Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 406/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     406/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από το Γραμματέα Σ.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α.    ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Λύρα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Εταιρίας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στη ………. και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Εταιρίας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στη ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Γιαννάτο.              

Β. ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ: 1) Εταιρίας με την επωνυμία «……..», που εδρεύει στην ……… και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Εταιρίας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στην ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Γιαννάτο.              

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Λύρα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.              

Ο εκκαλών στην Α έφεση – εφεσίβλητος στη Β έφεση άσκησε την από 24-11-2020 και με ΓΑΚ … και ΑΚ …./25-11-2020 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, απευθυνόμενη κατά των εκκαλουσών στη Β έφεση – εφεσίβλητων στην Α έφεση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθ. 602/2023 οριστική απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται: α) ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος με την κρινόμενη από 3-7-2023 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./10-7-2023 έφεσή του (υπό στοιχείο Α) και β) οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες – εφεσίβλητες με την κρινόμενη από 25-11-2023 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …/25-11-2023 έφεσή τους (υπό στοιχείο Β), οι οποίες ορίσθηκαν να συζητηθούν για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκαν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος – ενάγοντος, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλουσών – εναγόμενων, αφού έλαβε το λόγο, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Οι υπό κρίση: α) από 3-7-2023 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ……./10-7-2023 και ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ……../10-7-2023 έφεση του ……… κατά των εταιριών 1) «……….» και 2) «……….» (στο εξής: Α έφεση) και β) η από 25-11-2023 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ……./25-11-2023 και ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ………./29-12-2023 έφεση των εφεσίβλητων στην Α έφεση κατά του εκκαλούντος στην ίδια έφεση (στο εξής: Β έφεση), οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης (και δη κατά της με αριθ. 602/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, επί της από 24-11-2020 και με ΓΑΚ ………. και ΑΚ ……../25-11-2010 αγωγής του εκκαλούντος στην Α έφεση κατά των εφεσίβλητων στην ίδια έφεση / εκκαλουσών στη Β έφεση), είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ). Οι άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό των άνω εφέσεων δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ. 3 του άρθρου 495 Κ.Πολ.Δ,  λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (Εφ.Πειρ. 447/2023, www.efeteio-peir.gr).

2. Ο ενάγων και ήδη εκκαλών–εφεσίβλητος, με την προαναφερθείσα από 24-11-2020 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπως το δικόγραφό της εκτιμάται από το Δικαστήριο, ισχυρίστηκε ότι, σε εκτέλεση της από 8-6-2019 σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που κατήρτισε στην Αλεξανδρούπολη με την πρώτη εναγόμενη, που ήταν τότε πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου με την ονομασία «ΣΙΙ», νηολογίου Πειραιά, με αριθμό …., το οποίο εκτελούσε καθημερινά επιδοτούμενα δρομολόγια μεταξύ των λιμένων Αλεξανδρούπολης – Σαμοθράκης, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν σ’ αυτό στην Αλεξανδρούπολη για αόριστο χρόνο, με την ειδικότητα του ναύτη, με συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές τις προβλεπόμενες από τη Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Πορθμείων Εσωτερικού έτους 2019. Ότι σε εκτέλεση της σύμβασης  ναυτολόγησης αυτής εργάσθηκε στο ως άνω πλοίο, με την ως άνω ειδικότητα, μέχρι την 21-8-2019, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου. Ότι δυνάμει νέας σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που κατήρτισε στην Αλεξανδρούπολη με την πρώτη εναγόμενη την 7-9-2019, ναυτολογήθηκε και πάλι στον ίδιο τόπο στο ως άνω πλοίο, με την ίδια άνω ειδικότητα και τις ίδιες συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές και εργάσθηκε σ’ αυτό μέχρι την 9-9-2019, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου. Ότι, δυνάμει νέας σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που κατήρτισε στην Αλεξανδρούπολη με την πρώτη εναγόμενη την 17-10-2019, ναυτολογήθηκε και πάλι στον ίδιο τόπο στο ως άνω πλοίο, με την ίδια άνω ειδικότητα και τις ίδιες συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές και απολύθηκε την ίδια ημέρα στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου. Ότι, δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που κατήρτισε στον Πειραιά την 17-12-2019 με τη δεύτερη εναγόμενη, η οποία αγόρασε το άνω πλοίο την 18-10-2019 και το μετονόμασε σε «Σ», διατηρώντας την ταυτότητα της επιχείρησής του ως οικονομικής μονάδας, ναυτολογήθηκε στον Πειραιά στο ως άνω πλοίο, με την ίδια άνω ειδικότητα και συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές τις προβλεπόμενες από την ισχύουσα Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Πορθμείων Εσωτερικού έτους 2019. Ότι, σε εκτέλεση της σύμβασης  ναυτολόγησης αυτής εργάσθηκε στο ως άνω πλοίο, με την ως άνω ειδικότητα, μέχρι την 3-1-2020, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου. Ότι, δυνάμει νέας σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που κατήρτισε στον Πειραιά την 17-1-2020 με τη δεύτερη εναγόμενη, ναυτολογήθηκε και πάλι στον ίδιο τόπο στο ως άνω πλοίο, με την ίδια άνω ειδικότητα και τις ίδιες συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές και εργάσθηκε σ’ αυτό μέχρι την 19-3-2020, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά «λόγω αδείας έως 19-4-2020». Ότι, δυνάμει νέας σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που κατήρτισε στον Πειραιά την 23-3-2020 με τη δεύτερη εναγόμενη, προσλήφθηκε και επιβιβάστηκε στον ίδιο τόπο στο ως άνω πλοίο, με την ίδια άνω ειδικότητα και τις ίδιες συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές και εργάσθηκε σ’ αυτό χωρίς ναυτολόγιο μέχρι την 27-4-2020. Ότι, δυνάμει νέας σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που κατήρτισε στον Πειραιά την 28-4-2020 με τη δεύτερη εναγόμενη,  ναυτολογήθηκε στον ίδιο τόπο στο ως άνω πλοίο, με την ίδια άνω ειδικότητα και συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές τις προβλεπόμενες από την ισχύουσα Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019. Ότι, σε εκτέλεση της σύμβασης  ναυτολόγησης αυτής εργάσθηκε στο ως άνω πλοίο, το οποίο πλέον εκτελούσε καθημερινά επιδοτούμενα δρομολόγια στις άγονες ακτοπλοϊκές γραμμές α) Ρόδο – Σύμη – Χάλκη – Τήλο – Νίσυρο – Κω – Ρόδο και β) Ρόδο – Μεγίστη – Ρόδο, με την ως άνω ειδικότητα, μέχρι την 30-10-2020, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι της Ρόδου «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου. Ότι η απασχόλησή του στο άνω πλοίο διαρκούσε κατά τα χρονικά διαστήματα από 12-6-2019 έως 5-8-2019 και από 28-4-2020 έως 30-10-2020 14 ώρες κατά μέσον όρο ημερησίως, ενώ κατά τα χρονικά διαστήματα από 8-6-2019 έως 11-6-2019, από 6-8-2019 έως 21-8-2019, από 7-9-2019 έως 9-9-2019, στις 17-10-2019, από 17-12-2019 έως 31-1-2020, από 17-1-2020 έως 19-3-2020 και από 23-3-2020 έως 29-4-2020 επί 8 ώρες κατά μέσον όρο ημερησίως. Ότι από την απασχόλησή του αυτή, με βάση τις συμφωνηθείσες άνω ΣΣΝΕ, διατηρεί αξιώσεις κατά των εναγόμενων για αμοιβή  υπερωριακής εργασίας, υπόλοιπα μισθού μηνός κατ’ άρθρο 60 ΚΙΝΔ, δώρα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, επίδομα άγονης γραμμής, κατά τις γενόμενες διακρίσεις. Ότι για τις αξιώσεις του αυτές ευθύνονται οι εναγόμενες ως εργοδότριές του κατά το χρονικό διάστημα που εκάστη είχε την πλοιοκτησία του άνω πλοίου και επιπλέον η δεύτερη εξ αυτών και για τα χρονικά διαστήματα που την πλοιοκτησία του πλοίου είχε η πρώτη εναγόμενη, επειδή αυτή αγόρασε το άνω πλοίο στις 18-10-2019 ως ομάδα περιουσίας, εν γνώσει της ότι αποτελούσε το μοναδικό σημαντικό ενεργητικό περιουσιακό στοιχείο της πωλήτριας πρώτης εναγόμενης. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζήτησε, μετά την παραδεκτή, με τις πρωτόδικες προτάσεις του και με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, μετατροπή από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό του αιτήματος της αγωγής που αφορά τα υπό στοιχεία Α1, Α2, Α3, Α4, Δ1, Δ2 και Δ3 κονδύλια, συνολικού ποσού 7.977,08 ευρώ Α) να αναγνωριστεί ότι α) η πρώτη εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει ποσό 4.209,05 ευρώ και β) η δεύτερη εναγόμενη οφείλει να του καταβάλει ποσό 7.977,08 ευρώ, εκ των οποίων ποσό 3.768,03 ευρώ η ίδια αποκλειστικά και ποσό 4.209,05 ευρώ εις ολόκληρο με την πρώτη εναγόμενη. Και Β) να υποχρεωθεί ακόμα για τις άνω αιτίες α) η πρώτη εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 4.354,94 ευρώ, εις ολόκληρο με τη δεύτερη εναγόμενη και β) η δεύτερη εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 20.272,23 ευρώ, εκ των οποίων ποσό 15.917,29 ευρώ η ίδια αποκλειστικά και ποσό 4.354,94 ευρώ εις ολόκληρο με την πρώτη εναγόμενη, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας απόλυσής του (30-10-2020), άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Επίσης, ζήτησε να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στα δικαστικά του έξοδα.

3. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού απέρριψε ως αβάσιμη την ένσταση έλλειψης τοπικής του αρμοδιότητας που υπέβαλε η δεύτερη εναγόμενη, δέχθηκε την αγωγή ως ορισμένη, νόμιμη (πλην των αιτημάτων για εις ολόκληρον καταδίκη της δεύτερης εναγόμενης για απαιτήσεις του ενάγοντος σε βάρος της πρώτης εναγόμενης, για επιδίκαση τόκων από την επομένη της τελευταίας απόλυσης του ενάγοντος και για κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής για το αναγνωριστικό μέρος της αγωγής, τα οποία απέρριψε ως μη νόμιμα) και εν μέρει βάσιμη κατ’ ουσία, αναγνώρισε ότι η πρώτη εναγόμενη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των 2.179,47 ευρώ, υποχρέωσε την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό 3.663,35 ευρώ, αναγνώρισε ότι η δεύτερη εναγόμενη οφείλει στον ενάγοντα ποσό 3.768,03 ευρώ και υποχρέωσε τη δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό 4.666,01 ευρώ, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Επίσης, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την τελευταία καταψηφιστική της διάταξη και επέβαλε στον ενάγοντα ως δικονομική κύρωση λόγω παράβασης του καθήκοντος αληθείας επειδή εν γνώσει του αξίωσε κονδύλια σε ημερομηνίες που δεν παρείχε εργασία στο πλοίο, στα αναλογούντα στο αντικείμενο της δίκης δικαστικά έξοδα των εναγόμενων ποσού 600,00 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται τόσο ο ενάγων όσο και οι εναγόμενες με τους λόγους των εφέσεών τους, που συνιστούν παράπονα για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να αναδικαστεί η αγωγή από το Δικαστήριο τούτο και να γίνει δεκτή εν όλω ή να απορριφθεί στο σύνολό της αντιστοίχως.

4.  Η κατά τόπο αρμοδιότητα του δικαστηρίου, που προσδιορίζεται από τα άρθρα 22 έως 41 Κ.Πολ.Δ. (νόμιμη δωσιδικία) αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και ο ενάγων βαρύνεται με την επίκληση (άρθρο 216 παρ. 2 εδάφ. β’ Κ.Πολ.Δ.) και την απόδειξη των στοιχείων εκείνων που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα αυτή, την οποία το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπάγγελτα (άρθρο 46 Κ.Πολ.Δ.). Η αυτεπάγγελτη έρευνα της κατά τόπο αρμοδιότητας περιορίζεται όταν ο εναγόμενος παραστεί κατά τη συζήτηση και δεν προτείνει έγκαιρα ένσταση αναρμοδιότητας, καθόσον στην περίπτωση αυτή θεωρείται πως υπάρχει σιωπηρή συμφωνία παρέκτασης της αρμοδιότητας (άρθρο 42 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.). Εξάλλου, αποκλειστική αρμοδιότητα άλλου Δικαστηρίου για μελλοντικές διαφορές θεμελιώνεται με ρητή έγγραφη συμφωνία των διαδίκων περί παρεκτάσεως (άρθρα 43 και 44 Κ.Πολ.Δ.). Όταν όμως η συμφωνία των μερών υποβάλλει ορισμένη διαφορά στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων που είναι ήδη εκ του νόμου αρμόδια να επιληφθούν αυτής, ουδεμία παρέκταση δημιουργείται. Μία τέτοια συμφωνία δεν έχει άλλο λόγο ύπαρξης, παρά μόνο το συμφέρον του ίδιου του ενάγοντος, ο οποίος, σε περίπτωση επιγενόμενης μεταβολής της τοπικής αρμοδιότητας, π.χ. λόγω αλλαγής της κατοικίας του εναγόμενου, δεν υποχρεούται να τον εναγάγει ενώπιον των δικαστηρίων της νέας κατοικίας του, αλλά θα δικαιούται, πέραν αυτών, να προσφύγει και στα δικαστήρια που ήταν αρμόδια κατά το χρόνο που καταρτίσθηκε η συμφωνία. Δηλαδή, η αναφορά στην αρμοδιότητα των ήδη αρμοδίων δικαστηρίων δεν αποσκοπεί στο να την καταστήσει αποκλειστική, αλλά σκοπό έχει να την διατηρήσει ως συντρέχουσα, σε περίπτωση μελλοντικής μεταβολής της (Α.Π. 778/2005, Εφ.Πειρ. 294/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 51 παρ. παρ. 1 και 6 του ν. 2172/1993 συστήθηκαν στο Πρωτοδικείο Πειραιά και στο Εφετείο Πειραιά ειδικά τμήματα (Τμήματα Ναυτικών Διαφορών), στα οποία, αποκλειστικά, δικάζονται τα ένδικα βοηθήματα και τα ένδικα μέσα, τα οποία αφορούν σε υποθέσεις ναυτικών διαφορών. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 3Α του ως άνω άρθρου, ναυτικές διαφορές, είναι οι ιδιωτικές διαφορές, που πηγάζουν από πράξεις θαλασσίου εμπορίου και από τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα του πλοίου ή την παροχή εργασίας σ’ αυτό.

