Αριθμός 558/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τo Δικαστή, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
- Η από 10.06.2016 (γεν. αριθμ. καταθ. ……., ειδ. αριθμ. καταθ. ……) έφεση του ανακόπτοντος και ήδη εκκαλούντος κατά των καθών η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητων και της υπ΄ αριθμ. 2907/2014 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο έκρινε κατά την τακτική διαδικασία την από 10.10.2012 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……….) ανακοπή και απέρριψε αυτή, ασκήθηκε σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους και εμπρόθεσμα, εφόσον από τα σχετικά της δικογραφίας έγγραφα δεν προκύπτει ότι χώρησε επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως. Ασκήθηκε, δηλαδή, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 495§§1, 2, 3 εδάφ. α΄, β΄, γ΄, 496, 499, 500, 511, 513§1 στοιχ. β΄ εδάφ. α΄, 516§1, 517 εδάφ. α, 518§2, 520§1 ΚΠολΔ και 9§2 ν. 4335/2015. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να εξεταστούν κατά την αυτή, ως άνω, διαδικασία το παραδεκτό και το βάσιμο του λόγου της (άρθρο 533§1 ΚΠολΔ) ερήμην των 2ου, 3ου, 4ου, 5ου, 6ου, 7ου, 8ου, 9ου, 10ου, 11ου, 12ου, 13ου, 14ου, 15ου, 16ου και 17ης των εφεσίβλητων, οι οποίοι αν και κλητεύτηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα (βλ. τις προσκομιζόμενες με νόμιμη επίκληση με στοιχεία ……… και …… εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……..) για να παραστούν στην εκδίκαση της εφέσεως κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 21.09.2017. Κατά την εν λόγω δικάσιμο (21.09.2017) η εκδίκαση της εφέσεως αναβλήθηκε για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της αποφάσεως αυτής (15.02.2018) κατά την οποία όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο οι προαναφερόμενοι διάδικοι δεν παρουσιάστηκαν με πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε εκπροσωπήθηκαν από τέτοιο (δικηγόρο), σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθρου 94§1 ΚΠολΔ. Ωστόσο, η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήσαν και αυτοί οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 524§4 εδάφ. α΄ ΚΠολΔ), εφόσον η αναγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο της μετά από αναβολή δικασίμου ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρο 226§4 εδάφ. β΄, γ΄ Κ.Πολ.Δ. που εφαρμόζεται και στην κατ΄ έφεση δίκη σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθρου 498§2 εδάφ. β΄ Κ.Πολ.Δ.).
- Το ανακόπτον (Ελληνικό Δημόσιο), στην από 10.10.2012 ανακοπή του ισχυρίστηκε ότι σύμφωνα με τις προβλέψεις του ν. 2881/2001 η πρώτη των καθών η ανακοπή εταιρεία («ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.») διενήργησε πλειοδοτικό διαγωνισμό για την εκποίηση και απομάκρυνση από τον λιμένα του Πειραιώς του επικίνδυνου και επιβλαβούς Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου, με το όνομα «ΝΤ» καθώς και ότι η κατακύρωση του διαγωνισμού έγινε στην εταιρεία, με την επωνυμία «……..», αντί του ποσού των 767.200,00€ πλέον Φ.Π.Α. ποσοστού ύψους 23% ήτοι αντί του συνολικού ποσού των 943.656,00€. Ότι το γεγονός αυτό γνωστοποιήθηκε σ΄ αυτό (ανακόπτον) καθώς και ότι η πρώτη των καθών η ανακοπή εταιρεία παρακατέθεσε στο Τ.