Αριθμός 405/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τo Γραμματέα Σ.Τ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Ανδρέα Ντεντιδάκη.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «…………», η οποία εδρεύει τυπικά στις ……………. στην πραγματικότητα όμως στον Πειραιά (…………..) και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) …………………… οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Ανδρέα-Κωνσταντίνο Τζήμα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 1.2.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2023) αίτησή του (έκτακτου ελέγχου άρθρου 142 ν. 4548/2018), επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 4229/2023 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αίτηση.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο αιτών και ήδη εκκαλών με την από 9.1.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………./2024-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ……../2024) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσιβλήτων, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 9.1.2024 και με αριθμό κατάθεσης ………/2024 και προσδιορισμού ……../2004 έφεση του ηττηθέντος αιτούντος-εκκαλούντος κατά της με αριθμό 4229/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, γεγονός που δεν αμφισβητείται από αμφότερα τα διάδικα μέρη, από τα έγγραφα δε στοιχεία της προκείμενης δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης (άρθρ 495 παρ.1 και 2,499, 511, 513 παρ.1 στοιχ.β`, 761, 762, 765 (όπως ισχύουν μετά το ν. 4842/2021), και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ) και εισάγεται αρμόδια και παραδεκτά για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ). Επιπλέον έχει κατατεθεί το απαιτούμενο κατ` άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ παράβολο (βλ το με αριθμό ……………./2024 ηλεκτρονικό παράβολο αξίας 100,00 ευρώ). Συνεπώς, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 522 παρ.1 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια διαδικασία.
Ο αιτών και ήδη εκκαλών με την από 1.2.2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../8.2.2023 αίτησή του περί εκτάκτου ελέγχου της πρώτης εφεσίβλητης συσταθείσας κατά το νόμο των νήσων …… εταιρίας που εδρεύει στην πραγματικότητα στον Πειραιά, που απηύθυνε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά των καθ` ων και ήδη εφεσίβλητων, ιστορούσε, ότι είναι κάτοχος και πραγματικός δικαιούχος μετοχικού τίτλου εις κομιστή 150 ανώνυμων μετοχών, που αναπαριστούν το 30% του συνόλου των μετοχών της πρώτης καθ’ ης, η οποία είναι μητρική εταιρεία χαρτοφυλακίου (holding company), και εδρεύει κατά το καταστατικό της στις …………, στην πραγματικότητα όμως στον Πειραιά, όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις των καταστατικών της οργάνων και η οποία κατέχει το 100% των μετοχών επτά (7) μονοβάπορων θυγατρικών εταιρειών, οι οποίες ομοίως τυπικά εδρεύουν στην αλλοδαπή και δη στη …… της Λιβερίας, στην πραγματικότητα όμως στον Πειραιά. Ότι διαχειρίστρια των πλοίων των ως άνω πλοιοκτητριών εταιρειών είναι η εταιρεία με την επωνυμία «……….», η οποία έχει εγκατεστημένο γραφείο στον Πειραιά και της οποίας διευθύντρια είναι η σύζυγος του αιτούντος …………, που όμως έχει, δυνάμει σχετικού πληρεξουσίου, καταστήσει ειδική πληρεξουσία, αντιπρόσωπο και αντίκλητο της εταιρείας τη ……….., αδελφή του δεύτερου καθ’ ου κατοίκου Πειραιώς. Ότι ο δεύτερος των καθ’ ων, με τον οποίο υπήρξαν στενοί συνεργάτες ήδη από το έτος 2008, είναι μέτοχος της πρώτης καθ’ ης κατά ποσοστό 70% (το οποίο δεν ανήκει αποκλειστικά στον ίδιο, αλλά και σε κάποιους συγγενείς του) στο συνολικό μετοχικό της κεφάλαιο, και, ήδη από 01-05-2015, μοναδικός διευθυντής, πρόεδρος, γραμματέας και ταμίας αυτής. Ότι ειδικότερα η πρώτη καθ’ ης είναι κυρία του 100% των μετοχών των εξής εταιρειών και δη: ………, οι οποίες είναι πλοιοκτήτριες των με ίδια ονομασία πλοίων αντίστοιχα η καθεμία. Ότι παρότι ο ίδιος κατέχει ποσοστό 30% επί των μετοχών της, δεν έχει ποτέ συμμετάσχει σε κάποια Συνέλευση των μετόχων, καθώς ουδέποτε έχει λάβει χώρα τέτοια, δεν έχει λάβει ποτέ μέρισμα από την καθ’ ης και δεν έχει την παραμικρή ιδέα περί των εσόδων της. Ότι ο ίδιος, δεν ασχολήθηκε με την οικονομική διαχείριση των εταιρειών, καθήκον με το οποίο ήταν επιφορτισμένος από την αρχή της συνεργασίας τους ο δεύτερος καθ’ ου, ο οποίος του δήλωνε συνεχώς, ότι τα κέρδη των μονοβάπορων εταιρειών αξιοποιούνταν για την αγορά νέων πλοίων, ή για την κάλυψη των εξόδων των πλοίων. Ότι ωστόσο, κατά το έτος 2020, ο δεύτερος καθ’ ου του εζήτησε να υπογράψει το από 27-10-2020 Πρακτικό Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της πρώτης καθ’ ης μετά ενός άνευ ημερομηνίας Παραρτήματος – Σύμβασης Αναγνώρισης Χρέους και Αποπληρωμής, στο οποίο αναφερόταν, γενικά και αόριστα, ότι ο δεύτερος καθ’ ου και οι λοιποί μέτοχοι – συγγενείς του είχαν αλλεπαλλήλως καταβάλει στην πρώτη καθ’ ης, διάφορα χρηματικά ποσά, συνολικού ύψους 1.600.000 ευρώ, ως κεφάλαιο, για να χρησιμοποιηθεί για την αγορά των προαναφερθέντων πλοίων και για την εν μέρει κάλυψη των λειτουργικών αναγκών των πλοίων. Ότι ο ίδιος δεν είχε την παραμικρή ιδέα περί των παραπάνω, ωστόσο εμπιστευόμενος τον φίλο και συνεργάτη του, υπέγραψε αμφότερα τα παραπάνω έγγραφα, στα οποία υπήρχαν περαιτέρω λεπτομέρειες για την αποπληρωμή των δανείων. Ότι τον Νοέμβριο του 2022, ο δεύτερος καθ’ ου του δήλωσε ότι το κατά τα ανωτέρω ληφθέν δάνειο είχε πλήρως εξοφληθεί, αλλά ότι ο ίδιος (καθ’ ου) και οι λοιποί μέτοχοι συγγενείς του εξοφλήθηκαν (για το δάνειο που παρείχαν στην πρώτη καθ’ ης) μόνο κατά κεφάλαιο, είχαν όμως απαίτηση τόκων εκ ποσοστού 8%. Ότι εξ όλων των ανωτέρω του κατέστη σαφές ότι ουδέποτε χορηγήθηκε δάνειο προς την καθ’ ης, αλλά ότι ο δεύτερος των καθών διευκρίνισε ότι εννοούσε το ποσό που ο ίδιος είχε εισφέρει αρχικά για την αγορά των πρώτων πλοίων, ισχυρισμός ωστόσο που κατά αυτόν δεν ευσταθεί. Ότι σύμφωνα με σχετική διάταξη του Εσωτερικού Κανονισμού της καθ’ ης, κανένα δάνειο δε θα συνομολογείται στο όνομα της εταιρείας και καμία συνομολόγηση χρέους δε θα εκδίδεται στο όνομά της, παρά μόνο με ρητή εξουσιοδότηση, δυνάμει απόφασης των Διευθυντών, επομένως, ακόμη κι αν είχε καταρτισθεί δανειακή σύμβαση, αυτή θα ήταν άκυρη, ως αντίθετη στον Εσωτερικό Κανονισμό. Ότι υπό αυτά τα δεδομένα, συνάγεται ότι η πρώτη καθ’ ης κατέβαλε αχρεωστήτως στον δεύτερο καθ’ ου και στους λοιπούς μετόχους ποσό 1.600.000 ευρώ και σε κάθε περίπτωση ότι παράνομα όλα αυτά τα χρόνια δεν του αποδίδεται μέρισμα. Ότι μάλιστα ο ίδιος αυθαίρετα αποκλείστηκε από την ελεύθερη πρόσβασή του στους λογαριασμούς ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της πρώτης καθ’ ης. Με βάση τα ανωτέρω και τα ειδικότερα επικαλούμενα στο δικόγραφο της αίτησης, ο αιτών αιτήθηκε: α) να διαταχθεί ο έκτακτος έλεγχος (της παρ. 3 του άρθρου 142 του Ν. 4548/2018) για το σύνολο της διαχείρισης που έχει ασκήσει η διοίκηση της πρώτης καθ’ ης κατά τα έτη 2015 – 2023 (30-04-2015 έως 30-01-2023) και να ορισθεί ότι ο έλεγχος θα εκτείνεται και στη διαχείριση και δραστηριότητα, άλλως στα στοιχεία και στα έγγραφα των επτά (7) μονοβάπορων θυγατρικών εταιρειών του χαρτοφυλακίου της καθ’ ης, αλλά και των εταιρειών ………, κατά την ίδια ως άνω χρονική περίοδο, β) να διαταχθεί ο έκτακτος έλεγχος νομιμότητας (της παρ. 1 και 2 του άρθρου 142 του Ν. 4548/2018) για τις παραπάνω αναφερόμενες πράξεις και συμβάσεις, άλλως αυτός να διεξαχθεί στα πλαίσια του αμέσως προαναφερόμενου εκτάκτου ελέγχου (της παρ. 3 του άρθρου 42 του Ν. 4548/2018), γ) να διορισθεί προς διενέργεια του ανωτέρω έκτακτου ελέγχου ελεγκτική εταιρεία, άλλως δύο ορκωτοί ελεγκτές – λογιστές, δ) να ορισθεί ότι η πρώτη των καθών θα καταβάλει το σύνολο της αμοιβής του ελέγχου, άλλως και επικουρικώς να ορισθεί ότι την αμοιβή αυτή θα προκαταβάλει μεν ο ίδιος (αιτών), να υποχρεωθεί όμως η καθ’ ης να του την καταβάλει, ε) να διαταχθεί ο δεύτερος καθ’ ου, υπό την ιδιότητά του ως μοναδικός διευθυντής, πρόεδρος, ταμίας και γραμματέας της πρώτης καθ’ ης, αλλά και των επτά μονοβάπορων πλοιοκτητριών θυγατρικών εταιρειών, να ανεχθεί και γενικώς να διευκολύνει τη διενέργεια του ελέγχου, παρέχοντας όλα τα απαιτούμενα έγγραφα, βιβλία και στοιχεία της καθ’ ης και των μονοβάπορων θυγατρικών εταιρειών του χαρτοφυλακίου της καθ’ ης, προβαίνοντας και στην επίδειξη ή παράδοση απάντων των εγγράφων και τυχόν κινητών πραγμάτων, στ) να απειληθεί σε βάρος του δεύτερου καθ’ ου προσωπική κράτηση δύο (2) μηνών και χρηματική ποινή 5.000 ευρώ για κάθε παράβαση της ανωτέρω υποχρέωσής του και τέλος να καταδικαστούν οι καθ’ ων, άλλως η πρώτη καθ’ ης στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων, άλλως να συμψηφιστούν αυτά μεταξύ των διαδίκων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 739, 740 επ. ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 Ν. 2172/1993 λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς και ακολούθως διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης (άρθρα 3 του ΚΠολΔ, 10 του ΑΚ και 24 παρ. 2 του καν. 1215/2012) με δεδομένο ότι η πρώτη εφεσίβλητη αλλοδαπή εταιρία διατηρεί την πραγματική της έδρα στην Ελλάδα. Στη συνέχεια έκρινε εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο απορρίπτοντας σχετικούς ισχυρισμούς περί του αντιθέτου των καθών η αίτηση κρίνοντας ότι το άρθρο 10 του ΑΚ ερμηνεύεται συσταλτικά, αλλά στη συνέχεια απέρριψε ως αόριστη την αίτηση κρίνοντας ότι στην αίτηση δεν αναφέρονταν συγκεκριμένα στοιχεία ώστε το δικαστήριο να εξάγει ασφαλές συμπέρασμα για το αν οι πράξεις και οι παραλείψεις του δευτέρου των καθών οδήγησαν την πρώτη των καθών σε ζημία η οποία πράγματι ήταν απόρροια της μη χρηστής διοίκησης ώστε να διαταχθεί ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρο 142 παρ. 3 του ν. 4548/2018 έλεγχος σκοπιμότητας της μεγάλης μειοψηφίας, και ότι επιπλέον δεν ανέφερε συγκεκριμένες διατάξεις που παραβιάστηκαν ως προς τον επικουρικά αιτηθέντα έλεγχο νομιμότητας της μικρής μειοψηφίας του άρθρου 142 παρ. 1 και 2 του ν. 4548/2018 κρίνοντας ότι δεν αρκούν τα αναφερόμενα περιστατικά χορήγησης δανείου από τους υπόλοιπους μετόχους και ο αποκλεισμός του αιτούντος από τους λογαριασμούς ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, αναφέροντας επιπλέον ότι αντιφατικά ο αιτών ανέφερε αφενός ότι ουδέποτε έλαβε χώρα γενική συνέλευση των μετόχων της πρώτης εφεσίβλητης, αλλά ότι ο ίδιος υπέγραψε μετά από αίτημα του δευτέρου εφεσιβλήτου τα πρακτικά της γενικής συνέλευσης περί χορήγησης του προαναφερόμενου δανείου, και εν τέλει απεφάνθη ότι υπό τα εκτιθέμενα στην αίτηση δεν πιθανολογήθηκε ότι βλάπτονται τα συμφέροντα της πρώτης των καθών από πράξεις της διοίκησης της. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο αιτών και ήδη εκκαλών με την ένδικη έφεσή του για τους λόγους, που εκτίθενται σε αυτή και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητεί κατά παραδοχή της, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή η αίτησή του. Ειδικότερα: με τον πρώτο λόγο εφέσεως παραπονείται ότι η εκκαλουμένη δεν έλαβε υπόψη της πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν από την αναλυτική κίνηση του τραπεζικού λογαριασμού που διατηρεί στην τράπεζα Πειραιώς ώστε να τα υπαγάγει στη μη χρηστή και ασύνετη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων της καθής που αναφέρονται στις συναλλαγές της με τρίτους και στη διοίκηση του νομικού προσώπου και ζημίωσαν την περιουσία της. Εκτιμάται ότι με το λόγο αυτό υποβάλλεται παράπονο για κατ` εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, δηλαδή της διατάξεως του άρθρου 142 παρ. 3 Ν. 4548/2018 περί διατάξεως ειδικού εκτάκτου δικαστικού ελέγχου ανώνυμης εταιρείας από τη μεγάλη μειοψηφία του 20% του καταβεβλημένου κεφαλαίου. Ο λόγος αυτός είναι ορισμένος, νόμιμος και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Με το δεύτερο λόγο της έφεσής του, κατ` εκτίμηση αυτού, ο εκκαλών παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη του ισχυρισμό του ότι ουδέποτε καταρτίστηκε το παραμικρό δάνειο μεταξύ της εφεσίβλητης αλλοδαπής εταιρίας με έδρα τα νησιά ……….. και των λοιπών μετόχων και επικουρικά ότι αυτό θα ήταν άκυρο. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αλυσιτελής και απαράδεκτος και για το λόγο αυτό απορριπτέος αφού αφορά περιστατικά που ισχυρίστηκαν οι καθών αρνούμενοι τη βασιμότητα της αιτήσεως. Συναφής και απαράδεκτος ομοίως είναι ο τρίτος λόγος εφέσεως με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε ο ισχυρισμός του περί ακυρότητας οποιουδήποτε συναφθέντος δανείου, αλλά και ο έκτος λόγος εφέσεως με τον οποίο αυτός παραπονείται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη έκρινε αόριστο τον ισχυρισμό του περί ακυρότητας του οποιουδήποτε συναφθέντος δανείου. Με τον τέταρτο λόγο εφέσεως ο εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 142 παρ. 3 του ν. 4548/2018 αφού η εκκαλουμένη έκρινε ότι αυτός δεν ανέφερε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά για το αν πράγματι μειώθηκε η κερδοφορία της πρώτης εφεσίβλητης ως αποτέλεσμα της μη χρηστής διοίκησης. Ο λόγος είναι συναφής του πρώτου και ερευνητέος στην ουσία του. Με τον πέμπτο λόγο ο εκκαλών παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του για τον έλεγχο σκοπιμότητας πραγματικά περιστατικά που εκείνος επικαλέστηκε αλλά τα έλαβε υπόψη του μόνο για τον έλεγχο νομιμότητας. Ο ισχυρισμός αυτός, κατά τον τρόπο εκφοράς του είναι αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέος, όπως και ο όγδοος λόγος εφέσεως με τον οποίο υποβάλλεται το παράπονο ότι κρίθηκε αόριστος ο ισχυρισμός του ότι δεν έχει γίνει ποτέ συνέλευση μετόχων κρίνοντας τον μάλιστα αντιφατικό με ισχυρισμό του ότι το ζήτησαν να υπογράψει πρακτικά γενικής συνέλευσης, καθώς ουδέποτε κλήθηκε ούτε παραστάθηκε σε γενική συνέλευσης. Με τον έβδομο λόγο εφέσεως ο εκκαλών παραπονείται ότι η εκκαλουμένη απέρριψε ασαφώς το αίτημα του περί ελέγχου νομιμότητας δύο πράξεων με το ποσοστό της μικρής μειοψηφίας (άρθρο 142 παρ. 2 με ποσοστό 1/20) παρόλο που αυτός ανέφερε ότι ουδέποτε καταβλήθηκε δάνειο από τους μετόχους υπό τη μορφή χρηματοδότησης της πρώτης των καθών και ότι θα έπρεπε να τον καθοδηγήσει το δικαστήριο να συμπληρώσει τον ισχυρισμό του. Εκτιμάται ότι με το πρώτο σκέλος αυτού του λόγου ο εκκαλών παραπονείται για το ότι με εσφαλμένη ερμηνεία νόμου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι το αίτημα του περί ελέγχου νομιμότητας δεν είχε το αναγκαίο περιεχόμενο και αυτό το παράπονο θα ερευνηθεί κατ’ουσίαν. Με τον ένατο λόγο ο εκκαλών παραπονείται για παραβίαση του άρθρου 142 παρ. 2 του ν. 4548/2018 σε συνδυασμό με το άρθρο 68 του ΚΠολΔ αφού κρίθηκε ότι δεν είχε έννομο συμφέρον να υποβάλει την αίτηση. Συναφής είναι και ο 11ος λόγος έφεσης με τον οποίο ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι δεν νομιμοποιείται να ζητήσει έλεγχο στις επτά μονοβάπορες εταιρίες της μητρικής εταιρίας. Ο λόγος αυτός πρέπει να ερευνηθεί ως προς τη βασιμότητα του. Με το 10ο λόγο εφέσεως υποβάλλεται αλυσιτελώς παράπονο περί κακής εκτίμησης αποδεικτικού υλικού διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν εξέτασε την ουσία της υπόθεσης, ενώ ο τελευταίος λόγος αφορά τη δικαστική δαπάνη, κατ’άρθρο 193 του ΚΠολΔ. Να σημειωθεί ότι με το δικόγραφο της εφέσεως ο εκκαλών επικαλείται πραγματικά περιστατικά των οποίων έλαβε γνώση πρόσφατα και ειδικότερα του ότι η πρώτη των καθών είχε ξεκινήσει από το Νοέμβριο του 2021 διαπραγματεύσεις για την πώληση του πλοίου MV C πλοιοκτησίας της μονοβάπορης εταιρίας ………….., η οποία ανήκει στο χαρτοφυλάκιο της πρώτης των καθών, και ότι οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε συμφωνία πώλησης και μεταβίβασης του πλοίου στην εταιρία ………… έναντι του ποσού των 250.000 ευρώ που ολοκληρώθηκε στις 30.3.2022. Ότι το τίμημα καταβλήθηκε στον αναφερόμενο τηρούμενο στην τράπεζα Πειραιώς λογαριασμό της πλοιοκτήτριας με τις αναφερόμενες στην έφεση τμηματικές καταβολές τις αναφερόμενες ημερομηνίες και ότι στις 15.12.2022 ο δεύτερος εφεσίβλητος άδειασε τον τραπεζικό λογαριασμό της προαναφερόμενης πωλήτριας πλοιοκτήτριας που ανήκει στο χαρτοφυλάκιο της πρώτης των καθών με λογιστική μεταφορά ποσού 370.700 ευρώ από το λογαριασμό της πωλήτριας πλοιοκτήτριας σε προσωπικό του λογαριασμό και σε λογαριασμό συγγενικού του προσώπου και ότι δεν έχει επιστρέψει τα ποσά αυτά παρά την εξώδικη όχληση του στις 20.7.2023 με την οποία του γνωστοποίησε ότι θα προβεί στις δέουσες αστικές και ποινικές ενέργειες προς διαφύλαξη των συμφερόντων του.
