Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 559/2018

Αριθμός    559/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τo Δικαστή, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Δ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. Η από 13.07.2016 (γεν. αριθμ. καταθ. …., ειδ. αριθμ. καταθ. …….) έφεση των ανακοπτόντων – ασκούντων πρόσθετους λόγους ανακοπών («…..», «…..», …..) κατά της καθής οι ανακοπές – καθής οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπών («…….») και της υπ΄ αριθμ. 1403/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα με την οποία, αντιμωλία των διαδίκων, απορρίφθηκαν οι από 22.09.2014 (γεν. αριθμ. καταθ. ….., αριθμ. καταθ. ……) σωρευμένες στο αυτό δικόγραφο ανακοπές από τα άρθρα 632 και 933 Κ.Πολ.Δ. όπως και οι από 19.03.2015 (γεν. αριθμ. καταθ. ……., αριθμ. καταθ. …..) πρόσθετοι λόγοι των προαναφερόμενων ανακοπών, ασκήθηκε σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, στους οποίους συγκαταλέγεται και η κατάθεση του οριζόμενου στον νόμο κοινού παραβόλου, και εμπροθέσμως, εφόσον, από τα σχετικά της δικογραφίας έγγραφα,  προκύπτει ότι χώρησε επίδοση επικυρωμένου αντιγράφου της εκκαλούμενης αποφάσεως εκ μέρους της καθής οι ανακοπές – καθής οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπών στις 16.06.2016 (βλ. την σχετική επισημείωση του επιδόσαντος δικαστικού επιμελητή επί του επιδοθέντος αντιγράφου της αποφάσεως)  και η κατάθεση του πρωτοτύπου του δικογράφου της εφέσεως στην Γραμματεία του εκδόσαντος την εκκαλούμενη απόφαση Δικαστηρίου έλαβε χώρα στις 18.07.2016 (βλ. την σχετική έκθεση επί του δικογράφου της εφέσεως που υπογράφεται αρμοδίως). Επομένως, ασκήθηκε σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 495§§1, 2, 3 εδάφ. α΄, δ΄, 496, 499, 500, 511, 513§1 στοιχ. β΄εδάφ. α΄, 516§1, 517, 518§1, 520§1 Κ.Πολ.Δ. και 9§2 ν. 4335/2015 και, για τον λόγο αυτό, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστούν, κατά την τακτική διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.
  2. Με τις σωρευμένες στο από 22.09.2014 δικόγραφο ανακοπές από τα άρθρα 632 και 933 Κ.Πολ.Δ. που συμπληρώθηκαν με τους πρόσθετους λόγους αυτών που περιέχονται στο από 19.03.2015 δικόγραφο, οι ανακόπτοντες – ασκούντες τους πρόσθετους λόγους ζήτησαν να ακυρωθούν τόσο η υπ΄ αριθμ. …… διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς όσο και η από 19.09.2014 επιταγή προς εκούσια συμμόρφωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της καθής οι ανακοπές – καθής οι πρόσθετοι λόγοι αυτών. Επιπλέον, ζήτησαν να καταδικαστεί η αντίδικός τους στην πληρωμή των δικαστικών τους εξόδων.
  3. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα) με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του (υπ΄ αριθμ. 1403/2016), αφού διέταξε την ένωση και την συνεκδίκαση των σωρευόμενων στο αυτό δικόγραφο ανακοπών με τους σωρευόμενους στο αυτό δικόγραφο πρόσθετους λόγους, δέχτηκε τυπικά τις ανακοπές, έκρινε νόμιμους τους λόγους τους πλην του με στοιχεία Β1 πρόσθετου λόγου ανακοπής που κρίθηκε πρωτίστως μη νόμιμος και του με στοιχείο Γ πρόσθετου λόγου ανακοπής που κρίθηκε αόριστος, απέρριψε αυτούς στην ουσία τους, επικύρωσε την προσβληθείσα διαταγή πληρωμής και επέβαλε τα δικαστικά έξοδα εις βάρος των ανακοπτόντων – ασκούντων τους πρόσθετους λόγους ανακοπών.
  4. Οι ηττηθέντες ανακόπτοντες – ασκούντες πρόσθετους λόγους ανακοπών με την ένδικη έφεσή τους που στρέφεται κατά της πρωτοδίκως αντιδίκου τους και απευθύνεται στο Δικαστήριο τούτο (Μονομελές Εφετείο Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα) παραπονούνται κατά της ως άνω κρινάσης αποφάσεως στην οποία αποδίδουν εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου όπως και κακή εκτίμηση του εισφερθέντος κατά την πρωτόδικη εκδίκαση της υποθέσεως αποδεικτικού υλικού. Ζητούν δε την τυπική και κατ΄ ουσίαν παραδοχή της εφέσεώς τους, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την διακράτηση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο, την αναδίκαση των ανακοπών τους και των πρόσθετων αυτών λόγων (όπως διαμορφώνονται σύμφωνα με το παρακάτω αναφερόμενο αίτημα), την παραδοχή αυτών, την ακύρωση των προσβαλλόμενων διαταγής πληρωμής και επιταγής προς εκούσια συμμόρφωση και την επιβολή των δικαστικών εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας εις βάρος της αντιδίκου τους. Περαιτέρω, οι αυτοί διάδικοι ζητούν, μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεώς τους και την αναβίωση της εκκρεμοδικίας, να γίνει δεκτό το αίτημά τους για παραίτησή τους από τα αντίστοιχα δικόγραφα των με στοιχεία Α, Δ, Ε λόγων ανακοπών και των με στοιχεία Β2 και Γ2 πρόσθετων λόγων ανακοπών.