Π. και Δ. το ποσό των 750.673,77€, το οποίο απέμεινε από το καθαρό τίμημα μετά την αφαίρεση του ποσού των 16.526,23€, το οποίο αντιστοιχούσε στα έξοδα της εκποιήσεως. Ότι μετά την γνωστοποίηση σ΄ αυτό (ανακόπτον) του γεγονότος της παρακαταθέσεως, αυτό (ανακόπτον) ανήγγειλε την απαίτησή του κατά της πλοιοκτήτριας του πλοίου εταιρείας στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο και κατέθεσε σ΄ αυτή το σύνολο των εγγράφων, των αποδεικτικών της απαιτήσεώς του. Ότι από την υπάλληλο του πλειστηριασμού συντάχθηκε ο υπ΄ αριθμ. ……. πίνακας κατατάξεως, ο οποίος του γνωστοποιήθηκε νόμιμα. Ότι η υπάλληλος του πλειστηριασμού προαφαίρεσε από το ανωτέρω ποσό αυτό των 1.315,53€ για έξοδα συντάξεως πίνακα κατατάξεως, προσκλήσεως δανειστών και κοινοποιήσεων αυτής και στο εναπομείναν ποσό των 749.358,246€ κατέταξε οριστικά αυτό (ανακόπτον) για ποσό 706.487,31€ και την πρώτη των καθών η ανακοπή ανώνυμη εταιρεία για ποσό 26.588,71€ ενώ κατέταξε τα λοιπά των καθών πρόσωπα (φυσικά και νομικό) για τα αναφερόμενα χρηματικά ποσά προνομιακά και υπό τον όρο της τελεσίδικης επιδικάσεως των απαιτήσεών τους. Ότι ανακόπτει τον συνταγέντα πίνακα κατατάξεως της υπαλλήλου του πλειστηριασμού συμβολαιογράφου Πειραιώς ……… προς τον σκοπό της κατατάξεως της αναγγελθείσης απαιτήσεώς του συνολικού ποσού 28.438.043,49€, το οποίο προέρχεται από τις νόμιμες αιτίες που αναφέρονται στην από 27.03.2012 αναγγελία του και αφορά οφειλές της πλοιοκτήτριας του πλοίου εταιρείας, με την επωνυμία «…….». Ότι οι λόγοι για τους οποίους ασκεί την ανακοπή της και ζητεί την αποβολή των καθών η ανακοπή από τον πίνακα κατατάξεως προς τον σκοπό της κατατάξεως αυτού (ανακόπτοντος) συνίστανται στο ότι αρνείται το ορισμένο της αναγγελίας της πρώτης των καθών η ανακοπή καθώς και τον προνομιακό χαρακτήρα της απαιτήσεως αυτής (πρώτης των καθών η ανακοπή) όπως επίσης την γένεση, την ύπαρξη, το ύψος και τον προνομιακό χαρακτήρα των λοιπών καταταγέντων – καθών η ανακοπή, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην ανακοπή του. Ζήτησε δε να γίνει δεκτή η ανακοπή του, να εξαφανιστεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί ο ανωτέρω αναφερόμενος πίνακας κατατάξεως δανειστών, προς τον σκοπό να αποβληθούν από αυτόν οι καθών η ανακοπή και στο προκύπτον χρηματικό ποσό να καταταγεί αυτό. Ζήτησε, επίσης, να επιβληθούν τα δικαστικά του έξοδα εις βάρος των αντιδίκων της.
- Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ως άνω έχουσα ανακοπή λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας, με την αιτιολογία ότι ανακοπές κατά του πίνακα κατατάξεως που συντάσσεται στο πλαίσιο του ν. 2881/2001 υπάγονται στην δικαιοδοσία του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, και συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα στο σύνολό τους.
- Κατά της, ως άνω, κρινάσης αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονείται με την ένδικη έφεσή του το ανακόπτον αποδίδοντας σ΄ αυτή (πρωτόδικη απόφαση) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου εξαιτίας των οποίων (εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου) οδηγήθηκε σε εσφαλμένη κρίση περί της μη υπάρξεως δικαιοδοσίας του να κρίνει την εισαχθείσα ενώπιόν του, κατά τα ανωτέρω, διαφορά. Ζητεί δε την τυπική και κατ΄ ουσίαν παραδοχή της εφέσεώς του, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την διακράτηση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο, την αναδίκαση της ανακοπής, την παραδοχή αυτής προς τον σκοπό αποβολής των καθών η ανακοπή από τον προσβαλλόμενο πίνακα διανομής πλειστηριάσματος και την κατάταξη αυτού και την επιβολή των δικαστικών εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας εις βάρος των αντιδίκων της.
- Από τις διατάξεις των άρθρων 94 του Συντάγματος 1975/1986/2001 και 2 §§ 1, 2 ν. 1406/1983, προκύπτει ότι στην δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, που δεν είχαν μέχρι τότε υπαχθεί σ΄ αυτή. Στις διαφορές αυτές περιλαμβάνονται ιδίως αυτές που αναφέρονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά την ευθύνη του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι διοικητικές διαφορές ουσίας, που η εκδίκασή τους υπάγεται στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, είναι, κατά κύριο λόγο, εκείνες που πηγάζουν από πράξεις των οργάνων του Δημοσίου και των αναφερόμενων στο άρθρο 106 