Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 408/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   408/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από το Γραμματέα Σ.Τ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………….., τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του Μαρία Ανδρουλάκη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ: Α] ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στα ……. της Κρήτης, επί της οδού …….. και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ……. και Β] ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «………», που εδρεύει στην …………, επί της οδού ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ……., οι οποίες αμφότερες στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Γαρυφαλλιά Δάρρα.

Ο εκκαλών – εφεσίβλητος …….. άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 22.12.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../24.12.2021 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 45/2023 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε εν μέρει.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερες οι αντίδικες πλευρές και, συγκεκριμένα, ο ενάγων με την από 30.6.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/5.7.2023 έφεση και οι εναγόμενες ναυτικές εταιρίες με την από 12.10.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./13.10.2023 έφεση, δικάσιμος για την εκδίκαση αμφοτέρων των οποίων ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Η πληρεξούσια δικηγόρος των εφεσίβλητων – εκκαλουσών, αφού έλαβε το λόγο από τον Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος – εφεσιβλήτου, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες εφέσεις και, συγκεκριμένα, α) η από  30.6.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …/5.7.2023 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./7.7.2023 έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος [Α΄ έφεση] και β) η από 12.10.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …/13.10.2023 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../2.2.2024 έφεση των εκκαλουσών – εναγομένων [Β΄ έφεση], που στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 45/2023 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 22.12.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../24.12.2021 αγωγή του πρώτου κατά των αντιδίκων του, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α΄, 518 §§ 1, 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, η μεν Α΄ έφεση εντός της νόμιμης καταχρηστικής προθεσμίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης στις 10.1.2023 και πριν από την επίδοσή της, που, ενεργηθείσα με παραγγελία του ενάγοντος, επακολούθησε στις 14.9.2023 προς την δεύτερη εφεσίβλητη (βλ. την υπ’ αριθμ. …….΄/2023 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …..) και στις 15.9.2003 προς την πρώτη εφεσίβλητη (βλ. τη με αριθμό …….΄/2023 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Κρήτης με έδρα στο Πρωτοδικείο Χανίων …….), η δε Β΄ έφεση εντός της γνήσιας τριακονθήμερης προθεσμίας που αφετηριάστηκε με την ως άνω επίδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου του άρθρου 495 ΚΠολΔ, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε οι ένδικες εφέσεις αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α΄ και 591 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ.

ΙΙ. Με την αγωγή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο ενάγων αναφέρθηκε, πρώτον, στη σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε στις 20.1.2020 με την πρώτη εναγόμενη ναυτική εταιρία, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία ρυμουλκού (Ρ/Κ) Π, δυνάμει της οποίας παρείχε εξαρτημένη την εργασία του με την ειδικότητα του ναύτη στο πλοίο της, αντί μηνιαίων «κλειστών», όπως τις ονομάζει, αποδοχών, που περιελάμβαναν το βασικό μισθό και τα επιδόματα της Συλλογικής Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) των πληρωμάτων ρυμουλκών πλοίων του έτους 2019, «την ισχύ της οποίας ρητά συνεφώνησ[ε] όσον αφορά τους όρους αμοιβής και εργασίας [τ]ου», δεύτερον, στη λύση της συμβάσεως αυτής στις 19.3.2021 με καταγγελία της από τον πλοίαρχο χωρίς δική του υπαιτιότητα, τρίτον, στις αξιώσεις του από την παροχή της εργασίας του, που αφορούν στις αποδοχές του (βασικός μισθός, επιδόματα Κυριακών, μερικής τροφοδοσίας, εξειδικευμένης εργασίας, άδειας με τροφοδοσία, ενοικίου, οδοιπορικών, τροφοδοσίας, ταξιδίων εσωτερικού, αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση, για τη μη παροχή ημερών ανάπαυσης (ρεπό) και έξτρα αμοιβές πληρωμάτων βάσεων και επιφυλακής ρυμουλκού ασφαλείας στο λιμένα του Πειραιώς), οι οποίες συμποσούνται σε εβδομήντα χιλιάδες εκατόν τριάντα δύο ευρώ και οκτώ λεπτά (70.132,08 €), όπως αναλυτικά τα επιμέρους κονδύλια εξειδικεύθηκαν στο αγωγικό δικόγραφο και τέταρτον, στην ευθύνη της δεύτερης εναγόμενης, η οποία στις 26.7.2021 απέκτησε το Ρ/Κ πλοίο Π με σύμβαση πωλήσεως και αντί τιμήματος εκατόν σαράντα χιλιάδων ευρώ (140.000 €) από την πρώτη εναγόμενη, τελώντας σε γνώση ότι το πλοίο αυτό αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της πωλήτριας, που δεν διατηρούσε πλέον άλλα εμφανή και άξια λόγου περιουσιακά στοιχεία. Με βάση τα περιστατικά αυτά και επικαλούμενος περαιτέρω ότι η εργοδότρια του είχε καταβάλει μέρος μόνον των οφειλομένων έναντι της μισθοδοσίας του χρημάτων, συνολικού ύψους τριάντα μιας χιλιάδων εννιακοσίων ενενήντα επτά ευρώ και δώδεκα λεπτών (31.997,12 €), όπως και της αποζημίωσης που εδικαιούτο για την απόλυσή του, ο ενάγων, ο οποίος με τις προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο παραιτήθηκε από τα αιτήματά του τα σχετικά με την επιδίκαση τριών χιλιάδων ογδόντα ευρώ (3.080 €) ως επίδομα ενοικίου και επτακοσίων ευρώ (700 €) ως οδοιπορικά, ζήτησε, με βάση την εργασιακή του σύμβαση και όπως το αρχικώς συνολικά καταψηφιστικό αίτημά του παραδεκτώς περιορίστηκε πρωτοδίκως σε εν μέρει αναγνωριστικό, κατά ποσοστό ½ εκάστου κονδυλίου, αφενός, την επιδίκαση σ’ αυτόν και σε βάρος των εναγομένων, ενεχόμενων προς τούτο εις ολόκληρον, του συνολικού χρηματικού ποσού των τριάντα εννέα χιλιάδων οκτακοσίων έξι ευρώ και τριάντα εννέα λεπτών (39.806,39 €) για τις ως άνω αιτίες (38.134,96 € για διαφορές αποδοχών και 1.671,43 € για υπόλοιπο αποζημίωσης απολύσεως), με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της αποναυτολογήσεώς του άλλως από την επίδοση της αγωγής και, αφετέρου, την αναγνώριση, κατ’ άρθρο 207 ΚΙΝΔ, του ότι το προνόμιο των απαιτήσεών του εξακολουθεί υφιστάμενο και μετά την εκποίηση του πλοίου, την κτήση του από τη δεύτερη εναγόμενη και τη μετονομασία του σε ΛΣ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θεώρησε την αγωγή αυτή ορισμένη και νόμιμη και, αφού απέρριψε ως νομικά αβάσιμη ένσταση καταχρηστικής ασκήσεώς της, προχώρησε στην ουσιαστική της έρευνα. Μετ’ αξιολόγηση δε των αποδείξεων έκρινε αυτήν βάσιμη εν μέρει και με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφενός, επιδίκασε στον ενάγοντα (καταψηφιστικώς κατά το ήμισυ) το συνολικό χρηματικό ποσόν των δέκα χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών (10.895,99 €) για υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών (565,73 €), αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης (6.093,94 €), μη παροχής ημέρας αναπαύσεως (534,40 €), ειδικού επιδόματος ταξιδίων εσωτερικού (3.166,33 €), αμοιβής για επιφυλακή ρυμουλκού ασφαλείας (432,50 €) και αποζημιώσεως απολύσεως (103,09 €), με το νόμιμο τόκο από 20.3.2021 και, αφετέρου, αναγνώρισε την υπόσταση του προνομίου των απαιτήσεων του ενάγοντος και μετά τη συμβατική εκποίηση του πλοίου. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότερες οι διάδικες πλευρές και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή ή απόρριψη της αγωγής αντιστοίχως.

ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 § 2, 118 αρ. 4, 216 § 1 στοιχ. α΄, 262 αρ. 1, 338 § 1 ΚΠολΔ και 416 ΑΚ συνάγεται ότι επί αγωγής μισθωτού για την επιδίκαση διαφορών από τη μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του, που οφείλονται από περισσότερες αιτίες (λ.χ. μισθός, επιδόματα, αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης), η αναφορά στο δικόγραφό της του χρηματικού ποσού που καταβλήθηκε συνολικά στον ενάγοντα για τις αιτίες αυτές (και όχι για άλλες, για τις οποίες δεν προβάλλεται αξίωση: ΑΠ 1003/2018, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ), χωρίς εξειδίκευση του ποσού που αντιστοιχεί σε κάθε αγωγικό κονδύλι, δεν καθιστά αόριστη και ως εκ τούτου απαράδεκτη την αγωγή κατά τα επιμέρους κεφάλαιά της, αφού οι καταβολές αυτές αποτελούν μέρος του συνόλου των αξιώσεων του ενάγοντος από διάφορες αιτίες, που θεμελιώνουν και την ιστορική βάση της αγωγής του, από το άθροισμα δε όλων των επίδικων απαιτήσεων, όπως θα προκύψουν από την αποδεικτική διαδικασία, οι οποίες και αποτελούν το αντικείμενο της διαφοράς, θα αφαιρεθεί το συνολικό ποσό που στην αγωγή αναγράφεται ως καταβληθέν. Και τούτο διότι η παράλειψη αναφοράς του ύψους των εν λόγω καταβολών χωριστά για κάθε κονδύλιο δεν επάγεται αδυναμία άμυνας του εναγόμενου εργοδότη, δεδομένου ότι ο ενάγων δεν απαιτείται να τις αποδείξει, καθώς οι ίδιες καταβολές στηρίζουν ισχυρισμό του εναγόμενου περί ολικής ή μερικής εξόφλησης της οφειλής του, που επήλθε με καταβολές και όχι ισχυρισμό του ενάγοντος, που δια της μνείας τους στο αγωγικό δικόγραφο είτε συνομολογεί τη μερική εξόφλησή του είτε αρνείται καθ’ υποφοράν την ένσταση του εναγόμενου περί ολικής εξόφλησης, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ύπαρξης και της ακρίβειας της τελικής απαίτησης του ενάγοντος προς ικανοποίηση της οποίας επέρχεται η επιδίκαση (ΑΠ 1242/2020, ΑΠ 1004/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συναφώς, αόριστη δεν καθίσταται η αγωγή ούτε στην περίπτωση κατά την οποία στο δικόγραφό της δεν καθορίζεται ότι οι καταβολές αυτές αφορούν καθαρά ή ακαθάριστα ποσά. Και τούτο διότι αντικείμενο της αξιώσεως επί των αποδοχών του μισθωτού, άρα και της σχετικής δίκης, είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, δηλαδή εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις είτε υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών είτε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, τις οποίες οφείλει ο εργοδότης να παρακρατά από τις αποδοχές του μισθωτού. Επομένως, οι γινόμενες από τον εργοδότη σχετικές καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα αυτά ποσά αποδοχών, τα οποία αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες αντίστοιχες διαφορές αποδοχών (ΑΠ 1131/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 332/2008, Ε7 2009/1153, 1705, ΑΠ 2126/2007, ΔΕΝ 2009/478, ΜονΕφΠειρ. 554/2018, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο). Περαιτέρω, στη ναυτική πρακτική, «κλειστός» μισθός ονομάζεται η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, η οποία είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314 = ΕΕΔ 2003/1166 = ΔΕΕ 2003/331, ΑΠ 1700/1998, ΔΕΝ 1999/851 = ΕΕΔ 2000/176 = ΕΝαυτΔ 1999/465, ΜονΕφΠειρ. 48/2021, 202/2021, 464/2021, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η έννοια του «κλειστού» μισθού προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, προς το οποίο ο συμβατικός μισθός μπορεί είτε να ισούται είτε να το υπερβαίνει, όπως συμβαίνει όταν με την ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας έχει συμφωνηθεί και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός από το μισθό και τα επιδόματα που προβλέπονται για την ειδικότητά του στην οικεία ΣΣΝΕ και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Αν στην ατομική σύμβαση δεν υφίσταται πρόβλεψη περί καταλογισμού του προς άλλες αποδοχές, το επιμίσθιο αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού, γιατί τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των συμβατικών αποδοχών του ναυτικού μονομερώς από τον εργοδότη του (ΑΠ 1089/1987, ΕΝαυτΔ 1988/114, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Στην αντίθετη περίπτωση, της ύπαρξης δηλαδή ειδικής και ορισμένης συμφωνίας καταλογισμού του, το επιμίσθιο μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές, δηλαδή προς τα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΑΠ 943/1988, ΕΕΝ 1989/502 = ΕΕΔ 1989/873 =  ΕΝαυτΔ 1990/99, ΜονΕφΠειρ. 196/2020, 369/2016, 213/2016, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τα ανωτέρω έπεται ότι αν στην αγωγή περί καταβολής διαφοράς αποδοχών από ναυτική εργασία γίνεται επίκληση συμφωνίας για κλειστό μισθό, που περιλαμβάνει τις απολαβές μόνον της ΣΣΝΕ, χωρίς αναφορά καταβολής επιμισθίου, το δικαστήριο υποχρεούται να εκτιμήσει ότι, υπό τα εκτιθέμενα, οι επίμαχες συμβατικές αποδοχές ταυτίζονται με τις νόμιμες, χωρίς να τις υπερβαίνουν και να θεωρήσει, αφενός, έγκυρη την επικαλούμενη συμφωνία περί καταβολής «κλειστού» μισθού κατά την ως άνω έννοια και, αφετέρου, ορισμένη την αγωγή, ακόμα και αν στο δικόγραφό της δεν αναφέρεται το ύψος του μισθού αυτού, αφού κατά νομική αναγκαιότητα θα ισούται προς το σύνολο των νόμιμων αποδοχών του ενάγοντος ναυτικού. Εξ ετέρου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 223 και 295 § 1 ΚΠολΔ συνάγεται η δυνατότητα περιορισμού εκ μέρους του ενάγοντος του αιτήματος της αγωγής, που συνιστά μερική παραίτηση από το δικόγραφό της κατά το αίτημα που περιορίζεται, το οποίο θεωρείται ότι από την αρχή δεν υποβλήθηκε. Τέτοιον περιορισμό συνιστά και η μετατροπή του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, εν όλω ή εν μέρει (ΑΠ 538/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 315/2010, ΕΠολΔ 2010/734). Με την παραίτηση, όμως, δεν πρέπει να προκαλείται αοριστία ως προς το υπόλοιπο τμήμα της αγωγής, που εμποδίζει τη συγκεκριμενοποίηση της διαφοράς που έχει αχθεί στη δικαστική κρίση. Ειδικότερο ζήτημα ανακύπτει όταν το αγωγικό αίτημα συντίθεται από περισσότερα κονδύλια. Και τούτο διότι στην περίπτωση αυτή πρέπει να διευκρινίζεται ποίων συγκεκριμένων αξιώσεων ζητείται πλέον η αναγνώριση και ποίων η καταψήφιση, αφού άλλως δεν είναι δυνατόν να διαγνωσθεί, σε περίπτωση που θα κριθούν νόμιμες ή ουσιαστικά βάσιμες, αν πρόκειται για αξιώσεις, των οποίων ζητείται η αναγνώριση ή η καταψήφιση και ιδίως να αποφασισθεί ποιες από τις γενόμενες δεκτές υπόλοιπες αξιώσεις πρέπει να αναγνωρισθούν και ποιες να επιδικασθούν στον ενάγοντα. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, ο περιορισμός επιχειρείται παραδεκτά μόνο εφόσον διευκρινίζεται σε ποια κονδύλια αφορά ή όταν περιορίζεται κατά σαφή δήλωση του ενάγοντος κατά κλάσμα ή κατά ποσοστό του όλου αιτήματος και επέρχεται έτσι αντίστοιχη ανάλογη (σύμμετρη) μείωση όλων των κονδυλίων. Άλλως η αγωγή καθίσταται (επιγενομένως) αόριστη στο σύνολό της (ΟλΑΠ 3/2008, ΑρχΝ 2009/172, ΟλΑΠ 30/2007, ΕφΑΔ 2008/331 = ΝοΒ 2007/2388, ΑΠ 652/2023, ΑΠ 392/2021, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1299/2018, ΧρΙΔ 2019/213, ΑΠ 1675/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1893/2013, ΕφΑΔ 2014/161 = ΝοΒ 2014/1147, ΑΠ 25/2013, ΕφΑΔ 2013/442, ΑΠ 1314/ 2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γ. Παναγιώτου, Ο περιορισμός του αιτήματος της αγωγής [χρονικά όρια – επιγενόμενη αοριστία], ΕΕΔ 2015/1117 επομ.). Η επιγενόμενη αυτή αοριστία της αγωγής ερευνάται μάλιστα αυτεπαγγέλτως κατά την έκκλητη δίκη (ΑΠ 971/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω, στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής έγινε, όπως προαναφέρθηκε, αναφορά στη συμβατική αμοιβή του ενάγοντος, που συμφωνήθηκε να περιλαμβάνει το βασικό μισθό και τα επιδόματα της ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ρυμουλκών για τα έτη 2019–2020, της οποίας ρητά μνημονεύεται ότι συνομολογήθηκε η ισχύς όσον αφορά τους όρους της εργασίας και της αμοιβής του, η οποία (αμοιβή) χαρακτηρίστηκε ως «κλειστός» μισθός, χωρίς όμως αναφορά ούτε σε συμφωνία για καταβολή επιμίσθιου ούτε στο ύψος αυτού και, ακολούθως, για τον προσδιορισμό του χρηματικού αντικειμένου της αγωγής, αθροίστηκαν οι διεκδικούμενες αξιώσεις του ενάγοντος, και από το σύνολό τους (70.132,08 €) αφαιρέθηκε το χρηματικό ποσό στο οποίο συμποσούνται οι επικαλούμενες (και συνομολογούμενες) καταβολές της πρώτης εναγομένης ανά μήνα του ενδίκου χρονικού διαστήματος (31.997,12 €), για δε τη διαφορά τους (38.134,96 €) πλέον του υπολοίπου της φερόμενης ως οφειλόμενης αποζημίωσης απολύσεώς του (1.671,43 €), διατυπώθηκε αίτημα επιδικάσεώς της καταψηφιστικώς, το οποίο με τις προτάσεις του ενάγοντος περιορίστηκε σε εν μέρει αναγνωριστικό κατά κλασματικό ποσοστό εφ’ εκάστου αγωγικού κονδυλίου και, συγκεκριμένα, κατ’ ½. Πρωτοδίκως οι εναγόμενες προέβαλαν ισχυρισμό περί πολλαπλού απαραδέκτου λόγω αοριστίας της αγωγής, υποστηρίζοντας ειδικότερα ότι δεν αναφέρθηκε α] ούτε το ύψος του «κλειστού» μισθού του ενάγοντος β] ούτε τα επιμέρους ποσά που του καταβλήθηκαν χωριστά για κάθε επίδικη αιτία, καθώς και ότι γ] οι καταβολές αυτές, μολονότι αφορούν καθαρές αποδοχές, εντούτοις καταλογίζονται στις οφειλόμενες ακαθάριστες (μικτές), ενώ ταυτόχρονα, με την προσθήκη στις προτάσεις τους, ισχυρίστηκαν δ] ότι η τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό ήταν απαράδεκτη, επειδή με αυτήν δεν ζητήθηκε η «καταβολή κάποιου ποσού ανά κονδύλιο» αλλά συνολικό ποσό υπολοίπου δεδουλευμένων αποδοχών και αποζημίωσης απόλυσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θεώρησε τη μεν αγωγή ορισμένη, το δε περιορισμό του αιτήματός της παραδεκτό και απέρριψε τους ισχυρισμούς αυτούς. Έτσι που έκρινε ορθώς τις διατάξεις που προπαρατέθηκαν ερμήνευσε και εφάρμοσε. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι δύο [2] πρώτοι λόγοι της ένδικης Β’  έφεσης, με τους οποίους οι εκκαλούσες επαναφέρουν τους ως άνω υπό στοιχ. α΄, β΄ και γ΄ (με τον πρώτο) και δ΄ (με τον δεύτερο λόγο) αμυντικούς ισχυρισμούς τους, δεδομένου, αντιστοίχως, ότι, όπως προαναφέρθηκε, α] εν προκειμένω, ο ενάγων επικαλέστηκε μεν συμφωνία για κλειστό μισθό, όμως σ’ αυτόν περιέλαβε τις απολαβές μόνον της ΣΣΝΕ, χωρίς να αναφερθεί σε συμβατικό επιμίσθιο, με αποτέλεσμα ευλόγως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να εκτιμήσει ότι η έλλειψη αναφοράς του ύψους του φερόμενου ως «κλειστού» μισθού του δεν αναιρούσε την υπαγωγική δυνατότητά του, αφού κατά νομική αναγκαιότητα αυτός δεν θα μπορούσε να υπερβαίνει το σύνολο των νόμιμων αποδοχών του ενάγοντος, χωρίς μάλιστα να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι μεταξύ των αναφερόμενων επιδομάτων περιλαμβάνεται και μη προβλεπόμενο από τη ΣΣΝΕ (συγκεκριμένα, το επίδομα τροφοδοσίας ύψους διακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και πενήντα λεπτών [259,50 €] μηνιαίως, όπως και πιο κάτω θα αναφερθεί), αφού ως αιτία της καταβολής του ο ενάγων δεν επικαλέστηκε ελευθεριότητα του εργοδότη του, οπότε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επιμίσθιο αλλά εργασιακό του δικαίωμα απορρέον από τη ΣΣΝΕ, ενώ β] η αναφορά των επί μέρους ποσών που καταβλήθηκαν σ’ αυτόν από την εναγομένη εργοδότριά του, χωριστά για κάθε επί μέρους αγωγικό κονδύλιο, δεν αποτελούσε κατά νόμο αναγκαίο στοιχείο του ορισμένου της αγωγής. Εξάλλου, γ] η έλλειψη μνείας στο αγωγικό δικόγραφο του αν οι ίδιες καταβολές αντιστοιχούσαν σε καθαρές ή μικτές αποδοχές δεν ασκούσε έννομη επιρροή στο παραδεκτό του συναφούς ισχυρισμού του και, τέλος, δ] η, κατά τη ρητή δήλωση του ενάγοντος, ποσοστιαία (κλασματική κατ’ ισομοιρίαν) αναλογία, κατά την οποία επήλθε η τροπή του αρχικώς εν όλω καταψηφιστικού αγωγικού αιτήματος σε εν μέρει αναγνωριστικό, δεν καθιστούσε αδύνατη για το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την επιδίκαση συγκεκριμένων αξιώσεων καταψηφιστικώς και αναγνωριστικώς, αφού με τον τρόπο αυτό είναι αυτονόητο ότι ζητήθηκε η καταδίκη των εναγομένων στην πληρωμή του μισού ποσού κάθε κονδυλίου που θα κρινόταν βάσιμο και η αναγνώριση της σχετικής υποχρέωσής τους στο άλλο μισό. Είναι, βέβαια, γεγονός, όπως βάσιμα υποστηρίζουν οι εκκαλούσες, ότι ο αντίδικός τους δεν καταλόγισε τις προς αυτόν γενόμενες καταβολές, περί των οποίων έγινε ήδη και θα γίνει και πιο κάτω στην παρούσα λόγος, σε κάθε επιμέρους αγωγικό κονδύλιο χωριστά αλλά στο σύνολο των φερόμενων ως οφειλόμενων δεδουλευμένων αποδοχών του. Όμως, ακόμα και με τον τρόπο αυτό προσδιορισμού των αξιώσεών του, η αγωγή δεν έπασχε αοριστία, καθώς ο ενάγων κατέληξε να διεκδικεί δύο [2] κονδύλια και, συγκεκριμένα, αφενός, το υπόλοιπο των δεδουλευμένων αποδοχών του ως σύνολο και, αφετέρου, τη διαφορά της αποζημίωσης απολύσεώς του, με αποτέλεσμα να μη δυσχεραίνεται η δικαστική διάγνωση του τι ζητήθηκε αναγνωριστικώς και τι καταψηφιστικώς.

