Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 397/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης  397 /2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και το Γραμματέα Σ.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……….., για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

Α) Της εκκαλούσας: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία <<………>>, που εδρεύει στο ……. Κρήτης, ………., με ΑΦΜ ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευαγγελία Μηλολιδάκη (ΑΜ ΔΣΗ ……….), που κατέθεσε την από 24-05-2024 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Του εφεσιβλήτου: ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Τσάκο (ΑΜ ΔΣΠ ……….., που κατέθεσε την από 29-05-2024 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Β) Του εκκαλούντος: …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Τσάκο (ΑΜ ΔΣΠ …….., που κατέθεσε την από 29-05-2024 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Της εφεσίβλητης: Της εταιρείας με την επωνυμία <<………..>>, που εδρεύει στο ……. Κρήτης, οδός ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευαγγελία Μηλολιδάκη (ΑΜ ΔΣΗ ………), που κατέθεσε την από 24-05-2024 έγγραφη δήλωση (άρθρ. 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Ο εκκαλών της υπό στοιχ. Β) έφεσης και εφεσίβλητος της υπό στοιχ. Α) έφεσης, άσκησε σε βάρος της εναγομένης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 25.05.2021 (με γεν.αριθ.κατάθ. …./2021 και αριθ.καταθ. δικογρ. ../2021) αγωγή, με την οποία ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’αριθ. 2286/2022 οριστική απόφαση, με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, διατάσσοντας τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα της υπό στοιχ. Α) έφεσης, με την από 04.08.2022 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …./04-08-2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …/04-08-2022 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./05-09-2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …/05-09-2022) έφεση και ο ενάγων και ήδη εκκαλών της υπό στοιχ. Β) έφεσης, με την από 11.01.2023 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/13-01-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …/13-01-2023 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …/13-01-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …../13-01-2023) έφεση,  οι οποίες προσδιορίστηκαν για τη δικάσιμο της 21-09-2023, κατά την οποία δεν εισήχθησαν προς συζήτηση λόγω ανώτερης βίας που αφορά τη συμμετοχή των δικαστικών υπαλλήλων σε απεργία της ΑΔΕΔΥ και της Ομοσπονδίας Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδος, προσδιορίστηκαν δε αυτεπαγγέλτως με την υπ’αριθ. 75/27-09-2023 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς για τη δικάσιμο  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο.

Οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν στη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν αντιμωλία των διαδίκων.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται ανωτέρω, αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: α) η από 04.08.2022 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. ……/04-08-2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …./04-08-2022 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./05-09-2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …./05-09-2022) έφεση και β) η από 11.01.2023 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …./13-01-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …/13-01-2023 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./13-01-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. ……/13-01-2023) έφεση, στρεφόμενες κατά της υπ’αριθ. 2286/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά τη διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, κατ’αντιμωλία των διαδίκων, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, λόγω της προδήλου μεταξύ τους συνάφειας, καθ’ όσον βάλλουν κατά της αυτής οριστικής αποφάσεως, υπάγονται στην αυτή διαδικασία και με την ένωση και συνεκδίκασή τους επιταχύνεται η διεξαγωγή  της δίκης και αποτρέπεται το ενδεχόμενο εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων (άρθρα 246 και 524παρ.1 ΚΠολΔ, ΕφΑθ4299/2006 ΕλλΔνη 47 1508).

Οι κρινόμενες αντίθετες, από 04.08.2022 υπό στοιχ. Α) έφεση και από 11.01.2023 υπό στοιχ. Β) έφεση, που στρέφονται κατά της υπ’αριθ. 2286/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρ. 82 ΚΙΝΔ σε συνδ. με άρθρ. 591, 614, 621, 622 ΚΠολΔ), κατ’αντιμωλία των διαδίκων και έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία από την δημοσίευσή της στις 14.07.2022, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής (Εφ.Πειρ. 315/2023, Εφ.Πειρ. 2632/2023, www.efeteio-peir.gr). Εφόσον δε οι ένδικες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.

Ο ενάγων με την αγωγή του εξέθετε ότι δυνάμει συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν μεταξύ αυτού και της εναγομένης, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία και με αριθμό νηολογίου Ηρακλείου ……, επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου <<ΚΠ>, κοχ 24003,92, ναυτολογήθηκε τις αναλυτικά αναφερόμενες ημερομηνίες ως επίκουρος θαλαμηπόλος στο ανωτέρω πλοίο, το οποίο εκτελούσε καθημερινά τα αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια, με μηνιαίες αποδοχές τις προβλεπόμενες από την Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019. Οτι κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, εργαζόταν καθημερινά πέραν του νομίμου ωραρίου, ενώ το ως άνω πλοίο εκτελούσε και τα αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια εξπρές. Οτι από τις ένδικες ναυτολογήσεις του στο ανωτέρω πλοίο της εναγομένης, διατηρεί σε βάρος της, απαιτήσεις για πρόσθετη αμοιβή λόγω υπερωριακής απασχόλησης και λόγω δρομολογίων εξπρές, για διαφορά επιδομάτων εορτών έτους 2019 και 2020, για αποζημίωση λόγω μη χορηγηθεισών διανυκτερεύσεων και για αποζημίωση απόλυσης. Με βάση τα ανωτέρω ζητούσε, κατόπιν παραδεκτού μερικού περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε εν μέρει αναγνωριστικό, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και περιελήφθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε νόμιμα, να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να του καταβάλει για υπερωριακή απασχόληση εντός του έτους 2019 το ποσό των 12.781,32 ευρώ και να υποχρεωθεί να του καταβάλει για τις λοιπές αιτίες το ποσό των 18.225,94, νομιμοτόκως από την απόλυσή του (16.10.2020) άλλως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η εκδοθησομένη απόφαση και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, έκανε αυτήν εν μέρει δεκτή κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονούνται αμφότερα τα διάδικα μέρη με τις κρινόμενες εφέσεις τους και με τους διαλαμβανόμενους σε αυτές λόγους, οι οποίοι, κατά τη συνολική τους εκτίμηση, ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, άλλως τη μεταρρύθμισή της, ο μεν ενάγων – εκκαλών της υπό στοιχ. Β) έφεσης με σκοπό να γίνει δεκτή καθ’ολοκληρία η ανωτέρω αγωγή του, η δε εναγομένη – εκκαλούσα της υπό στοιχ. Α) έφεσης με σκοπό την απόρριψη της από 25.05.2021 αγωγής, αιτούμενοι, αμφότερα τα διάδικα μέρη, να καταδικαστούν οι αντίδικοι αυτών στη δικαστική τους δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Ι. Με τα άρθρα 11, 12 παρ. 1, 13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ. 1 της ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β’ 3170/12.8.2019) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2019», του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ορίζονται τα ακόλουθα: οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού. Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, Δνη 2015/508), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 735/2006, ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες, δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου, όπως προκύπτει από το σχετικό άρθρο 18 της ως άνω ΣΣΝΕ. Εξάλλου, από τον περιλαμβανόμενο στην  ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα αμοιβών κατά βαθμό και ειδικότητα και τις σχετικές διατάξεις περί των αποδοχών των ναυτικών προκύπτει ότι με τη ΣΣΝΕ του έτους 2019 οι αποδοχές του επίκουρου θαλαμηπόλου ανέρχονταν σε 965,87 ευρώ μισθός ενεργείας + 212,49 ευρώ επίδομα Κυριακών + 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 599,40 ευρώ αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,98 ευρώ Χ 30) + 367,70 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [965,87 ευρώ μισθός ενεργείας + 212,49 ευρώ επίδομα Κυριακών = 1.178,36 ευρώ Χ 1/22 = 53,57 ευρώ Χ 5 ημέρες = 267,85 ευρώ + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,98 Χ 5) = 99,9  ευρώ]. Ακόμη, από τον περιλαμβανόμενο στην ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα υπερωριακής αμοιβής κατά βαθμό και ειδικότητα με βάση το ωρομίσθιο του άρθρου 13 παρ. 6 προκύπτει ότι, προκειμένου περί επίκουρου θαλαμηπόλου, η υπερωριακή αμοιβή ορίστηκε αντίστοιχα σε 6,98 ευρώ (με προσαύξηση 25%) για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και 8,37 ευρώ (με προσαύξηση 50%) για κάθε ώρα εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Επισημαίνεται, περαιτέρω, καθ’ όσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ήμερα της Κυριακής, ότι η ως άνω Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας προβλέπει στο άρθρο 6 ότι «Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος δια τας μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχομένη μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ. 1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας», δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής, αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (Εφ.Πειρ. 677/2023, Εφ.Πειρ. 132/2023, Εφ.Πειρ. 481/2023, Εφ.Πειρ. 300/2023, www.efeteio-peir.gr).