ΕισΝΑΚ, νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, οι οποίες ενέχουν άσκηση δημόσιας εξουσίας, με προέχον δηλαδή στοιχείο την επιβολή της υπέρτερης μονομερούς βουλήσεως του Δημοσίου, χωρίς να αποκλείονται και εκείνες που προκύπτουν από υλικές ενέργειες των ίδιων οργάνων, όταν αυτές απορρέουν από την οργάνωση και λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών ή τελέστηκαν σε συνάρτηση προς την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας ή εξαιτίας τους και δεν συνδέονται με την ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας του, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου που έχει ενεργήσει εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών καθηκόντων του. (βλ. ΟλΑΠ 3/1994 ΕλλΔνη 1994.1250 = ΕΕΝ 1994.380 = ΕΣυγκΔ 1995.212, ΝοΒ 1994.1143 και 1996.25 = τ.ν.π. Νόμος, ΑΠ 1525/ 2010 ΕλλΔνη 2011. 435 = ΕφΑΔ 2011.758 = ΧρΙΔ 2011.520 = τ.ν.π. Νόμος, 1161/2010 ΕΠολΔ 2010.700 = τ.ν.π. Νόμος). Εξάλλου, το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς», που ιδρύθηκε με τον ν. 4748/1930 (Α΄166) και αναμορφώθηκε με τον α. ν. 1559/1950 (Α΄ 252), που κυρώθηκε με τον ν. 1630/1951 (Α΄8), μετατράπηκε με το άρθρο πρώτο (§ 1) του ν. 2688/1999 (Α΄ 40) σε ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………….. ……..» και διακριτικό τίτλο «….. ……». Σύμφωνα με την ίδια διάταξη «Η …………… . είναι ανώνυμη εταιρία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται από τον παρόντα νόμο και τον κ. ν. 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του ν. 2414/1996 (Α΄ 135), καθώς και του α.ν. 1559/1950, όπως κάθε φορά ισχύουν». Σημειώνεται ότι, κατά το άρθρο 4 του, ως άνω, συμπληρωματικά, διέποντος, κατά τα παραπάνω, την ………., α.ν. (1559/1950), «εις την έννοια της υπό του Οργανισμού διοικήσεως του Λιμένος Πειραιώς περιλαμβάνονται η γενική εκμετάλλευσις του λιμένος και η υπό αυτού εξυπηρέτησις των συγκοινωνιών και της λειτουργίας αυτού … περαιτέρω, κατά την § 2 του ιδίου ως άνω, πρώτου, άρθρου «΄Ολη η κινητή και ακίνητη περιουσία του μετατρεπόμενου νομικού προσώπου περιέρχεται στην εταιρία ………. .., η οποία υπεισέρχεται αυτοδικαίως σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του …». Στο καταστατικό της …… ΑΕ, που περιλαμβάνεται στο άρθρο τρίτο του ως άνω νόμου ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «΄Αρθρο 3.
1. Σκοπός της Εταιρίας είναι η διοίκηση και η εκμετάλλευση του Λιμένος Πειραιώς ή και άλλων λιμένων. … Στο σκοπό της Εταιρίας περιλαμβάνονται ιδίως: Η παροχή υπηρεσιών ελλιμενισμού των πλοίων και διακίνησης φορτίων και επιβατών από και προς τον Λιμένα, β. Η εγκατάσταση, οργάνωση και εκμετάλλευση κάθε είδους λιμενικής υποδομής, γ. Η ανάληψη κάθε δραστηριότητας που έχει σχέση με το λιμενικό έργο, καθώς και κάθε άλλης εμπορικής, βιομηχανικής, πετρελαϊκής και επιχειρηματικής δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένων ιδίως της τουριστικής, της πολιτιστικής, της αλιευτικής και του σχεδιασμού και οργάνωσης λιμενικών εξυπηρετήσεων, δ. Κάθε άλλη αρμοδιότητα που είχε ανατεθεί στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. 2. …». «΄Αρθρο 6. 1. Το μετοχικό κεφάλαιο της Εταιρίας … αναλαμβάνεται και καλύπτεται εξ ολοκλήρου από το Ελληνικό Δημόσιο και διαιρείται σε μετοχές, … Οι μετοχές της Εταιρίας είναι ονομαστικές. 2. Οι μετοχές της Εταιρίας μπορεί να εισαχθούν προς διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ή και σε οποιοδήποτε διεθνώς αναγνωρισμένο Χρηματιστήριο Αξιών με απόφαση της γενικής Συνέλευσης των μετόχων, με την προϋπόθεση ότι το ποσοστό συμμετοχής του Ελληνικού Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο της Εταιρίας παραμένει τουλάχιστον 51%», «΄Αρθρο 8. 1. ΄Οργανα της Εταιρίας είναι τα όργανα Διοίκησης, η Γενική Συνέλευση και οι Ελεγκτές. 