5. Με τον πρώτο λόγο της Β έφεσης η δεύτερη εναγόμενη επαναφέρει την ένσταση έλλειψης τοπικής αρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που πρότεινε πρωτόδικα και απορρίφθηκε ως αβάσιμη, καθόσον, όπως ισχυρίζεται,  είχε συμφωνηθεί ρητά μεταξύ αυτής και του ενάγοντος αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαστηρίων της πόλης της Αλεξανδρούπολης. Πράγματι, στον όρο 11 της τελευταίας από 28-4-2020 σύμβασης ναυτικής εργασίας μεταξύ ενάγοντος και δεύτερης εναγόμενης, ορίζεται ότι: «…… Για κάθε διαφορά που θα προκύπτει από την παρούσα σύμβαση ή εξ αφορμής αυτής, αποκλειστικά αρμόδια είναι τα καθ’ ύλην αρμόδια Δικαστήρια της Αλεξανδρούπολης». Με τον όρο όμως αυτό, όπως αναφέρθηκε στην αμέσως ανωτέρω νομική σκέψη, τα μέρη δεν αποσκοπούσαν στο να καταστήσουν αποκλειστική την αρμοδιότητα των δικαστηρίων της Αλεξανδρούπολης για κάθε διαφορά που θα πρόκυπτε από την εφαρμογή της σύμβασης εργασίας, αφού αυτά ήταν ήδη εκ του νόμου αρμόδια να επιληφθούν της διαφοράς αυτής, επειδή η έδρα της δεύτερης εναγόμενης βρίσκεται στην Αλεξανδρούπολη, αλλά σκοπό είχαν να τη διατηρήσουν ως συντρέχουσα, σε περίπτωση μελλοντικής μεταβολής της. Επομένως, αφού δεν ισχύει αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαστηρίων της Αλεξανδρούπολης, κατά τόπο αρμόδιο για την εκδίκαση της κρινόμενης διαφοράς ήταν, εκτός από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης και το αντίστοιχο καθ’ ύλην αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά (άρθρο 51 παρ. 3Α ν. 2172/1993, Εφ.Πειρ. 34/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 72/2018, www.efeteio-peir.gr), το οποίο ο ενάγων, έχοντας κατ’ άρθρο 41 Κ.Πολ.Δ. το δικαίωμα επιλογής μεταξύ των περισσότερων κατά τόπο αρμόδιων δικαστηρίων, επέλεξε για την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής. Καταλήγοντας σε ανάλογη  κρίση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έστω και με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτή της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και συνεπώς ο σχετικός περί του αντιθέτου πρώτος λόγος έφεσης της δεύτερης εναγόμενης πλοιοκτήτριας εταιρίας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

6.  Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, για να είναι ορισμένη η αγωγή πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζονται στα άρθρο 117-118 του ίδιου κώδικα α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα, για να είναι ορισμένη η αγωγή του απασχολούμενου με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου μισθωτού, με την οποία ζητούνται διαφορές μεταξύ των αποδοχών τις οποίες ο εργαζόμενος δικαιούται, κατ’ εφαρμογή ΣΣΕ ή ΔΑ ή με βάση το νόμο και εκείνων που του καταβλήθηκαν, πρέπει να προσδιορίζονται στην αγωγή, πλην άλλων, οι αποδοχές που αυτός δικαιούται με χωριστή αναφορά στο βασικό μισθό και τα τυχόν επιδόματα που αυτός δικαιούται κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα (Α.Π. 276/2015, Α.Π. 2203/2014, Α.Π. 1133/2010, www.areiospagos.gr). Δεν είναι όμως απαραίτητο να αναγράφεται πανηγυρικά στο δικόγραφο της παραπάνω αγωγής η ιδιότητα του μέλους των συνδικαλιστικών οργανώσεων που συμβάλλονται κατά τη σύναψη ΣΣΕ, ως στοιχείο προσδιοριστικό των υποκειμενικών ορίων της κανονιστικής ισχύος της για δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν απ’ αυτή, αλλ’ αρκεί να συνάγεται η ιδιότητα αυτή από το περιεχόμενο της αγωγής, τούτο δε συμβαίνει και όταν ο εργαζόμενος ζητεί μισθούς ή άλλες παροχές από κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική Σ.Σ.Ε. που δεν έχει κηρυχθεί γενικά υποχρεωτική ή για χρόνο προγενέστερο της κήρυξης της ως γενικά υποχρεωτικής, θεωρώντας την έτσι δεσμευτική για τον εργοδότη του. Στην περίπτωση αυτή, αν ο εναγόμενος εργοδότης αμφισβητήσει ειδικά την ιδιότητα αυτού ή του εργαζομένου ως μελών των συνδικαλιστικών οργανώσεων οι οποίες κατάρτισαν τη Σ.Σ.Ε, ο ενάγων εργαζόμενος δικαιούται και οφείλει να επικαλεστεί, κατ’ επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής του με τις προτάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 224 εδ. β’ Κ.Πολ.Δ, και να αποδείξει, σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρων 335 και 338 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι μέλη των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Μπορεί επίσης να επικαλεσθεί στην αγωγή του ότι μεταξύ αυτού και του εργοδότη του έχει συμφωνηθεί (άρθρο 361 Α.Κ.) η εφαρμογή των όρων ΣΣΕ συγκεκριμένου κλάδου ή επαγγέλματος, προκειμένου με βάση την ως άνω ατομική συμφωνία να εφαρμοσθούν στην επίδικη εργασιακή σχέση οι ρυθμίσεις των ΣΣΕ, οι οποίες άλλως δεν θα εφαρμόζονταν, εξ αιτίας του ότι ο εργαζόμενος ή ο εργοδότης του δεν ήταν μέλη των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων που κατήρτισαν την ΣΣΕ. Στην περίπτωση αυτή οι κανονιστικοί όροι της ΣΣΕ προς τις οποίες γίνεται η παραπομπή με την ατομική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αποκτούν έναντι των συμβαλλομένων συμβατική ισχύ (Ολ.Α.Π. 4/2024, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

7. Με το δεύτερο λόγο της Β έφεσης οι εναγόμενες  παραπονούνται ότι η εκκαλουμένη απόφαση, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου α) απέρριψε τη νομίμως υποβληθείσα απ’ αυτές πρωτοδίκως ένσταση αοριστίας της αγωγής ως προς το ζήτημα των εφαρμοστέων ΣΣΝΕ, επειδή δεν αναφέρεται στο δικόγραφό της εάν οι ίδιες και ο ενάγων ήταν μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων που τις συνήψαν και β) έλαβε παράνομα υπόψη της αποδεικτικά μέσα (μηνιαία φύλλα μισθοδοσίας του) που ανεπίτρεπτα ο ενάγων προσκόμισε με την προσθήκη / αντίκρουση αυτού στις πρωτόδικες προτάσεις τους, με τις οποίες εκείνες αρνήθηκαν ότι οι ίδιες και εκείνος ήταν μέλη των αντισυμβαλλόμενων συνδικαλιστικών οργανώσεων, παρότι αυτός όφειλε να επικαλεστεί και να αποδείξει το αντίθετο μόνο με τις προτάσεις του. Ο λόγος αυτός έφεσης είναι απορριπτέος α) κατά το πρώτο μέρος του ως αβάσιμος, διότι από το όλο κείμενο της αγωγής, όπως το δικόγραφό της εκτιμάται από το Δικαστήριο, προκύπτει ότι ο ενάγων, ο οποίος διεκδικεί διαφορές αποδοχών μεταξύ συμφωνηθέντων και καταβληθέντων, προκειμένου να θεμελιώσει τις απαιτήσεις του αυτές δεν επικαλείται δέσμευση από ΣΣΝΕ που δεν είχαν κηρυχθεί γενικά υποχρεωτικές ή για χρόνο προγενέστερο της κήρυξής τους ως γενικά υποχρεωτικών, αλλά αξιώνει τη συμφωνηθείσα αμοιβή του, όπως αυτή ορίσθηκε νόμιμα στα πλαίσια του άρθρου 361 Α.Κ, δια παραπομπής στις ανωτέρω ΣΣΝΕ έτους 2019, με βάση τις οποίες υπολογίζονταν οι αποδοχές του στις αποδείξεις καταβολής μισθοδοσίας του (βλ. σ. 2, στιχ. 9, 23, 27, σ. 5, στιχ. 25, 30, σ. 7, στιχ. 6 αγωγής), ισχυρισμό που δέχθηκε η εκκαλουμένη (σ. 30, στιχ. 21-26) [και κατ’ επέκταση είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής ο έβδομος λόγος της ίδιας έφεσης, με τον οποίον οι εναγόμενες ισχυρίζονται ότι τα φύλλα μισθοδοσίας του ενάγοντος δεν αποδεικνύουν την ιδιότητα αμφοτέρων ως μελών της συμβαλλόμενης στις ανωτέρω ΣΣΝΕ συνδικαλιστικής οργάνωσης ώστε να δεσμεύονται απ’ αυτές]. Και β) κατά το δεύτερο μέρος του ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, επειδή η εφαρμογή των άνω ΣΣΝΕ έτους 2019 επιχειρείται να θεμελιωθεί από τον ενάγοντα σε σχετική συμφωνία του με τις εναγόμενες, ισχυρισμό που δέχθηκε η εκκαλουμένη και όχι σε εκ του νόμου ισχύ αυτών αναφορικά με τις ελάχιστες αποδοχές του και σε κάθε περίπτωση και ως αβάσιμος, διότι οι ίδιες οι εναγόμενες επικαλέστηκαν και προσκόμισαν με τις προτάσεις τους τις μισθοδοτικές καταστάσεις του για τα επίδικα χρονικά διαστήματα και αμφισβήτησαν ότι αμφότεροι ήταν μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων που συμβλήθηκαν κατά τη σύναψη των άνω ΣΣΝΕ, οπότε εκείνος νομίμως αντέκρουσε τους ισχυρισμούς τους με την αντίκρουσή του επί των προτάσεών τους (άρθρο 237 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.). Δεν έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία κατέληξε σε παρόμοια κρίση, έστω με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτή της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.).

8. Με τον τέταρτο λόγο της Β έφεσης οι εκκαλούσες παραπονούνται ότι η εκκαλουμένη απόφαση, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου παρέλειψε να εξετάσει την ένσταση αοριστίας που πρόβαλαν αναφορικά με τις εφαρμοστέες ΣΣΝΕ, όπως η ένσταση αυτή αναλύεται με το δεύτερο λόγο της ίδιας έφεσης, καίτοι η ένσταση αυτή προτάθηκε απ’ αυτές παραδεκτά και είχε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός έφεσης είναι απορριπτέος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι, ανεξάρτητα από την αβασιμότητα της άνω ένστασης, κατά τα εκτιθέμενα στην παρ. 5 της παρούσας, από τα εκτιθέμενα στην εκκαλουμένη (σ. 22, στιχ. 14-21), τα οποία παραθέτουν και οι ίδιες οι εναγόμενες στην έφεσή τους (σ. 9, στιχ. 23-28, σ. 10, στιχ. 21-23 και σ. 11, στιχ. 4-7), προκύπτει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέτασε την άνω ένσταση και την απέρριψε ως αβάσιμη.

9. Με τον τρίτο λόγο της Β έφεσης οι εκκαλούσες παραπονούνται ότι η εκκαλουμένη απόφαση, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, παρέλειψε να κηρύξει απαράδεκτο, αγνοώντας τη νομίμως υποβληθείσα απ’ αυτές πρωτοδίκως ένσταση αοριστίας της αγωγής ως προς τα κονδύλια αμοιβής υπερωριακής εργασίας, επειδή δεν αναφέρεται στο δικόγραφό της α) το σύνολο των ωρών της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος κατά μήνα ή κατά μέσον όρο ανά μήνα και β) ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός του, βάσει του οποίου υπολογίζονται οι αιτούμενες υπερωρίες του. Ο λόγος αυτός έφεσης είναι νόμιμος, διότι για την κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή διαφοράς αποδοχών ναυτικού για παρασχεθείσα κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες υπερωριακή εργασία συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, απαιτείται να αναφέρεται, μεταξύ άλλων, η κατά μέσο όρο σε ώρες ημερήσια απασχόληση του ναυτικού στο πλοίο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ. 62/2019 και 612/2018, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 18/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός του (Εφ.Πειρ. 397/2020, ό.α, Εφ.Πειρ. 147/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σ. 99), αποδεικνύεται όμως αβάσιμος κατ’ ουσία, διότι από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι σ’ αυτό αναφέρεται ο ημερήσιος μέσος όρος υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος με την εργασία της ειδικότητός του (σ.σ. 3,4, παρ. Α1-Α4), καθώς και ο συμφωνημένος ανά περίπτωση μισθός του, όπως αυτός είχε οριστεί στα πλαίσια του άρθρου 361 Α.Κ, δια παραπομπής στις Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Πορθμείων Εσωτερικού έτους 2019 και Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων 2019, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην παρ. 7 της παρούσας. Δεν έσφαλε, επομένως, κατ’ αποτέλεσμα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε σιγή την άνω ένσταση των εναγόμενων και πρέπει, αφού συμπληρωθεί η εκκαλουμένη απόφαση με την άνω αιτιολογία (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), να απορριφθεί ως αβάσιμος ο άνω λόγος της έφεσής τους.

10. Με τον πέμπτο λόγο της Β έφεσης οι εκκαλούσες παραπονούνται ότι η εκκαλουμένη απόφαση, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου παρέλειψε να εξετάσει την ένσταση που πρόβαλαν περί μη εφαρμογής των άνω ΣΣΝΕ ετών 2019, εκ των οποίων αυτή των Πληρωμάτων Πορθμείων Εσωτερικού, σύμφωνα με το άρθρο 29 αυτής, έληξε την 31-1-2020 και αυτή των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων, σύμφωνα με το άρθρο 39 αυτής, έληξε την 31-12-2019, καίτοι η ένσταση αυτή προτάθηκε απ’ αυτές παραδεκτά και είχε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός έφεσης είναι απορριπτέος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι, ανεξάρτητα από αλυσιτελές της άνω ένστασης (καθώς ο χρόνος λήξης των άνω ΣΣΝΕ είναι αδιάφορος, αφού η εφαρμογή τους επιχειρείται να θεμελιωθεί από τον ενάγοντα σε σχετική συμφωνία του με τις εναγόμενες, ως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση), από τα εκτιθέμενα σχετικά στην τελευταία (σ. 23, στιχ. 20-28), προκύπτει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέτασε την άνω ένσταση και την απέρριψε ως αβάσιμη.