IV. Κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 294, 297 και 299 ΚΠολΔ, η νομότυπη παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, η οποία επιφέρει κατάργηση της δίκης, έχει την έννοια της ανάκλησης της αιτήσεως του ενάγοντος να του παρασχεθεί δικαστική προστασία και, χωρίς να θίγει το επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα, το οποίο δεν αποδικάζεται, υποδηλώνει παραίτησή του από την δημόσιου χαρακτήρα αξίωσή του έναντι της πολιτείας για έκδοση αποφάσεως στη συγκεκριμένη δίκη που άνοιξε με την άσκηση της αγωγής από το δικόγραφο της οποίας δηλώνεται η παραίτηση (ΑΠ 138/2014, ΤριμΕφΘεσ. 979/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 408/2018, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο), το δικονομικό αποτέλεσμα της οποίας είναι να θεωρείται η αγωγή ως μη ασκηθείσα (ΑΠ 673/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις ίδιες διατάξεις, που κατά το άρθρο 524 § 1 του ιδίου Κώδικα εφαρμόζονται και στο δεύτερο βαθμό, η παραίτηση από το ένδικο μέσο της έφεσης, που μετά την τροποποίηση του άρθρου 297 με το Ν. 4335/2015 μπορεί να γίνει και με δήλωση στις προτάσεις του εκκαλούντος (ΤριμΕφΛαμ. 8/2023, ΤριμΕφΔυτΣτΕλ. 65/2019, ΜονΕφΑνΚρητ. 133/2024, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και μπορεί να έχει ως αντικείμενο και έναν ή περισσότερους από τους λόγους αυτής (ΤριμΕφΑνΚρητ. 70/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΙωαν. 242/2007, Αρμ. 2009/1727, ΕφΑθ. 1739/2002, Δνη 2002/1480, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, § 114, αρ. 18, σελ. 711), έχει ως αποτέλεσμα ότι η έφεση ως προς το λόγο ή τους λόγους, ως προς τους οποίους εχώρησε παραίτηση, θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε (ΤριμΕφΑνΚρητ. 26/2024, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η έκκλητη δίκη ως προς τους ίδιους αυτούς λόγους καταργείται (ΕφΑθ. 410/2005, Δνη 2005/1546, Κ. Παναγόπουλος, σε Κ. Οικονόμου [επιμ.] , Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 524, αρ. 26, σελ. 227). Εξάλλου, στην § 1 του υπό τον τίτλο «Ταξίδι» άρθρου 13 της από 22.10.2019 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων ρυμουλκών, ετών 2019 – 2020, με έναρξη ισχύος από 1.1.2019, που κυρώθηκε αρμοδίως και, έτσι, κατέστη γενικά υποχρεωτική με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.9/87292/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 4580/13.12.2019) ορίζεται ότι «1) Αναγνωρίζεται υποχρέωση των πληρωμάτων των ρυμουλκών να συμμετέχουν σε εκτέλεση ταξιδιών στο εσωτερικό για ρυμουλκήσεις ή ναυαγοσωστικές εργασίες με τη προβλεπόμενη σύνθεση λιμένος. α) Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών, τα πληρώματα θα παίρνουν, πέραν του συνόλου των τακτικών αποδοχών της παρούσης ΣΣΕ, ειδικό επίδομα ταξιδιού εσωτερικού, που θα υπολογίζεται στα 21/24 του 1/173*1,075 των βασικών αποδοχών για κάθε ώρα ταξιδιού, από την ώρα αναχωρήσεως του Ρυμουλκού από τον Πειραιά ή την Θεσσαλονίκη ή το λιμάνι της βάσης του και μέχρι επιστροφής εις αυτό, δηλαδή ειδικό επίδομα ταξιδιού ίσο με 21 ώρες, προσαυξημένες με 1,075 ή 19,35 ώρες μονές ώρες υπερωρίας (ήτοι 19,35/173 χ βασικό μισθό) το 24ωρο, καθώς και τροφοδοσίας, που ορίζεται για το έτος … 2020 σε οκτώ ευρώ και εξήντα πέντε λεπτά (8,65) την ημέρα κατ’ άτομο ή σε είδος, κατά την κρίση του ιδιοκτήτη και ανάλογα με την εργασία. Διευκρινίζεται ότι δια ώρες αναμονής του ρυμουλκού σε λιμάνι, το εν λόγω ειδικό επίδομα ταξιδιού μειώνεται κατά 60% για κάθε ώρα αναμονής. β) Το ειδικό επίδομα ταξιδιού υπολογίζεται επί των βασικών αποδοχών και είναι σταθερό, χωρίς προσαυξήσεις λόγω Σαββάτου και Κυριακών, εξαιρετέων ή άλλων λόγων, μη δικαιουμένων οιασδήποτε άλλης υπερωριακής αμοιβής». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι σε περίπτωση που ο φορέας εκμετάλλευσης του ρυμουλκού αναλάβει τη εκτέλεση εργασιών ρυμούλκησης ή ναυαγοσωστικών σε θαλάσσια περιοχή στο εσωτερικό μεν της Χώρας αλλά εκτός του λιμένα της έδρας ή της βάσης του, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 5 της ιδίας ΣΣΝΕ, είναι υποχρεωτική η συμμετοχή του πληρώματός του στο ταξίδι που θα απαιτηθεί, χωρίς τα μέλη του να δικαιούνται άλλη αμοιβή για την απασχόλησή του είτε κατά τα Σάββατα ή τις Κυριακές είτε υπερωριακώς. Ως αντιστάθμισμα, η συλλογική αυτονομία κατέληξε στην αναγνώριση υπέρ των ναυτικών δύο [2] ειδικών επιδομάτων και, συγκεκριμένα, ενός για την συμμετοχή τους στο ταξίδι (όχι στη ρυμούλκηση ή τη διάσωση στη θάλασσα ή για την εκτέλεση άλλων, συνήθων, εργασιών κατά τη διάρκειά του, αφού γι’ αυτές διατηρούν τις αξιώσεις τους στις νόμιμες ή συμβατικές τακτικές αποδοχές τους) και δεύτερου για την τροφοδοσία τους, τα οποία υπολογίζονται ανά ημέρα ταξιδιού. Ενώ, όμως, το επίδομα τροφοδοσίας παραμένει σταθερό, το ειδικό επίδομα ταξιδιού εσωτερικού διαφοροποιείται καθ’ ύψος ανάλογα με τις ώρες που το ρυμουλκό είτε ταξιδεύει είτε αναμένει απόπλου σε λιμένα (προδήλως άλλον από αυτόν της έδρας ή της βάσης του, από τον οποίο αναχώρησε). Έτσι, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού το επίδομα υπολογίζεται στα 21/24 του 1/173*1,075 των βασικών αποδοχών, ενώ μειώνεται κατά 60% για κάθε ώρα αναμονής, για την οποία ο ναυτικός που μετέχει στο ταξίδια ως μέλος του πληρώματος του ρυμουλκού δικαιούται το 40% του επιδόματος που αναλογεί σε κάθε ώρα ταξιδιού. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 του ΝΔ 187/1973 (ΚΔΝΔ) τα ρυμουλκά είναι εμπορικά πλοία που εκτελούν πλόες προς παροχή υπηρεσιών ρυμούλκησης, ναυαγιαιρέσεως, επιθαλάσσιας αρωγής κλπ, όταν παραστεί ανάγκη σε άλλα πλοία. Επομένως, τα ρυμουλκά παραμένουν για αρκετές ώρες κάθε ημέρα άπρακτα και κινούνται μόνον όταν λαμβάνουν σχετική εντολή από το φορέα της εκμετάλλευσής τους (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή). Αυτά αποτυπώνονται και στο άρθρο 6 (στοιχ. α΄, εδαφ. α΄ και β΄) της ως άνω ΣΣΝΕ, η οποία, επιπλέον, αναγνωρίζει υποχρέωση οκτάωρης ημερήσιας εργασίας των πληρωμάτων των ρυμουλκών (άρθρο 3). Για το λόγο αυτό και ενόψει του ότι τα ρυμουλκά εξαιτίας της μικρής χωρητικότητάς τους δεν διαθέτουν υποδομή παρασκευής εδεσμάτων για το πλήρωμά τους, στο άρθρο 2 αρ. 1 της ΣΣΝΕ προβλέπεται μεν επίδομα τροφοδοσίας, ελαττωμένο όμως καθ’ ύψος έναντι του αντιστοίχου που προβλέπεται στις ΣΣΝΕ πλοίων άλλης κατηγορίας, που ταξιδεύουν διαρκώς (λ.χ. της ακτοπλοΐας) και, συγκεκριμένα, ανερχόμενο σε ποσοστό 6% μηνιαίως για όλο το κατώτερο πλήρωμα επί του βασικού μισθού κάθε ειδικότητας. Μάλιστα ρητώς το εν λόγω επίδομα η συλλογική αυτονομία το χαρακτηρίζει ως «μερικής τροφοδοσίας». Το επίδομα αυτό συνυπολογίζεται στο ωρομίσθιο για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης της κάθε ημέρας της άδειας των ναυτικών (άρθρο 8 στοιχ. β΄), της αποζημίωσης απολύσεως (άρθρο 9) και του μισθού ασθένειας (άρθρο 12). Ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος (παραμονή στη θάλασσα ενδεχομένως και πέραν του οκταώρου) εξηγεί και την αναγνώριση επιδόματος πλήρους τροφοδοσίας στην περίπτωση του ταξιδιού του άρθρου 13 της ΣΣΝΕ, το οποίο ανέρχεται (για το έτος 2020) σε οκτώ ευρώ και εξήντα πέντε λεπτά (8,65 €) κατ’ άτομο, χωρίς διάκριση των μελών του πληρώματος του ρυμουλκού ανάλογα με το βαθμό τους. Πέραν της περιπτώσεως αυτής επίδομα πλήρους τροφοδοσίας από καμία άλλη διάταξη της ΣΣΝΕ δεν προβλέπεται. Ούτε άλλωστε θα μπορούσε να αναγνωρίζεται δικαίωμα του ναυτικού σε επίδομα μερικής και ταυτόχρονα πλήρους τροφοδοσίας για κάθε ημέρα απασχόλησής του υπό συνθήκες συνήθεις και όχι έκτακτες, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του άρθρου 13. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 522, 524, 535 § 1 και 536 ΚΠολΔ, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης το εφετείο έχει, εντός των ορίων που καθορίζονται με το εφετήριο και το δικόγραφο των τυχόν πρόσθετων λόγων, την ίδια, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εξουσία ως προς την αγωγή σε σχέση με τη νομική βασιμότητα, το ορισμένο και το παραδεκτό αυτής, δηλαδή επί των ζητημάτων ως προς τα οποία και πρωτοδίκως υπήρχε δυνατότητα αυτεπάγγελτης έρευνας. Για το λόγο αυτό μπορεί, κατά τον έλεγχο των κεφαλαίων της εκκαλουμένης τα οποία μεταβιβάστηκαν ενώπιόν του, ακόμα και αν ο εκκαλών παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής του, να κρίνει ότι η αγωγή ήταν αόριστη ή γι’ άλλο λόγο απαράδεκτη ή νομικά αβάσιμη και να την απορρίψει για τον προσήκοντα λόγο, κατ’ αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, χωρίς δηλαδή την υποβολή ειδικού παραπόνου (ΑΠ 769/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 224/2016, Ε7 2016/1277, ΑΠ 356/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Της απορρίψεως της αγωγής προηγείται τότε η εξαφάνιση της εκκαλουμένης και δεν αρκεί η αντικατάσταση των αιτιολογιών της κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, γιατί η απόρριψη της αγωγής ως μη νόμιμης οδηγεί σε διατακτικό διάφορο ως προς το εύρος και την εμβέλειά του έναντι εκείνου που παράγεται από την απόρριψή της κατ’ ουσίαν (βλ. σχετ. ΑΠ 12/1992, Δνη 1993/347 = ΕΕΝ 1993/148 = ΝοΒ 1993/694, ΑΠ 96/1987, Δνη 1988/1391, ΑΠ 820/1977, ΝοΒ 1978/517, ΤριμΕφΠειρ. 599/2015, ΤριμΕφΠειρ. 478/2015, ΕφΠειρ. 6/2013, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 3289/2009, Δνη 2009/1514, ΕφΠειρ. 722/2009, ΠειρΝ 2010/160, ΕφΘεσ. 227/2008, ΕπισκΕΔ 2008/771, ΕφΛαρ. 428/2007, Δνη 2008/242 = Δικογραφία 2007/359, ΕφΑθ. 6048/2005, Δνη 2006/894 = ΔΕΕ 2006/174, ΕφΘεσ. 2412/1994, Αρμ. 1995/1422, ΜονΕφΠειρ. 311/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γ. Μητσόπουλος, Σκέψεις ως προς την «αοριστία» της βάσεως της αγωγής, σε Δνη 1995/1 επομ. [5 – 7], Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 1993, αρ. 854, σελ. 265, Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 264, ενώ για την ακριβώς αντίθετη άποψη, περί της ισοσθένειας του δεδικασμένου που παράγεται από την απόρριψη της αγωγής είτε ως νόμω αβάσιμης είτε κατ΄ ουσία, βλ. Ν. Νίκα, ο.π., § 115, αρ. 15, σελ. 735, Κ. Κεραμέα, Ουσιαστικόν δεδικασμένον περί προδικαστικών ζητημάτων, 1967, σελ. 161, σημ. 172, Δ. Κονδύλη, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, σελ. 354, Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, σελ. 154 επομ., Π. Κολοτούρο, «Reformatio in peius» στο δεύτερο βαθμό πολιτικής δικαιοδοσίας, σε Δ 1994/295 επομ. [296], Στ. Καραμέρο, Η αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του εκκαλούντος επί απορρίψεως από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της αγωγής κατά τον ΚΠολΔ, σε ΕπιστΕπετΑρμ. 2004/265 επομ. [285], Στ. Δραγατσίκη, Αντικατάσταση των αιτιολογιών κατά το άρθρο 534 ΚΠολΔ, σε ΕπιστΕπετΑρμ. 2005/357 επομ. [381]), χωρίς μάλιστα η απόφαση που εκδίδεται να είναι επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα (ΑΠ 258/2015, ΑΠ 92/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1493/2007, ΝοΒ 2008/356, ΤριμΕφΠειρ. 478/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΘεσ. 696/2014, ΕπισκΕΔ 2014/164).

Εν προκειμένω, με το δεύτερο λόγο της ένδικης Α΄ έφεσής του ο εκκαλών – ενάγων αιτιάται την εκκαλουμένη για κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων απόρριψη των αξιώσεών του στα προβλεπόμενα από την ΣΣΝΕ επιδόματα ενοικίου (ύψους τριών χιλιάδων ογδόντα ευρώ [3.080 €], οδοιπορικών (ύψους επτακοσίων ευρώ [700 €] και μη παρεχόμενης σε είδος τροφοδοσίας (ύψους τριών χιλιάδων εξακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και σαράντα λεπτών {[8,65 €/ημέρα Χ 30 ημέρες/μήνα = 259,50 €] Χ 14 μήνες =  3.634,40 €}. Από το λόγο αυτό ως προς τα δύο πρώτα σκέλη του ο εκκαλών παραιτήθηκε με δήλωση που περιελήφθη στις από 16.4.2024 έγγραφες προτάσεις του. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η νομότυπη αυτή παραίτησή του έχει ως αποτέλεσμα ότι η Α΄ έφεση ως προς τα εν λόγω σκέλη του δεύτερου λόγου της θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε. Ακόμα όμως και αν δεν είχε χωρήσει παραίτηση οι συγκεκριμένες αιτιάσεις θα ήταν απαράδεκτες ως αλυσιτελείς και επί εσφαλμένης προϋποθέσεως ερειδόμενες, δεδομένου ότι ο εκκαλών – ενάγων είχε ήδη στον πρώτο βαθμό νομότυπα  παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής του ως προς τα σχετικά με τα έξοδα ενοικίου και τα οδοιπορικά κεφάλαιά της. Επομένως, τα αντίστοιχα κονδύλια δεν αποδικάστηκαν πρωτοδίκως, αφού δεν ερευνήθηκαν καν από το συμμορφωθέν στις επιταγές της αρχής της διαθέσεως (άρθρο 106 ΚΠολΔ) πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεδομένου ότι προς αυτά η δίκη είχε καταργηθεί και η αίτηση του ενάγοντος προς παροχή δικαστικής προστασίας είχε ανακληθεί. Αβάσιμος, όμως, κατά νόμο ήταν και ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι δικαιούται βάσει της ως άνω ΣΣΝΕ επίδομα τροφοδοσίας πέραν και προσθέτως εκείνου της μερικής, δεδομένου ότι τέτοιο επίδομα η ως άνω ΣΣΝΕ, την οποία ο εκκαλών επικαλείται προς θεμελίωση της αξιώσεώς του, δεν προβλέπει. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι στην πραγματικότητα ο ενάγων λάμβανε, όπως και πιο κάτω θα αναφερθεί, ανά μήνα «αντίτιμο τροφής», ύψους εξήντα ενός ευρώ και είκοσι λεπτών (61,20 €) μέχρι το μήνα Ιούνιο του έτους 2020 και εξήντα τεσσάρων ευρώ (64 €) έκτοτε και μέχρι τη λύση της σύμβασης εργασίας του, καθόσον η καταβολή αυτή δεν είχε αιτία τη ΣΣΝΕ αλλά τη συμβατική δέσμευση του εργοδότη, ασχέτως αν η σχετική βούλησή του σχηματίστηκε από πρόθεση ελευθεριότητας ή από εσφαλμένη αντίληψη των νομίμων υποχρεώσεών του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε βέβαια την αξίωση αυτή, με εσφαλμένη όμως αιτιολογία και, συγκεκριμένα, επειδή τη θεώρησε ουσιαστικά αβάσιμη, μολονότι η διεκδίκησή της με την επίκληση της ΣΣΝΕ δεν ήταν καν νόμιμη. Για όσους λόγους προαναφέρθηκαν το σφάλμα αυτό της εκκαλουμένης ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου δε μπορεί να διορθωθεί με αντικατάσταση της απορριπτικής αιτιολογίας της. Επομένως, πρέπει και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, να εξαφανιστεί, κατ’ αποδοχή του δεύτερου λόγου της Α΄ έφεσης κατά το συναφές τρίτο σκέλος του, η εκκαλούμενη απόφαση και αφού κρατηθεί η υπόθεση κατ’ άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ από το παρόν Δικαστήριο να απορριφθεί η αγωγή ως νομικά αβάσιμη κατά το ερευνώμενο κεφάλαιό της. Περαιτέρω, κατά την έρευνα των αποδεικτικών μέσων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διαπίστωσε τη βασιμότητα των ισχυρισμών του ενάγοντος ως προς τη συμμετοχή του με το ρυμουλκό Π σε οκτώ [8] ταξίδια εσωτερικού κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, τα οποία διήρκεσαν είκοσι δύο (22) ημέρες και τετρακόσιες πενήντα (450) ώρες συνολικά και για το λόγο αυτό με την εκκαλούμενη απόφασή του του επιδίκασε τρεις χιλιάδες εκατόν εξήντα έξι ευρώ και τριάντα τρία λεπτά (3.166,33 €) και, συγκεκριμένα, το χρηματικό ποσόν των δύο χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ και τριών λεπτών (2.976,03 €) ως ειδικό επίδομα του άρθρου 13 της ΣΣΝΕ και το (αιτηθέν) χρηματικό ποσόν των εκατόν ενενήντα ευρώ και τριάντα λεπτών (190,30 €) ως επίδομα τροφοδοσίας ταξιδίων εσωτερικού (22 ημέρες Χ 8,65 €). Το ειδικό επίδομα, ειδικότερα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υπολόγισε με βάση τις ώρες ταξιδιού και τις ώρες αναμονής του ρυμουλκού, όπως αυτές προέκυπταν από τις εγγραφές στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου. Έτσι, επιδίκασε στον ενάγοντα δύο χιλιάδες τριακόσια τριάντα ένα ευρώ και δεκαεπτά λεπτά (2.331,17 €) για τριακόσιες οκτώ (308) ώρες ταξιδιού (δηλαδή [21 ώρες/ημέρα Χ 8,65 €/ώρα = ]181,65 €/ημέρα Χ 308 ÷ 24) και εξακόσια σαράντα τέσσερα ευρώ και ογδόντα έξι λεπτά (644,86 €) για εκατόν σαράντα δύο (142) ώρες αναμονής (δηλαδή 181,65 € Χ 142 Χ 60%). Ανεξαρτήτως του σφάλματος ως προς την εφαρμογή του άρθρου 13 της ΣΣΝΕ, στο οποίο υπέπεσε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατά τον υπολογισμό του ειδικού επιδόματος που αντιστοιχούσε στις ώρες αναμονής του ρυμουλκού απομείωσε το πλήρες επίδομα του ενάγοντος κατά ποσοστό 40% αντί ποσοστού 60%, κατά παράβαση της σαφούς διατάξεως του άρθρου 13, για το οποίο θα γίνει ειδικότερα λόγος πιο κάτω, κατά την έρευνα της αντίστοιχης αιτίασης της Β΄ έφεσης, μομφή, ως προς το κεφάλαιο αυτό της εκκαλουμένης, της απευθύνει και ο ενάγων, ο οποίος με τον τέταρτο λόγο της Α΄ έφεσής του, χωρίς να αμφισβητεί ούτε τις ημέρες των ταξιδίων ούτε τον αριθμό τους ούτε τις εγγραφές στο ως άνω ημερολόγιο, της προσάπτει εσφαλμένο υπολογισμό των εν λόγω επιδομάτων του, υποστηρίζοντας ειδικότερα, αφενός, Α] ότι θα έπρεπε να του επιδικαστεί πλήρες το ειδικό επίδομα ταξιδιών εσωτερικού για το σύνολο των ωρών που το ρυμουλκό Π βρισκόταν εκτός της έδρας του, επειδή, όπως με τις προτάσεις του στο δεύτερο βαθμό διευκρινίζει, ακόμα και κατά τις ώρες αναμονής στο πλοίο εκτελούνταν εργασίες (είτε προετοιμασίας ρυμούλκησης είτε απόπλου) στις οποίες συμμετείχε υποχρεωτικά, με αποτέλεσμα να αποτελούν ώρες εργασίας και όχι απλής αναμονής και, αφετέρου, Β] ότι δικαιούται για τροφοδοσία ταξιδίων εκατόν ενενήντα ευρώ και τριάντα λεπτά (190,30 €). Οι ισχυρισμοί του είναι αμφότεροι απορριπτέοι, ο μεν πρώτος (υπό στοιχ. Α΄ ανωτέρω) επειδή είναι νομικά αβάσιμος, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, για τη συμμετοχή του στις συνήθεις εργασίες επί του πλοίου κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ο ναυτικός που είναι μέλος πληρώματος ρυμουλκού διατηρεί τις αξιώσεις του στις νόμιμες ή συμβατικές τακτικές αποδοχές του και δεν δικαιούται, επιπλέον αυτών, το πλήρες επίδομα ταξιδιού, ο δε δεύτερος (υπό στοιχ. Β΄ ανωτέρω) επειδή είναι απαράδεκτος, δεδομένου ότι προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον, αφού στον ενάγοντα επιδικάστηκε το σύνολο του ποσού, την καταβολή του οποίου επεδίωξε ως επίδομα τροφοδοσίας ταξιδίων.

