Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 300/2024

Αριθμός    300/2024

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Πρόεδρο Εφετών,  Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη και Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη-Εισηγήτρια και από το Γραμματέα Σ.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την …………,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Μιχαήλ Δημητρακόπουλο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

 ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ……….. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Γεώργιο Γεωργιάδη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 19.2.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………./2020) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν  η υπ΄ αριθμ.  1845/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που ανέβαλε τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιόν του για τους λόγους που σε αυτήν αναφέρονται και η υπ΄ αριθμ.  2657/2022 απόφαση αυτού, που απέρριψε την αγωγή.

Την τελευταία αυτή απόφαση προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από  4.10.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ……./2022-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ  ………./2022) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 21η.9.2023, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε και, δυνάμει της υπ΄αριθ 75/2023 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Ιωάννη Αποστολόπουλου, Προέδρου Εφετών, επαναπροσδιορίσθηκε στη δικάσιμο που αναφέρται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

H κρινόμενη από 4.10.2022 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./6.10.2022 και με αριθμό προσδιορισμού ………../2022 έφεση κατά της με αριθμό 2657/2022 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων επί της από 19.2.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2020 αγωγής, ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η οποία επίδοση ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι έλαβε χώρα στις 7.9.2022 (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ.1β΄, 518 παρ. 1, 517, 520 παρ.1ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και παραδεκτώς καθόσον για το παραδεκτό της εφέσεως έχει καταβληθεί το ηλεκτρονικό παράβολο εφέσεως με αριθμό ………/2022 (αρ. συν. ………..)  ποσού 150 ευρώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 και το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016). Επομένως, πρέπει, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή, να ερευνηθεί δε περαιτέρω κατά την ίδια (τακτική)  διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ),

Με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από 19.2.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2020 αγωγή του, ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι ίδρυσε το Σεπτέμβριο του 2013 με την εναγόμενη αδελφή του, κάτοικο Πειραιώς, την εταιρεία με την επωνυμία “…………….”, που εδρεύει κατά το καταστατικό της στις ……….., πραγματικά, όμως, στον Πειραιά, συμμετέχοντας έκαστος αυτών με νομικά πρόσωπα συμφερόντων του και δη ο ενάγων με την εταιρεία συμφερόντων του “……..” και η εναγόμενη με την εταιρεία συμφερόντων της “……..”, σε ποσοστό 50% εκάστη του μετοχικού κεφαλαίου της, με αντικείμενο την αγορά και εκμετάλλευση πλοίων ξηρού φορτίου και με την άτυπη συμφωνία τα κέρδη από την εκμετάλλευσή τους να μοιράζονται ισομερώς. Ότι στην εν λόγω εταιρεία, στη συνέχεια, εισήλθε η εταιρεία επενδύσεων ……..” και, μετά από αλλεπάλληλες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, τα ποσοστά κάθε μετόχου διαμορφώθηκαν σε 47,5% για την “…………..”, σε 47,5% για την “……..” και σε 5% για την ………”. Ότι μέχρι το 2016, η εν λόγω εταιρεία συμμετοχών είχε στην ιδιοκτησία της πέντε (5) πλοία μέσω ισάριθμων μονοβάπορων εταιρειών, ενώ σήμερα έχει στην ιδιοκτησία της δύο εξ αυτών. Ότι το έτος 2016 η ίδια εταιρεία μεταβίβασε το πλοίο «CΒ» αντί τιμήματος 13.750.000 δολαρίων ΗΠΑ σε εταιρεία συμφερόντων της εναγόμενης, σε δύο φάσεις, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή και ότι, αν αφαιρεθεί η προμήθεια του μεσίτη, το τίμημα ανέρχεται  στο ποσό των 13.612.500 δολαρίων, μετά δε την αποπληρωμή του αναφερόμενου οφειλόμενου δανείου, οφειλών του πλοίου, αμοιβών του πληρώματος και τόκων, το καθαρό κέρδος από την πώληση του πλοίου προς διανομή μεταξύ αυτού και της εναγόμενης ανέρχεται στο ποσό των 3.640.159,12 δολαρίων, πλέον των κερδών από την εκμετάλλευση του πλοίου για την περίοδο από την πώληση του πλοίου στην “……..”, στις 22.12.2016, έως την πώλησή του στην εταιρεία “………….”, στις 2.9.2017, τα οποία ανήλθαν σε 1.000.000 δολ. ΗΠΑ, και ότι ακολούθως συνολικά το ποσό προς διανομή μεταξύ των διαδίκων μερών, βάσει της προαναφερόμενης μεταξύ τους συμφωνίας, ανήλθε σε 4.640.159,12 δολ. ΗΠΑ, επομένως η εναγόμενη όφειλε να του αποδώσει το 50% αυτών, ήτοι 2.320.079,56 δολ. ΗΠΑ. Ότι με την από 30.12.2019 εξώδικη δήλωσή του κάλεσε την εναγόμενη εντός δέκα (10) ημερών από την επίδοσή της να του καταβάλει το ποσό αυτό των 2.320.079,56 δολ. ΗΠΑ στον προσωπικό του λογαριασμό, πλην όμως η εναγόμενη δεν του κατέβαλε κάποιο ποσό, αντίθετα διά των Άγγλων δικηγόρων της επικαλέστηκε έγγραφο σύμφωνα με το οποίο έχει προβεί σε καταβολές προς αυτόν που υπερβαίνουν το ποσό που θα έπρεπε να τού έχει αποδώσει κατά τα συμφωνηθέντα και με το οποίο δήθεν εκείνος αναγνώρισε ότι της οφείλει το ποσό των 298.669,95 δολ. ΗΠΑ, έγγραφο το οποίο ο ενάγων αγνοεί, όπως ήδη έχει δηλώσει στην εναγόμενη. Ακολούθως ο ενάγων επικαλέστηκε παράνομη ιδιοποίηση από μέρους της εναγομένης του ποσού των 2.320.079,56 δολ. ΗΠΑ αντίθετα με τα χρηστά ήθη και κατά παράβαση της μεταξύ τους συμφωνίας, και αιτήθηκε με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών σε συνδυασμό με το άρθρο 375 ΠΚ, να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλει το ισόποσο αυτού σε ευρώ ποσό ως θετική ζημία εκ της ως άνω ιστορούμενης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της, με το νόμιμο τόκο από την παρέλευση της καταληκτικής ημερομηνίας που ο ενάγων έταξε με εξώδικη δήλωση του, άλλως από την επίδοση της αγωγής, καθώς και το ποσό των 100.000 ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, εντόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική δαπάνη του. Η εναγομένη αρνήθηκε την ιστορική  βάση της αγωγής περί διανομής οποιουδήποτε κέρδους που θα επιτυγχανόταν από τη μελλοντική πώληση του πλοίου C. του οποίου η πώληση είχε καταστεί επιτακτική λόγω σοβαρών οφειλών από την εκμετάλλευση του και ότι με βάση το εξοδολόγιο μεταξύ των διαδίκων μερών ο ενάγων της οφείλει 298.669,95 δολάρια ΗΠΑ  και μάλιστα έχει θέσει την υπογραφή του στο σχετικό εξοδολόγιο. Αρνήθηκε δε τη συνδρομή της διαδικαστικής προϋπόθεσης της διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, επικαλούμενη συμφωνία παρέκτασης των διαφορών και των εξωσυμβατικών στα αγγλικά δικαστήρια, και επικουρικά πρότεινε ένταση εκκρεμοδικίας καθόσον το ίδιο βιοτικό συμβάν εκκρεμούσε με την ασκηθείσα από 19.12.2019 αγωγή της ενώπιον του ανώτερου δικαστηρίου της Αγγλίας και της Ουαλίας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμό 1845/2021 μη οριστική απόφαση του αφού έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία με βάση τον εφαρμοζόμενο με βάση το διασυνοριακό στοιχείο και τη μεταβατική διάταξη της συμφωνία για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή ένωση, απέρριψε ως αβάσιμη την ένσταση εκκρεμοδικίας διότι δεν υπήρχε ταυτότητα διαδίκων στη συνέχεια ανέβαλε να αποφασίσει οριστικώς με βάση το άρθρο 30 του κανονισμού 1215/201,2 σε συνδυασμό με το άρθρο 249 του ΚΠολΔ μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της προαναφερόμενης αγωγής που είχε ασκήσει η εναγομένη ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων. Στη συνέχεια με τη με αριθμό 2627/2023 οριστική απόφαση του το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα περί καταβολής σε ξένο νόμισμα, διότι αυτό ζητείτο με την ισοτιμία σε ευρώ κατά το χρόνο απώλειας των κερδών χωρίς να έχει μεσολαβήσει η αποκατάσταση της θετικής ζημίας, κρίνοντας ότι θα έπρεπε να αναφέρεται η ισοτιμία κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής. Αντίθετα, έκρινε ότι το αίτημα περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είχε έρεισμα στις διατάξεις περί αδικοπραξιών, και στη συνέχεια ότι δεν δεσμεύεται από την απόφαση του αγγλικού δικαστηρίου, απέρριψε αίτημα περί διενέργειας λογιστικής πραγματογνωμοσύνης και τελικά απέρριψε και την αγωγή κατ’ουσίαν, δεχόμενο ότι δεν τελέστηκε αδικοπραξία. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο ενάγων με την κρινόμενη έφεση του και τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους, παραπονούμενος για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της προκειμένου να γίνει δεκτή στην ουσία της η αγωγή του. Να σημειωθεί ότι τα διάδικα μέρη επαναφέρουν παραδεκτά με τις προτάσεις τους τα όσα πρότειναν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και μάλιστα η εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη την άρνηση της διεθνούς δικαιοδοσίας αυτού του Δικαστηρίου, ισχυριζόμενη ότι στην από 8.9.2014 Σύµβαση Μετόχων της εταιρείας ………. (Σχ. 11Α), η οποία δεσµεύει τόσο αυτή όσο και τον αντίδικο της εμπεριέχεται περιέχεται ρητή συµφωνία παρέκτασης υπέρ της αποκλειστικής δικαιοδοσίας των αγγλικών δικαστηρίων. Επιπλέον επαναφέρει και την ένσταση εκκρεμοδικίας και ήδη δεδικασμένου που πρότεινε μετά την έκδοση αποφάσεως του αγγλικά Δικαστηρίου ισχυριζόμενη ότι πρόκειται για διαφορά μεταξύ των ίδιων διαδίκων.

Κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα συνεπώς της έφεσης και οι λόγοι αυτής, που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, για να αποφασίσει, αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνον των παραπόνων που διατυπώνονται με τους λόγους της έφεσης ή τους πρόσθετους λόγους και των ισχυρισμών που, ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών, προβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ένστασης, καθώς και η νομιμοποίηση, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνον για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 226/2016, ΑΠ 845/2011, ΑΠ 279/2010)  αφού λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως (άρθρο 522 ΚΠολΔ) το Εφετείο, επανεκτιμά απαρχής την ουσία της υποθέσεως και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού με βάση την καθολική αυτή επανεκτίμηση και όχι με βάση τα συνδεόμενα με αυτήν μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος (ΑΠ 1620/2018, ΑΠ 1701/2009, ΑΠ 1462/2008, ΑΠ 1440/2005) καθώς σφάλματα ή παραλείψεις του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που δεν προσβάλλονται με λόγο έφεσης από τον εκκαλούντα δεν μπορούν να ερευνηθούν αυτεπαγγέλτως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, του οποίου η εξουσία οριοθετείται κατά τα ανωτέρω από τους λόγους έφεσης και το αίτημα που στηρίζεται σε αυτούς (ενδ. ΑΠ 876/2023, ΑΠ 245/2023, ΑΠ 200/2023 και 131/2023 δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου και σε τνπ Ισοκράτης).