  5. Από τις διατάξεις των άρθρων 294, 295, 296, 297 και 522 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι με την άσκηση παραδεκτής εφέσεως κατά της πρωτόδικης αποφάσεως αναβιώνει η εκκρεμοδικία που δημιουργήθηκε με την έγερση της αγωγής (άρα και της ανακοπής κατ΄ άρθρο 585§1 Κ.Πολ.Δ.), μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και, συνεπώς, ο ενάγων έχει έκτοτε δικαίωμα να παραιτηθεί, ολικά ή μερικά, από το δικόγραφο της αγωγής του, ακόμη και κατά το στάδιο της έκκλητης δίκης, εκτός αν προβάλλει αντίρρηση ο εναγόμενος και πιθανολογεί ότι έχει συμφέρον να περατωθεί η δίκη με την έκδοση οριστικής αποφάσεως. Η παραίτηση συνιστά ανάκληση της συγκεκριμένης αιτήσεως για παροχή δικαστικής προστασίας, που ενυπάρχει στην εν λόγω αγωγή και έχει την έννοια της παραιτήσεως μόνο από την δημόσιου χαρακτήρα αξίωση του ενάγοντος έναντι της πολιτείας για έκδοση αποφάσεως στην συγκεκριμένη δίκη, που άρχισε με την άσκηση της αγωγής, από το δικόγραφο της οποίας δηλώνεται παραίτηση (ΑΠ 368/2016 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος). Στο δικόγραφο της ένδικης εφέσεως, η οποία κρίθηκε παραδεκτή γιατί περιέχεται σε αυτό (δικόγραφο) ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος εφέσεως (ΕΘ 1650/2004 Αρμ 2004.1024 = δημοσιευμένη και στην τ.ν.π. Νόμος), σημειώνεται ότι η πρωτόδικη απόφαση εκκαλείται ως προς όλα τα κεφάλαιά της πλην όμως, μετά την τυπική παραδοχή της και την αναβίωση της εκκρεμοδικίας των ανακοπών και των πρόσθετων λόγων αυτών, οι εκκαλούντες παραιτούνται από το δικόγραφο αυτών (ανακοπών και πρόσθετων λόγων αυτών) ως προς τους υπό στοιχεία Α, Δ, Ε, Β2 και Γ2 λόγων αυτών. Από την επισκόπηση τόσο του δικογράφου της εκκαλούμενης αποφάσεως όσο και της ένδικης εφέσεως προκύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε όλους του λόγους των ανακοπών (τόσο του κύριου δικογράφου όσο και του δικογράφου των πρόσθετων λόγων) και οι εκκαλούντες εκκαλούν την πρωτόδικη απόφαση στο σύνολό της με το δικόγραφο της εφέσεώς τους να περιλαμβάνει τέσσερις  ορισμένους λόγους εφέσεως συνεπώς δε με την τυπική παραδοχή της εφέσεώς τους στο σύνολό της αναβιώνει η εκκρεμοδικία συνολικά για τις ανακοπές και τους πρόσθετους λόγους αυτών με αποτέλεσμα να είναι παραδεκτή η δήλωση αυτών (εκκαλούντων) για παραίτησή τους από το δικόγραφο των ανακοπών και των πρόσθετων λόγων αυτών ως προς τους προαναφερόμενους λόγους, σύμφωνα με τα στο διατακτικό.
  6. Από την ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 623 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι για την έκδοση διαταγής πληρωμής πέραν της ουσιαστικής προϋποθέσεως της υπάρξεως χρηματικής απαιτήσεως ή απαιτήσεως παροχής χρεογράφων που απορρέουν από έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου, πρέπει να συντρέχει και η διαδικαστική προϋπόθεση της έγγραφης αποδείξεως τόσο της υπάρξεως της απαιτήσεως, όσο και του ποσού, το οποίο αποτελεί το αντικείμενό της. Για τον λόγο αυτό ο αιτών την έκδοση διαταγής πληρωμής έχει, σύμφωνα προς όσα ορίζονται από τη διάταξη του άρθρου 626§3 Κ.Πολ.Δ., την υποχρέωση να επισυνάψει στην αίτησή του προς τον αρμόδιο δικαστή, το σύνολο των ιδιωτικών ή δημόσιων εγγράφων, από τα οποία αποδεικνύεται η ύπαρξη και το ύψος της απαίτησής του σε βάρος του καθού η αίτηση. Η παραβίαση της κατά τα ανωτέρω υποχρεώσεως επιφέρει ως έννομη συνέπεια της την απόρριψη της αιτήσεως για την έκδοση διαταγής πληρωμής (άρθρο 628 §1 περ. α΄ Κ.Πολ.Δ.). Σε περίπτωση εκδόσεως της τελευταίας παρά την έλλειψη της κατά τα ανωτέρω προϋποθέσεως, το πρόσωπο, κατά του οποίου στρέφεται, μπορεί να επιτύχει την ακύρωσή της δια της ασκήσεως ανακοπής κατά τις διατάξεις των άρθρων 632 και 633 Κ.Πολ.Δ. λόγω διαδικαστικού απαράδεκτου και ανεξάρτητα από την ύπαρξη της απαιτήσεως ή από την δυνατότητα αποδείξεώς της με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 10/1997 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος =  ΕλλΔνη 1997. 768 = Δ 1997.179 = ΕΕμπΔ 1999.30 = ΕΕΝ 1997.406 = ΝοΒ 1998.326). Περαιτέρω, από την ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 626§2 Κ.Πολ.