ΙΙ. Από την διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ 2019, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί, τις ατομικές συμβάσεις εργασίας των οποίων αυτή διέπει, δικαιούνται επιδόματος εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 364/2012, αδημ.). Αντιθέτως, το κατά τις διατάξεις των άρθρων 5 § 1 και 20 της ως άνω ΣΣΝΕ μηνιαίως καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων δώρων εορτών (ΜονΕφΠειρ. 676/2014,  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΜονΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262), για το λόγο ότι δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, αφού, όπως σαφώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται, αιτία της χορηγήσεώς του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 = ΔΕΝ 59/1300 = Δνη 2005/123, ΑΠ 226/2003, ΕΕΔ 2004/790 = ΔΕΝ 59/1138, ΤριμΕφΠειρ. 177/2012, ΠειρΝ 2012/354, ΤριμΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ. 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜονΕφΠειρ. 347/2016, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 671/2015, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204). Ακόμη, δεν συνυπολογίζονται τα εορταστικά επιδόματα (δώρα), καθόσον αυτά δεν περιλαμβάνονται στην έννοια των μηνιαίων αποδοχών, αφού κατά το άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΝΕ δεν καταβάλλονται τακτικά κάθε μήνα ως αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας που προσφέρεται, αλλά «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα» (Εφ.Πειρ. 569/2022, Εφ.Πειρ. 194/2022, Εφ.Πειρ. 423/2021, Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir.gr), ούτε η αμοιβή για εκτέλεση έξτρα εργασιών, εάν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα (Εφ.Πειρ. 237/2016, Εφ.Πειρ. 164/2014, Εφ.Πειρ. 434/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, π.ρ.β.λ. και Εφ.Πειρ. 569/2022, Εφ.Πειρ. 543/2022, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς).

ΙΙΙ. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 72, 75 εδαφ. δ΄ και 76 του Ν. 3816/1958 «Περί κυρώσεως Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α 32/28.2.1958), όπως ίσχυσαν από της εισαγωγής του ΚΊΝΔ, προέκυπτε ότι στο ναυτικό του οποίου, χωρίς να βαρύνεται με υπαιτιότητα, η σύμβαση εργασίας καταγγέλλεται από τον πλοίαρχο, οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις πάσης φύσεως πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του. Μειωμένη αποζημίωση, πάντως όχι κατώτερη του μισθού δεκαπέντε (15) ημερών, προέβλεπε και η διάταξη του άρθρου 77 ΚΙΝΔ, για την περίπτωση, μεταξύ άλλων και του, επί δεκαπενθήμερο τουλάχιστον χρονικό διάστημα, παροπλισμού του πλοίου, ο οποίος (παροπλισμός) έχει την έννοια της παραμονής του πλοίου αργού στο λιμένα είτε ελλείψει συμφέροντος ναύλου είτε προς διενέργεια επισκευών για τη διατήρηση ή ανανέωση της κλάσης του (ΕφΠειρ. 346/2011, ΕΝαυτΔ 2011/271, ΕφΠειρ. 440/2006, ΕΝαυτΔ 2006/367, ΕφΠειρ. 929/2001, ΕΝαυτΔ 2001/15, ΕφΠειρ. 1252/1997, ΕΝαυτΔ 1997/461, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 77, σελ. 389, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 359, ο ίδιος, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 1982, άρθρο 77, σελ. 268). Στις περιπτώσεις παροπλισμού του πλοίου έχει γίνει νομολογιακώς δεκτό ότι υπάγεται και η υποβολή του σε ετήσια επιθεώρηση διενεργούμενη προς ανανέωση των πιστοποιητικών της αξιοπλοΐας του και η για την αιτία αυτή διακοπή των πλόων του (ΜονΕφΠειρ. 429/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 440/2006, ΕΝαυτΔ 2006/367). Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών η παύση (οριστική ή προσωρινή) των δρομολογίων του πλοίου και εντεύθεν η ακινητοποίησή του συνιστούσε ανυπαίτιο για το ναυτικό λόγο καταγγελίας της σύμβασής του, εφόσον αυτή δεν είχε συμφωνηθεί κατά πλου ή για ορισμένο αριθμό ταξιδιών, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η παραπάνω αποζημίωση. Με τη διάταξη του άρθρου 174 § 3 του μεταγενέστερου Ν.Δ. 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), που αναφέρεται στην επιτρεπτή διακοπή [μεταξύ άλλων και] των τακτικών δρομολογίων του πλοίου, εκείνων δηλαδή που έχουν εγκριθεί με διοικητική πράξη για ορισμένη χρονική περίοδο, ορίστηκε ότι δεν δικαιούνται της κατά τα άρθρα 75 και 76 ΚΙΝΔ αποζημιώσεως οι ναυτικοί που απολύονται λόγω διακοπής των δρομολογίων αυτών, εφόσον ναυτολογηθούν στο ίδιο πλοίο ή δεν αποδεχθούν την προσφερόμενη από τον εργοδότη επαναναυτολόγησή τους υπό τους αυτούς όπως και προηγουμένως όρους εντός ορισμένης προθεσμίας από της απολύσεώς τους. Κατά την έννοιά της η διάταξη αφορά μόνο στις περιπτώσεις διακοπής των εγκεκριμένων δρομολογίων, δηλαδή της προσωρινής παύσης εκτελέσεώς τους μολονότι υφίσταται δυνατότητα επαναλήψεώς τους. Η δε νομοθετική αποστέρηση του δικαιώματος της αποζημιώσεως των άρθρων 75 και 76 ΚΙΝΔ αλλά για την ταυτότητα του νομικού λόγου και της διατάξεως του άρθρου 77 του ιδίου Κώδικα, όταν ο παροπλισμός του πλοίου