2. ΄Οργανα Διοίκησης της Εταιρίας είναι: α. το Διοικητικό Συμβούλιο, β. ο Διευθύνων Σύμβουλος, γ. το Συμβούλιο Διεύθυνσης», «Αρθρο 9. 1. (όπως αντικαταστάθηκε κατά το εδάφιο α΄ με την § 6 του άρθρου τριακοστού πρώτου του ν. 2932/ 2001 – Α΄145). Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι ενδεκαμελές και αποτελείται από: α. Πέντε εκπροσώπους του Δημοσίου μεταξύ των οποίων ο Πρόεδρος και ο Διευθύνων Σύμβουλος. Οι εκπρόσωποι του Δημοσίου ορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, β. Δύο εκπροσώπους των εργαζομένων στην Εταιρία … γ. ΄Ενα μέλος υποδεικνυόμενο από την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΟΚΕ) … δ. ΄Εναν εκπρόσωπο του Δήμου της έδρας της Εταιρίας ε. Δύο εκπροσώπους των μετόχων …». Στην συνέχεια, με το άρθρο τριακοστό πέμπτο του ν. 2932/2001 ορίστηκε ότι: «1. Με σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ αφ΄ ενός μεν του Ελληνικού Δημοσίου … και αφ΄ ετέρου της ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία «……………………………. … (…………..)» παραχωρείται στη δεύτερη το δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης των γηπέδων, κτιρίων και άλλων εγκαταστάσεων που βρίσκονται εντός της Λιμενικής Ζώνης του Λιμένα Πειραιώς…», ακολούθως δε υπεγράφη η από 13.2. 2002 σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της …………., με την οποία παραχωρήθηκε στην τελευταία το αποκλειστικό δικαίωμα χρήσεως και εκμεταλλεύσεως των γηπέδων, κτιρίων και εγκαταστάσεων της χερσαίας λιμενικής ζώνης του Λιμένος Πειραιώς και προσδιορίσθηκαν οι ειδικότεροι όροι της παραχωρήσεως αυτής και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις των μερών. Σύμφωνα με την σύμβαση (άρθρο 3), το δικαίωμα χρήσεως και εκμεταλλεύσεως περιλαμβάνει την δυνατότητα αξιοποιήσεως των παραχωρουμένων, για την παροχή με αντάλλαγμα, λιμενικών υπηρεσιών και εξυπηρετήσεων σε χρήστες του λιμένα, την προσωρινή παραχώρηση επ΄ ανταλλάγματι της χρήσεως χώρων και την πραγματοποίηση επενδύσεων κεφαλαίου, της ………….. ή τρίτων, σε κτίρια και εγκαταστάσεις πάσης φύσεως με σκοπό την υποστήριξη νέων δραστηριοτήτων ή την επέκταση υφισταμένων υπό την προϋπόθεση ότι «εξυπηρετούν άμεσα την παροχή λιμενικών υπηρεσιών και εξυπηρετήσεων». Η, ως άνω, σύμβαση κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο ν. 3654/2008 (Α΄ 57). Επειδή, τα κοινόχρηστα πράγματα, στα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 967 του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984 – Α΄ 64) και το άρθρο 22 ν. 2971/2001 «Αιγιαλός, παραλία και άλλες διατάξεις» (Α΄ 285), περιλαμβάνονται οι λιμένες, ανήκουν στη δημόσια κτήση και προορίζονται για την άμεση εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην κοινοχρησία τους, η διαχείρισή τους δε αντιδιαστέλλεται προς την διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου και συνιστά άσκηση δημοσίας εξουσίας. Στα πλαίσια της διαχειρίσεως των εν λόγω πραγμάτων από την Διοίκηση είναι δυνατόν, σύμφωνα με τον βασικό, δημόσιου δικαίου κανόνα του άρθρου 970 ΑΚ (βλ. και τις διατάξεις των άρθρων 13, 14 και 24 ν. 2971/ 2001 για την παραχώρηση λιμένων εν γένει), να παραχωρούνται επ΄ αυτών ιδιαίτερα δικαιώματα προς φυσικά ή νομικά πρόσωπα, εφόσον με την παραχώρηση των ιδιαιτέρων αυτών δικαιωμάτων, τα οποία έχουν χαρακτήρα δημόσιου και όχι ιδιωτικού δικαίου, εξακολουθεί να εξυπηρετείται ή, τουλάχιστον, δεν αναιρείται η κοινή χρήση. Η παραχώρηση ιδιαίτερων δικαιωμάτων επί κοινόχρηστων πραγμάτων αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος. Και αποκλείεται μεν η επιδίωξη και ταμιευτικού σκοπού, μόνον, όμως, δευτερευόντως και εφόσον δεν αναιρείται ο, κατά τα ανωτέρω, προέχων σκοπός, (βλ. ΟλΣτΕ 1211/ 2010). Στην εξυπηρέτηση σκοπών δημόσιου συμφέροντος ανάγονται, προεχόντως, η παροχή υπηρεσιών ελλιμενισμού και διακινήσεως φορτίων και επιβατών, η δε εκπλήρωση τους εξασφαλίζεται δια της νομίμου και ασφαλούς χρήσεως των ανωτέρω δημοσίων πραγμάτων και των συναφών υποδομών από οποιονδήποτε έχει σχετικό δικαίωμα. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 3 ν. 2881/ 2001 για την «Ρύθμιση θεμάτων ανέλκυσης ναυαγίων και άλλες διατάξεις», ορίζει στην § 1: «Ο κύριος ή ο εφοπλιστής πλοίου, το οποίο παραμένει στην περιοχή λιμένα, διώρυγας ή διαύλου και η όλη κατάσταση του δημιουργεί κίνδυνο βύθισης του ή κίνδυνο στη ναυσιπλοΐα ή προσβάλλει ή απειλεί να προσβάλει το περιβάλλον, υποχρεούται να το απομακρύνει εκτός λιμένα, διώρυγας ή διαύλου ή, αν επιβάλλεται από τις περιστάσεις, να το εξουδετερώσει με οποιονδήποτε τρόπο σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις». Η § 2 της διατάξεως αυτής ορίζει ότι: «Ο Οργανισμός προσκαλεί εγγράφως τον κύριο ή και τον εφοπλιστή να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες, ορίζοντας εύλογη αρχική προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να υπερβεί τους δύο (2) μήνες και δηλώνοντας συγχρόνως ότι, σε διαφορετική περίπτωση θα αναλάβει να προβεί στην απομάκρυνση ή εξουδετέρωση του πλοίου με ευθύνη και με δαπάνες τους, οι οποίες σε περίπτωση μη άμεσης καταβολής, καταλογίζονται σε βάρος τους και εισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις περί είσπραξης δημοσίων εσόδων» ενώ, στην § 5 του ίδιου άρθρου, ορίζεται ότι: «Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του προηγουμένου άρθρου». Το προηγούμενο δε της εν λόγω διατάξεως άρθρο 2 του παραπάνω νόμου, ορίζει στην § 5 αυτού ότι: «Αν η εκτέλεση των πράξεων αυτών από τον Οργανισμό κρίνεται, λόγω των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, αδύνατη ή απρόσφορη ή ασύμφορη, ο Οργανισμός μπορεί να εκποιήσει το ναυάγιο ή τμήματα αυτού, με ανοικτό πλειοδοτικό διαγωνισμό. Ο πλειοδότης υποχρεούται να ανελκύσει και απομακρύνει το ναυάγιο μέσα στην οριζόμενη στη διακήρυξη προθεσμία. Από την κατακύρωση και την καταβολή του τιμήματος, ο πλειοδότης θεωρείται ότι παραλαμβάνει το ναυάγιο, αποκτά την κυριότητα του ελεύθερη από κάθε δικαίωμα τρίτου και μπορεί, αν συντρέχει λόγος, να ζητήσει την καταχώριση περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης ή τη διαγραφή από το νηολόγιο. Για την καταχώριση ή τη διαγραφή δεν απαιτείται βεβαίωση του άρθρου 19 § 1 ν. 27/1975 (Α΄ 77) και το πιστοποιητικό του άρθρου 88 § 5 κ.ν. 792/1978 (Α΄ 220), όπως ερμηνεύτηκε αυθεντικά από το άρθρο 1 § 6 ν. 1711/1987 (Α΄ 109). Η κυριότητα του πλειοδότη τελεί υπό τη διαλυτική αίρεση της μη εμπρόθεσμης ανέλκυσης και απομάκρυνσης του ναυαγίου. Η ανέλκυση και απομάκρυνση του ναυαγίου πιστοποιείται από τον Οργανισμό. Ο Οργανισμός αφαιρεί από το τίμημα τις δαπάνες εκποίησης, αυξημένες κατά ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) και καταθέτει το υπόλοιπο στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων υπέρ του κυρίου, ο οποίος και καλείται να παραλάβει το οικείο γραμμάτιο παρακαταθήκης. Για την κατάθεση ειδοποιείται η αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία, το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο, οι δανειστές που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της § 3 και, αν είχε επιβληθεί αναγκαστική κατάσχεση στο ναυάγιο, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού. Στην τελευταία περίπτωση η κατάθεση γίνεται με τον όρο να αποδοθεί το τίμημα ύστερα από εντολή του υπαλλήλου του πλειστηριασμού. Με την επιφύλαξη της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου, το τίμημα αποδίδεται στον κύριο μετά παρέλευση έξι (6) μηνών από την ημέρα που ο Οργανισμός θα δηλώσει ότι έγινε η ανέλκυση και απομάκρυνση του ναυαγίου. Μετά την παρέλευση έτους από την ημέρα αυτήν, ο Οργανισμός δικαιούται να αναλάβει το τίμημα, αν δεν ζητηθεί αυτό από τον κύριο ή δεν ασκήσουν δικαιώματα δανειστές».