Κατά το άρθρο 10 Α.Κ, η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι από το δίκαιο της έδρας του νομικού προσώπου ρυθμίζονται τα επί μέρους ζητήματα που αφορούν στην ίδρυση, την έναρξη, την έκταση της ικανότητας δικαίου, τη λύση, την επωνυμία και τη διαχείριση του νομικού προσώπου, καθώς και στην αντιπροσωπευτική εξουσία και την ευθύνη των οργάνων του. Ως «έδρα» δε στη διάταξη αυτή νοείται όχι η καταστατική, αλλά η πραγματική, ο τόπος, δηλαδή, όπου είναι εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, ασκείται πραγματικά η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις. Απόκλιση από τον θεσπιζόμενο με το άρθρο 10 Α.Κ. κανόνα της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου εισάγεται με το άρθρο 1 του Ν. 791/1978, σύμφωνα με το οποίο ναυτιλιακές εταιρίες, των οποίων η σύσταση έγινε κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας, εφόσον είναι ή ήσαν πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων υπό ελληνική σημαία ή είναι εγκατεστημένες ή ήθελαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 ή των Α.Ν. 89/1967 και 378/1968, διέπονται ως προς τη σύσταση και ικανότητα δικαίου, από το δίκαιο της χώρας, στην οποία βρίσκεται κατά το καταστατικό τους η έδρα τους, ανεξαρτήτως του τόπου από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει οι υποθέσεις τους. Η εφαρμογή των διατάξεων τούτων του άρθρου 1 του Ν. 791/1978 επεκτάθηκε και στις αλλοδαπές εταιρίες, πλοιοκτήτριες πλοίων υπό ξένη σημαία, εφόσον τα πλοία τους, διαχειρίζονταν γραφεία ή υποκαταστήματα εταιρειών του άρθρου 25 του Ν. 27/1975. Οι παραπάνω αναφερθείσες δύο περιπτώσεις αποτελούν εξαιρετικό δίκαιο, κατ’ απόκλιση του άρθρου 10 Α.Κ, όπως η έννοιά του προσδιορίσθηκε παραπάνω, αφού ρητά συνδέουν την ικανότητα δικαίου αυτών στην Ελλάδα με το δίκαιο της χώρας της καταστατικής έδρας τους. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 10 Α.Κ, εταιρίες των οποίων τα όργανα διοίκησης λειτουργούν πράγματι στην Ελλάδα, διέπονται γενικά, άρα και ως προς τη σύσταση και ικανότητα δικαίου, από το ελληνικό δίκαιο, έστω και αν στο καταστατικό τους προβλέπεται άλλη «εθνικότητα» ή η έδρα τους έχει ορισθεί με το καταστατικό εκτός Ελλάδος. Αν, συνεπώς, διαπιστωθεί, ότι η πραγματική έδρα της εταιρίας που φέρεται ως αλλοδαπή, βρίσκεται στην Ελλάδα και δεν έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις ίδρυσης (σύστασης και δημοσιότητας) που επιτάσσει το ελληνικό δίκαιο για το συγκεκριμένο εταιρικό τύπο, η εν λόγω εταιρία είναι άκυρη και θεωρείται ως «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμη εταιρεία, οι δε εταίροι των εταιριών αυτών ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον μετά της εταιρίας, σύμφωνα προς τις διατάξεις των άρθρων 249 παρ. 1 και 258 παρ. 3 Ν. 4072/2012. Τούτο, όμως, δεν ισχύει, προκειμένου περί ναυτιλιακών εταιριών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία ή πλοίων υπό ξένη σημαία, εφόσον είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα δυνάμει αδείας ή τα πλοία αυτών διαχειρίζονται ή διαχειρίζονταν γραφεία ή υποκαταστήματα εταιριών εγκατεστημένα εντός της ημεδαπής, δυνάμει ομοίως αδείας, καθόσον, κατά τα παραπάνω, διέπονται ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, όπου ευρίσκεται η καταστατική έδρα αυτών, ανεξαρτήτως του τόπου διεύθυνσης των εταιρικών υποθέσεων. Η άδεια εγκατάστασης των εταιριών αυτών, των γραφείων ή των υποκαταστημάτων τους στην Ελλάδα, χορηγείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, που δημοσιεύεται, κατά το άρθρο 25 του πιο πάνω νόμου (Ν. 27/1975), όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 28 Ν. 814/1978, 77 παρ. 5 Ν. 1892/1990 και 4 Ν. 2234/1994, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και έκτοτε επέρχονται και οι έννομες συνέπειές της. Σε περίπτωση όμως που ανακληθεί η άδεια εγκατάστασης των ως άνω εταιριών, οι εταιρίες αυτές, από τη δημοσίευση ομοίως της σχετικής υπουργικής απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εφόσον συνεχίζεται η λειτουργία τους, επειδή δεν έχουν συσταθεί κατά τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, θεωρούνται κατά τα ανωτέρω ως ομόρρυθμες «εν τοις πράγμασι» και τα μέλη της διοίκησης και οι μέτοχοι αυτών ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον μετά της εταιρίας, σύμφωνα προς τις διατάξεις των άρθρων 249 παρ. 1 και 258 παρ. 3 Ν. 4072/2012 (Ολ.Α.Π. 2/2003, ΕλλΔνη 1994, 1249, Α.Π. 1183/2019, Α.Π. 803/2010, Α.Π. 812/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 427/2020 δημ. σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Εξάλλου, ως προς το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 1 ν. 791/1978, το Ακυρωτικό με την ολΑΠ 2/1999 απεφάνθη – κρίνοντας την έννοια της έδρας για τους σκοπούς του διεθνούς δικονομικού δικαίου, υπό την έννοια της δωσιδικίας των δικαστηρίων της πραγματικής έδρας της εναγόμενης αλλοδαπής εταιρείας – ότι «η διάταξη αυτή εισάγει, κατ’ απόκλιση από τον γενικό κανόνα της ΑΚ 10, διαφορετική ρύθμιση, ειδικά ως προς τις ναυτιλιακές εταιρείες και μόνο ως προς τα θέματα της σύστασης και ικανότητας δικαίου αυτών), τάχθηκε δηλαδή υπέρ μιας συσταλτικής ερμηνείας. Οι αποφάσεις δε των Δικαστηρίων ουσίας που ακολούθησαν έκριναν ότι η ρύθμιση του ν. 791/1978 ως εξαιρετική πρόβλεψη καλεί σε εφαρμογή το δίκαιο του τόπου ίδρυσης του νομικού προσώπου μόνο για τα ρητά και αποκλειστικά εκεί απαριθμούμενα θέματα της σύστασης, κατά δε λογική και νομική ακολουθία και της λύσης αυτού (ΑΠ 1.709/1990 [ποιν.], ΑΠ 1.593/1988 [Συμβ.] ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 427/2020 <www.efeteio-peir.gr>, ΕφΠειρ 40/2010 ό.π.) – όχι όμως και της εκκαθάρισης (ΑΠ 796/1994 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, όπου κρίση για την ικανότητα του νομικού προσώπου να παρίσταται σε δίκες μετά τη λύση του για τους σκοπούς της εκκαθάρισης, contra όμως ΕφΠειρ 427/2020 ό.π.), καθόσον αυτή αφορά κατ’ εξοχήν δικαιώματα τρίτων – της αναγνώρισης της νομικής προσωπικότητας, της έναρξης (ΑΠ 1.699/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και έκτασης της γενικής ικανότητας δικαίου (υπό την έννοια in abstracto ικανότητας του νομικού προσώπου να καθίσταται αποδέκτης των κανόνων της εννομης τάξης, χωρίς να προεξοφλείται η κτήση συγκεκριμένων δικαιωμάτων και η δημιουργία συγκεκριμένων υποχρεώσεων), στην οποία περιλαμβάνεται και η εκπροσωπευτική εξουσία των οργάνων του νομικού προσώπου (ΑΠ 186/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), εξαιρούμενων όμως των ειδικών ικανοτήτων δικαίου, όπως π.χ. η πτωχεuτική (ΕφΠειρ 74/2011, ΕφΠειρ 12/2011, ΕφΠειρ 159/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα κατά το δίκαιο της πραγματικής έδρας κρίνονται άπαντα τα λοιπά ζητήματα εταιρικής φύσης, όπως η ευθύνη των διαχειριστών της και των εκπροσώπων της, ο δικαστικός έλεγχος της διαχείρισης (ΕφΠειρ 355/2019 ό.π.), ζητήματα δικονομικής φύσης (ΑΠ 803/2010, ΑΠ 812/2008, ΕφΠειρ 355/2019, ΕφΠειρ 618/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως η κρίσιμη έδρα για την έναρξη της προθεσμίας έφεσης, η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων (ΟλΑΠ 2/1999, ΕφΠειρ 381/2015, ΕφΠειρ 266/2014, ΕφΠειρ 207/2011, ΕφΠειρ 161/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η θεμελίωση της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης (ΕφΠειρ 427/2020 ό.π.) αλλά και ζητήματα μικτής (δικονομικής και ουσιαστικής) φύσης, όπως ο διορισμός προσωρινής διοίκησης, κατ’ άρθρα 69, 740 ΑΚ και 786 ΚΠολΔ (ΕφΠειρ 427/2020 ό.Π., ΕφΠειρ 403/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΠειρ 647/2020 <www.efeteio-peir.gr>.). Συμπερασματικά και κατά τη μάλλον κρατούσα τόσο στην ελληνική νομολογία όσο και την επιστήμη άποψη, το δίκαιο της καταστατικής έδρας διέπει εξαιρετικά τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου του αλλοδαπού νομικού προσώπου (ΟλΑΠ 2/2003, ΑΠ 803/2010, ΑΠ 812/2008, ΕφΠειρ 151/2016, ΕφΠειρ 618/2004, ΜΕφΠειρ 58/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), συνακόλουθα δε και τις εσωτερικές της σχέσεις (interna corρoris), ενώ το δίκαιο της πραγματικής έδρας περιορίζεται στις εξωτερικές σχέσεις (externa corporis) (ΑΠ 186/2008, ΕφΠειρ 4012010 ό.π., ΕφΠειρ 345/2021 <www.efeteio-peir.gr>.). Εξάλλου, στα ζητήματα που ανάγονται στην εσωτερική εταιρική λειτουργία εντάσσονται ιδίως η σύνθεση, εκλογή, συγκρότηση, σύγκληση και συνεδρίαση των εταιρικών οργάνων, η αρμοδιότητα αυτών και η λήψη αποφάσεων, η κτήση και απώλεια της ιδιότητας του μέλους Δ.Σ (ΕφΠειρ 345/2021, αλλά και της μετοχικής ιδιότητας, τα δικαιώματα των μετόχων, τα δικαιώματα της μειοψηφίας, καθώς και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις μετοχές (ΑΠ 419/2000 ΝοΒ 2001.626, Χ. Παμπούκης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη 2020, αριθ. 679), ενώ στα ζητήματα που αφορούν την προς τα έξω λειτουργία του νομικού προσώπου εντάσσονται, μεταξύ άλλων, η συγκεκριμένη δικαιοκτητική ικανότητα της εταιρείας (ως προς την ανάληψη συγκεκριμένων υποχρεώσεων ή την κτήση συγκεκριμένων δικαιωμάτων), η κτήση της εμπορικής ιδιότητας από τους διοικητές ή/και τους μετόχους, η ευθύνη των εταιρικών οργάνων έναντι τρίτων, η ευθύνη του μετόχου φυσικού προσώπου έναντι τρίτων και οι προϋποθέσεις για την άρση της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας (ΕφΠειρ 462/2018, ΕφΠειρ 586/2012, ΕφΑθ 4.801/2009, ΕφΠειρ 1.000/2006, ΜΕφΠειρ 238/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η ευθύνη της εταιρείας λόγω απόκτησης συνόλου περιουσίας Κ.