Δ., στην οποία δεν λαμβάνει χώρα παραπομπή στην διάταξη του άρθρου 216§1 Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό προς την διάταξη του άρθρου 623 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι για την πληρότητα του δικογράφου, με το οποίο ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, δεν απαιτείται η παράθεση του συνόλου των γενεσιουργών της απαιτήσεως στην οποία αυτή αναφέρεται, πραγματικών γεγονότων, αλλά αρκεί η αναφορά εκείνων μόνο, τα οποία είναι αναγκαία προς εξατομίκευση της απαιτήσεως από άποψη αντικειμένου, είδους και τρόπου γεννέσεώς  της και τα οποία δικαιολογούν την ύπαρξη αντίστοιχης οφειλής του καθού η αίτηση έναντι του αιτούντος (ΑΠ 1071/2017 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος, Ποδηματά σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ., τόμος II, 2000, άρθρο 626, αριθμ. 9, σελ 1170-1171). Ενόψει των ανωτέρω, για το ορισμένο της αιτήσεως με αντικείμενο την έκδοση διαταγής πληρωμής για απαίτηση, η οποία έχει περιέλθει στο αιτούντα δικαιούχο δυνάμει ειδικής διαδοχής, πρέπει να μνημονεύεται σε αυτήν το εν λόγω γεγονός επί του οποίου στηρίζεται η ενεργητική του νομιμοποίηση, ενώ για την ευδοκίμηση της αιτήσεως και την έγκυρη έκδοση της επιδιωκόμενης με αυτήν διαταγής πληρωμής απαιτείται περαιτέρω η έγγραφη απόδειξη της κατά τα ανωτέρω ειδικής διαδοχής και κατ` επέκταση της ιδιότητας του αιτούντος ως δικαιούχου της απαιτήσεως στην οποία αυτή αφορά (βλ.  Ποδηματά, ο.π., άρθρο 626, αριθμ. 3, σελ. 1169). Με τον πρώτο λόγο της εφέσεώς τους παραπονούνται οι εκκαλούντες γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε τον δεύτερο λόγο της σωρευόμενης στο από 22.09.2014 δικόγραφο ανακοπής τους από το άρθρο 632 Κ.Πολ.Δ. σύμφωνα με τον οποίο η εφεσίβλητη – καθής οι ανακοπές δεν είχε καταστεί δικαιούχος της χρηματικής απαιτήσεως που επιδικάστηκε υπέρ αυτής με την διαταγή πληρωμής. Και τούτο γιατί από τα αναφερόμενα στην διαταγή πληρωμής έγγραφα δεν αποδεικνυόταν η κτήση της χρηματικής απαιτήσεως από την εφεσίβλητη – καθής η ανακοπή. Ο λόγος αυτός της ένδικης εφέσεως παραδεκτά προβάλλεται πλην όμως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ειδικότερα, στην υπ΄ αριθμ. ……. διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αφενός μεν αναφέρεται το υπ΄ αριθμ. 8382/27.11.2013 φύλλο του Τεύχους  Ανώνυμων Εταιρειών – Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης και Γενικού Εμπορικού Μητρώου της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας στο οποίο δημοσιεύτηκε για δεύτερη φορά (προφανώς λόγω ελλιπούς δημοσιεύσεως την πρώτη φορά στο υπ΄ αριθμ. 8370/27.11.2013 φύλλο του αυτού τεύχους της αυτής Εφημερίδος) η ανακοίνωση στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) της με στοιχεία Κ2 – 7010/22.11.2013 αποφάσεως του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας με την οποία εγκρίθηκε η συγχώνευση των ανώνυμων τραπεζικών εταιρειών, με τις επωνυμίες «………» και «…….», με απορρόφηση της δεύτερης εταιρείας από την πρώτη. Περαιτέρω, στην αυτή διαταγή πληρωμής μνημονεύεται η υπ΄ αριθμ. 9250/09.10.2011 απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών (Φ.Ε.Κ. Β΄ 2246 της 09.11.2011) με την οποία ιδρύθηκε το Μεταβατικό Πιστωτικό Ίδρυμα, με την επωνυμία «………» στην οποία μεταβιβάστηκε μέρος των περιουσιακών στοιχείων της ……, μεταξύ των οποίων και η συμβατική σχέση από την οποία απέρρεε η επιδικασθείσα με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής απαίτηση της εφεσίβλητης – καθής οι ανακοπές – καθής οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπών) εξαιρουμένων των αναφερόμενων στο Παράρτημα Ι άρθρο 2 στοιχείων που είτε περιγράφονται στο εν λόγω άρθρο (στοιχεία α΄, β΄, δ΄, ε΄, στ΄) είτε αναφέρονται μεν στο εν λόγω άρθρο προσδιορίζονται όμως από πλευράς «ταυτότητας» στους Πίνακες [1] και [2] της αυτής αποφάσεως. Σημειώνεται ότι από την  εν λόγω υ. α. προκύπτει ότι η απαίτηση που επιδικάστηκε με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής στην εφεσίβλητη – καθής οι  ανακοπές – καθής οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπών απορρέει από συμβατική σχέση που μεταβιβάστηκε στο μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα δεδομένου ότι δεν ανήκει σε αυτές του πίνακα [2] και ο κωδικός αριθμός της δεν περιλαμβάνεται στον πίνακα [1] ισχυρισμό (δηλαδή περί του ότι περιλαμβάνεται) που δεν διατυπώνουν ούτε οι εκκαλούσες – ανακόπτουσες – ασκούσες του πρόσθετους λόγους ανακοπών.