οφείλεται στην υποβολή του σε ετήσια επιθεώρηση, θεμελιώθηκε στην αντίληψη ότι στις προβλεπόμενες από το άρθρο 173 ΚΔΝΔ περιπτώσεις διακοπής των τακτικών δρομολογίων και, συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις της ετήσιας επιθεώρησης του πλοίου για χρονικό διάστημα μέχρι εξήντα [60] ημερών, δυνάμενο υπό τους νόμιμους όρους να παραταθεί επί τριάντα [30] ακόμη ημέρες, της ανάγκης αποκατάστασης ζημίας ή βλάβης και της συνδρομής εξαιρετικών αναγκών ή ανώτερης βίας ή άλλης σοβαρής αιτίας, όπως οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες, η απόλυση του ναυτικού δεν πρέπει να αποδοθεί σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αφού η μεν υποβολή του πλοίου σε ετήσια επιθεώρηση αποτελεί νόμιμη υποχρέωσή του, οι δε λοιπές περιστάσεις που επιβάλλουν τη διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων του πλοίου δεν προκαλούνται από τον ίδιο ούτε ανάγονται στη σφαίρα ευθύνης του. Για το λόγο αυτό ορίστηκε ότι ο εργοδότης (πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής) ενέχεται σε αποζημίωση του απολυόμενου για τις αιτίες αυτές ναυτικού μόνον εφόσον δεν τον επαναπροσλάβει εντός σαράντα [40] ημερών από την απόλυσή του συνεπεία είτε της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του είτε της επελεύσεως των λοιπών γεγονότων, αν και μετά την πάροδο του προσωρινού κωλύματος ναυσιπλοΐας, το πλοίο δύναται να επαναλάβει τα δρομολόγιά του, σύμφωνα με την εγκριτική αυτών διοικητική πράξη. Αν η διάταξη αυτή δεν είχε θεσπιστεί, θα παραγόταν υποχρέωση του εργοδότη να αποζημιώσει τον απολυόμενο ναυτικό κατά τα άρθρα 75 εδαφ. δ΄ και 77 ΚΙΝΔ σε κάθε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο λόγω παύσης των δρομολογίων του πλοίου, εγκεκριμένων ή μη, οριστικής ή ακόμα και προσωρινής, διαρκούσας βέβαια, στη δεύτερη περίπτωση, δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες. Αντιθέτως, με την εν λόγω διάταξη του ΚΔΝΔ ο απολυόμενος ναυτικός αποκτά δικαίωμα αποζημιώσεως μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου από την απόλυσή του και με τη συνδρομή μιας αρνητικής προϋποθέσεως, της μη επαναπρόσληψής του μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας και, επιπλέον, εφόσον τα δρομολόγια που εκτελούσε πριν την απόλυσή του ήταν διοικητικώς εγκεκριμένα. Ειδικώς επί επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων οι ΣΣΝΕ που συνάπτονται για να καθορίσουν τους όρους εργασίας και αμοιβής των πληρωμάτων τους περιλαμβάνουν παγίως, από το έτος 1993 τουλάχιστον, διάταξη (άρθρο 27) ορίζουσα ότι «Σε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιονδήποτε λόγο, πέραν των εξήκοντα [60] ημερών, καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο [22] ημερών». Ο όρος «διακοπή των πλόων», του οποίου γίνεται χρήση στη διάταξη αυτή, έχει την ίδια έννοια με τον όρο «διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων» του άρθρου 174 ΚΔΝΔ και σημαίνει την προσωρινή παύση των δρομολογίων που έχουν εγκριθεί για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο λόγος της διακοπής τους που προβλέπεται στο άρθρο 173 ΚΔΝΔ, θα μπορούσαν να συνεχιστούν μέχρι του πέρατος ισχύος της εγκριτικής τους πράξης. Η ίδια διάταξη είναι ευμενέστερη τόσο για τους ναυτικούς, που δικαιούνται αποζημιώσεως αν δεν επαναπροσληφθούν σε πλοίο που συνεχίζει τους πλόες του μετά τη διακοπή τους, ανεξαρτήτως αν η αιτία της διακοπής αυτής περιλαμβάνεται η όχι στην περιοριστική απαρίθμηση του άρθρου 173 ΚΔΝΔ, όσο και για τους εργοδότες, αφού παρατείνει το χρόνο υποχρεωτικής (και άνευ δικαιώματος αποζημιώσεως) αναμονής των ναυτικών για την επαναπρόσληψή τους στις εξήντα [60] ημέρες, λαμβάνοντας υπόψη την ισόχρονη ανοχή του νόμου για τη διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων στην, συνηθέστερη στην πράξη, περίπτωση της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του, που, όπως εκτέθηκε, συνιστά παροπλισμό του κατά την έννοια του άρθρου 77 ΚΙΝΔ. Από την άποψη αυτή η ίδια διάταξη (του άρθρου 27 της και εδώ εφαρμοζόμενης ΣΣΝΕ) είναι πράγματι ειδική και ως νεότερη κατισχύει του ΚΔΝΔ (ΑΠ 887/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αλλά και του ΚΙΝΔ, υπό την έννοια ότι αν ο ναυτικός απολυθεί από την εργασία του σε επιβατηγό – ακτοπλοϊκό σκάφος λόγω διακοπής των πλόων αυτού εξαιτίας της ετήσιας επιθεώρησης η απόλυσή του θεωρείται «προσωρινή» και μόνον αν δεν επαναναυτολογηθεί μέσα σε προθεσμία εξήντα [60] ημερών από την προσωρινή αυτή απόλυσή του, η ανυπαίτια και χωρίς τη θέλησή του λύση της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας θεωρείται «οριστική», χωρίς να ενδιαφέρει αν επαναπροσληφθεί ή όχι, με αποτέλεσμα να του οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο [22] ημερών (Μον.Εφ.Πειρ. 176/2024, ΜονΕφΠειρ. 445/2021, διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΜονΕφΠειρ. 464/2021, ΜονΕφΠειρ. 138/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 755/2019, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΕφΠειρ. 329/2003, ΔΕΕ 2004/82).