Περαιτέρω, η ιστορική βάση της εν λόγω αγωγής πρέπει, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 70 και 216 § 1 ΚΠολΔ, να περιλαμβάνει εκείνα τα περιστατικά, των οποίων, αν αμφισβητηθούν, ο ενάγων φέρει το βάρος αποδείξεως, δηλαδή την ιδιότητα των εναγομένων ως μετόχων ή διαχειριστών της οφειλέτριάς του εταιρίας και τον τόπο της πραγματικής άσκησης της διοικήσεώς της, χωρίς για την πληρότητα του περιεχομένου της να προαπαιτείται η εξατομίκευση των επιχειρηματικών αποφάσεων της, που λαμβάνονται στην ημεδαπή. Αν, επίσης, η επικαλούμενη στην αγωγή πραγματική έδρα της οφειλέτριας εταιρίας εντοπίζεται στην Αττική, ιδρύεται τοπική αρμοδιότητα των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων δικαστηρίων του Πειραιώς για την εκδίκαση της υποθέσεως, αφού αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 51 του Ν. 2712/1993, που υπάγει στα δικαστήρια αυτά όλες τις αναφυόμενες εντός της ως άνω γεωγραφικής περιφέρειας ναυτικές διαφορές, για τον καθορισμό των οποίων ο νομοθέτης, αφενός, εισάγει μια γενική ρήτρα, στην οποία περιλαμβάνονται οι διαφορές που πηγάζουν από πράξεις του θαλάσσιου εμπορίου, τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα του πλοίου και την παροχή εργασίας σ’ αυτό και, αφετέρου, προβαίνει σε περιπτωσιολογική απαρίθμησή τους, συμπεριλαμβάνοντας στις ενδεικτικά αναφερόμενες στην § 3 Β του ως άνω άρθρου ναυτικές διαφορές, μεταξύ άλλων, και εκείνες, που αιτία έχουν συμβάσεις σχετικές με την οικονομική χρησιμοποίηση ή λειτουργία πλοίου (περ. ε). Τέτοια σύμβαση είναι και η εταιρική, που καταρτίζεται για την εκμετάλλευση εμπορικού πλοίου και από την οποία πηγάζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις των εταίρων είτε μεταξύ τους είτε και προς τρίτους, από τη συναλλακτική δράση της εταιρίας. Επομένως, το ζήτημα της ύπαρξης και της έκτασης της ατομικής ευθύνης του μετόχου ή διαχειριστή αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρίας (εταιρικής ή αδικοπρακτικής), που χωρίς να έχει τηρήσει τους όρους νόμιμης σύστασής της, κατά το ελληνικό δίκαιο, δραστηριοποιείται στις συναλλακτικές της σχέσεις, συνιστά ναυτική διαφορά, κατά την έννοια του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993, και, αν ο φερόμενος ως τόπος της πραγματικής έδρας της εντοπίζεται εντός της περιφέρειας του Νομού Αττικής, υπάγεται στην αρμοδιότητα των ναυτικών τμημάτων των δικαστηρίων του Πειραιώς (ΤρΕφΠειρ 466/2020 δημ. σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 25 §§ 1 και 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με τον οποίο καταργήθηκε ο Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 (βλ. άρθρο 80 Καν 1215/2012) και ο οποίος εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται, στα δημόσια έγγραφα που εκδίδονται ή καταγράφονται και τους δικαστικούς συμβιβασμούς που εγκρίνονται ή συνάπτονται κατά ή μετά την 10η Ιανουαρίου 2015 (βλ. άρθρο 66 Καν 1215/2012): «1. Αν τα μέρη, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας τους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία, εκτός αν η συμφωνία είναι άκυρη ως προς την ουσιαστική ισχύ της βάσει της νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. Η συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας καταρτίζεται : α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση, β) είτε υπό μορφή ανταποκρινόμενη στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις, ή γ) είτε, στο διεθνές εμπόριο, υπό μορφή ανταποκρινόμενη στις συνήθειες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σ’ αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλόμενους σε συμβάσεις του είδους για το οποίο πρόκειται στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα. 2. Κάθε διαβίβαση διά της ηλεκτρονικής οδού που επιτρέπει μεταγενέστερη πρόσβαση στο περιεχόμενο της συμφωνίας λογίζεται ότι έχει καταρτισθεί “γραπτά”». Η παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας μπορεί να συμφωνηθεί είτε για ήδη γεννημένες είτε και για μελλοντικές διαφορές, στην τελευταία, όμως, περίπτωση η συμφωνία των μερών πρέπει να προσδιορίζει ρητά τη συγκεκριμένη έννομη σχέση την οποία αφορά και ισχύει μόνο για τις διαφορές που θα προκύψουν από τη σχέση αυτή, χωρίς πάντως να πρέπει να μνημονεύονται ρητά και οι επιμέρους διαφορές. Σε κάθε περίπτωση, αρμόδιος να ερμηνεύσει τη ρήτρα παρέκτασης με σκοπό τον προσδιορισμό των διαφορών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της είναι ο εθνικός δικαστής που καλείται να την εφαρμόσει. Η υπαγωγή αξιώσεων από αδικοπραξία σε συμφωνία παρέκτασης, που καταρτίσθηκε για μια σύμβαση, αποτελεί πολύ διαδεδομένο ζήτημα, ιδίως διότι οι ρήτρες διεθνούς δικαιοδοσίας δεν διατυπώνονται με μεγάλη νομική σχολαστικότητα και συνήθως αναφέρονται σε «ζητήματα που ανακύπτουν από ή με αφορμή τη σύμβαση». Όταν οι αξιώσεις από την αδικοπραξία πηγάζουν από την ύπαρξη της σύμβασης ή σχετίζονται στενά μαζί της, όταν συμβατικές και αδικοπρακτικές αξιώσεις ανάγονται στην ίδια έννομη σχέση, η συμφωνία παρέκτασης που αφορά τη σύμβαση ορθότερο είναι να συμπαρασύρει και τις αξιώσεις από αδικοπραξία, εκτός και αν προκύπτει με σαφήνεια αντίθετη βούληση των δυο πλευρών (ΑΠ 1697/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟS, E. Σαχπεκίδου, σε N. Νίκα/Έ. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, άρθρο 25, αρ. 76, σελ. 396). Στα πλαίσια αυτά, γίνεται δεκτό ότι ρήτρα παρέκτασης για συγκεκριμένη σύμβαση καταλαμβάνει και τις συναφείς με αυτή αδικοπραξίες των μερών, εκτός αν η παρανομία δεν ήταν προβλέψιμη ή υπάρχει αντίθετη βούληση των μερών, καθώς και τις συναφείς αξιώσεις αδικαιολόγητου πλουτισμού που τυγχάνουν, ως προς την ύπαρξη νόμιμης αιτίας, σε συνάρτηση προς τα συμφωνηθέντα του οικείου ευρύτερου συμβατικού πλαισίου [ΑΠ 783/2018, ΑΠ 468/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟS]. Εξάλλου τα υποκειμενικά όρια της συμφωνίας παρέκτασης επεκτείνονται μόνο στους ειδικούς, καθολικούς και οιονεί καθολικούς διαδόχους των προσώπων που την κατήρτισαν, επειδή μόνο αυτοί υπεισέρχονται δυνάμει έννομης σχέσης στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των δικαιοπαρόχων τους και εφόσον δεν έχουν συνάψει αντίθετη συμφωνία (Π. Αρβανιτάκης-Ε. Βασιλακάκης, Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, εκδ. 2020, σελ. 511, E. Σαχπεκίδου, ό.π., άρθρο 25, αριθ. 65, σελ. 393, σύμφωνα με την οποία μπορεί εγκύρως να συμφωνηθεί ρήτρα υπέρ τρίτου, ακόμη και όταν δεν συμβάλλεται ο ίδιος, αντίθετα Ι. Δεληκωστόπουλος, Ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 1215/2012 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων, Β΄ εκδ., σελ. 299, ο ίδιος, Κύρος ρήτρας παρέκτασης υπέρ τρίτου σε αξίωση από αδικοπραξία, σε ΕΠολΔ 2012, σελ. 163 επ.,) κατά τον οποίο η συμφωνία παρέκτασης δεν μπορεί να δεσμεύει παρά μόνο τους συμβαλλόμενους και τους ειδικούς ή καθολικούς διαδόχους τους, καθόσον πέραν αυτών δημιουργείται ανασφάλεια δικαίου, ενώ σε κάθε περίπτωση, δεν πληρούται η προϋπόθεση του υποστατού της συμφωνίας, δηλαδή η ουσιαστική συμφωνία του εκάστοτε συμβαλλόμενου με τον εκάστοτε μη συμβαλλόμενο τρίτο). Τέλος, από 1η-2-2020 το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρείται επισήμως τρίτη, εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, χώρα, αλλά σύμφωνα με τη “Συμφωνία για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας”, που έχει κυρωθεί και ισχύει (Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, L 29 της 31ης-1-20202), για μία μεταβατική περίοδο έντεκα (11) μηνών, δηλαδή μέχρι την 31η-12-2020, το δίκαιο της Ένωσης θα εξακολουθεί να εφαρμόζεται για το Ηνωμένο Βασίλειο και εντός αυτού (με την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων). Ειδικότερα, στο άρθρο 126 της εν λόγω Συμφωνίας ορίζεται ότι «Προβλέπεται μεταβατική περίοδος ή περίοδος υλοποίησης, η ημερομηνία έναρξης της οποίας είναι η ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας συμφωνίας και η ημερομηνία λήξης της η 31η Δεκεμβρίου 2020», στο άρθρο 127 § 3 ορίζεται ότι «Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, το εφαρμοστέο δυνάμει της παραγράφου 1 δίκαιο της Ένωσης παράγει σε σχέση με το Ηνωμένο Βασίλειο και εντός του Ηνωμένου Βασιλείου τα ίδια έννομα αποτελέσματα με εκείνα τα οποία παράγει εντός της Ένωσης και των κρατών μελών της, και ερμηνεύεται και εφαρμόζεται σύμφωνα με τις ίδιες μεθόδους και αρχές με εκείνες που εφαρμόζονται εντός της Ένωσης», ενώ στο άρθρο 67 υπό τον τίτλο “Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, και σχετική συνεργασία μεταξύ κεντρικών αρχών” στο άρθρο 1 αυτού προβλέπεται ότι «Στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και στα κράτη μέλη σε περιπτώσεις στις οποίες εμπλέκεται το Ηνωμένο Βασίλειο, σε σχέση με αγωγές που ασκήθηκαν πριν από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου και σε σχέση με διαδικασίες ή ενέργειες που σχετίζονται με τέτοιου είδους αγωγές σύμφωνα με τα άρθρα 29, 30 και 31 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (73), το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 ή τα άρθρα 12 και 13 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 4/2009 του Συμβουλίου (74), εφαρμόζονται οι ακόλουθες πράξεις ή διατάξεις : α) οι διατάξεις περί διεθνούς δικαιοδοσίας του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 …». Εξάλλου, επειδή οι συμφωνίες παρέκτασης παρουσιάζουν την ιδιαιτερότητα ότι, αν και συνήθως συνάπτονται στο πλαίσιο συμβάσεων ουσιαστικού δικαίου, αναπτύσσουν έννομες συνέπειες στο δικονομικό πεδίο σε μεταγενέστερο κατά κανόνα χρόνο, τίθεται ζήτημα σχετικά με τον κρίσιμο χρόνο συνδρομής των προϋποθέσεων ουσιαστικής και τυπικής εγκυρότητας τους, με τη μεν ουσιαστική εγκυρότητα της συμφωνίας παρέκτασης, που ελέγχεται με βάση τη lex forum prorogati, το δίκαιο αυτό να είναι εφαρμοστέο και όσον αφορά το ζήτημα ποιος είναι ο κρίσιμος χρόνος για να κριθεί το ουσιαστικό της κύρος, ως προς δε την τυπική εγκυρότητα της εν λόγω συμφωνίας, που κρίνεται αυτόνομα με βάση το ενωσιακό δίκαιο, κρίσιμος να θεωρείται ο χρόνος άσκησης της αγωγής (Π. Αρβανιτάκης-Ε. Βασιλακάκης, ό.π., σελ. 516, ομοίως Ε. Σαχπεκίδου, ό.π., άρθρο 25, αριθ. 90, σελ. 401).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η κρινόμενη αγωγή κατατέθηκε στις 20/2/2020, ήτοι εντός της μεταβατικής περιόδου (από 31.01.2020 έως τις 31.12.2020), που προβλέπεται στο προαναφερόμενο άρθρο 126 σε συνδυασμό με το άρθρο 67 1 α της Συμφωνίας της 30.1.2020 για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας μεταξύ της Ε.