11. Με τον έκτο λόγο της Β έφεσης η δεύτερη εκκαλούσα παραπονείται ότι η εκκαλουμένη απόφαση, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου έκρινε εφαρμοστέα την επικαλούμενη από τον ενάγοντα ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών πλοίων έτους 2019 επί των κονδυλίων της μισθολογικής περιόδου από 28-4-2020 έως και 30-10-2020, της οποίας ΣΣΝΕ την εφαρμογή είχε αρνηθεί αυτή με τις προτάσεις της, διότι δεν ήταν μέλος της συνδικαλιστικής οργάνωσης των πλοιοκτητών που συμβλήθηκαν στη συγκεκριμένη ΣΣΝΕ, ως  απαιτούσε κατά τη διάρκεια εφαρμογής του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής και προκειμένου περί Επιβατηγών – Οχηματαγωγών Πλοίων που εκτελούν πλόες μεταξύ λιμένων στην ημεδαπή, η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 38 ν. 4262/2014, που προσέθεσε εδάφιο στην παρ. 1 του άρθρου 5 του α.ν. 3276/1944 «Περί Συλλογικών Συμβάσεων εν τη Ναυτική Εργασία» και τέθηκε σε ισχύ από τη δημοσίευση του άνω νόμου, δηλαδή από 10-5-2014.  Ο λόγος αυτός έφεσης είναι απορριπτέος ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, επειδή η εφαρμογή της άνω ΣΣΝΕ έτους 2019 δεν επιχειρείται να θεμελιωθεί από τον ενάγοντα σε ισχύ αυτής εκ του νόμου αναφορικά με τις ελάχιστες αποδοχές του αλλά σε σχετική συμφωνία του με τη δεύτερη εναγόμενη, ως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση (σ. 30, στιχ. 21-26).

12. Με τη διάταξη του άρθρου 479 Α.Κ, στην οποία ορίζεται ότι: «αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει. …», καθιερώνεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών με την έννοια του άρθρου 477 Α.Κ. και δημιουργείται έτσι παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, από αυτούς δε τους δύο ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα και συγκεκριμένα μέχρι την αξία των μεταβιβαζομένων κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Ο εν λόγω περιορισμός της ευθύνης του αποκτώντος επέρχεται κατόπιν ενστάσεως αυτού και δεν αποτελεί στοιχείο της κατ’ αυτού αγωγής η αναφορά και η αξία των μεταβιβασθέντων περιουσιακών αντικειμένων (Α.Π. 318/2008, ΕλλΔνη 2009, 482). Για τη δημιουργία, όμως, της σωρευτικής αυτής αναδοχής απαιτείται να περιλαμβάνει η μεταβίβαση ένα προς ένα όλα τα στοιχεία που συνιστούν το ενεργητικό της περιουσίας, έστω και αν εξαιρέθηκαν από αυτήν αντικείμενα ασήμαντης αξίας. Επί μεταβιβάσεως μεμονωμένων αντικειμένων πρέπει αυτά να αποτελούν όλο το ενεργητικό της περιουσίας ή το σημαντικότερο ποσοστό αυτής. Επιπλέον, ο αποκτών πρέπει να τελούσε εν γνώσει ότι του μεταβιβάστηκε όλη περιουσία ως σύνολο ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει και όταν, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, γνώριζε ο αποκτών την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η περιουσία που του μεταβιβάστηκε αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο ποσοστό της (Α.Π. 451/2012, Α.Π. 909 και 910/2010,  Α.Π. 1384/2005, Εφ.Πειρ. 726/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση δε κατά την οποία μεταβιβάσθηκε επιχείρηση ή άλλη περιουσιακή ομάδα, ως τέτοια, η γνώση του αποκτώντος προκύπτει από αυτή την ίδια τη σύμβαση και, ως εκ τούτου, δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίκληση και απόδειξη αυτής (Α.Π. 829/2003, Α.Π. 591/2002, Εφ.Πειρ. 459/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ως επιχείρηση η ελληνική νομολογία αντιλαμβάνεται και το εν λειτουργία ευρισκόμενο πλοίο (Α.Π. 1129/1983, Νο.Β. 32, 667, Εφ.Πειρ. 207/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), πολύ περισσότερο μάλιστα διότι συνηθέστατος τύπος οργάνωσης της εκμετάλλευσης πλοίου είναι η «μονοβάπορη» εταιρεία (Εφ.Πειρ. 726/2010, με περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία). Οι πιο πάνω ρυθμίσεις ισχύουν και όταν ολόκληρη η περιουσία ή η επιχείρηση του οφειλέτη μεταβιβάζεται σε άλλον όχι με μία, αλλά με περισσότερες μεταβιβαστικές πράξεις και μάλιστα είτε συγχρόνως είτε διαδοχικά, με την προϋπόθεση, όμως, στην τελευταία περίπτωση οι πράξεις να αποτελούν μεταξύ τους ενότητα ή, με άλλη διατύπωση, να βρίσκονται σε στενή χρονική και οικονομική σχέση. Οι διατάξεις, όμως, αυτές δεν εφαρμόζονται όταν το σύνολο περιουσίας ή επιχειρήσεως μεταβιβάζεται τμηματικά σε περισσότερα διαφορετικά πρόσωπα, εκτός αν εκείνοι που αποκτούν γνωρίζουν αυτό, ότι, δηλαδή, οι πλείονες συμβάσεις έγιναν με τον αυτό σκοπό της μεταβίβασης της περιουσίας, οπότε η ευθύνη καθενός από αυτούς περιορίζεται ανάλογα με το τμήμα της περιουσίας που αποκτά. Ως χρέη της περιουσίας που μεταβιβάστηκε νοούνται οποιασδήποτε φύσεως, είτε εκ συμβάσεως είτε εξ αδικοπραξίας (εκτός των προσωποπαγών), αρκεί ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος να υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης, με την έννοια δε αυτή περιλαμβάνονται και εκείνα που κατά το χρόνο της μεταβιβαστικής σύμβασης τελούν υπό προθεσμία ή αίρεση, καθώς και εκείνα που προέρχονται από μεταβολή ή επέκταση της ενοχής, η οποία υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Για την ευθύνη του αποκτώντος δεν απαιτείται να γνώριζε αυτός την ύπαρξη των χρεών, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, ούτε επίσης απαιτείται αυτά να είχαν αναγνωρισθεί δικαστικώς σε δίκη μεταξύ του μεταβιβάζοντος οφειλέτη και του δανειστή μέχρι του χρόνου της μεταβίβασης (Α.Π. 909/2010, Α.Π. 1948/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), αρκεί μόνο ο νομικός λόγος γένεσής τους να έχει προηγηθεί της σύμβασης μεταβίβασης, ακόμη και αν αυτά κατέστησαν μεταγενεστέρως ληξιπρόθεσμα και απαιτητά (Α.Π. 1154/1998, ΕλλΔνη 1998, 1572). Με τις παραπάνω διατάξεις επεκτείνεται απλώς ο ενοχικός δεσμός και στο πρόσωπο του αποκτώντος την περιουσία, ο οποίος καθίσταται πρόσθετος οφειλέτης του ίδιου χρέους, που περιέρχεται σε αυτόν στην κατάσταση που βρισκόταν κατά το χρόνο της μεταβίβασης, χωρίς να μεταβάλλεται η φύση και το περιεχόμενό του εκ του ότι, μετά τη μεταβίβαση, η ενοχή κάθε συνοφειλέτη είναι αυτοτελής ως προς την ύπαρξη και την εξέλιξή της, αφού τα γεγονότα που αφορούν τους συνοφειλέτες μπορεί να ενεργούν αντικειμενικά για όλους ή υποκειμενικά για τον έναν από αυτούς, σύμφωνα με τα άρθρα 483 – 486 Α.Κ.. Επομένως, αν για τη δικαστική επιδίωξη της εκπλήρωσης του χρέους εφαρμόζονται ορισμένοι δικονομικοί κανόνες, οι ίδιοι δικονομικοί κανόνες θα εφαρμοσθούν και όταν η δικαστική επιδίωξη του χρέους γίνεται κατ’ εκείνου που το αναδέχτηκε (Α.Π. 776/2003, ΕλλΔνη 2005, 163, Εφ.Πειρ. 207/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Μεταξύ δε των άνω συνοφειλετών υπάρχει απλή ομοδικία (Εφ.Πειρ. 459/2015, Εφ.Πειρ. 207/2011, Εφ.Θεσ. 424/2008, Εφ.Αθ. 6812/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).               

13. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 2112/1920 «η μεταβολή του προσώπου του εργοδότου, οπωσδήποτε επερχομένη, ουδαμώς επηρεάζει την εφαρμογή των υπέρ του υπαλλήλου διατάξεων του παρόντος». Ο ίδιος κανόνας περιέχεται και στο άρθρο 9 παρ. 1 του Β.Δ. 16/18-7-1920. Εξάλλου, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 και 2 του π.δ/τος 572/1988, με το οποίο εναρμονίσθηκε η ελληνική νομοθεσία προς εκείνη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ειδικότερα προς τις διατάξεις της 77/187/ΕΟΚ Οδηγίας «τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις, που έχει ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας, που υφίστανται κατά την ημερομηνία της για οποιονδήποτε λόγο μεταβίβασης, βαρύνουν, εξαιτίας της μεταβίβασης αυτής, τον διάδοχο. Με την επιφύλαξη της επομένης παραγράφου (η οποία αναφέρεται σε δικαιώματα, από τυχόν υφιστάμενα συστήματα επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής ασφάλισης), μετά την για οποιονδήποτε λόγο μεταβίβαση, ο διάδοχος τηρεί τους όρους εργασίας, που προβλέπονται από συλλογική σύμβαση εργασίας, απόφαση διαιτησίας, κανονισμό ή ατομική σύμβαση εργασίας». Η εν λόγω Οδηγία τροποποιήθηκε με την αντίστοιχη 98/50/ΕΚ, με την οποία επιχειρήθηκε, μεταξύ άλλων να διευκρινιστεί με βάση τη νομολογία του ΔΕΚ η νομική έννοια της μεταβίβασης της επιχείρησης, να προβλεφθεί ρητά η εφαρμογή της στις ιδιωτικές και δημόσιες επιχειρήσεις και να προστατευτούν οι εργαζόμενοι από τις αρνητικές συνέπειες της μεταβίβασης της επιχείρησης. Για την εξασφάλιση της προστασίας, ενδιαφέρει η διατήρηση των θέσεων εργασίας (η «υπόστασή» τους) και το αμετάβλητο των όρων παροχής αυτής (το «περιεχόμενό» τους, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και οι όροι αμοιβής) υπό το νέο φορέα της οικονομικής δραστηριότητας, που καθίσταται ο νέος εργοδότης. Η ερμηνεία τόσο της προϊσχύσασας Οδηγίας 77/187/ΕΟΚ όσο και της ήδη ισχύουσας Οδηγίας 98/50/ΕΚ γίνεται από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τότε ΔΕΚ) με ευρύ τρόπο. Με τρόπο, δηλαδή, ο οποίος ευνοεί την κατάφαση «μεταβίβασης» ακόμη και σε περιπτώσεις, στις οποίες αυτή εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να αμφισβητηθεί [ενδεικτικά: απόφαση ΔΕΚ της 2-12-1999 υπόθεση C-234/98 (A. κλπ) Συλλογή 1987 σ. Ι-8643, απόφαση ΔΕΚ της 11-3-1997 υπόθεση C-13/1995 (.) Συλλογή 1997 σ. Ι-1259, απόφαση ΔΕΚ της 19-9-1995 υπόθεση C-48/94 (.) Συλλογή 1995 σ. Ι-2745). Προς προσαρμογή στην εν λόγω Οδηγία εκδόθηκε το π.δ. 178/2002 «Μέτρα σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων…», οι διατάξεις του οποίου, κατά το άρθρο 2 αυτού, εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων σε άλλον εργοδότη. Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 4 του ανωτέρω π.δ/τος, «δια της μεταβιβάσεως και από την ημερομηνία αυτής, όλα τα υφιστάμενα δικαιώματα και υποχρεώσεις που έχει ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας μεταβιβάζονται στο διάδοχο. Ο μεταβιβάζων και μετά τη μεταβίβαση ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με το διάδοχο, για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σύμβαση ή σχέση εργασίας μέχρι τον χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος». Ως «μεταβιβάζων» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο, λόγω μεταβίβασης, χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης, ενώ ως «διάδοχος» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο, λόγω μεταβίβασης, αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης. Κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, για να υπάρχει μεταβίβαση επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή τμήματος αυτών πρέπει να μεταβιβάζονται τόσα επί μέρους στοιχεία της επιχείρησης και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία να διατηρούν την οργανική τους ενότητα και υπό τον νέο φορέα (εργοδότη), ικανά να πραγματοποιήσουν τον επιδιωκόμενο κερδοσκοπικό, οικονομικό ή τεχνικό σκοπό, γεγονός που συμβαίνει, όταν η κάθε είδους ανάληψη και συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τρίτον δεν μεταβάλλει την ταυτότητα της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, δηλαδή συνεχίζεται η ίδια επιχείρηση ή εκμετάλλευση (Α.Π. 14/2012, Α.Π. 200/2009, Α.Π. 259/2006). Ο τρόπος της μεταβίβασης δεν ενδιαφέρει. Αρκεί το πραγματικό γεγονός ότι ο παλαιός εργοδότης χάνει την ιδιότητα του φορέα της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης και ο διάδοχος του αποκτά την ιδιότητα αυτή, έστω και προσωρινά. Η κρίση για τη διατήρηση ή μη της ταυτότητας της οικονομικής μονάδας και, επομένως, για το αν συντρέχει μεταβίβαση επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή τμημάτων τους, εξαρτάται από τη συνολική εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης. Στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εκτίμησης κρίσιμα είναι τα εξής στοιχεία: 1) Η μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων (κτίρια, μηχανήματα κ.λπ.), 2) η μεταβίβαση ή μη άυλων αγαθών και η αξία τους, 3) η απασχόληση ή μη σημαντικού μέρους του εργατικού δυναμικού της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης από τον νέο επιχειρηματία, 4) η μεταβίβαση ή μη της πελατείας, 5) ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση, και 6) η διάρκεια της ενδεχόμενης διακοπής των δραστηριοτήτων αυτών (Α.Π. 1148/2017, Α.Π. 1850/2006). Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, πεδίο εφαρμογής του εξεταζόμενου θεσμού υπάρχει μόνον όταν το στοιχείο που μεταβάλλεται στην εργασιακή σχέση είναι το πρόσωπο του εργοδότη, ενώ παραμένουν αμετάβλητα όλα τα άλλα. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του π.δ/τος 178/2002, η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, κατά την έννοια που αναφέρθηκε, συνεπάγεται, ανεξάρτητα από τη νομική αιτία και τη μορφή της μεταβίβασης, αυτοδίκαιη υποκατάσταση του νέου εργοδότη στις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις και απαλλαγή του προηγούμενου εργοδότη για το μετά τη μεταβολή χρονικό διάστημα. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συναίνεση των εργαζομένων (Α.Π. 200/2009, Α.Π. 1468/2007, Α.Π. 1551/2006). Ενόψει αυτών, ο νέος εργοδότης υπεισέρχεται σε όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις προϋφιστάμενες εργασιακές σχέσεις, χωρίς αυτές και τα εν γένει δικαιώματα των μισθωτών να επηρεάζονται από τη μεταβίβαση, είτε τα δικαιώματα αυτά προέρχονται από Σ.Σ.Ε., από ατομική σύμβαση εργασίας ή από διαιτητική απόφαση, αρκεί η επιχείρηση να συνεχίζεται ως οικονομική μονάδα και να διατηρεί την ταυτότητά της με το νέο φορέα, επιδιώκοντας τον ίδιο κερδοσκοπικό ή οικονομικό σκοπό (Α.Π. 1148/2017, Α.Π. 14/2012). Μεταβιβάζεται, δηλαδή, το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ενοχικών και διαπλαστικών, καθώς και των προσδοκιών από τον παλαιό στον νέο εργοδότη (Α.Π. 390/2008), ο οποίος έτσι καθίσταται ειδικός διάδοχος αυτού. Ειδικότερα, ως χρέη της περιουσίας που μεταβιβάστηκε, νοούνται οποιοσδήποτε φύσης, είτε εκ σύμβασης είτε εξ αδικοπραξίας, αρκεί ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος να υπήρχε κατά τον χρόνο της μεταβίβασης (Α.Π. 909/2010), θεωρείται δε το χρέος γεννημένο πριν από τη μεταβίβαση, εφόσον τα παραγωγικά του γεγονότα είχαν συντελεστεί κατά τον χρόνο αυτόν, έστω και αν κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό μεταγενέστερα (Α.Π. 1148/2017, Α.Π. 1154/1998). Από το όλο πλέγμα των διατάξεων του ως άνω π.δ/τος 178/2002 και του ν. 2112/1920 προκύπτει ότι βασικός σκοπός αυτών είναι η προστασία των εργαζομένων από τις αρνητικές συνέπειες που μπορεί να έχει γι’ αυτούς η αναδιάρθρωση, εξυγίανση και εν γένει μεταβίβαση της επιχείρησης. Με τις διατάξεις αυτές, καθιερώνεται, κατά κάποιο τρόπο, «πλάσμα δικαίου», με το οποίο, ουσιαστικά, ο νέος εργοδότης ταυτίζεται με τον προηγούμενο, ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, η δε εργασιακή σύμβαση του μισθωτού, θεωρείται ως μία και αδιαίρετη (Α.Π. 995/2017). Είναι προφανές ότι η εν λόγω διάταξη διασπά την, κατά το άρθρο 479 ΑΚ, αρχή της περιορισμένης ευθύνης του αποκτώντος την επιχείρηση και καθιερώνει και για αυτόν απεριόριστη ευθύνη έναντι των μεταφερόμενων μισθωτών. Σύμφωνα, όμως, με το ίδιο ως άνω άρθρο 4 παρ. 1 του π.δ/τος 178/2002, ο προηγούμενος εργοδότης, και μετά τη μεταβίβαση, ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με το νέο εργοδότη για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σύμβαση ή σχέση εργασίας μέχρι τον χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος (Α.Π. 525/2013, Α.Π. 339/2011). Καθιερώνεται δηλαδή, για τις ανωτέρω υποχρεώσεις, παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του παλαιού και του νέου εργοδότη (άρθρο 481 Α.Κ.), η οποία, όμως, εφόσον η υποχρέωση του νέου εργοδότη επέρχεται λόγω ειδικής διαδοχής στην υφιστάμενη υποχρέωση του παλαιού, δεν αποκλείει εννοιολογικά, ενόψει της διάταξης του άρθρου 486 ΑΚ, την ειδική διαδοχή στην υποχρέωση και, συνακόλουθα, την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 325 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Κατά συνέπεια, σε περίπτωση μεταβολής στο πρόσωπο του εργοδότη, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 325 και 919 Κ.Πολ.Δ, η εκδοθείσα, σε βάρος του παλαιού, δικαστική απόφαση δημιουργεί δεδικασμένο και μπορεί να εκτελεστεί και κατά του νέου εργοδότη (Α.Π. 1809/2023, Α.Π. 1899/2023, Α.Π. 959/2022, Α.Π. 575/2019, www.areiospagos.gr). Όμως, το άρθρο 4 παρ. 1 του π.δ/τος 178/2002 δεν έχει ως προϋπόθεση εφαρμογής να υφίσταται η σύμβαση ή σχέση εργασίας κατά την ημερομηνία της για οποιοδήποτε λόγο μεταβίβασης, ως είχε το καταργηθέν με το άρθρο 11 αυτού άρθρο 3 παρ. 1 του π.δ/τος 572/1988.

