ενάγοντος συμφωνήθηκε ότι θα ρυθμίζονταν από την ανωτέρω ΣΣΝΕ Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων. Πράγματι, υπό τον όρο «Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας που έχει εφαρμογή» προβλέφθηκε ότι «Εφαρμοστέα τυγχάνει η εκάστοτε Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών πλοίων», ως τέτοιας νοουμένης ως ανωτέρω αναλύεται, εφόσον δεν υπήρχε εν ισχύ ΣΣΝΕ η τελευταία ισχύσασα και δη η ανωτέρω ΣΣΝΕ Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, ο ενάγων δεν επαναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο ή σε έτερο πλοίο της εναγομένης, εντός εξήντα ημερών, αλλά ούτε κλήθηκε προς τούτο. Και υπό την εκδοχή, όπως η εναγομένη αναφέρει με τον κρινόμενο έβδομο λόγο της ένδικης έφεσής της ότι η ακινησία έλαβε χώρα σύμφωνα με αποφάσεις των αρμοδίων αρχών κατά τους όρους της παραγράφου 3 του άρθρου έκτου του Ν. 2392/2001, έως την 31.3.2021, χωρίς η ίδια να προσκομίζει σχετικές αποφάσεις, πέραν του γεγονότος ότι ηδύνατο ευχερώς να καλέσει τον ενάγοντα σε επαναυτολόγηση έστω κι αν αυτός είχε ήδη εγείρει την ένδικη αγωγή του, ο ισχυρισμός αυτός αλυσιτελως προβάλλεται εν προκειμένω, εφόσον όπως απεδείχθη, μεταξύ των διαδίκων ίσχυε η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 27 της ΣΣΝΕ Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, η οποία ως ευμενέστερη εφαρμόζεται στην ένδικη περίπτωση και κατά την οποία, όπως αναφέρεται και ανωτέρω, η αξίωση του ενάγοντος προς αποζημίωση γεννήθηκε την 61η ημέρα από τη διακοπή των πλόων του εν λόγω πλοίου για την ανωτέρω αιτία. Συνεπώς, ο ενάγων δικαιούται αποζημιώσεως λόγω της μη επαναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο εντός εξήντα ημερών από την αποναυτολόγησή του. Η αποζημίωση αυτή, κατά τις προβλέψεις του ίδιου ως άνω άρθρου 27 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, ανέρχεται σε ποσό ίσο προς τις αποδοχές του ενάγοντος είκοσι δύο [22] ημερών, όπως κατ’ ορθή ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση και όχι, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη με τον έβδομο λόγο της κρινόμενης έφεσής της σε αποδοχές δέκα πέντε [15] ημερών, εφόσον όπως αναλύεται στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, εν προκειμένω δεν τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 77 του ΚΙΝΔ. Όμοια κρίνοντας και η εκκαλουμένη απόφαση, έστω και με διαφορετική αιτιολογία η οποία αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ) ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου εβδόμου λόγου της ένδικης έφεσης της εναγομένης. Για τον υπολογισμό της εν λόγω αποζημιώσεως λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης (μισθός ενέργειας) και δη το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, καθώς επίσης και το αντίτιμο τροφής και η αποζημίωση άδειας (απορριπτομένων των συναφών περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εναγομένης που περιέχονται στον έβδομο λόγο έφεσης), η υπερωριακή αμοιβή του και τα επιδόματα εορτών όπως βασίμως υποστηρίζει ο ενάγων με τον πέμπτο λόγο της ένδικης έφεσής του, καθώς και κάθε άλλη παροχή καταβαλλομένη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του τακτικώς καθ’ έκαστο μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΑΠ 1224/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του πέμπτο λόγο της ένδικης έφεσής του ενάγοντος, επί σκοπώ καθορισμού της αποζημιώσεως απολύσεως του ενάγοντος δεν έλαβε υπόψη της την αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2020 που αφορούσε την εν λόγω σύμβαση ναυτολόγησης. Αντίθετα, απορριπτέος ως αβάσιμος στην ουσία του τυγχάνει ο ίδιος λόγος έφεσης του ενάγοντος, καθό μέρος πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση εκ του λόγου ότι δεν έλαβε υπόψη της την αποζημίωση για τη μη χορηγηθείσα διανυκτέρευση, καθόσον η εν λόγω απαίτηση προς αποζημίωση δεν εντάσσεται στις τακτικές αποδοχές, όπως επίσης κατ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων και ορθή εφαρμογή και ερμηνεία της ανωτέρω διατάξεως η εκκαλουμένη απόφαση δεν συνυπολόγισε στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος και πρόσθετη αμοιβή αυτού για δρομολόγια εξπρές, εφόσον κατά την ένδικη περίοδο της έβδομης των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος δεν απεδείχθη ότι εκτελούντο υπό του ανωτέρω πλοίου τακτικά δρομολόγια εξπρές. Κατόπιν των ανωτέρω ο ενάγων εδικαιούτο αποζημίωση απολύσεως ανερχομένη στο ποσό των ευρώ {[μισθός ενεργείας 965,87 € + επίδομα Κυριακών 212,49 € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 € + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 367,71 κατόπιν στρογγυλοποίησης όπως βασίμως υποστηρίζει ο ενάγων με τον δεύτερο λόγο έφεσης και όχι το ποσό των ευρώ 367,70 που δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, στα πλαίσια της έβδομης ναυτολόγησης του ενάγοντος, κατά το χρονικό διάστημα από 28.7.2020 έως 11.9.2020 [(ευρώ 1.663,60 για υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος από 28.7.2020 έως 11.9.2020/46 ημέρες εργασίας εν λόγω χρονικού διαστήματος από 6.12.2019 έως 31.12.2019 επί 30=) 1.084,96 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και όχι το ποσό των ευρώ 1.105,87, όπως, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του έβδομο λόγο έφεσης της εναγομένης, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση] + μέσος όρος αναλογίας δώρου Χριστουγέννων 2020 στα πλαίσια της έβδομης των ενδίκων ναυτολογήσεων [(632,50/46 ημέρες εργασίας εν λόγω χρονικού διαστήματος από 6.12.2019 έως 31.12.2019 επί 30=) 412,50 και όχι το ποσό των ευρώ 611,68 όπως υποστηρίζει ο ενάγων με τον πέμπτο λόγο τη ένδικης έφεσής του =] 3.679,57 δια 30 επί 22 =} 2.698,35, και όχι το ποσό των ευρώ 3.711,81 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό, ούτε το ποσό των ευρώ 2.410,98 όπως έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του πέμπτο λόγο της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, απορριπτομένου κατά τούτο του αντιστοίχου εβδόμου λόγου της ένδικης έφεσης της εναγομένης.