  7. Κατά το άρθρο 623 Κ.Πολ.Δ., μπορεί, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 του Κώδικα αυτού, να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Η απαίτηση, που μπορεί να αποδεικνύεται και από συνδυασμό περισσότερων τέτοιων εγγράφων, πρέπει κατά το άρθρο 624§1 του ίδιου Κώδικα να μην εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και να είναι ορισμένο το οφειλόμενο ποσό χρημάτων ή χρεογράφων, κατά δε το άρθρο 626§§2,3 του ίδιου επίσης Κώδικα, η αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, που καταθέτει ο δικαιούχος της απαίτησης στη γραμματεία του δικαστηρίου, πρέπει να περιέχει: α) τα οριζόμενα στα άρθρα 118 και 119§1, β) αίτηση (αίτημα) εκδόσεως διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή χρεογράφων με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή, να επισυνάπτονται δε σε αυτή και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της (ΑΠ 1349/2013, 30/2003  ΕλλΔνη 2003.1346 = δημοσιευμένη και  στην τ.ν.π. Νόμος). Προς τούτο πρέπει να αναφέρεται η έννομη σχέση από την οποία απορρέει η απαίτηση και δεν αρκεί απλή παραπομπή στα επισυναπτόμενα έγγραφα. Δεν απαιτείται η έκθεση του συνόλου των γενεσιουργών της απαιτήσεως περιστατικών, αλλά αρκεί η έκθεση τόσων πραγματικών περιστατικών που εξατομικεύουν την απαίτηση από την άποψη αντικειμένου, είδους και τρόπου γενέσεως της και δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης οφειλής εκείνου, κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση (ΕΛαρ 58/2012 Δικογραφία 2012.460 = δημοσιευμένη και στην τ.ν.π. Νόμος). Περιέχει δε η εκδιδόμενη διαταγή το κατά το άρθρο 630 στοιχ. γ`  Κ.Πολ.Δ. απαιτούμενο στοιχείο της αιτίας της πληρωμής όταν περιλαμβάνει χωρίς έστω και νομικό χαρακτηρισμό της απαιτήσεως, έκθεση περιστατικών που εξατομικεύουν την αποδεικνυόμενη, εγγράφως, απαίτηση για την οποία η διαταγή εκδίδεται, ούτως ώστε να προκύπτει ο λόγος της αντίστοιχης οφειλής (ΑΠ 54/1990 ΕλλΔνη 1991.62 = δημοσιευμένη και στην τ.ν.π. Νόμος). Με τον δεύτερο λόγο της ένδικης εφέσεως οι εκκαλούντες παραπονούνται γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε τον πρώτο πρόσθετο λόγο της ανακοπής τους από το άρθρο 632 Κ.Πολ.Δ. με τον οποίο ισχυρίστηκαν ότι η πληττόμενη διαταγή πληρωμής έπρεπε να ακυρωθεί γιατί από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν στον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που την εξέδωσε και αναφέρονται σε αυτή (διαταγή πληρωμής) δεν αποδεικνύεται η εκ μέρους τους οφειλή του χρηματικού ποσού που επιδικάστηκε εις βάρος τους με την διαταγή πληρωμής. Ο λόγος αυτός της εφέσεως παραδεκτά προβάλλεται αλλά πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ειδικότερα, η εφεσίβλητη – καθής οι ανακοπές – καθής οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπών  για την έκδοση της πληττόμενης διαταγής πληρωμής προσκόμισε τα ακόλουθα έγγραφα τα οποία μνημονεύονται σε αυτή (διαταγή πληρωμής): α. Αποσπασματική μετάφραση στην Ελληνική γλώσσα, επικυρωμένη από δικηγόρο, του ουσιώδους μέρους της από 10.12.2007 συμβάσεως δανείου που καταρτίστηκε μεταξύ της τράπεζας, με την επωνυμία «……», και της εταιρείας, με την επωνυμία «………», (πρώτης των ανακοπτόντων – ασκούντων πρόσθετους λόγους ανακοπής – εκκαλούντων), για ποσό 17.500.000,00$, β. αποσπασματική μετάφραση στην Ελληνική γλώσσα, επικυρωμένη από δικηγόρο, του ουσιώδους μέρους της από 30.06.2011 πρώτης συμπληρωματικής συμβάσεως που καταρτίστηκε μεταξύ της ανωτέρω τράπεζας, της δανειολήπτριας και της εταιρείας, με την επωνυμία «…….», (εταιρικής εγγυήτριας) όπως και του …… (προσωπικού εγγυητή), δεύτερης και τρίτου των ανακοπτόντων – ασκούντων πρόσθετους λόγους εφέσεως – εκκαλούντων, με την οποία τα εν λόγω πρόσωπα, αφού  δέχτηκαν ως αληθή την κατάρτιση της υπό στοιχεία 6.