ά. (Λ. Αθανασίου, Η μεταχείριση των αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιρίων από τη νομολογία lex & forum 1/2022, σ. 45). Η θέση αυτή, μολονότι, δε δικαιολογείται από το γράμμα του ν. 791/1978, δεδομένου ότι αυτός αναφέρεται ρητά μόνο στη σύσταση και την ικανότητα δικαίου – σε αντίθεση προς την ΑΚ 10 που αναφέρεται μόνο στην ικανότητα δικαίου, ερμηνεύεται δε με ευρύτητα, ως άνω εκτέθηκε – βασίζεται, όμως, σε τελολογικές σκέψεις, καθόσον το νομικό πρόσωπο κατά την εσωτερική του συγκρότηση και λειτουργία αποτελεί έναν ενιαίο οργανισμό και επομένως το αυτό δίκαιο οφείλει να διέπει τη νομική προσωπικότητα, καθώς και de Iege ferenda τις εσωτερικές του σχέσεις, ενώ οι εξωτερικές σχέσεις κείνται εκτός της οργανικής του λειτουργίας και, ως εκ τούτου, ορθότερο είναι να κρίνονται με βάση την εγγύτητα, η οποία δικαιολογεί αφενός την υιοθέτηση του κριτηρίου της πραγματικής έδρας και αφετέρου ως θέμα νομικού χαρακτηρισμού της lex causae, δημιουργούμενου δε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ενιαίου καθεστώς αφενός ως προς την κατάσταση των αλλοδαπών εταιρειών (πότε δηλαδή μία εταιρεία είναι αλλοδαπή) και αφετέρου ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο (κατά ποιο δίκαιο αναγνωρίζεται η νομική προσωπικότητά της και τη διέπει ως ενιαίο οργανισμό) (Χ. Παμπούκης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, ο.π. αριθ. 675), με αποτέλεσμα να καθίσταται δυνατή η προβλέψιμη και μη ανατρέψιμη εκ των υστέρων εσωτερική οργάνωση, κατανομή καθηκόντων και εξουσιών, αποφάσεων και διενέργεια διαχειριστικών πράξεων αυτού. Ανεξάρτητα όμως από το εφαρμοστέο δίκαιο οι κανόνες αμέσου εφαρμογής του κράτους της πραγματικής έδρας της αλλοδαπής εταιρίας, δεδομένου ότι ο ν. 791/1978 αποσκοπούσε αποκλειστικά στη διασφάλιση της υπόστασης των αλλοδαπών ναυτιλιακών κεφαλαιουχικών εταιρειών ελληνικών συμφερόντων που πριν την εισαγωγή του θεωρούνταν άκυρες ή ανυπόστατες και όχι γενικά στη ρύθμιση του εφαρμοστέου δικαίου και την ανατροπή ειδικά ως προς τις εταιρείες αυτές της θεμελιώδους επιλογής του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υπέρ του δικαίου της καταστατικής έδρας, που θα είχε ως αποτέλεσμα να απομονώσει τις εταιρείες αυτές από το δικαιϊκό καθεστώς εντός του οποίου λειτουργούν (Χ. Παμπούκης, Νομικά Πρόσωπα και ιδίως Εταιρείες στις Συγκρούσεις Νόμων, εκδ. Σάκκουλα, 2004, αριθ. 76 επ.). Ειδικότερα, ως κανόνες αμέσου εφαρμογής στο πλαίσιο του ημεδαπού εταιρικού δικαίου δύνανται να χαρακτηρισθούν, μεταξύ άλλων, όσοι αποσκοπούν στην προστασία των ασθενών ομάδων, όπως π.χ. των μετόχων της μειοψηφίας (Β. Κιάντος, Ιδιωτικό δίκαιο του Διεθνούς Εμπορίου, εκδ. Σάκκουλα, 2002, σ. 161, Ε. Μαστρομανώλης, Το δίκαιο της καταστατικής έδρας: σύγχρονες εξελίξεις σε Το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο του Εμπορίου, Πρακτικά 17ου Συνεδρίου Ελλήνων Εμπορικολόγων, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2008, σ. 55 [64]). Και τούτο, διότι ο Έλληνας νομοθέτης εξοπλίζει με διατάξεις αναγκαστικού δικαίου τα λεγόμενα «δικαιώματα μειοψηφίας» προς το σκοπό περιστολής της παντοδυναμίας της πλειοψηφίας, καθόσον είναι προφανές ότι στην κεφαλαιουχική εταιρεία κυριαρχεί βούληση των μετόχων της πλειοψηφίας – η οποία πολλές φορές διοικεί την εταιρεία αποκλειστικά με γνώμονα το συμφέρον της, αγνοώντας τα εύλογα συμφέροντα των μετόχων της μειοψηφίας, όσο ισχυρή και αν αυτή είναι, συχνά μάλιστα αγνοώντας ακόμα και το πραγματικό συμφέρον του ίδιου του νομικού προσώπου – θεσπίζοντας δε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ένα νομοθετικό κίνητρο για επενδύσεις στην ανώνυμη εταιρεία και συμβάλλοντας, βέβαια, παράλληλα και στην καλλιέργεια κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ των μετόχων (Αντωνόπουλος/Λ. Γρηγοριάδης, Δίκαιο Κεφαλαιουχικών Εταιριών, τ. 1, εκδ. Σάκκουλα, 2022, σ. 386). Στη συγκεκριμένη περίπτωση η πρώτη των καθών είναι μητρική εταιρία χαρτοφυλακίου (holding company) επτά μονοβάπορων εταιριών των ……………. που έχει συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο των νήσων ………. αλλά εδρεύει πραγματικά στον Πειραιά στην οδό …………., όπου λαμβάνονται οι σημαντικότερες αποφάσεις και συνεπώς αφενός και σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη για τη θεμελίωση της αρμοδιότητας και της διεθνούς δικαιοδοσίας νοείται η πραγματική έδρα και συνεπώς αυτή μπορεί να παρίσταται ως διάδικος ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων (άρθρα 62, 64, 66 του ΚΠολΔ), αφού με το άρθρο 11δ του ν. 3816/2010 επεκτάθηκε και στις εταιρίες αυτές η εφαρμογή του ν. 791/1978 (ΕφΠειρ 355/2019 δημ. σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Επομένως τα ελληνικά Δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης. Επιπλέον εφαρμοστέο δίκαιο στη συγκεκριμενη περίπτωση κρίνεται το ελληνικό, ενώ τα δικαιώματα μειοψηφίας κρίνονται ως κανόνες αμέσου εφαρμογής κατά τα προαναφερόμενα, στη νομική σκέψη της παρούσας. Τα ίδια έκρινε ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και τα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζονται οι εφεσίβλητοι καθών στη σελίδα 46 των προτάσεων του περί εφαρμοστέου δικαίου της καταστατικής έδρας για το λόγο ότι οι διαχειρίστριες εταιρίες των προαναφερόμενων πλοίων …….., και ………. που είναι οι διαχειρίστριες εταιρίες των παραπάνω πλοίων είναι αλλοδαπές εταιρίες με εγκατάσταση στην Ελλάδα με βάση το άρθρο 25 του ν. 27/1975 επικαλούμενοι μάλιστα τη διάταξη του άρθρου 8.5 του νόμου των Εταιριών 1990 (Business corporation Act 1990) της Δημοκρατίας των Νήσων ……. είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, καθώς αφενός διάδικος στην υπόθεση αυτή είναι η εταιρία χαρτοφυλακίου, και αφετέρου διότι όπως έχει κριθεί το ευνοϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο του ν. 791/1978 ως προς τις εγκατεστημένες με βάση τους ν. 27/1975, α.ν. 89/1967 και 378/1968 εταιρίες αφορά μόνο το εφαρμοστέο δίκαιο για τη σύσταση και ικανότητα δικαίου αυτών, δηλαδή ερμηνεύεται συσταλτικά (βλ. ΟλΑΠ 2/1999) ενώ η ΟλΑΠ δεν εισέφερε στο θέμα εφαρμοστέου δικαίου αλλά στο ότι ο αποκλειστικός λόγος θέσπισης του ν. 91/1978 ήταν η διαφύλαξη του κύρους των αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιριών.
Εξάλλου δυνάμει του άρθρου 189 εδ. α` του ν. 4548/2018 «Αναμόρφωση του δικαίου των ανωνύμων εταιρειών» (ΦΕΚ Α 104/13.6.2018), με ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού στις 1.1.2019 (άρθρο 190, βλ. και επιμέρους μεταβατικές διατάξεις στο άρθρ. 187), οι ως άνω διατάξεις του ν. 2190/1920, καταργήθηκαν και το δικαίωμα της μειοψηφίας να ζητήσει τη διενέργεια έκτακτου ελέγχου της ανώνυμης εταιρείας, προβλέπεται πλέον στις διατάξεις των άρθρων 142-143 του νέου νόμου, με τις οποίες διατηρείται η ίδια βασική ρυθμιστική δομή και λειτουργία του έκτακτου ελέγχου. Σύμφωνα με το άρθρο 142 ν.4548/2018 ισχύει από 01.01.2019 (ΦΕΚ Α΄104/13.06.2018): «1. Δικαίωμα να ζητήσουν έκτακτο έλεγχο της εταιρείας από το δικαστήριο, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, έχουν: α] Μέτοχοι της εταιρείας που αντιπροσωπεύουν το ένα εικοστό (1/20) τουλάχιστον του καταβεβλημένου κεφαλαίου, β)[…]. 2. Ο έλεγχος κατά την παράγραφο 1 διατάσσεται, αν πιθανολογούνται πράξεις που παραβιάζουν διατάξεις του νόμου ή του καταστατικού της εταιρείας ή αποφάσεις της γενικής συνέλευσης. Σε κάθε περίπτωση, η αίτηση ελέγχου πρέπει να υποβάλλεται μέσα σε τρία (3) έτη από την έγκριση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων της χρήσης, εντός της οποίας τελέστηκαν οι καταγγελλόμενες πράξεις. 3. Μέτοχοι της εταιρείας, που εκπροσωπούν το ένα πέμπτο (1/5) του καταβεβλημένου κεφαλαίου, δικαιούνται να ζητήσουν από το δικαστήριο τον έλεγχο της εταιρείας, εφόσον από την όλη πορεία αυτής, αλλά και με βάση συγκεκριμένες ενδείξεις, καθίσταται πιστευτό ότι η διοίκηση των εταιρικών υποθέσεων δεν ασκείται όπως επιβάλλει η χρηστή και συνετή διαχείριση. […]». 4. Το δικαστήριο μπορεί να κρίνει ότι η εκπροσώπηση των αιτούντων μετόχων στο διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με τα άρθρα 79 ή 80, δεν δικαιολογεί την αίτηση των μετόχων με βάση το παρόν άρθρο». Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 143 ν.4548/2018: «1. Το δικαστήριο αναθέτει τη διενέργεια του έκτακτου ελέγχου σε έναν τουλάχιστον ορκωτό ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία. 2. […]. 3. Σε κάθε περίπτωση η απόφαση του δικαστηρίου ορίζει και την αμοιβή των ελεγκτών, η οποία καταβάλλεται από τον αιτούντα μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου. Το δικαστήριο όμως μπορεί να επιρρίψει στην εταιρεία το σύνολο ή μέρος της αμοιβής των ελεγκτών ή να ορίσει ότι ο αιτών θα την προκαταβάλει και θα την αναζητήσει από την εταιρεία. Η αμοιβή υπόκειται σε αναθεώρηση μετά τη διενέργεια του ελέγχου, με αίτηση του ελεγκτή ή του βαρυνόμενου με την καταβολή της. 4. […]. 5. Το δικαστήριο μπορεί να τάξει προθεσμία για τη διενέργεια του ελέγχου, καθώς και να αντικαταστήσει τους ελεγκτές που διορίσθηκαν». Με την ανωτέρω διάταξη του άρθ. 142 ν. 4548/2018, η οποία αντικατέστησε την παρόμοιας διατύπωσης και περιεχομένου προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 40 του κ.