VI. Κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, ενόψει των ανωτέρω συμφωνηθέντων όρων εργασίας και αμοιβής του ενάγοντος, η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα [α] για την ανωτέρω αποδειχθείσα υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής και κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, των ενδίκων χρονικών διαστημάτων, το ποσό των ευρώ 10.309,44, αφού όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω για τις αναλυτικώς ανωτέρω αναφερόμενες ώρες υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα ο ενάγων εδικαιούτο ως αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση το ποσό των ευρώ 7.262,72 καθόν χρόνο το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε Μεσογειακούς πλόες και το ποσό των ευρώ 11.754,74 για τοιούτου είδους εργασία, καθόν χρόνο το ανωτέρω πλοίο ήταν δρομολογημένο σε ακτοπλοϊκούς πλόες, αφού αποδείχθηκε, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της εναγομένης, ότι έναντι της εν λόγω απαιτήσεως η ίδια (εναγομένη), κατά τη διάρκεια λειτουργίας των ενδίκων ναυτολογήσεων, κατέβαλε στον ενάγοντα, ως ανωτέρω αναλύεται, το ποσό των ευρώ 6.126,66 για την απασχόλησή του κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και το ποσό των ευρώ 2.401,36 για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης και συνολικά το ποσό των ευρώ 8.528,02, [β] για αναλογία επιδόματος εορτών Πάσχα 2019, το ποσό των ευρώ 358,79, αφού όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, για την εργασία του (ενάγοντος) κατά το χρονικό διάστημα από 15-3-2019 έως 30-4-2019, ήτοι στα πλαίσια της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων, αυτός (ενάγων) εδικαιούτο ως αναλογία του εν λόγω επιδόματος εορτών, το ποσό των ευρώ 673,76, έναντι του οποίου, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της εναγομένης, αυτή κατά τη λειτουργία της εν λόγω σύμβασης κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 314,97, [γ] για αναλογία επιδόματος εορτών Πάσχα 2020, το ποσό των ευρώ 494,45, αφού όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, για την εργασία του (ενάγοντος) (ι) κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2020 έως 2-2-2020, ήτοι στα πλαίσια της τέταρτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, αυτός (ενάγων) ως αναλογία του εν λόγω επιδόματος εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 460,65 και (ιι) κατά το χρονικό διάστημα από 18.2.2020 έως 20.2.2020, ήτοι στα πλαίσια της πέμπτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, αυτός (ενάγων) εδικαιούτο ως αναλογία του εν λόγω επιδόματος το ποσό των ευρώ 33,80, έναντι του οποίου, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της εναγομένης, αυτή κατά τη λειτουργία της εν λόγω σύμβασης κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 230,15, [δ] για αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2019, το ποσό των ευρώ 1.293,21, αφού όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, για την εργασία του (ενάγοντος) (ι) κατά το χρονικό διάστημα από 1-5-2019 έως 5-10-2019, ήτοι στα πλαίσια της δεύτερης των ενδίκων ναυτολογήσεων, αυτός (ενάγων) εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 2.169,78 για αναλογία του εν λόγω επιδόματος και (ιι) κατά το χρονικό διάστημα από 6.12.2019 έως 31.12.2019, ήτοι στα πλαίσια της τέταρτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, αυτός (ενάγων) εδικαιούτο ως αναλογία του εν λόγω επιδόματος το ποσό των ευρώ 344,98, έναντι του οποίου, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της εναγομένης, αυτή κατά τη λειτουργία της εν λόγω σύμβασης, κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 1.221,55 και [ε] για αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2020, το ποσό των ευρώ 332,00, αφού όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, για την εργασία του (ενάγοντος) κατά το χρονικό διάστημα από 28.7.2020 έως 11.9.2020, ήτοι στα πλαίσια της έβδομης των ενδίκων ναυτολογήσεων, αυτός (ενάγων) εδικαιούτο ως αναλογία του εν λόγω επιδόματος το ποσό των ευρώ 632,50, έναντι του οποίου, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της εναγομένης, αυτή κατά τη λειτουργία της εν λόγω σύμβασης κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 300,50, [στ] για υπόλοιπο αποζημίωσης λόγω μη χορήγησης δέκα (10) συνολικά διανυκτερεύσεων τις οποίες ο ενάγων εδικαιούτο και δεν έλαβε κατά την απασχόλησή του στο ανωτέρω πλοίο κατά τα χρονικά διαστήματα 1.1.2019 έως 31.1.2019, από 15.3.2019 έως 5.10.2019, από 6.12.2019 έως 2.2.2019, από 18.2.2020 έως 19.2.2020 και από 28.7.2020 έως 11.9.2020, το ποσό των ευρώ 43,04, αφού όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, ο ενάγων για την εν λόγω αιτία εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 439,03 συνολικά, έναντι του οποίου, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της εναγομένης, αυτή κατά τη λειτουργία της εν λόγω σύμβασης κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 395,99 και [ζ] το ποσό των ευρώ 698,35 ως αποζημίωση για την απόλυσή του την 11.9.2020 σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019 και συνολικά το ποσό των ευρώ [10.309,44 + 358,79 + 1.293,21 + 264,30 + 332,00 + 43,04 + 2.698,35=] 15.299,13. Η εναγομένη, κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία, επικουρικά, αφού επικαλέσθηκε τις διατάξεις των άρθρων 361, 648, 653 και 680 παρ. 3 ΑΚ, καθώς επίσης ότι είναι έγκυρη και ισχυρή η συμφωνία περί καταβολής αμοιβής μεγαλύτερης της προβλεπόμενης από την οικεία Σ.