α συμβάσεως δανείου για ποσό 17.500.000,00€ και την εκταμίευση αυτού στην δανειολήπτρια εταιρεία, υποσχέθηκαν την αποπληρωμή  του υπόλοιπου του δανείου, ποσού 12.100.000,00€ εντόκως, ως εγγυητές, γ. αποσπασματική μετάφραση στην Ελληνική γλώσσα, επικυρωμένη από δικηγόρο, του ουσιώδους μέρους της από 27.06.2012 δεύτερης συμπληρωματικής συμβάσεως που καταρτίστηκε μεταξύ των αμέσως προαναφερόμενων προσώπων, με την οποία, μεταξύ άλλων, δέχτηκαν τα αμέσως προαναφερόμενα και συμφώνησαν στην σταδιακή αποπληρωμή του οφειλόμενου ποσού του δανείου με συγκεκριμένους όρους, δ. την από 29.12.2007, μεταφρασμένη στην Ελληνική γλώσσα από Αγγλομαθή δικηγόρο, της από 29.12.2007 δηλώσεως εκταμιεύσεως του προϊόντος του δανείου, υπογεγραμμένη από εξουσιοδοτημένο από την δανειολήπτρια πρόσωπο, ε. αποσπασματική μετάφραση στην Ελληνική γλώσσα, επικυρωμένη από δικηγόρο, του ουσιώδους μέρους της από 08.01.2008 συμβάσεως μεταξύ  της δανείστριας τράπεζας και της εταιρείας, με την επωνυμία «……….», δια της οποίας η δεύτερη εγγυήθηκε ως πρωτοφειλέτρια για την αποπληρωμή του ποσού του δανείου, στ. αποσπασματική μετάφραση στην Ελληνική γλώσσα, επικυρωμένη από δικηγόρο, του ουσιώδους μέρους της από 10.12.2007 συμβάσεως μεταξύ της δανείστριας τράπεζας και του ……, δια της οποίας ο δεύτερος εγγυήθηκε ως πρωτοφειλέτης για την αποπληρωμή του ποσού του δανείου, ζ. φωτοτυπικό αντίγραφο της από 25.07.2013 επιστολής του μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος(«.».) προς την δανειολήπτρια, με κοινοποίηση στους εγγυητές, με την οποία γίνεται ενημέρωση ότι έχει περιέλθει σε καθεστώς υπερημερίας για μέρος του δανείου, ποσού 500.000,00€, η. φωτοτυπικό αντίγραφο της από 24.06.2014 έγγραφης καταγγελίας της συμβάσεως δανείου και της προσκλήσεως για την καταβολή των οφειλόμενων κεφαλαίου και τόκων συνολικού ύψους 13.291.478,00€, μετά των εκθέσεων επιδόσεως αυτής (έγγραφης καταγγελίας κτλ), θ. φωτοτυπικό αντίγραφο του από 18.07.2014 πιστοποιητικού οφειλής, εκδοθέντος κατά πρόβλεψη της συμβάσεως δανείου και των συμβάσεων εγγυήσεως, ι. φωτοτυπικό αντίγραφο του από 18.07.2014 εγγράφου της καθής οι ανακοπές – καθής οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπών – εφεσίβλητης με το οποίο βεβαιώνεται ότι οι υπογράψαντες για λογαριασμό της το πιστοποιητικό οφειλής κέκτηνται το αντίστοιχο δικαίωμα υπογραφής, ια. Φωτοτυπικό αντίγραφο της ένορκης καταθέσεως του δικηγόρου …….. για την οποία συντάχθηκε η υπ΄ αριθμ. …. ένορκη βεβαίωση του συμβολαιογράφου Πειραιώς ….. στην οποία κατατίθεται από τον ενόρκως καταθέσαντα ότι, σύμφωνα με το Αγγλικό δίκαιο που διέπει τις προαναφερόμενες συμβάσεις, το ανωτέρω χρηματικό ποσό είναι ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, ιβ. το από 15.09.2014 δελτίο ισοτιμίας συναλλάγματος αναφορικά με την ισοτιμία € και $ για τον υπολογισμό του δικαστικού ενσήμου και ιγ. Φωτοτυπικό αντίγραφο της υπ΄ αριθμ. ……διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που αφορά την επιδίκαση ποσού 1.000.000,00$ υπέρ της καθής οι ανακοπές – καθής οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπών – εφεσίβλητης από το συνολικό κεφάλαιο που αναφέρεται ανωτέρω. Περαιτέρω, στο άρθρο 453§2 Κ.Πολ.Δ. ορίζονται τα ακόλουθα: «Αν πρόκειται να διεξαχθεί απόδειξη με βιβλίο ή άλλο εκτενές έγγραφο που περιέχει περισσότερα θέματα τα οποία δεν έχουν συνάφεια με τη δίκη, μπορεί να υποβληθεί επικυρωμένο απόσπασμα που περιέχει τα μέρη του εγγράφου τα οποία έχουν συνάφεια με τη δίκη.» ενώ στο άρθρο 36§2 στοιχ. γ΄ ν. 4194/2013 τα εξής: «(Ομοίως στο έργο του δικηγόρου περιλαμβάνονται:) γ) Η μετάφραση εγγράφων που έχουν συνταχθεί σε ξένη γλώσσα, καθώς και η μετάφραση ελληνικών εγγράφων σε οποιαδήποτε ξένη γλώσσα. Η μετάφραση έχει πλήρη ισχύ έναντι οποιασδήποτε δικαστικής ή άλλης αρχής, εφόσον συνοδεύεται από επικυρωμένο αντίγραφο του εγγράφου που μεταφράστηκε και ο δικηγόρος βεβαιώνει ότι έχει επαρκή γνώση της γλώσσας από και προς την οποία μετέφρασε.». Εξάλλου, στο άρθρο 352 Κ.Πολ.Δ. ορίζονται τα ακόλουθα: (στην §1) «Η ομολογία του διαδίκου, προφορική ή γραπτή, ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει τη δίκη ή του εντεταλμένου δικαστή, αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε.» (στην §2) «Το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα την εξώδικη ομολογία.» ενώ η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του αν συνάγεται ή όχι εξώδικη ομολογία, (η οποία κατά το άρθρο 352§2 Κ.Πολ.