ν. 2190/1920, καθιερώνεται το δικαίωμα των μετόχων που αντιπροσωπεύουν τη μειοψηφία του 1/20 και του 1/5 του καταβεβλημένου εταιρικού κεφαλαίου ανώνυμης εταιρείας, με τις ειδικότερες διακρίσεις που κατωτέρω εκτίθενται, να ζητήσουν από το αρμόδιο δικαστήριο της έδρας της εταιρείας να διαταχθεί ο έκτακτος έλεγχος της εταιρείας, δικαίωμα το οποίο αποβλέπει καταρχήν στη συγκέντρωση στοιχείων για την άσκηση αγωγής αποζημίωσης κατά εταιρικών οργάνων, στην αναζήτηση τυχόν ευθυνών τους, αλλά και γενικότερα στην ενημέρωση της γενικής συνέλευσης σχετικά με τον τρόπο άσκησης της διαχείρισης και η άσκηση του οποίου δεν εμποδίζεται από την έγκριση του ισολογισμού ή την απαλλαγή του διοικητικού συμβουλίου από την ευθύνη του με απόφαση στην οποία συμμετείχαν και οι αιτούντες. Ειδικότερα, προϋπόθεση ασκήσεως δικαιώματος ελέγχου από τη «μικρή μειοψηφία» (που αντιπροσωπεύει το 1/20 του καταβεβλημένου κεφαλαίου) είναι η καταγγελία συγκεκριμένων πράξεων, από τις οποίες πιθανολογείται η παραβίαση διατάξεων οποιουδήποτε νόμου ή του καταστατικού ή των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης, με σκοπό, κατά κύριο λόγο, την προστασία των συμφερόντων των ενδιαφερομένων προσώπων και ιδιαίτερα της μειοψηφίας των μετόχων. Ο έκτακτος έλεγχος, λοιπόν, της «μικρής μειοψηφίας» περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητας (χρηστότητας), ήτοι περιορίζεται μόνο στην εξακρίβωση παραβάσεων (σχετικός προς τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων) ων διατάξεων των νόμων ή του καταστατικού ή αποφάσεως της γενικής συνελεύσεως της ανωνύμου εταιρείας, όπως είναι η απόκρυψη κερδών, οι λογιστικές παραλείψεις και αταξίες. Η αξιούμενη πιθανολόγηση στην περίπτωση αυτή δεν έχει ως αντικείμενο τον νομικό χαρακτηρισμό των επικαλούμενων γεγονότων ως παράβασης. Ο νομικός χαρακτηρισμός γίνεται από το δικαστήριο κατά την υπαγωγική μέθοδο και δεν υπόκειται στην αξιολογική εκτίμηση του πιθανού, διότι αντικείμενο της πιθανολόγησης είναι μόνο πραγματικά γεγονότα. Αντίστοιχα, για την άσκηση του δικαιώματος ελέγχου που ζητείται από τη «μεγάλη μειοψηφία» (που αντιπροσωπεύει το 1/5 του καταβεβλημένου εταιρικού κεφαλαίου), δεν απαιτείται να γίνει επίκληση πράξης που πιθανολογεί παράβαση νόμου, του καταστατικού ή των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης, αλλά αρκεί να προταθεί ότι κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης «καθίσταται πιστευτόν εκ της όλης πορείας των εταιρικών υποθέσεων ότι η διοίκηση της εταιρίας δεν ασκείται όπως επιβάλλει η χρηστή και συνετή διοίκηση». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, δηλαδή, πρέπει να γίνεται επίκληση και απόδειξη πραγματικών γεγονότων που συνιστούν μη χρηστή και ασύνετη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων που αναφέρονται στις συναλλαγές της εταιρίας με τρίτους ή στη διοίκηση του νομικού προσώπου της. Ο έκτακτος έλεγχος, λοιπόν, της μεγάλης μειοψηφίας δεν περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητας (χρηστότητας), ήτοι δεν περιορίζεται μόνο στην εξακρίβωση παραβάσεων (σχετικώς προς τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων) των διατάξεων των νόμων ή του καταστατικού ή αποφάσεως της γενικής συνελεύσεως της ανωνύμου εταιρίας, όπως είναι η απόκρυψη κερδών, οι λογιστικές παραλείψεις και αταξίες, αλλά είναι και έλεγχος σκοπιμότητας (συνέσεως), ήτοι επεκτείνεται στην εξακρίβωση του εάν οι διαχειριστικές πράξεις ωφελούν ή ζημιώνουν την εταιρία, δηλαδή εάν επαυξάνουν το ενεργητικό και τα κέρδη της ή όχι. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, έλεγχος της ανώνυμης εταιρίας από τη «μικρή μειοψηφία» διατάσσεται, αν το δικαστήριο πιθανολογήσει ότι έχουν τελεστεί οι καταγγελλόμενες πράξεις που αποτελούν παράβαση του νόμου, του καταστατικού ή των αποφάσεων της γενικής συνέλευσης. Αντίθετα, έλεγχος ανώνυμης εταιρείας από τη «μεγάλη μειοψηφία» διατάσσεται μόνο, αν το Δικαστήριο κρίνει τι αποδείχθηκαν πλήρως τα περιστατικά που αφορούν τη μη χρηστή και συνετή διαχείριση, την κακή οικονομική πορεία της εταιρίας και την αιτιώδη σύνδεση της κακής πορείας με την κακή διοίκηση. Μόνη αρνητική προϋπόθεση του ελέγχου της «μεγάλης μειοψηφίας» είναι να μην εκπροσωπείται αυτή στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας δι’ εκπροσώπων της, πολλώ δε μάλλον να μην συμμετέχει κάποιο μέλος της στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας. Η αρνητική αυτή προϋπόθεση δεν ισχύει για τον έλεγχο από τη «μικρή μειοψηφία», αφού ούτε από το γράμμα αλλά ούτε και από το πνεύμα του νόμου διαφαίνεται πρόθεση του νομοθέτη να επιβάλει τέτοια προϋπόθεση στην άσκηση του δικαιώματος ελέγχου της «μικρής μειοψηφίας». Η αίτηση μπορεί να στρέφεται κατά του νομικού προσώπου της εταιρίας αλλά και κατά των μελών της ελεγκτέας διοικήσεως, τα οποία ομοδικούν (άρθρο 74 παρ. 2 ΚΠολΔ), ως συνυποκείμενα με εκείνη (διοίκηση) στον έλεγχο και ευθυνόμενα είτε εκ της εντολής είτε εκ του αδικήματος (βλ. ΑΠ 1484/2019, ΑΠ 289/1999, ΕφΘεσ 2360/2019 με περαιτέρω παραπομπές ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω κατά το άρθρο 527 ΚΠολΔ, που ισχύει για το κρινόμενο ένδικο μέσο σύμφωνα με το άρθρο 116 του ν. 4842/2021 “Είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορούν να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις ή, στην περίπτωση της παρ. 5 του άρθρου 237 και της παρ. 1 του άρθρου 238, με τις συμπληρωματικές προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία· αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως” (βλ. και ΑΠ 342/2009, ΑΠ 1533/2001 δημ. νόμος για προϊσχύουσα διάταξη). Εξάλλου, κατά το άρθρο 269 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται, στην προκειμένη περίπτωση, όπως αυτό ίσχυσε μετά την αντικατάσταση της παρ. 2 αυτού με το άρθρο 27 του ν. 3994/2011, (ΦΕΚ Α` 165/25-7-2011), μέσα επίθεσης και άμυνας, μπορεί να προβληθούν παραδεκτά για πρώτη φορά μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ή στο Εφετείο, …. γ) αν αποδεικνύονται από έγγραφο ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 529 ΚΠολΔ, “1. Στην κατ` έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων…. 2. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποκρούσει τα αποδεικτικά μέσα που προσάγονται πρώτη φορά σ` αυτό ως απαράδεκτα, αν κατά την κρίση του ο διάδικος δεν τα είχε προσκομίσει στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια.”. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, συνάγεται ότι στην κατ` έφεση δίκη παραδεκτά προβάλλονται πραγματικοί ισχυρισμοί, που δεν είχαν προταθεί ή δεν είχαν προταθεί παραδεκτά στην πρωτόδικη δίκη, μεταξύ άλλων και, αν αυτοί αποδεικνύονται εγγράφως. Στην περίπτωση αυτή, το εφετείο δεν μπορεί να αποκρούσει ως απαράδεκτα τα έγγραφα, που προσκομίζονται προς απόδειξη των νέων ισχυρισμών, κρίνοντας ότι ο διάδικος δεν τα είχε προσκομίσει στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια, διότι αυτά (έγγραφα) δεν εμπίπτουν στην έννοια των νέων αποδεικτικών μέσων του άρθρου 529 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι οι προβλεπόμενοι, από την εν λόγω διάταξη περιορισμοί, που θεσπίσθηκαν για την αποφυγή νέων, συχνά αδικαιολόγητων αποδείξεων, εξυπακούεται ότι, ισχύουν μόνο για ζητήματα, που αποτέλεσαν αντικείμενο αποδείξεως στην πρωτοβάθμια δίκη και όχι για θέματα, που δεν ερευνήθηκαν, καθόλου, στον πρώτο βαθμό και κρίνονται για πρώτη φορά στο εφετείο, όπως είναι και οι, προβαλλόμενοι, ενώπιόν του, νέοι ισχυρισμοί, οι οποίοι, κατά λογική αλληλουχία, δεν ήταν γνωστοί στο πρωτόδικο δικαστήριο, ώστε ν` αποτελέσουν αντικείμενο αποδείξεως της πρωτοβάθμιας δίκης (ΑΠ 1453/2019 δημ. νόμος). Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 744 και 759 παρ. 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το Δικαστήριο, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, μπορεί και αυτεπαγγέλτως να διατάζει κάθε μέτρο πρόσφορο για την εξακρίβωση πραγματικών γεγονότων, ακόμη και εκείνων που δεν έχουν προταθεί και ιδιαίτερα γεγονότων που συντελούν στην προστασία των ενδιαφερομένων ή της έννομης σχέσης ή του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος (άρθ. 744 ΚΠολΔ), και ότι το Δικαστήριο, ακόμη και αποκλίνοντας από τις διατάξεις που ρυθμίζουν την απόδειξη, διατάζει αυτεπαγγέλτως κάθε τι, που κατά την κρίση του, είναι απαραίτητο για την εξακρίβωση της αλήθειας των πραγματικών γεγονότων (άρθρ. 759 παρ. 3 ΚΠολΔ). Με τις διατάξεις αυτές εισάγεται απόκλιση από τη ρύθμιση του άρθρου 106 ΚΠολΔ και καθιερώνεται για τις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας το ανακριτικό σύστημα, το οποίο παρέχει στο Δικαστήριο ελευθερία αυτεπάγγελτης ενέργειας και συλλογής του αποδεικτικού υλικού και εξακρίβωσης πραγματικών γεγονότων, ακόμη και εκείνων, που δεν έχουν προταθεί, τα οποία ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Η ειδική αυτή ρύθμιση καταλαμβάνει τόσο τις γνήσιες όσο και τις μη γνήσιες υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, δηλαδή και εκείνες τις ιδιωτικές διαφορές, που ο νόμος παραπέμπει για εκδίκαση στην ειδική αυτή διαδικασία, λόγω της απλότητας και συντομίας από την οποία κυριαρχείται. Το ανακριτικό αυτό σύστημα ισχύει και στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ενώ η εξουσία του Δικαστηρίου για λήψη κάθε πρόσφορου μέτρου για την ανεύρεση της αλήθειας δεν οριοθετείται από τον νόμο και, άρα, είναι απεριόριστη, αφού μπορεί να λάβει υπόψη ακόμη και άκυρα ή ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα (όχι, όμως και ανεπίτρεπτα), καθώς και αποδεικτικά μέσα, που δεν πληρούν τους όρους του νόμου ή αποδεικτικά μέσα εκτός του καταλόγου του άρθρου 339 ΚΠολΔ, αποδεσμευόμενο από τους αποδεικτικούς τύπους της αυστηρής απόδειξης (ΑΠ 769/2015, ΑΠ 236/2015). Τέλος κατά το άρθρο 161επ. του Ν. 4548/2018 “1. Το ελάχιστο μέρισμα υπολογίζεται επί των καθαρών κερδών, ύστερα από αφαίρεση της κράτησης για σχηματισμό τακτικού αποθεματικού και των λοιπών πιστωτικών κονδυλίων της κατάστασης αποτελεσμάτων, που δεν προέρχονται από πραγματοποιημένα κέρδη. 2. Το ελάχιστο μέρισμα ορίζεται σε ποσοστό τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) των καθαρών κερδών μετά τις μειώσεις της παραγράφου 1 και καταβάλλεται σε μετρητά. Με απόφαση της γενικής συνέλευσης που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία μπορεί να μειωθεί το ως άνω ποσοστό, όχι όμως κάτω του δέκα τοις εκατό (10%). Μη διανομή του ελάχιστου μερίσματος επιτρέπεται μόνο με απόφαση της γενικής συνέλευσης, που λαμβάνεται με την αυξημένη απαρτία των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 130 και πλειοψηφία ογδόντα τοις εκατό (80%) του εκπροσωπουμένου στη συνέλευση κεφαλαίου. 