V. Το Δικαστήριο επανεκτιμά τις με αριθμούς ……./26.9.2022 και ……./26.9.2022 δύο [2] ένορκες βεβαιώσεις του ……… και του ……….., που με την ειδικότητα του μηχανικού ο πρώτος και του ναύτη ο δεύτερος συνυπηρέτησαν με τον ενάγοντα στο πλοίο της πρώτης εναγόμενης, οι οποίες με την επιμέλειά του, που κλήτευσε προς τούτο τις αντιδίκους του (βλ. τις υπ’ αριθμ. …../21.9.2022 και ……../21.9.2022 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών …….. και …….. της περιφέρειας του Εφετείου Κρήτης με έδρα στο Πρωτοδικείο Χανίων και της περιφέρειας του Εφετείου Θράκης με έδρα στο Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης, αντίστοιχα), δόθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς η πρώτη και της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………. η δεύτερη, τις με αριθμούς ……./4.10.2022 και ………/4.10.2022 ισάριθμες [2] ένορκες ενώπιον της Συμβολαιογράφου Χανίων Κρήτης …….. βεβαιώσεις του ………., αρχιπλοιάρχου της πρώτης εναγόμενης και του …….. …….., πλοιάρχου του ρυμουλκού Π, οι οποίες ελήφθησαν με την επιμέλεια της πρώτης εναγομένης προς αντίκρουση των ενόρκων βεβαιώσεων του αντιδίκου της κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλητεύσεώς του (βλ. την υπ’ αριθμ. ……/28.9.2022 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …………), οι οποίες όλες εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι οι μάρτυρες αποδείξεως τυγχάνουν αντίδικοι της πρώτης εναγομένης, επειδή καθένας τους έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο, να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (ΕφΑθ. 3879/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 698/2003, ΑχΝομ 2004/266), καθώς και το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω. Από τα αποδεικτικά αυτά μέσα, συνδυαζόμενα προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β΄, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, προκύπτουν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, που γεννήθηκε στις 31.5.1968, είναι Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός και κάτοχος του με αριθμό …… ναυτικού φυλλαδίου της ….. ναυτικής περιφέρειας, ενώ η πρώτη εναγόμενη ήταν μέχρι το θέρος του έτους 2021 πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία ρυμουλκού (Ρ/Κ) πλοίου Π, που είναι νηολογημένο στο λιμένα του Πειραιώς με αριθμό εγγραφής ……….. και έχει ολική χωρητικότητα τριακόσιους ογδόντα εννέα κόρους (389 κ.ο.χ.). Στις 20.1.2020 καταρτίστηκε στον Πειραιά άτυπη σύμβαση μεταξύ του ενάγοντος και του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης, δυνάμει της οποίας ο πρώτος ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του ναύτη στο Ρ/Κ Π για αόριστο χρόνο. Όπως αναφέρουν οι μάρτυρες αποδείξεως και επιβεβαιώνεται από το ημερολόγιό του το ρυμουλκό αυτό ναυλοχούσε συνήθως στο Νέο Μώλο Πειραιώς και εκτελούσε εργασίες ρυμούλκησης άλλων πλοίων είτε στη ράδα του λιμένος Πειραιώς είτε στο Σκαραμαγκά είτε στην Ελευσίνα. Επομένως, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 5 στοιχ. α΄, β΄ και γ΄ της ως άνω ΣΣΝΕ, που ορίζουν ότι «α) Έδρα των ελληνικών ρυμουλκών για την εφαρμογή των όρων της παρούσας συλλογικής σύμβασης, ορίζεται ο Πειραιάς και η Θεσσαλονίκη. β) Όλοι οι άλλοι λιμένες, εκτός περιοχής λιμένος Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, θεωρούνται βάσεις. γ) Η περιοχή λιμένος Πειραιώς ορίζεται σε ακτίνα 35 Ν/Μ από τον Κεντρικό λιμένα, με όλους τους εντός αυτής συμπεριλαμβανομένους λιμένες, ακτές, εγκαταστάσεις, διυλιστήρια, ναυπηγεία, L.P.G., καρνάγια, επισκευαστική ζώνη κ.λπ. Για όλα τα άλλα λιμάνια της χώρας, ορίζεται ως περιοχή του λιμένα της βάσεως σε ακτίνα 30 Ν/Μ», πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Ρ/Κ Π είχε την έδρα του στο λιμάνι του Πειραιώς και ότι το λιμάνι αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «βάση» κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, αφού κρίσιμο για τον προσδιορισμό της έδρας ή της βάσης των ελληνικών ρυμουλκών στοιχείο είναι η περιφέρεια εντός της οποίας ασκείται η εμπορική τους δραστηριότητα και όχι ο τόπος της έδρας του φορέα εκμετάλλευσής τους ή ο λιμένας νηολογήσεώς τους ή ο τόπος κατοικίας εκάστου των μελών του πληρώματός τους (βλ. και άρθρο 14 στοιχ. γ΄ εδαφ. β΄ της ΣΣΝΕ). Τούτο σημαίνει ότι ο ενάγων δεν δικαιούται του επιδόματος των εκατό ευρώ (100 €) μηνιαίως ούτε της μηνιαίας κατ’ αποκοπή αμοιβής (υπολογιζόμενης στα 17/24 του βασικού μισθού του), που προβλέπονται στο άρθρο 14 της ΣΣΝΕ για τα πληρώματα των ρυμουλκών που εργάζονται σε βάση και όχι σε έδρα, όπως ο Πειραιάς. Συνεπώς, ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το αγωγικό αίτημα καταβολής χιλίων τετρακοσίων ευρώ (1.400 €) ως επίδομα απασχόλησης σε βάση και δεκατριών χιλιάδων οκτακοσίων επτά ευρώ και πενήντα επτά λεπτών (13.807,57 €) ως κατ’ αποκοπή αμοιβή κατά το άρθρο 14 της ΣΣΝΕ, ο δε έκτος λόγος της Α΄ έφεσης, με τον οποίο ο ενάγων επαναφέρει το αίτημά του αυτό επικαλούμενος ότι «το ρυμουλκό είχε έδρα την Κρήτη και όχι τον Πειραιά» είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, η εφαρμογή εν προκειμένω των όρων της εν λόγω από 22.10.2019 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων ρυμουλκών, ετών 2019 – 2020 (ΦΕΚ Β 4580/13.12.2019) στην ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος δεν προκύπτει εγγράφως, αφού εξαιτίας της άτυπης κατάρτισής της ελλείπει γραπτό συμβατικό κείμενο, όμως δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους και επιβεβαιώνεται τόσον από την εγγραφή στο ναυτικό φυλλάδιό του, στο οποίο στις 20.1.2020 αναγράφηκε ότι συμφωνήθηκε ο μισθός της «ΣΣ», όσον και από τις εκδοθείσες από την πρώτη εναγόμενη αποδείξεις πληρωμής των αποδοχών του, που δεν φέρουν μεν την υπογραφή του, συνδυάζονται όμως με τις πραγματικές πληρωμές της εργοδότριας, που αποδεικνύονται από τις εκ μέρους της προσκομιζόμενες αποδείξεις καταβολής χρηματικών ποσών στον τραπεζικό του λογαριασμό. Από τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία προκύπτει ότι ο ενάγων λάμβανε σε μηνιαία βάση το βασικό μισθό και τα επιδόματα της ως άνω ΣΣΝΕ («επίδομα μερικής τροφοδοσίας», «αποδοχές άδειας», «επίδομα εξειδικευμένης εργασίας» και «επίδομα Κυριακής»), καθώς και ένα ακόμα χρηματικό ποσό ανά μήνα, μη προβλεπόμενο στη ΣΣΝΕ, ύψους εξήντα ενός ευρώ και είκοσι λεπτών (61,20 €) από 20.1.2020 έως και 30.6.2020 και εξήντα τεσσάρων ευρώ (64 €) από 1.7.2020 έως 19.3.2021, χαρακτηριζόμενο στις αποδείξεις πληρωμής αποδοχών ως «αντίτιμο τροφής». Είναι σαφές ότι το ποσό αυτό δεν αποτελούσε μέρος των νόμιμων αποδοχών του ενάγοντος και ότι η καταβολή του μόνη αιτία είχε τη συμβατική βούληση των μερών που συμβλήθηκαν για την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης εργασίας του ενάγοντος. Επομένως, κατά τη ΣΣΝΕ, ο τελευταίος είχε δικαίωμα στη λήψη ανά μήνα βασικού μισθού ύψους χιλίων τριακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και τριάντα έξι λεπτών (1.392,36 €), κατά το άρθρο 1 αρ. 1 αυτής, πλέον επιδομάτων α] μερικής τροφοδοσίας ύψους ογδόντα τριών ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (1.392,36 € Χ 6% = 83,54 €), κατά το άρθρο 2 αρ. 1, β] εξειδικευμένης εργασίας ύψους εξήντα εννέα ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (1.392,36 € Χ 5% = 69,62 €), κατά το άρθρο 2 αρ. 2, γ] Κυριακών ύψους τριακοσίων έξι ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (1.392,36 € Χ 22% = 306,32 €), κατά το άρθρο 7 και αποδοχών άδειας ύψους τετρακοσίων ενενήντα τεσσάρων ευρώ και πενήντα έξι λεπτών {([1.392,36 € + 83,54 € + 69,62 € =] 1.545,52 €/25 =) 61,82 € Χ (96 ημέρες άδειας ανά έτος ÷ 12 μήνες =) 8 = 494,56 €}, κατά το άρθρο 8 της ΣΣΝΕ και συνολικά (νόμιμες μικτές αποδοχές) δύο χιλιάδων τριακοσίων σαράντα έξι ευρώ και σαράντα λεπτών (1.392,36 € + 83,54 € + 69,62 € + 306,32 € + 494,56 € = 2.346,40 €). Με συνυπολογισμό δε του ως άνω «αντιτίμου τροφής» είχε δικαίωμα να λαμβάνει ανά μήνα κατά το χρονικό διάστημα από 20.1.2020 δύο χιλιάδες τετρακόσια επτά ευρώ και εξήντα λεπτά (2.346,40 € + 61,20 € = 2.407,60 €) και κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2020 έως 19.3.2021 δύο χιλιάδες τετρακόσια δέκα ευρώ και σαράντα λεπτά (2.346,40 € + 64 € = 410,40 €) ως συμβατικές μικτές αποδοχές, χωρίς σ’ αυτές να συμπεριλαμβάνονται α] η αμοιβή της ενδεχόμενης υπερωριακής και νυκτερινής εργασίας του, κατά τα άρθρα 3 και 4 της ΣΣΝΕ, των ειδικών επιδομάτων του άρθρου 13 αυτής, της αμοιβής λόγω της τυχόν μη παροχής ημέρας αναπαύσεως [ρεπό] μετά από εργασία σε ημέρα αργίας, κατά το άρθρο 3 αρ. 4 και της αμοιβής για την εκτέλεση επιφυλακής ρυμουλκού ασφαλείας λιμένος Πειραιώς, κατά τα άρθρα 3 αρ. 5 στοιχ. ε΄ και 4 στοιχ. γ΄ της ίδιας ΣΣΝΕ. Συνεπώς, για ολόκληρο το χρονικό διάστημα της ένδικης ναυτολόγησής του ο ενάγων έπρεπε να λάβει ως μικτές συμβατικές (υπέρτερες των νομίμων) αποδοχές του (κατά την αμέσως ανωτέρω έννοια) το συνολικό χρηματικό ποσόν των τριάντα τριών χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα εννέα ευρώ και εβδομήντα εννέα λεπτών ([2.407,60 €/30 Χ 12 ημέρες =] 963,04 € + [2.407,60 € Χ 5 μήνες =] 12.038 € + [2.410,40 € Χ 8 μήνες =] 19.283,20 € + [2.410,40/30 Χ 16 ημέρες =] 1.285,55 € = 33.569,79 €) και όχι το χρηματικό ποσόν των τριάντα τριών χιλιάδων επτακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (33.745,32 €), όπως ο ενάγων αβασίμως υποστηρίζει με τον (συνεπώς απορριπτέο) πρώτο λόγο της Α΄ έφεσής του, υπολαμβάνοντας εσφαλμένα ότι το σύνολο των οφειλόμενων αποδοχών του θα έπρεπε να υπολογιστεί ως το γινόμενο των μηνιαίων συμβατικών αποδοχών του (2.410,38 € αδιακρίτως για όλο το επίδικο χρονικό διάστημα) επί τους δεκατέσσερις [14] μήνες της ναυτολόγησής του. Έναντι του ποσού αυτού (33.569,79 €), ο ενάγων, όπως προκύπτει από τα αποδείξεις πληρωμής των αποδοχών του σε συνδυασμό με τα παραστατικά τραπεζικών συναλλαγών, έλαβε για το ίδιο χρονικό διάστημα δεκαοκτώ χιλιάδες εννιακόσια ογδόντα ευρώ και δεκαπέντε λεπτά (18.980,15 €) για βασικό μισθό, χίλια εκατόν τριάντα οκτώ ευρώ και ογδόντα ένα λεπτά (1.138,81 €) για επίδομα μερικής τροφοδοσίας, εννιακόσια σαράντα εννέα ευρώ και τέσσερα λεπτά (949,04 €) για επίδομα εξειδικευμένης εργασίας, τέσσερις χιλιάδες εκατόν εβδομήντα πέντε ευρώ και εξήντα έξι λεπτά (4.175,66 €) για επίδομα Κυριακών, έξι χιλιάδες επτακόσια σαράντα ένα ευρώ και εβδομήντα εννέα λεπτά (6.741,79 €) για αποδοχές άδειας και οκτακόσια εβδομήντα δύο ευρώ και τριάντα τέσσερα λεπτά (872,34 €) για αντίτιμο τροφής, συνολικώς δε, ως μικτές συμβατικές αποδοχές του, το χρηματικό ποσόν των τριάντα δύο χιλιάδων οκτακοσίων πενήντα επτά ευρώ και εβδομήντα εννέα λεπτών (32.857,79 €), αντί του οποίου ο ίδιος συνομολογεί ότι έλαβε συνολικά τριάντα τρεις χιλιάδες δεκαοκτώ ευρώ και ενενήντα λεπτά (33.018,90 €). Το χρηματικό αυτό ποσόν πρέπει, κατά παραδοχή σχετικής ένστασης των εναγομένων, να αφαιρεθεί από τη συνολική απαίτησή του για τις αιτίες αυτές. Επομένως, στον ενάγοντα εξακολουθεί οφειλόμενο το χρηματικό ποσόν της διαφοράς των πεντακοσίων πενήντα ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτών (33.569,79 € – 33.018,90 € = 550,89 €), η οποία προέκυψε επειδή, όπως από τα ίδια ως άνω έγγραφα αποδεικνύεται, κατά το χρονικό διάστημα από 20.1.2020 έως και 30.6.2020 η πρώτη εναγόμενη δεν του κατέβαλε τις νόμιμες αποδοχές της ΣΣΝΕ του έτους 2020 αλλά της προηγουμένως ισχύουσας, δηλαδή της από 13.12.2016 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων ρυμουλκών, με ισχύ από 1.1.2017 έως 31.12.2018, που κυρώθηκε αρμοδίως και, έτσι, κατέστη γενικά υποχρεωτική με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.9/16572/2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 907/20.3.2017) και η οποία προέβλεπε για την ειδικότητα του ναύτη βασικό μισθό ύψους χιλίων τριακοσίων τριάντα ενός ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (1.331,76 €), ίσου δηλαδή προς τον καταβαλλόμενο στον ενάγοντα βασικό μισθό κατά την ως άνω χρονική περίοδο, επί του οποίου υπολογίστηκαν (μειωμένα έναντι των νομίμων) και τα λοιπά επιδόματά του για το ίδιο χρονικό διάστημα. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι η εργασία του ενάγοντος στο Ρ/Κ Π ήταν χειρωνακτική και περιελάμβανε, όταν μεν αυτό εκτελούσε εργασίες ρυμούλκησης στη θάλασσα, την πρόσδεση του κατάλληλου κάβου του ρυμουλκού στο ρυμουλκούμενο πλοίο ή του κάβου του τελευταίου στο ρυμουλκό, ώστε να καταστεί δυνατή η ρυμούλκησή του και η είσοδός του στο λιμένα προορισμού του ή η αναχώρησή του από το αγκυροβόλιό του, ενώ όταν παρέμενε στο λιμένα σε αναμονή εργασίας ρυμούλκησης, την εκτέλεση εργασιών συντήρησής του (ματσακόνι, βαφές κλπ). Στα καθήκοντά του, βέβαια, εντασσόταν και η ασφαλής πρόσδεση του ρυμουλκού στο λιμένα ή η απόδεσή του όταν επέκειτο απόπλους προς εκτέλεση ρυμούλκησης άλλου πλοίου. Η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος κατά τις περισσότερες ημέρες του ενδίκου χρονικού διαστήματος δεν υπερέβαινε το ωκτάωρο κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και το επτάωρο κατά τα Σάββατα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 3 της ΣΣΝΕ. Από δε το ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου προκύπτει ότι διαρκούσε από 06:00, οπότε άρχιζαν οι εργασίες επί του πλοίου έως τις 14:00, οπότε αποδεσμευόταν το πλήρωμα. Από κανένα στοιχείο της δικογραφίας όμως δεν επιβεβαιώνεται ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι επί καθημερινής βάσεως αναλάμβανε εργασία μισή ώρα πριν την έναρξη των εργασιών (δηλαδή από τις 05:30), προκειμένου να λύσει τους κάβους πρόσδεσης του ρυμουλκού στην προβλήτα, ώστε να είναι έτοιμο προς απόπλου για ρυμούλκηση ούτε ότι απασχολούταν επί μισή ώρα ακόμη μετά την επιστροφή του στο λιμένα, προκειμένου να γίνει ασφαλής πρόσδεσή του, με αποτέλεσμα να εργάζεται κάθε ημέρα μία [1] ώρα επιπλέον του νομίμου οκταώρου (ή του επταώρου κατά τα Σάββατα). Τούτο, όσον αφορά τις ημέρες 21.1, 27.1, 28.1, 29.1, 30.1, 31.1, 3.2, 4.2, 5.2, 7.2, 13.2, 19.2, 23.2, 25.2, 5.3, 12.3, 24.3, 3.4, 22.4, 2.5, 4.5, 5.5, 7.5, 8.5, 12.5, 13.5, 18.5, 20.5, 21.5, 22.5, 25.5, 26.5, 27.5, 29.5, 4.6, 8.6, 9.6, 16.6, 16.6, 23.6, 24.6, 25.6, 26.6, 29.6, 6.7, 7.7, 8.7, 13.7, 15.7, 16.7, 20.7, 29.7, 3.8, 4.8, 6.8, 9.8, 10.8, 11.8, 12.8, 17.8, 18.8, 19.8, 25.8, 26.8, 28.8, 2.9, 3.9, 4.9, 7.9, 9.9, 10.9, 11.9, 15.9, 17.9, 22.9, 23.9, 24.9, 25.9, 27.9, 30.9, 1.10, 2.10, 5.10, 6.10, 7.10, 8.10, 9.10, 12.10, 13.10, 14.10, 15.10, 16.10, 21.10, 22.10, 23.10, 27.10, 3.11, 4.11, 5.11, 6.11, 18.11, 20.11, 23.11, 26.11, 27.11, 30.11, 1.12, 2.12, 4.12, 7.12, 9.12, 10.12, 11.12, 18.12, 21.12, 23.12, 18.12, 29.12, 30.12. 31.12.2020, 3.1.2021, 4.1, 6.1, 8.1, 11.1, 12.1, 13.1, 14.1, 18.1, 21.1, 22.1, 27.1, 28.1, 1.2, 2.2, 3.2, 4.2, 5.2, 8.2, 10.2, 11.2, 14.2, 16.2, 17.2, 23.2, 1.3, 2.3, 4.3 και 5.3.2021, επιβεβαιώνεται από τις εγγραφές στο ημερολόγιο του πλοίου. Είναι, άλλωστε, ευνόητο και σύμφωνο με τα διδάγματα της κοινής πείρας ότι ενέργειες απόδεσης του ρυμουλκού πριν την 06:00 πρωινή θα ήταν αναγκαίες μόνον αν ο φορέας εκμετάλλευσής του είχε αναλάβει την εκτέλεση εργασίας ρυμούλκησης, για την οποία επιβαλλόταν ο απόπλους του στις 06:00 και, αντιστοίχως, ότι ενέργειες ασφαλούς πρόσδεσής του στο λιμάνι μετά την 14:00 μεσημβρινή θα επιβάλλονταν μόνον αν κατ’ εκείνο το χρονικό σημείο το ρυμουλκό επέστρεφε στην έδρα του μετά την εκτέλεση αναληφθείσας εργασίας στη θάλασσα. Τέτοιες όμως εργασίες κατά τις ως άνω ημέρες από το ημερολόγιο του πλοίου δεν αποδεικνύονται. Όπως, μάλιστα, ορθώς στην εκκαλουμένη επισημαίνεται, χωρίς να αμφισβητείται ειδικά, κατά τις (ενδεικτικά αναφερόμενες) ημέρες 13.2, 27.2, 28.2, 10.3, 11.3, 17.3, 27.3, 30.3, 31.3, 1.4, 2.4, 6.4, 14.4, 15.4, 16.4, 21.4, 27.4, 28.4, 29.4, 30.4 και 11.5.2020 από το ημερολόγιο του πλοίου δεν προκύπτει καν απόπλους, επομένως ούτε και εκτέλεση εργασιών ρυμούλκησης, που θα απαιτούσαν την επικαλούμενη από τον ενάγοντα ωριαίας διάρκειας υπερωριακή απασχόλησή του για απόδεση και πρόσδεση των κάβων του. Κατά τις ημέρες εκείνες, όπως και καθ’ όλες τις υπόλοιπες ημέρες του ενδίκου χρονικού διαστήματος, πλην των αμέσως πιο κάτω αναφερόμενων, μεταξύ των πλόων προς ρυμούλκηση, ο ενάγων εκτελούσε μόνον εργασίες συντηρήσεως του Ρ/Κ Π εντός του νομίμου ωραρίου του. Από το ίδιο ημερολόγιο προκύπτει, αντιθέτως, ότι απασχολήθηκε πράγματι υπερωριακά επί μία [1] ώρα πέραν του οκταώρου κατά τις ακόλουθες δεκατρείς [13] καθημερινές ημέρες: 23.1, 10.2, 24.3, 4.5, 8.5, 24.6, 9.8, 18.11, 4.12, 7.12.2020, 12.1.2021, 11.2 και 14.2.2021 και δικαιούται, επομένως, για την αιτία αυτή το χρηματικό ποσόν των εκατόν τριάντα οκτώ ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (13 ώρες Χ 10,66 το ωρομίσθιο = 138,58 €). Εξάλλου, όπως και πιο κάτω θα αναφερθεί το Ρ/Κ Π στις 17.2.2020, στις 17.6.2020 και στις 26.2.2021 πραγματοποίησε ταξίδι εσωτερικού και για το λόγο αυτό ο ενάγων δικαιούται μόνον το ειδικό επίδομα του άρθρου 13 της ΣΣΝΕ και όχι οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη αμοιβή για υπερωριακή εργασία, ενώ το ίδιο συνέβη και στις 9.11.2020. Κατά τα λοιπά, ο ενάγων εργάστηκε υπερωριακά επί τρεις [3] ώρες κατά μέσο όρο πέραν του οκταώρου κατά τις καθημερινές ημέρες 24.1.2020, 11.2, 19.3, 6.5, 19.5, 10.6, 24.6, 5.8, 7.8, 16.8, 20.8, 8.9, 28.9, 4.10, 20.10, 2.11, 18.11, 25.11, 27.11, 4.12, 14.12, 16.12, 17.12, 24.12.2020, 20.1.2021, 25.1, 11.2, 15.2, 19.2, 22.2 και 3.3.2021. Επομένως, για την υπερωριακή του απασχόληση επί τριάντα μία [31] συνολικά ημέρες, δικαιούται το χρηματικό ποσόν των εννιακοσίων ενενήντα ενός ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτών [(31 ημέρες X 3 ώρες) X 10,66 € το ωρομίσθιο = 991,38 €]. Επιπλέον, κατά τις καθημερινές ημέρες 22.1.2020, 6.3, 9.3, 26.3, 7.4, 10.4, 15.5, 27.7, 1.9, 21.9, 17.10, 19.11, 3.12.2020 και 12.3.2021 ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά κατά μέσο όρο επί πέντε [5] ώρες ημερησίως πέραν του οκτάωρου, με αποτέλεσμα να δικαιούται για την αιτία αυτή το χρηματικό ποσόν των επτακοσίων σαράντα έξι ευρώ και είκοσι λεπτών [(14 ημέρες X 5 ώρες] X 10,66 € το ωρομίσθιο = 746,20 €]. Εξάλλου, στις 1.3.2020, 4.3, 13.3, 18.3, 8.4, 9.4, 30.7, 27.8.2020, 19.1.2021, 12.2 και 11.3.2021 ο ενάγων εργάστηκε υπερωριακά επί επτάμιση [7,5] ώρες κατά μέσο όρο πέραν του οκταώρου ημερησίως και, συνεπώς, δικαιούται για την αιτία αυτή το χρηματικό ποσόν των οκτακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και σαράντα πέντε λεπτών [(11 καθημερινές ημέρες X 7,5 ώρες) X 10,66 € το ωρομίσθιο = 879,45 €], ενώ κατά τις καθημερινές της 10ης.4.2020, 13ης.4, 13ης.8, 31ης.8.2020 και 9ης.2.2021 εργάστηκε υπερωριακά κατά μέσο όρο επί δέκα [10] ώρες ημερησίως πέραν του οκτάωρου και, συνεπώς, δικαιούται για την αιτία αυτή το χρηματικό ποσόν των πεντακοσίων τριάντα τριών ευρώ [(5 ημέρες X 10 ώρες) X 10,66 € το ωρομίσθιο = 533 €]. Επιπλέον, για την νυχτερινή εργασία που ο εναγών παρείχε, κατά τις ίδιες πέντε [5] ημέρες και, συγκεκριμένα, από 22:00 έως 00:00, δηλαδή επί δύο [2] ώρες ημερησίως, δικαιούται το χρηματικό ποσόν των εκατόν έξι ευρώ και εξήντα λεπτών [(2 ώρες X 5 ημέρες) X 10,66 € το ωρομίσθιο = 106,60 €]. Περαιτέρω, όσον αφορά την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες του ενδίκου χρονικού διαστήματος, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι αυτός: Α] κατά τα Σάββατα εργάστηκε ένδεκα [11] ώρες στις 25.1.2020, εννέα [9] ώρες στις 14.2.2020, οκτώ [8] ώρες στις 7.3.2020, είκοσι τέσσερις [24] ώρες στις 21.3.2020, οκτώ [8] ώρες στις 25.4.2020, δεκατέσσερις [14] ώρες στις 30.5.2020, έξι [6] ώρες στις 19.9.2020, τρεις [3] ώρες στις 28.11.2020, εννέα [9] ώρες στις 12.12.2020, τέσσερις [4] ώρες στις 19.2.2020, έξι [6] ώρες στις 30.1.2020 και στις 13.2.2021, δεκαοκτώ [18] ώρες στις 27.2.2021, εννέα [9] ώρες στις 6.3.2021 και στις 13.3.2021, ενώ το Σάββατο 8.2.2020 δεν πραγματοποιήθηκε καμία εργασία επί του πλοίου, που να δικαιολογεί υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος, ο οποίος δικαιούται για την αιτία αυτή (υπερωριακή εργασία διάρκειας εκατόν σαράντα τεσσάρων [144] ωρών συνολικά, εκ των οποίων η πρώτη εναγόμενη συνομολόγησε την υπερωριακή του εργασία επί εκατόν τριάντα τρεις [133]) το χρηματικό ποσόν των χιλίων οκτακοσίων είκοσι πέντε ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών (144 ώρες Χ 12,68 € το ωρομίσθιο = 1.825,92 €), Β] κατά τις Κυριακές εργάστηκε πέραν του οκταώρου επί πέντε [5] ώρες στις 8.3.2020, ένδεκα [11] ώρες στις 15.3.2020, δέκα [10] ώρες στις 22.3.2020, έξι [6] ώρες στις 13.2.2021, περί τις δύο [2] ώρες στις 7.3.2021 και περί τη μία [1] ώρα στις 14.3.2021, ενώ η Κυριακή 9.2.2020 ήταν αργία και, κατά το ημερολόγιο του πλοίου, δεν απασχολήθηκε το πλήρωμα, με αποτέλεσμα να δικαιούται ο ενάγων για την αιτία αυτή το χρηματικό ποσόν των τετρακοσίων σαράντα τριών ευρώ και ογδόντα λεπτών (35 ώρες εργασίας Χ 12,68 € το ωρομίσθιο = 443,80 €), ενώ Γ] κατά τις αργίες εργάστηκε επί εννέα [9] ώρες στις 23.4.2020 (εορτή του Αγίου Γεωργίου), έξι [6] ώρες στις 28.10.2020, οκτώ [8] ώρες την 1η.1.2021 και οκτώ [8] ώρες στις 6.1.2021, δηλαδή συνολικά επί τριάντα μία [31] ώρες, εκ των οποίων η πρώτη εναγόμενη συνομολογεί την απασχόλησή του επί είκοσι εννέα [29] ώρες, με αποτέλεσμα να δικαιούται για την αιτία αυτή το χρηματικό ποσόν των διακοσίων πέντε ευρώ και δώδεκα λεπτών (205,12 €), σύμφωνα με το άρθρο 4 στοιχ. α΄, β΄ της ΣΣΝΕ (έξτρα αμοιβή για τη επτάωρη απασχόλησή του επί τέσσερις [4] αργίες, δηλαδή επί είκοσι οκτώ [28] ώρες: 41,77 € την ημέρα Χ 4 ημέρες = 167,08 €, πλέον αποζημιώσεως για τις υπόλοιπες τρεις [3] ώρες υπερωρίας: 3 ώρες Χ 12,68 € το ωρομίσθιο = 38,04 €), απορριπτομένων των αβάσιμων ισχυρισμών του, που προβάλλονται στο πλαίσιο του τρίτου λόγου της Α΄ έφεσής του, περί απασχολήσεώς του επί τριάντα επτά [37] συνολικά ώρες κατά τις ως άνω ημέρες αργίας. Επιπλέον, ο ενάγων δικαιούται για νυχτερινή εργασία εξάωρης διάρκειας στις 27.2.2021 το χρηματικό ποσόν των εβδομήντα έξι ευρώ και οκτώ λεπτών (6 ώρες Χ 12,68 € το ωρομίσθιο = 76,08 €), ενώ δεν αποδείχθηκε νυκτερινή του εργασία στις 6.3.2021 και στις 7.3.2021. Επομένως, για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τα ανωτέρω ο ενάγων δικαιούται το συνολικό χρηματικό ποσόν των πέντε χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα έξι ευρώ και δεκατριών λεπτών (138,58 € + 991,38 € + 746,20 € + 879,45 € + 533 € + 106,60 € + 1.825,92 € + 443,80 € + 205,12 € + 76,08 € = 5.946,13 €). Περαιτέρω, στις διατάξεις των άρθρων 3 και 4 της ως άνω ΣΣΝΕ ορίζεται ότι «Τα πληρώματα των ρυμουλκών θα εργάζονται επί οκτώ (8) συνεχείς ώρες την ημέρα σε βάρδιες (φυλακές) από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, του Σαββάτου και της Κυριακής θεωρουμένων ως ημερών αργίας (άρθρο 3 αρ. 1 στοιχ. α΄) … «Τα πληρώματα δεν θα εργάζονται τα Σάββατα. Αναγνωρίζεται, όμως, η υποχρέωσή τους να εργάζονται κατ’ απόλυτη σειρά τα Σάββατα επί 8ωρο από 00:01 έως 24:00 σύμφωνα με τις ανάγκες της εργασίας, εφόσον τους ζητηθεί τούτο κατά τη λήξη της εργασίας της προηγουμένης ημέρας, αμειβόμενα υπερωριακώς ως στο άρθρο 4 ορίζεται, μη δικαιούμενα αντιστοίχου ημέρας αναπαύσεως» (άρθρο 3 αρ. 2), … «Τα πληρώματα των ρυμουλκών από 01/01/2003 και στο εξής θα εργάζονται τις Κυριακές, κατ’ απόλυτη σειρά σε βάρδιες επί 8ωρο, λόγω της φύσεως της εργασίας, εφόσον τους ζητηθεί τούτο κατά τη λήξη της εργασίας της τελευταίας εργάσιμης ημέρας της εβδομάδος και όχι μετά από αυτήν και θα αμείβονται σύμφωνα με το άρθρο 7 της παρούσας Σ.Σ.Ε» (άρθρο 3 αρ. 3 στοιχ. α΄) … «Τα πληρώματα των ρυμουλκών δεν θα εργάζονται τις Εορτές. Αναγνωρίζεται, όμως, ότι είναι υποχρέωσή τους, λόγω της φύσεως της εργασίας, να εργάζονται κατ’ απόλυτη σειρά σε βάρδιες τις εορτές επί 7ωρο, εφόσον τους ζητηθεί τούτο κατά τη λήξη της εργασίας της τελευταίας εργάσιμης ημέρας και όχι μετά από αυτήν. Για κάθε αργία που εργάζονται, πέραν της οριζόμενης κατωτέρω έξτρα αμοιβής, δικαιούνται και μία εργάσιμη ανάπαυσης (ρεπό), που θα δίδεται υποχρεωτικά κατά τις επόμενες δεκαπέντε ημέρες. Στην μεμονωμένη περίπτωση, που δεν δοθεί εργάσιμη ημέρα ανάπαυσης (ρεπό), κατά τις ως άνω περιπτώσεις, στη διάρκεια των επόμενων δεκαπέντε ημερών, η 8ωρη απασχόληση κατά την τελευταία εργάσιμη ημέρα θα αμείβεται υπερωριακώς, με προσαύξηση της υπερωρίας, όπως ορίζει το άρθρο 4 παρ. β για τη συγκεκριμένη περίπτωση, επιπλέον της οριζόμενης έξτρα αμοιβής» (άρθρο 3 στοιχ. α΄ και β΄) … «Για την 7ωρη εργασία στο λιμάνι κατά τις Εορτές (και τις Εορτές που συμπίπτουν με Κυριακή ή Σάββατο), καταβάλλεται και έξτρα αμοιβή ίση με το 75% του 1/25 του βασικού μισθού, της ημέρας υπολογιζόμενης από 00:01 μέχρι 24:00. Η αποζημίωση για κάθε ώρα υπερωριακής εργασίας ορίζεται σε 1/173 του βασικού μισθού, προσαυξημένου κατά 32,5% για τις ώρες υπερωριακής εργασίας από Δευτέρα έως Παρασκευή και κατά 57,5% για όλες τις ώρες εργασίας του Σαββάτου, για τις πέραν του 8ώρου ώρες εργασίας των Κυριακών και τις πέραν του 7ωρου ώρες εργασίας των Εορτών» (άρθρο 4 στοιχ. α΄ και β’). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι κατά τις ημέρες αργίας τα πληρώματα των ρυμουλκών κατά κανόνα δεν εργάζονται και απασχολούνται μόνο κατ’ εξαίρεση και υπό προϋποθέσεις, στην τελευταία δε περίπτωση λαμβάνουν μία [1] ημέρα ανάπαυσης (ρεπό) στη διάρκεια των δεκαπέντε [15] ημερών που έπονται της αργίας κατά την οποία απασχολήθηκαν. Η ημέρα αυτή (ρεπό) πρέπει μάλιστα να είναι εργάσιμη και όχι Σάββατο ή Κυριακή, αφού οι ημέρες αυτές θεωρούνται ημέρες αργίας. Και ναι μεν τα μέλη του πληρώματος των ρυμουλκών είναι δυνατόν να απασχοληθούν κατ’ εξαίρεση και τα Σάββατα ή τις Κυριακές, χωρίς να δικαιούνται τότε αντίστοιχης ημέρας ανάπαυσης, όμως αυτό προβλέπεται επειδή για την κατ’ εξαίρεση αυτή εργασία τους σε ημέρα αργίας (Σαββάτου ή Κυριακής) λαμβάνουν αντάλλαγμα, δηλαδή υπερωριακή αμοιβή. Συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ημέρα αναπαύσεως το Σάββατο ή η Κυριακή, κατά τις οποίες ο ναυτικός δεν εργάζεται κατ’ εξαίρεση και δεν αμείβεται για την απασχόλησή του αυτή. Εν προκειμένω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι στον ενάγοντα δεν χορηγήθηκε άλλη εργάσιμη ημέρα αναπαύσεως (ρεπό) εντός δεκαπέντε [15] ημερών μετά την απασχόλησή του κατά τις αργίες της 23ης.4.2020, 28ης.10.2020, 1ης.1.2021 και 6ης.1.2021. Δικαιούται, συνεπώς, για την αιτία αυτή το χρηματικό ποσόν των πεντακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και σαράντα λεπτών [(4 ημέρες Χ 8 ώρες =) 32 ώρες Χ 16,70 € το ωρομίσθιο = 534,40 €], όπως ορθώς κρίθηκε και πρωτοδίκως. Με τον τρίτο λόγο της Β΄ έφεσής τους οι εναγόμενες υποστηρίζουν ότι ο ενάγων δεν δικαιούται της αμοιβής αυτής, επειδή μετά την απασχόλησή του κατά τις παραπάνω αργίες έλαβε ρεπό στις 26.4.2020, στις 31.10.2020, στις 2.1.2021 και στις 10.1.2021 αντίστοιχα. Όμως, ο ισχυρισμός τους αυτός είναι αβάσιμος και θα απορριφθεί, δεδομένου, αφενός, ότι, όπως προκύπτει από το καθιερωμένο ημερολόγιο, οι μεν 26η.4.2020 και 10η.1.2021 συνέπεσε να είναι Κυριακές, οι δε 31η.10.2020 και 2α.1.2021 Σάββατο και αφετέρου, ότι, όπως αποδεικνύεται από το ημερολόγιο του πλοίου, το πλήρωμα του Ρ/Κ Π δεν απασχολήθηκε κατ’ εξαίρεση καμία από τις ημέρες αυτές, που θεωρούνται ημέρες αργίας και όχι εργάσιμες. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το ημερολόγιό του, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα το ίδιο πλοίο εκτέλεσε τα ακόλουθα ταξίδια στο εσωτερικό της Χώρας: 1] στις 17.2.2020 απέπλευσε στις 17:00 από το Κερατσίνι με προορισμό τη Σούδα των Χανίων, στο λιμένα της οποίας κατέπλευσε στις 07:35 της επομένης (18.2.2020), για να επιστρέψει στο Κερατσίνι στις 23:40 της 20ης.2.2020, έχοντας πραγματοποιήσει ταξίδι διάρκειας εβδομήντα εννέα [79] ωρών, από τις οποίες οι σαράντα τρεις [43] ήταν ώρες αναμονής σε λιμάνι [από 07:35 της 18ης.2 μέχρι 07:15 της 19ης.2, και από 11:30 της 19ης.2 έως 07:15 της 20ης.2), 2] στις 20.3.2020 απέπλευσε από το Κερατσίνι στις 09.30 με προορισμό την Πάτρα, όπου κατέπλευσε αυθημερόν στις 20:00, για να αναχωρήσει από εκεί στις 23:00 της 21ης.3.2020 και να επιστρέψει στο Κερατσίνι στις 17:40 της 22ας.3.2020, έχοντας πραγματοποιήσει ταξίδι διάρκειας πενήντα έξι [56] ωρών, από τις οποίες οι είκοσι επτά ήταν ώρες αναμονής σε λιμάνι, 3] στις 30.5.2020 απέπλευσε από το Κερατσίνι στις 09:00 με προορισμό το Αίγιο, όπου κατέπλευσε στις 19:20 της ιδίας ημέρας, για να αναχωρήσει από εκεί στις 31.5.2020 και ώρα 01:00 για τη Λευκάδα, στην οποία αφίχθη στις 10:20, ενώ μέχρι την αναχώρησή του από τη Λευκάδα, στις 13:50 της ιδίας ημέρας μέχρι τον κατάπλου του στον Πειραιά στις 21:50 της 1ης.6.2020 εκτελούσε εργασίες ρυμούλκησης, με αποτέλεσμα καμία από τις εξήντα μια [61] ώρες του ταξιδιού να μην θεωρείται ώρα αναμονής σε λιμένα, 4] στις 12.6.2020 απέπλευσε από το Κερατσίνι στις 04.30 με προορισμό τα Ίσθμια, όπου κατέπλευσε στις 11:25 για να αναχωρήσει μετά από λίγο και να επιστρέψει στο Κερατσίνι στις 15:15 της ιδίας ημέρας, έχοντας πραγματοποιήσει ένδεκα [11] ώρες ταξιδιού, χωρίς αναμονή σε οποιοδήποτε λιμάνι, 5] στις 17.6.2020 με προορισμό τη Χαλκίδα απέπλευσε στις 17:30 από τον Πειραιά, στο λιμένα του οποίου επανήλθε στις 10:45 της 19ης.6.2020, έχοντας πραγματοποιήσει ταξίδι τριάντα εννέα [39] ωρών, από τις οποίες οι τέσσερις [4] περίπου ήσαν ώρες αναμονής σε λιμάνι, 6] στις 30.6.2020 απέπλευσε από το Κερατσίνι στις 19:00 με προορισμό την Πάτρα για να επιστρέψει στην αφετηρία του στις 22:00 της 2ας.7.2020, έχοντας πραγματοποιήσει ταξίδι διάρκειας εβδομήντα πέντε [75] ωρών, από τις οποίες οι επτά [7] ήσαν ώρες αναμονής σε λιμάνι, 7] στις 9.11.2020 απέπλευσε από το Κερατσίνι στις 21:30 με προορισμό τη Χαλκίδα και επέστρεψε στο Κερατσίνι στις 13.11.2020 στις 13.30. Το ταξίδι αυτό διήρκεσε ογδόντα οκτώ [88] ώρες συνολικά και η αναμονή του σε λιμάνι διήρκεσε τριάντα τρεις [33] περίπου ώρες (από 18:20 της 10ης.11 μέχρι 13:20 της 11ης.11, όπου παρέμεινε στο αγκυροβόλιο της Αυλίδας, λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών, και από 14:10 της 11ης.11, όπου το πλοίο παρέμεινε στο λιμάνι της Χαλκίδας, λόγω απαγόρευσης απόπλου για την ίδια αιτία μέχρι 13:30 της 12ης.11) και 8] Στις 26.2.2021 απέπλευσε στις 00.01 από το Κερατσίνι με προορισμό την Ελευσίνα και επέστρεψε στην αφετηρία του την επομένη ημέρα (27.2.2021) στις 17.00, έχοντας πραγματοποιήσει ταξίδι διάρκειας σαράντα μιας [41] ωρών, από τις οποίες παρέμενε σε λιμένα τις είκοσι οκτώ [28] και, συγκεκριμένα, από 11:30 της 26ης.2 μέχρι 15:30 της 27ης.2). Επομένως, ο ενάγων δικαιούται α] ως επίδομα τροφοδοσίας του άρθρου 13 της ΣΣΝΕ το χρηματικό ποσόν των εκατόν ενενήντα ευρώ και τριάντα λεπτών (8,65 € Χ 22 ημέρες = 190,30 €), όπως ορθώς κρίθηκε και πρωτοδίκως και β] ειδικό επίδομα ταξιδιών εσωτερικού, ανάλογο των τετρακοσίων πενήντα [450] συνολικά ωρών, το οποίο πρέπει να υπολογιστεί με βάση τη διάρκεια αφενός των πλόων (τριακόσιες οκτώ [308] ώρες) και αφετέρου της αναμονής σε λιμένα (εκατόν σαράντα δύο [142] ώρες. Ειδικότερα, ο ενάγων δικαιούται εκατόν ογδόντα ένα ευρώ και εξήντα πέντε λεπτά για κάθε εικοσιτετράωρο (21 ώρες/ημέρα Χ 8,65 € = 181,65 €) και για μεν τις ώρες ταξιδιού δύο χιλιάδες τριακόσια τριάντα ένα ευρώ και δεκαεπτά λεπτά (308 ώρες Χ 181,65 € ÷ 24 = 2.331,17 €), για δε τις ώρες αναμονής τετρακόσια είκοσι εννέα ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτά (142 ώρες Χ 181,65 € ÷ 24 Χ 40% = 429,90 €). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιδίκασε στον ενάγοντα το ορθό ποσόν (2.331,17 €) για τις τριακόσιες οκτώ (308) ώρες ταξιδιού αλλά κατά τον υπολογισμό του ειδικού επιδόματος που αντιστοιχούσε στις ώρες αναμονής του ρυμουλκού υπέπεσε σε σφάλμα ως προς την εφαρμογή του άρθρου 13 της ΣΣΝΕ, δεδομένου ότι του επιδίκασε εξακόσια σαράντα τέσσερα ευρώ και ογδόντα έξι λεπτά (644,86 €) για εκατόν σαράντα δύο (142) ώρες αναμονής και τούτο διότι απομείωσε το πλήρες επίδομα του ενάγοντος κατά ποσοστό 40% αντί ποσοστού 60%, όπως προβλέπεται στο άρθρο 13. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ’ ουσίαν ο τρίτος λόγος της Β΄ έφεσης κατά το συναφές τρίτο σκέλος του και να επιδικαστεί στον ενάγοντα ως ειδικό επίδομα ταξιδίων το χρηματικό ποσόν των δύο χιλιάδων επτακοσίων εξήντα ενός ευρώ και επτά λεπτών (2.331,17 € + 429,90 € = 2.761,07 €) και με συνυπολογισμό και του επιδόματος τροφοδοσίας το συνολικό χρηματικό ποσόν των δύο χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα ενός ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (2.761,07 € + 190,30 € = 2.951,37 €). Επιπλέον, αποδεικνύεται ότι το Ρ/Κ Π εκτέλεσε επιφυλακή ως ρυμουλκό ασφαλείας στο λιμένα του Πειραιώς στις 18.9.2020, στις 29.10.2020, στις 15.11.2020, στις 7.12.2020 και στις 29.1.2021 από τις 20:00 έως τις 06:00 της επομένης κάθε φορά, δηλαδή επί δέκα [10] συνολικά ώρες καθ’ εκάστη και, επομένως, ο ενάγων δικαιούται για την αιτία αυτή το χρηματικό ποσόν των τετρακοσίων τριάντα δύο ευρώ και πενήντα λεπτών (50 ώρες X 8,65 € = 432,50 €), το οποίο του επιδικάστηκε πρωτοδίκως. Με τον πέμπτο λόγο της Α΄ έφεσής του ο ενάγων υποστηρίζει ότι δικαιούται για την ίδια αιτία το επιπλέον χρηματικό ποσόν των ενενήντα πέντε ευρώ και δεκαπέντε λεπτών (95,15 €) για τη συμμετοχή του στην εκτέλεση επιφυλακής του ρυμουλκού και στις 17.11.2020, επικαλούμενος προς απόδειξη του ισχυρισμού του την αντίστοιχη εγγραφή στο ημερολόγιο του πλοίου, στο οποίο αναφέρεται ότι εκτελέστηκε πράγματι επιφυλακή από τις 21:00 της 17ης.11.2020 έως τις 06:00 της επομένης (δηλαδή για εννέα [9] ώρες). Όμως, από την υπ’ αριθμό πρωτοκόλλου 2131.12-1/12/30.10.2020 απόφαση του Κεντρικού Λιμενάρχη Πειραιώς προκύπτει ότι για την εκτέλεση της επιφυλακής ασφαλείας στο λιμένα του Πειραιώς εκείνη την ημέρα είχε οριστεί άλλο ρυμουλκό πλοίο και, συγκεκριμένα, το Ρ/Κ Α (Ν.Π. ……). Συνεπώς, ανεξαρτήτως της εκτέλεσης επιφυλακής και από το Ρ/Κ Π στις 17.11.2020, τα μέλη του πληρώματός του, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, δεν δικαιούται υπερωριακή αμοιβή κατά το άρθρο 3 αρ. 5 στοιχ. ε΄ της ΣΣΝΕ, επειδή κατά το σαφές γράμμα της τέτοιο δικαίωμα αποκτούν οι ναυτικοί μόνον όταν η επιφυλακή εκτελείται «σύμφωνα με απόφαση του ΥΕΝ». Επομένως, ο ερευνώμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, ο ενάγων δικαιούται πέραν της διαφοράς των δεδουλευμένων αποδοχών του (550,89 €), το χρηματικό ποσόν των εννέα χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ και σαράντα λεπτών (5.946,13 € + 2.951,37 € + 534,40 € + 432,50 € = 9.864,40 €) ως αμοιβή της υπερωριακής του απασχόλησης, ως επιδόματα ταξιδίων εσωτερικού, ως έξτρα αμοιβή για μη παροχή ρεπό μετά από απασχόληση σε ημέρες αργίας και ως αμοιβή για την εκτέλεση επιφυλακής ασφαλείας λιμένος. Έναντι του ποσού αυτού οι εναγόμενες πρότειναν πρωτοδίκως σε συμψηφισμό το ποσό των οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων τριών ευρώ και ενενήντα ενός λεπτών (8.403,91 €), το οποίο ισχυρίστηκαν ότι η πρώτη αυτών και εργοδότιδά του είχε καταβάλει σταδιακά στον ενάγοντα κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του για τις ως άνω αιτίες, προς υποστήριξη δε του ισχυρισμού τους αυτού επικαλέστηκαν τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας τους και τα αντίστοιχα τραπεζικά παραστατικά. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μολονότι διαπίστωσε «προκύπτουσα στις … αποδείξεις πληρωμής αποδοχών του ενάγοντος διαφορά μεταξύ του νόμιμου προβλεπόμενου από τη ΣΣΕ μισθού … και μεγαλύτερου ποσού μη σταθερού μηνιαίως, αναφερόμενου ως “συμφωνηθέντος μισθού”…», εντούτοις, απέρριψε την ένσταση αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη, κρίνοντας ότι το ποσό αυτό «…δεν μπορεί να καταλογιστεί στις υπερωρίες του ενάγοντος, καθώς δεν προκύπτει ότι δόθηκε έναντι αυτών ούτε, εξάλλου, γίνεται επίκληση ή προκύπτει συμφωνία περί καταλογισμού του στις εν λόγω υπερωρίες…», καθώς και επειδή, κατά της παραδοχές πάντοτε της εκκαλουμένης, τέτοιος συμψηφισμός μπορεί να γίνει « … μόνο όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί του καταλογισμού αυτών στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές, γεγονός που δεν επικαλούνται εν προκειμένω οι διάδικοι, ούτε, εξάλλου, προέκυψε από τις αποδείξεις». Οι αιτιολογίες αυτές είναι εσφαλμένες, όπως εσφαλμένη είναι και η απόρριψη της επίμαχης ένστασης συμψηφισμού. Πράγματι, καταλογισμός στις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου δεν μπορεί να γίνει μόνον αν αυτός αφορά σε χρηματικά ποσά που ο εργοδότης του έχει καταβάλει καθ’ υπέρβαση των νομίμων αποδοχών του (ως επιμίσθιο ή μπόνους) και όχι όταν οι προτεινόμενες σε συμψηφισμό καταβολές αντιστοιχούν σε ποσά που ο εργοδότης οφείλει δυνάμει διατάξεων νόμου ή συλλογικής σύμβασης, αφού στην περίπτωση αυτή η καταβολή τους εκπληρώνει την υποχρέωσή του στην πληρωμή των νόμιμων αποδοχών και ο συνυπολογισμός της σ’ αυτές δεν περιορίζει τις συνολικές αποδοχές του εργαζομένου. Άλλωστε, εν προκειμένω, οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι ως προς τους όρους αμοιβής και εργασίας του ενάγοντος συμφωνήθηκε η εφαρμογή της ως άνω ΣΣΝΕ, που προέβλεπε την υποχρέωση του εργοδότη να καταβάλει στον εργαζόμενο ναυτικό το βασικό μισθό και όλα τα επιδόματα και τις λοιπές αμοιβές που αποτελούν το νόμιμο αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του, μεταξύ των οποίων, την αμοιβή προεχόντως μεν της υπερωριακής απασχόλησής του αλλά και πέραν αυτής των επιδομάτων των άρθρων 3 αρ. 5 στοιχ. ε΄, 4 στοιχ. α΄ και β΄ και 13. Επομένως, δεν υπήρχε ανάγκη άλλης, ειδικότερης συμφωνίας, δυνάμει της οποίας η πρώτη εναγόμενη θα μπορούσε να συμψηφίσει στις καταβληθείσες αποδοχές του ενάγοντος τα ποσά που του κατέβαλε για τις αιτίες αυτές. Περαιτέρω, η ένσταση αυτή αποδεικνύεται και ουσιαστικά βάσιμη. Συγκεκριμένα, στις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του ενάγοντος αναγράφεται αρχικώς ο «νόμιμος μισθός» του, ως άθροισμα του βασικού μισθού, του αντιτίμου τροφής, των αποδοχών άδειας και των επιδομάτων εξειδικευμένης εργασίας, μερικής τροφοδοσίας και Κυριακής και στη συνέχεια, υπό την ένδειξη «κανονικές αποδοχές» ένα (υπέρτερο) χρηματικό ποσό μη σταθερό ανά μήνα, που παριστά τις εκάστοτε καταβλητέες στον ενάγοντα αποδοχές του, όπως αυτές διαμορφώνονταν κάθε μήνα με βάση τις προβλέψεις της ΣΣΝΕ που συμφωνήθηκε εφαρμοστέα και την πραγματική απασχόλησή του. Είναι δε αυτονόητο ότι η διαφορά μεταξύ του «νόμιμου μισθού» και των «κανονικών αποδοχών» του ενάγοντος συντίθεται από τα ποσά που του καταβλήθηκαν κατ’ εφαρμογή της ΣΣΝΕ ως επιδόματα και αμοιβές μη περιλαμβανόμενες στο «νόμιμο μισθό», δηλαδή για υπερωρίες, ταξίδια εσωτερικού, μη παροχή ρεπό και για εκτέλεση επιφυλακής ασφαλείας λιμένος. Ειδικότερα, από τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του ενάγοντος προκύπτει ότι η διαφορά ανά μήνα των «κανονικών αποδοχών» του από το «νόμιμο μισθό» του είναι εκατόν δεκατρία ευρώ και εβδομήντα λεπτά (1.035,90 € – 922,20 € = 113,70 €) για το μήνα Ιανουάριο του έτους 2020, χίλια διακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα ένα λεπτά (3.581,80 € – 2.305,49 € = 1.276,31 €) για το μήνα Φεβρουάριο 2020, χίλια τετρακόσια ενενήντα επτά ευρώ και έξι λεπτά (3.802,55 € – 2.305,49 € = 1.497,06 €) για το μήνα Μάρτιο 2020, οκτακόσια τριάντα επτά ευρώ και σαράντα έξι λεπτά (3.142,95 € – 2.305,49 € = 837,46 €) για το μήνα Απρίλιο 2020,  εκατόν επτά ευρώ και είκοσι ένα ευρώ (2.412,70 € – 2.305,49 € = 107,21 €) για το μήνα Μάιο 2020, ίσο ποσόν (2.412,70 € – 2.305,49 € = 107,21 €) για το μήνα Ιούνιο 2020, τετρακόσια ενενήντα δύο ευρώ και εννέα λεπτά (2.902,50 € – 2.410,41 € = 492,09 €) για το μήνα Ιούλιο 2020, είκοσι ευρώ και δεκαοκτώ λεπτά (2.430,59 € – 2.410,41 € = 20,18 €) για το μήνα Αύγουστο 2020, τριακόσια τριάντα ευρώ και σαράντα τέσσερα λεπτά (2.740,85 € – 2.410,41 € = 330,44 €) για το μήνα Σεπτέμβριο 2020, διακόσια ογδόντα εννέα ευρώ και εξήντα ένα λεπτά (2.700,02 € – 2.410,41 € = 289,61 €) για το μήνα Οκτώβριο 2020, εννιακόσια σαράντα δύο ευρώ και σαράντα τρία λεπτά (3.352,84 € – 2.410,41 € = 942,43 €) για το μήνα Νοέμβριο 2020, διακόσια εβδομήντα τρία ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτά (2.683,69 € – 2.410,41 € = 273,28 €) για το μήνα Δεκέμβριο 2020, τριακόσια εβδομήντα τέσσερα ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτά (2.784,99 € – 2.410,41 € = 374,58 €) για το μήνα Ιανουάριο του επόμενου έτους 2021, πεντακόσια σαράντα τέσσερα ευρώ και πενήντα ένα λεπτά (2.794,23 € – 2.249,72 € = 544,51 €) για το μήνα Φεβρουάριο 2021 και όχι πεντακόσια ογδόντα τρία ευρώ και σαράντα ένα λεπτά (583,41 €), όπως οι εναγόμενες υποστηρίζουν και, όπως οι εναγόμενες συνομολογούν (βλ. σελ. 28 της Β΄ έφεσης), χίλια εκατόν εξήντα ευρώ (1.160 €) για το μήνα Μάρτιο και όχι τρεις χιλιάδες τριακόσια ένα ευρώ και εξήντα τρία λεπτά (4.587,17 € – 1.285,54 € = 3.301,63 €), όπως αναγράφεται στις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του ενάγοντος, συνολικά δε για όλο το διάστημα της ναυτολόγησης του ενάγοντος οκτώ χιλιάδες τριακόσια εξήντα έξι ευρώ και έξι λεπτά (113,70 € + 1.276,31 € + 1.497,06 € + 837,46 € + 107,21 € + 107,21 € + 492,09 € + 20,18 € + 330,44 € + 289,61 € + 942,43 € + 273,28 € + 374,58 € + 544,51 € + 1.160 € = 8.366,06 €). Το ποσόν αυτό πρέπει κατά μερική παραδοχή της ερευνώμενης ένστασης να αφαιρεθεί από το ποσόν των εννέα χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα τεσσάρων ευρώ και σαράντα λεπτών (9.864,40 €), που δικαιούται για τις παραπάνω αιτίες ο ενάγων, στον οποίο πρέπει να επιδικαστεί η διαφορά των χιλίων τετρακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ και τριάντα τεσσάρων λεπτών (9.864,40 € – 8.366,06 € = 1.498,34 €). Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι ο αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του ενάγοντος, μολονότι ανυπόγραφες από αυτόν, κρίνονται αξιόπιστες, επειδή τα αναγραφόμενα σ’ αυτές ως καταβλητέες καθαρές αποδοχές του χρηματικά ποσά ταυτίζονται κατά βάση με τις (συνομολογούμενες άλλωστε) πραγματικές καταβολές της πρώτης εναγομένης στον τραπεζικό λογαριασμό του, που παριστούν τις καθαρές αποδοχές που του καταβλήθηκαν, με την εξαίρεση των δύο [2] τελευταίων μηνών της ναυτολογήσεώς του, κατά τους οποίους εμφανίζονται αυξημένες έναντι εκείνων που πράγματι καταβλήθηκαν οι καταβλητέες καθαρές αποδοχές του ενάγοντος. Μάλιστα το ποσόν της διαφοράς [(2.165,18 € – 1.675,41 € για το μήνα Φεβρουάριο 2021 =) 489,77 € + (3.929,18 € – 3.099,21 € για το μήνα Μάρτιο 2021 =) 829,97 € = 1.319,74 €] συμπίπτει με το ποσόν της αποζημίωσης που του καταβλήθηκε μετά την απόλυσή του. Η απόλυση αυτή, τέλος, στις 19.3.2021, δεν αμφισβητείται πλέον ότι έλαβε χώρα χωρίς υπαιτιότητα του ενάγοντος, όπως άλλωστε αναγράφηκε και στο ναυτικό του φυλλάδιο κατόπιν συμφωνίας των μερών και όπως επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η πρώτη εναγόμενη κατέβαλε μέρος της οφειλόμενης κατά τα άρθρα 72, 75 § 2 εδαφ. β΄ και 76 εδαφ. α΄ ΚΙΝΔ αποζημίωσης. Η ίδια αποζημίωση, υπολογιζόμενη με βάση τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, δηλαδή επί ποσού δύο χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα πέντε ευρώ και δώδεκα λεπτών [2.410,40 € για βασικό μισθό, αντίτιμο τροφής, επιδόματα μερικής τροφοδοσίας, εξειδικευμένης εργασίας και Κυριακών, ως και για αποδοχές άδειας, πλέον του μέσου όρου της αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του, ύψους 424,72 € (5.946,13 € ÷ 14 μήνες ναυτολόγησης) = 2.835,12 €], ανέρχεται σε χίλια τετρακόσια δεκαεπτά ευρώ και πενήντα έξι λεπτά (2.835,12 € ÷ 2 = 1.417,56 €), έναντι του οποίου συνομολογείται ότι ο ενάγων έλαβε χίλια τριακόσια δεκαεννέα ευρώ και εβδομήντα τέσσερα λεπτά (1.319,74 €), με αποτέλεσμα να εξακολουθεί οφειλόμενο το χρηματικό ποσόν των ενενήντα επτά ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών (1.417,56 € – 1.319,74 € = 97,82 €), απορριπτομένου ως αβάσιμου του συναφούς έβδομου λόγου της Α΄ έφεσης, με τον οποίο διώκεται η επιδίκαση διαφοράς αποζημίωσης απόλυσης ύψους χιλίων εξακοσίων εβδομήντα ενός ευρώ και σαράντα τριών λεπτών (1.671,43 €).