Σ.Ε., εφόσον έχει ευμενέστερες για τον εργαζόμενο συνέπειες και επομένως, μπορεί να συμφωνηθεί ότι το πρόσθετο χρηματικό ποσό (επιμίσθιο), αποκαλούμενο κατά τη ναυτική ορολογία bonus ή οι ανώτερες των νομίμων αποδοχές, μπορούν να συμψηφίζονται με τις λοιπές υποχρεώσεις της πλοιοκτησίας, αν υπάρχει σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού των ανωτέρω των νομίμων αποδοχών στις νόμιμες, ισχυρίσθηκε περαιτέρω ότι, τέτοια συμφωνία υπάρχει εν προκειμένω, διότι με τον συμπληρωματικό όρο 1 των ενδίκων συμβάσεων ναυτικής εργασίας, συμφωνήθηκε ότι οι υπέρτερες των νομίμων αποδοχές του ενάγοντος θα συμψηφίζονται με τυχόν πραγματοποιούμενες από αυτόν υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της πλοιοκτήτριας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Περαιτέρω, ισχυρίσθηκε ότι, όσον αφορά στις αγωγικές απαιτήσεις του ενάγοντος από υπερωρίες, επίδομα δρομολογίων εξπρές και δώρα εορτών, από τις προσαγόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας προκύπτει ότι ο ενάγων έλαβε για υπερωρίες μισθοδοσίας, αμοιβή Σαββάτων και αργιών, επίδομα εξπρές, δώρα εορτών, διανυκτερεύσεις και έκτακτες αμοιβές, για την ανάλυση των οποίων παραπέμπει, στο προπαρατιθέμενο του εν λόγω ισχυρισμού, περιεχόμενο των προτάσεών της, συνολικά για τα έτη 2019 και 2020 το συνολικό ποσό των ευρώ (€11.541,06 + €395,99 + €1.406,95 + €2.067,17 =) €15.411,17, το οποίο συμψηφίζεται, κατά τον εν λόγω ισχυρισμό, με τις τυχόν αποδειχθησόμενες απαιτήσεις του από οποιαδήποτε αγωγική αιτία και εξοφλεί αυτές. Κατ’ εκτίμηση του εν λόγω ισχυρισμού, ζήτησε η εναγομένη να καταλογισθεί στις ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντος [α] το ποσό των ευρώ 11.541,06, το οποίο στη σελίδα 16 των εγγράφων προτάσεών της, ισχυρίσθηκε ότι, κατέβαλε στον ενάγοντα ως αμοιβή υπερωριών, αμοιβή για την εργασία κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και ως «έκτακτες αμοιβές», [β] το ποσό των ευρώ 395,99, το οποίο στη σελίδα 18 των εγγράφων προτάσεών της, ισχυρίσθηκε ότι, κατέβαλε στον ενάγοντα ως αποζημίωση λόγω μη χορήγησης των προβλεπομένων από την ανωτέρω ΣΣΝΕ διανυκτερεύσεων, [γ] το ποσό των ευρώ 1.406,95, το οποίο στη σελίδα 22 των εγγράφων προτάσεών της, ισχυρίσθηκε ότι, κατέβαλε στον ενάγοντα ως πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές και [δ] το ποσό των ευρώ 2.067,17, το οποίο στη σελίδα 23 των εγγράφων προτάσεών της, ισχυρίσθηκε ότι, κατέβαλε στον ενάγοντα ως αναλογία επιδομάτων δώρων εορτών ετών 2019 και 2020. Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε ως αβάσιμος στην ουσία του με την εκκαλουμένη απόφαση, διότι, κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, εν προκειμένω δεν συνέτρεξαν οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού του συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Τον ισχυρισμό αυτό, παραδεκτώς, η εναγομένη επανέφερε με τον όγδοο λόγο έφεσης υπό του τίτλου «Επαναφορά επικουρικούς ένστασης συμψηφισμού και εξόφλησης με τις υπέρτερες των νομίμων καταβληθείσες αποδοχές». Εν τούτοις, ο εν λόγω περί συμψηφισμού ακριβέστερα καταλογισμού, ισχυρισμός της εναγομένης, στις ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντος του ποσού των ευρώ 15.411,17, τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του. Ειδικότερα, (ι) όσον αφορά στο, εκ του ποσού των ευρώ 11.541,06 [το οποίο στη σελίδα 16 των εγγράφων προτάσεών της η εναγομένη ισχυρίσθηκε ότι κατέβαλε στον ενάγοντα ως αμοιβή υπερωριών, αμοιβή για την εργασία κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και ως «έκτακτες αμοιβές»], επιμέρους ποσό των ευρώ 3.013,04, το οποίο η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεων με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», όπως αποδείχθηκε και αναλύεται ανωτέρω, από τις προσκομιζόμενες έγγραφες συμβάσεις εργασίας που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων, αποδεικνύεται ότι, πράγματι σε αυτήν συμπεριελήφθη όρος με τον οποίο συμφωνήθηκε ότι «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρεία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρείας σχετικά με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος, εν τούτοις, κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον δι’ αυτού δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εναγομένης. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς τον ενάγοντα, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …»), δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των ποσών που κατεβλήθησαν υπό της εναγομένης με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», με τις ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντος προς καταβολή της αμοιβής του για την υπερωριακή του απασχόληση, όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητώς ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος (ΕφΠειρ. 