3. Με απόφαση της γενικής συνέλευσης που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία είναι δυνατόν τα κέρδη που είναι διανεμητέα ως ελάχιστο μέρισμα να κεφαλαιοποιηθούν και να διανεμηθούν σε όλους τους μετόχους με μορφή μετοχών, υπολογιζόμενων στην ονομαστική τους αξία. 4. Με απόφαση της γενικής συνέλευσης, που λαμβάνεται με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία, είναι δυνατόν τα κέρδη, που είναι διανεμητέα ως ελάχιστο μέρισμα, να χορηγηθούν με μορφή τίτλων ημεδαπών ή αλλοδαπών εταιρειών, εισηγμένων σε ρυθμιζόμενη αγορά, ή ιδίων τίτλων τους οποίους έχει στην κυριότητά της η εταιρεία, εφόσον είναι και αυτοί εισηγμένοι, με την επιφύλαξη της τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης των μετόχων και με την προϋπόθεση ότι οι ως άνω τίτλοι θα αποτελέσουν αντικείμενο αποτίμησης, σύμφωνα με τα άρθρα 17 και 18. Διανομή άλλων περιουσιακών στοιχείων αντί μετρητών είναι επιτρεπτή με τις παραπάνω προϋποθέσεις μόνο ύστερα από ομόφωνη απόφαση όλων των μετόχων. Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται στις εταιρείες που υπόκεινται σε υποχρεωτικό ή σε προαιρετικό έλεγχο από ορκωτό ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία. 5. Οι παράγραφοι 3 και 4 εφαρμόζονται αναλόγως και στη διανομή των περαιτέρω κερδών. Στην περίπτωση αυτή η γενική συνέλευση αποφασίζει επί όλων των σχετικών θεμάτων με απλή απαρτία και πλειοψηφία.” Σύμφωνα με προϊσχύοντα νόμο 2190/1920, η Ανώνυμη Εταιρεία υποχρεούται να διανείμει ως ελάχιστο μέρισμα (άρθρο 3 του Ν.Δ 148/1967) ποσοστό τουλάχιστον 35% επί των καθαρών κερδών της χρήσεως αφού αφαιρεθούν: η κράτηση για το τακτικό αποθεματικό, τα κέρδη από την εκποίηση μετοχών οι οποίες κατέχονται τουλάχιστον από δεκαετίας και αντιπροσωπεύουν συμμετοχή ανωτέρω του 20% επί του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου θυγατρικής των εταιρείας και το καθαρό κέρδος που απομένει από την αποτίμηση των χρηματοπιστωτικών μέσων στην εύλογη αξία τους μετά από την αφαίρεση των ζημιών από την ίδια αιτία. Είχε γίνει γενικά αποδεκτό ότι οι κρατήσεις για τακτικό αποθεματικό και για διανεμόμενο μέρισμα υπολογίζονται μετά την αφαίρεση τυχόν ακάλυπτου υπολοίπου ζημιών προηγουμένων χρήσεων (σχετ. γνωμ. ΝΣΚ 270/2006) αλλά και του φόρου εισοδήματος στη περίπτωση που αυτός απορροφά το σύνολο των καθαρών κερδών της χρήσεως ή δεν αφήνει επαρκές για τις κρατήσεις υπόλοιπο (Ε.ΣΥ.Λ αρ. γνωμ. 57/1990). Σύμφωνα με το νέο νόμο 4548/2018 (άρθρο 161 παρ.1&2), η Ανώνυμη Εταιρεία υποχρεούται να διανείμει ως ελάχιστο μέρισμα ποσοστό τουλάχιστον 35% επί των καθαρών κερδών της χρήσεως αφού αφαιρεθούν: η κράτηση για το τακτικό αποθεματικό και τα πιστωτικά κονδύλια της κατάστασης αποτελεσμάτων που δεν προέρχονται από πραγματοποιημένα κέρδη. Τα καθαρά κέρδη χρήσεως, επί των οποίων υπολογίζεται η κράτηση για τακτικό αποθεματικό και διανεμόμενο μέρισμα είναι σύμφωνα με το νέο νόμο εκείνα που προκύπτουν μετά την αφαίρεση του φόρου εισοδήματος. Στο πλαίσιο του νέου νόμου δεν γίνεται σαφής αναφορά αν για τον υπολογισμό των παραπάνω κρατήσεων λαμβάνονται υπόψη τυχόν ακάλυπτες ζημίες παρελθουσών χρήσεων. Σύμφωνα με την υπ’ αριθμό 652ΕΞ/16.4.2019 γνωμοδότηση του Συμβουλίου Λογιστικής Τυποποίησης (ΣΛΟΤ), από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 159 και 160 του Ν 4548/2018, προκύπτει ότι κατά τον προσδιορισμό των διανεμητέων κερδών μιας χρήσεως, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη (να αφαιρούνται) και οι συσσωρευμένες λογιστικές ζημιές προηγουμένων χρήσεων.
Στην προκειμένη περίπτωση με την αίτηση του όπως αυτή εκτιμάται από το παρόν δικαστήριο ο αιτών παραπονείτο ότι δεν του είχε διανεμηθεί ποτέ κέρδος (μέρισμα), αφού τα πρώτα κέρδη μετά την αφαίρεση των λειτουργικών εξόδων διατέθηκαν ώστε να πάρει πίσω ο δεύτερος των καθών το ποσό των 240.000 ευρώ που είχε δώσει για την αγορά του πρώτου πλοίου. Ότι ο δεύτερος των καθών του ζήτησε να υπογράψει το από 27.10.2020 πρακτικό έκτακτης γενικής συνέλευσης μετόχων της καθής με ένα παράρτημα- σύμβαση άνευ ημερομηνίας στο οποίο αναφερόταν πως η καθής είχε λάβει δάνειο ύψους 1.600.000 ευρώ από συγγενικά του πρόσωπα και ότι θα τους εξοφλούσαν με 16 μηνιαίες δόσεις από τα τριμηνιαία μερίσματα και ότι το δάνειο αυτό εξοφλήθηκε το Νοέμβριο του 2022 και στη συνέχεια ο δεύτερος του δήλωσε ότι τα συγγενικά του πρόσωπα είχαν απαίτηση τόκων εκ του δανείου ποσοστού 8% και ότι τελικά στις 12.12.2022 του δήλωσε ότι δεν είχαν τελικά καταβληθεί έκτακτα κεφάλαια για τη δανειοδότηση της πρώτης από τα συγγενικά του πρόσωπα, με αποτέλεσμα να μην του έχουν καταβληθεί μερίσματα με βάση το ποσοστό του 30% ύψους 480.000 ευρώ. Επομένως η αίτηση είχε το αναγκαίο περιεχόμενο για τον έκτακτο έλεγχο νομιμότητας της μικρής μειοψηφίας (1/20 άρθρο 142 παρ. 2), αφού ο αιτών παραπονείτο ότι δεν έλαβε μερίσματα 480.000 ευρώ λόγω σύναψης εικονικού δανείου της πρώτης με συγγενικά πρόσωπα του δεύτερου, η οποία αίτηση ασκείται εντός της τριετούς προθεσμίας, διότι ο δεύτερος των καθών δεν επικαλείται καθ’υποφοράν ημερομηνία υπογραφής των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων και για την οποία αρκεί πιθανολόγηση, ενώ ήδη με την έφεση έγινε παραδεκτώς (κατ’άρθρο 527 παρ. 2 του ΚΠολΔ) επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών που αφορούν την παράνομη ιδιοποίηση (άρθρο 375 ΠΚ) από μέρους του δευτέρου των καθών του τιμήματος αγοραπωλησίας πλοίου, ενώ η σχετική αίτηση είναι απρόθεσμη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε, αόριστη την αίτηση κρίνοντας μάλιστα ότι η θέσπιση του εκτάκτου ελέγχου αποσκοπεί μόνο στην προάσπιση των συμφερόντων του νομικού προσώπου ενώ η αίτηση αφορούσε άσκηση δικαιώματος μειοψηφίας εσφαλμένα ερμήνευσε το νόμο, και συνεπώς κατά παραδοχή του εβδόμου εκ των λόγων εφέσεως θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της και ως προς τη διάταξη περί δικαστικής δαπάνης για το ενιαίο. Να αναφερθεί δε ότι η αίτηση είχε περιεχόμενο για την υπαγωγή της και στο άρθρο 142 παρ. 3 περί διενέργειας εκτάκτου ελέγχου σκοπιμότητας (μεγάλης μειοψηφίας (1/5)) αλλά σε αυτήν την περίπτωση θα έπρεπε να αποδειχθούν μη χρηστής διοίκησης και δεν θα αρκούσε η πιθανολόγηση. Ακολούθως παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων εφέσεως και θα πρέπει κατ’άρθρο 535 του ΚΠολΔ να κρατήσει το παρόν δικαστήριο και να αναδικάσει την απόφαση στην ουσία της.
Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και, μάλιστα, ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ` αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, επιπροσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσης καταστάσεως υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσας για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη δε, αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκούσης της επελεύσεως δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην, ελάσσονα του δια την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 6/2016, ΑΠ 1354/2017, ΑΠ 10/2012, δημ. Νόμος). Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ασκήσεως του δικαιώματος του. Στην περίπτωση αυτή, η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και, συνεπώς, καταχρηστική και απαγορευμένη (ΑΠ 1354/2017, δημ. Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη θεμελιώδη δικονομική αρχή της μη καταχρήσεως δικονομικών δυνατοτήτων, που εκφράζεται στο άρθρο 116 ΚΠολΔ, η άσκηση διαδικαστικών πράξεων είναι καταχρηστική όταν γίνεται κατά παράβαση των κανόνων της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, προς παρέλκυση της δίκης και κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας. Ειδικότερη εκδήλωση τέτοιας διαδικαστικής πράξης, είναι και η προφανής παρέλκυση της δίκης, με την πρόθεση περιγραφής συγκεκριμένης δικονομικής διάταξης, ως μέσο αναβολής της επικείμενης ήττας. Η εκτροπή, κατά την άσκηση διαδικαστικών πράξεων, της αντικειμενικής συμπεριφοράς του διαδίκου από τα όρια που διαμορφώνει ο σκοπός των διατάξεων, με την ενσυνείδητη από μέρους του επιδίωξη σκοπών ξένων προς εκείνους στους οποίους αποβλέπει το γράμμα της διάταξης που αυτός επικαλείται, αντιτίθεται στις αρχές της καλής πίστης και συνιστά κατάχρηση δικονομικής δυνατότητας. Κατάχρηση δικονομικής δυνατότητας, συντρέχει κυρίως, όταν υφίσταται δυσαναλογία μέσου και σκοπού, υφίσταται δηλαδή, υπερβολική καταπίεση του οφειλέτη ή η επιχειρούμενη διαδικαστική πράξη κρίνεται αντικειμενικά απρόσφορη να επιφέρει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Η δυσαναλογία αυτή θα πρέπει να είναι αναμφισβήτητη, να προκαλείται δηλαδή, μεγάλη και έντονη εντύπωση αδικίας σε σχέση με το όφελος που θα προκύψει από την άσκηση του δικαιώματος (Κεραμεύς-Κονδύλης Νίκας, ΕρμΚΠολΔ, εκδ. 2000, άρθρ. 116 ΚΠολΔ, αρ. 9, σελ. 259). Η παράβαση της καλής πίστης, υπ` αυτή τη μορφή, αποστερεί τη διαδικαστική πράξη από τις έννομες συνέπειες της (ΕφΑΘ 2291/2004, δημ. Νόμος). Οι καθών η αίτηση προβάλλουν ενιστάμενοι ισχυρισμό περί παραγραφής καθώς στη διάταξη του άρθρου 142 παρ. 2 του ν. 4548/2018 προβλέπεται ότι η αίτηση ελέγχου πρέπει να υποβάλλεται εντός τριών ετών από την έγκριση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων της χρήσης εντός της οποίας τελέστηκαν οι καταγγελλόμενες πράξεις πλην όμως δεν αναφέρουν ότι έγινε τέτοια έγκριση, και επομένως προβάλλεται αλυσιτελώς αυτός ο ισχυρισμός. Επιπλέον αναφέρουν ότι ο αιτών έχει ιδρύσει και αναπτύξει στην Αγγλία την ανταγωνιστική εταιρία …………….. και ότι έχει αποχωρήσει από τη συνεργασία τους, και ότι επομένως δεν νομιμοποιείται να ασκεί την κρινόμενη αίτηση και ότι σε κάθε περίπτωση την ασκεί καταχρηστικά καθόσον δραστηριοποιείται σε ανταγωνιστική εταιρία. Ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει έρεισμα στο άρθρο 281 του ΑΚ αλλά αποτελεί άρνηση της διαδικαστικής προϋπόθεσης της ενεργητικής νομιμοποίησης του αιτούντος που θα ερευνηθεί κατά την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης.