14. Με τον πρώτο λόγο της Α έφεσης ο ενάγων παραπονείται ότι η εκκαλουμένη απόφαση προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, επειδή παρέλειψε να εφαρμόσει τον κανόνα του άρθρου 479 Α.Κ. που ο ίδιος επικαλέστηκε ως προς την αλληλέγγυα ευθύνη της αγοράστριας του άνω πλοίου δεύτερης εναγόμενης για τα χρέη της πωλήτριας του πλοίου και εργοδότριάς του πρώτης εναγόμενης, με το σκεπτικό ότι για να υπάρξει αυτή (αλληλέγγυα ευθύνη) έπρεπε, κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 του π.δ/τος 178/2002, να είναι ενεργή η σύμβαση εργασίας του κατά την ημερομηνία μεταβίβασης του πλοίου, ήτοι στις 18-10-2019, ενώ αυτή είχε λυθεί στις 17-10-2019, προϋπόθεση που όμως δεν προβλέπει η τελευταία αυτή διάταξη.  Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, διότι σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 13 άνω νομική σκέψη, για την παρεχόμενη προστασία στον εργαζόμενο έναντι του εργοδότη κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 του π.δ/τος 178/2002 σε περίπτωση μεταβίβασης επιχείρησης ή εκμετάλλευσης δεν προβλέπεται ως προϋπόθεση να υπάρχει ενεργή σύμβαση εργασίας του κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Εξάλλου, με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή, συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 479 Α.Κ. που αναλύονται στην υπ’ αριθ. 12 άνω νομική σκέψη, καθώς αναφέρεται σ’ αυτήν ότι η δεύτερη εναγόμενη αγόρασε ως ομάδα περιουσίας το ως άνω πλοίο την 18-10-2019 από την πλοιοκτήτρια πρώτη εναγόμενη, εν γνώσει της ως αγοράστριας ότι αποτελούσε το μοναδικό εμφανές και σημαντικό περιουσιακό στοιχείο της πωλήτριας. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι «από τη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 1 του άνω π.δ/τος προκύπτει ότι η παρεχόμενη στον εργαζόμενο προστασία προϋποθέτει ότι, κατά την ημερομηνία της μεταβίβασης της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης υπάρχει η εργασιακή σύμβαση ή σχέση, ότι δηλαδή δεν έχει λήξει νόμιμα» και για το λόγο αυτό απέρριψε στη συνέχεια ως μη νόμιμο το αίτημα για εις ολόκληρον καταδίκη των εναγόμενων για τις ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντος, ενώ το αίτημα αυτό έβρισκε νομική θεμελίωση στα άρθρα 4 παρ. 1 του π/δ/τος 178/2002 και 479 Α.Κ, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Πρέπει, συνεπώς, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς την άνω απορριπτική της διάταξη, να κρατηθεί η υπόθεση ως προς το μέρος αυτό από το Δικαστήριο τούτο και να εξεταστεί το αίτημα για εις ολόκληρον καταδίκη των εναγόμενων κατά την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης.

14. Απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 Κ.Πολ.Δ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται στη συνέχεια, χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς (Α.Π. 983/2021, www.areiospagos.gr) [όπως δεν παραλείφθηκε κανένα και πρωτόδικα, κατά ρητή αναφορά στην εκκαλουμένη (σ. 22, στιχ. 27 και 28), παρά τους περί του αντιθέτου  ισχυρισμούς των εναγόμενων με το δωδέκατο λόγο της έφεσής τους], την υπ’ αριθ. πρωτ. …./5-2-2021 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ……….. ενώπιον της δικηγόρου Αλεξανδρούπολης …………, η οποία λήφθηκε με πρωτοβουλία του ενάγοντος μετά από νομότυπη (άρθρα 421, 422 Κ.Πολ.Δ.) κλήτευση των εναγόμενων (βλ. τις από 29-1-2021 εκθέσεις επίδοσης του υπαλλήλου του Δήμου Σαμοθράκης …………, που διενήργησε την επίδοση κατ’ άρθρο 122 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.), χωρίς το γεγονός ότι ο άνω μάρτυρας του ενάγοντος βρίσκεται σε αντιδικία με τις εναγόμενες σε άλλη εκκρεμή δίκη επί ασκηθείσας αγωγής του για την προάσπιση των εργασιακών του δικαιωμάτων, να τον καθιστά αναξιόπιστο και εξαιρετέο, διότι δεν θεωρείται ότι έχει άμεσο και βέβαιο συμφέρον ως αναγκαία συνέπεια της  έκβασης της προκείμενης δίκης (Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Αθ. 3879/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 421/2021, Εφ.Πειρ. 368/2019, www.efeteio-peir.gr), όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενες, σε συνδυασμό, τέλος, με τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους όπου εκτίθεται παρακάτω και εκτιμώνται σύμφωνα με τα άρθρα 261 εδ.β, 352 παρ. 1 και 591 παρ.1 Κ.Πολ.Δ, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν  στην Αλεξανδρούπολη μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγόμενης, ο ενάγων, απογεγραμμένος Έλληνας ναυτικός, κάτοχος του με αριθμό ΑΑε ….. ναυτικού φυλλαδίου, προσλήφθηκε από την πρώτη εναγόμενη για να εργαστεί με την ειδικότητα του ναύτη, στο ανήκον στην πλοιοκτησία της υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο «ΣΙΙ», νηολογίου Πειραιά, αριθ. νηολ. ……., κ.ο.χ. 2.148,80. Συγκεκριμένα, απασχολήθηκε με την άνω ειδικότητα α) από 8-6-2019 έως 21-8-2019, οπότε απολύθηκε στο λιμένα της Αλεξανδρούπολης «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου, β) από 7-9-2019 έως 9-9-2019, οπότε απολύθηκε στον ίδιο λιμένα «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου και γ) την 17-10-2019 και την ίδια ημέρα απολύθηκε στον ίδιο λιμένα «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου. Ακολούθως, με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν  στην Αλεξανδρούπολη την πρώτη φορά και στον Πειραιά τις λοιπές, μεταξύ του ενάγοντος και της δεύτερης εναγόμενης, η οποία αγόρασε την 18-10-2019 το άνω πλοίο και το  μετονόμασε σε «Σ», διατηρώντας την ταυτότητα της επιχείρησής του ως οικονομικής μονάδας, ο ενάγων,  προσλήφθηκε από τη δεύτερη εναγόμενη για να εργαστεί στο άνω πλοίο, στο οποίο απασχολήθηκε με την άνω ειδικότητα α) από 17-12-2019 έως 3-1-2020, οπότε απολύθηκε στο λιμένα της Αλεξανδρούπολης «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου, β) από 17-1-2019 έως 19-3-2020, οπότε απολύθηκε στο λιμένα του Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου, γ) από 23-3-2020 έως 27-4-2020, διάστημα κατά το οποίο το πλοίο εξαιρούνταν της υποχρέωσης εφοδιασμού με ναυτολόγιο και δ) από 28-4-2020 έως 30-10-2020, οπότε απολύθηκε στο λιμένα της Ρόδου «αμοιβαία συναινέσει αυτού και του πλοιάρχου». Κατά τη διάρκεια των άνω χρονικών περιόδων εργασίας του ενάγοντος, το άνω πλοίο εκτελούσε καθημερινά επιδοτούμενα δρομολόγια στη γραμμή Αλεξανδρούπολη – Σαμοθράκη, εκτός από την τελευταία ναυτολόγησή του, κατά την οποία αυτό εκτελούσε καθημερινά επιδοτούμενα δρομολόγια στην άγονη γραμμή Ρόδο – Σύμη – Χάλκη – Τήλο – Νίσυρο – Κω – Ρόδο, με εξαίρεση τα Σάββατα κατά τα οποία δεν εκτελούσε δρομολόγια και τις Τετάρτες και Κυριακές, κατά τις οποίες εκτελούσε επιδοτούμενα δρομολόγια στην άγονη γραμμή Ρόδος – Μεγίστη – Ρόδος. Επίσης, δεν εκτέλεσε πλόες από 21-12-2019 έως 16-1-2020, από 23-1-2020 έως 3-3-2020, από 4-3-2020 έως 19-3-2020 και από 17-1-2020 έως 19-3-2020, επειδή ήταν αγκυροβολημένο στο Νέο Μώλο Δραπετσώνας για εργασίες επισκευής και συντήρησης. Οι μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος συμφωνήθηκε να είναι για την τελευταία ναυτολόγησή του από 28-4-2020 έως 30-10-2020 οι προβλεπόμενες από τη Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019 (Υ.Α. 2242.5-1.5/56040/2019 – ΦΕΚ Β’/3170/12-8-2019) και για τις λοιπές περιόδους εργασίας του (κατά τις οποίες το άνω πλοίο εκτελούσε δρομολόγια στη γραμμή Αλεξανδρούπολη – Σαμοθράκη, απόστασης περίπου 29 ναυτικών μιλίων), οι προβλεπόμενες από τη Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας Πληρωμάτων Πορθμείων Εσωτερικού έτους 2019 (Υ.Α. 2242.5-1.5/67403/2019 – ΦΕΚ Β’/3637/1-10-2019). Η συμφωνία των διαδίκων για εφαρμογή των άνω ΣΣΝΕ συνάγεται από τα αναγραφόμενα στις προσκομιζόμενες και υπογραφόμενες απ’ αυτούς αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του ενάγοντος για τα παραπάνω χρονικά διαστήματα, με βάση τα οποία τα μέρη υπολόγιζαν τις αποδοχές του, που ενισχύονται από την κατηγορηματική σχετική κατάθεση του μάρτυρός του ………….. και την αναγραφή «Σ.Σ.» στο ναυτικό του φυλλάδιο (στο πεδίο «Μισθός»). Ενόψει τούτων δεν κρίνονται πειστικοί οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εναγόμενων με το δέκατο τρίτο λόγο της έφεσής τους που επιχειρούν θεμελίωση στην προσκομιζόμενη από 28-4-2020 ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος αναφορικά με το δεύτερο όρο της περί παγίου μηνιαίου κλειστού μισθού του ύψους 2.372,66 ευρώ κατά την τελευταία περίοδο ναυτολόγησής του, συνεκτιμημένου και του ότι δεν ενισχύονται από άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 5-8-2019 το πλοίο παρουσίασε σοβαρή μηχανική βλάβη εξαιτίας της οποίας αδυνατούσε να εκτελέσει πλόες, ότι για την αιτία αυτή εκδόθηκε η υπ’ αριθ. ΩΠ: …./… σηματική αναφορά του Κ.Λ. Αλεξανδρούπολης περί απαγόρευσης απόπλου του, ότι στη συνέχεια, με την υπ’ αριθ. πρωτ. ………./19 απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, η πρώτη εναγόμενη κηρύχθηκε έκπτωτη της σύμβασης με την οποία της είχε ανατεθεί η γραμμή Αλεξανδρούπολη – Σαμοθράκη και διακόπηκαν τα δρομολόγιά του, ενώ ο ενάγων, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, παρέμεινε ναυτολογημένος έως 21-8-2019. Τα παραπάνω αναφερόμενα για τις περιόδους απασχόλησης του ενάγοντος, τα εκτελούμενα δρομολόγια του πλοίου και τις περιόδους ακινησίας του έγιναν δεκτά και πρωτόδικα και δεν αμφισβητούνται.