Από την επανεκτίμηση της από 22.09.2021 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρος απόδειξης ……….., ενώπιον του Δικηγόρου Ηρακλείου . …….., η οποία λήφθηκε μετά από προηγούμενη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγόμενης κατά τα άρθρα 421 και 422 Κ.Πολ.Δ. σε συνδ. με άρθρο 591 αριθ. 1 του ιδίου κώδικα (βλ.υπ’ αριθ. …./16-09-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης ……..) και τις υπ’αριθ. ……./20-09-2021 και ……../23-11-2021 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης …… και ……… αντίστοιχα, ενώπιον του συμβολαιογράφου Ηρακλείου …….., οι οποίες λήφθηκαν μετά από προηγούμενη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος (βλ. υπ’αριθ. …./12-09-2021 και …../15-11-2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης . ….), οι οποίες (ένορκες βεβαιώσεις) εκτιμώνται κατά το λόγο γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα, σε συνδυασμό με όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ανεξάρτητα αν αυτά πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ. 1 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), σε μερικά των οποίων θα γίνει ειδική μνεία παρακάτω, χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, καθώς και με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφα τους (άρθρα 264 εδάφ. β, 352 παρ. 1 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν μεταξύ του ενάγοντος, Ελληνα απογεγραμμένου ναυτικού και των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου <<ΚΠ>> κοχ 24.003,92, με αριθμό νηολογίου Ηρακλείου ……, ο ενάγων ναυτολογήθηκε και απασχολήθηκε στο ανωτέρω πλοίο, με την ειδικότητα του επίκουρου θαλαμηπόλου α) από 30-11-2018 έως 19-02-2019, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά λόγω διακοπής δρομολογίων, β) από 10-04-2019 έως 01-11-2019, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι της Σούδας αμοιβαία συναινέσει αυτού και του πλοιάρχου και γ) από 15-11-2019 έως 16-10-2020, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι της Σούδας αμοιβαία συναινέσει αυτού και του πλοιάρχου. Καθ’ όλα τα ανωτέρω επίδικα χρονικά διαστήματα ναυτολογήσεων του ενάγοντος, οι όροι της εργασίας του και ιδίως το ύψος των καταβαλλόμενων σε αυτόν αποδοχών διέπονταν από τους όρους της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019 (η οποία κυρώθηκε με την Υ.Α. 2242.5-1.5/56040/2019, που δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. Β’ 3170/12-8-2019, εφαρμοζομένη αναδρομικά), όπως ισχυρίζεται ο ενάγων και επιβεβαιώνεται από το κείμενο των καταρτισθεισών μεταξύ των διαδίκων, από 15-11-2019 και από 16-02-2020 συμβάσεων ναυτικής εργασίας, στις οποίες ρητώς προβλέπεται ότι <<Οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του Ναυτικού συμφωνείται ότι…….θα περιλαμβάνουν Α) τις νόμιμες αποδοχές της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019>>, από τις σχετικές εγγραφές στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος, όπου  στο οικείο σημείο κάτω από την ένδειξη <<Μισθός>> αναγράφεται ΣΣ, δηλαδή Συλλογική Σύμβαση καθώς και από την εκ μέρους της εναγομένης καταβολή αναδρομικών αποδοχών μετά τη σύναψη της ανωτέρω ΣΣΝΕ (βλ. σχετ. από 16-11-2019 έγγραφη απόδειξη μισθοδοσίας, προσκομιζόμενη μετ’επικλήσεως από τον ενάγοντα). Περαιτέρω, ο ενάγων, υπό την ειδικότητα του επίκουρου θαλαμηπόλου, ο οποίος εντάσσεται κατ’άρθρο 3 β.δ.683/1960 στο προσωπικό γενικών καθηκόντων, τελούσε υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του αρχιθαλαμηπόλου της θέσης στην οποία ανήκε και βοηθούσε αυτόν στην εκτέλεση των καθηκόντων του, ενώ στα καθήκοντά του περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, η επιμέλεια της καθαριότητας, της συντήρησης και της ευπρέπειας των ανατιθέμενων σε αυτόν ενδιαιτημάτων των θέσεων και δη του διαμερίσματος του πλοίου όπου βρίσκονταν οι καμπίνες και το wc των καμπινών των επιβατών, η παραλαβή τους από το χώρο υποδοχής του πλοίου, η μεταφορά των αποσκευών τους και η τακτοποίησή τους στις καμπίνες, επιπλέον δε εκτελούσε εργασίες καθαριότητας και ευπρεπισμού των εσωτερικών κοινόχρηστων χώρων του πλοίου καθώς και της τραπεζαρίας αυτού. Κατά το ένδικο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του ενάγοντος, το ανωτέρω πλοίο ήταν ενταγμένο σε ακτοπλοϊκή γραμμή και εκτελούσε καθημερινά το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο Κρήτης με αναχώρηση από κάθε λιμάνι στις 21.00 και άφιξη στις 06.30 της επομένης. Για το χρονικό διάστημα από 06-01-2019 έως 01-11-2019 και από 15-11-2019 έως  25-01-2019, το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς (αναχ. 21.00) – Ηράκλειο (άφιξη 05,45 της επομένης) – Σούδα (09.30) και επιστροφή από τα ίδια λιμάνια με αναχώρηση από Σούδα στις 16.00 – Ηράκλειο (άφιξη 19.00) και αναχώρηση στις 22.30 με προορισμό τον Πειραιά, όπου κατέπλεε στις 19.00. Επίσης το πλοίο για ορισμένες ημέρες, κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες, εκτελούσε, εκτός του ανωτέρω δρομολογίου και ημερήσια δρομολόγια στη γραμμή Πειραιά – Ηράκλειο. Ειδικότερα, στις 16-1-2019 (Τετάρτη), 23-1-2019 (Τετάρτη), 30-1-2019 (Τετάρτη), 24-4-2019 (Τετάρτη), 25-4-2019 (Πέμπτη), 30-4-2019 (Τρίτη), 5-5-2019 (Κυριακή), 13-7-2019 (Σάββατο), 20-7-2019 (Σάββατο), 26-7-2019 (Παρασκευή), 27-7-2019 (Σάββατο), 2-8-2019 (Παρασκευή), 3-8-2019 (Σάββατο), 9-8-2019 (Παρασκευή), 10-8-2019 (Σάββατο), 17-8-2019 (Σάββατο), 23-8-2019  (Παρασκευή), 24-8-2019 (Σάββατο), 30-8-2019 (Παρασκευή), 31-8-2019 (Σάββατο), 24-7-2020 (Παρασκευή), 25-7-2020 (Σάββατο), 31-7-2020 (Παρασκευή), 1-8-2020 (Σάββατο), 7-8-2020 (Παρασκευή), 8-8-2020 (Σάββατο), 14-8-2020 (Παρασκευή), 15-8-2020 (Σάββατο), 21-8-2020 (Παρασκευή), 22-8-2020 (Σάββατο), 28-8-2020 (Παρασκευή), 29-8-2020 (Σάββατο) αναχωρούσε επιπλέον καθημερινά από κάθε λιμάνι (Πειραιάς ή Ηράκλειο) στις 11.00 και έφτανε σε κάθε λιμάνι (Πειραιάς ή Ηράκλειο) στις 18.30 και στη συνέχεια αναχωρούσε στις 21.00 πραγματοποιώντας το κανονικό του δρομολόγιο. Περαιτέρω το πλοίο, ορισμένες Πέμπτες και Κυριακές, το καλοκαίρι, εκτελούσε, εκτός του ανωτέρω δρομολογίου και ημερήσια δρομολόγια στη