Από την κατάθεση της μάρτυρος ……… υπαλλήλου της …………. η οποία εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, απο την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθώς και εκείνων που προσκομίζονται για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και, ειδικότερα, από όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, τα οποία λαμβάνονται υπόψη χωρίς να παραλείπεται κάποιο κατά την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς, έστω και αν δεν μνημονεύονται ένα προς ένα, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 του ΚΠολΔ, βλ. σχετ. ΑΠ 60/2008, ΑΠ 1201/2007 δημ. Νόμος), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο αιτών είναι κάτοχος και πραγματικός δικαιούχος μετοχικού τίτλου εις κομιστή 150 ανώνυμων μετοχών, που αναπαριστούν το 30% του συνόλου των μετοχών της πρώτης καθ’ ης, η οποία είναι μητρική εταιρεία χαρτοφυλακίου (holding company), και εδρεύει κατά το καταστατικό της στις Νήσους …………., στην πραγματικότητα όμως στον Πειραιά, όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις των καταστατικών της οργάνων και η οποία κατέχει το 100% των μετοχών επτά (7) μονοβάπορων θυγατρικών εταιρειών, οι οποίες ομοίως τυπικά εδρεύουν στην αλλοδαπή και δη στη ….. της Λιβερίας, στην πραγματικότητα όμως στον Πειραιά. Αυτό αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα μετ’επικλήσεως από αυτόν σε ελληνική μετάφραση σχετικά 8α και 8β που αφορούν αφενός την καταχώρηση της δήλωσης κατόχων και πραγματικών δικαιούχων των ανωνύμων μετοχών της πρώτης των καθών εφεσίβλητης και αφετέρου τη δήλωση του δευτέρου εφεσιβλήτου καθώς μοναδικού διευθυντή προέδρου γραμματέα ταμία της πρώτης εφεσίβλητης ότι ο αιτών εκκαλών κατέχει τον αριθμό τίτλου μετοχών στον κομιστή αφορά συνολικά 150 μετοχές. Όπως δε δήλωσε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επιχείρησε να καταθέσει στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων τις μετοχές του αλλά αυτό δεν κατέστη δυνατό διότι αυτές στερούνται ονομαστικής αξίας. Επομένως ο αιτών νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκήσει τα δικαιώματα τόσο του άρθρο 142 παρ. 2 της μικρής μειοψηφίας (1/20) δηλαδή της νομιμότητας για την εξακρίβωση τυχόν παραβάσεων (αναφορικα με τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων) των διατάξεων των νόμων ή του καταστατικού ή αποφάσεως της γενικής συνελεύσεως της ανωνύμου εταιρείας πρώτης των καθών, όπως είναι η απόκρυψη κερδών, οι λογιστικές παραλείψεις και αταξίες, οι οποίες αρκεί να πιθανολογούνται, όσο και τον έκτακτο έλεγχο της μεγάλης μειοψηφίας (1/5) (άρθρο 142 παρ. 3) δεδομένου ότι έχει το 1/5 των μετοχών, αφού οι υπόλοιποι τέσσερις μέτοχοι κατέχουν από 90 (………. και ……….) και από ογδόντα πέντε μετοχές (………….. και ………), που αφορά τη σκοπιμότητα πράξεων διαχείρισης που τυχόν αντιτίθεται στη χρηστή διοίκηση της εταιρίας, η οποία όμως αντίθεση θα πρέπει να αποδεικνύεται και όχι απλά να πιθανολογείται. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η πρώτη καθ’ ης είναι κυρία του 100% των μετοχών των μονοβάπορων εταιριών: ………. οι οποίες είναι πλοιοκτήτριες των με ίδια ονομασία πλοίων αντίστοιχα η καθεμία. Ο αιτών δεν νομιμοποιείται να ζητεί έκτακτο έλεγχο στις μονοβάπορες αυτές εταιρίες διότι δεν κατέχει ο ίδιος μετοχές αυτών αλλά μόνο η πρώτη των καθών. Ο αιτών παραπονείται ότι παρότι ο ίδιος κατέχει ποσοστό 30% επί των μετοχών της πρώτης των καθών, δεν έχει ποτέ συμμετάσχει σε κάποια Συνέλευση των μετόχων, δεν έχει λάβει ποτέ μέρισμα από την καθ’ ης και δεν έχει την παραμικρή ιδέα περί των εσόδων της και ότι ο δεύτερος καθ’ ου που ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση των οικονομικών υποθέσεων του δήλωνε συνεχώς, ότι τα κέρδη των μονοβάπορων εταιρειών αξιοποιούνταν για την αγορά νέων πλοίων, ή για την κάλυψη των εξόδων των πλοίων. Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση ο αιτών δεν αποδεικνύει πράξεις διαχείρισης οι οποίες καθιστούν πιστευτό ότι η διοίκηση των εταιρικών υποθέσεων της πρώτης των καθών δεν ασκείται όπως επιβάλλει η χρηστή και συνετή διοίκηση, δεδομένου ότι δε υπάρχει τάση χειροτέρευση της οικονομικής κατάστασής της κατά τα έτη των οποίων ζητείται ο έκτακτος έλεγχος. Όμως κρίνεται ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις προκειμένου να ασκηθεί ο έλεγχος νομιμότητας του άρθρου 142 παρ. 2 για τον οποίο απαιτείται να υποβληθεί αίτημα από το 1/20 των μετόχων. Τούτο δε διότι ο αιτών αναφέρει ότι “το έτος 2020, ο δεύτερος καθ’ ου του εζήτησε να υπογράψει το από 27-10-2020 Πρακτικό Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της πρώτης καθ’ ης μετά ενός άνευ ημερομηνίας Παραρτήματος – Σύμβασης Αναγνώρισης Χρέους και Αποπληρωμής, στο οποίο αναφερόταν, γενικά και αόριστα, ότι ο δεύτερος καθ’ ου και οι λοιποί μέτοχοι – συγγενείς του είχαν αλλεπαλλήλως καταβάλει στην πρώτη καθ’ ης, διάφορα χρηματικά ποσά, συνολικού ύψους 1.600.000 ευρώ, ως κεφάλαιο, για να χρησιμοποιηθεί αυτό για την αγορά των προαναφερθέντων πλοίων και για την εν μέρει κάλυψη των λειτουργικών αναγκών των πλοίων. Ότι τον Νοέμβριο του 2022, ο δεύτερος καθ’ ου του δήλωσε ότι το κατά τα ανωτέρω ληφθέν δάνειο είχε πλήρως εξοφληθεί, αλλά ότι ο ίδιος (καθ’ ου) και οι λοιποί μέτοχοι συγγενείς του εξοφλήθηκαν (για το δάνειο που παρείχαν στην πρώτη καθ’ ης) μόνο κατά κεφάλαιο, είχαν όμως απαίτηση τόκων εκ ποσοστού 8%. Εκθέτει δε περαιτέρω ο αιτών ότι δεν έχει πρόσβαση στα οικονομικά στοιχεία της πρώτης των καθών και στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο αυτής και δεν έχει λάβει μέρισμα όλα αυτά τα έτη και ότι ακολούθως δικαιούται να πιθανολογεί ότι ουδέποτε καταρτίστηκε δάνειο αλλά αυτό εμφανίζεται ως πρόσκομμα για τη διανομή μερίσματος. Τέλος εκθέτει ότι “η πρώτη των καθών είχε ξεκινήσει από το Νοέμβριο του 2021 διαπραγματεύσεις για την πώληση του πλοίου MVC πλοιοκτησίας της μονοβάπορης εταιρίας ……….., η οποία ανήκει στο χαρτοφυλάκιο της πρώτης των καθών, και ότι οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε συμφωνία πώλησης και μεταβίβασης του πλοίου στην εταιρία ………….. έναντι του ποσού των 250.000 ευρώ που ολοκληρώθηκε στις 30.3.2022. Ότι το τίμημα καταβλήθηκε στον αναφερόμενο τηρούμενο στην τράπεζα Πειραιώς λογαριασμό της πλοιοκτήτριας με τις αναφερόμενες στην έφεση τμηματικές καταβολές τις αναφερόμενες ημερομηνίες και ότι στις 15.12.2022 ο δεύτερος εφεσίβλητος άδειασε τον τραπεζικό λογαριασμό της προαναφερόμενης πωλήτριας πλοιοκτήτριας που ανήκει στο χαρτοφυλάκιο της πρώτης των καθών με λογιστική μεταφορά ποσού 370.700 ευρώ από το λογαριασμό της πωλήτριας πλοιοκτήτριας σε προσωπικό του λογαριασμό και σε λογαριασμό συγγενικού του προσώπου και ότι δεν έχει επιστρέψει τα ποσά αυτά παρά την εξώδικη όχληση του στις 20.7.2023”. Κατόπιν όλων των ανωτέρω καθίσταται απαραίτητος ο έλεγχος νομιμότητας των προαναφερόμενων δύο πράξεων (άρθρο 142 παρ. 2 του ν. 4548/2018) προκειμένου να ελεγχθεί αν αυτές παραβιάζουν το νόμο και το καταστατικό της, όπως πιθανολογείται από τους ισχυρισμούς του αιτούντος – εκκαλούντος, αφού αυτός ισχυρίζεται ότι ουδέποτε συναίνεσε στο να μην τα καταβληθούν μερίσματα που αυτός (ο αιτών) προσδιορίζει στο ποσό των 480.00 ευρώ. Να σημειωθεί ότι το παρόν δικαστήριο έχει λάβει υπόψη του και τους ισχυρισμούς του δευτέρου των καθών όπως αναπτύσσονται στις προτάσεις του και εμπεριέχονται στη με ΑΒΜ ……. έγκληση του σε βάρος του αιτούντος για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης (προσκομιζόμενη με αριθμό σχετικού 64) στα πλαίσια μάλιστα της οποίας έχει ήδη εξεταστεί από την 8η πταισματοδίκη η αδερφή του …………, της οποίας προσκομίζεται η ένορκη εξέταση. Με την έγκληση αυτή ο δεύτερος των καθών αναφέρει ότι ο απώτερος στόχος του αιτούντος είναι να συναινέσει αυτός στη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων της πρώτης των καθών. Ότι ο αιτών δεν έχει εισφέρει ουδέποτε ένα σεντ για γην κάλυψη των επιχειρηματικών δαπάνων. Ότι στα τέλη του έτους 2018 συμφώνησε με τον αιτούντα να λάβει το 30% των μετοχών της πρώτης των καθών και ότι εντός σύντομου χρονικού διαστήματος θα επέλεγε εάν θα κατέβαλε τίμημα για την αγορά των μετοχών ή εάν αυτές θα του παραχωρούντο δωρέαν έναντι της σταδιακής απόληψης από αυτόν των κεφαλαίων που είχε καταβάλει για τη χρηματοδότηση της αγοράς των πλοίων και έναντι της καταβολής των μισθών που αυτός και η αδερφή του ……. δικαιούντο λόγω των διευθυντικών υπηρεσιών που