15. Περαιτέρω, όσον αφορά την επικαλούμενη υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, από τα ίδια άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι αυτός, κατά τα επίδικα άνω χρονικά διαστήματα, παρείχε με την ειδικότητα του ναύτη τις υπηρεσίες του στο άνω πλοίο, εκτελώντας ημερησίως δυο τετράωρες βάρδιες (φυλακές γέφυρας) (00.00 – 04.00 και 12.00 – 16.00 ή 04.00 – 08.00 και 16.00 – 20.00 ή 08.00 – 12.00 και 20.00 – 24.00), κατά τη διάρκεια των οποίων, όταν το πλοίο δεν ταξίδευε,  αυτός συμμετείχε σε εργασίες συντήρησης και καθαριότητας του πλοίου (εκτός μηχανοστασίου, ενδιαιτημάτων και τροφαποθηκών) και του εξαρτισμού του, ενώ, όταν το πλοίο ταξίδευε, δεν είχε ιδιαίτερη απασχόληση, εκτός εάν εκτελούσε κάποιες εργασίες πηδαλιούχου ή περιπολίες για την ασφάλεια του πλοίου. Όταν το πλοίο απέπλεε ή προσέγγιζε σε λιμάνι, κατέβαινε στο γκαράζ, όπως όλοι οι ναύτες, τουλάχιστον μισή ώρα πριν τον απόπλου ή τον κατάπλου προκειμένου να μετάσχει υπό την επίβλεψη του ναυκλήρου στις απαιτούμενες εργασίες, που περιλάμβαναν την καθοδήγηση των οχημάτων που έμπαιναν και έβγαιναν, την ασφάλιση ή απασφάλιση αυτών από τις δέστρες ή αλυσίδες, την πρόσδεση ή απόδεση του πλοίου και το μάζεμα των κάβων πρόσδεσης, ενώ όταν το πλοίο επέστρεφε στο λιμάνι αφετηρίας για διανυκτέρευση, μετείχε σε εργασίες πλυσίματος του γκαράζ και καταστρωμάτων – εξωτερικών χώρων. Προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών που πρόκυπταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια που αυτό εκτελούσε δρομολόγια, ο ενάγων χρειάστηκε να πραγματοποιήσει κατά τις κατωτέρω αναφερόμενες περιπτώσεις υπερωριακή εργασία πέραν του νόμιμου οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησης του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του που αφορούν τις ως άνω εργασίες. Ειδικότερα, το χρονικό διάστημα από 12-6-2019 έως 5-8-2019 το πλοίο κατά τα Σάββατα εκτελούσε ένα δρομολόγιο από Αλεξανδρούπολη προς Σαμοθράκη με επιστροφή, με χρόνο αναχώρησης από το λιμένα Αλεξανδρούπολης άλλοτε την 12:30, την 15:00 και την 11:00 και χρόνο επιστροφής στον ίδιο λιμένα περί τις εφτά ώρες αργότερα (όπως για παράδειγμα το Σάββατο 13 Ιουλίου 2019, κατά το οποίο, σύμφωνα με το προσκομιζόμενο απόσπασμα του ημερολογίου γέφυρας, η διάρκεια του άνω δρομολογίου μετ’ επιστροφής προσέγγισε τις εφτά ώρες και δη από ώρα 14:00 έως ώρα 21:00 περίπου). Ωστόσο, ο ενάγων δεν παρείχε οπωσδήποτε εργασία και τις εφτά αυτές ώρες, αφενός διότι μέρος μόνο των άνω εργασιών που εκτελούσε γίνονταν κατά τη διάρκεια των βάρδιών του και αφετέρου διότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δεν υπήρχε ιδιαίτερη ανάγκη για παροχή εργασίας ναύτη που δεν εκτελούσε βάρδια φυλακής γέφυρας κατά τη διάρκεια του πλου από και προς έκαστο των άνω λιμένων, παρά μόνο κατά το στάδιο πρόσδεσης – απόδεσης και φορτοεκφόρτωσης του πλοίου, κατά το οποίο απαιτείτο, κατά μέσον όρο, τρίωρη απασχόληση του ενάγοντος. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, λαμβανομένων επίσης υπόψη των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος στο άνω πλοίο, το οποίο ήταν δρομολογημένο στην ως άνω ακτοπλοϊκή γραμμή και εκτελούσε το δρομολόγιο που προαναφέρθηκε, της αυξομείωσης της επιβατικής κίνησης αναλόγως των περιόδων του έτους (μειωμένη τη χειμερινή, σημαντικά μεγαλύτερη κατά τη θερινή), της χωρητικότητας του άνω πλοίου και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του (μεταφορική ικανότητα 587 επιβατών και 100 οχημάτων, γκαράζ φόρτωσης οχημάτων 200μ – www.marinetrafic.com), της συνολικής διάρκειας εκάστου δρομολογίου από την αναχώρηση του πλοίου από το λιμένα της αφετηρίας του μέχρι τον κατάπλου του στο λιμένα προορισμού (δυο ώρες και είκοσι λεπτά περίπου), της πλήρους οργανικής σύνθεσης του πληρώματος καταστρώματος (ως δεν αμφισβητείται από τον ενάγοντα), της σταθερής καταβολής σ’ αυτόν από την εργοδότριά του πρώτη εναγόμενη χρηματικών ποσών ως αμοιβή για υπερωριακή του απασχόληση, γεγονός που εκ των πραγμάτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτή αναγνώριζε στην πράξη την ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης των μελών του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος του πλοίου της για την εύρυθμη λειτουργία του, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του και των καθηκόντων της ειδικότητός του, όπως αυτά αναλυτικά περιγράφηκαν ανωτέρω, των εν γένει ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας [ενόψει και του ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητάς του στο πλοίο δεν θα μπορούσαν, εξ ορισμού, να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών, υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρο 57 παρ. 1 του Κ.Ι.Ν.Δ, με αποτέλεσμα ο χρόνος παραμονής αυτού στο πλοίο, να μην ταυτίζεται αναγκαία με τον χρόνο πραγματικής απασχόλησής του σ’ αυτό (Εφ.Πειρ. 356/2023, www.efeteio-peir.gr), του ότι η μη αναγραφή της υπερωριακής εργασίας του στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η πρώτη εναγόμενη εργοδότριά του, δια του προεστημένου οργάνου της, καθώς και το γεγονός ότι αυτός υπέγραφε το βιβλίο αυτό χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορεί να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών τούτου (Εφ.Πειρ. 54/2022, Εφ.Πειρ. 34/2022, www.efeteio-peir.gr], καθώς και του ότι η ανεπιφύλακτη προσυπογραφή των μισθοδοτικών λογαριασμών του ενάγοντος λάμβανε χώρα αναγκαστικά υπό τον φόβο της απόλυσής του αν διαμαρτυρόταν, ενώ αυτή δεν  συνιστά, ούτε συνεπάγεται παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του και σε κάθε περίπτωση είναι άνευ έννομης επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του, που πηγάζουν  είτε από τον νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας είναι άκυρη (Α.Π. 1569/2017, Α.Π. 1635/2012, Α.Π. 1554/2011, Α.Π. 587/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir.gr), το Δικαστήριο τούτο οδηγείται στην κρίση ότι κατά το άνω χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος (12-6-2016 έως 5-8-2019) κατά το οποίο εκτελούνταν δρομολόγια ο μέσος όρος της συνολικής, όχι εξαιρετικής αλλά καθημερινής ημερήσιας απασχόλησής του (συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών) ανέρχονταν σε 10 ώρες, και όχι σε 14 ώρες, όπως ισχυρίσθηκε αυτός με την αγωγή του. Ακόμη, ότι κατά τα χρονικά διαστήματα από 8-6-2019 έως 11-6-2019, από 6-8-2019 έως 21-8-2019 και από 7-9-20190 έως 9-9-2019, κατά τα οποία το πλοίο, λόγω βλάβης του, δεν εκτέλεσε πλόες στην άνω γραμμή Αλεξανδρούπολη – Σαμοθράκη που ήταν δρομολογημένο, ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησής του, προς εκτέλεση των βαρδιών του και των λοιπών καθηκόντων του, ανέρχονταν σε 8 ώρες, όπως βάσιμα ισχυρίζεται στην αγωγή του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση όσον αφορά τις ώρες υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, έστω και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία που αντικαθίσταται στο σύνολό της με αυτή της παρούσας, δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα κατά την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι αβάσιμα και απορριπτέα τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την πρώτη εναγόμενη με το δέκατο και το δέκατο τρίτο λόγο της έφεσής της και από τον ενάγοντα με το δεύτερο λόγο της έφεσής του.  Υπό τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τη συμφωνηθείσα άνω Σ.Σ.Ν.Ε.: Α1) Για τα οχτώ Σάββατα που αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από 12-6-2019 έως 5-8-2019 έπρεπε να καταβληθούν στον ενάγοντα [(8 Σάββατα X 4 ώρες =) 32 ώρες X 6,65 ευρώ με προσαύξηση 25% =] 212,80 ευρώ και για τις πέραν των τεσσάρων ωρών [(8 Σάββατα X 6 ώρες =) 48 ώρες X 10,64 με προσαύξηση 100%=] 510,72 ευρώ, όπως κρίθηκε και πρωτόδικα. Για τα υπόλοιπα Σάββατα (4) των χρονικών διαστημάτων από 8-6-2019 έως 11-6-2011, από 6-8-2019 έως 21-8-2019 και από 7-9-2019 έως 9-9-2019, κατά τα οποία το πλοίο δεν εκτέλεσε πλόες, ο ενάγων εργάστηκε, όπως συνομολογεί και η πρώτη εναγόμενη, επί οχτώ ώρες ημερησίως και έπρεπε να του καταβληθούν [(4 Σάββατα X 4 ώρες =) 16 ώρες X 6,65 ευρώ η ώρα με προσαύξηση 25%=] 106,40 ευρώ και για τις πέραν των τεσσάρων ωρών [(4 Σάββατα X 4 ώρες=) 16 ώρες X 10,64 ανά ώρα με προσαύξηση 100%=] 170,24 ευρώ, όπως κρίθηκε και πρωτόδικα. Α2) Για τις καθημερινές κατά το χρονικό διάστημα 12-6-2019 έως 5-8-2019 πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Το πλοίο, με βάση το προσκομιζόμενο με επίκληση από την πρώτη εναγόμενη πρόγραμμα δρομολογίων του, έως και την 28-7-2019 εκτελούσε πλόες, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε. Διαφοροποίηση υπήρξε από την 29-7-2019 έως την 5-8-2019 (οπότε διακόπηκαν οι πλόες), χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτό, εντός του ίδιου 24ώρου, εκτελούσε και δεύτερο δρομολόγιο προς τη Σαμοθράκη, με χρόνο άφιξης εκεί την 18:20, εκκινώντας το δρομολόγιο εκείνο όχι στις 15:00, όπως αναφέρθηκε για τα Σάββατα, αλλά ώρα 09:00. Αντίστοιχα, την επόμενη ημέρα από την οποία είχε εκτελεστεί τέτοιο δρομολόγιο, το πλοίο εκκινούσε από την Σαμοθράκη ώρα 12:00, τερματίζοντας τον πλου αυτού περί ώρα 21:20 της ιδίας, οπότε κατέπλεε στην Αλεξανδρούπολη, έχοντας, όμως εκτελέσει, στο μεταξύ και άλλο δρομολόγιο. Και στην περίπτωση αυτή όμως, ο μέσος όρος της συνολικής, όχι εξαιρετικής αλλά καθημερινής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος (συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών) ανέρχονταν σε 10 ώρες, και όχι σε 14 ώρες, όπως ισχυρίζεται αυτός με την αγωγή του, ενόψει του ότι, εντός του χρόνου αυτού εκτελούσε μία τουλάχιστον τετράωρη βάρδια φυλακής, χωρίς να παρέχει όμως εργασία και τις εφτά ώρες που διαρκούσε η προετοιμασία για τον απόπλου για Σαμοθράκη μέχρι την επιστροφή στην Αλεξανδρούπολη, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Έτσι, κατά το χρονικό διάστημα από 12-6-2019 έως 5-8-2019, κατά το οποίο εργάστηκε 39 καθημερινές, έπρεπε να του καταβληθούν [39 καθημερινές Χ 4 ώρες υπερωριακής εργασίας = 78 ώρες X 6,65 ευρώ (προσαύξηση 25%) 518,70 ευρώ, όπως κρίθηκε και πρωτόδικα. Α3) Για τις Κυριακές κατά το ίδιο άνω χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του στο άνω πλοίο (12-6-2019 έως 5-8-2019),  κατά τις οποίες εκτελείτο είτε μονό είτε και διπλό δρομολόγιο, κατά τη διάκριση που έγινε παραπάνω, ο ενάγων εργαζόταν κατά μέσο όρο επί 10 ώρες ημερησίως, πραγματοποιώντας 2 ώρες υπερωρίας. Συγκεκριμένα, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, κατά το οποίο εργάστηκε 8 Κυριακές, έπρεπε να του καταβληθούν [8 Κυριακές Χ 2 ώρες υπερωριακής εργασίας = 16 ώρες Χ 10,64 ευρώ η ώρα (εφόσον οι Κυριακές θεωρούνται ημέρες αργίας, κατ’ άρθρο 6 της εφαρμοστέας ΣΣΝΕ) =] 170,24 ευρώ, όπως κρίθηκε και πρωτόδικα. Α4) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων για τα χρονικά διαστήματα της υπηρεσίας του από 8-6-2019 έως 21-8-2019 και από 7-9-2019 έως 9-9-2019 (78 ημέρες) έπρεπε να καταβληθούν στον ενάγοντα τα 2/25 των συνολικών του αποδοχών για κάθε 19ήμερο διάστημα υπηρεσίας, ήτοι 4,105 ημερομίσθια επί των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του, οι οποίες ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 1.493,23 ευρώ: [μισθός ενεργείας 919,75 ευρώ + επίδομα Κυριακών 202,35 ευρώ + επίδομα κατώτερου πληρώματος 24,45 ευρώ + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 19,76 ευρώ + επίδομα καταστρώματος 64,54 ευρώ + άδεια 178,52 ευρώ (μισθός ενεργείας 919,75 + επίδομα Κυριακών 202,35 ευρώ= 1.122,1 : 22 X 3,5 ημέρες = ευρώ 178,52) + τροφή αδείας 46,07 ευρώ + επίδομα αδείας 37,79 ευρώ (ήτοι 919,75 ευρώ μισθός ενεργείας / 2 = 459,87 ευρώ / 365 X 78 = 98,27 ευρώ / 78 ημέρες υπηρεσίας X 30)=] 1.493,23 ευρώ X 2/25 X 4,105= 490,37 ευρώ, όπως κρίθηκε και πρωτόδικα, έναντι του οποίου έλαβε (121,63 + 158,65 + 111,06) 391,34 ευρώ, όπως προκύπτει από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του μηνών Ιουνίου, Ιουλίου και Αυγούστου 2019, κατά τη βάσιμη σχετική ένσταση της πρώτης εναγόμενης κατ’ άρθρο 416 Α.Κ. που απορρίφθηκε σιγή πρωτόδικα, την οποία η τελευταία επαναφέρει με τον ενδέκατο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του, απομένοντος υπολοίπου ποσού 99,03 ευρώ. Α5), Β), Γ3). Εξάλλου, αναφορικά με τα υπό στοιχεία Α5, Β και Γ3 κονδύλια, που αξιώνονται υπό μορφή υπολοίπου μισθού μηνός κατ’ άρθρο 60 του εφαρμοστέου εν προκειμένω προϊσχύσαντος Κ.Ι.Ν.Δ. (Ν. 3816/1958), για τις ναυτολογήσεις του ενάγοντος την 7-9-2019 (με απόλυση την 9-9-2019), την 17-10-2019 (με απόλυση την ίδια ημέρα) και την 17-12-2019 (με απόλυση την 3-1-2020), πρέπει να αναφερθούν τα εξής:  Κατά τη διάταξη του άρθρου 60 του άνω Κ.Ι.Ν.Δ. «εάν ο μισθός συνωμολογήθη κατά μήνα ο ναυτικός δικαιούται εις τον μισθόν των μηνών και ημερών, καθ’ ας διήρκεσεν η ναυτολόγησις. Εάν όμως αύτη διήρκεσεν έλασσον του μηνός, ο ναυτικός δικαιούται εις πλήρη μηνιαίον μισθόν. Ως πλήρης ημέρα θεωρείται και η απλώς αρξαμένη». Από τη διάταξη αυτή, η οποία δεν κάνει διάκριση ως προς τον τρόπο λύσεως της συμβάσεως ναυτολογήσεως προ τη παρελεύσεως μηνός από της καταρτίσεώς της, σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρου 65 του Κ.Ι.Ν.Δ, κατά την οποία ο ναυτικός που αδικαιολόγητα δεν παρέχει τις υπηρεσίες του στερείται του ανάλογου μισθού, σαφώς συνάγεται, ότι μόνο εάν η λύση της συμβάσεως προήλθε εξ υπαιτιότητας ή εκ της αποκλειστικής βουλήσεως του ιδίου του ναυτικού, δεν δικαιούται αυτός πλήρους μισθού. Επομένως εκείνος του οποίου η σύμβαση ναυτολογήσεως με μηνιαίο μισθό λύθηκε, προ τη παρελεύσεως μηνός, με αμοιβαία συναίνεση, δικαιούται σε πλήρη μισθό, αφού η απόλυση αυτού από τον πλοίαρχο με την συναίνεσή του, δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα ή στην αποκλειστική βούληση του ναυτικού, στην οποία και μόνον περίπτωση, κατ’ εφαρμογή της τελευταίας διατάξεως, δεν δικαιούται πλήρη μισθό ο ναυτικός (Α.Π. 326/2017, Α.Π. 1224/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Δ. Καμβύση, Ιδιωτικός Ναυτικός Δίκαιον, 1982, υπ’ άρθρο 60, παρ. 1α, σ.σ. 183-184). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων και ανωτέρω αποδείχθηκε, αυτός ναυτολογήθηκε, εκτός άλλων α) την 7-9-2019 στην Αλεξανδρούπολη από την πρώτη εναγόμενη για να εργαστεί ως ναύτης στο άνω πλοίο «ΣΙΙ», με μηνιαίο μισθό σύμφωνα με τη ΣΣΕ Πληρωμάτων Πορθμείων Εσωτερικού έτους 2019, αλλά η σύμβασή του λύθηκε μετά από δυο ημέρες (9-9-2019) στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου, β) την 17-10-2019 στην Αλεξανδρούπολη από την ίδια εναγόμενη για να εργαστεί με την ίδια ειδικότητα στο ίδιο πλοίο με μηνιαίο μισθό σύμφωνα με την ίδια ΣΣΕ, αλλά η σύμβασή του λύθηκε αυθημερόν στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης για την ίδια αιτία και γ) την 17-12-2019 στην Αλεξανδρούπολη από τη δεύτερη εναγόμενη για να εργαστεί με την ίδια ειδικότητα στο ίδιο πλοίο (που είχε στο μεταξύ αγοραστεί απ’ αυτήν και μετονομαστεί σε «Σ», διατηρώντας την ταυτότητα της επιχείρησης αυτού ως οικονομικής μονάδας), με μηνιαίο μισθό σύμφωνα με την ίδια ΣΣΕ, αλλά η σύμβασή του λύθηκε την 3-1-2020 στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης για την ίδια αιτία. Το τρίτο από τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες. Συγκεκριμένα, κατέπλευσε στο Νέο Μώλο Δραπετσώνας του λιμένος Κερατσινίου, όπου παρέμεινε ακινητοποιημένο από 21-12-2019 έως 16-1-2020 και από 23-1-2020 έως 3-3-2020, πλην όμως ο ενάγων, που ήταν ναυτολογημένος σ’ αυτό, παρείχε εργασία κατά τα ανωτέρω αναφερθέντα και συγκεκριμένα εργάστηκε επί οχτώ ώρες ημερησίως, για δύο Σάββατα και τρεις αργίες [25-12-2019 (Χριστούγεννα), 26-12-2019 (Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου) και 1-1-2020 (Πρωτοχρονιά)] και δικαιούταν να λάβει [(5 ημέρες X 4 ώρες=) 20 ώρες X ευρώ 6,78 η ώρα (μονή υπερωρία με προσθήκη 25%) = ] 135,60 ευρώ και [(5 ημέρες X 4 ώρες) = 20 ώρες X ευρώ 10,84 ανά ώρα (διπλή υπερωρία με προσαύξηση 100) =] ευρώ 216,80 και συνολικά 352,40 ευρώ. Επομένως, ο ενάγων, του οποίου οι άνω συμβάσεις ναυτολόγησης με μηνιαίο μισθό λύθηκαν προ της παρελεύσεως μηνός, με αμοιβαία συναίνεση, δικαιούται και στις τρεις άνω περιπτώσεις πλήρη μισθό, αφού η απόλυση αυτού από τον πλοίαρχο με την συναίνεσή του, δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα ή στην αποκλειστική βούληση του ναυτικού, στην οποία και μόνον περίπτωση, κατ’ εφαρμογή της άνω διάταξης του άρθρου 60 Κ.Ι.Ν.