γραμμή Ηράκλειο – Μήλος – Πειραιάς – Μήλος – Ηράκλειο. Ειδικότερα αναχωρούσε από το Ηράκλειο ή από τον Πειραιά στις 11.00 για Μήλο όπου κατέπλεε στις 15.00. Στη συνέχεια αναχωρούσε από Μήλο για Πειραιά ή Ηράκλειο όπου κατέπλεε στις 18.45. Ακολούθως το πλοίο αναχωρούσε στις 22.00 από Ηράκλειο ή Πειραιά με προορισμό τον Πειραιά ή το Ηράκλειο όπου κατέπλεε στις 6.30 της επόμενης ημέρας κάνοντας στη συνέχεια το κανονικό του δρομολόγιο. Οι ημέρες που το πλοίο έκανε τα ημερήσια ως άνω δρομολόγια είναι οι εξής: 20-6-2019 (Πέμπτη),   23-6-2019 (Κυριακή), 27-6-2019 (Πέμπτη), 30-6-2019 (Κυριακή), 4-7-2019 (Πέμπτη), 7-7-2019 (Κυριακή), 11-7-2019 (Πέμπτη), 14-7-2019 (Κυριακή), 18-7-2019 (Πέμπτη), 21-7-2019 (Κυριακή), 25-7-2019 (Πέμπτη), 28-7-2019 (Κυριακή), 1-8-2019 (Πέμπτη), 4-8-2019 (Κυριακή), 8-8-2019 (Πέμπτη), 11-8-2019 (Κυριακή), 14-8-2019 (Τετάρτη), 18-8-2019 (Κυριακή), 22-8-2019 (Πέμπτη), 25-8-2019 (Κυριακή), 29-8-2019 (Πέμπτη), 1-9-2019 (Κυριακή), 5-9-2019 (Πέμπτη), 8-9-2019 (Κυριακή), 12-9-2019 (Πέμπτη), 15-9-2019 (Κυριακή), 18-6-2020 (Πέμπτη), 21-6-2020 (Κυριακή), 25-6-2020 (Πέμπτη), 28-6-2020 (Κυριακή), 2-7-2020 (Πέμπτη), 30-7-2020 (Πέμπτη), 2-8-2020 (Κυριακή),    6-8-2020 (Πέμπτη), 9-8-2020 (Κυριακή), 13-8-2020 (Πέμπτη), 16-8-2020 (Κυριακή), 20-8-2020 (Πέμπτη), 23-8-2020 (Κυριακή), 27-8-2020 (Πέμπτη), 30-8-2020 (Κυριακή), 3-9-2020 (Πέμπτη), 10-9-2020 (Πέμπτη). Η χρονική διάρκεια της καθ’ ημέρα εργασίας του ενάγοντος κατά τα παραπάνω διαστήματα που το πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκά δρομολόγια δεν ήταν επακριβώς καθορισμένη, αλλά επηρεαζόταν από την αυξομείωση της κίνησης των επιβατών και των οχημάτων καθώς και από τις συνθήκες κάθε φορά της ναυτικής αποστολής του πλοίου.  Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι το ανωτέρω πλοίο εξυπηρετούσε ακτοπλοϊκή γραμμή με αυξημένη επιβατική κίνηση, ακόμη και τους χειμερινούς μήνες, τη φύση και το αντικείμενο της απασχόλησής του ενάγοντος, τον επιμερισμό των εργασιών μεταξύ του προσωπικού γενικών καθηκόντων, την ύπαρξη της προβλεπόμενης σύνθεσης για το προσωπικό αυτό, τις ανάγκες που κάλυπτε το ανωτέρω πλοίο, συνεκτιμημένου και του γεγονότος ότι η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα σταθερά κάθε μήνα διάφορα χρηματικά ποσά για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο και μικρότερη τη χειμερινή, το Δικαστήριο τούτο οδηγείται στην κρίση ότι ο μέσος όρος της συνολικής (όχι εξαιρετικής αλλά) καθημερινής απασχόλησής του καθ’ όλη τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του στο ανωτέρω πλοίο ήταν ι) κατά το διάστημα που το πλοίο εκτελούσε ένα δρομολόγιο τις μεν καθημερινές και Κυριακές επί τέσσερις (4) ώρες την ημέρα, τα δε Σάββατα και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες την ημέρα και ιι) κατά το διάστημα που το πλοίο εκτελούσε και ημερήσια δρομολόγια ή  επεκτείνονταν τα δρομολόγια προς Μήλο, τις μεν καθημερινές και Κυριακές επί έξι (6) ώρες την ημέρα, τα δε Σάββατα και τις αργίες επί δεκατέσσερις (14) ώρες την ημέρα, κατά μερική μόνο παραδοχή του πρώτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος – εκκαλούντος της υπό στοιχ.Β) έφεσης, με τον οποίο ισχυρίζεται ότι καθ’όλο το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του εργαζόταν επί τουλάχιστον 13 ώρες ημερησίως, πλην των ημερών που το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο – Σούδα και επιστροφή που εργαζόταν επί 16 ώρες ημερησίως και των ημερών που το πλοίο εκτελούσε και ημερήσια δρομολόγια που εργαζόταν επί 17 ώρες ημερησίως και απορριπτόμενου ως αβάσιμου του δεύτερου λόγου της έφεσης της εναγομένης (υπό στοιχ. Α), με τον οποίο ισχυρίζεται ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος δεν ξεπερνούσε τις 10 ώρες. Η μαρτυρία του ενόρκως καταθέσαντος για λογαριασμό του ενάγοντος, ναυτικού,   ………. (ο οποίος συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα, με την ίδια ειδικότητα του επίκουρου θαλαμηπόλου στο επίδικο πλοίο από τον Ιούλιο έως τον Σεπτέμβριο 2020, περί καθημερινής απασχόλησής του κατά μέσον όρο επί 13 έως 13,5 ώρες ημερησίως κατά το χρονικό διάστημα που το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Πειραιάς – Ηράκλειο Κρήτης και επί 16 έως 17 ώρες κατά το λοιπό χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος, κρίνεται υπερβολική, καθώς τέτοια συνεχής εργασία, κυρίως σωματική, παρεχόμενη επί σειρά μηνών επί καθημερινής βάσης, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας θα οδηγούσε τον ενάγοντα ναυτικό, γεννημένο το έτος 1967, στα όρια της σωματικής του αντοχής. Αντιστοίχως, υπερβολική, κατά το μέρος που αφορά μικρότερο των 12 ωρών ημερησίως μέσον όρο απασχόλησης του ενάγοντος προς εκτέλεση των άνω καθηκόντων του, κρίνεται η μαρτυρία του μάρτυρα ανταπόδειξης, ……….., ο οποίος υπηρέτησε ως Προϊστάμενος Αρχιθαλαμηπόλος στο ένδικο πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 3.12.2018 έως 19.2.2019, από 10.4.2019 έως 24.9.2019, από 24.10.2019 έως 1.11.2019 και από 15.11.2019 έως 21.1.2020,  με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και συνεκτιμώμενης της κατάθεσης του άνω μάρτυρος απόδειξης κατά το σχετικό μέρος της. Το γεγονός δε ότι το άνω πλοίο κατά τα επίδικα αυτά χρονικά διαστήματα είχε πλήρη την οργανική σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς το μέσον όρο της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος που πραγματοποιούνταν καθημερινά, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (Κ.Δ.Ν.Δ., Φ.Ε.Κ. Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλοών του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (Εφ.Πειρ. 655/2022, Εφ.Πειρ. 569/2022, Εφ.Πειρ. 423/2021, www.efeteio-peir.gr), ενώ το γεγονός ότι η άνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν πλήρως στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγομένη, διά του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 157 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της των ως άνω ΣΣΝΕ, καθώς και το ότι ο ενάγων υπέγραφε στο εν λόγω βιβλίο, καθώς και στις αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού (Εφ.