Ε. και του Ηνωμένου Βασιλείου. Όπως δε αποδεικνύεται από την επισκόπηση του από το από 8.9.2014 Συμφωνητικού μετόχων και έκδοσης μετοχών μεταξύ της ………. και των μετόχων αυτής ………”, “. …….” και ”………….” υφίσταται στον όρο 13.13 ρήτρα παρέκτασης, με την οποία ορίζεται πως «οποιαδήποτε διαφορά κατά οποιουδήποτε συμβαλλομένου μέρους αυτής της Σύμβασης προκύπτουσα ή καθ’ οποιονδήποτε τρόπο σχετιζόμενη με την παρούσα Σύμβαση (συμπεριλαμβανομένου οποιωνδήποτε μη υποχρεώσεων που προκύπτουν ή συνδέονται με την παρούσα Σύμβαση) θα εισάγονται ενώπιον των δικαστηρίων της Αγγλίας και καθένα από τα μέρη θα υπόκειται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των εν λόγω δικαστηρίων για οποιαδήποτε διαφορά.”. Επομένως με βάση τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η αγωγή για αδικοπρακτική ευθύνη συμπαρασύρεται από την προαναφερόμενη ρητή έγγραφη ρήτρας παρεκτάσεως για μέλλουσες διαφορές και δεσμεύει τις συμβαλλόμενες εταιρίες μετόχους αλλά όχι τους τρίτους (μη ειδικούς ή καθολικούς διαδόχους), καθώς δεν ταυτίζεται το φυσικό πρόσωπο που οικονομικά ελέγχει το νομικό πρόσωπο και μέσω αυτού ασκεί εμπορία στο πλαίσιο της διεθνούς ναυτιλίας. Συνεπώς η παραπάνω ρήτρα παρέκτασης δεσμεύει μόνο τις συμβαλλόμενες εταιρίες. Εξάλλου με την αγωγή ενώπιον των αγγλικών δικαστηρίων δεν ζητήθηκε να αναγνωριστεί ότι η έγερση της κρινόμενης αγωγής στην Ελλάδα συνιστούσε παραβίαση της ρήτρας παρεκτάσεως. Επομένως παρά την επικαλούμενη από την εφεσίβλητη εναγομένη ρήτρα παρεκτάσεως δεν εφαρμόζεται το άρθρο 25 παρ. 1 περ. α του Κανονισμού 1215/2012 που είναι εφαρμοστέος από 10.1.2015 και αφορά τις ρήτρες παρεκτάσεως των διαδίκων ανεξάρτητα από τον τόπο κατοικίας τους, και το παρόν δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία διότι είναι το καθ’ύλην και κατά τόπο αρμόδιο με βάση τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 2, 22 και 51 παρ. 1 και 2 του ν. 2172/1993, όπως ορθά κρίθηκε με τη συμπροσβαλλομένη κατ΄άρθρο 513 παρ. 2 του ΚΠολΔ με αριθμό 1845/2021 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Η χωριστή προσωπικότητα και η περιουσιακή αυτοτέλεια αποτελεί δημιούργημα του δικαίου και απονέμεται στα νομικά πρόσωπα, επειδή εξυπηρετεί οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως προπάντων είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ’ αυτήν. Σύμφωνα με την αρχή του χωρισμού, που ακολουθείται στο ελληνικό δίκαιο, κάθε νομικό πρόσωπο είναι φορέας μόνο των δικών του δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Ο αυστηρός διαχωρισμός νομικού προσώπου και μελών έχει ως συνέπεια την περιουσιακή αυτοτέλεια αυτού, αλλά και άλλες νομικές συνέπειες, όπως χωριστή ικανότητα δικαίου του νομικού προσώπου (άρθρο 62 ΑΚ) και χωριστή ικανότητα για δικαιοπραξία και αδικοπραξία (άρθρα 70 και 71 ΑΚ). Το νομικό πρόσωπο της εταιρείας αποτελεί ένα τεχνητό δημιούργημα του νομοθέτη με το οποίο η ισχύουσα έννομη τάξη προσδίδει προσωπικότητα σε ένα υπάρχον κοινωνικό μόρφωμα ή μια κοινωνική πραγματικότητα, τα οποία, ιδίως μέσω της σύμπραξης και της συνεργασίας των εταίρων, που αναπτύσσονται στη βάση συγκεκριμένης έννομης τάξης, αποτελούν αυτόνομη και πρωτογενή πηγή παραγωγής κοινωνικού πλούτου. Στην ένωση προσώπων το δίκαιο εξασφαλίζει αυθύπαρκτη στο χώρο και συνεχή στον χρόνο οντότητα, ενώ διακρίνει απολύτως αυτήν από τα πρόσωπα που την αποτελούν. Μεταξύ των βασικών συνεπειών της νομικής προσωπικότητας είναι η ικανότητα δικαίου την οποία αποκτά το νομικό πρόσωπο, η ικανότητα δηλαδή να είναι αυτό, φορέας περιουσίας χωρισμένης από τις περιουσίες των μελών του, από την οποία απορρέει περαιτέρω και η ικανότητα ευθύνης, και δη αποκλειστικής, που σημαίνει διακριτής από την ευθύνη των μελών του νομικού προσώπου, με πρακτική συνέπεια να είναι υπέγγυα στους εταιρικούς δανειστές μόνο η περιουσία του νομικού προσώπου και όχι η περιουσία των μελών του (ΑΠ 149/2013 ΔΕΕ 2013.694, ΕφΠειρ 111/2017 ΔΕΕ 2017.657). Περαιτέρω κατά το άρθρο 10 ΑΚ, η έδρα του νομικού προσώπου προσδιορίζει το δίκαιο που διέπει την ικανότητά του. Το ίδιο αυτό δίκαιο ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, τις προϋποθέσεις συστάσεως του νομικού προσώπου, την έναρξη και την έκταση της ικανότητας δικαίου, τη λύση του, την επωνυμία, τη διαχείριση, την αντιπροσωπευτική εξουσία και την ευθύνη των οργάνων του. Ως συνδετικό στοιχείο στον κανόνα του άρθρου 10 ΑΚ νοείται η πραγματική έδρα διοικήσεως του νομικού προσώπου και όχι η καταστατική. Η έδρα του, επομένως, βρίσκεται στον τόπο στον οποίο είναι εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου και από τον οποίο εκπορεύονται οι εντολές τους, καθώς και εκείνος στον οποίο συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υποστάσεως του νομικού προσώπου, όπου δηλαδή ασκείται πραγματικά η διοίκησή του, λαμβάνονται οι βασικές για την λειτουργία του αποφάσεις και διαμορφώνεται η επιχειρηματική του πολιτική (ολΑΠ 461/1978 ΝοΒ 1979.211, ΑΠ 1699/2016 τ.ν.π. Nomos [ποινική απόφαση], ΑΠ 201/2014 ΕΕμπΔ 2014.627, ΤΕΠ 701/2013 ΕΝΔ 2013.100, ΜΕΠ 149/2015 ΔΕΕ 2015.1025, Λ. Αθανασίου, σημείωμα στην ΕΑ 3865/1998 ΔΕΕ 1999.729, βλ. και Π. Γέσιου – Φαλτσή, Η έδρα των νομικών προσώπων κατά τα άρθρα 60 & 1 Καν. 44/2001, 10 ΑΚ και 25 ΚΠολΔ-Υποκειμενικά όρια δεδικασμένου και εκτελεστότητας ενδοκοινοτικής αποφάσεως κατά «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμης εταιρείας με πραγματική έδρα στην Ελλάδα , γνμδ σε ΕΠολΔ 2012/36 επομ. [39], την ίδια, Υποκειμενικά όρια της εκτελεστότητας των αλλοδαπών αποφάσεων κατά εταιρειών που στο ελληνικό δίκαιο εξομοιώνονται με ομόρρυθμες, σε ΕΑ 2012.1035 επ. [1038]). Η νομική προσωπικότητα μιας εταιρείας αναγνωρίζεται από την ελληνική έννομη τάξη όταν η διοίκησή της λειτουργεί εντός των τοπικών ορίων της καταστατικής της έδρας. Εάν, αντιθέτως, μια εταιρεία δεν συστήθηκε σύμφωνα με το δίκαιο του τόπου της πραγματικής της έδρας ή μετά τη σύστασή της οι βασικές για τη λειτουργία της αποφάσεις λαμβάνονται πλέον σε άλλη επικράτεια, υπάγεται στο εξής στις ρυθμίσεις του εταιρικού δικαίου που ισχύουν στο κράτος της νέας εγκατάστασής της, το οποίο και προσδιορίζει έκτοτε αν η εταιρεία μπορεί να λειτουργήσει στην Ελλάδα με τη νομική μορφή που απέκτησε με την έγκυρη κατά το δίκαιο του τόπου της καταστατικής της έδρας σύστασή της, δηλαδή αν η νομική της προσωπικότητα αναγνωρίζεται και αν εξακολουθεί υφιστάμενη. Κατά συνέπεια, η εξ υπαρχής λειτουργία της διοίκησης της εταιρείας σε τόπο διαφορετικό από εκείνον της έδρας που αναφέρεται στο καταστατικό της ή η μεταγενέστερη μεταφορά της πραγματικής έδρας της σε άλλο κράτος, στο δικαιϊκό σύστημα του οποίου ισχύει και εφαρμόζεται η θεωρία της πραγματικής έδρας, συνεπάγεται την απώλεια της ικανότητας δικαίου της αλλοδαπής εταιρείας και, σε κάθε περίπτωση, την απώλεια του εταιρικού τύπου που έχει επιλεγεί από τους ιδρυτές της στο κράτος ίδρυσης, με αποτέλεσμα η διαφοροποίηση της πραγματικής από την καταστατική έδρα να αποτελεί λόγο λύσης της εταιρείας κατά το δίκαιο του κράτους υποδοχής, που είτε δεν της αναγνωρίζει νομική προσωπικότητα αν δεν λυθεί και επανασυσταθεί κατά τους όρους της δικής του εμπορικής (εταιρικής) νομοθεσίας είτε, αν έχουν τηρηθεί οι όροι σύστασης μόνον του δικαίου της καταστατικής έδρας αλλά η εταιρεία έχει λειτουργήσει της με τους τρίτους ως εταιρικό μόρφωμα (ΑΠ 794/2008 ΧρΙΔ 2009.75), την αντιμετωπίζει ως εν τοις πράγμασι εταιρεία (Το τέλος της θεωρίας της έδρας και η επικράτηση της θεωρίας της ίδρυσης στο κοινοτικό δίκαιο, ΔΕΕ 2003.393, Ελευθερία εγκατάστασης νομικών προσώπων στο κοινοτικό δίκαιο ΔΕΕ 1999.1118 [1122]). Έτσι, αν διαπιστωθεί ότι η πραγματική έδρα μιας κατά μετοχές εταιρείας, που έχει καταστατική έδρα σε άλλο κράτος, βρίσκεται στην Ελλάδα, χωρίς να έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις ιδρύσεως (συστάσεως και δημοσιότητας) που προβλέπει το ελληνικό δίκαιο για τον συγκεκριμένο εταιρικό τύπο, τότε η ανώνυμη αυτή εταιρεία είναι άκυρη (ΑΠ 335/2001 ΔΕΕ 2001.608, με εισαγωγικό σημείωμα Κ. Παμπούκη) και, αν λειτούργησε, θεωρείται (κατά μετατροπή σύμφωνα με το άρθρο 182 ΑΚ) ως «εν τοις πράγμασι» προσωπική (ομόρρυθμη) εμπορική εταιρεία (ΑΠ 975/1997 ΔΕΕ 1997.1083, Οι ναυτιλιακές «Εταιρείες ευκαιρίας» σαν εταιρίες «εν τοις πράγμασι», σε Δνη 1985/1106 επομ), διεπόμενη από το δίκαιο της πραγματικής έδρας της, δηλαδή το ελληνικό, το οποίο εφαρμόζεται σε όλη του την έκταση (ΕΠ 549/2006 ΔΕΕ 2006.1027) και ρυθμίζει όχι μόνο την ικανότητα δικαίου της εταιρείας αλλά το σύνολο των σχέσεών της και, ειδικότερα, τη διαχειριστική και εκπροσωπευτική εξουσία των οργάνων της, καθώς και την ευθύνη των εταίρων της (ΤΕΠ 269/2016, ΔΕΕ 2016.1536, ΤΕΠ 85/2014 τ.ν.π. Nomos) και των διαχειριστών της (ΤΕΠ 151/2016, τ.ν.π. Nomos), οι οποίοι εταίροι ενέχονται αλληλεγγύως, δηλαδή εις ολόκληρον (άρθρο 29 ΕισΝΑΚ) με το νομικό πρόσωπο της εταιρίας (βλ. σχετ. Σπ. Ψυχομάνης, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, 2017, αρ. 267, σελ. 80) για τις έναντι τρίτων υποχρεώσεις της από τη συναλλακτική της δραστηριότητα (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 13/1997, Δνη 1997/771, ΕΕμπΔ 1997/518, ΕΕΝ 1997/409, ΝοΒ 1998/41, ΔΕΕ 1997/581). Σε κάθε περίπτωση ακόμη και στις εταιρίες του ν. 791/1978  κατά τη μάλλον κρατούσα τόσο στην ελληνική νομολογία όσο και την επιστήμη άποψη, το δίκαιο της καταστατικής έδρας διέπει εξαιρετικά τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου του αλλοδαπού νομικού προσώπου (ΟλΑΠ 2/2003, ΑΠ 803/2010, ΑΠ 812/2008, ΕφΠειρ 151/2016, ΕφΠειρ 618/2004, ΜΕφΠειρ 58/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), συνακόλουθα δε και τις εσωτερικές της σχέσεις (interna corρoris), ενώ το δίκαιο της πραγματικής έδρας περιορίζεται στις εξωτερικές σχέσεις (externa corporis) (ΑΠ 186/2008, ΕφΠειρ 4012010 ό.π., ΕφΠειρ 345/2021 <www.efeteio-peir.gr>.). Στα ζητήματα που ανάγονται στην εσωτερική εταιρική λειτουργία εντάσσονται ιδίως η σύνθεση, εκλογή, συγκρότηση, σύγκληση και συνεδρίαση των εταιρικών οργάνων, η αρμοδιότητα αυτών και η λήψη αποφάσεων, η κτήση και απώλεια της ιδιότητας του μέλους Δ.Σ (ΕφΠειρ 345/2021, αλλά και της μετοχικής ιδιότητας, τα δικαιώματα των μετόχων, τα δικαιώματα της μειοψηφίας, καθώς και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις μετοχές (ΑΠ 419/2000 ΝοΒ 2001.626), ενώ στα ζητήματα που αφορούν την προς τα έξω λειτουργία του νομικού προσώπου εντάσσονται, μεταξύ άλλων, η συγκεκριμένη δικαιοκτητική ικανότητα της εταιρείας (ως προς την ανάληψη συγκεκριμένων υποχρεώσεων ή την κτήση συγκεκριμένων δικαιωμάτων), η κτήση της εμπορικής ιδιότητας από τους διοικητές ή/και τους μετόχους, η ευθύνη των εταιρικών οργάνων έναντι τρίτων, η ευθύνη του μετόχου φυσικού προσώπου έναντι τρίτων και οι προϋποθέσεις για την άρση της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας (ΕφΠειρ 462/2018, ΕφΠειρ 586/2012, ΕφΑθ 4.801/2009, ΕφΠειρ 1.000/2006, ΜΕφΠειρ 238/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η ευθύνη της εταιρείας λόγω απόκτησης συνόλου περιουσίας κλπ (Λ. Αθανασίου, ο.π, σ. 45).