464/2021 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς) ή έτερη ένδικη απαίτηση αυτού. (ii) όσον αφορά στο υπόλοιπο εκ του ανωτέρω ποσού των ευρώ 11.541,06, ποσό των ευρώ 8.528,02, το οποίο στη σελίδα 16 των εγγράφων προτάσεών της που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η ίδια ισχυρίσθηκε ότι κατέβαλε στον ενάγοντα κατά το ποσό των ευρώ 2.401,36 ως αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος κατά τα έτη 2019 και 2020 και το ποσό των ευρώ 6.126,66, ως αμοιβή του για την εργασία του κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, καθώς επίσης το ποσό των ευρώ 395,99, το οποίο στη σελίδα 18 των εγγράφων προτάσεών της, ισχυρίσθηκε ότι, κατέβαλε στον ενάγοντα ως αποζημίωση λόγω μη χορήγησης των προβλεπομένων από την ανωτέρω ΣΣΝΕ διανυκτερεύσεων, το ποσό των ευρώ 1.406,95, το οποίο στη σελίδα 22 των εγγράφων προτάσεών της, η ίδια ισχυρίσθηκε ότι, κατέβαλε στον ενάγοντα ως πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές και το ποσό των ευρώ 2.067,17, το οποίο στη σελίδα 23 των εγγράφων προτάσεών της, η ίδια ισχυρίσθηκε ότι, κατέβαλε στον ενάγοντα ως αναλογία επιδομάτων δώρων εορτών ετών 2019 και 2020, η ίδια η εναγομένη, κατά τους ισχυρισμούς της, κατά την καταβολή τους, κατελόγισε σε έτερες απαιτήσεις του ενάγοντος, επιπλέον των επιδίκων, όπως απεδείχθη ανωτέρω, στα πλαίσια διερεύνησης του ισχυρισμού της περί καταβολής των ανωτέρω ποσών. Επομένως, εφόσον η ίδια η εναγομένη, κατελόγισε μονομερώς (κατά την καταβολή των ανωτέρω ποσών) το χρέος που εξοφλούσε με τις εν λόγω καταβολές, με συνέπεια ο μονομερής εκ μέρους της προσδιορισμός των έτερων οφειλών που εξόφλησε δια των ανωτέρω καταβολών να είναι δεσμευτικός [ΑΠ 531/2015 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ]. Επιπλέον δε, τα ίδια ποσά, αυτή (εναγομένη) έχει ήδη ισχυρισθεί ανωτέρω ότι έχει καταβάλει στον ενάγοντα, ισχυρισμό περί καταβολής που διερευνήθηκε, ως αναλύεται ανωτέρω στην ουσία του, με αποτέλεσμα να μην δύνανται τα ίδια ποσά να καταλογισθούν εκ νέου (δεύτερη φορά) στις ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντος. Εκ των λόγων τούτων, ο υπό κρίση ισχυρισμός της εναγομένης τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του. Όμοια κρίνοντας και η εκκαλουμένη απόφαση, με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, ο δε περί του αντιθέτου ισχυρισμός της εναγομένης που περιέχεται στον όγδοο λόγο της ένδικης έφεσής και επαναφέρεται λεπτομερέστερα με τις προτάσεις της, τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του.
VII. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ “η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος”. Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητας στις συναλλαγές και γενικώς στην άσκηση κάθε δικαιώματος, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθεμένη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Επίσης, οι πράξεις του υπόχρεου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Στην περίπτωση αυτή η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της κατάστασης προκαλεί επιπτώσεις στα συμφέροντα του υπόχρεου, οι οποίες, για την κατάφαση της καταχρηστικότητας, αρκεί να είναι δυσμενείς (ΟΛΑΠ 6/2016, ΑΠ 1313/2018). Το ζήτημα δε αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει ν` αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες, που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του [ΟλΑΠ 10/2012, ΟλΑΠ 7/2002, ΑΠ 2115/2022, ΑΠ 308/2020 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου]. Ειδικότερα, επί αξιώσεων απολυθέντος εργαζόμενου για την καταβολή οφειλομένων αποδοχών, επιδομάτων κλπ, μόνο η έλλειψη διαμαρτυρίας αυτού για τη μη καταβολή τους κατά το χρόνο που παρείχε την εργασία του στον εναγόμενο εργοδότη, δεν δικαιολογεί τη δημιουργία εύλογης πεποίθησης στον τελευταίο ότι δεν προτίθεται να ασκήσει τις αξιώσεις αυτές, έστω και αν παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα. Εξάλλου, δεν είναι νόμιμος ο ισχυρισμός περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος κατά το άρθρο 281 του ΑΚ, όταν ουσιαστικά τα επικαλούμενα περιστατικά δεν αναφέρονται στον τρόπο άσκησης του δικαιώματος, αλλά κωλύουν τη γέννηση ή καταλύουν το δικαίωμα, ώστε να πλήττουν αυτήν την ίδια την ύπαρξη του δικαιώματος, το οποίο φέρεται ότι ασκείται καταχρηστικά, αφού στην περίπτωση αυτή ο ισχυριζόμενος τα ανωτέρω αρνείται απλά ή αιτιολογημένα την ύπαρξη του δικαιώματος και κατά συνέπεια δεν μπορεί να γίνει λόγος για καταχρηστική άσκηση αυτού από τον αντίδικό του (ΑΠ 2115/2022, ΑΠ 1475/2022, ΑΠ 144/2019 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου). Επισημαίνεται δε ότι σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν ο ενάγων-εργαζόμενος παρατήθηκε σιωπηρά από τα νόμιμα εργασιακά του δικαιώματα, η παραίτησή του δεν του στερεί το δικαίωμα να διεκδικήσει αυτά μεταγενέστερα με αγωγή, αφού η συμφωνία περί παραίτησης του μισθωτού από τις νόμιμες εν γένει μισθολογικές αξιώσεις του είναι άκυρη είτε γίνει πριν από την παροχή εργασίας, είτε μετά από αυτή (ΑΠ 543/2019, ΑΠ 875/2018, ΑΠ 843/2002) [ΑΠ 783/2023 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου].