VI. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331 = Δ 2006/1151 = ΝοΒ 2006/1716, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 = ΕΕΝ 1997/389 = ΝοΒ 1998/17, ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501 = ΕΕΝ 1991/320 = ΝοΒ 1991/389, ΟλΑΠ 2101/1984, ΝοΒ 1985/648, ΟλΑΠ 88/1980, ΝοΒ 1980/1437, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει εύλογα δημιουργηθεί στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΕΕΝ 2003/168 = ΝοΒ 2003/648, ΟλΑΠ 8/2001, ΝοΒ 49/1814 = Δνη 2001/382 = ΕπισκΕμπΔ 2002/392). Η ανωτέρω διάταξη, όμως, έχει εφαρμογή στην περίπτωση άσκησης δικαιώματος από το δικαιούχο, όταν δηλαδή αυτός επιδιώκει την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει στο δικαίωμά του και όχι όταν ο αντίδικός του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 764/2001, ΔΕΕ 2001/1013, ΑΠ 950/1989, Δνη 1991/77, ΑΠ 84/1984, ΝοΒ 1985/239, ΜονΕφΔυτΣτερΕλ 34/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, ΕφΑθ. 8263/2007, ΔΕΕ 2008/1115, ΕφΔωδ. 122/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 871/2002, ΠειρΝομ. 2002/472, ΕφΠειρ. 470/1992, ΕΝαυτΔ 1993/256) ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα του αγωγικού δικαιώματος, αποκρούοντας δηλαδή την εφαρμογή του ως μη αναγνωριζόμενου από το νόμο (ΑΠ 1119/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1255/1980, ΝοΒ 29/554, ΕφΔωδ. 171/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ. 221/2000, DIGESTA 2003/36, ΕφΠειρ. 13/1995, Δνη 1996/423 = ΔΕΕ 1995/403), καθόσον, ειδικότερα, εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βουλήσεως του υποχρέου, οπότε ελέγχεται βεβαίως ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της ασκήσεώς του, εάν, όμως, είναι ανυπόστατο ή αντίκειται στο νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος περί καταχρήσεως (ΑΠ 1417/1984, ΝοΒ 1985/1002, ΕφΘεσ. 727/2000, Αρμ. 2000/806). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής ασκήσεως «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕφΑθ. 966/2010, Δνη 2012/188), η δε διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 894/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, όπως άκυρη είναι και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ τούτου, επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημοσίας τάξεως άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 464/2021, ΜονΕφΠειρ. 71/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, ΕφΠειρ. 901/2002, ΠειρΝ 2003/70).