Από τις προαναφερθείσες διατάξεις, συνάγεται ότι ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς, ο οποίος είχε ιδρυθεί και λειτουργούσε ως νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου, με βάση τις διατάξεις του ιδρυτικού του νόμου (ν. 4748/1930 και τις, μετέπειτα, τροποποιήσεις του), μετατράπηκε μεν, με βάση τον προαναφερθέντα νόμο 2688/1999, σε ανώνυμη εταιρεία έχει δε, πλέον, τον χαρακτήρα και λειτουργεί ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, διατήρησε όμως και μετά την μετατροπή του αυτή την αρμοδιότητα των παραπάνω δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων και αυτά της αναγκαστικής εκποιήσεως και απομακρύνσεως ναυαγίων, επιβλαβών και επικίνδυνων πλοίων, καθώς και άλλων πλωτών μέσων, από την περιοχή του Λιμένος Πειραιώς, προκειμένου, αφενός, να εξασφαλιστεί, ακώλυτα, η ελεύθερη ναυσιπλοΐα και η εύρυθμη λειτουργία του λιμένα και αφετέρου να αποσοβηθεί ο κίνδυνος ρυπάνσεως του θαλάσσιου χώρου, λόγω της παρουσίας των ανωτέρω (ναυαγίων και άλλων επικίνδυνων πλοίων) εντός των χώρων αυτού. Η ενάσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων εκ μέρους της ……….. .., συνάπτεται με τον έλεγχο της προστασίας, εν γένει, του φυσικού περιβάλλοντος, που, κατά το άρθρο 24 του Συντάγματος, υπάγεται και πρέπει να ασκείται από δημόσια αρχή. Ασκώντας, δηλαδή, τα προβλεπόμενα από τις προαναφερθείσες διατάξεις δικαιώματά της η, ως άνω, εταιρεία ενεργεί ως ν. π. δ. δ. και, έτσι, ασκεί δημόσια εξουσία (ΟλΣτΕ 1211/2010, ΣτΕ 2676/2001, 140, 141, 142, 143, 145 και 146/2011 αποφάσεις της Επιτροπής Αναστολών του ΣτΕ δημοσιευμένες στην τ.ν.π. Νόμος, ΕΠ 540/2011 ΝοΒ 2012.604 όπου και σχόλιο Νικ. Θ. Κωνσταντινίδη = τ.ν.π. Νόμος). Περαιτέρω, όπως ήδη, σημειώθηκε στον ν. 2881/2001 (άρθρο 2§5) προβλέπεται ότι, εάν στο ναυάγιο είχε επιβληθεί αναγκαστική κατάσχεση, για την κατάθεση του προϊόντος της εκποιήσεως ειδοποιείται ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και η κατάθεση του προϊόντος της εκποιήσεως γίνεται με τον όρο να αποδοθεί με εντολή του ανωτέρω υπαλλήλου (συμβολαιογράφου). Η τελευταία αυτή διάταξη, λαμβανομένης υπόψη της μεσολαβούσας αναγκαστικής εκποιήσεως, δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι η προϋφιστάμενη της εκποιήσεως αναγκαστική κατάσχεση επί του πλοίου εξακολουθεί να παράγει αποτελέσματα και μετά την εκποίηση, αλλά ότι ο νομοθέτης, με προφανή σκοπό την συντόμευση των διαδικασιών, αναθέτει στον ήδη ορισθέντα προ της εκποιήσεως υπάλληλο του πλειστηριασμού να προβεί στην διανομή του προϊόντος της εκποιήσεως, όχι όμως υπό την ιδιότητά του ως ορισθέντος υπάλληλου επί του πλειστηριασμού, αλλά ως εκ του νόμου έχοντος την ιδιότητα του δημόσιου λειτουργού και την αρμοδιότητα για την διενέργεια της διανομής. Στην περίπτωση, συνεπώς, που προϋφίστατο της αναγκαστικής εκποιήσεως αναγκαστική κατάσχεση επί του πλοίου, ο ίδιος ο νόμος ορίζει τον δημόσιο λειτουργό που θα προβεί στην διανομή του προϊόντος της εκποιήσεως (βλ. την υπ΄ αριθμ. 645/2012 γνωμοδότηση του Δ΄ Τμήματος του Ν.Σ.Κ. δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του στο διαδίκτυο). Εξάλλου η διαδικασία κατατάξεως αποτελεί τμήμα της διαδικασίας της διαδικασίας εκτελέσεως (βλ. ΑΕΔ 23/1999 ΑρχΝ 2000.88 = ΕλλΔνη 1999.1697 = ΔΔίκη 1999.1082 = ΔΕΕ 2000.323 = ΔΦορΝομοθ 2000.233 = ΕΔΚΑ 1999.767 = ΦορΕπιθ 1999.1624 και 2000.1267 = τ.ν.π. Νόμος). Κατά την επισπευδόμενη, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Πολ.Δ., αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεως που προήλθε από ιδιωτική διαφορά, αν το πλειστηρίασμα δεν επαρκεί για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις των δανειστών του καθού η εκτέλεση που έχουν αναγγελθεί, ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος συντάσσει πίνακα κατατάξεως (άρθρο 974 Κ.Πολ.Δ.). Τον πίνακα αυτό μπορούν να προσβάλουν όσοι από τους δανειστές έχουν προς τούτο έννομο συμφέρον (άρθρο 979§2 Κ.Πολ.Δ.). Οι διαφορές που δημιουργούνται από την άσκηση ανακοπής κατά του, ως άνω, πίνακα κατατάξεως υπάγονται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ως ιδιωτικές διαφορές καθόσον η υποκείμενη σχέση, στην οποία στηρίζεται ο εκτελεστός τίτλος που αποτελεί το θεμέλιο της εκτελέσεως, είναι σχέση ιδιωτικού δικαίου. Αν, όμως, επισπεύδεται διοικητική εκτέλεση, με βάση τίτλο του άρθρου 2§2 Κ.