Η εναγομένη, με τις νομίμως κατατεθειμένες προτάσεις της, επαναφέρει τον, ενώπιον και του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προβληθέντα, περί καταχρηστικής άσκησης των ενδίκων αξιώσεων του ενάγοντος, ισχυρισμό της. Συγκεκριμένα, η εναγομένη με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ισχυρίσθηκε ότι, ο ενάγων, ασκεί καταχρηστικώς τις ένδικες απαιτήσεις του, διότι αν και εργαζόμενος στο ένδικο πλοίο επί δώδεκα έτη, ουδέποτε εξέφρασε παράπονα ή δυσαρέσκεια ως προς τις συνθήκες εργασίας του σε αυτό και τις αποδοχές του, μολονότι η ίδια έχει καθιερώσει σχετική διαδικασία υποβολής παραπόνων, έκαστος δε ναυτικός, κατά την υπογραφή της συμβάσεως εργασίας του, λαμβάνει σχετικό έντυπο διαμαρτυρίας. Τέτοια παράπονα δεν είχαν εκφράσει τόσο ο ενάγων αλλά και οι λοιποί εργαζόμενοι στο εν λόγω πλοίο ούτε ανώνυμα προς τις λιμενικές αρχές, αλλά ούτε στις ναυτεργατικές οργανώσεις. Περαιτέρω, αν και ο ενάγων από το 2008 που εργάζεται στο ανωτέρω πλοίο δεν αντιμετώπιζε προβλήματα στην εργασία του, μόλις το έτος 2020 ισχυρίσθηκε για πρώτη φορά ότι εργαζόταν σε αυτό επί δέκα τέσσερις ώρες ημερησίως. Επιπλέον, με την ένδικη αγωγή του αξιώνει απαιτήσεις ποσού ευρώ 30.713,22, ισχυριζόμενος, παρά την ιδιότητά του ως Επικούρου ήτοι ως μέλος του κατώτερου πληρώματος ενδιαιτημάτων, ότι δικαιούνται μηνιαίως ως μισθό το ποσό των 5.061,55, ποσό δηλαδή σχεδόν διπλάσιο σε σχέση με το βασικό μισθό του Πλοίαρχου του πλοίου. Οι ισχυρισμοί αυτοί του ενάγοντος είναι αναληθείς κατά την εναγομένη και ο ενάγων τελεί σε γνώση τούτου, επιπλέον οι απαιτήσεις του είναι παράλογες, υπερβολικές και διογκωμένες, γεγονός σχεδόν αυταπόδεικτο, εκ του γεγονότος ότι, το έτος 2020 για το οποίο εγείρει απαιτήσεις, το επίδικο πλοίο αλλά και γενικότερα η επιβατηγός ναυτιλία, είχε ελάχιστη κίνηση λόγω κορονοϊού. Επομένως, κατά τον ίδιο ισχυρισμό, είναι αδύνατον να γίνει πιστευτό ότι ένας ναυτικός απαιτείτο να εργασθεί 14 ώρες ημερησίως σε ένα πλοίο που ταξίδευε σχεδόν άδειο, ενόψει μάλιστα του ότι επί δέκα τέσσερις ώρες δεν εργάζονταν οι ναυτικοί ούτε τα προηγούμενα έτη που υπήρχε κανονική επιβατηγός κίνηση. Εκ των ανωτέρω λόγων, η εναγομένη, στα πλαίσια του αν λόγω ισχυρισμού της, διατείνεται ότι η ένδικη αγωγή αντίκειται στην καλή πίστη, στα χρηστά ήθη και στον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος του ενάγοντος. Ο ανωτέρω ισχυρισμός της εναγομένης ερευνήθηκε και απορρίφθηκε ως μη νόμιμος με την εκκαλουμένη απόφαση. Η εναγομένη, με την ένδικη έφεσή της, δεν έπληξε την εκκαλουμένη απόφαση κατά την ανωτέρω απορριπτική της διάταξης, αλλά τον εν λόγω απορριφθέντα στον πρώτο βαθμό ισχυρισμός της, επανέφερε με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Από τις διατάξεις των άρθρων 522 και 535 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ., προκύπτει ότι, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν μετά την παραδοχή λόγου εφέσεως ως βασίμου, εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, κρατήσει την υπόθεση και δικάσει κατ’ ουσίαν αυτή, είναι αρμόδιο να ερευνήσει όλα τα, πρωτοδίκως υποβληθέντα για την οριστική διάγνωση της διαφοράς αναγκαία ζητήματα. Στην εξέταση αυτή υποβάλλονται και οι ενστάσεις εάν, λόγω της απορρίψεως της αγωγής, δεν εξετάστηκαν καθόλου πρωτοδίκως, ως ασκηθείσες επικουρικώς, ήτοι μόνον για την περίπτωση της παραδοχής της αγωγής. Εάν όμως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τις ενστάσεις αυτές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που δικάζει την έφεση του ενάγοντος, ο οποίος παραπονείται γιατί απερρίφθη η αγωγή του, δεν μπορεί να ερευνήσει τις απορριφθείσες ενστάσεις, δίχως έφεση ή αντέφεση του εναγομένου [ΑΠ 850/2018 Ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου]. Αλλά και υπό την εκδοχή ότι, η ανωτέρω ένσταση, ως ένσταση που δεν στηρίζεται σε αυτοτελές δικαίωμα, παραδεκτώς επαναφέρεται από την εναγομένη με τις προτάσεις της επί της εφέσεως του