Με τον τέταρτο λόγο της ένδικης Β΄ έφεσής τους οι εναγόμενες – εκκαλούσες επαναφέρουν τον και πρωτοδίκως προβληθέντα αμυντικό ισχυρισμό τους ότι ο αντίδικός τους στις 18.3.2021 είχε προβεί σε δήλωση περιβληθείσα τον τύπο του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986 απευθυνόμενη προς το Β΄ Λιμενικό Τμήμα (Κερατσινίου) του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς αλλά και την πρώτη από αυτές περί του ότι αποδέχθηκε τη διαιτητική απόφαση στην οποία κατέληξαν οι εκπρόσωποι του Λιμεναρχείου, της συνδικαλιστικής οργάνωσής του και της εργοδότριας, ώστε να απολυθεί με αιτιολογία «αιτήσει του πλοιάρχου» και περί του ότι, μετά τη λήψη της αναλογούσας αποζημιώσεως, δεν διατηρεί άλλη απαίτηση κατά του πλοιοκτήτη, με βάση τον οποίο (ισχυρισμό) υποστήριξαν, κυρίως μεν ότι ο ενάγων είχε παραιτηθεί από τις ένδικες αξιώσεις του και, επικουρικώς, ότι ασκούσε αυτές καταχρηστικά. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι νόμιμος όχι μόνον διότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση, κατά την οποία οι εναγόμενες – εκκαλούσες, παρότι επικαλούνται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος, αμφισβητούν ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματός του απορρέοντος από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αλλά και επειδή τα επικαλούμενα περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της ιδίας διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, αφού ο ενάγων, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Άλλωστε και η επικαλούμενη παραίτησή του (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι κατά προεκτεθέντα άκυρη και δεν ασκεί έννομη επιρροή στην τύχη της αγωγής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό, ορθώς έκρινε και ο ερευνώμενος λόγος της Β΄ έφεσης είναι απορριπτέος.