Δ. εκτιμάται ελεύθερα), από έγγραφο που επικαλέστηκε και προσκόμισε ο διάδικος που επικαλείται την εξώδικη ομολογία συνιστά κρίση περί τα πράγματα και δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 781/2017 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος). Τέλος, στο άρθρο 337 Κ.Πολ.Δ. ορίζεται ότι: «Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη το δίκαιο που ισχύει σε αλλοδαπή πολιτεία, τα έθιμα και τα συναλλακτικά ήθη και, αν δεν τα γνωρίζει, μπορεί να διατάξει απόδειξη ή να χρησιμοποιήσει όποιο μέσο κρίνει κατάλληλο χωρίς να περιορίζεται στις αποδείξεις που προσάγουν οι διάδικοι.». Στην ένδικη περίπτωση από τα έγγραφα που μνημονεύτηκαν και λήφθηκαν υπόψη από τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εξέδωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής προκύπτει η διαδοχή των έννομων περιστατικών (δανειακή σύμβαση, συμβάσεις περί εγγυήσεων, συμπληρωματικές συμβάσεις περί εγγυήσεων συμπεριλαμβάνουσες εξώδικες ομολογίες τόσο για την εκταμίευση του δανείου όσο και για το ύψος του οφειλόμενου χρηματικού ποσού, ενημέρωση των οφειλετών για την περιέλευσή τους σε κατάσταση υπερημερίας, καταγγελία της δανειστικής συμβάσεως και πρόσκληση για την πληρωμή του υπολοίπου, πληροφόρηση για τις προβλέψεις του αγγλικού δικαίου σχετικά με την ανώμαλη εξέλιξη της συμβάσεως και τα εξ αυτής δικαιώματα) που είχαν ως αποτέλεσμα την απόδειξη της υπάρξεως της επιδικασθείσας απαιτήσεως στο πρόσωπο της αιτησάσης την έκδοση της διαταγής πληρωμής τραπεζικής εταιρείας. Μάλιστα τα εν λόγω έγγραφα προσκομίστηκαν και λήφθηκαν υπόψη σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες για την αποδεικτική δύναμη των εγγράφων ενώ, σύμφωνα με την σχετική δικονομική πρόβλεψη, αποδείχθηκε και το αλλοδαπό δίκαιο το οποίο διείπε τόσο την κύρια σύμβαση όσο και τις συμπληρωματικές αυτής. Συνεπώς, ο Δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά νομική και λογική αναγκαιότητες, επιδίκασε εις βάρος των ανακοπτόντων – ασκούντων τους πρόσθετους λόγους εφέσεως – εκκαλούντες το ένδικο ποσό.
  8. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111§2, 216§§1,2, 585 και 632 Κ.Πολ.Δ.  προκύπτει ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, μπορούν δε να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επόμ. Κ.Πολ.Δ., για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γεννήσεως της απαιτήσεως του καθού η ανακοπή, ενστάσεις. Στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται ως αόριστοι (ΑΠ 2073/2007 ΕλλΔνη 49.424 = δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος,  916/2002 ΕλλΔνη 2003. 1297 = δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος,  758/2002 δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος,  309/1999 ΕλλΔνη 1999.1318 = ΕΤρΑΧΔ 2000.487 = ΕΕΝ 2000.476 = δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος, ΕΑ 1587.2013 ΔΕΕ 2013. 792,  1159/2012, ΕφΘεσ 317/2009, 2788/2009  δημοσιευμένες στην τ.ν.π. Νόμος, Μον ΕΠ 37/2016 ΔΕΕ 2016.373 = δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος, Πανταζόπουλου, «Η ανακοπή κατά Διαταγή Πληρωμής», έκδοση 2001, σελ. 147 με τις εκεί παραπομπές, Σινανιώτη, «Ειδικές διαδικασίες», εκδ. Β`, σελ. 193,). Με τον τρίτο λόγο της εφέσεώς τους οι ανακόπτοντες – ασκούντες πρόσθετους λόγους ανακοπών – εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε τον τρίτο κύριο λόγο της από το άρθρο 632 Κ.Πολ.Δ. ανακοπής που σωρευόταν στο από 22.09.2014 δικόγραφο και τον τρίτο πρόσθετο λόγο ανακοπών με τις αιτιολογίες ότι ο πρώτος των ανωτέρω λόγων ήταν μη νόμιμος ενώ ο δεύτερος αυτών αόριστος, μη επιδεχόμενος δικαστική εκτίμηση. Ο λόγος αυτός της ένδικης εφέσεως παραδεκτά προβάλλεται πλην όμως είναι αβάσιμος. Με τον τρίτο κύριο λόγο ανακοπής οι ανακόπτουσες ισχυρίστηκαν ότι η καθής οι ανακοπές – καθής οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπών – εφεσίβλητη εστερείτο του δικαιώματος να επικαλεστεί, ως διάδοχος της τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία «……….», γεγονότα υπερημερίας στο πρόσωπο της πρώτης ανακόπτουσας – πρώτης των ασκούντων πρόσθετους λόγους ανακοπής – πρώτης εκκαλούσας και τούτο γιατί η δανείστρια τράπεζα μετήλθε τις αναφερόμενες