Δ, δεν δικαιούται πλήρη μισθό ο ναυτικός. Ειδικότερα, δικαιούται το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, χωρίς συνυπολογισμό κανενός ποσού για υπερωριακή απασχόληση, εφόσον α) αναφορικά με την πρώτη ναυτολόγηση (από 7-9-2019 έως 9-9-2019), το μοναδικό Σάββατο (7-9-2019), δεν εργάστηκε, με βάση τις καταγραφές του ημερολογίου του πλοίου υπερωριακά, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά του συνόλου των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του [1.888,14 ευρώ – 154,69 ευρώ (ποσό που ο ίδιος αναφέρει ότι έλαβε)] 1.733,45 ευρώ (κονδύλι Α5). Α5). β) αναφορικά με τη δεύτερη ναυτολόγηση (της 17-10-2019), κατ’ αναλογία των ανωτέρω, δικαιούται το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, 1.929,90 ευρώ, σύμφωνα με την ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Πορθμείων του έτους 2019, εφόσον [μισθός ενεργείας 938,15 ευρώ + επίδομα Κυριακών 206,39 ευρώ + ειδικό επίδομα 24,94 ευρώ + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 20,16 ευρώ + επίδομα καταστρώματος 65,83 ευρώ + άδεια 182,08 ευρώ (μισθός ενεργείας 938,15 ευρώ + επίδομα Κυριακών 206,39 ευρώ = 1.144,54 ευρώ : 22 X 3,5 ημέρες = ευρώ 182,08) + τροφή αδείας 46,99 ευρώ + επίδομα αδείας 38,55 (= 938,15 ευρώ μισθός ενεργείας / 2 = 469,07 ευρώ / 365 ημέρες X 3 ημέρες υπηρεσίας = 3,85 / 3 ημέρες υπηρεσίας X 30 = 38,55 ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο 8 της ΣΣΝΕ Πορθμείων) + τροφοδοσία 402,81 ευρώ] σύνολο 1.929,90 ευρώ (κονδύλι Β). Και γ) αναφορικά με την τρίτη ναυτολόγηση (από 17-12-2019 έως 3-1-2020) και κατ’ αναλογία των ανωτέρω, δικαιούται το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, 1.929,90 ευρώ, σύμφωνα με τη ΣΣΝΕ πληρωμάτων πορθμείων του έτους 2019, πλέον μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής Σαββάτων του ως άνω διαστήματος ευρώ 587,33 (352,40 ευρώ υπερωριακή του αμοιβή του εν λόγω διαστήματος υπηρεσίας του δια 18 ημέρες υπηρεσίας X 30 ημέρες), σύνολο ευρώ 2517,23, έναντι του οποίου έλαβε ευρώ 780,00, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά 1.737,23 ευρώ (κονδύλι Γ3). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που κατέληξε στην ίδια κρίση και επιδίκασε τα ίδια άνω ποσά ως υπόλοιπα μισθού μηνός κατ’ άρθρο 60 του προϊσχύσαντος Κ.Ι.Ν.Δ. (Ν. 3816/1958), έστω και με πιο συνοπτική αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτή της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και συνεπώς πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι ο όγδοος και ο ένατος λόγος της έφεσης των εναγόμενων εταιριών, με τους οποίους ισχυρίζονται αντίστοιχα ότι ο ενάγων δεν δικαιούται το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών τους και στις τρεις άνω περιπτώσεις που η ναυτολόγησή του διήρκεσε λιγότερο από μήνα, επειδή όλες λύθηκαν «αμοιβαία συναινέσει» (όγδοος λόγος) και επειδή σε κάθε περίπτωση ο ενάγων ναυτολογήθηκε με αποκλειστικό σκοπό την εκτέλεση ενός μεμονωμένου πλου (ένατος λόγος). Γ2) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων για το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του από 17-12-2019 έως 31-12-2019 (15 ημέρες) έπρεπε να καταβληθούν στον ενάγοντα τα 2/25 των συνολικών του αποδοχών για κάθε 19ήμερο διάστημα υπηρεσίας, ήτοι 0,78 ημερομίσθια επί των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του, οι οποίες ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 1.493,23 ευρώ: [μισθός ενεργείας 919,75 ευρώ + επίδομα Κυριακών 202,35 ευρώ + επίδομα κατώτερου πληρώματος 24,45 ευρώ + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 19,76 ευρώ + επίδομα καταστρώματος 64,54 ευρώ + άδεια 178,52 ευρώ (μισθός ενεργείας 919,75 + επίδομα Κυριακών 202,35 ευρώ= 1.122,1 : 22 X 3,5 ημέρες = ευρώ 178,52) + τροφή αδείας 46,07 ευρώ + επίδομα αδείας 37,79 ευρώ (ήτοι 919,75 ευρώ μισθός ενεργείας / 2 = 459,87 ευρώ / 365 X 78 = 98,27 ευρώ / 78 ημέρες υπηρεσίας X 30)=] και συνολικά το ποσό των (1.493,23 ευρώ X 2/25 X 0,78=) 93,17 ευρώ, όπως κρίθηκε και πρωτόδικα. Όμως, σε πλήρη εξόφληση του ποσού αυτού του καταβλήθηκε το μείζον ποσό των 95,22 ευρώ, όπως προκύπτει από την απόδειξη πληρωμής μισθοδοσίας του μηνός Δεκεμβρίου 2019 και πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη η σχετική ένσταση της δεύτερης εναγόμενης κατ’ άρθρο 416 Α.Κ. που απορρίφθηκε σιγή πρωτόδικα, την οποία η τελευταία επαναφέρει με τον ενδέκατο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του. Δ1) Περαιτέρω, όσον αφορά την αποδειχθείσα άνω απασχόληση του ενάγοντος στο άνω πλοίο «Σ» από 17-1-2020 έως 19-3-2020 και από 23-3-2020 έως 27-4-2020 (σε αμφότερες τις περιπτώσεις με βάση τη ΣΣΕ Πληρωμάτων Πορθμείων Εσωτερικού έτους 2019, στην τελευταία δε περίπτωση χωρίς ναυτολόγιο), το πλοίο δεν εκτέλεσε πλόες από 17-1-2020 έως και την 3-3-2020, σύμφωνα με τη σχετική από 9-3-2020 βεβαίωση του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά, καθώς επίσης από 4-3-2020 έως 19-3-2020. Το χρονικό διάστημα από 17-1-2020 έως 19-3-2020, οπότε το πλοίο ήταν αγκυροβολημένο στο Νέο Μώλο Δραπετσώνας λόγω βλάβης, εκτελούνταν σ’ αυτό μόνο εργασίες συντήρησης και επισκευές, κατά βάση, ως εκ της φύσης τους, από εξωτερικά συνεργεία, καθώς και οι προβλεπόμενες φυλακές από τα μέλη του πληρώματος. Κατά τα δύο αυτά χρονικά διαστήματα υπηρεσίας του επί του άνω πλοίου, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, ο ενάγων εργάστηκε επί οκτώ ώρες την ημέρα, για 14 Σάββατα και 4 αργίες [Καθαρά Δευτέρα (2/3), την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή (17/4), τη Δευτέρα του Πάσχα (20/4) και την εορτή του Αγίου Γεωργίου (23/4)], ήτοι 18 ημέρες X 4 ώρες = 72 ώρες X 6,78 ευρώ η ώρα (μονή υπερωρία με προσαύξηση 25%) = 488,16 ευρώ και 18 ημέρες X 4 ώρες = 72 ώρες X 10,84 ευρώ ανά ώρα (διπλή υπερωρία με προσαύξηση 100%) = 780,18 ευρώ. Σύνολο ποσού αμοιβής υπερωριακής εργασίας για Σάββατα και αργίες για το ανωτέρω διάστημα υπηρεσίας (488,16 + 780,18 =) 1.268,34 ευρώ, έναντι του οποίου ο ενάγων έλαβε το ποσό των 195,23 ευρώ και του οφείλεται υπόλοιπο 1.073,41 ευρώ, όπως κρίθηκε και πρωτόδικα, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της δεύτερης εναγόμενης με το δέκατο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του.   Δ2) Για αναλογία δώρου Πάσχα για το έτος 2020 για τα χρονικά διαστήματα της υπηρεσίας του από 17-1-2020 έως 19-3-2020 και από 23-3-2020 έως 27-4-2020 (99 ημέρες) έπρεπε να καταβληθεί στον ενάγοντα, κατ’ άρθρο 4 της ανωτέρω ΣΣΕ Πορθμείων Εσωτερικού 2019, το ήμισυ του 1/15 των συνολικών του αποδοχών για κάθε 8ήμερο διάστημα υπηρεσίας και συγκεκριμένα, 12,375 ημερομίσθια (99 : 8), υπολογιζόμενο σύμφωνα με τις συνολικές μηνιαίες αποδοχές του, πλην του αντιτίμου τροφής και των υπερωριών, οι οποίες ανέρχονται στο ποσό των ευρώ 1.493,23 ευρώ [μισθός ενεργείας 919,75 ευρώ + επίδομα Κυριακών 202,35 ευρώ + επίδομα κατώτερου πληρώματος 24,45 ευρώ + επίδομα ανθυγιεινής εργασίας 19,76 ευρώ + επίδομα καταστρώματος 64,54 ευρώ + άδεια 178,52 ευρώ (=Μισθός ενεργείας 919,75 ευρώ + επίδομα Κυριακών 202,35 ευρώ = 1.122,10 ευρώ : 22 X 3,5 ημέρες = ευρώ 178,52 ευρώ) + τροφή αδείας 46,07 ευρώ + επίδομα αδείας 37,79 ευρώ (ήτοι 919,75 ευρώ μισθός ενεργείας / 2 = 459,87 ευρώ / 365 X 78 ημέρες υπηρεσίας = 98,27 / 78 ημέρες υπηρεσίας X 30 = 37,79 ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο 8 της ίδιας ΣΣΝΕ Πορθμείων)], ήτοι έπρεπε να του καταβληθούν συνολικά (1.493,23 ευρώ / 2 X 1/15 X 12,375=) 615,95 ευρώ, όπως κρίθηκε και πρωτόδικα. Έναντι του ποσού αυτού έλαβε 114,28 ευρώ, όπως προκύπτει από την απόδειξη πληρωμής μισθοδοσίας του μηνός Ιανουαρίου 2020, κατά τη βάσιμη σχετική ένσταση της δεύτερης εναγόμενης κατ’ άρθρο 416 Α.Κ. που απορρίφθηκε σιγή πρωτόδικα, την οποία η τελευταία επαναφέρει με τον ενδέκατο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του, απομένοντος υπολοίπου ποσού 501,67 ευρώ. Δ3) Για διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών κατά τα χρονικά διαστήματα από 17-1-2020 έως 19-3-2020 και από 23-3-2020 έως 27-4-2020. Για την απασχόλησή του κατά τα άνω χρονικά διαστήματα, στο δεύτερο εκ των οποίων  εργάστηκε χωρίς ναυτολόγιο, έπρεπε να καταβληθούν στον ενάγοντα ως μηνιαίες αποδοχές (συμπεριλαμβανομένου του αντιτίμου τροφής, καθώς δεν διατρεφόταν στο πλοίο) 1.929,90 ευρώ μηνιαίως [μισθός ενεργείας 938,15 ευρώ + επίδομα Κυριακών 206,39 ευρώ + επίδομα κατωτέρου πληρώματος 24,94 ευρώ + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 20,16 ευρώ + επίδομα καταστρώματος 65,83 ευρώ + άδεια 182,08 ευρώ (μισθός ενεργείας 938,15 ευρώ + επίδομα Κυριακών 206,39 ευρώ = 1.144,54 ευρώ : 22 X 3,5 ημέρες = 182,08 ευρώ) + τροφή αδείας 46,99 ευρώ + επίδομα αδείας 38,55 ευρώ (μισθός ενεργείας 938,15 ευρώ / 2 = 469,07 ευρώ / 365 X 3 ημέρες υπηρεσίας = 3,85 / 3 ημέρες υπηρεσίας X 30 = 38,55 ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο 8 της ΣΣΝΕ Πορθμείων 2019) και τροφοδοσία ευρώ 402,81= 1929,90 ευρώ] και συνολικά για τις άνω 99 ημέρες που εργάστηκε, έπρεπε να λάβει (1.929,90 X 99 / 30 =) 6.368,67 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 4.290,00 ευρώ και του οφείλεται υπόλοιπο 2.078,67 ευρώ, όπως κρίθηκε και πρωτόδικα, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της δεύτερης εναγόμενης με τον ενδέκατο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του. Ε1) Περαιτέρω, όσον αφορά την άνω απασχόλησή του στο άνω πλοίο «Σ» από 28-4-2020 έως 30-10-2020, με βάση τη συμφωνηθείσα ΣΣΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων Εσωτερικού έτους 2019, αποδείχθηκε, κατ’ αναλογία όσων εκτέθηκαν ανωτέρω για τις προηγούμενες ναυτολογήσεις του, ενόψει και της διατήρησης της ταυτότητας της επιχείρησης του πλοίου ως οικονομικής μονάδας μετά την άνω μεταβίβασή του, ότι ο ενάγων εργάστηκε επί 8 ώρες την ημέρα για 25 Σάββατα, κατά τα οποία το πλοίο, με βάση το πρόγραμμα δρομολογίων του, δεν εκτελούσε κανένα δρομολόγιο και σ’ αυτά ο ενάγων, ως εκ της ναυτολόγησής του, εκτελούσε μόνο τις δυο τετράωρες βάρδιές του, καθώς και επί 10 ώρες την ημέρα για τέσσερις αργίες (Εργατική Πρωτομαγιά, της Αναλήψεως την 28-5-2020, την 14-9 Ύψωση του Τιμίου Σταυρού και 28η Οκτωβρίου – Εθνική Εορτή), ήτοι 25 ημέρες Χ 8 ώρες υπερωρία + 4 ημέρες Χ 10 ώρες υπερωρία = 240  ώρες υπερωρία X 10,44 ευρώ η ώρα = 2.505,60 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού έλαβε ως υπερωριακή αμοιβή για την εργασία του τα Σάββατα 36,39 ευρώ + 250,70 ευρώ + 167,14 ευρώ και για την εργασία τους τις αργίες 10,94 ευρώ + 83,57 ευρώ + 83,57 ευρώ + 83,57 ευρώ, ήτοι συνολικά 715,88 ευρώ και του οφείλεται υπόλοιπο ποσό 1.789,72 ευρώ. Σημειώνεται σε σχέση με το κονδύλι αυτό (Ε1), ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι κατά το άνω χρονικό διάστημα ο ενάγων δεν εργάστηκε καθόλου τα Σάββατα, με την αιτιολογία ότι τα Σάββατα το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια, εφόσον ο ενάγων, εκ μόνης της ναυτολόγησής του, εκτελούσε καθημερινά κατ’ ελάχιστο δυο τετράωρες βάρδιες, όπως βάσιμα ισχυρίζεται αυτός με τον τρίτο λόγο της έφεσής του, κατά το σχετικό μέρος του. Ε2) Τις Τετάρτες, οπότε το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Ρόδος – Μεγίστη (Καστελόριζο) – Ρόδος, συνολικής διάρκειας (2,5 + 2,5) 5 ωρών περίπου, η εργασία του ενάγοντος δεν ξεπερνούσε το νόμιμο ωράριό του, συνυπολογιζόμενης και της απασχόλησής του στη φορτοεκφόρτωση του πλοίου και στον καθαρισμό του γκαράζ και του καταστρώματος μετά τον κατάπλου στο λιμένα αφετηρίας, όπως δεν εργαζόταν πέραν του νόμιμου ωραρίου του και τις Κυριακές, για τον ίδιο λόγο. Αντίθετα, τις άλλες καθημερινές ημέρες, κατά τις οποίες το πλοίο, με αφετηρία τη Ρόδο προσέγγιζε σειρά λιμένων της άγονης γραμμής των Δωδεκανήσων (Σύμη, Χάλκη, Τήλο, Νίσυρο, Κω και επιστροφή στη Ρόδο), πραγματοποιούσε αυτός, με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, δίωρη υπερωριακή εργασία ημερησίως. Γι’ αυτή την εργασία του τις καθημερινές έπρεπε να του καταβληθούν συνολικά (104 καθημερινές X 2 = 208 ώρες υπερωριακής εργασίας Χ 8,70 ευρώ η ώρα =) 1.809,60 ευρώ, έναντι των οποίων έλαβε 52,23 ευρώ και του οφείλεται υπόλοιπο ποσό 1.757,37 ευρώ, όπως κρίθηκε και πρωτόδικα, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της δεύτερης εναγόμενης με το δέκατο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του. Σημειώνεται εδώ, σε σχέση με τα ανωτέρω κονδύλια Ε1 και Ε2, ότι κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι ο ενάγων παραβίασε το καθήκον αληθείας που επιβάλλει το άρθρο 116 Κ.Πολ.Δ, ισχυριζόμενος στην αγωγή του ότι κατά τη χρονική περίοδο από 28-4-2020 έως 31-10-2020 εργάστηκε υπερωριακά 25 Σάββατα, 5 αργίες, 26 Κυριακές και 128 καθημερινές, επειδή από τις εκτυπώσεις που με επίκληση προσκομίζει η δεύτερη εναγόμενη από αναρτήσεις του στον προσωπικό του λογαριασμό στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης «facebook» προκύπτει ότι αυτός την 4-7-2020 (ημέρα Σάββατο) βρισκόταν σε εκδρομή και κατέλυσε σε εστιατόριο, την 4-7-2020 (ημέρα Κυριακή) βρισκόταν με φιλικά του πρόσωπα σε εστιατόριο, την 11-7-2020 (ημέρα Σάββατο)  βρισκόταν με φιλικά του πρόσωπα σε κέντρο αναψυχής, την 12-7-2020 (ημέρα Κυριακή) βρισκόταν με φιλικά του πρόσωπα σε εστιατόριο,  την 12-9-2020 (ημέρα Σάββατο) βρισκόταν με φιλικά του πρόσωπα σε εστιατόριο,  την 20-9-2020 (ημέρα Κυριακή) βρισκόταν με φιλικά του πρόσωπα σε παραλία,  την 21-9-2020 (ημέρα Δευτέρα) βρισκόταν με φιλικά του πρόσωπα σε βαρκάδα,  την 26-9-2020 (ημέρα Σάββατο) βρισκόταν με φιλικά του πρόσωπα σε εστιατόριο μετά μουσικής και  την 9-10-2020 (ημέρα Παρασκευή) βρισκόταν με φιλικά του πρόσωπα σε εστιατόριο. Και τούτο διότι από τα εμφανιζόμενα στις άνω εκτυπώσεις αναρτήσεών του στο «facebook», το σύννομο απόκτησης των οποίων από τη δεύτερη εναγόμενη δεν αμφισβητείται από τον ενάγοντα, δεν αποδεικνύεται μετά βεβαιότητας ότι αυτός δεν εργάστηκε στο άνω πλοίο κατά τις άνω ημερομηνίες δημοσίευσης των αναρτήσεων, καθώς αυτές δεν πιστοποιούν (ούτε και αναφέρουν) την ακριβή ώρα που λήφθηκε κάθε φωτογραφία ή που ο ενάγων βρισκόταν στους αναφερόμενους στις αναρτήσεις τόπους, ούτε επιρρωνύεται ο άνω ισχυρισμός της εναγόμενης από άλλο στοιχείο, όπως βάσιμα παραπονείται ο ενάγων με τον πέμπτο λόγο της έφεσής του. Ε3) Για αναλογία δώρου Πάσχα για το έτος 2020 για το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του από 28-4-2020 έως 30-4-2020 (3 ημέρες) έπρεπε να καταβληθεί στον ενάγοντα, κατ’ άρθρο 14 της ανωτέρω ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων 2019, το 1/15 του ημίσεως ενός μηνιαίου μισθού για κάθε 8ήμερο διάστημα υπηρεσίας και συγκεκριμένα 0,375 ημερομίσθια (3 : 8), υπολογιζόμενο σύμφωνα με τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του που ανέρχονται συνολικά σε [μισθός ενεργείας 1.204,77 ευρώ + επίδομα Κυριακών 265,05 ευρώ + επίδομα ιματισμού 58,78 ευρώ + επίδομα ανθυγιεινής εργασίας 36,64 ευρώ + άδεια μετά τροφής 433,95 ευρώ {=μισθός ενεργείας 1.204,77 ευρώ + επίδομα Κυριακών 265,05 ευρώ = 1.469,82 : 22 X 5 ημέρες = 334,05 ευρώ + τροφοδοσία 5 ημερών 99,90 ευρώ (19,98 X 5) = 433,95 ευρώ} = 599,40 ευρώ μηνιαία τροφοδοσία (19,98 ευρώ ημερήσιο αντίτιμο τροφής X 30 ημέρες) + μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής 283,44 ευρώ (1.757,37 ευρώ αμοιβή υπερωριακής εργασίας για το ένδικο διάστημα υπηρεσίας /186 μέρες συνολικής υπηρεσίας το έτος 2020 επί 30)=] 2.882,03 ευρώ. Ήτοι, συνολικά έπρεπε να του καταβληθεί ως αναλογία δώρου Πάσχα 2020 για το ανωτέρω χρονικό διάστημα το ποσό των (2.882,03 ευρώ τακτικές μηνιαίες αποδοχές : 2 X 1/15 X 0,375) 36,02 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 30,01 ευρώ και του οφείλεται υπόλοιπο 6,01 ευρώ. Ε4) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων για το έτος 2020 για το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του από 1-5-2020 έως 30-10-2020 (183 ημέρες) έπρεπε να καταβληθεί στον ενάγοντα, κατ’ άρθρο 14 της ανωτέρω ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων 2019, τα 2/25 ενός μηνιαίου μισθού του για κάθε 19ήμερο διάστημα υπηρεσίας και συγκεκριμένα 9,63 ημερομίσθια (183 : 19), υπολογιζόμενο σύμφωνα με τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του που ανέρχονται, κατά τα ανωτέρω αναφερθέντα, στο ποσό των 2.882,03 ευρώ. Έτσι, το δώρο Χριστουγέννων που δικαιούται για το ανωτέρω χρονικό διάστημα ανέρχεται στο ποσό των ευρώ 2.220,31 ευρώ (=ήτοι 2.882,03 ευρώ συνολικές μηνιαίες αποδοχές X 2/25 X 9,63). Έναντι του ποσού αυτού έλαβε συνολικά 1.574,86 ευρώ, όπως προκύπτει από τις αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του και του οφείλεται υπόλοιπο ποσό 645,45 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του επιδίκασε στον ενάγοντα τα ίδια άνω ποσά για διαφορές δώρων Πάσχα και Χριστουγέννων έτους 2020 (κονδύλια Ε3 και Ε4 αγωγής), συνυπολογίζοντας τον ίδιο μέσο όρο αμοιβής υπερωριακής εργασίας του κατά το χρονικό διάστημα από 28-4-2020 έως 30-10-2020, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και ο τέταρτος λόγος της έφεσής του, με τον οποίο υποστηρίζει ότι για τον υπολογισμό των άνω διαφορών δώρων έπρεπε να συνυπολογιστεί ο μεγαλύτερος μέσος όρος υπερωριακής εργασίας του που επικαλείται στην αγωγή του, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Ε5) Τέλος, το πλοίο, καθ’ όλο το διάστημα της ναυτολόγησης του ενάγοντος από 30-4-2020 έως 30-10-2020, εκτελούσε καθημερινά επιδοτούμενους πλόες στις γραμμές των Δωδεκανήσων Ρόδος — Μεγίστη με επιστροφή και Ρόδος – Σύμη – Χάλκη – Τήλος – Νίσυρος – Κως με επιστροφή, για τις οποίες είχε συναφθεί σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας (άγονη γραμμή). Για το λόγο αυτό ο ενάγων δικαιούται επίδομα άγονης γραμμής, βάσει του άρθρου 7 της ΣΣΝΕ Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019, που ορίζει το επίδομα αυτό σε ποσοστό 7% επί του μισθού ενεργείας για απασχόληση επί 30 ημέρες σε πλοίο που εκτελεί τέτοια επιδοτούμενα δρομολόγια και συγκεκριμένα έπρεπε να λάβει [μισθός ενεργείας 1.204,77 ευρώ X 7%=) 84,33 X 6,13 (=184 ημέρες /30 = 6,13 τριακονθήμερα=] 516,94 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 436,55 ευρώ, όπως προκύπτει από τις αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του και του οφείλεται υπόλοιπο 80,39 ευρώ, όπως κρίθηκε και πρωτόδικα, χωρίς η κρίση αυτή να πλήττεται με λόγο έφεσης.