Πειρ. 155/2023, Εφ.Πειρ. 577/2022, Εφ.Πειρ. 304/2020, Εφ.Πειρ. 274/2019, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 716/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), επιπλέον δε, είναι κοινώς γνωστό ότι δεν είναι σύνηθες οι ναυτικοί που υπηρετούν σε ένα πλοίο να διατυπώνουν επιφυλάξεις στις σχετικές καταστάσεις, προφανώς από φόβο ότι μπορεί να δυσαρεστήσουν τον εργοδότη και να διακινδυνεύσουν τη θέση εργασίας τους. Εξάλλου, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, η οποία συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 Α.Κ, 8 ν. 2112/1920 και 8 παρ. 4 Ν. 4020/1959, κάθε παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και υπό τη μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (Α.Π. 587/2006, Εφ.Πειρ. 18/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 304/2020, www.efeteio-peir.gr). Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων στα πλαίσια της ειδικότητας του επίκουρου θαλαμηπόλου, εργαζόταν στο άνω πλοίο επί 11 ώρες ημερησίως κατά το διάστημα που αυτό εκτελούσε ένα δρομολόγιο, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Ο ενάγων – εκκαλών της υπό στοιχ.Β) έφεσης, με τον ερευνώμενο (πρώτο) λόγο της έφεσής του, παραπονείται μόνο για τον αριθμό των ωρών που πρωτοδίκως κρίθηκε ότι εργαζόταν υπερωριακώς χωρίς να πλήττει τα κεφάλαια του γενόμενου αριθμητικού υπολογισμού και της εξαγωγής των οικείων τελικών κονδυλίων. Συνεπώς με βάση την παραδοχή της εκκαλουμένης ως προς τον αριθμό των ωρών της εργασίας του ενάγοντος, διορθούμενη μόνο ως προς το σημείο που προαναφέρθηκε, ο τελευταίος δικαιούται: Α. Για το έτος 2019: Ι) Για αμοιβή της υπερωριακής του απασχόλησης 1. ι) επί 24 Σάββατα και 8 αργίες (1.1.2019, 6.1.2019, 28.4.2019, 29.4.2019, 1.5.2019, 6.6.2019, 15.8.2019, 14.9.2019) για 12 ώρες το ποσό των (32 ημέρες χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας χ 8,37 ευρώ =) 3.214,08 ευρώ, ιι) επί 18 Σάββατα και 4 αργίες (28.10.2019, 6.12.2019, 25.12.2019 και 26.12.2019) για 14 ώρες το ποσό των (22 ημέρες χ 14 ώρες υπερωριακής εργασίας χ 8,37 ευρώ =) 2.577,96 ευρώ, ήτοι δικαιούται για την ανωτέρω αιτία το συνολικό ποσό των 5.792,04 ευρώ έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 3.560,96 ευρώ, όπως συνομολογεί και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 2.231,08 ευρώ. 2. ι) επί 140 καθημερινές και 18 Κυριακές (που δεν εκτελούνταν ημερήσια δρομολογια) για 4 ώρες το ποσό των (58 ημέρες χ 4 ώρες υπερωριακής απασχόλησης χ 6,98 ευρώ=) 1.619,36 ευρώ, ιι) επί 67 καθημερινές και 24 Κυριακές (όπου εκτελούνταν ημερήσια δρομολόγια) για 6 ώρες το ποσό των (91 ημέρες χ 6 ώρες υπερωριακής απασχόλησης χ 6,98 ευρώ =) 3.811,08 ευρώ, ήτοι δικαιούται για την ανωτέρω αιτία το συνολικό ποσό των 5.430,44 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 964,86 ευρώ όπως συνομολογεί και επομένως οφείλεται  σε αυτόν η διαφορά ποσού 4.465,58 ευρώ. Οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν στο ποσό των  3.293,30 ευρώ  [965,87 ευρώ μισθός ενεργείας + 212,49 ευρώ επίδομα Κυριακών + 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 599,40 ευρώ αντίτιμο τροφής + 367,70 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας + 1.111,20 ευρώ (11.222,48 συνολικές αποδοχές υπερωριακής εργασίας /303 = 37,04 ευρώ χ 30 ημέρες=) μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης =], συνεπώς αυτός δικαιούται ι) για αναλογία επιδόματος Πάσχα έτους 2019, δεδομένου ότι απασχολήθηκε από 1.1.2019 έως 19.2.2019 και από 10.4.2019 έως 30.4.2019 (συνολικά 71 ημέρες), ποσό ίσο με 1/15 του συνολικού μηνιαίου μισθού του για κάθε 8 ημέρες εργασίας, ήτοι συνολικό ποσό (3,293,30 /2= 1.646,65/15 = 109,78 χ 8,875 οκταήμερα) 974,30 ευρώ έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 455,21 ευρώ, όπως συνομολογεί και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 519,09 ευρώ και ιι) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων έτους 2019, δεδομένου ότι απασχολήθηκε από 1.5.2019 έως 1.11.2019 και από 15.11.2019 έως 31.12.2019 (συνολικά 232 ημέρες), ποσό ίσο με τα 2/25 του συνολικού μηνιαίου μισθού του για κάθε 19 ημέρες εργασίας, ήτοι συνολικό ποσό (3.293,30 χ 2/25=263,47 χ 12,21 δεκαεννιαήμερα =) 3.216,97 ευρώ έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.965,53 ευρώ, όπως συνομολογεί και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 1.251,44 ευρώ, κατά μερική παραδοχή του δεύτερου λόγου της έφεσης του ενάγοντος – εκκαλούντος της υπό στοιχ.Β) έφεσης, ως προς το σκέλος αυτού με το οποίο παραπονείται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά το ποσό που συνυπολογίσθηκε για τον προσδιορισμό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με σκοπό τον καθορισμό των οφειλόμενων σε αυτόν επιδομάτων εορτών έτους 2019, ως μέσος όρος της αμοιβής του για την παροχή υπερωριακής εργασίας. Επίσης αποδείχθηκε ότι για το έτος 2019, ο ενάγων δικαιούται ως αμοιβή για 29,33 δρομολόγια εξπρές κάτω των 12 ωρών και άνω των 6 ωρών, το ήμισυ του 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του, οι οποίες όπως προαναφέρθηκε ανέρχονται σε 3.293,30 ευρώ και επομένως δικαιούται το ποσό των (3.293,30/2χ1/30χ 29,33=) 1.609,93 ευρώ έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 1.527,86 ευρώ, όπως συνομολογεί και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 82,07 ευρώ, απορριπτόμενου του πρώτου λόγου της έφεσης της εναγομένης – εκκαλούσας της υπό στοιχ.Α) έφεσης, με τον οποίο παραπονείται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά την πραγματοποίηση δρομολογίων εξπρές από το ένδικο πλοίο καθ’όλο το χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος, αφού όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας για το έτος 2019, ο τελευταίος έλαβε αμοιβή για  δρομολόγια εξπρές που εκτέλεσε το πλοίο κατά τους μήνες Απρίλιο (2 εξπρές), Μάιο (2,67 εξπρές), Ιούνιο (2,67 εξπρές), Ιούλιο (8 εξπρές), Αύγουστο (11,99 εξπρές) και Σεπτέμβριο (2 εξπρές), την οποία (αμοιβή) η εναγομένη δεν αμφισβητεί ειδικά και αυτονοήτως δεν θα του κατέβαλε εάν το πλοίο δεν εκτελούσε τέτοια δρομολόγια.