VII. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει οι ένδικες εφέσεις ως και ουσιαστικά βάσιμες και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη πληγέν ή ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 1985/642, ΜονΕφΠειρ. 8/2024, ΜονΕφΘεσ. 174/2018, ΜονΕφΠειρ. 16/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 700/2011, ΕΝαυτΔ 2012/113), συμπεριλαμβανομένης της περί της επιβολής δικαστικών εξόδων διατάξεώς της, με αποτέλεσμα να παρέλκει η εξέταση του σχετικού με αυτήν πέμπτου λόγου της Β΄ έφεσης. Ακολούθως δε πρέπει, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη κατά το συνολικό χρηματικό ποσόν των δύο χιλιάδων εκατόν σαράντα επτά ευρώ και πέντε λεπτών (550,89 € + 1.498,34 € + 97,82 € = 2.147,05 €) και, συστοίχως προς τις αγωγικές διακρίσεις, α] να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλουν στον ενάγοντα  χίλα εβδομήντα τρία ευρώ και πενήντα τρία λεπτά (1.073,53 €) και β] να αναγνωριστεί η υποχρέωσή τους στην προς αυτόν καταβολή χιλίων εβδομήντα τριών ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (1.073,52 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσεως της τελευταίας συμβάσεως ναυτολόγησης του ενάγοντος (20.3.2021), που αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