ενάγοντος, έστω κι αν απορρίφθηκε στον πρώτο βαθμό μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε εν μέρει ως αβάσιμη η αγωγή του ενάγοντος (όμοια Μαργαρίτης, Ερμηνεία ΚΠολΔ εκδ. 2012, τόμος Ι, σελ. 922 παρ.35, υπό του άρθρου 523 με εκεί παραπομπές σε νομολογία και Πανταζόπουλος εις Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας Ερμηνεία ΚΠολΔ2, Άρθρα 495-590, εκδ. 2020, σελ. 126, παρ.7 υπό το άρθρο 522), υπό τα εκτιθέμενα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, δεν είναι νόμιμη και ως τέτοια τυγχάνει απορριπτέα, όπως άλλωστε απερρίφθη και υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως. Τούτο, ενόψει του ότι, όσα στον εν λόγω ισχυρισμό αναφέρονται, αυτοτελώς θεωρούμενα, αλλά και σε συνδυασμό μεταξύ τους και αληθή υποτιθέμενα, δεν θεμελιώνουν την, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, όπως αυτή αναπτύχθηκε στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, καθότι δεν πλήττουν τον τρόπο άσκησης υφιστάμενου δικαιώματος του ενάγοντος, αλλά το καταλύουν, πλήττουν δηλαδή αυτήν την ίδια την ύπαρξη του δικαιώματος του ενάγοντος, καθότι επιστηρίζουν τον ισχυρισμό της εναγομένης, ότι ουδέν οφείλει στον αντίδικό της και ότι ο τελευταίος μετέρχεται κάθε μέσο για την απόκτηση πρόσθετου οικονομικού οφέλους, το οποίο δεν δικαιούται.
VIΙI. Ενόψει των ανωτέρω, αποδειχθέντων, για τις προαναφερόμενες αιτίες η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα συνολικά το ποσό των ευρώ 15.299,13 και δη το ποσό των ευρώ 10.309,44 για υπόλοιπο αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, το ποσό των ευρώ 358,79 για υπόλοιπο αναλογιας επιδόματος εορτών Πάσχα 2019, το ποσό των ευρώ 1.293,21 για υπόλοιπο επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2019, το ποσό των ευρώ 264,30 για υπόλοιπο επιδόματος εορτών Πάσχα 2020, το ποσό των ευρώ 332,00 για υπόλοιπο επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2020, το ποσό των ευρώ 43,04 για υπόλοιπο αποζημίωσης μη χορήγησης των ανωτέρω αδειών διανυκτέρευσης και το ποσό των ευρώ 2. 698,35 ως αποζημίωση απολύσεως. Περαιτέρω, ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του, αξίωσε τις ένδικες απαιτήσεις του με το νόμιμο τόκο επιδικίας από της απολύσεώς του την 11.9.2020, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής. Η εναγομένη, δια των εγγράφων προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ζήτησε να απορριφθεί το αίτημα του ενάγοντος επιδίκασης των ενδίκων απαιτήσεων με τον τόκο επιδικίας, καθόσον, όπως ισχυρίσθηκε, εν προκειμένω [α] υπάρχει εύλογη αντιδικία, καθώς ο ενάγων αποσιωπά τα ποσά που έλαβε για τις επίδικες αιτίες, ο ενάγων δεν εργάσθηκε επί δέκα τέσσερις ώρες καθημερινά, οι απαιτήσεις του δεν ανέρχονται στα ποσά που αναφέρει με την ένδικη αγωγή του και έχουν εξοφληθεί, επιπροσθέτως δε διότι [β] αυτή (εναγομένη) προέβαλε στα πλαίσια της ένδικης δίκης, ένσταση συμψηφισμού και καταβολής. Με την εκκαλουμένη απόφαση, έγινε δεκτό το ανωτέρω αίτημα της εναγομένης και επιδικάσθηκε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 16.632,06 συνολικά, εκ των οποίων καταψηφηστικώς το ποσό των ευρώ 14.660,87 και αναγνωριστικώς το ποσό των ευρώ 1.971,19, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από της επομένης ημέρας της τελευταίας αποναυτολογήσεως του ενάγοντος και δη από την 12.9.2020, πλην του ποσού των ευρώ 336,05 το οποίο επιδικάσθηκε με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την 1.1.2021, λόγω εύλογης αντιδικίας, αναφορικά με τη βασιμότητα και το ύψος των επιδίκων αξιώσεων. Ήδη ο ενάγων, με τον έκτο λόγο της ένδικης έφεσής του πλήττει το ανωτέρω αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης αποφάσεως για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και δη του άρθρου 346 ΑΚ, καθώς επίσης και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ισχυριζόμενος ότι εσφαλμένως υπό της εκκαλουμένης έγινε δεκτός ο ανωτέρω ισχυρισμός της εναγομένης.