Β. Για το έτος 2020: Για αμοιβή της υπερωριακής του απασχόλησης 1. ι) επί 24 Σάββατα και 3 αργίες (2/3 Καθαρά Δευτέρα, 25/3 και 14/9) για 12 ώρες το ποσό των  (27 ημέρες χ 12 ώρες υπερωριακής εργασίας χ 8,37 ευρώ =) 2.711,88 ευρώ, ιι) επί 9 Σάββατα και 2 αργίες (1/1 και 6/1/2020) για 14 ώρες το ποσό των (11 ημέρες χ 14 ώρες χ 8,37 ευρώ =) 1.288,98 ευρώ, ήτοι δικαιούται για την ανωτέρω αιτία το συνολικό ποσό των 4.000,86 ευρώ έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 2.587,51 ευρώ, όπως συνομολογεί και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 1.413,35 ευρώ. 2. ι) επί 123 καθημερινές και 23 Κυριακές (που δεν εκτελούνταν ημερήσια δρομολογια) για 4 ώρες το ποσό των (146 ημέρες χ 4 ώρες υπερωριακής απασχόλησης χ 6,98 ευρώ=) 4.076,32 ευρώ, ιι) επί 32 καθημερινές και 10 Κυριακές (όπου εκτελούνταν ημερήσια δρομολόγια) για 6 ώρες το ποσό των (42 ημέρες χ 6 ώρες υπερωριακής απασχόλησης χ 6,98 ευρώ =) 1.758,96 ευρώ, ήτοι δικαιούται για την ανωτέρω αιτία το συνολικό ποσό των 5.835,28 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 646,74 ευρώ όπως συνομολογεί και επομένως οφείλεται  σε αυτόν η διαφορά ποσού 5.188,54 ευρώ. Οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν στο ποσό των 3.488,00  ευρώ  [965,87 ευρώ μισθός ενεργείας + 212,49 ευρώ επίδομα Κυριακών + 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 599,40 ευρώ αντίτιμο τροφής + 367,70 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας + 1.305,90 ευρώ (9.836,14 συνολικές αποδοχές υπερωριακής εργασίας /226 = 43,53 ευρώ χ 30 ημέρες=) μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης =], συνεπώς αυτός δικαιούται ι) για αναλογία επιδόματος Πάσχα έτους 2020, δεδομένου ότι απασχολήθηκε από 1.1.2020 έως 12.4.2019 (συνολικά 103 ημέρες), ποσό ίσο με 1/15 του συνολικού μηνιαίου μισθού του για κάθε 8 ημέρες εργασίας, ήτοι συνολικό ποσό (3.488,00 /2= 1.744,00/15 = 116,27 χ 12,875 οκταήμερα) 1.496,98 ευρώ και ιι) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων έτους 2020, δεδομένου ότι απασχολήθηκε από 11.6.2020 έως 16.10.2020 (συνολικά 128 ημέρες), ποσό ίσο με τα 2/25 του συνολικού μηνιαίου μισθού του για κάθε 19 ημέρες εργασίας, ήτοι συνολικό ποσό (3.488,00 χ 2/25=279,04 χ 6,736 δεκαεννιαήμερα =) 1.879,62 ευρώ έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 458,86 ευρώ, όπως συνομολογεί και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 1.420,76 ευρώ, κατά μερική παραδοχή του δεύτερου λόγου της έφεσης του ενάγοντος – εκκαλούντος της υπό στοιχ.Β) έφεσης, ως προς το σκέλος αυτού με το οποίο παραπονείται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά το ποσό που συνυπολογίσθηκε για τον προσδιορισμό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με σκοπό τον καθορισμό των οφειλόμενων σε αυτόν επιδομάτων εορτών έτους 2020, ως μέσος όρος της αμοιβής του για την παροχή υπερωριακής εργασίας. Επίσης αποδείχθηκε ότι για το έτος 2020, ο ενάγων δικαιούται ως αμοιβή για 11,99 δρομολόγια εξπρές κάτω των 12 ωρών και άνω των 6 ωρών, το ήμισυ του 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του, οι οποίες όπως προαναφέρθηκε ανέρχονται σε 3.488,00 ευρώ και επομένως δικαιούται το ποσό των (3.488,00/2χ1/30χ 11,99=) 697,10 ευρώ έναντι του οποίου έλαβε, όπως ο ίδιος συνομολογεί και όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας, το ποσό των 636,21 ευρώ και επομένως οφείλεται σε αυτόν η διαφορά ποσού 60,81 ευρώ, κατά μερική παραδοχή του τρίτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος – εκκαλούντος της υπό στοιχ.Β) έφεσης, ως προς το σκέλος αυτού με το οποίο παραπονείται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά το ποσό που συνυπολογίσθηκε για τον προσδιορισμό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, με σκοπό τον καθορισμό της οφειλόμενης σε αυτόν αμοιβής δρομολογίων εξπρές έτους 2020, ως μέσος όρος της αμοιβής του για την παροχή υπερωριακής εργασίας. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του δεν έλαβε τις άδειες διανυκτέρευσης που δικαιούνταν καθόσον ο εξετασθείς, με επιμέλειά του, μάρτυρας απόδειξης ανέφερε αορίστως ότι το πλοίο δεν έκανε διανυκτερεύσεις σε κάποιο λιμάνι, γεγονός που δεν άγει άνευ άλλου τινός στο συμπέρασμα ότι ο ενάγων δεν ελάμβανε τις σχετικές άδειες. Εξάλλου η εναγομένη προσκομίζει αντίγραφο από το ημερολόγιο του πλοίου από το οποίο προκύπτει ότι ο ενάγων έλαβε άδεια διανυκτέρευσης κατά τους μήνες Απρίλιο, Μάιο, Ιούνιο, Ιούλιο, Σεπτέμβριο, Οκτώβριο 2019 και Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Απρίλιο, Ιούνιο, Ιούλιο και Σεπτέμβριο 2020, με τη σημείωση ότι λόγω της φύσεως των δρομολογίων, το πλοίο βρισκόταν στο ίδιο λμάνι (Πειραιά ή Ηράκλειο κατά περίπτωση) ανά δύο ημέρες, ώστε ο ναυτικός που εξερχόταν με άδεια διανυκτέρευσης παρέμενε εκτός του πλοίου δύο ημέρες. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε το σχετικό κονδύλιο αποζημίωσης για μη λήψη διανυκτέρευσης, έστω με συνοπτικότερη αιτιολογία που αντικαθίσταται στο σύνολό της με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο ενάγων – εκκαλών της υπό στοιχ. Β) έφεσης με τον τέταρτο λόγο αυτής είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων απολύθηκε στις 19.2.2019 λόγω διακοπής δρομολογίων του πλοίου <<ΚΠ>>, όπως τούτο εμφαίνεται στο ναυτικό του φυλλάδιο. Ωστόσο, όπως ο ίδιος συνομολογεί, επαναναυτολογήθηκε στις 10.4.2019 με την αυτή ειδικότητα και τους ίδιους όρους εργασίας στο ίδιο πλοίο <<ΚΠ>>. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θεώρησε εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση, τη διάταξη του άρθρου 27 της ως άνω ΣΣΝΕ, που απέκλειε, ως ειδικότερη και νεότερη, την εφαρμογή των διατάξεων του ΚΙΝΔ που επικαλέστηκε ο ενάγων και απέρριψε μετά ταύτα ως αβάσιμο το αποζημιωτικό αίτημά του. Έτσι που έκρινε ορθώς κατά τα προαναφερθέντα το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο ενάγων – εκκαλών της υπό στοιχ. Β) έφεσης με τον πέμπτο λόγο αυτής είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Η εναγομένη – εκκαλούσα της υπό στοιχ. Α) έφεσης με τον τρίτο (τελευταίο) λόγο αυτής παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κρίνοντας εσφαλμένα, απέρριψε την προβληθείσα πρωτοδίκως ένσταση συμψηφισμού των οφειλόμενων στον ενάγοντα λόγω υπερωριακής απασχόλησης με τις <<προμήθειες θαλαμηπόλων>>. Ωστόσο από την επισκόπηση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, προκύπτει  ότι η εν λόγω ένσταση δεν προβλήθηκε παραδεκτά ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, καθώς δεν αναφέρθηκε έστω συνοπτικά στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, σύμφωνα με τα απαιτούμενα στη διάταξη του άρθρου 591αρ.1δ ΚΠολΔ και για το λόγο αυτό δεν περιλήφθηκε στα δημόσια πρακτικά συζήτησης. Πέραν δε τούτου, τα ποσά που η εναγομένη επικαλείται ότι κατέβαλε για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος, αφαιρουμένων των <<προμηθειών θαλαμηπόλων>>, υπολείπονται των ποσών που ο ίδιος ο ενάγων συνομολογεί ότι έλαβε. Επιπρόσθετα, στις αποδοχές βάσει των οποίων υπολογίζονται, εκτός από τα επιδόματα εορτών και η πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές, περιλαμβάνεται κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης υπηρεσίας του ναυτικού, τακτικώς κάθε μήνα ή κατ’επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα διαστήματα και ειδικότερα περιλαμβάνονται οι αποδοχές αδείας με το αντίτιμο τροφής και η αμοιβή για υπερωριακή εργασία, όχι όμως και το επίδομα ιματισμού καθόσον δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη σε αντάλλαγμα της παροχής εργασίας (Εφ.Πειρ.676/2014, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που απέρριψε την ένσταση συμψηφισμού, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του  νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει ο σχετικός λόγος (τρίτος της υπό στοιχ. Α) έφεσης) να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Κατ’ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η υπό στοιχ. Α) έφεση, να γίνει εν μέρει δεκτή η υπό στοιχ. Β) έφεση ως και ουσιαστικά βάσιμη κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους της και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη πληγέν και μη ανατραπέν μέρος της για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτέλεσής της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο,να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και α) να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 6.696,66 (2.231,08 + 4.465,58) ευρώ και β) να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 11.433,04 (519,09 + 1.251,44 + 82,07 + 1.413,35 + 5.188,54 + 1.496,98 + 1.420,76 + 60,81) ευρώ, όλα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του (17.10.2020), πλην του ποσού των 1.420,76 ευρώ που αντιστοιχεί στο επίδομα Χριστουγέννων 2020 και ήταν καταβλητέο την 31.12.2020, το οποίο η εναγομένη οφείλει νομιμοτόκως από την 1.1.2021. Κατόπιν αυτών παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του θεμελιωθέντος στη διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ και υποβληθέντος, με τις προτάσεις της έφεσης, αιτήματος της εναγομένης – εκκαλούσας της υπό στοιχ. Α) έφεσης, για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα, του χρηματικού ποσού των έντεκα χιλιάδων τριακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και σαράντα δύο λεπτών (11.349,42), το οποίο η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα σε συμμόρφωση προς την προσωρινώς εκτελεστή διάταξη της εκκαλουμένης, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει το καταβληθέν. Τέλος, η εναγομένη, λόγω της ήττας της πρέπει να καταδικαστεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 180, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων α) την από 04.08.2022 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/04-08-2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …/04-08-2022 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …./05-09-2022 και ειδ.αριθ.καταθ. …../05-09-2022) έφεση και β) την από 11.01.2023 (στο εκδόν δικαστήριο με γεν.αριθ.καταθ. …/13-01-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …/13-01-2023 και στο Εφετείο με γεν.αριθ.καταθ. …/13-01-2023 και ειδ.αριθ.καταθ. …/13-01-2023) έφεση, στρεφόμενες κατά της υπ’αριθ. 2286/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 04.08.2022 έφεση.

Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ουσίαν την από 11.01.2023 έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ουσίαν.

Δέχεται αυτήν εν μέρει.

Αναγνωρίζει ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των έξι χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα έξι ευρώ και εξήντα έξι λεπτών (6.696,66) με το νόμιμο τόκο από την  17.10.2020.

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των έντεκα χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα τριών ευρώ και τεσσάρων λεπτών (11.433,04) με το νόμιμο τόκο από την 17.10.2020, πλην του επιδόματος Χριστουγέννων 2020, το οποίο πρέπει να καταβάλει νομιμοτόκως από την 1.1.2021.

Απορρίπτει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.

Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 8 Αυγούστου 2024.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                               Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