Ε.Δ.Ε. – οπότε ο τρόπος και η έκταση ικανοποιήσεως των δανειστών στον διενεργούμενο σύμφωνα με τις διατάξεις του, ως άνω, Κώδικα πλειστηριασμό ρυθμίζεται κατά το άρθρο 57 του ίδιου Κώδικα, με παραπομπή στις οικείες διατάξεις του Κ.Πολ.Δ., λαμβανομένων υπόψη και των οριζόμενων στο άρθρο 61 Κ.Ε.Δ.Ε. ως προς την κατάταξη του Δημοσίου, ενώ η άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατατάξεως δανειστών που συντάσσεται κατά τον εν λόγω πλειστηριασμό προβλέπεται και ρυθμίζεται ειδικότερα από το άρθρο 58 του, ως άνω, Κώδικα – η διαφορά που δημιουργείται από την άσκηση της ανακοπής αυτής υπάγεται στην δικαιοδοσία των διοικητικών ή των πολιτικών δικαστηρίων ανάλογα με την φύση της ως διοικητικής ή ιδιωτικής αντίστοιχα. Οι διαφορές δε που γεννώνται από την κατάταξη είναι διοικητικές μεν αν η υποκείμενη σχέση, στην οποία στηρίζεται ο τίτλος του άρθρου 2§2 Κ.Ε.Δ.Ε. και που αποτελεί το θεμέλιο της εκτελέσεως, είναι σχέση δημόσιου δικαίου, ιδιωτικές δε αν η υποκείμενη σχέση στην οποία στηρίζεται ο εν λόγω τίτλος, είναι σχέση ιδιωτικού δικαίου. Επίσης, αν η διοικητική εκτέλεση επισπεύδεται με βάση τίτλο του άρθρου 2§2 Κ.Ε.Δ.., ο οποίος στηρίζεται σε υποκείμενες ετεροειδείς σχέσεις, δηλαδή σε σχέσεις δημόσιου αφενός και ιδιωτικού δικαίου αφετέρου, θα πρέπει να αναζητηθεί η προέχουσα απαίτηση στον εν λόγω τίτλο, δηλαδή εκείνη που υπερτερεί ποσοτικώς και με βάση αυτή τελικά να καθοριστεί το δικαστήριο στην δικαιοδοσία του οποίου υπάγεται η διαφορά, δηλαδή το διοικητικό δικαστήριο όταν η απαίτηση αυτή προέρχεται από έννομη σχέση δημόσιου δικαίου και το πολιτικό δικαστήριο όταν η μεγαλύτερη αυτή απαίτηση προέρχεται από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου (βλ. ΑΕΔ 23/1999 οπ. π.). Ωστόσο, το κριτήριο της υποκείμενης σχέσεως, στην οποία στηρίζεται ο τίτλος με βάση τον οποίο επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση, δεν μπορεί να βρει εφαρμογή για τον καθορισμό της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου που θα εκδικάσει ανακοπή κατά του πίνακα κατατάξεως που συντάχθηκε από τον οριζόμενο στην διάταξη του άρθρου 9§2 ν. 2881/2001 συμβολαιογράφο για την διανομή του προϊόντος της αναγκαστικής εκποιήσεως πλοίου θεωρηθέντος, κατ΄ εφαρμογήν των άρθρων 3 και 5 του, ως άνω, νόμου, ως επικίνδυνου και επιβλαβούς. Και τούτο διότι η εκποίηση του πλοίου, την διανομή του προϊόντος της οποίας αφορά ο προσβαλλόμενος πίνακας κατατάξεως, δεν γίνεται προς τον σκοπό ικανοποιήσεως κάποιας απαιτήσεως δανειστή του κυρίου αυτού (πλοίου), αλλά προς αποτροπή κινδύνων που εγκυμονεί το εν λόγω πλοίο για την ναυσιπλοΐα και το περιβάλλον για την εξυπηρέτηση δηλαδή σκοπών δημόσιου συμφέροντος. Εξάλλου, εφόσον, κατά τα προεκτεθέντα, η προϋφιστάμενη της εκποιήσεως αναγκαστική κατάσχεση επί του πλοίου δεν εξακολουθεί να παράγει αποτελέσματα και μετά από αυτή (εκποίηση), δεν είναι δυνατή η αναγωγή στην υποκείμενη σχέση, στην οποία στηρίζεται η απαίτηση για την ικανοποίηση της οποίας επιβλήθηκε η ανωτέρω προγενέστερη κατάσχεση, για τον καθορισμό της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου που θα εκδικάσει την ανακοπή κατά του εν λόγω πίνακα κατατάξεως. Για τον, ως άνω, καθορισμό, ασφαλέστερο και ορθότερο κριτήριο αποτελεί η ιδιότητα υπό την οποία ενεργεί εν προκειμένω ο εκάστοτε οργανισμός λιμένος που προβαίνει στην αναγκαστική εκποίηση του επικίνδυνου και επιβλαβούς πλοίου. Όπως, μάλιστα, προεκτέθηκε, ο οργανισμός λιμένος ενεργεί, στο πλαίσιο της σχετικής αρμοδιότητας που του έχει ανατεθεί με τον ν. 2881/2001, ως φορέας ασκήσεως δημόσιας εξουσίας, ήτοι ως διοικητική αρχή. Το ποσό δε για την διανομή του οποίου συντάσσεται από τον οριζόμενο στην διάταξη του άρθρου 9§2 του ανωτέρω νόμου συμβολαιογράφο πίνακας κατατάξεως, αποτελεί το προϊόν ακριβώς των πράξεων στην διενέργεια των οποίων προβαίνει ο οργανισμός λιμένος στο πλαίσιο ασκήσεως δημόσιας εξουσίας. Εφόσον, επομένως, η διαδικασία της κατατάξεως αποτελεί τμήμα