παραπλανητικές ενέργειες έναντι εταιρειών του «……….» (όχι όμως των διάδικων εταιρειών), για τις οποίες υπάρχει στην Αγγλία εκκρεμής δικαστική διαδικασία, με αποτέλεσμα την πρόκληση οικονομικής δυσχέρειας στον όμιλο και περαιτέρω συνέπεια την αδυναμία του να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του από το επίδικο δάνειο. Ισχυρίστηκαν, επιπροσθέτως, ότι ο σχετικός λόγος απαλλαγής (fraudulent misrepresentation) προκύπτει από το Αγγλικό κοινό δίκαιο (αγόρευση του Lord Hoffman στην υπόθεση «Attorney General of Belize & Others v Belize Telecom, 2009, UKPC 10»). Ωστόσο ο Lord Hoffman στην συμβουλή του προς το Privy Council επιβεβαιώνει ότι δεν είναι δυνατόν να συναχθεί (απαλλακτικός) όρος ο οποίος θα ερχόταν σε αντίθεση με ένα ρητό όρο, όπως ο όρος 5.03 της δανειακής συμβάσεως που προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι όλες οι πληρωμές από τον δανειζόμενο και/ή τα εξασφαλιστικά μέρη θα γίνουν χωρίς συμψηφισμό και προβολή οποιασδήποτε ανταπαιτήσεως, με αποτέλεσμα, σε περίπτωση παραδοχής του εννοούμενου – συναγόμενου απαλλακτικού όρου στον οποίο έγινε αναφορά παραπάνω, ο εν λόγω συμβατικός όρος να ματαιώνεται. Συνεπώς, πέραν του ότι οι αιτιάσεις των ανωτέρω διάδικων μερών περί απατηλής συμπεριφοράς κτλ της δανείστριας τράπεζας  αφορούν έτερες συμβατικές  σχέσεις που δεν συνδέονται με την υπόψη διαφορά, η καταλυτική παραδοχή εξυπακουόμενου απαλλακτικού όρου έναντι ρητού συμβατικού όρου δεν είναι δυνατή από το Αγγλικό κοινό δίκαιο. Περαιτέρω, και σε σχέση με τον τρίτο πρόσθετο λόγο ανακοπών πρέπει να σημειωθεί ότι αυτός (λόγος) εξαντλείται σε παράθεση ασύνδετων ισχυρισμών, χωρίς σαφή αναφορά σε πρόσωπα και πράξεις, περί απατηλής συμπεριφοράς προστηθέντων από την αρχική δανείστρια τράπεζα προς εκπρόσωπο των ανακοπτόντων αναφορικά με την φύση και την έκταση αξιώσεων της τράπεζας κατά τρίτης εταιρείας με αποτέλεσμα υπερφόρτωση του ομίλου «……» με δανειακές υποχρεώσεις και επιπλέον αποτέλεσμα την αδυναμία αυτού να ανταποκριθεί στις ένδικες συμβατικές υποχρεώσεις του. Επομένως, ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε τον σχετικό πρόσθετο λόγο μη επιδεκτικό δικαστικής εκτιμήσεως και τον απέρριψε.
  9. Στην §4 του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ., όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, εφόσον η επιταγή προς εκούσια συμμόρφωση επιδόθηκε στις 19.09.2014, ορίζονταν τα εξής: «Οι ισχυρισμοί που αφορούν την απόσβεση της απαίτησης πρέπει να αποδεικνύονται αμέσως, αλλιώς απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι. Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 270 παρ. 2 και 3.». Η ρύθμιση που καθιερώνει η διάταξη αυτή είναι ειδική και γιαυτό υπερισχύει των διατάξεων της τακτικής ή και της ειδικής διαδικασίας, με την οποία εκδικάζεται κατά τα λοιπά η ανακοπή, αποσκοπεί δε με το απαράδεκτο που καθιερώνει, στην αποφυγή παρελκύσεως της εκτελεστικής διαδικασίας και στον περιορισμό των δικών περί την εκτέλεση, ώστε να μην αποδυναμώνονται οι εκτελεστοί τίτλοι με την καθυστέρηση της εκτελέσεώς τους. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο και τον σκοπό της, αλλά και από το γεγονός ότι αφορά δίκες περί την εκτέλεση, όπου οι απαιτήσεις είναι εξοπλισμένες με εκτελεστό τίτλο, άμεση απόδειξη δεν σημαίνει απλώς προαπόδειξη, με την οποία, αν και την προϋποθέτει, δεν ταυτίζεται εννοιολογικώς, αλλά απόδειξη των αποσβεστικών της εκτελούμενης απαιτήσεως ισχυρισμών κατά την υποβολή τους, μόνο με έγγραφα ή δικαστική ομολογία, γιατί αλλιώς κινδυνεύει να φαλκιδευτεί και το δικαίωμα του αντιδίκου για ανταπόδειξη (ΟλΑΠ 10/1993 ΕλλΔνη 1994.1242, ΑΠ 253/2002, 622/1999 ΕλλΔνη 2000.84, ΕΑ 229/2012 ΕλλΔνη 2013.1046 = δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος). Με τον τέταρτο λόγο της εφέσεώς τους οι ανακόπτοντες – ασκούντες πρόσθετους λόγους ανακοπών – εκκαλούντες παραπονούνται γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε τον δεύτερο πρόσθετο λόγο της ανακοπής του από το άρθρο 933 Κ.Πολ.