16. Κατόπιν όλων αυτών, το σύνολο των αξιώσεων του ενάγοντος από τις ως άνω αιτίες ανέρχεται στο ποσό των 14.802,20 ευρώ [510,72 ευρώ + 170,24 ευρώ κονδύλι Α1 + 518,70 ευρώ κονδύλι Α2 + 170,24 ευρώ κονδύλι Α3 + 99,03 ευρώ κονδύλι Α4 + 1.733,45 ευρώ κονδύλι Α5 + 1.929,90 ευρώ κονδύλι Β + 1.737,23 ευρώ κονδύλι Γ3 + 1.073,41 ευρώ κονδύλι Δ1 + 501,67 ευρώ κονδύλι Δ2 + 2.078,67 ευρώ κονδύλι Δ3 + 1.789,72 ευρώ κονδύλι Ε1 + 1.757,37 ευρώ κονδύλι Ε2 + 6,01 ευρώ κονδύλι Ε3 + 645,45 ευρώ κονδύλι Ε4 + 80,39 ευρώ κονδύλι Ε5], εκ των οποίων Α) ποσό 5.132,28 ευρώ, που αντιστοιχεί στα κονδύλια Α1, Α2, Α3, Α4, Α5 και Β  της αγωγής, πρέπει να του καταβάλει η πρώτη εναγόμενη για τα χρονικά διαστήματα της ναυτικής εργασίας του από 8-6-2019 έως 21-8-2019, από 7-9-2019 έως 9-9-2019 και στις 17-10-2019, κατά τα οποία ήταν η πλοιοκτήτρια του άνω πλοίου και Β) ποσό 9.669,92 ευρώ, που αντιστοιχεί στα κονδύλια Γ3, Δ1, Δ2, Δ3, Ε1, Ε2, Ε3, Ε4 και Ε5 της αγωγής, πρέπει να του καταβάλει η δεύτερη εναγόμενη για τα χρονικά διαστήματα της ναυτικής εργασίας του ενάγοντος από 17-12-2019 έως 3-1-2020, από 17-1-2020 έως 19-3-2020, από 23-3-2020 έως 27-4-2020 και από 28-4-2020 έως 30-10-2020, κατά τα οποία εκείνη ήταν η πλοιοκτήτρια του άνω πλοίου. Επιπρόσθετα, για το υπό στοιχείο Α άνω ποσό των 5.132,28 ευρώ ευθύνεται εις ολόκληρο με την πρώτη εναγόμενη εργοδότρια και η δεύτερη εναγόμενη ως ειδική διάδοχος αυτής κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 του π.δ/τος 178/2002, επειδή, όπως προκύπτει από τη συνολική εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, αφού αγόρασε την 18-10-2019 το άνω πλοίο από την πρώτη εναγόμενη, συνέχισε χωρίς σημαντική διακοπή όμοια επιχειρηματική δραστηριότητα, διατηρώντας την ταυτότητα της επιχείρησης της πωλήτριας του πλοίου ως οικονομικής ομάδας, καθώς διατήρησε σημαντικό μέρος του εργατικού δυναμικού της χωρίς να μεταβάλει ουσιαστικά την εργασία του ενάγοντος και τους όρους παροχής αυτής. Σε κάθε περίπτωση, η δεύτερη εναγόμενη ευθύνεται εις ολόκληρον με την πρώτη εναγόμενη για το άνω ποσό και κατ’ άρθρο 479 Α.Κ, με βάση όσα εκτέθηκαν αναλυτικά στην άνω 12 νομική σκέψη, διότι αγόρασε το άνω πλοίο ΣΙΙ, εν γνώσει της ότι κατά το χρόνο της μεταβίβασης ήταν το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο της πωλήτριας. Η σχετική γνώση της προκύπτει από μόνη τη σύμβαση πώλησης του άνω πλοίου (καθώς το εν λειτουργία ευρισκόμενο πλοίο λογίζεται ως επιχείρηση, κατά τα εκτιθέμενα στην ίδια σκέψη) και σε κάθε περίπτωση επιβεβαιώνεται εκ του ότι τόσο αυτή όσο και η πωλήτρια  δραστηριοποιούνταν επιχειρηματικά στην ίδια περιοχή της Σαμοθράκης, είχαν κοινή έδρα, δρομολογούσαν τα πλοία τους στις ίδιες γραμμές και ανήκαν και στον ίδιο όμιλο της «…………..». Την κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν μεταβάλει ο ισχυρισμός των εναγόμενων ότι κατά το χρόνο της μεταβίβασης του «ΣΙΙ» (17-12-2019) η πρώτη απ’ αυτές είχε στην κυριότητά της και το Ε/Γ – Τ/Ρ πλοίο «P», αριθ. νηολ. Πειραιά ………., διότι ο ισχυρισμός αυτός είναι αλυσιτελής, αφού και αληθής υποτιθέμενος, το πολύ μικρότερο μέγεθος του τελευταίου αυτού πλοίου (κ.ο.χ. 17,16 έναντι κ.ο.χ. 2.148,80 του «ΣII») καταδεικνύει ότι κατά το χρόνο της μεταβίβασης του «ΣΙΙ», το τελευταίο ήταν το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο της πωλήτριας. Σε κάθε περίπτωση, ο άνω ισχυρισμός είναι και αβάσιμος, καθώς δεν αποδεικνύεται η κυριότητα της πρώτης εναγόμενης επί του «P» εκ μόνου του (πολύ προγενέστερου της μεταβίβασης του «ΣΙΙ») από 24-10-2018 εγγράφου εθνικότητας του «P», που  οι εναγόμενες επικαλούνται και προσκομίζουν.