Σε συνέχεια των προαναφερόμενων και στα πλαίσια του εφαρμοστέου εν προκειμένω σε κάθε περίπτωση ελληνικού δικαίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 249 § 1 του Ν. 4072/2012, που επανέλαβε με νέα διατύπωση την προϊσχύσασα ρύθμιση του άρθρου 22 του Ε.Ν. η ευθύνη αυτή των εταίρων αποτελεί ενοχή ex lege, αφού πηγή έχει το νόμο, συνιστά αναγκαστικό δίκαιο (βλ. σχετ. ΑΠ 522/2014, ΔΕΕ 2014/590, ΧρΙΔ 2014/619, ΕΕμπΔ 2014/870, ΕφΑΔ 2014/404, ΑΠ 1205/2001, Δνη 2002/137, ΔΕΕ 2001/1001, ΕΕμπΔ 2002/364, ΤριμΕφΘεσ. 1929/2013, ΕπισκΕΔ 2013/982, ΕφΘεσ. 2198/2006, ΕπισκΕΔ 2006/1149, Ε. Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, Προσωπικές και κεφαλαιουχικές εταιρίες, 2016, § 23, ΙΙ, αρ. 5, σελ. 116, Β. Αντωνόπουλος, Δίκαιο Προσωπικών Εταιριών, 2016, § 25 ΙΙΙ, αρ. 7, σελ. 207), είναι απεριόριστη, προσωπική, άμεση και αλληλέγγυα (βλ. σχετ. ΑΠ 154/2018 Δημ. Νόμος) και για τη θεμελίωσή της προϋποτίθεται: α) ύπαρξη εταιρίας, στην έννοια της οποίας υπάγεται και η de facto ομόρρυθμη εταιρεία, δηλαδή εκείνη για την οποία δεν έχουν μεν τηρηθεί οι διατυπώσεις δημοσιότητας (του άρθρου 251 του Ν. 4072/2012: καταχώρηση στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο [ΓΕΜΗ], αφ’ ης κτάται η νομική της προσωπικότητα), αλλά έχει αναπτύξει δημόσια δράση, εμφανιζόμενη ως εμπορική στις σχέσεις της με τρίτους και εξομοιούμενη για το λόγο αυτό νομοθετικά (άρθρο 251 § 3 εδαφ. β του Ν. 4072/2012) με ομόρρυθμη, β) ύπαρξη εταιρικής ιδιότητας, κατά τη γέννηση της εταιρικής υποχρεώσεως, ώστε, όταν πρόκειται για αλλοδαπή εταιρία, που εξομοιώνεται με την ομόρρυθμη, να εκλαμβάνονται ως εταίροι οι μέτοχοι και τα μέλη της διοικήσεώς της (ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΠειρΝ 2005/304, ΤριμΕφΠειρ. 701/2013, ο.π.) και γ) ύπαρξη εταιρικών υποχρεώσεων, στην έννοια των οποίων περιλαμβάνονται όχι μόνο οι δικαιοπρακτικές, αλλά και οι εξωδικαιοπρακτικές υποχρεώσεις της εταιρίας, δηλαδή εκείνες που προέρχονται από αδικοπραξίες των διαχειριστών της, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους ή άλλο, πλην της συμβάσεως, γενεσιουργό λόγο (ΑΠ 261/2001, ΕΕμπΔ 2001/503, ΕΝαυτΔ 2001/202, ΧρΙΔ 2001/451, ΕφΠειρ. 348/2006, ΠειρΝ 2006/475, ΕφΠειρ. 849/2004, ΕΝαυτΔ 2005/26, ΔΕΕ 2005/54, ΕφΠειρ. 999/2003, ΔΕΕ 2005/52, ΕπισκΕΔ 2004/677). Περαιτέρω ως νομιμοποίηση των διαδίκων (άρθρο 68 ΚΠολΔ), η οποία συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, νοείται η εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση, δηλαδή για βιοτική σχέση προσώπου με άλλο πρόσωπο ή με αντικείμενο, η οποία καθορίζεται κατά κανόνα από το ουσιαστικό δίκαιο ως προς τους φορείς της και το αντικείμενο της και η οποία έχει ως περιεχόμενο ή ως έννομη συνέπεια, δικαίωμα ή υποχρέωση, ή δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Για τη νομιμοποίηση των διαδίκων, αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης και η παράθεση στην αγωγή των περιστατικών που θεμελιώνουν τον ισχυρισμό του ώστε, αν δεν εκτίθενται στην αγωγή περιστατικά ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης των διαδίκων, στοιχείο  που ερευνάται  και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 73 ΚΠολΔ), η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, ενώ, αν εκτίθενται αλλά δεν αποδεικνύονται τα θεμελιωτικά της νομιμοποίησης περιστατικά, η αγωγή απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη,  η δε απόκρουση της νομιμοποίησης από τον εναγόμενο αποτελεί άρνηση και όχι ένσταση. Η εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση συνιστά ουσιαστική προϋπόθεση παροχής δικαστικής προστασίας, η δε παραβίαση της εμπίπτει στον αναιρετικό λόγο για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου (ΑΠ 75/2018,  ΑΠ 1157/2017, ΑΠ 981/2017, ΑΠ 772/2014, ΑΠ 2172/2013, ΑΠ 1831/2011, ΑΠ 1383/2010, ΕφΔωδ 134/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 378/2016 και  525/2015 τνπ  ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 8511/2005 ΕλλΔνη 2006.534, 8107/2001 ΕλλΔνη 2003.225, ΕφΘεσσ 1857/2003 Αρμ 2005.372, ΕΠ 151/2000 ΝΟΜΟΣ και 318/1998 ΕλλΔνη 1998.920).