Επί του ισχυρισμούς αυτούς πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Σύμφωνα με τις διατάξεις του εδ.α του άρθρου 345 ΑΚ «Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή, ο δανειστής, σε περίπτωση υπερημερίας έχει δικαίωμα να απαιτήσει τον τόκο υπερημερίας που ορίζεται από το νόμο ή με δικαιοπραξία χωρίς να είναι υποχρεωμένος να αποδείξει ζημία.». Εξάλλου, το άρθρο 346 του ΑΚ, που όριζε ότι “ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος”, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4055/2012, που ισχύει, κατά το άρθρο 113 του νόμου αυτού, από 2-4-2012, κατά το οποίο: “Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβασθεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ` εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως, για τις, κατ` εύλογη κρίση του δικαστηρίου, επιδικαζόμενες απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο”. Σύμφωνα με τη νέα αυτή ρύθμιση, η οποία πρόκειται για διάταξη αναγκαστικού δικαίου και μόνη προϋπόθεση έχει την επίδοση της αγωγής, ανεξαρτήτως υπερημερίας, αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας, προκειμένου να περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής, αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβασθεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως, διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, γι` αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Η εξαίρεση που προβλέπεται επιτρέπει στο δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί, επειδή πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη) ή επειδή προβάλλει ένσταση συμψηφισμού (βλεπ. αιτιολογική έκθεση ν. 4055/2012). Έτσι, ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοση της αγωγής είναι πλέον ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία γι` αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ` αυτήν, όταν το δικαστήριο κατ` εξαίρεση επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας. Με βάση τα ανωτέρω, η επιδίκαση του τόκου υπερημερίας, κατά τη σαφή πρόθεση του νομοθέτη, επιδικάζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, δεδομένου ότι μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας είναι το εύλογο ή όχι της αντιδικίας [ΑΠ 829/2022 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου].
Εν προκειμένω, καθόσον αφορά στο χρονικό διάστημα προ της επιδόσεως της ένδικης αγωγής, οπότε εφαρμογής τυγχάνει η ανωτέρω διάταξη του εδαφίου α του άρθρου 345 ΑΚ, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθώς εφαρμόζοντας το νόμο και ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις επεδίκασε τις ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντος που η εναγομένη όφειλε να του καταβάλει με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από της επομένης της δήλης ημέρας που δέχθηκε και έως της επιδόσεως της ένδικης αγωγής. Εν τούτοις, από της επομένης ημέρας της επιδόσεως της ένδικης αγωγής, οπότε και τίθεται ζήτημα εφαρμογής της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 346 ΑΚ, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, δεχόμενο ότι υπήρξε μεταξύ των διαδίκων εύλογη αντιδικία και επεδίκασε επί των ανωτέρω ποσών, για τον χρόνο μετά της επιδόσεως της ένδικης αγωγής, μόνον τόκους υπερημερίας και όχι επιδικίας. Από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, στην προκειμένη περίπτωση, δεν αποδείχθηκε η συνδρομή της εκ του νόμου απαιτούμενης ειδικής περίστασης της εύλογης αντιδικίας, εφόσον στην ένδικη περίπτωση δεν εφαρμόστηκε νέα ή/και δυσχερής ερμηνευτικά διάταξη νόμου, επιπροσθέτως δε η εναγομένη ως εργοδότρια του ενάγοντος, εγνώριζε τις ώρες πραγματικής εργασίας αυτού, ως αυτές απεδείχθησαν ειδικότερα ανωτέρω, τη δήλη ημέρα καταβολής του, αλλά και τις περί αμοιβής του ενάγοντος συμφωνίες των διαδίκων. Το γεγονός ότι ο ενάγων επικαλέσθηκε επιπλέον των δώδεκα ωρών ημερήσια απασχόλησή του στο ανωτέρω πλοίο κατά τις ένδικες ναυτολογήσεις του, ως προς την ανωτέρω δώδεκα ωρών πράγματι ημερήσια απασχόλησή τους, ως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, δεν καθιστά εύλογη την αντιδικία της εναγομένης, εφόσον αυτή εγνώριζε το χρόνο της πραγματικής απασχόλησής του και δεν απεδείχθη ότι προσέφερε τα χρηματικά ποσά που απεδείχθη, ως ανωτέρω αναλύεται, ότι πράγματι οφείλει στον ενάγοντα και αυτός αρνήθηκε να τα εισπράξει. Εξάλλου, εν προκειμένω, η εναγομένη δεν προέβαλε κατ’ ακριβολογία ένσταση συμψηφισμού στα πλαίσια της παρούσας δίκης, αλλά όπως οι ισχυρισμοί της αναλύθηκαν ανωτέρω, εζήτησε ήδη καταβληθέντα υπ’ αυτής στον ενάγοντα χρηματικά ποσά, να αφαιρεθούν από τις ένδικες οφειλόμενες απαιτήσεις του ενάγοντος, προέβαλε δηλαδή κατ’ ακριβολογία ισχυρισμό περί καταλογισμού (σχετικά ΑΠ 1067/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, επομένως, δεν συνέτρεξαν οι οριζόμενες από το ίδιο το άρθρο 346 ΑΚ προϋποθέσεις της εύλογης αντιδικίας που να δικαιολογούν την επιδίκαση, για τον μετά την επίδοση της ένδικης αγωγής χρόνο, αντί των νομίμων τόκων επιδικίας που προβλέπει η αναγκαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 346 ΑΚ, η επιδίκαση μόνον τόκων υπερημερίας και επομένως, κατά τον βάσιμο έκτο λόγο της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση περί την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού, για τον μετά την επίδοση της ένδικης αγωγής χρόνο, επεδίκασε μόνον τόκους υπερημερίας και όχι και τόκους επιδικίας.
Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς διερεύνηση, γενομένων δεκτών ως εν μέρει βασίμων στην ουσία τους των ενδίκων εφέσεων, κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη με αριθμό 1308/2022 απόφαση, στο σύνολό της και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 ΚΠολΔ), η ένδικη αγωγή, η οποία τυγχάνει νόμιμη, ως θεμελιούμενη στις αναφερόμενες σκεπτικό της παρούσας διατάξεις, καθώς επίσης και σε αυτές των άρθρων 361, 648 επ, 340, 341, 345, 346 ΑΚ, 53, 54, 60 ΚΙΝΔ, 70 και 176 ΚΠολΔ και επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης που περιέχεται στις έγγραφες προτάσεις της, εφόσον για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής αυτής δεν ήταν απαραίτητο να αναφέρεται το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν υπό του ενάγοντος κατά την απασχόλησή του στο ανωτέρω πλοίο, διότι αυτός ανέφερε την ειδικότητα με την οποία απασχολείτο σε αυτό, το είδος δε και η φύση των καθηκόντων εκάστου ναυτικού και των εργασιών που αυτός εκτελεί κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες (ΑΠ 365/2005 ΕλΔνη 47/1663, ΑΠ 225/2002 Δνη 44/160), όπως επίσης δεν ήταν απαραίτητο να αναφέρεται ο χρόνος έναρξης και λήξης της εργασίας του, ούτε ο χρόνος έναρξης και λήξης της υπερωριακής απασχόλησης αυτού, ούτε απαιτείτο ειδικότερος προσδιορισμός των ημερών [με ακριβείς ημεροχρονολογίες] και των ωρών της ημέρας κατά τις οποίες απασχολήθηκε ο ενάγων υπερωριακώς, ούτε απαιτείτο αναφορά της ανάγκης η οποία παρέστη για την εκτέλεση της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή, καθώς και τα δρομολόγια του πλοίου (ΑΠ 1600/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 496/2015, ΕφΠειρ 994/2007 ΠειρΝομ 2008 199, ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝΔ 2004.114, ΔΕΕ 2004.1043, ΕφΠειρ 892/2002, ΕφΠειρ 901/2002, ΕφΠειρ 1312/1997, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη. Ακολούθως, πρέπει να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δέκα τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων ενενήντα ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών (14.290,73) και δη το ποσό των ευρώ 10.191,61 ως υπόλοιπο αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης, το ποσό των ευρώ 358,79 ως υπόλοιπο αναλογίας επιδόματος εορτών Πάσχα 2019, το ποσό των ευρώ 1.293,21 ως υπόλοιπο επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2019, το ποσό των ευρώ 216,18 ως υπόλοιπο επιδόματος εορτών Πάσχα 2020, το ποσό των ευρώ 332,00 ως υπόλοιπο επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2020, το ποσό των ευρώ 43,04 ως υπόλοιπο αποζημίωσης μη χορήγησης των ανωτέρω αδειών διανυκτέρευσης και το ποσό των ευρώ 1.855,90 ως αποζημίωση απολύσεως, με το νόμιμο τόκο από της επομένης ημέρας της τελευταίας αποναυτολογήσεως του ενάγοντος και δη από την 12.9.2020, πλην του ποσού των ευρώ 332,00, που αφορά υπόλοιπο επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2020, το οποίο επιδικάζει με το νόμιμο τόκο από την 1.1.2021. Επιπλέον των ανωτέρω, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων οκτώ ευρώ και σαράντα λεπτών (1.008,40) και δη το ποσό των ευρώ 117,83 ως υπόλοιπο αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης, το ποσό των ευρώ 48,12 ως υπόλοιπο επιδόματος εορτών Πάσχα 2020 και το ποσό των ευρώ 842,45 ως αποζημίωση απολύσεως, με το νόμιμο τόκο από της επομένης ημέρας της τελευταίας αποναυτολογήσεως του ενάγοντος και δη από την 12.9.2020. Το αίτημα της αγωγής περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής είναι πλέον άνευ αντικειμένου. Κατόπιν αυτών, παρέλκει, ως αλυσιτελής, η εξέταση του, υποβληθέντος με το δικόγραφο της Α΄ έφεσης στο Δικαστήριο τούτο, αιτήματος της εκκαλούσας–εναγομένης για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την, εκ μέρους της, καταβολή στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού, ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, πλέον τόκων, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει το καταβληθέν. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν κατά ένα μέρος σε βάρος της εναγομένης, λόγω της εν μέρει ήττας της, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό και κατά τα λοιπά, πρέπει κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, την από 22.08.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ……../22-8-2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……../23-8-2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση και την από 09.05.2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ………./09-05-2023 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. …………./11-05-2023 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση.
Δέχεται τυπικά αυτές και εν μέρει στην ουσία τους, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 1308/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία δίκασε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.
Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.
Δέχεται εν μέρει την από 10.12.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ………./10.12.2020 αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δέκα τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων ενενήντα ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών (14.290,73 ευρώ), νομιμοτόκως από την 12.09.2020, πλην του ποσού των ευρώ τριακοσίων τριάντα δύο (332,00 ευρώ), το οποίο επιδικάζει με το νόμιμο τόκο από την 1.1.2021.
Αναγνωρίζει ότι η εναγομένη, επιπλέον του αμέσως ανωτέρω ποσού, οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων οκτώ ευρώ και σαράντα λεπτών (1.008,40), νομιμοτόκως από την 12.09.2020.
Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε οκτακόσια (800,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους την 31.7.2024
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