17. Ακολούθως, μη υπάρχοντος άλλου λόγου των άνω εφέσεων προς εξέταση, πρέπει να γίνουν δεκτές αυτές ως βάσιμες κατ’ ουσία και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, όχι μόνο ως προς τα κεφάλαιά της για τα οποία έγιναν δεκτοί λόγοι της έφεσης των διαδίκων, αλλά στο σύνολό της, για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου (Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Εφ.Λαρ. 4/2017, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεσις, έκδοση 2006, σ.σ. 430, 431) και εντεύθεν και ως προς τη σχετική διάταξη των δικαστικών εξόδων. Στη συνέχεια, πρέπει  να κρατηθεί η υπόθεση (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), να δικασθεί κατ’ ουσία η ένδικη αγωγή, να γίνει αυτή δεκτή εν μέρει ως βάσιμη κατ’ ουσία [εφόσον αρμόδια (άρθρα 16 αριθ. 2, 25 παρ. 2, 33 Κ.Πολ.Δ, 51 Ν. 2172/1993) και παραδεκτά εισήχθη αυτή στο Δικαστήριο τούτο κατά τη διαδικασία των άρθρων 614 αριθ. 3 Κ.Πολ.Δ, σε συνδ. με άρθρο 82 Κ.Ι.Ν.Δ, χωρίς να απαιτείται, μετά τον κατά τα ανωτέρω περιορισμό του αιτήματός της η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 71 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ. σε συνδ. με άρθρο 14 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και είναι και αρκούντος ορισμένη {παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τις εναγόμενες στις προτάσεις τους, κατά τα εκτιθέμενα στην παρ. 9 της παρούσας (για το ότι δεν απαιτείται περαιτέρω αναφορά στο είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέσθηκαν υπερωριακά βλ. ακόμη Εφ.Πειρ. 196/2020, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 376/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ούτε ειδικότερος προσδιορισμός των ημερών και των ωρών υπερωριακής εργασίας βλ. Α.Π. 1600/2006, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 218/2016, Τ.Ν.Π.  ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 994/2007, Πειρ.Νομ. 2008, 199, ούτε της συχνότητας επανάληψης κάθε επιμέρους υπερωριακής εργασίας βλ. Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Πειρ. 590/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ούτε της ανάγκης η οποία παρέστη για την εκτέλεση της υπερωριακής εργασίας, επομένως και του οφέλους που αποκόμισαν οι εναγόμενες εργοδότριες από την παροχή των σχετικών υπηρεσιών βλ. Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 369/2016, Εφ.Πειρ. 176/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ} και νόμιμη κατά τις προεκτεθείσες στις σχετικές μείζονες σκέψεις διατάξεις, σε συνδυασμό μ’ εκείνες των άρθρων 340, 341 εδ. α’, 345 εδ. α’, 346, 361, 481, 648, 653, 655 Α.Κ, 53, 54, 57, 60 εδάφ. α’, 70, 74, 84 παρ. 1, 105, 106 Ν. 3816/1958 περί Κ.Ι.Ν.Δ, 74, 176, 191 παρ. 2 και 591 παρ. 1α’ Κ.Πολ.Δ, της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82 «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιούμενους ναυτικούς», ως και των προαναφερόμενων Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Πορθμείων Εσωτερικού έτους 2019 και ΣΣΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2019] και: Α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των 3.663,35 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι υποχρεούνται να του καταβάλουν υπόλοιπο ποσό 1.468,93 ευρώ και Β) να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 6.016,17 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται να του καταβάλουν υπόλοιπο ποσό 3.653,75 ευρώ, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, όπως κρίθηκε πρωτόδικα, καθώς η κρίση της εκκαλουμένης για τους τόκους δεν πλήττεται με λόγο έφεσης. Το αίτημα του ενάγοντος περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής είναι στο δεύτερο βαθμό απορριπτέο ως άνευ αντικειμένου. Τέλος, οι εναγόμενες, λόγω της ήττας τους και αναλογικά με αυτή, πρέπει να καταδικαστούν σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), υπολογιζόμενων σύμφωνα με το άρθρο 69 παρ. 1 εδ. α Ν. 4194/2013 (Κώδικας Περί Δικηγόρων), σε συνδυασμό με τα άρθρα 68 παρ. 1 και 63 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, ενιαία και για τις δυο εναγόμενες, λόγω της κοινής νομικής τους παράστασης (Α.Π. 492/2010, Α.Π. 1041/2010, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Πειρ. 530/2022, Εφ.Πειρ. 6/2021, www.efeteio-peir.gr, Μιχαήλ Μαργαρίτη / Άντας Μαργαρίτη, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, 2018, υπ’ άρθρο 180, αριθ. 3, σ. 310, Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, υπ’ άρθρο 180, αριθ. 5, σ. 420-421), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει τις Α και Β εφέσεις αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται αυτές τυπικά και κατ’ ουσία.

Εξαφανίζει τη με αριθ. 602/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση που αφορά την αναφερθείσα στο σκεπτικό από 24-11-2020 και με ΓΑΚ 9170 και ΑΚ ……/25-11-2020 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει αυτή.

Υποχρεώνει τις εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρο, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων εξακοσίων εξήντα τριών ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών (3.663,35) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρο, υποχρεούνται να καταβάλουν στον ενάγοντα υπόλοιπο ποσό χιλίων τετρακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (1.468,93), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Υποχρεώνει τη δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των έξι χιλιάδων δέκα έξι ευρώ και δέκα επτά λεπτών (6.016,17), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Και

Αναγνωρίζει ότι η δεύτερη εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα υπόλοιπο ποσό τριών χιλιάδων εξακοσίων πενήντα τριών ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (3.653,75), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Καταδικάζει τις εναγόμενες στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 20 Αυγούστου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.            

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