Εξάλλου σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ. 26 ΑΚ, οι ενοχές από αδίκημα διέπονται από το δίκαιο του τόπου, όπου διαπράχθηκε το αδίκημα, με αποτέλεσμα η σχέση, που δημιουργείται με τη διάπραξη αδικήματος στην Ελλάδα, να διέπεται από το ελληνικό δίκαιο (ΟλΑΠ 14/1997). Κατά το δίκαιο αυτό, κρίνεται, μεταξύ άλλων, ο παράνομος χαρακτήρας της πράξης, η υπαιτιότητα, το τυχόν οικείο πταίσμα του παθόντος, το ζήτημα της πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας, αν η ευθύνη είναι αντικειμενική ή υποκειμενική και οι προϋποθέσεις της θεμελίωσης αυτής, η ικανότητα προς καταλογισμό, ο κύκλος των προστατευόμενων έννομων αγαθών ή των υποκειμενικών δικαιωμάτων, ο υπόχρεος προς αποζημίωση, το πρόσωπο του δικαιούχου της αποζημίωσης, καθώς και οι έννομες συνέπειες της αδικοπραξίας, ήτοι η μορφή και η έκταση της αποζημίωσης, αν παρέχεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (άρθρ. 932 ΑΚ), τα θέματα της αναγωγής των πλειόνων συνυποχρέων, καθώς και των οφειλόμενων τόκων από την επίδοση της αγωγής αποζημίωσης. Στην προαναφερθείσα έννοια του “κύκλου των προστατευομένων αγαθών ή των υποκειμενικών δικαιωμάτων” περιλαμβάνονται και προσδιορίζονται απευθείας, κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 26 Α.Κ, και όλα εκείνα τα πρόσωπα που δικαιούνται και νομιμοποιούνται ενεργητικώς στο να προβάλλουν, κατά περίπτωση, αντίστοιχες αξιώσεις, συνδεόμενες με την ένδικη αδικοπρακτική συμπεριφορά, είτε με ορισμένη ιδιότητα, είτε εξ ιδίου δικαίου (ΑΠ 766/2015 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου). Έτσι, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 26 ΑΚ, θα κριθεί και εάν ο μέτοχος ανώνυμης εταιρείας έχει αξίωση κατά προσώπου που προκάλεσε ζημία στην εταιρεία [πρβλ. ΑΠ 949/1990 (σε Συμβ) ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του με αριθμό 864/2007 Κανονισμού (ΕΚ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές («Ρώμη II»), ο οποίος από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 31 αυτού κατά το οποίο υπό τον τίτλο «Χρονική εφαρμογή» «Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα ζημιογόνα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα μετά την έναρξη της ισχύος του» και 32 αυτού κατά το οποίο, υπό τον τίτλο « Ημερομηνία εφαρμογής» «Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται από τις 11 Ιανουαρίου 2009, εκτός από το άρθρο 29, το οποίο εφαρμόζεται από τις 11 Ιουλίου 2008», εφαρμόζεται σε ζημιογόνα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα από 11.1.2009 και εντεύθεν, υπό τον τίτλο «Γενικός κανόνας»  «1. Το εφαρμοστέο δίκαιο επί εξωσυμβατικής ενοχής η οποία απορρέει από αδικοπραξία είναι το δίκαιο της χώρας στην οποία επέρχεται η ζημία, ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός καθώς και της χώρας ή των χωρών στις οποίες το εν λόγω γεγονός παράγει έμμεσα αποτελέσματα, εκτός αν ορίζεται άλλως στον παρόντα κανονισμό.». Επιπροσθέτως, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 14 του ιδίου Κανονισμού υπό τον τίτλο «Ελευθερία επιλογής δικαίου» «Τα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν την υπαγωγή της εξωσυμβατικής ενοχής στο δίκαιο που αυτά επιλέγουν: α) με συμφωνία μεταγενέστερη της επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος∙ ή β) εφόσον όλα τα μέρη ασκούν εμπορική δραστηριότητα, επίσης με συμφωνία η οποία αποτέλεσε αντικείμενο ελεύθερης διαπραγμάτευσης πριν από την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος. Η επιλογή αυτή πρέπει να είναι ρητή ή να συνάγεται με βεβαιότητα από τα δεδομένα της υπόθεσης και δεν θίγει δικαιώματα τρίτων.». Κατά το άρθρο 15 του ιδίου Κανονισμού, υπό τον τίτλο «Περιεχόμενο του εφαρμοστέου δικαίου» «Το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές δυνάμει του παρόντος κανονισμού διέπει ιδίως: α) τη βάση και την έκταση της ευθύνης, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού των προσώπων που δύνανται να φέρουν ευθύνη για τις πράξεις τους∙ β) τους λόγους αποκλεισμού της ευθύνης/απαλλαγής από την ευθύνη, καθώς και κάθε περιορισμό και καταμερισμό της ευθύνης∙ γ) την ύπαρξη, τον χαρακτήρα και την αποτίμηση των ζημιών ή της επιδιωκόμενης αποκατάστασης της ζημίας∙ δ) τα μέτρα τα οποία μπορούν να ληφθούν για την πρόληψη ή την παύση βλάβης ή ζημίας ή για την εξασφάλιση της παροχής αποζημίωσης, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων του επιληφθέντος δικαστηρίου δυνάμει του οικείου δικονομικού δικαίου, ε) τη δυνατότητα μεταβίβασης του δικαιώματος αποζημίωσης ή αποκατάστασης της ζημίας, συμπεριλαμβανομένης της κληρονομικής διαδοχής, στ) τα πρόσωπα που δικαιούνται αποκατάστασης της προσωπικής ζημίας που υπέστησαν, ζ) την ευθύνη για πράξεις τρίτου, η) τους διάφορους τρόπους απόσβεσης των ενοχών καθώς και τους κανόνες παραγραφών και αποσβεστικών προθεσμιών, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων σχετικά με την έναρξη της παραγραφής ή αποσβεστικής προθεσμίας και τη διακοπή ή την αναστολή τους.». Κατά την παρ.2 περ. (δ) του άρθρου 1 του ιδίου Κανονισμού, από το ρυθμιστικό πεδίο του εν λόγω Κανονισμού εκφεύγουν μόνον «οι εξωσυμβατικές ενοχές που απορρέουν από το δίκαιο των εταιρειών και άλλων ενώσεων ή νομικών προσώπων όσον αφορά θέματα όπως η ίδρυση, με εγγραφή στο μητρώο ή κατ’ άλλον τρόπο, η ικανότητα δικαίου, η εσωτερική λειτουργία ή η εκκαθάριση εταιρειών και άλλων ενώσεων ή νομικών προσώπων, καθώς και από την προσωπική ευθύνη των εταίρων και των οργάνων για τις υποχρεώσεις της εταιρείας ή άλλων ενώσεων και νομικών προσώπων και από την προσωπική ευθύνη των ελεγκτών μιας εταιρείας ή των οργάνων της κατά τον νόμιμο έλεγχο των λογιστικών εγγράφων». Όμως, η περίπτωση κατά την οποία έχει προβεί σε αδίκημα έναντι τρίτου όργανο του νομικού προσώπου δεν  εμπίπτει στην εξαίρεση αυτή από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού, οπότε τόσο η ευθύνη του νομικού προσώπου όσο και η ευθύνη του οργάνου διέπονται από τον Κανονισμό Ρώμη ΙΙ για ζημιογόνα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα μετά τη θέση σε ισχύ του (Μεταλληνός εις Απόστολο Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ τόμος Ι, υπό το άρθρο 26 σελ. 72 παρ.6). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρο 914 του ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 297 και 298 ΑΚ. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι, για να υπάρχει αδικοπραξία και συνεπώς υποχρέωση του δράστη να αποζημιώσει τον παθόντα απαιτούνται : α) ζημία κάποιου, β) η ζημία αυτή να προξενήθηκε από το δράστη παρανόμως, γ) ο ζημιώσας να βρίσκεται σε υπαιτιότητα, δ) η παράνομη συμπεριφορά του υπαιτίου να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη αυτού και ε) να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και της ζημίας που επήλθε. Η κατά το άρθρο 914 ΑΚ παράνομη συμπεριφορά, που αποτελεί μία από τις προϋποθέσεις αποζημίωσης από αδικοπραξία, μπορεί να συνίσταται σε υπαίτια πράξη ή παράλειψη από δόλο ή αμέλεια του δράστη κατά την έννοια του 330 ΑΚ. Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή παράλειψης υφίσταται, όταν η πράξη αυτή, καθ’ όν χρόνο και υφ’ όρους έλαβε χώρα, ήταν ικανή κατά την ανθρώπινη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων να επιφέρει την προσγενόμενη ζημία. Η υποχρέωση για αποζημίωση από αδικοπραξία υφίσταται και στην περίπτωση κατά την οποία, ο παρά το νόμο ζημιώσας άλλον υπόκειται σε ποινικές κυρώσεις για την παρ’ αυτού τελεσθείσα ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη, υπό την προϋπόθεση, ότι η κατ’ αυτόν τον τρόπο παραβιασθείσα διάταξη έχει τεθεί για προστασία όχι μόνο του γενικού, αλλά και του ατομικού συμφέροντος, όπως είναι η αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης (ΑΠ 2039/2014). Δηλαδή, η διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ δεν περιέχει επιταγή ή απαγόρευση, αλλά απλώς καθορίζει την κύρωση (ήτοι την υποχρέωση αποζημίωσης) σε περίπτωση κατά την οποία ορισμένη πράξη είναι παράνομη λόγω παράβασης κάποιου κανόνα δικαίου. Επομένως, για να υπάρξει αδικοπραξία και υποχρέωση του ζημιώσαντος να αποζημιώσει τον παθόντα, προϋποτίθεται ότι η ζημία (θετική ή αποθετική) προκλήθηκε παρά το νόμο (άρθρο 914 ΑΚ) από πράξη ή παράλειψη η οποία οφείλεται σε πταίσμα του δράστη, ήτοι σε δόλο ή αμέλεια και ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της ζημίας, που επήλθε. Η ζημία είναι παράνομη όταν με την πράξη ή την παράλειψη του υπαιτίου προσβάλλεται δικαίωμα ή και απλό συμφέρον του παθόντος προστατευόμενο από ορισμένη διάταξη νόμου η οποία παραβιάσθηκε. Μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής είναι μεν πράξη παράνομη, δεν συνιστά όμως και αδικοπραξία κατά την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ. Είναι δυνατό, ωστόσο, μια ζημιογόνα ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Αυτό συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή καθ’ εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ., να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον (Ολ.Α.Π. 967/1973, Α.Π. 14/2021, Α.Π. 345/2018, Α.Π. 1120/2005, Α.Π. 1801/2001, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Κατά συνέπεια, όταν το πταίσμα που επέφερε τη ζημία ταυτίζεται κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο με την παραβίαση της σύμβασης και τη δημιουργία της παρανομίας, δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί αδικοπραξίας (Α.Π. 587/2020, Α.Π. 1010/2019, Α.Π. 920/2018, Α.Π. 1849/2017, Α.Π. 854/2017, Α.Π. 504/2016, Α.Π. 985/2015, Α.Π. 1667/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Καρακώστα, Αστικός Κώδικας, έκδ. 2009, υπ’ άρθρο 914, αριθ. 56, σ. 987, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, αστικός κώδιξ, 1982, τόμ. IV, υπ’ άρθρα 914-938, αριθ. 7, σ. 681). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Με τη διάταξη αυτή, που αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα της διατάξεως του άρθρου 914 ΑΚ, ανάγεται σε αυτοτελή αδικοπραξία, που τίκτει υποχρέωση προς αποζημίωση, καθώς επίσης και προς καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης, η κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά του υπαιτίου, εφόσον αυτή έγινε με πρόθεση επαγωγής ζημίας. Ως κριτήριο των χρηστών ηθών, η έννοια των οποίων είναι νομική, χρησιμεύουν οι ιδέες του εκάστοτε κατά τη γενική αντίληψη χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 10/1991). Στην περίπτωση που η κρινόμενη συμπεριφορά σχετίζεται με ορισμένη κατηγορία συναλλαγών και συναλλασσομένων, οι αντίστοιχες, στην κατηγορία αυτή των συναλλασσομένων, κρατούσες αντιλήψεις, λαμβάνονται υπόψη, εκτός αν, κατά το κοινό συναίσθημα του πιο πάνω κοινωνικού ανθρώπου, δεν συμβιβάζονται με την κοινωνική ηθική. Προκειμένου να κριθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριφοράς υπάρχει αντικειμενική αντίθεση, με την πιο πάνω έννοια, προς τα χρηστά ήθη (την οποία δεν αποκλείει η ύπαρξη σχετικού δικαιώματος ή ευχέρειας) συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του υποκειμένου της συμπεριφοράς, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού, έστω και θεμιτού και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγματώσεως της συμπεριφοράς, θετικής ή αρνητικής (ΟλΑΠ 398/1975). Όσον αφορά την πρόθεση, δεν απαιτείται ο ζημιώσας να ενήργησε με τον αποκλειστικό σκοπό να βλάψει τον άλλον (άμεσος δόλος), αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέλησή του, ότι δηλαδή προέβλεψε ως ενδεχόμενη την πρόκληση ζημίας από τη συμπεριφορά του και παρόλα αυτά δεν απείχε από την πράξη ή την παράλειψη, από την οποία επήλθε η ζημία. Αδικοπραξία, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, αποτελεί και η παράνομη ιδιοποίηση χρημάτων που περιήλθαν οπωσδήποτε στην κατοχή του δράστη (άρθρο 375 ΠΚ), όταν δηλαδή ο υπαίτιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο ή του το έχουν εμπιστευθεί, λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας (ΑΠ 1110/20, ΑΠ 2258/2014, ΑΠ 28/2010, ΑΠ 1441/2010).  Κατά τη διάταξη αυτή, η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως συνίσταται στην παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος, που είναι κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέληση αυτού να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος, η δε υποκειμενική, στην ύπαρξη του δόλου που ενέχει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο (ολικά ή εν μέρει), ανήκει δηλαδή κατά κυριότητα σε άλλον, καθώς και την θέληση να ιδιοποιηθεί το πράγμα παράνομα, χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη (ΑΠ 487/2017). Ως εμπίστευση, νοείται η παράδοση ή άφεση της κατοχής του πράγματος σε πρόσωπο που έχει τις προαναφερόμενες ιδιότητες, οι οποίες παρέχουν στον ιδιοκτήτη την προσδοκία ότι η κατοχή θα ασκηθεί για λογαριασμό του και ότι το πράγμα θα αποδοθεί σ’ αυτόν. Ο εντολοδόχος νοείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 713 επ. ΑΚ, δηλαδή πρέπει μεταξύ αυτού και του παθόντος να υπάρχει σύμβαση εντολής. Ενώ ως διαχειριστής ξένης περιουσίας νοείται εκείνος που ενεργεί (όχι απλώς υλικές αλλά) νομικές διαχειριστικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του παθόντος, την οποία αντλεί από τον νόμο ή από σύμβαση. Επιπλέον απαιτείται το πράγμα να περιήλθε στην κατοχή του λόγω της ιδιότητας του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας. Διαχειριστής ξένης περιουσίας μπορεί να είναι και εκείνος που εν τοις πράγμασι (de facto) ασκεί διαχείριση [ΕΠ 606/2023 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς]. Από την προαναφερομένη διάταξη του άρθρου 375 ΠΚ, προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση αντικειμενικά της υπεξαιρέσεως απαιτείται παράνομη ιδιοποίηση ξένου εν όλω ή εν μέρει κινητού πράγματος, που έχει περιέλθει στην κατοχή του δράστη με οποιοδήποτε τρόπο. Στην έννοια δε του κινητού πράγματος συμπεριλαμβάνονται και τα χρήματα και κατ΄επέκταση και τα λογιστικά χρήματα υπό ποινική έννοια και επομένως επ΄αυτών, υπάρχει όχι μόνον κατοχή αλλά και κυριότητα. Η έννοια δε της κατοχής με την ποινική πάντοτε έννοια διαφέρει της αντιστοίχου εννοίας του αστικού δικαίου και συνίσταται στην πραγματική σχέση που καθιστά δυνατή, κατά τις κοινωνικές αντιλήψεις των συναλλαγών, την εξουσίαση του πράγματος από τον δράστη κατά την βούλησή του (Ολ.ΑΠ. 1093/1991, Π.Χ. ΜΒ/39, Ανδρουλάκη, Π.Χ. ΜΕ/688, Συμεωνίδου-Καστανίδου, Υπερ. 1998 σελ. 943, Σπινέλλη, Π.Χ. ΜΣΤ/430). Επί πλέον στην έννοια του ξένου κινητού πράγματος περιλαμβάνεται και η εταιρική κινητή περιουσία, καθώς και τα διανεμητέα στους εταίρους κατά τον λόγο των μερίδων τους εταιρικά κέρδη. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 914 και 919 ΑΚ, προκύπτει ότι υπόχρεος σε αποζημίωση είναι αυτός που στο πρόσωπο του συνέτρεξαν οι προϋποθέσεις γέννησης της αδικοπρακτικής ευθύνης, υποκειμενικής (άρθρα 914, 919, 920, 923) ή αντικειμενικής (άρθρα 922, 924 § 1, 925 κ.α.). Δικαιούχος δε της αποζημίωσης, κατά την κρατούσα άποψη, είναι κατά πρώτο λόγο ο φορέας του δικαιώματος ή του έννομου αγαθού που προσβλήθηκε άμεσα με την αδικοπραξία. Επίσης, και αυτός που προσβλήθηκε άμεσα στα προστατευόμενα συμφέροντά του. Αντιθέτως, αντανακλαστικές δυσμενείς επιπτώσεις της αδικοπραξίας στην περιουσία ενός τρίτου (έμμεσα ζημιωθέντος, όπως αποκαλείται) δεν παρέχουν κατ’ αρχήν στον τελευταίο αξίωση αποζημίωσης, με κύρια εξαίρεση τις περιπτώσεις των άρθρων 928 και 929 εδ. β’. Η διάκριση ανάμεσα σε άμεσα και έμμεσα ζημιωθέντες και η παροχή αξίωσης για αποζημίωση κατ’ αρχήν μόνο στους πρώτους στηρίζεται από δικαιοπολιτική άποψη στη σκέψη ότι, αν ο ζημιώσας επιβαρυνόταν και με την αποκατάσταση των δυσμενών αντανακλαστικών επιπτώσεων της αδικοπραξίας στην περιουσιακή κατάσταση τρίτων, θα αντιμετώπιζε ένα συχνά δυσβάστακτο βάρος, αφού θα ήταν υποχρεωμένος να αποζημιώσει έναν αόριστο αριθμό προσώπων, πράγμα που θα είχε ως αποτέλεσμα την παράλυση κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας. Η ανωτέρω διάκριση στηρίζεται, κατά την κρατούσα άποψη, στη διατύπωση των (μη επιδεχόμενων ανάλογη εφαρμογή) άρθρων 914 και 919 ΑΚ, τα οποία παρέχουν αξίωση αποζημίωσης μόνο σ’ αυτόν που ζημιώθηκε παράνομα ή με τρόπο αντίθετο στα χρηστά ήθη και, εξ αντιδιαστολής, στις περιοριστικά εισαγόμενες εξαιρέσεις των άρθρων 928 και 929 εδ. β’ του ΑΚ, που οριοθετούν τις περιπτώσεις αποζημίωσης των έμμεσα ζημιωθέντων. Για την όχι πάντοτε ευχερή διάκριση ανάμεσα σε άμεσα και σε έμμεσα ζημιωθέντες (η οποία δεν πρέπει να συγχέεται με τη διάκριση ανάμεσα σε άμεση και σε έμμεση ζημία) θα πρέπει να ερευνάται: α) αν η ζημία βρίσκεται σε πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με το ζημιογόνο γεγονός και β) αν το έννομο αγαθό που προσβλήθηκε (και ο φορέας του) εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο του ιδρυτικού της ευθύνης κανόνα. Αν δεν εμπίπτουν (και τούτο θα συμβαίνει συνήθως σε περιπτώσεις εμμέσως ζημιωθέντων), δεν θεμελιώνεται ευθύνη του ζημιώσαντος σε αποζημίωση, γιατί ακριβώς απέναντι στο συγκεκριμένο φορέα του συγκεκριμένου έννομου αγαθού δεν υπάρχει παρανομία. Με βάση τα ανωτέρω, έμμεσα ζημιωθείς είναι και εκείνος που ζημιώθηκε εξ αιτίας όχι καθεαυτού του ζημιογόνου γεγονότος, αλλά εξ αιτίας της ζημίας που προκάλεσε το ζημιογόνο γεγονός στο θύμα (άμεσα ζημιωθέντα) [ΑΠ 656/2019 Ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου].