της διαδικασίας της, ως άνω, αναγκαστικής εκποιήσεως, όπως αντιστοίχως συμβαίνει και στην αναγκαστική εκτέλεση, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, οι διαφορές που γεννώνται από την κατάταξη των δανειστών στο προϊόν της αναγκαστικής εκποιήσεως του επικίνδυνου και επιβλαβούς πλοίου είναι διοικητικές και υπάγονται στην δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, σύμφωνα με την πρόβλεψη της διατάξεως του άρθρου 1§1 ν. 1406/1983 (με την σημείωση ότι η απαρίθμηση των διοικητικών διαφορών ουσίας στην διάταξη της §2 του ίδιου άρθρου είναι ενδεικτική, όπως προκύπτει από την χρήση του όρου «ιδίως» – βλ. ΑΠ 1999/2013 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος).Θα ήταν, άλλωστε, αντιφατικό, οι διαφορές που δημιουργούνται από την άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατατάξεως που συντάσσεται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως να υπάγονται στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων όταν η υποκείμενη σχέση, στην οποία στηρίζεται ο τίτλος που αποτελεί το θεμέλιο της εκτελέσεως, είναι σχέση δημόσιου δικαίου, και οι διαφορές που δημιουργούνται από την άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατατάξεως που συντάσσεται από τον οριζόμενο στην διάταξη του άρθρου 9§2 ν. 2881/2001 συμβολαιογράφο στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στον ανωτέρω νόμο διαδικασίας αναγκαστικής εκποιήσεως πλοίου, η οποία διενεργείται από τον εκάστοτε οργανισμό λιμένος προς εξυπηρέτηση σκοπών δημόσιου συμφέροντος στο πλαίσιο της ανατεθείσας σ΄ αυτόν ασκήσεως δημόσιας εξουσίας να υπάγονται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι με την διάταξη του άρθρου 9§2 ν. 2881/2001 γίνεται ρητή παραπομπή στις διατάξεις του Κ.Πολ.Δ. που αφορούν την αναγγελία και την διανομή του πλειστηριάσματος και ειδικότερα ορίζεται ότι: «… Αν εκποιείται από τον Οργανισμό το ναυάγιο ή το πλοίο και έχει επιβληθεί σε αυτό αναγκαστική κατάσχεση, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που αφορούν την αναγγελία και τη διανομή του πλειστηριάσματος». Από μόνο το γεγονός αυτό, όμως, δεν δύναται να συναχθεί επιχείρημα υπέρ της υπαγωγής των ανωτέρω διαφορών στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, δεδομένου, άλλωστε, του ότι η ρύθμιση του τρόπου και της εκτάσεως ικανοποιήσεως των δανειστών στον κατά την διοικητική εκτέλεση διενεργούμενο πλειστηριασμό ρυθμίζεται με την διάταξη του άρθρου 57 Κ.Ε.Δ.Ε. με αντίστοιχη παραπομπή στις οικείες διατάξεις του Κ.Πολ.Δ. (άρθρα 972 και 974 – 980 ΚΠολΔ), όπως προαναφέρθηκε (βλ. ΣτΕ 5111/2012 τ.ν.π. Νόμος, 297/2011 τ.ν.π. Νόμος, ΕΑ 4653/2009 ΕλλΔνη 2009.1749 = τ.ν.π. Νόμος). - Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την ανακοπή, λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας, έστω και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία, η οποία παραδεκτά αντικαθίσταται με αυτή της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), ορθώς, κατ΄ αποτέλεσμα, απεφάνθη και, για τον λόγο αυτό, πρέπει η γενόμενη τυπικά δεκτή έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη.
- Παράβολο ανακοπής ερημοδικίας δεν ορίζεται στην απόφαση αυτή για τους ερημοδικαζόμενους εφεσίβλητους για τον λόγο ότι το ένδικο τούτο μέσο δεν επιτρέπεται κατά της αποφάσεως που εκδίδεται επί ανακοπής κατά το άρθρο 979§2 εδάφ. γ΄ Κ.Πολ.Δ..
- Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα γενόμενα από τους κατ΄ αντιμωλίαν δικαζόμενους διαδίκους, πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 183 και 179 περ. γ΄ Κ.Πολ.Δ., κατά τα στο διατακτικό.
Γ Ι Α Τ Ο Υ Σ Λ Ο Γ Ο Υ Σ Α Υ Τ Ο Υ Σ
Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν του εκκαλούντος και της πρώτης εφεσίβλητης ερήμην δε των λοιπών διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την από 10.06.2016 έφεση.
Απορρίπτει αυτή κατ΄ ουσίαν. Και
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 11 Σεπτεμβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, της Δικαστικής Πληρεξουσίας του εκκαλούντος και του Πληρεξουσίου Δικηγόρου της πρώτης εκ των εφεσιβλήτων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