παρείχαν αδιαλείπτως στην πρώτη των καθών εφεσίβλητη και ότι ακολούθως η πρώτη των καθών που ήταν χωρίς περιουσιακά στοιχεία απέκτησε το μετοχικό κεφάλαιο των προαναφερόμενων μονοβάπορων εταιριών. Ότι ο αιτών τελικά ζήτησε να μην καταβάλει τίμημα για το ποσοστό του 30% των μετοχών αλλά ότι αυτός (δεύτερος των καθών) και οι αδερφοί του ……., …. και …… θα λάμβαναν το ποσό των 1.600.000 ευρώ το οποίο έγινε αποδεκτό από αμφότερα τα διάδικα μέρη ότι είχε καταβληθεί από δικά τους κεφάλαια για τη χρηματοδότηση της αγοράς των πλοίων και ότι επιπλέον θα λάμβαναν μισθούς που δεν είχαν εισπράξει αυτός και η αδερφή του …… από την παροχή εργασίας στις πλοιοκτήτριες εταιρίες. Ότι ο αιτών στις 28.3.2017 σύστησε την ……………. η οποία συμφωνήθηκε να αποτελέσει το όχημα για την επέκταση τους στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ότι η συμφωνία τους περί επιστροφής κεφαλαίου 1.600.000 ευρώ περιβλήθηκε τον τύπο του πρακτικού της έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της 27.10.2020 στο οποίο προσαρτήθηκε ως παράρτημα Α η σύμβαση αναγνώρισης χρέους και αποπληρωμής. Ότι ο αιτών δεν εξαναγκάστηκε να υπογράψει τα πρακτικά της γενικής συνέλευσης, αλλά τα υπέγραψε γιατί αυτά αποτελούσαν τον ένα από τους δύο όρους εισόδου του στη μετοχική σύνθεση της πρώτης των καθών. Ότι εντός του έτους 2021 προέκυψαν δύο σημαντικού ύψους έκτακτες κεφαλαιακές ανάγκες και δεν κατέστη δυνατόν αυτός να λάβει τα κεφάλαια που είχε καταβάλει και τους οφειλόμενους μισθούς. Ότι τον Ιανουάριο του 2022 πραγματοποιήθηκε η πώληση του πλοίου C έναντι του ποσού των 250.000 ευρώ και ότι το ποσό αυτό με το επίσης διαθέσιμο ποσό των 120.700 ευρώ στις 15.12.2022 εμβάσθηκε στους λογαριασμούς του (και της αδερφής του) προς εξόφληση των κεφαλαίων που είχαν καταβάλει και των μισθών που έπρεπε να λάβουν. Κατόπιν των ανωτέρω κρίνεται ότι πρέπει να διενεργηθεί έκτακτος έλεγχος νομιμότητας (άρθρο 143 παρ. 2 του ν. 4548/2018) προκειμένου να διαπιστωθεί εάν πράγματι ο δεύτερος των καθών χρηματοδότησε και σε τι ποσοστό το μετοχικό κεφάλαιο της πρώτης των καθών με την καταβολή ή όχι του ποσού των 1.600.000 ευρώ, ώστε να εμποδίζεται η διανομή μερισμάτων που με βάση το ποσοστό του αιτούντος ανέρχονται σε 480.000 ευρώ, με την εξέταση των σχετικών εμβασμάτων και τις εγγραφές αυτών στα οικονομικά στοιχεία της πρώτης των καθών, καθώς και εάν η πρώτη των καθών οφείλει μισθούς και τι ποσά και για ποια χρονικά διαστήματα στο δεύτερο των καθών και στην αδερφή του ……., σύμφωνα με τις εγγραφές στα οικονομικά της στοιχεία, ώστε να κριθεί το νόμιμο τη μεταφοράς ποσού 370.700 ευρώ από το λογαριασμό της μονοβάπορης πλοιοκτήτριας στο λογαριασμό του δευτέρου των καθών και του συγγενικού του προσώπου. Επιπλέον θα πρέπει να διευκρινιστεί εάν πρόκειται περί εντόκου ή ατόκου δανείου. Αντίθετα το αίτημα περί διαχειριστικού ελέγχου για το σύνολο της διαχείρισης του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης των καθών κατά τα έτη 2015 -2023 κρίνεται απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο. Ο έλεγχος θα διενεργηθεί από τον αναφερόμενο στο διατακτικό ορκωτό ελεγκτή – λογιστή εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την επίδοση της παρούσας, η νόμιμη αμοιβή του οποίου θα καταβληθεί από τον αιτούντα μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου (άρθ. 143 παρ.3 εδ. α`, 5 ν.4548/2018).
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, αφού εξαφανισθεί στο σύνολό της η εκκαλουμένη, όπως αναφέρθηκε παραπάνω δηλαδή και κατά τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και, μετά από εξέταση της αίτησης, στην οποία σωρεύονται παραδεκτά, κατά τα αναφερόμενα στην αρχή της παρούσας, αίτημα περί διενέργειας έκτακτου διαχειριστικού ελέγχου νομιμότητας και σκοπιμότητας, πρέπει αυτή (αίτηση) να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος, να διατάξει τον έκτακτο διαχειριστικό έλεγχο (νομιμότητας) της πρώτης των καθών, να διορίσει ορκωτό ελεγκτή λογιστή προς διενέργεια του ελέγχου αυτού, να ορίσει ότι η δαπάνη διεξαγωγής του ελέγχου της ως άνω εταιρίας – αμοιβή του έκτακτου ορκωτού ελεγκτή λογιστή θα καθοριστεί μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου και ότι θα καταβληθεί από τον αιτούντα (άρθρο 143 παρ. 3 του ν. 4548/2018). Επιπλέον, πρέπει να υποχρεωθεί ο δεύτερος των καθών εφεσίβλητος να επιτρέψει τον έλεγχο των σχετικών εμβασμάτων και τις εγγραφές αυτών στα οικονομικά στοιχεία της πρώτης των καθών κατά τις εργάσιμες ημέρες και ώρες και να απειληθεί σε περίπτωση άρνησης τους, προσωπική κράτηση δύο μηνών, για κάθε παράβαση της ως άνω υποχρέωσης (άρθρο 143 παρ. 4 και 947 του ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει, να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της δυσχέρειας ερμηνείας των διατάξεων που εφαρμόστηκαν, κατ` εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 179 ΚΠολΔ ενώ μόνο η αμοιβή του ορκωτού ελεγκτή λογιστή θα επιβαρύνει τον αιτούντα κατ` άρθ. 746εδ. α` ΚΠολΔ, προς το συμφέρον του οποίου διεξήχθη η δίκη. Τέλος, πρέπει να επιστραφεί το νόμιμο παράβολο που κατέθεσε με το δικόγραφο της εφέσεώς του (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 9.1.2024 και με αριθμό κατάθεσης ………/2024 και προσδιορισμού ………../2004 έφεση κατά της με αριθμό 4229/2023 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του κατατεθέντος κατά την άσκηση της εφέσεως, ηλεκτρονικού παραβόλου με αριθμό …………/2024 αξίας 100,00 ευρώ,
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό 4229/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.
ΚΡΑΤΕΙ και Αναδικάζει επί της από 1.2.2023 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2023 αιτήσεως κατά την αυτή διαδικασία.
Απορρίπτει ό,τι έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό
ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση κατά ένα μέρος
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τον έκτακτο διαχειριστικό έλεγχο νομιμότητας της πρώτης των καθών εταιρίας με την επωνυμία ………. που έχει την καταστατική της έδρα στις νήσους ….., αλλά πραγματική έδρα στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, και ειδικότερα μόνο ως προς τις παρακάτω αναφερόμενες πράξεις διαχείρισης : α) την χρηματοδότηση αυτής μέσω δανεισμού (έντοκου ή άτοκου) από τον δεύτερο των καθών με την καταβολή του ποσού των ενός εκατομμυρίου εξακοσίων χιλιάδων ευρώ (1.600.000), η οποία δεν επιτρέπει μέχρι σήμερα τη διανομή μερισμάτων και β) ως προς το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων επτακοσίων ευρώ (370.700) που εμπεριέχει μέρος τιμήματος από την πώληση του πλοίου C, το οποίο μεταφέρθηκε από το λογαριασμό της πλοιοκτήτριας του οποίας το μετοχικό κεφάλαιο κατέχει η πρώτη των καθών στον ατομικό λογαριασμό του δευτέρου
ΔΙΟΡΙΖΕΙ ορκωτό ελεγκτή λογιστή προς διενέργεια του εκτάκτου ελέγχου νομιμότητας των δύο προαναφερόμενων πράξεων διαχείρισης, τον ………….., Ορκωτό Ελεγκτη Λογιστή φοροτεχνικό α’ τάξης, μέλος του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών Ελλάδος, κάτοικο …….. οδός ……….. τκ …., τηλ ….. email ………… για να διενεργήσει το διατασσόμενο με την παρούσα έκτακτο διαχειριστικό έλεγχο νομιμότητας των δύο προαναφερόμενων πράξεων της διοίκησης της πρώτης των καθών ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία …………. που έχει την καταστατική της έδρα στις νήσους ……….. αλλά πραγματική έδρα στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, τον οποίο οφείλει να περατώσει το ταχύτερο δυνατό και να συντάξει σχετικό πόρισμα, που θα παραδώσει στον αιτούντα εκκαλούντα και στους εφεσιβλήτους καθ` ων.
ΟΡΙΖΕΙ ότι η δαπάνη διεξαγωγής του ελέγχου της ως άνω εταιρίας -αμοιβή του έκτακτου ορκωτού ελεγκτή λογιστή θα καθοριστεί μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου και ότι θα καταβληθεί από τον αιτούντα τον έκτακτο έλεγχο
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ το δεύτερο εφεσίβλητο καθού η αίτηση, να ανεχθεί τη διενέργεια του ελεγχου της πρώτης των καθών πρώτης εφεσίβλητης εταιρίας από τον παραπάνω ορκωτό ελεγκτή λογιστή τις εργάσιμες ημέρες και ώρες, παρέχοντας σε αυτόν τα αναγκαία προς τούτο στοιχεία που αφορούν τις δύο παραπάνω πράξεις διαχείρισης.
ΑΠΕΙΛΕΙ σε βάρος του δευτέρου εφεσιβλήτου καθού η αίτηση προσωπική κράτηση δύο μηνών, για κάθε παράβαση της ως άνω διάταξης.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 20 Αυγούστου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