Τέλος από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 762 και 763 του ΑΚ, που εφαρμόζονται και στην ομόρρυθμη εταιρεία, κατά το άρθ. 249 παρ. 2 του Ν. 4072/2012, και εκείνης του άρθρου 255 του Ν. 4072/2012, του οποίου οι διατάξεις κατά το άρθρο 294 παρ. 1 του ίδιου νόμου εφαρμόζονται και στις εταιρείες που κατά την έναρξη ισχύος του δεν τελούν σε εκκαθάριση ή σε πτώχευση, κάθε εταίρος έχει δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη της εταιρείας κατά το ποσοστό συμμετοχής του, εφόσον υπάρχει τέτοια συμφωνία, άλλως στην περίπτωση μη ύπαρξης συμφωνίας, το δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη είναι κατά ίσα μέρη ανεξάρτητα από την εισφορά κάθε εταίρου. Όταν, δε, η εταιρεία έχει διάρκεια μακρότερη από ένα (1) έτος, ο λογαριασμός κλείνεται και τα κέρδη διανέμονται στο τέλος κάθε έτους, εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο από την εταιρική σύμβαση. Ως κέρδος κατά την έννοια του νόμου νοείται το καθαρό κέρδος, δηλαδή το καθαρό προϊόν που απομένει μετά την αφαίρεση των εξόδων και ιδίως των δαπανών της εταιρείας. Στοιχεία της σχετικής περί διανομής των κερδών αγωγής είναι ο ακριβής προσδιορισμός των προς επιδίκαση κερδών, ενώ δεν είναι αναγκαία η παράθεση και των εξόδων λειτουργίας της εταιρείας, καθόσον η τυχόν ύπαρξη εξόδων, που πρέπει να αφαιρεθούν, είναι αρνητικός ισχυρισμός και όχι στοιχείο της αγωγής. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 72, 759, 777 εδάφ. α΄, 780 εδάφ. α΄, 781, 782 και 784 του ΑΚ και 249 του Ν. 4072/2012, προκύπτει ότι η ομόρρυθμη εταιρεία που τήρησε τις διατυπώσεις δημοσιότητας και έχει νομική προσωπικότητα, έχει δική της περιουσία και διατηρεί τη νομική προσωπικότητά της μέχρι πέρατος της εκκαθάρισης και για τις ανάγκες αυτής. Κύριος των εισφορών των εταίρων, των κερδών, που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της, και των εν γένει αποκτημάτων από τη διαχείριση και γενικότερα φορέας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων, που αποτελούν την εταιρική περιουσία, μέχρι τη ρευστοποίηση και τη διανομή αυτής, είναι το νομικό πρόσωπο της ομόρρυθμης εταιρείας. Συνεπώς, μόνο το νομικό πρόσωπο της ομόρρυθμης εταιρείας νομιμοποιείται παθητικά στη δίκη κατόπιν αγωγής κάποιου από τους εταίρους για την καταβολή της αναλογίας των κερδών και όχι τα ομόρρυθμη μέλη ή ο διαχειριστής ή ο εκκαθαριστής αυτής [ΑΠ 224/2016, ΑΠ 2349/2009 ΔΕΕ 2010.682, ΕφΠειρ 264/2015 ΕλλΔνη 2016.820, ΕφΘεσ 84/2014 ΕπισκΕΔ 2014. 175, ΕφΑΘ 1127/2011 ΔΕΕ 2011.1030]. Επιπλέον, σε περίπτωση αδικοπραξίας, δικαιούχος κατά τις διατάξεις του άρθρου 914 ΑΚ αποζημίωσης είναι αυτός που προσβλήθηκε με την αδικοπραξία άμεσα στα δικαιώματα, έννομα αγαθά ή προστατευόμενα συμφέροντά του. Αντανακλαστικές συνέπειες της αδικοπραξίας στην περιουσία τρίτου δεν καθιστούν τον τελευταίο δικαιούχο αποζημίωσης, εκτός από τις εξαιρέσεις των άρθρων 928 και 929 ΑΚ. Επομένως, επί αδικοπραξίας από το διαχειριστή της που στρέφεται κατά ομόρρυθμης εταιρείας, μόνο η εταιρεία, η οποία αποτελεί νομικό πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο των εταίρων της, νομιμοποιείται να ασκήσει τη σχετική αγωγή αποζημίωσης διότι αυτή είναι η άμεσα ζημιωθείσα και όχι οι ομόρρυθμοι εταίροι αυτής, αφού οι τελευταίοι θεωρούνται ότι υπέστησαν έμμεση ζημία από την ανωτέρω πράξη. Αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 22 του ΕμπΝ, ούτε από τη διάταξη του άρθρου 249 παρ. 1 του Ν. 4072/2012, διότι το ρυθμιζόμενο από αυτές ζήτημα της εις ολόκληρον ευθύνης των ομόρρυθμων εταίρων ανάγεται μόνο στην παθητική και όχι στην ενεργητική νομιμοποίηση αυτών (ΣυμβΟλΑΠ 1/1994 ΝοΒ 1994.459, ΑΠ 1648/2014, ΕφΠειρ 264/2015 ό.π., ΕφΔυτΣτερΕλλ 76/2014 ΤΝΠ -Νόμος, ΕφΑΘ 2308/2011 ΕλλΔνη 2012.513, ΕφΠατρ 397/2009 ΑχΝομ 2010.431). Επίσης από το σύνολο των διατάξεων του κωδικοποιημένου νόμου 2190/1920 “περί ανωνύμων εταιριών”, προκύπτει ότι, η ανώνυμη εταιρία είναι νομικό πρόσωπο διακεκριμένο από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα των μετόχων της. Είναι, επομένως, υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, έχει δε ίδια περιουσία, ανεξάρτητη από αυτήν των μετόχων της. Οι τελευταίοι έχουν, ως μέτοχοι, μόνο τα  παρεχόμενα σ` αυτούς από το νόμο δικαιώματα, με τα οποία εκφράζεται και η έννομη σχέση που τους συνδέει με την εταιρία. Στα δικαιώματα αυτά, δεν περιλαμβάνεται και δικαίωμα συγκυριότητας στα  περιουσιακά στοιχεία ή δικαίωμα στην περιουσία (ως σύνολο) της ανώνυμης  εταιρίας [Ολ ΑΠ 14/1999]. Σε συνάφεια με τα ανωτέρω, σε περίπτωση που τρίτος προκαλέσει ζημία στο νομικό πρόσωπο, μόνο νομιμοποιούμενο προς έγερση αγωγής αποζημιώσεως τυγχάνει το ίδιο το νομικό πρόσωπο (ΟλΑΠ 1/1994 (ποιν) Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα από τον συνδυασμό των διατάξεων των αρ. 18, 22α`και 22β` του κωδικοποιημένου ν. 2190/1920 «περί ανωνύμων εταιριών», 68, 714, 297 και 298 του ΑΚ, προκύπτει ότι, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ανωνύμου εταιρίας, ευθύνονται έναντι του νομικού προσώπου της εταιρίας, για την προξενούμενη στην εταιρία ζημία συνεπεία πταίσματος τους, η δε ευθύνη τους αυτή υπάρχει και κατά τα άρθρα 914 και 919 του ΑΚ, όταν η ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη τους, αποτελεί και αδικοπραξία που θεμελιώνει άμεση και αυτοτελή υποχρέωση προς αποζημίωση. Στις περιπτώσεις αυτές της ζημιογόνου πράξεως ή παραλείψεως, που στρέφεται κατά του νομικού προσώπου της εταιρίας, την προς αποζημίωση αξίωση έχει το αμέσως ζημιωθέν νομικό πρόσωπο της εταιρίας, το οποίο και νομιμοποιείται να ασκήσει την σχετική αγωγή, κατά των μελών της διοικήσεως, κατά τους όρους του αρ. 22β` του ν. 2190/1920. Οι κατ` ιδίαν μέτοχοι της εταιρίας, που τυχόν υφίστανται έμμεση ζημία, είτε από πτώση της χρηματιστηριακής αξίας των μετοχών, είτε από μείωση της εσωτερικής αξίας αυτών, είτε ένεκα της διανομής μικρότερου μερίσματος, δεν έχουν και αυτοί παράλληλη αξίωση αποζημιώσεως για τη ζημία αυτή, γιατί, ως τρίτοι, δεν συνδέονται με τα μέλη της διοικήσεως και γιατί πρόκειται για έμμεση ζημία τους, που δεν ανορθώνεται έναντι αυτών, κατά την έννοια των αρ. 297 και 298 ΑΚ, δεδομένου ότι από τα άρθρα αυτά, σε συνδυασμό προς το αρ. 914 του ιδίου Κώδικα, δικαιούχος της αποζημιώσεως είναι ο αμέσως εκ της αδικοπραξίας ζημιωθείς, ο οποίος και νομιμοποιείται να στραφεί κατά του υπαιτίου, όχι δε και οι εμμέσως, εκ της αδικοπραξίας, ζημιωθέντες (εκτός των ρητών εξαιρέσεων των αρ. 928 και 929 παρ. 2 ΑΚ). Οι εν λόγω διατάξεις, εξάλλου, συμπορεύονται προς τα οριζόμενα με τα αρ. 22α και 22β του ν. 2190/1920 με τα οποία ρυθμίζονται τα της ευθύνης των μελών της διοικήσεως της ανωνύμου εταιρίας έναντι της εταιρίας και τα της ασκήσεως της σχετικής αγωγής από το νομικό πρόσωπο της εταιρίας, κατόπιν αποφάσεως της γενικής συνελεύσεως ή αιτήσεως μετόχων, εκπροσωπούντων το 1/10 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου, όπως η παράγραφο 1 του άρθρου 22β του Ν. 2190/1920 ίσχυε κατά την ένδικη περίοδο κατόπιν της τροποποίησης αυτού με τις διατάξεις του άρθρου 31 Ν.3604/2007(ΦΕΚ Α 189/8.8.2007), εκ των οποίων συνάγεται ότι δεν δημιουργείται ευθύνη των μελών της διοικήσεως έναντι των κατ` ιδίαν μετόχων και δεν παρέχεται σ` αυτούς δικαίωμα ατομικής αγωγής προς αποκατάσταση της έμμεσης ζημίας τους, η οποία αποκαθίσταται με την άσκηση από το νομικό πρόσωπο της εταιρίας της σχετικής αγωγής [ΑΠ 1489/2017 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου, ΑΠ 1285/1980 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ]. Η μετοχή, ως αξιόγραφο, είναι περιουσιακό αγαθό πλην της ονομαστικής της αξίας, δηλαδή αυτής που αναγράφεται στον τίτλο της μετοχής η οποία δηλώνει το τμήμα του μετοχικού κεφαλαίου που εκπροσωπεί, έχει και την πραγματική ή εσωτερική αξία της, που προκύπτει από τη διαίρεση της πραγματικής αξίας της περιουσίας της εταιρίας με το συνολικό αριθμό των μετοχών, σε δεδομένη στιγμή. Έτσι η αξία που περικλείεται στη μετοχή, αποτελεί αντανάκλαση της αξίας της εταιρικής περιουσίας, ή, κατά την επιγραμματική διατύπωση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, “έμμεση ιδιοκτησία επί της περιουσίας της εταιρίας” (Ολ. ΑΠ 14/99). Κατά λογική ακολουθία των προεκτιθεμένων, όταν μια ζημιογόνος πράξη των μελών της διοικήσεως της ανώνυμης εταιρίας, αυτοτελώς θεωρούμενη, συνιστά συγχρόνως και παράνομη επέμβαση στην υπόσταση του μετοχικού δικαιώματος, συνιστά δηλαδή και ως προς τους μετόχους αδικοπραξία, από την οποία απορρέει άμεση και αυτοτελής υποχρέωση προς αποζημίωση, αυτοτελή αξίωση αποζημιώσεως κατά των μελών της διοικήσεως της εταιρίας έχουν και οι μέτοχοι αυτής [ΑΠ 1298/2006 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ]. Στα πλαίσια αυτά έχει κριθεί ότι, προδήλως ενεργούν εναντίον των χρηστών ηθών και οι μέτοχοι ανώνυμης εταιρείας, που έχουν την πλειοψηφία στο διοικητικό συμβούλιο και στη γενική συνέλευσή της, οι οποίοι, με την πρόθεση να αποκομίσουν μόνον οι ίδιοι τα κέρδη από την αναμενόμενη με βεβαιότητα μεγάλη αύξηση της αξίας των περιουσιακών της στοιχείων και να στερήσουν από τα κέρδη αυτά άλλο μέτοχο της εταιρείας, με μεθοδευμένες και νομιμοφανείς ενέργειες, μεταβιβάζουν τα περιουσιακά αυτά στοιχεία της εταιρείας τους σε άλλη ανώνυμη εταιρεία, που οι ίδιοι για το σκοπό αυτό συνιστούν και στην οποία μόνο αυτοί πλέον συμμετέχουν, αποκλείοντας έτσι από τη νέα εταιρεία τον άλλο μέτοχο [ΑΠ 1298/2006 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ]. Επίσης, έχει κριθεί ότι, ενεργεί αντίθετα στα χρηστά ήθη και ο μέτοχος όταν, με πρόθεση να αποκομίσει μόνον ο ίδιος το όφελος από τα περιουσιακά στοιχεία εταιρειών, τις οποίες αυτός διαχειρίζεται μόνος του και να αποστερήσει το συμμέτοχο του σε ποσοστό 50% σε αυτές, με μεθοδευμένες και νομιμοφανείς ενέργειες διοχετεύει τα χρήματα των εν λόγω εταιρειών σε άλλες εταιρείες ή διαθέτει αυτά προς όφελος άλλων εταιρειών, στις οποίες συμμετέχει μόνον αυτός, ή μέσω των οποίων τα χρήματα αυτά επενδύονται σε επενδύσεις στις οποίες συμμετέχει μόνον αυτός και αποκρύπτοντας την με τον τρόπο αυτό διάθεση των περιουσιακών στοιχείων των εταιρειών, παραπείθει τον συμμέτοχο της μητρικής εταιρείας, ο οποίος αδυνατεί να ελέγξει τα περιουσιακά στοιχεία των θυγατρικών εταιρειών, να του μεταβιβάσει το ανήκον σε αυτόν ποσοστό 50% των μετοχών της μητρικής εταιρείας σε τιμή που δεν αντιπροσωπεύει την αξία της εταιρικής περιουσίας αυτής όπως αυτή θα ανέρχονταν εάν είχε συνυπολογισθεί και η διοχετευθείσα ανωτέρω παρανόμως εταιρική περιουσία των θυγατρικών εταιρειών [ΑΠ 1214/2021 Τ.ΝΠ. ΝΟΜΟΣ]. Περίπτωση άμεσης ζημίας του μετόχου ανώνυμης εταιρείας, εξάλλου, συντρέχει και σε περίπτωση αδικαιολόγητης μη διανομής των κερδών της ανώνυμης εταιρείας, εφόσον όμως υπάρχει απόφαση του Διοικητικού  Συμβουλίου και της Γενικής Συνέλευσης ανώνυμης εταιρείας για διανομή των κερδών (ΑΠ 1755/2011 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου, ΑΠ 225/1988 ΠοινΧρ ΛΗ.512), με δεδομένο ότι, αφενός μεν το αφηρημένο μετοχικό δικαίωμα στα κέρδη της εταιρείας αποκτά “σάρκα οστά”, μετασχηματιζόμενο σε ενοχική αξίωση καταβολής ορισμένου ποσού (του μερίσματος) με την έγκριση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων από την ετήσια τακτική γενική συνέλευση και τη λήψη της απόφασης περί διανομής κερδών, οπότε κατά την κρατούσα άποψη στη νομολογία και θεωρία, γεννάτε η ενοχική αξίωσης του μετόχου επί του μερίσματος [ΑΠ 173/2019 (Ποιν) Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου], αφ’ ετέρου δε στη διαχείριση ξένης περιουσίας εμπίπτει και η διανομή κερδών εταιρείας (ΑΠ 1656/1981 Ποιν Χρ. ΛΒ.741). Η περίπτωση γένεσης ατομικής αξίωσης του μετόχου ανώνυμης εταιρείας κατά μελών του ΔΣ αυτής με βάση τις περί αδικοπραξίας διατάξεις, όταν οι πράξεις αυτών αντιβαίνουν στα χρηστά ήθη (άρθρο 919 ΑΚ) ή είναι παράνομες (άρθρο 914 ΑΚ) εάν οι πράξεις αυτές αποτελούν παράνομη επέμβαση στην υπόσταση του μετοχικού δικαιώματος (ΑΠ 1298/2006), δεν δύναται να τύχει εφαρμογής στην περίπτωση υπεξαίρεσης της εταιρικής περιουσίας, διότι η πράξη αυτή στρέφεται σε βάρος της εταιρείας, η δε ζημία του μετόχου δεν είναι αυτοτελής, πρόσθετη της ζημίας της εταιρείας, αλλά αποτελεί αντανάκλαση στην περιουσία του μετόχου, της ζημίας της εταιρείας [ΑΠ 1285/1980 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Γεροντίδης, Η ατομική αξίωση αποζημίωσης του μετόχου από «συγχρόνως έναντι της εταιρίας και των μετόχων» αδικοπρακτική συμπεριφορά του ΔΣ στην ανώνυμη εταιρία- Ανασκόπηση και σκέψεις με αφορμή τη ΜΠΑ 12468/2012, ΕπισκΕΔ 2013, σελ. 244-245, πρβλ. ΑΠ 1489/2017 ο.