VIIΙ. Μετά την καθολική εξαφάνιση της εκκαλουμένης στην παρούσα θα περιληφθεί και η διάταξή της περί της αναγνώρισης της ύπαρξης του προνομίου των απαιτήσεων του ενάγοντος και μετά τη συμβατική εκποίηση του ως άνω πλοίου, η οποία δεν προσβλήθηκε με έφεση και δεν ανατράπηκε, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

IΧ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος των εναγομένων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις

Δέχεται αυτές τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.

Δέχεται αυτήν κατά ένα μέρος.

Υποχρεώνει τις εναγόμενες να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα το χρηματικό ποσόν των χιλίων εβδομήντα τριών ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (1.073,53 €) με το νόμιμο τόκο από την 20η.3.2021 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Αναγνωρίζει την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των χιλίων εβδομήντα τριών ευρώ και πενήντα δύο λεπτών (1.073,52 €) με το νόμιμο τόκο από το ίδιο ως αμέσως ανωτέρω αφετήριο σημείο.

Αναγνωρίζει ότι το προνόμιο των απαιτήσεων του ενάγοντος επί του περιγραφόμενου στο σκεπτικό ρυμουλκού πλοίου Π, που μετονομάστηκε σε ΛΣ, εξακολουθεί να υφίσταται έναντι της δεύτερης εναγόμενης και μετά την εκ μέρους της συμβατική κτήση του.

Επιβάλλει σε βάρος των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε εκατό ευρώ (100 €).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Αυγούστου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