Δ. ως μη νόμιμο και, σε κάθε περίπτωση, ως ουσιαστικά αβάσιμο. Με τον εν λόγω λόγο ανακοπής τους οι ανωτέρω είχαν ισχυριστεί ότι η αντίδικός τους αναγγέλθηκε, ως δανείστρια της πρώτης ανακόπτουσας – ασκούσας πρόσθετους λόγους εφέσεων – εκκαλούσας, για ποσό 12.100.00,00$ πλέον τόκων και εξόδων, στον αναγκαστικό πλειστηριασμό του πλοίου της, με το όνομα «R. .», που επισπεύσθηκε δυνάμει της υπ΄ αριθμ. ……διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, υπερθεμάτισε στον πλειστηριασμό αυτόν με ποσό 5.500.00,00$, το οποίο δεν κατέβαλε, αλλά «συμψήφισε» με την απαίτησή της των 12.100.00,00$, μέρος του οποίου συνιστά και το ποσό για το οποίο εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, όπως και το ποσό για το οποίο εκδόθηκε και η διαταγή πληρωμής με την οποία επισπεύσθηκε η προαναφερόμενη εκτελεστική διαδικασία. Ισχυρίστηκαν, επίσης, ότι χρηματικά ποσά για τα οποία ήταν δυνατό να λάβει χώρα «συμψηφισμός»  ήσαν αυτά για τα οποία υπήρχε εκτελεστός τίτλος συνέπεια δε αυτού του γεγονότος ήταν η απόσβεση της οφειλής για την οποία εκδόθηκε η ένδικη διαταγή πληρωμής. Ο λόγος αυτός της ένδικης εφέσεως παραδεκτά προβάλλεται αλλά πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ειδικότερα, είναι αληθές ότι η καθής οι ανακοπές – καθής οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπών – εφεσίβλητη κατατάχθηκε στον υπ΄ αριθμ. ……. πίνακα κατατάξεως δανειστών του συμβολαιογράφου Πειραιώς …… για ποσό 5.495.542,58$ προνομιακώς και οριστικώς πλην όμως ακόμη και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι στο εν λόγω χρηματικό ποσό περιλαμβάνεται και το ποσό της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, ο ανωτέρω πίνακας κατατάξεως δανειστών ως προς την κατάταξη της προαναφερόμενης δανείστριας δεν είναι εκτελεστός, εφόσον εκκρεμεί η από 16.01.2015 (γεν. αριθμ. καταθ. …….., αριθμ. καταθ. …..) ανακοπή από το άρθρο 979§2 Κ.Πολ.Δ. ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που στρέφεται κατά της καταταγείσης δανείστριας με την οποία ζητείται, μεταξύ άλλων, η ακύρωση του πίνακα κατατάξεως ως προς την κατάταξη της καθής η ανακοπή, άλλως η μεταρρύθμιση αυτού (πίνακα) ως προς την εν λόγω διάδικο προς τον σκοπό να καταταγεί τυχαίως και όχι οριστικά. Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει λόγος για απόσβεση, και μάλιστα αμέσως αποδεικνυόμενη, της απαιτήσεως της καταταγείσης διαδίκου (ΕφΛαρ 192/2015 Δικογραφία 2016.35 = δημοσιευμένη και στην τ.ν.π. Νόμος). Ενόψει της απορρίψεως όλων των λόγων της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθεί αυτή (έφεση) στην ουσία της όπως και το αίτημα των εκκαλούντων να διαταχθεί η αναβολή (=αναστολή) της δίκης εωσότου αποφασίσουν αρμόδιες διοικητικές αρχές στις οποίες έχουν απευθυνθεί με σκοπό να «επανέλθει» η κατ΄ αυτών απαίτηση από την περιουσία της εφεσίβλητης στην περιουσία της σε εκκαθάριση τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία «………».
  10. Τα κατατεθέν για την παραδεκτή άσκηση της εφέσεως παράβολο, ενόψει της ήττας των εκκαλούντων, πρέπει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495§3 εδάφ. ε΄ Κ.Πολ.Δ.).
  11. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν στους ηττώμενους εκκαλούντες, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος της νικώσας εφεσίβλητης, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 183, 176 εδάφ. α΄, 189§1, 191§2 Κ.Πολ.Δ. και 58§§1, 3, 4α, 65, 68§1, 69§1 εδάφ. α΄, 166, Παράρτημα Ι ν. 4194/2013, κατά τα στο διατακτικό.

Γ  Ι  Α     Τ  Ο  Υ  Σ     Λ  Ο  Γ  Ο  Υ  Σ     Α  Υ  Τ  Ο  Υ  Σ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 13.07.2016 έφεση κατά της εκδοθείσης κατά την τακτική διαδικασία  υπ΄ αριθμ. 1403/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα.

Θεωρεί ότι δεν ασκήθηκαν οι σωρευμένες στο από 22.09.2014 ανακοπές και οι από 19.03.2015 πρόσθετοι λόγοι ανακοπών ως προς τους υπό στοιχεία Α, Δ, Ε (κύριους λόγους) και Β2, Γ2 λόγους αυτών.

Απορρίπτει ό,τι ως απορριπτέο κρίθηκε και την έφεση κατ΄ ουσίαν.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης ορίζει δε το ποσό αυτών σε τριάντα τέσσερις χιλιάδες τετρακόσια είκοσι ευρώ (34.420,00€). Και

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 11 Σεπτεμβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