π. η οποία δέχθηκε ότι οι μέτοχοι τυγχάνουν έμμεσα ζημιωθέντες από τη ζημία της εταιρείας από παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του προέδρου του διοικητικού συμβουλίoυ όλων των ως άνω κοινών εταιρειών και διαχειριστής του συνόλου των μετοχών αυτών  ο οποίος ανέλαβε σταδιακά από τα χρηματικά διαθέσιμα μίας εκ των κοινών εταιρειών και δη της διαχειρίστριας εταιρείας, το συνολικό χρηματικό ποσό των 20.288.300 δολ. ΗΠΑ, εξοφλώντας προσωπικές του υποχρεώσεις ή χρησιμοποιώντας αυτά κατά βούληση για άλλους προσωπικούς τους λόγους]. Και υπό την εκδοχή εξάλλου ότι και στην περίπτωση της υπεξαίρεσης της εταιρικής περιουσίας μιας ανώνυμης εταιρείας υπό των διαχειριστών αυτών οι μέτοχοι αποκτούν ατομικές αξιώσεις κατά των μελών του ΔΣ και των ασκούντων επιρροή μετόχων με βάση τις περί αδικοπραξίας διατάξεις, με το σκεπτικό ότι με την πράξη αυτή επήλθε «παράνομη επέμβαση στην υπόσταση του μετοχικού δικαιώματος» συνισταμένης της ζημίας στη μείωση ή την εκμηδένιση της αξίας της μετοχής, θα πρέπει να διερευνηθεί εάν οι αιτούντες αποζημίωση μέτοχοι είχαν ή όχι τη δυνατότητα να προκαλέσουν εταιρική αγωγή, δηλαδή της πρωτογενούς αξίωσης της εταιρείας [ΕφΠειρ 14/2024 δημοσιευμένη σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, Ν. Ρόκας Γενικά σε εμπορικές εταιρείες 9η έκδ. 2019, σελ. 341-342 Sakkoulas On Line]. Ήδη ο νόμος 4548/2018 αναμόρφωσε εξ υπαρχής το δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρείας, αντικαθιστώντας και καταργώντας στο μεγαλύτερο μέρος του το ν. 2190/1920. Πρόκειται για ένα σύγχρονο και καινοτόμο νομοθέτημα, το οποίο λαμβάνει υπόψη τις διεθνείς τάσεις, επιλύοντας μεγάλο αριθμό ζητημάτων που είχαν προκύψει κατά τη διάρκεια της ισχύος του «προκατόχου» του. Παράλληλα, προάγει την ασφάλεια δικαίου υπό την έννοια ότι δημιουργείται ένα πλήρες κείμενο 190 άρθρων, το οποίο ρυθμίζει, κατά το δυνατόν, το σύνολο της λειτουργία των ανωνύμων εταιρειών. Παρότι κρίνεται ιδιαιτέρως πρωτοποριακός, εισάγοντας πολλές νέες διατάξεις ιδίως για τη χρηματοδότηση των εταιρειών και την αξιοποίηση της τεχνολογίας, δεν επιφέρει ριζικές αλλαγές εν συγκρίσει με το ισχύσαν δίκαιο, ως προς τη φυσιογνωμία της εταιρείας, διατηρώντας αρκετές από τις καταργηθείσες διατάξεις. Ωστόσο, στο μέτρο που αυτές συνοδεύονται από επεξηγήσεις και συμπληρώσεις καθώς επίσης κι από γλωσσική και νομοτεχνική ευστοχία – πληρότητα, το γεγονός αυτό δεν θα έπρεπε να προβληματίζει. Αποτελεί δε και ασφαλές «λιμάνι» ως βάση ερμηνείας των νέων διατάξεων, αξιοποιώντας την πλούσια θεωρητική και νομολογιακή απόφανση, έως ότου τουλάχιστον δοκιμαστεί ο νέος νόμος στην πράξη. Ο νομοθέτης με την παρούσα αναμόρφωση του δικαίου της ΑΕ δεν απομακρύνθηκε από το μοντέλο προστασίας του προηγούμενου νομοθετικού καθεστώτος, πλην όμως έρχεται να επιλύσει αρκετά ερμηνευτικά ζητήματα τα οποία είχαν προκύψει στον παρελθόν. Ειδικότερα, όσον αφορά στους μετόχους της ΑΕ, η ζημία, η οποία υφίστανται πρέπει να διακριθεί ανάλογα με την κατηγορία ευθύνης ως εξής : αφενός, στην περίπτωση της εσωτερικής ευθύνης των μελών, άμεσα ζημιωθείσα είναι η εταιρεία, υφιστάμενη μείωση της καθαρής εταιρικής περιουσίας της και επομένως, ως τυπικός φορέας της, σύμφωνα με την αρχή του χωρισμού του νομικού προσώπου από τα μέλη του, είναι εκείνη η οποία αιτείται την αποκατάσταση της με την εταιρική αγωγή. Αντανάκλαση της ζημίας αυτής στη μετοχική ιδιοκτησία των μετόχων, συνεπάγεται αντίστοιχη μείωση στην πραγματική ή χρηματιστηριακή αξία της μετοχής ή του προσδοκώμενου μερίσματος, διαμορφώνοντας την ανακλαστική τους ζημία («έμμεση ζημία» εν συγκρίσει με την άμεση ζημία της εταιρείας). Το παρόν νομοθετικό πλαίσιο δεν επιτρέπει την με οποιοδήποτε τρόπο αποκατάσταση της αντανακλαστικής ζημίας του, παρά μόνο εμμέσως, με την αποκατάσταση δηλαδή της εταιρικής ζημίας. Ο μέτοχος δεν νομιμοποιείται να προβεί σε άσκηση των εταιρικών αξιώσεων. Ούτε, αφενός, κατά των λοιπών μετόχων ή των μελών του ΔΣ, ελλείψει συμβατικού μεταξύ τους δεσμού, ούτε, αφετέρου έναντι τρίτων που ζημίωσαν την εταιρεία. Ίδια είναι και η απάντηση ως προς τη δυνατότητα άσκησης των εταιρικών αξιώσεων, πλαγιαστικά, καθώς ο μέτοχος δεν είναι ούτε υπό αίρεση δανειστής της εταιρείας. Το νομοθετικό καθεστώς των ΑΕ στην Ελλάδα δεν αναγνωρίζει, υπό καμία μορφή σε σχέση με τις άνω εκτιθέμενες απόψεις, δυνατότητα στους μετόχους να προβούν στη διενέργεια εταιρικής ατομικής αγωγής. Παρά τις όποιες λύσεις έχει προτείνει η θεωρία, ικανοποιητικές ή μη, η νομολογία δεν φαίνεται να αποδέχεται την θεμελίωση δικαιώματος στους μετόχους προς αποκατάσταση των εταιρικών αξιώσεων και της κατ’ επέκταση αντανακλαστικής τους ζημίας. Παρότι, βέβαια ο ν. 4548/2018 δεν έχει δοκιμαστεί ακόμη στην πράξη, η ομοιότητα των ρυθμίσεων του με εκείνες του προκατόχου του (ν.2190/1920) ίσως να προδικάζουν αρνητικά το μέλλον του αφού σε αντίθεση με τις αλλοδαπές έννομες τάξεις, ο Έλληνας νομοθέτης επιλέγει να διατηρήσει την επέμβαση του μετόχου στην αποκατάσταση της εταιρικής ζημίας υπό τη μορφή δικαιώματος μειοψηφίας (Νικολάου Στειακάκης Διπλωματική εργασία «Η αξίωση αποζημίωσης του μετόχου ΑΕ για την αποκατάσταση της αντανακλαστικής του ζημίας (reflective loss)»).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση με βάση τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στην αγωγή πρωτίστως ο ενάγων δεν νομιμοποιείτο ενεργητικά προς άσκηση της αγωγής αυτής είτε ήθελε κριθεί ότι η εταιρία …………. την οποία αναφέρει ο ενάγων ότι ίδρυσε με την εναγομένη αδερφή του το έτος 2013, η οποία συστήθηκε με τα διατάξεις του δικαίου των νήσων Μάρσαλ πλην όμως η πραγματική της έδρα, δηλαδή ο τόπος που ασκείται η διοίκηση της και λαμβάνονταν πάντα οι αποφάσεις για τη διοίκηση και λειτουργία της ήταν μόνο στον Πειραιά επί της αναγραφόμενης στην αγωγή οδού, είναι μια de facto ομόρρυθμη εταιρία, είτε αν ήθελε κριθεί ότι είναι μια έγκυρη ανώνυμη εταιρία με βάση το ελληνικό δίκαιο, το οποίο εφαρμόζεται, καθώς αφενός το δίκαιο της καταστατικής έδρας ρυθμίζει τις προϋποθέσεις συστάσεως του νομικού προσώπου, την έναρξη και την έκταση της ικανότητας δικαίου, τη λύση του, την επωνυμία, τη διαχείριση, την αντιπροσωπευτική εξουσία και την ευθύνη των οργάνων του, ενώ ως προς τα υπόλοιπα θέματα ενδοεταιρικής ευθύνης είναι εφαρμοστέο το ελληνικό το οποίο έχει επιλέξει ο ενάγων με την άσκηση της αγωγής ενώπιον του ελληνικού δικαστηρίου, η δε εναγομένη δεν επικαλείται εφαρμογή του δικαίου των νήσων Μάρσαλ. Το ελληνικό δίκαιο εξάλλου θα ήταν εφαρμοστέο με βάση και τον με αριθμό 864/2007 Κανονισμό (ΕΚ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές («Ρώμη II»), αφού σύμφωνα με αυτόν, όπως ήδη προεκτέθηκε “Το εφαρμοστέο δίκαιο επί εξωσυμβατικής ενοχής η οποία απορρέει από αδικοπραξία είναι το δίκαιο της χώρας στην οποία επέρχεται η ζημία, ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός καθώς και της χώρας ή των χωρών στις οποίες το εν λόγω γεγονός παράγει έμμεσα αποτελέσματα, εκτός αν ορίζεται άλλως στον παρόντα κανονισμό” και με βάση το άρθρο 15 του ιδίου Κανονισμού, το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές διέπει ιδίως: α) τη βάση και την έκταση της ευθύνης, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού των προσώπων που δύνανται να φέρουν ευθύνη για τις πράξεις τους… στ) τα πρόσωπα που δικαιούνται αποκατάστασης της προσωπικής ζημίας που υπέστησαν” ενώ κατά την παρ.2 περ. (δ) του άρθρου 1 του ιδίου Κανονισμού, από το ρυθμιστικό πεδίο του εν λόγω Κανονισμού εκφεύγουν μόνον «οι εξωσυμβατικές ενοχές που απορρέουν από το δίκαιο των εταιρειών και άλλων ενώσεων ή νομικών προσώπων όσον αφορά θέματα όπως η ίδρυση, με εγγραφή στο μητρώο ή κατ’ άλλον τρόπο, η ικανότητα δικαίου, η εσωτερική λειτουργία ή η εκκαθάριση εταιρειών και άλλων ενώσεων ή νομικών προσώπων, καθώς και από την προσωπική ευθύνη των εταίρων και των οργάνων για τις υποχρεώσεις της εταιρείας ή άλλων ενώσεων και νομικών προσώπων και από την προσωπική ευθύνη των ελεγκτών μιας εταιρείας ή των οργάνων της κατά τον νόμιμο έλεγχο των λογιστικών εγγράφων». Η αγωγή επομένως, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, δεν ασκείται παραδεκτά από τον ενάγοντα διότι οι αγωγές αυτές μπορούν να ασκηθούν μόνο στο όνομα της εταιρίας. Επίσης είναι απαράδεκτη, ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος και καθό μέρος επιχειρείται όπως θεμελιωθεί στις διατάξεις του άρθρου 914 ΑΚ, όσο και στις διατάξεις του άρθρου 919 του ιδίου Κώδικα. Τούτο, διότι, α) εφόσον το εταιρικό μόρφωμα που επικαλείται ο ενάγων  του οποίου το πλοίου πωλήθηκε και δεν του αποδόθηκε το ήμισυ του τιμήματος, και έχει συσταθεί κατά το αλλοδαπό δίκαιο με πραγματική εγκατάσταση στον Πειραιά και αποτελεί de facto ομόρρυθμη εταιρία αυτός δεν νομιμοποιείται να ασκήσει αγωγή επικαλούμενος αδικοπραξία καθώς η αγωγή αυτή ανήκει στην εταιρία. Το ίδιο ισχύει και β) αν η προαναφερόμενη εταιρία θεωρηθεί έγκυρη ανώνυμη ως εταιρεία Limited που προσομοιάζει με τον εταιρικό τύπο της ελληνικής ανώνυμης εταιρείας, κατά το ελληνικό δίκαιο που τυγχάνει εφαρμοστέο, δεδομένου ότι τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου επικαλείται ο ενάγων, τις διατάξεις δε του ελληνικού δικαίου έκρινε ως εφαρμοστέες και η εκκαλουμένη απόφαση, διότι όπως ήδη προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη η περίπτωση γένεσης ατομικής αξίωσης του μετόχου ανώνυμης εταιρείας κατά μελών του ΔΣ αυτής με βάση τις περί αδικοπραξίας διατάξεις, όταν οι πράξεις αυτών αντιβαίνουν στα χρηστά ήθη (άρθρο 919 ΑΚ) ή είναι παράνομες (άρθρο 914 ΑΚ) εάν οι πράξεις αυτές αποτελούν παράνομη επέμβαση στην υπόσταση του μετοχικού δικαιώματος (ΑΠ 1298/2006), δεν δύναται να τύχει εφαρμογής στην περίπτωση υπεξαίρεσης της εταιρικής περιουσίας, διότι η πράξη αυτή στρέφεται σε βάρος της εταιρείας, η δε ζημία του μετόχου δεν είναι αυτοτελής, πρόσθετη της ζημίας της εταιρείας, αλλά αποτελεί αντανάκλαση στην περιουσία του μετόχου, της ζημίας της εταιρείας και επομένως η μόνη νομιμοποιούμενη προς έγερση των ενδίκων αξιώσεων από την φερόμενη παράνομη πράξη της εναγομένης, ήτοι αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, να ήταν η πλοιοκτήτρια εταιρεία. Σημειώνεται, ότι η τυχόν οικονομική επίπτωση της παράνομης συμπεριφοράς της εναγομένης (υπεξαίρεση περιουσίας πλοιοκτήτριας εταιρείας), στην εσωτερική αξία των μετοχών του ενάγοντος, δεν ήταν αποτέλεσμα ευθείας προσβολής κάποιου μετοχικού δικαιώματος του ενάγοντος από την εναγομένη, οπότε και θα ετίθετο θέμα προστασίας του μετοχικού αυτού δικαιώματος, αλλά με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ήταν αποτέλεσμα της ζημίας που προκάλεσε η παράνομη συμπεριφορά στο ζημιωθέν νομικό πρόσωπο. Επομένως, εκείνος που ζημιώθηκε, όχι εξαιτίας καθεαυτού του ζημιογόνου γεγονότος, αλλά εξ αιτίας της ζημίας που προκάλεσε το ζημιογόνο γεγονός σε τρίτο πρόσωπο-θύμα (άμεσα ζημιωθέντα), φέρει την ιδιότητα του εμμέσως ζημιωθέντος, μη νομιμοποιούμενου προς έγερση αγωγής αποκατάστασης της ζημίας του (ΑΠ 656/2019 ιστοσελίδα ΑΠ). Σε κάθε περίπτωση, ο ενάγων δεν αναφέρει στην ένδικη αγωγή του ότι το αιτούμενο ποσό  αποτελούσε διανεμητέο μέρισμα, κατά το ποσοστό συμμετοχής εκάστου των μερών στα κέρδη της ανωτέρω εταιρείας και ότι το μετοχικό του δικαίωμα στα κέρδη της άνω εταιρείας, είχε μετασχηματισθεί , κατά νόμιμο τρόπο, σε ενοχική αξίωση καταβολής ορισμένου ποσού (του μερίσματος). Τέλος, η διαδικαστική προϋπόθεση της ενεργητικής νομιμοποίησης ελέγχεται αυτεπαγγέλτως και σύμφωνα με το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο.

Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις θα ήταν ερευνητέο και το κατά πόσο δεσμεύει η απόφαση που εξέδωσε το αγγλικό δικαστήριο κατόπιν της αγωγής της εναγομένης, στην οποία δεν ήταν διάδικος ο ενάγων αλλά είναι privy, αλλά διάδικοι ήσαν τόσο η …………. πλοιοκτήτρια εταιρία όσο και οι συσταθείσες με βάση το δίκαιο του Παναμά εταιρίες ……….” “………..”, συμφερόντων των εδώ διαδίκων μερών, με δεδομένο ότι η εναγομένη επαναφέρει την ένσταση δεδικασμένου που προέβαλε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καθώς μετά την από 19.12.2019 αγωγή που άσκησε η εναγομένη και η εταιρία συμφερόντων της ……… κατά της εταιρίας ……….. και της ελεγχόμενης από τον ενάγοντα εταιρίας ……… το Αγγλικό Δικαστήριο με την απόφαση και διαταγή του, έκριναν ότι ουδεμία συμφωνία είχε συναφθεί μεταξύ των διαδίκων μερών ή των ελεγχόμενων από αυτούς εταιριών σχετικά με την απόδοση στον ενάγοντα μέρους του κέρδους (καθαρού προϊόντος) το οποίο θα προέκυπτε από την πώληση του πλοίου C από την εταιρία …. στην εταιρία ….. (παρ. 27, 134 και 146 αγγλικής απόφασης) και ότι τελικά η πρώτη και δεύτερη εναγομένη (………… και ……….) δεν δικαιούνται να λάβουν οποιοδήποτε μέρος του προϊόντος από την πώληση του MV Cb από την …….. . προς την …………. το Σεπτέμβριο του 2017 (βλ. 2η σελίδα της από 4.2.2021 διάταξης του Ανώτερου Δικαστηρίου επιχειρηματικών και περιουσιακών υποθέσεων Αγγλίας και Ουαλλίας). Επομένως κατ’αυτεπάγγελτη κρίση, λόγω της έλλειψης της συνδρομής της διαδικαστικής προϋπόθεσης της ενεργητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος, θα εξαφανιστεί το σύνολο της η εκκαλουμένη με αριθμό οριστική 2657/2022 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, θα κρατήσει το παρόν δικαστήριο για να αναδικάσει την υπόθεση κατά την ίδια διαδικασία (άρθρο 535 του ΚΠολΔ) και ακολούθως να απορρίψει ως απαράδεκτη την κρινόμενη από 19.2.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2020 αγωγή και αφού αποδοθεί το παράβολο εφέσεως με αριθμό ………/2022 ποσού 150 ευρώ, στον εκκαλούντα του οποίου το ένδικο μέσο έγινε δεκτό, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, θα πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας λόγω τις συγγενικής σχέσης των διαδίκων μερών (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 4.10.2022 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../6.10.2022 και με αριθμό προσδιορισμού ………../2022 έφεση κατά της με αριθμό 2657/2022 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων επί της από 19.2.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2020 αγωγής

Δέχεται τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου εφέσεως με αριθμό …………./2022 ποσού 150 ευρώ στον εκκαλούντα.

Εξαφανίζει τη με αριθμό 2657/2022 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση και αναδικάζει επί της από 19.2.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2020 αγωγής.

Απορρίπτει την από 19.2.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2020 αγωγή.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων μερών.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 20η Ιουνίου 2024  και δημοσιεύθηκε στις   26 Ιουνίου 2024 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